Όταν τα νέα της ήττας τους στη Σικελία το 413 π.Χ. έφτασαν στους Αθηναίους, τα δέχθηκαν με δυσπιστία. Χρειάστηκε να περάσει κάποιος χρόνος για να συνειδητοποιήσει ο λαός την έκταση της καταστροφής, οπότε, γράφει ο Θουκυδίδης (8.1.1.), «εξεμάνη κατά των ρητόρων που είχαν συμβάλλει στην προπαγάνδιση της εκστρατείας ωσάν να μην την είχε ο ίδιος [ο λαός] αποφασίσει [στην Εκκλησία]». Στο χωρίο αυτό ο Τζορτζ Γκρότ έδωσε την ακόλουθη απάντηση: «Από τις τελευταίες αυτές λέξεις θα μπορούσε να δοθεί εντύπωση ότι ο Θουκυδίδης θεωρούσε πως οι Αθηναίοι, από τη στιγμή που υιοθέτησαν την εκστρατεία με τις ψήφους τους, αποποιήθηκαν το δικαίωμα της μομφής κατά των ρητόρων εκείνων που είχαν πρωτοστατήσει, συνιστώντας να προχωρήσουν σε μια τέτοια ενέργεια. Δεν συμμερίζομαι καθόλου την άποψή του. Ο εισηγητής κάθε σημαντικού μέτρου είναι πάντοτε ηθικά υπεύθυνος για την ορθότητα, τη χρησιμότητα και την πρακτικότητα του μέτρου, και πολύ σωστά πέφτει, λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με την περίπτωση, σε δυσμένεια, αν έχει αποτελέσματα ολότελα αντίθετα από εκείνα που είχε προβλέψει»
1.
Οι δυο αντιτιθέμενες αυτές παραπομπές φέρνουν στην επιφάνεια όλα τα θεμελιώδη εγγενή προβλήματα της αθηναϊκής δημοκρατίας: προβλήματα χάραξης πολιτικής και ηγεσίας, αποφάσεων και ευθύνης γι’ αυτές. Δυστυχώς ο Θουκυδίδης (6.1-25) μας λέγει πολύ λίγα για τους ρήτορες που υποστήριξαν επιτυχώς στην Εκκλησία την απόφαση για την πραγματοποίηση της μεγάλης εισβολής στη Σικελία. Στην πραγματικότητα, δεν μας λέγει τίποτα το συγκεκριμένο για τη συνεδρίαση, παρά μόνο ότι ο λαός υπήρξε θύμα παραπλάνησης εκ μέρους μιας αντιπροσωπείας από τη σικελική πόλη της Σεγέστας και από αυτούς τους ίδιους τους δικούς του απεσταλμένους που μόλις είχαν επιστρέψει από τη Σικελία, και ότι οι περισσότεροι απ’ όσους ψήφισαν αγνοούσαν σε τέτοιο βαθμό την όλη υπόθεση, ώστε δεν γνώριζαν ούτε καν το μέγεθος του νησιού ή τον πληθυσμό του.
Πέντε μέρες αργότερα έγινε μια δεύτερη συνεδρίαση της Εκκλησίας για να εγκριθεί ο απαραίτητος οπλισμός. Ο στρατηγός Νικίας άρπαξε την ευκαιρία για να επιδιώξει την ματαίωση του όλου προγράμματος. Αντιτάχθηκε ένας αριθμός ομιλητών, Αθηναίοι και Σικελοί, οι οποίοι ούτε κατονομάζονται, ούτε περιγράφονται μ’ έναν οποιονδήποτε τρόπο από τον ιστορικό. Αντιτάχθηκε και ο Αλκιβιάδης, ο οποίος εξεφώνησε ένα λόγο που ρίχνει άπλετο φως στον ίδιο τον Θουκυδίδη και στην κρίση του για τον Αλκιβιάδη, αλλά δεν αναφέρει σχεδόν τίποτα για τα άμεσα θέματα που αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης ούτε για τα ευρύτερα εκείνα που αφορούν τη δημοκρατική διαδικασία και την ηγεσία. Το αποτέλεσμα ήταν μία ολοκληρωτική ήττα για το Νικία. Όλοι τους, παραδέχεται ο Θουκυδίδης, αδημονούσαν τώρα περισσότερο από πριν να προχωρήσει η εφαρμογή του σχεδίου - οι γέροι και οι νέοι, οι οπλίτες (που προέρχονταν από το ευπορότερο τμήμα του λαϊκού πληθυσμού) και οι κοινοί άνθρωποι το ίδιο. Οι λίγοι που παρέμειναν αντίθετοι, συμπεραίνει ο Θουκυδίδης, απέφυγαν να ψηφίσουν από το φόβο μήπως εμφανιστούν ως μη πατριώτες.
Η σκοπιμότητα της εκστρατείας στη Σικελία είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης είχε περισσότερες από μία απόψεις σε διάφορες περιόδους της ζωής του. Πάντως δεν φαίνεται να έχει αλλάξει γνώμη για τους ρήτορες: επέβαλαν την εκστρατεία για εσφαλμένους λόγους και κέρδισαν τη μάχη ποντάροντας στην άγνοια και το πάθος της Εκκλησίας. Αναφέρει ότι ο Αλκιβιάδης άσκησε μεγαλύτερη πίεση απ’ όλους γιατί επιθυμούσε να χαλάσει τα σχέδια του Νικία, γιατί είχε προσωπικές φιλοδοξίες και ήλπιζε να κερδίσει δόξα και πλούτο από τη στρατηγία του στην εκστρατεία και γιατί οι υπερβολικές και ελευθέριες αρέσκειες του υπερέβαιναν τις οικονομικές του δυνατότητες. Αλλού, εκφραζόμενος με πιο γενικούς όρους, ο Θουκυδίδης λέγει το εξής (2.65.9-11): υπό τον Περικλή «η κυβέρνηση ήταν δημοκρατία ονομαστικά ενώ πραγματικά ενός ανδρός αρχή. Οι διάδοχοί του ήσαν περισσότερο ίσοι μεταξύ τους, καθώς δε προσπαθούσε κάθε ένας να γίνει ο πρώτος άνδρας, θυσίαζαν ακόμη και το χειρισμό των υποθέσεων στα καπρίτσια του λαού. Αυτό, όπως ήταν επόμενο για ένα μεγάλο κράτος που διηύθυνε μια αυτοκρατορία, οδήγησε σε πολλά λάθη».
Με λίγα λόγια, μετά από το θάνατο του Περικλή, η Αθήνα έπεσε στα χέρια των δημαγωγών και καταστράφηκε. Ο Θουκυδίδης δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «δημαγωγός» σε κανένα από τα χωρία που έχω σχολιάσει. Είναι μια λέξη που δεν την συνηθίζει ο ίδιος2, όπως γενικά και η ελληνική γραμματεία, πράγμα που θα μπορούσε να ιδωθεί σαν έκπληξη, αν ληφθεί υπόψη ότι δεν υπάρχει πιο οικείο θέμα στο αθηναϊκό περιβάλλον (ανεξάρτητα από τη σπανιότητα της λέξης) από το δημαγωγό και τον υπαρχηγό του, το συκοφάντη. Ο δημαγωγός είναι ένα κακό πράγμα: το «οδηγώ το λαό» σημαίνει παραπλανώ - πάνω απ’ όλα, παραπλανώ με το ν’ αποτυγχάνω να οδηγώ. Ο δημαγωγός καθοδηγείται από το προσωπικό του συμφέρον, από την επιθυμία να γίνει ισχυρότερος και μέσω της εξουσίας πλουσιότερος. Για να κατορθώσει κάτι τέτοιο απαρνιέται όλες τις αρχές, κάθε ηγετική εντιμότητα και υποθάλπει στο λαό κάθε ιδιοτροπία - σύμφωνα με τα λόγια του Θουκυδίδη, θυσίαζαν ακόμα και το χειρισμό των υποθέσεων στα καπρίτσια του λαού. «Η εικόνα αυτή παρουσιάζει όχι μόνο την καλή αλλά και την ανάποδη όψη». Να, για παράδειγμα, η εικόνα που έχει ο Θουκυδίδης για το σωστό είδος ηγέτη (2.65-8): «Χάρη στο κύρος του, στην ευφυΐα του και τη γνωστή του ακεραιότητα σε ότι αφορά τα χρήματα, ο Περικλής ήταν σε θέση να κατευθύνει το λαό όπως θα έπρεπε να κάνει ένας ελεύθερος άνθρωπος. Τον κατηύθυνε αντί να κατευθύνεται απ’ αυτόν. Δεν είχε ανάγκη, διεκδικώντας την εξουσία, να τους εξευμενίζει· αντίθετα, η φήμη του ήταν τέτοια που μπορούσε να τους πηγαίνει κόντρα και να προκαλεί την οργή τους».
Αυτό δεν γινόταν απ’ όλους αποδεκτό. Ο Αριστοτέλης τοποθετεί το ρήγμα νωρίτερα: ήταν από τότε που ο Εφιάλτης άρπαξε την εξουσία από τη Βουλή του Αρείου Πάγου που εγκαινιάζεται το πάθος της δημαγωγίας. Ο Περικλής, συνεχίζει, απέκτησε εν πρώτοις πολιτική επιρροή καταγγέλλοντας τον Κίμωνα για κακή διαχείριση, εν συνεχεία ακολούθησε δραστήρια μια πολιτική ναυτικής ισχύος «η οποία έδωσε στις κατώτερες τάξεις τη δυνατότητα να πάρουν βαθμιαία στα χέρια τους την πολιτική ηγεσία», και τέλος εισήγαγε την αμοιβή των ενόρκων, δωροδοκώντας έτσι το λαό με τα ίδια του τα χρήματα. Αυτά ήσαν δημαγωγικά μέτρα και έφεραν τον Περικλή στην εξουσία, την οποία αυτός κατόπιν άσκησε, ο Αριστοτέλης συμφωνεί, με σωστό και καθαρό τρόπο3.
Αυτό που μ’ ενδιαφέρει όμως δεν είναι ούτε η αξιολόγηση του Περικλή ως ατόμου ούτε η λεξικογραφική εξέταση της λέξης «δημαγωγία». Το ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο ήταν κατά κανόνα αόριστο και μη ακριβές, εκτός από τους επίσημους τίτλους ατομικών ή συλλογικών αξιωμάτων (και πολύ συχνά ούτε και τότε ακόμη). Όλοι οι συγγραφείς δέχονταν την αναγκαιότητα της πολιτικής ηγεσίας σαν κάτι το αυτονόητο. Το πρόβλημά τους ήταν να διακρίνουν μεταξύ καλών και κακών ειδών. Όσον αφορά την Αθήνα και τη δημοκρατία της, η λέξη «δημαγωγός» έγινε για λόγους ευνόητους ο απλούστερος τρόπος χαρακτηρισμού του κακού είδους και δεν έχει καμιά απολύτως σημασία αν η λέξη εμφανίζεται ή όχι σ’ ένα δεδομένο κείμενο. Υποθέτω ότι ήταν ο Αριστοφάνης εκείνος που καθιέρωσε το μοντέλο του δημαγωγού στην προσωπογραφία του Κλέωνα κι ας μη χρησιμοποίησε ποτέ άμεσα το επίθετο «δημαγωγός» γι’ αυτόν η οποιονδήποτε άλλο4. Ο Θουκυδίδης πίστευε ασφαλώς παρομοίως, ότι ο Κλεοφών, ο Υπέρβολος και ορισμένοι, αν όχι όλοι, από τους ρήτορες τους υπεύθυνους για την καταστροφή στη Σικελία ήσαν δημαγωγοί, πλην όμως δεν απέδωσε το χαρακτηρισμό σε κανέναν απ’ αυτούς.
Ενδιαφέρει να τονιστεί η λέξη «είδος» γιατί το θέμα που έθεσαν οι Έλληνες συγγραφείς είναι ένα θέμα ουσιαστικών προσόντων του ηγέτη, όχι (ειμή μόνο εντελώς δευτερευόντως) των μεθόδων του ή της τεχνικής του ικανότητας, ούτε καν (ειμή μόνο κατά ένα πολύ γενικό τρόπο) του προγράμματος και της πολιτικής του. Η βασική διάκριση είναι μεταξύ εκείνου που ασκεί την ηγεσία με αποκλειστικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, κι εκείνου που το ατομικό του συμφέρον κάνει πρωταρχικής σημασίας το θέμα της δικής του θέσης και τον σπρώχνει να κολακεύει το λαό. Ο πρώτος μπορεί να κάνει ένα λάθος και να υιοθετήσει εσφαλμένη πολιτική σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση. Ο δεύτερος μπορεί κατά διαστήματα να κάνει ορθές προτάσεις, όπως όταν ο Αλκιβιάδης απέτρεψε το στόλο που βρισκόταν στη Σάμο να διακυβεύσει τη ναυτική θέση καταπλέοντας εσπευσμένα πίσω στην Αθήνα το 411 π.Χ. για να ανατρέψει τους ολιγαρχικούς που είχαν καταλάβει εκεί την εξουσία, μιαν ενέργεια που ο Θουκυδίδης (8.86) επιδοκιμάζει ρητά. Ωστόσο αυτές δεν είναι θεμελιώδεις διαφορές. Αλλά ούτε και ορισμένα γνωρίσματα που αποδίδονται σε συγκεκριμένους δημαγωγούς: η συνήθεια του Κλέωνα να ωρύεται όταν απευθυνόταν στην Εκκλησία, η προσωπική ανεντιμότητα σε χρηματικά θέματα και ούτω καθεξής. Αυτά τα πράγματα τονίζουν απλώς την εικόνα. Από τον Αριστοφάνη ως τον Αριστοτέλη, η επίθεση κατά των δημαγωγών επανέρχεται πάντοτε στο ένα και μοναδικό κεντρικό ερώτημα: για ποιανού το συμφέρον ηγείται ο ηγέτης;
Πίσω από αυτή τη διατύπωση του ερωτήματος βρίσκονται τρεις προτάσεις. Η πρώτη είναι ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι, τόσο όσον αφορά την ηθική αξία και ικανότητά τους όσο και την κοινωνική και οικονομική τους θέση. Η δεύτερη είναι ότι κάθε κοινότητα τείνει να χωρίζεται σε πολιτικές μερίδες από τις οποίες σημαντικότερες είναι αφενός οι πλούσιοι και οι ευγενείς και αφετέρου οι φτωχοί, κάθε μια με τις δικές της αρετές, τις δικές της δυνατότητες και τα δικά της συμφέροντα. Η τρίτη πρόταση είναι ότι καλά οργανωμένο και προοδευτικό κράτος είναι εκείνο που υπερβαίνει τις διαιρέσεις και χρησιμεύει σαν όργανο ευζωίας.
Η πολιτική διαίρεση (faction) είναι το μεγαλύτερο κακό και ο συνηθέστερος κίνδυνος. Η λέξη «faction» είναι μια συμβατική αγγλική μετάφραση του ελληνικού όρου στάσις, από τις πιο αξιοσημείωτες λέξεις που μπορεί να βρεθούν σε ανθρώπινη γλώσσα. Η αρχική της σημασία είναι «τοποθέτηση», «στήσιμο» ή «ανάστημα», «στάθμευση». Η έκταση των πολιτικών σημασιών της μπορεί κάλιστα να δειχθεί με την απλή παράθεση των ορισμών που βρίσκονται στο λεξικό: «κόμμα», «κόμμα με στασιαστικό σκοπό», «πολιτική μερίδα», «στασίαση», «διχόνοια», «διαίρεση», «αποστασία» και τέλος, μια αναμφισβήτητη σημασία που το λεξικό ακατανόητα παραλείπει, συγκεκριμένα η σημασία «εμφύλιος πόλεμος» ή «επανάσταση». Αντίθετα από τον όρο «δημαγωγός» η λέξη στάσις απαντάται πολύ συχνά στο γραπτό λόγο και έχει κατά κανόνα αρνητική σημασία. Περιέργως είναι μία έννοια σχετικά παραμελημένη από τους σύγχρονους μελετητές της ελληνικής ιστορίας. Δεν έχει αποδοθεί, πιστεύω, η δέουσα σημασία στο γεγονός, ότι μια λέξη που έχει την αρχική σημασία της «στάθμευσης» ή της «τοποθέτησης» και η οποία σε αφηρημένη λογική, θα μπορούσε να έχει μία εξίσου ουδέτερη έννοια κάθε φορά που χρησιμοποιείται σ’ ένα πολιτικό πλαίσιο, στην πράξη δεν κάνει τίποτα του είδους, αλλά παίρνει αμέσως τις χειρότερες αποχρώσεις. Μία πολιτική τοποθέτηση, μια κομματική τοποθέτηση - αυτό είναι το αναπόσπαστο επακόλουθο - είναι ένα κακό πράγμα, που οδηγεί στη στάση, στον εμφύλιο πόλεμο και στη διάλυση του κοινωνικού οικοδομήματος. Η ίδια δε αυτή τάση επαναλαμβάνεται σε όλο το φάσμα της γλώσσας. Σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει κανείς αιώνιος νόμος που να υπαγορεύει ότι ο «δημαγωγός», ένας «ηγέτης του λαού», πρέπει να γίνει «παραπλανητής του λαού». Ή ακόμα ότι η εταιρεία, μια παλιά ελληνική λέξη που σημαίνει, μεταξύ άλλων «λέσχη» ή «κοινωνία», θα έπρεπε στην Αθήνα του πέμπτου αιώνα να έχει καταλήξει να σημαίνει ταυτόχρονα «συνωμοσία» και «στασιαστική οργάνωση». Όποια κι αν είναι η εξήγηση, δεν βρίσκεται στη φιλολογία αλλά στην ίδια την ελληνική κοινωνία.
Κανείς απ’ όσους διάβασαν τους Έλληνες πολιτικούς συγγραφείς δεν μπορεί να μην πρόσεξε την ταυτότητα γραμμής απ’ αυτή την άποψη. Όποιες κι αν ήσαν οι μεταξύ τους διαφωνίες, επιμένουν όλοι ότι το κράτος πρέπει να μείνει μακριά από τα ταξικά ή άλλα παραταξιακά συμφέροντα. Οι σκοποί και οι στόχοι του είναι ηθικοί, αχρονικοί και γενικοί και μπορεί να επιτευχθούν - πιο σωστά να προσεγγιστούν - μόνο με την παιδεία, την ηθική διαγωγή (ιδιαίτερα εκ μέρους εκείνων που κατέχουν την εξουσία), την ηθικά ορθή νομοθεσία και την εκλογή των κατάλληλων κυβερνητών. Η ύπαρξη βέβαια τάξεων και συμφερόντων, ως εμπειρικό γεγονός, δεν αμφισβητείται. Εκείνο που αμφισβητείται είναι ότι η επιλογή πολιτικών στόχων μπορεί νόμιμα να συνδεθεί με αυτές τις τάξεις και τα συμφέροντα ή ακόμη ότι το δημόσιο συμφέρον μπορεί να προωθηθεί χωρίς ν’ αγνοηθούν (αν όχι να καταργηθούν) τα ιδιωτικά συμφέροντα.
Εκείνος που ακολούθησε αυτή τη γραμμή από τη συλλογιστική της ως τις πιο ριζικές λύσεις της ήταν ο Πλάτων. Στον Γοργία (502E-519D) είχε ισχυριστεί ότι ούτε καν οι μεγάλες αθηναϊκές πολιτικές μορφές του παρελθόντος - ο Μιλτιάδης, ο Θεμιστοκλής, ο Κίμων και ο Περικλής - δεν ήσαν αληθινοί δημόσιοι άνδρες. Απλώς τα κατάφεραν καλύτερα από τους διαδόχους τους να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του δήμου σε πλοία, τείχη και ναυπηγεία. Είχαν αποτύχει να κάνουν τους πολίτες καλύτερους ανθρώπους, το ν’ αποκαλούνται επομένως «δημόσιοι άνδρες» μοιάζει με το να συγχέουμε το ζαχαροπλάστη με το γιατρό. Εν συνεχεία στην Πολιτεία, ο Πλάτων πρότεινε να συγκεντρωθεί όλη η εξουσία στα χέρια μιας μικρής, επίλεκτης, κατάλληλα εκπαιδευμένης τάξης, η οποία θα έπρεπε ν ’ αποδεσμευθεί απ ’ όλα τα ειδικά συμφέροντα με τα πιο ριζοσπαστικά μέτρα: απαγορεύοντας στα μέλη της τόσο την ατομική ιδιοκτησία όσο και την οικογένεια. Μόνο κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες θα συμπεριφερόντουσαν ως τέλειοι ηθικοί φορείς, κατευθύνοντας το κράτος προς τους δικούς του στόχους, χωρίς τη δυνατότητα να παρεισφρήσει οποιοδήποτε ιδιωτικό συμφέρον.
Ο Πλάτων, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ήταν ένας εντελώς ιδιότυπος άνθρωπος. Δεν μπορεί όμως κανείς με ασφάλεια να γενικεύσει από τον Πλάτωνα για όλους τους Έλληνες, ούτε καν μάλιστα για κάποιον άλλο μεμονωμένο Έλληνα. Ποιος άλλος συμμεριζόταν την απόλυτη πεποίθησή του ότι «προσοντούχοι ειδικοί - οι φιλόσοφοι - μπορούσαν να λαμβάνουν (και θα έπρεπε επομένως να εξουσιοδοτηθούν να το κάνουν) γενικά και απολύτως ορθές και αδιαφιλονίκητες αποφάσεις σε θέματα ευζωίας και ενάρετης ζωής, πράγμα το οποίο κι αποτελεί το μοναδικό σκοπό του κράτους»6; Πάντως, όσον αφορά το πρόβλημα που μ’ ενδιαφέρει άμεσα - τα ιδιωτικά συμφέροντα και το κράτος - ο Πλάτων συνέπιπτε με πολλούς Έλληνες συγγραφείς (όσο κι αν διαφωνούσαν μαζί του ως προς τις λύσεις). Στη μεγάλη τελική σκηνή των Ευμενίδων του Αισχύλου ο χορός εκφράζει ρητά την πίστη: η ευημερία του κράτους μπορεί να στηρίζεται μόνο στην αρμονία και την απουσία κάθε διαίρεσης. Ο Θουκυδίδης το υπαινίσσεται αυτό περισσότερο από μία φορά7. Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί τη βάση της θεωρίας του μεικτού συντάγματος όπως το βρίσκουμε ήδη στα Πολιτικά τον Αριστοτέλη.
Ο εμπειρικότερος από τους Έλληνες φιλόσοφους, ο Αριστοτέλης, συνέλεξε τεράστιες ποσότητες στοιχείων για την πρακτική των ελληνικών κρατών, μεταξύ των οποίων και γεγονότα σχετικά με τη στάση. Τα Πολιτικά περιλαμβάνουν μία συστηματική ταξινόμηση των στάσεων και μάλιστα συμβουλεύουν για το πώς είναι δυνατόν να αποφευχθεί η στάσις κάτω από διάφορες συνθήκες. Οι κανόνες ωστόσο και οι στόχοι του Αριστοτέλη ήσαν ηθικοί, το έργο του ένας κλάδος της ηθικής φιλοσοφίας. Έβλεπε την πολιτική συμπεριφορά τελολογικά, σύμφωνα με τους ηθικούς σκοπούς που ο άνθρωπος έχει από τη φύση του και πίστευε ότι οι σκοποί αυτοί υπονομεύονταν αν οι άρχοντες λαμβάνουν τις αποφάσεις τους στη βάση προσωπικών ή ταξικών συμφερόντων. Αυτό ήταν το κριτήριο στη βάση του οποίου διέκρινε μεταξύ των τριών «σωστών» μορφών διακυβέρνησης («σύμφωνα με την απόλυτη δικαιοσύνη») και των εκφυλισμένων μορφών τους: η μοναρχία μετατρέπεται σε τυραννία όταν ένα άτομο κυβερνά για το δικό του συμφέρον αντί για εκείνο του συνόλου. Παρομοίως, η αριστοκρατία μετατρέπεται σε ολιγαρχία.
Τέλος, η πολιτεία μετατρέπεται σε δημοκρατία (ή στη γλώσσα του Πολύβιου η δημοκρατία μετατρέπεται σε οχλοκρατία)8. Εξάλλου, μεταξύ των δημοκρατιών εκείνες των αγροτικών κοινοτήτων θα είναι ανώτερες επειδή οι αγρότες είναι πάρα πολύ απασχολημένοι για να μπορούν να παρακολουθούν συνεδριάσεις ενώ αντίθετα για τους τεχνίτες και μαγαζάτορες της πόλης είναι εύκολο να το κάνουν, και άνθρωποι του είδους αυτού «είναι γενικά ένα κακό συνοθύλευμα»9.
Η μεγάλη διαφορά μεταξύ πολιτικής ανάλυσης και ηθικής κρίσης δεν θα μπορούσε να παρουσιαστεί καλύτερα απ’ ότι στο χωρίο του «γηραιού ολιγαρχικού» που ανέφερα στο πρώτο κεφάλαιο: «Όσο για το αθηναϊκό σύστημα διακυβέρνησης, δεν μου αρέσει. Από τη στιγμή πάντως που οι Αθηναίοι αποφάσισαν να γίνουν δημοκρατία, μου φαίνεται ότι διαφυλάττουν καλά τη δημοκρατία τους»10. «Μην ξεγελαστείτε», λέγει ο συγγραφέας, στην πραγματικότητα: Εγώ και μερικοί από εσάς αντιπαθούμε τη δημοκρατία, ωστόσο μια λελογισμένη εξέταση των γεγονότων μας δείχνει ότι αυτό που εμείς καταδικάζουμε πάνω σε ηθική βάση είναι εξαιρετικά ισχυρό σαν πρακτική δύναμη και η ισχύς του βασίζεται στον μη ηθικό χαρακτήρα του. Αυτό αντιπροσωπεύει μια ιδιαίτερα ελπιδοφόρα πορεία έρευνας, η οποία όμως δεν ακολουθήθηκε στην αρχαιότητα. Αντίθετα, οι στοχαστές εκείνοι, των οποίων ο προσανατολισμός ήταν αντιδημοκρατικός, εξακολούθησαν να είναι προσηλωμένοι στην πολιτική φιλοσοφία. Κι εκείνοι που έμεναν στο πλευρό της δημοκρατίας; Ο Α.Χ.Μ. Τζόουνς προσπάθησε να διαμορφώσει τη δημοκρατική θεωρία από αποσπασματικές μαρτυρίες που υπάρχουν στα κείμενα που σώζονται, κυρίως του τέταρτου αιώνα11. Έπειτα ο Έρικ Χάβελοκ έκανε μία εντονότατη προσπάθεια να ανακαλύψει αυτό που αποκάλεσε «φιλελεύθερη ιδιοσυγκρασία» στην πολιτική της Αθήνας του πέμπτου αιώνα, κυρίως από τα αποσπάσματα των προ- σωκρατικών φιλοσόφων. Ανασκοπώντας το βιβλίο του, ο Μομιλιάνο υποστήριξε ότι η προσπάθεια αυτή ήταν εξαρχής καταδικασμένη γιατί «δεν είναι απόλυτα βέβαιο ότι υπήρχε κατά τον πέμπτο αιώνα μια ολοκληρωμένη δημοκρατική θεωρία» 12.
Στο προηγούμενο κεφάλαιο επισήμανα ήδη ότι κατά τη γνώμη μου δεν υπήρξε ποτέ στην Αθήνα μια ολοκληρωμένη δημοκρατική θεωρία. Υπήρχαν ιδέες, γνωμικά, γενικότητες - που τα συγκέντρωσε ο Τζόουνς - αυτά όμως δεν καταλήγουν σε μια συστηματική θεωρία. Και γιατί πράγματι θα έπρεπε να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Είναι μία περίεργη εσφαλμένη αντίληψη το να υποθέτει κανείς ότι κάθε ιστορικό κοινωνικό ή κυβερνητικό σύστημα πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται από ένα ολοκληρωμένο θεωρητικό σύστημα. Όπου συμβαίνει αυτό είναι συχνά έργο νομομαθών, η δε Αθήνα δεν είχε νομικούς στην πραγματική έννοια. Ή μπορεί να είναι το έργο φιλοσόφων, πλην όμως οι συστηματικοί φιλόσοφοι αυτής της περιόδου διαπνέονται από αντιλήψεις και αξίες ασυμβίβαστες με τη δημοκρατία. Πρέπει να προσπαθήσουμε μόνοι μας να κάνουμε την ανάλυση που δεν μπόρεσαν να κάνουν οι Αθηναίοι.
Κανείς απολογισμός της αθηναϊκής δημοκρατίας δεν μπορεί να έχει την παραμικρή εγκυρότητα αν παραλειφθούν τέσσερα σημεία, καθένα από τα οποία είναι αυτονόητο. Το πρώτο είναι ότι επρόκειτο για άμεση δημοκρατία, οσαδήποτε δε κοινά σημεία μπορεί ένα τέτοιο σύστημ j να έχει με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τα δύο αυτά συστήματα διαφέρουν μεταξύ τους σε ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα και ιδίως όσον αφορά τα ίδια αυτά τα θέματα με τα οποία ασχολούμαι εδώ. Το δεύτερο σημείο είναι εκείνο που ο Έρενμπεργκ ονομάζει «στενότητα χώρου» της ελληνικής πόλης-κράτους, μία διαπίστωση της οποίας τόνισε δίκαια τη μεγάλη σημασία για την κατανόηση της πολιτικής ζωής13. Οι συνέπειες συνοψίστηκαν από τον Αριστοτέλη σ’ ένα περίφημο χωρίο: «Ένα κράτος που αποτελείται από πάρα πολλούς... δεν θα είναι ένα αληθινό κράτος, για τον απλούστατο λόγο ότι δύσκολα μπορεί να έχει ένα αληθινό σύνταγμα. Ποιος μπορεί να είναι στρατηγός σ’ έναν τόσο υπερβολικά πολυάριθμο στρατό; Και ποιος άλλος από τον Στέντορα μπορεί να είναι κήρυκας;» (Πολιτικά, 1326b3-7).
Το τρίτο σημείο είναι ότι η Εκκλησία ήταν το αποκορύφωμα του συστήματος, έχοντας το δικαίωμα και την ικανότητα να λαμβάνει όλες τις πολιτικές αποφάσεις με ελάχιστους στην πράξη περιορισμούς από κάποιο προηγούμενο ή κάποια σκοπιμότητα. (Για ν’ ακριβολογήσουμε, οι αποφάσεις της Εκκλησίας εκαλούντο στα λαϊκά δικαστήρια τα οποία αποτελούντο από ένα μεγάλο αριθμό μη ειδικών. Παρ ’ όλα αυτά δεν τα λαμβάνω υπόψη μου τα δικαστήρια σε πολλά, αν και όχι σε όλα, από τα όσα ακλουθούν, γιατί πιστεύω, όπως το πίστευαν και οι ίδιοι οι Αθηναίοι, ότι μολονότι τα δικαστήρια περιέπλεκαν την πρακτική λειτουργία της πολιτικής, αποτελούσαν έκφραση και όχι μείωση της απόλυτης ισχύος του λαού που ενεργούσε άμεσα. Και γιατί πιστεύω ακόμα ότι η λειτουργική ανάλυση που προσπαθώ να κάνω, δεν θα αλλοιωνόταν σημαντικά και ίσως να συσκοτιζόταν αν στο σύντομο αυτό περίγραμμα δεν συγκέντρωνα το ενδιαφέρον μου στο θέμα της Εκκλησίας). Τελικά η Εκκλησία δεν ήταν τίποτα άλλο από μία υπαίθρια μαζική συγκέντρωση πάνω στο λόφο που ονομάζεται Πνύκα. Το τέταρτο επομένως σημείο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με προβλήματα συμπεριφοράς του πλήθους. Η ψυχολογία και οι κανόνες συμπεριφοράς στα πλαίσια των εργασιών της Εκκλησίας δεν θα μπορούσαν να είναι ταυτόσημοι μ’ εκείνους των εργασιών της μικρής ομάδας ή ακόμα και του ευρύτερου εκείνου είδους σώματος του οποίου το σύγχρονο κοινοβούλιο είναι ένα παράδειγμα (αν και πρέπει να παραδεχτούμε ότι σήμερα δεν μπορούμε να κάνουμε σχεδόν περισσότερο παρά μόνο να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη αυτών των επιρροών).
Ποιοι αποτελούσαν την Εκκλησία; Είναι μία ερώτηση στην οποία δεν μπορούμε ν ’ απαντήσουμε ικανοποιητικά. Κάθε άρρην πολίτης αποκτούσε αυτόματα το δικαίωμα να παρίσταται στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας όταν έφθανε το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του και διατηρούσε αυτό το προνόμιο ως το θάνατό του (εκτός από ένα μικρό αριθμό που έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα για τον ένα ή τον άλλο λόγο). Τον καιρό του Περικλή ο αριθμός των δικαιούχων ήταν της τάξης των 35.000 με 40.000. Οι γυναίκες αποκλείονταν· το ίδιο και οι αρκετά πολυάριθμοι μή-πολίτες, οι οποίοι ήσαν ελεύθεροι, σχεδόν όλοι τους Έλληνες, αλλά έξω από την πολιτική σφαίρα. Το ίδιο συνέβαινε άλλωστε και με τους κατά πολύ πολυαριθμότερους δούλους. Όλες οι εκτιμήσεις είναι υποθετικές, όμως δεν θα ήταν εξωφρενικά ανακριβές να υποστηριχθεί ότι οι ενήλικες άρρενες πολίτες αποτελούσαν περίπου το ένα έκτο του συνολικού πληθυσμού (πόλης και υπαίθρου μαζί). Ωστόσο η κρίσιμη ερώτηση στην οποία πρέπει να δοθεί απάντηση είναι πόσοι από τους 40.000 πήγαιναν πραγματικά στις συνεδριάσεις. Είναι λογικό να φανταστούμε ότι σε φυσιολογικές συνθήκες οι παρόντες προέρχονται κυρίως από τους κατοίκους της πόλης. Λιγότεροι αγρότες θα έκαναν το ταξίδι για να παραστούν σε μία συνεδρίαση της Εκκλησίας14. Έτσι, ένα μεγάλο τμήμα του εκλόγιμου πληθυσμού αποκλειόταν υπό την έννοια της άμεσης συμμετοχής. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να γνωρίζουμε, πλην όμως δεν μας πηγαίνει πολύ μακριά. Για παράδειγμα, μπορούμε να εικάσουμε, με τη βοήθεια ορισμένων υπαινιγμών των πηγών, ότι κάτω από φυσιολογικές συνθήκες η σύνθεση έγερνε προς το μέρος των πιο ηλικιωμένων και των πιο ευκατάστατων πολιτών — αυτό όμως δεν είναι παρά εικασία, όσο δε για το βαθμό στον οποίο συνέβαινε κάτι τέτοιο, αυτό ξεπερνά ακόμα και την εικασία.
Μπορεί, ακόμα να επισημανθεί ένα σημαντικό γεγονός, συγκεκριμένα ότι κάθε συνεδρίαση της Εκκλησίας ήταν μοναδική στη σύνθεσή της. Δεν υπήρχαν ορισμένα μέλη της Εκκλησίας εν γένει, ειμή μόνο μέλη μιας δεδομένης Εκκλησίας μιας συγκεκριμένης ημέρας. Ίσως οι αλλαγές να μην ήσαν σημαντικές από συνεδρίαση σε συνεδρίαση σε ήσυχους, ειρηνικούς καιρούς, όταν δεν συζητιόντουσαν ζωτικά θέματα. Αλλά ακόμα και τότε έλειπε ένα σοβαρό στοιχείο πρόβλεψης. Κανείς από τους διαμορφωτές της πολιτικής γραμμής δεν μπορούσε να είναι εντελώς βέβαιος όταν έμπαινε στην Εκκλησία ότι δεν είχε μεσολαβήσει μία αλλαγή στη σύνθεση του ακροατηρίου είτε από ατύχημα ή λίγο-πολύ από μια οργανωμένη κινητοποίηση ενός ιδιαίτερου τμήματος του πληθυσμού, που θα μπορούσε να ανατρέψει την ισορροπία των ψήφων σε βάρος μιας απόφασης που είχε ληφθεί σε μία προηγούμενη συνεδρίαση. Οι καιροί ωστόσο δεν ήσαν ούτε ειρηνικοί ούτε φυσιολογικοί. Για να πάρουμε ένα ακραίο παράδειγμα, στην τελευταία δεκαετία του Πελοποννησιακού πολέμου ολόκληρος ο αγροτικός πληθυσμός εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ύπαιθρο και να ζήσει εντός των τειχών της πόλης. Είναι λογικά αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν σύχναζε στις συνεδριάσεις ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό κατοίκων της υπαίθρου απ’ ό, τι συνήθως. Μια παρόμοια κατάσταση επικρατούσε για μικρότερες περιόδους σε άλλους καιρούς, όταν διεξήγαγε επιχειρήσεις στην Αττική ένας εχθρικός στρατός. Δεν χρειάζεται να ερμηνεύσουμε τον Αριστοφάνη κατά γράμμα όταν ανοίγει τους Ἀχαρνεῖς μ’ έναν σολοικισμό ενός αγρότη που κάθεται στην Πνύκα περιμένοντας ν ’ αρχίσει η Εκκλησία και μονολογώντας για το πόσο μισεί την πόλη και τους κατοίκους της και για το πόσο διατεθειμένος είναι να σκοτώσει κάθε ομιλητή που θα προτείνει οτιδήποτε άλλο εκτός από ειρήνη. Ο Κλέων δεν θα μπορούσε όμως να έχει την πολυτέλεια ν’ αγνοήσει αυτό το περίεργο πλάσμα που καθόταν στην πλαγιά του λόφου μπροστά του. Τέτοια άτομα θα μπορούσαν να ανατρέψουν μια πολιτική γραμμή που θα του ήταν δυνατό να περάσει όταν η Εκκλησία θα είχε μια πλειοψηφία κατοίκων της πόλης.
Το όλο αυτό θέμα ξεκαθάρισε το 411. Τότε η Εκκλησία δεχόταν μία τρομακτική πίεση να ψηφίσει το τέλος της δημοκρατίας και δεν ήταν ασφαλώς τυχαίο ότι αυτό συνέβη σε μιά στιγμή που ο στόλος σε γενική επιστράτευση στάθμευε στο νησί της Σάμου.
Οι πολίτες που υπηρετούσαν στο ναυτικό προέρχονταν από τους φτωχούς και ήσαν γνωστοί ως οι πιστότεροι υποστηρικτές του δημοκρατικού συστήματος στη μορφή που αυτό είχε στα τέλη του πέμπτου αιώνα. Η απουσία τους από την Αθήνα έδινε τη δυνατότητα στους ολιγαρχικούς να κερδίσουν τη μάχη με μία πλειοψηφία στην Εκκλησία, που δεν ήταν μόνο μία μειοψηφία των εκλόγιμων μελών αλλά και μία άτυπη μειοψηφία. Το είδος της γνώσης που οι πηγές θέτουν στη διάθεσή μας δεν μας επιτρέπει να μελετήσουμε την ιστορία της αθηναϊκής πολιτικής συστηματικά, οι άνδρες όμως που διηύθυναν την Αθήνα είχαν σαφή γνώση της δυνατότητας μιας αλλαγής στη σύνθεση της Εκκλησίας, κάτι που ελάμβαναν υπόψη κατά τους τακτικούς χειρισμούς.
Κάθε, άλλωστε, συνεδρίαση ήταν αυτοτελής. Ακόμα κι αν θεωρηθεί σαν δεδομένο ότι γινόταν αρκετή προπαρασκευαστική εργασία από τη Βουλή, ότι επροηγείτο μια άτυπη λεπτομερής εξέταση και ότι υπήρχαν ορισμένοι μηχανισμοί ελέγχου και αποφυγής επιπόλαιων ή ανεύθυνων προτάσεων, εξακολουθεί παρ ’ όλα αυτά να είναι αληθές ότι η κανονική διαδικασία για μία πρόταση ήταν να εισαχθεί, να συζητηθεί και είτε να γίνει αποδεκτή (με ή χωρίς τροπολογίες) ή ν’ απορριφθεί σε μία μοναδική συνεχή συνεδρίαση. Πρέπει να λάβουμε επομένως υπόψη μας όχι μόνο τη στενότητα χώρου αλλά και τη στενότητα χρόνου, καθώς επίσης και τις πιέσεις που ασκούνταν ιδίως στους ηγέτες (και τους επίδοξους ηγέτες). Έχω ήδη μνημονεύσει την περίπτωση της εκστρατείας στη Σικελία, που αποφασίστηκε κατ’ αρχήν σε μία ημέρα και μετά σχεδιάστηκε, για να το πούμε έτσι, πέντε μέρες αργότερα, όταν συζητήθηκε και ψηφίστηκε η έκταση και το κόστος.
Μία άλλου είδους περίπτωση είναι η γνωστή συζήτηση για το ζήτημα της Μυτιλήνης. Στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου η πόλη της Μυτιλήνης εξεγέρθηκε κατά της αθηναϊκής αυτοκρατορίας. Η εξέγερση συνετρίβη και η αθηναϊκή Εκκλησία αποφάσισε να τιμωρήσει παραδειγματικά τους Μυτιληναίους, θανατώνοντας το σύνολο του αρσενικού πληθυσμού. Σημειώθηκε αμέσως μια μεταστροφή των αισθημάτων, το ζήτημα επανατέθηκε σε μιαν άλλη συνεδρίαση την αμέσως επόμενη μέρα και η απόφαση ανετράπη. (Θουκυδίδης, 3.27-50). Ο Κλέων, την εποχή εκείνη η σημαντικότερη πολιτική μορφή της Αθήνας, συνηγορούσε υπέρ της πολιτικής του τρόμου. Η δεύτερη αυτή Εκκλησία ήταν μία προσωπική ήττα γι’ αυτόν - είχε συμμετάσχει στις συζητήσεις και των δύο ημερών - αν κι αυτό δεν φαίνεται να είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει, ούτε καν προσωρινά, το κύρος του (όπως θα μπορούσε θαυμάσια να είχε συμβεί). Πώς θα μπορούσε όμως κανείς να καταμετρήσει την ψυχολογική επίδραση που είχε πάνω του μια τέτοια μεταστροφή μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες; Πώς θα μπορούσε να εκτιμήσει, όχι μόνο τον αντίκτυπο της αλλά και την επίγνωση που θα είχε σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ως ηγέτη ότι μία τέτοια δυνατότητα ήταν ένας σταθερός παράγοντας της αθηναϊκής πολιτικής; Μου είναι αδύνατο να δώσω συγκεκριμένη απάντηση σε τέτοιες ερωτήσεις, έχω όμως τη γνώμη ότι το βάρος δεν θα ήταν αμελητέο. Ασφαλώς ο Κλέων αντιλαμβανόταν, πράγμα αδύνατο για μας, το τι σήμαινε, για ανθρώπους σαν αυτόν, το γεγονός ότι στο δεύτερο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου, τη στιγμή που το ηθικό είχε προσωρινά τσακιστεί από την πανώλη, ο λαός στράφηκε εναντίον του Περικλή, του επέβαλλε βαρύτατο πρόστιμο και τον έπαυσε για μία σύντομη περίοδο από το αξίωμα του στρατηγού (Θουκυδίδης 2.65.1-4). Αν αυτό μπορούσε να συμβεί στον Περικλή, ποιος ήταν άτρωτος;
Στην περίπτωση της Μυτιλήνης η αφήγηση του Θουκυδίδη δείχνει ότι η πρόταση του Κλέωνα ήταν καταδικασμένη τη δεύτερη μέρα, ότι προσπάθησε να πείσει την Εκκλησία να εγκαταλείψει τη γραμμή πλεύσης που είχαν την πρόθεση να ακολουθήσουν από τη στιγμή που άρχισε η συνεδρίαση και ότι απέτυχε. Ωστόσο η ιστορία της συνεδρίασης του 411, όπως την περιγράφει ο Θουκυδίδης (8.53-54) είναι διαφορετική. Ο Πίσανδρος άνοιξε τη συζήτηση με την πρόταση, που είχε εναντίον της το λαϊκό αίσθημα, ότι θα έπρεπε να εξεταστεί το ενδεχόμενο εγκαθίδρυσης μιας ολιγαρχικής κυβέρνησης και την έκλεισε με μία νίκη. Η συζήτηση που διεξήχθη είχε σαν αποτέλεσμα να μετακινηθούν αρκετοί ψήφοι πράγμα που του εξασφάλισε την πλειοψηφία.
Συζήτηση με σκοπό την ψηφοθηρία, σ’ ένα υπαίθριο ακροατήριο που απαριθμεί πολλές χιλιάδες σημαίνει ρητορική, στη στενή έννοια του όρου. Ήταν επομένως απόλυτη ακριβολογία το ν ’ αποκαλούνται οι πολιτικοί ηγέτες «ρήτορες», κάτι που γινόταν αντιληπτό σαν ένα συνώνυμο και όχι απλώς, όπως θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς σήμερα, σαν σημάδι μιας ιδιαίτερης επιδεξιότητας ενός συγκεκριμένου πολιτικού ανδρός15. Κάτω από τις αθηναϊκές συνθήκες αυτό πάντως σημαίνει πολύ περισσότερα πράγματα. Η εικόνα της Εκκλησίας που προσπαθώ να δώσω προϋποθέτει όχι μόνο τη ρητορική αλλά επίσης και έναν «αυθορμητισμό» όσον αφορά τη συζήτηση και την απόφαση, κάτι που η κοινοβουλευτική δημοκρατία στερείται, τουλάχιστον στις μέρες μας16. Κάθε πολίτης, ομιλητές και ακροατήριο το ίδιο, γνώριζαν ότι πριν νυχτώσει πρέπει να ληφθεί απόφαση για το θέμα, ότι κάθε πολίτης που είναι παρών θα έπρεπε να ψηφίσει «ελεύθερα» [χωρίς φόβο κομματικού εξαναγκασμού (whips) ή άλλου ελέγχου] και με περίσκεψη, και ότι επομένως κάθε ομιλία, κάθε επιχείρημα πρέπει να ζητά να πείσει το ακροατήριο πάραυτα, ότι τέλος το όλο πράγμα ήταν ένα σοβαρό έργο τόσο ως σύνολο όσο και στα επιμέρους στοιχεία του.
Βάζω τη λέξη «ελεύθερα» σε εισαγωγικά γιατί το τελευταίο πράγμα που επιθυμώ να επικαλεστώ με τον όρο αυτόν είναι η δραστηριότητα μιας ελεύθερης άϋλης ορθολογικής ικανότητας, η αγαπημένη εκείνη αυταπάτη ενός πολύ μεγάλου μέρους της πολιτικής θεωρίας από την εποχή του διαφωτισμού και μετά. Τα μέλη της Εκκλησίας ήσαν απαλλαγμένα από τους ελέγχους που δεσμεύουν τα μέλη ενός κοινοβουλίου: δεν κατείχαν κανένα αξίωμα, δεν ήσαν εκλεγμένα και συνεπώς δεν μπορούσαν ούτε να τιμωρηθούν ούτε να αμειφθούν σε επόμενες εκλογές για τον τρόπο που ψηφίζουν. Ωστόσο δεν έμεναν ανεπηρέαστα από την ανθρώπινη κατάσταση, από τη συνήθεια και την παράδοση, από την επιρροή της οικογένειας και των φίλων, της τάξης και της κοινωνικής θέσης, των προσωπικών εμπειριών, των προκαταλήψεων, αξιών, φιλοδοξιών και φόβων, πολλά από τα οποία βρίσκονταν στο υποσυνείδητο. Όλα αυτά τα έπαιρναν μαζί τους όταν πήγαιναν στην Πνύκα και με αυτά παρακολουθούσαν τις συζητήσεις και αποφάσιζαν κάτω από συνθήκες πολύ διαφορετικές από τις ψηφοθηρικές συνήθειες των ημερών μας. Υπάρχει μία τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να ψηφίζει κανείς από καιρό σε καιρό για έναν άνθρωπο ή ένα κόμμα και στο να "ψηφίζει κάθε λίγο και λιγάκι κατευθείαν γι ’ αυτά τα ίδια τα θέματα. Στην εποχή του Αριστοτέλη η Εκκλησία συνερχόταν τέσσερις τουλάχιστον φορές μέσα σε μια περίοδο τριανταέξι ημερών. Το αν αποτελούσε αυτό επίσης τον κανόνα κατά τον πέμπτο αιώνα δεν είναι γνωστό, υπήρχαν ωστόσο περιπτώσεις, όπως στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, όπου οι συνεδριάσεις γίνονταν σε συχνότερα ακόμα χρονικά διαστήματα.
Έπειτα υπήρχαν και οι δύο άλλοι παράγοντες που έχω ήδη μνημονεύσει, το μικρό μέγεθος του αθηναϊκού κόσμου, όπου κάθε μέλος της Εκκλησίας γνώριζε προσωπικά πολλούς άλλους που συνεδρίαζαν στην Πνύκα και η μαζικότητα - μία κατάσταση που δεν έχει πραγματικά καμιά σχέση με την απρόσωπη πράξη του να σταυρώνουμε ένα ψηφοδέλτιο σε φυσική απομόνωση από κάθε άλλο ψηφοφόρο, μία πράξη που άλλωστε επιτελούμε με γνώση ότι εκατομμύρια άλλοι, άνδρες και γυναίκες, κάνουν την ίδια στιγμή το ίδιο πράγμα σε πολλά μέρη, από τους οποίους ορισμένοι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Όταν, για παράδειγμα, ο Αλκιβιάδης και ο Νικίας σηκώθηκαν στην Εκκλησία του 415, ο ένας για να προτείνει την εκστρατεία στη Σικελία, ο άλλος για να αναπτύξει τα επιχειρήματά του εναντίον της εκστρατείας, γνώριζαν και οι δυο τους ότι σε περίπτωση που η πρόταση θα γινόταν αποδεκτή, ο ένας απ’ αυτούς, ή και οι δύο, θα μπορούσε να κληθούν ως διοικητές στο πεδίο της μάχης. Στο δε ακροατήριο υπήρχαν πολλοί που εκαλούντο να ψηφίσουν το αν οι ίδιοι, προσωπικά, θα έπρεπε να εκστρατεύσουν σε λίγες μέρες, ως αξιωματικοί, στρατιώτες, ή πλήρωμα του στόλου. Ανάλογα παραδείγματα μπορούν ν ’ αντληθούν από έναν αριθμό άλλων λιγότερο ζωτικών τομέων: φορολογία, τροφοδοσία, αποζημίωση για δικαστικά καθήκοντα, επέκταση πολιτικών δικαιωμάτων, νομοθεσία για το καθεστώς του πολίτη και ούτω καθ’ εξής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητας της Εκκλησίας ήταν χαμηλότερου επιπέδου και αφορούσε σε μεγάλο βαθμό τεχνικά μέτρα (όπως κανονισμούς λατρείας) ή τελετουργικές δραστηριότητες (όπως τιμητικές διακρίσεις για μία μεγάλη ποικιλία ατόμων). Θα ήταν λάθος να φανταστούμε την Αθήνα σαν μια πόλη όπου κάθε εβδομάδα συζητούνταν και λύνονταν μεγάλα προβλήματα που δίχαζαν το λαό. Από την άλλη όμως μεριά, ελάχιστες ήσαν οι χρονικές περίοδοι (και ασφαλώς μικρότερες της δεκαετίας) κατά τις οποίες να μην ανέκυψε κάποιο μεγάλο θέμα: οι δύο περσικές εισβολές, η μακριά σειρά μέτρων που ολοκλήρωσαν τη διαδικασία της δημοκρατικοποίησης, η αυτοκρατορία, ο Πελοποννησιακός πόλεμος (που κάλυψε είκοσι επτά χρόνια), και τα δύο ολιγαρχικά του διαλείμματα, οι ατέλειωτοι διπλωματικοί ελιγμοί και οι πόλεμοι του τέταρτου αιώνα, με τις συνακόλουθες οικονομικές κρίσεις, όλα αυτά αποκορυφώθηκαν στις δεκαετίες του Φίλιππου και του Αλέξανδρου. Δε συνέβαινε συχνά, όπως με τον Κλέωνα στη διαμάχη για τη Μυτιλήνη, ένας πολιτικός να έχει ν ’ αντιμετωπίσει μια επαναληπτική αναμέτρηση την επόμενη μέρα. Η Εκκλησία ωστόσο συνερχόταν σταθερά, χωρίς μακρές περιόδους διακοπών ή αναστολής των εργασιών. Το θέμα της διεξαγωγής ενός πολέμου, για παράδειγμα, έπρεπε να περνά από την Εκκλησία κάθε βδομάδα, σαν να ήταν ο Γούινστον Τσόρτσιλ εξαναγκασμένος να κερδίζει ένα δημοψήφισμα πριν από κάθε κίνηση στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εν συνεχεία ν ’ αντιμετωπίζει μια άλλη ψηφοφορία μετά από την πραγματοποίηση της κίνησης, στη Βουλή ή στα δικαστήρια προκειμένου να καθοριστεί όχι μόνο ποιο θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα αλλά επίσης αν θα έπρεπε να παραιτηθεί και να εγκαταλειφθούν τα σχέδιά του ή μήπως θα έπρεπε μάλιστα να κατηγορηθεί ως ένοχος εγκληματικής συμπεριφοράς και να τιμωρηθεί σε πρόστιμο ή μ’ εξορία ή ενδεχομένως να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου είτε γι’ αυτή την ίδια την πρόταση ή για τον τρόπο με τον οποίο έγινε η προηγούμενη κίνηση. Αποτελούσε μέρος του αθηναϊκού κυβερνητικού συστήματος το ότι εκτός από τη συνεχή πρόκληση στην Εκκλησία, ένας πολιτικός είχε ν ’ αντιμετωπίσει, το ίδιο αδιάκοπα, την απειλή νομικών διώξεων για πολιτικούς λόγους.
Το ότι επιμένω στην ψυχολογική όψη των πραγμάτων, δεν σημαίνει ότι αγνοώ την αξιόλογη πολιτική εμπειρία πολλών πολιτών που ψήφιζαν στην Εκκλησία - εμπειρία που είχαν αποκτήσει στη Βουλή, στα δικαστήρια, στους δήμους και σ’ αυτή την ίδια την Εκκλησία - ούτε ότι το κάνω απλώς για ν’ αντικρούσω αυτό που αποκάλεσα αντίληψη άϋλου ορθολογισμού (disembodied rationalism). Θέλω να τονίσω κάτι πολύ θετικό, συγκεκριμένα τον έντονο βαθμό ανάμειξης, που συνεπαγόταν η συμμετοχή στις συνεδριάσεις της αθηναϊκής Εκκλησίας. Η ένταση δε αυτή χαρακτήριζε εξίσου (αν όχι εντονότερα) και τους ρήτορες, γιατί κάθε ψηφοφορία έκρινε τόσο τους ίδιους όσο και το θέμα για το οποίο έπρεπε να ληφθεί απόφαση. Αν έπρεπε να επιλέξω μία λέξη που θα χαρακτήριζε καλύτερα την υπαρξιακή κατάσταση ενός πολιτικού ηγέτη της Αθήνας, η λέξη αυτή θα ήταν «ένταση».
Σε κάποιο βαθμό αυτό είναι αλήθεια για όλους τους πολιτικούς που έχουν ν ’ αντιμετωπίσουν μια ψηφοφορία. «Η απελπισία της πολιτικής και της εξουσίας», είναι η εύγλωττη φράση του Ρ.Β. Μακάλομ, την οποία έπειτα ανέπτυξε ως εξής: «Ασφαλώς μια χροιά κυνισμού και κόπωσης από τους χειρισμούς και τα καμώματα των κομματικοποιημένων πολιτικών είναι κάτι το φυσικό και μέχρις ενός σημείου ίδιον ανθρώπων που έχουν το χάρισμα της διορατικότητας και δημοσίων υπαλλήλων που μπορούν να σκέπτονται ανεξάρτητα και με άνεση για τα έργα των ταλαίπωρων κυρίων τους της κυβέρνησης. Αυτό φαίνεται όμως να απορρέει από μία εσκεμμένη απόρριψη... των στόχων και των ιδανικών των κομματικοποιημένων δημοσίων ανδρών και των οπαδών τους και από τη συνεχή ευθύνη για την ασφάλεια και την ευημερία του κράτους. Κατά ένα λόγο οι ηγέτες των κομμάτων είναι με κάποια έννοια απόστολοι, αν και όλοι δεν είναι δυνατό να είναι Γλάδστωνες. Υπάρχουν πολιτικές στις οποίες αφιερώνονται ολόψυχα και άλλες που τους ταράσσουν και τους τρομοκρατούν».17
Πιστεύω ότι η περιγραφή αυτή ταιριάζει επίσης και στους Αθηναίους ηγέτες, ανεξάρτητα από την απουσία πολιτικών κομμάτων, και ότι ισχύει εξίσου τόσο για το Θουκυδίδη όσο και τον Αριστοτέλη, για τον Περικλή όσο και τον Κίμωνα, για τον Κλέωνα όσο και το Νικία. Κι αυτό γιατί, πράγμα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, αυτό το είδος κρίσης είναι ανεξάρτητο από κάθε κρίση για τις αρετές ή τις αδυναμίες ενός συγκεκριμένου προγράμματος ή πολιτικής. Θα ήμουνα ακριβέστερος αν έλεγα ότι αυτό αμβλύνει την περίπτωση των Αθηναίων. Οι ηγέτες τους δεν έπαιρναν ανάσα. Επειδή η επιρροή τους έπρεπε να εξασφαλίζεται και ν’ ασκείται άμεσα και απευθείας - μία αναγκαία συνέπεια της άμεσης, σε αντίθεση με την αντιπροσωπευτική, δημοκρατίας - ήσαν υποχρεωμένοι να ηγούνται αυτοπροσώπως καθώς επίσης και να υφίστανται αυτοπροσώπως τον κύριο όγκο των επιθέσεων της αντιπολίτευσης. Ακόμα περισσότερο, ακολουθούσαν μια μονήρη πορεία. Είχαν βέβαια τους υπαρχηγούς τους και άλλωστε οι πολιτικοί σύναπταν ο ένας με τον άλλο συμμαχίες. Αυτές όμως ήσαν βασικά προσωπικοί δεσμοί, συχνά μεταβαλλόμενοι, χρήσιμοι στο να βοηθήσουν να εφαρμοστεί ένα συγκεκριμένο μέτρο ή κι ακόμα μια σειρά μέτρων, χωρίς όμως να διαθέτουν το είδος εκείνο στήριξης, εκείνο το αντέρεισμα ή θώρακα που εξασφαλίζει η γραφειοκρατία ή ένα πολιτικό κόμμα, αλλιώς ειπωμένο, ένα θεσμοποιημένο όργανο σαν τη ρωμαϊκή Γερουσία. Το βασικό στοιχείο είναι ότι δεν υπήρχε «κυβέρνηση» με τη σύγχρονη έννοια. Υπήρχαν θέσεις και αξιώματα αλλά κανένα δεν είχε την παραμικρή βαρύτητα στην Εκκλησία. Ένας πολίτης ήταν ηγέτης σε συνάρτηση αποκλειστικά με την προσωπική και στην κυριολεξία με την ανεπίσημη θέση που είχε μέσα στην ίδια αυτή την Εκκλησία. Η διαβεβαίωση για το αν είχε αυτή τη θέση γινόταν με την απλή διαπίστωση του κατά πόσο η Εκκλησία ψήφιζε ή όχι σύμφωνα με την επιθυμία του, άρα η διαπίστωση αυτή έπρεπε να γίνεται ειδικά για κάθε πρόταση.
Αυτές ήσαν οι συνθήκες με τις οποίες είχαν να κάνουν όλοι οι ηγέτες στην Αθήνα, κι όχι μόνο εκείνοι τους οποίους ο Θουκυδίδης και ο Πλάτων απέρριπταν ως «δημαγωγούς», ούτε μόνο εκείνοι που ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί αποκαλούν άστοχα «ριζοσπαστικούς δημοκράτες», αλλά όλοι εκείνοι, αριστοκράτες ή κοινοί πολίτες, αλτρουιστές ή ιδιοτελείς, ικανοί ή ανίκανοι, που σύμφωνα με την έκφραση του Τζορτζ Γκροτ «έστεκαν μπροστά κυρίαρχα για να συμβουλέψουν» τους Αθηναίους. Χωρίς αμφιβολία τα κίνητρα που παρακινούσαν τους πολίτες να σταθούν μπροστά ήσαν πολυποίκιλα. Αυτό όμως δεν παίζει εδώ κανένα ρόλο, γιατί όλοι τους χωρίς εξαίρεση, επέλεγαν να επιδιώξουν, και να εργαστούν δραστήρια και να διεκδικήσουν την ηγεσία, γνωρίζοντας με ακρίβεια το τι συνεπαγόταν αυτό, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων. Μέσα σε στενά όρια, όλοι τους ήσαν επίσης υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες μεθόδους. Η ρητορική του Κλέωνα μπορεί να ήταν άκομψη και θορυβώδης, πόσο σοβαρή μπορεί όμως να είναι η επισήμανση του Αριστοτέλη (Ἀθηναίων Πολιτεία 28.3) ότι αυτός «ήταν ο πρώτος πολίτης που κραύγαζε και επιτιμούσε»; Μήπως πρέπει άραγε να υποθέσουμε ότι ο Θουκυδίδης, ο γιος του Μηλεσία (και συγγενής του ιστορικού) και ο Νικίας, ψιθύριζαν όταν απευθύνονταν στην Εκκλησία αντιπαρατιθέμενοι αντίστοιχα στον Περικλή και τον Κλέωνα; Ή ότι ο Θουκυδίδης κουβαλούσε τους αριστοκράτες οπαδούς του στην Εκκλησία και τους έβαζε να κάθονται μαζί ώστε να γίνονται μία συμπαγής ομάδα υποστήριξης (claque)18;
Προφανώς αυτή είναι μία επιπόλαιη προσέγγιση. Όπως σημείωσε ο Αριστοτέλης (Ἀθηναίων Πολιτεία 28.1), ο θάνατος του Περικλή αποτελεί μία καμπή στην κοινωνική ιστορία της αθηναϊκής ηγεσίας. Ως τότε φαίνεται ότι τα μέλη της προέρχονταν από τις παλιές αριστοκρατικές οικογένειες των γαιοκτημόνων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που ήσαν υπεύθυνοι για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που ολοκλήρωσαν τη δημοκρατία. Μετά τον Περικλή ανέρχεται μία νέα τάξη ηγετών. Παρά τις συχνές κριτικές αναφορές στον Κλέωνα το βυρσοδέψη ή στον Κλεοφώντα το λυροποιό, οι άνδρες αυτοί δεν ήσαν στην πραγματικότητα φτωχοί, ούτε τεχνίτες ή εργάτες που το γύρισαν στην πολιτική, αλλά άνθρωποι με μέσα στη διάθεσή τους, οι οποίοι δεν διέφεραν από τους προκατόχους τους παρά μόνο ως προς την καταγωγή και την εξωτερική εμφάνιση, άνθρωποι που προκαλούσαν αποστροφή και εχθρότητα για τη φιλοδοξία τους να σπάσουν το παλαιό μονοπώλιο της ηγεσίας19. Όταν αναζητείται η εξήγηση συμπεριφορών αυτού του είδους μπορεί πάντα κανείς να στρέφεται προς τον Ξενοφώντα για να βρει μια απάντηση του χαμηλότερου δυνατού επιπέδου (χωρίς να είναι για το λόγο αυτό απαραίτητα και λανθασμένη). Ένας από τους πιο σημαντικούς μεταξύ των νέων ηγετών ήταν ένας άνδρας ονομαζόμενος Άνυτος, ο οποίος, όπως ο Κλέων πριν από αυτόν, αντλούσε τον πλούτο του από ένα βυρσοδεψείο δούλων. Ο Άνυτος είχε μια μακρά και ξεχωριστή σταδιοδρομία, ωστόσο ήταν επίσης ο κύριος πρωταγωνιστής στη δίωξη του Σωκράτη. Ποια είναι η εξήγηση του Ξενοφώντα; Απλώς, ότι ο Σωκράτης είχε επιτιμήσει δημόσια τον Άνυτο για το γεγονός ότι ανέθρεψε το γιο του για ν ’ ακολουθήσει το επάγγελμά του αντί να του παράσχει μιαν εκπαίδευση αληθινού κυρίου και ότι ο Άνυτος από αντεκδίκηση, για την προσωπική αυτή προσβολή, έσυρε το Σωκράτη στα δικαστήρια και τα κατάφερε να εκτελεστεί (’Απολογία 30-32).
Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να διαψεύσει το ότι υπάρχουν εξαιρετικά σοβαρά θέματα πίσω από την παχιά βιτρίνα της προκατάληψης και της κατάχρησης. Σε όλη τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα υπήρχε το δίδυμο δημοκρατία (ή ολιγαρχία) και αυτοκρατορία, που έφτασε στο αποκορύφωμά του στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Η ήττα στον πόλεμο σήμαινε το τέλος της αυτοκρατορίας καθώς επίσης και της συζήτησης για το είδος κυβέρνησης που επρόκειτο να έχει η Αθήνα. Η ολιγαρχία έπαψε ν’ απασχολεί σοβαρά την πρακτική πολιτική. Μόνο η επιμονή των φιλοσόφων δημιουργεί μία σχετική ψευδαίσθηση. Συνέχισαν να επιχειρηματολογούν για θέματα του πέμπτου αιώνα στον τέταρτο αιώνα αλλά σ ’ ένα πολιτικό κενό. Μέχρι τα μέσα του τέταρτου αιώνα, τα τρέχοντα πολιτικά ζητήματα ήσαν ίσως λιγότερο δραματικά από πριν, αν και όχι αναγκαστικά λιγότερο ζωτικά για τους ενδιαφερόμενους: όπως το θέμα του ναυτικού, της οικονομίας, των εξωτερικών σχέσεων τόσο με την Περσία όσο και με τα άλλα ελληνικά κράτη και το αιώνιο πρόβλημα του εφοδιασμού σε σιτηρά. Τότε έγινε η τελική μεγάλη σύγκρουση με την ανερχόμενη μακεδονική δύναμη. Αυτή η συζήτηση συνεχίστηκε κάπου τρεις δεκαετίες και δεν έληξε παρά ένα χρόνο μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν ο μακεδονικός στρατός έβαλε ένα τέλος σ’ αυτή την ίδια τη δημοκρατία της Αθήνας.
Όλα αυτά ήσαν ερωτήματα σχετικά με τα οποία οι πολίτες μπορούσαν νόμιμα να διαφωνούν, και μάλιστα με πάθος. Τα επιχειρήματα για παράδειγμα του Πλάτωνα σχετικά με τα θέματα αυτά απαιτούν εμβάθυνση, στο μέτρο όμως μόνο που ο ίδιος αναφερόταν σ ’ αυτά. Η εισαγωγή στην πολεμική της κατηγορίας για δημαγωγία ανατρέχει στη νοοτροπία εκείνη που προσφεύγει στα απαράλλαχτα εκείνα απαράδεκτα διαδικαστικά κόλπα, για τα οποία καταδικάζονται οι λεγόμενοι δημαγωγοί. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ο Θουκυδίδης είχε δίκιο όταν απέδιδε τη συνηγορία του Αλκιβιάδη υπέρ της εκστρατείας στη Σικελία στην προσωπική του εκκεντρικότητα και σε διάφορα ανέντιμα ιδιωτικά κίνητρα. Τι σχέση έχει αυτό με τις θετικές πλευρές αυτής καθεαυτής της πρότασης; Θα μπορούσε η εκστρατεία της Σικελίας να αποτελούσε, ως στρατιωτικό μέτρο, μία καλύτερα ιδέα αν ο Αλκιβιάδης αντιπροσώπευε μία χρυσή νεολαία; Η υποβολή της ερώτησης ισοδυναμεί με την απόρριψή της και μαζί με την απόρριψη και κάθε άλλου τέτοιου επιχειρήματος. Πρέπει να κανείς ν ’ απορρίπτει έτσι συνοπτικά τις αντιρρήσεις προς τη ρητορική: εξ ορισμού το να θέλεις να ηγηθείς της Αθήνας, συνεπάγεται την υποχρέωση να προσπαθήσεις να πείσεις την Αθήνα, ένα ουσιαστικό δε μέρος αυτής της προσπάθειας συνίστατο στη δημόσια ρητορεία.
Βέβαια, μπορεί κανείς να προβεί σε διακρίσεις. Θα όφειλα ν’ αποδεχθώ το χαρακτηρισμό «δημαγωγός» με την πιο αρνητική του έννοια, για παράδειγμα, αν μία προεκλογική εκστρατεία είχε βασιστεί σε υποσχέσεις που μία κλίκα ρητόρων ούτε προτίθετο ούτε μπορούσε να τηρήσει. Είναι όμως αρκετά ενδεικτικό ότι η κατηγορία αυτή σπάνια στρέφεται εναντίον των καλούμενων δημαγωγών, η μόνη δε αναμφισβήτητη περίπτωση που γνωρίζουμε σχετικά προέρχεται από το άλλο στρατόπεδο. Η ολιγαρχία του 411 π.Χ. επιβλήθηκε στους Αθηναίους με την αιτιολογία ότι ήταν ο μόνος τρόπος να εξασφαλιστεί η περσική υποστήριξη και επομένως να κερδηθεί ο διαφορετικά χαμένος πόλεμος. Και στην ευνοϊκότερη ακόμα περίπτωση, όπως σαφέστατα το δείχνει ο Θουκυδίδης (8.68-91), ο Πείσανδρος και ορισμένοι από τους συντρόφους του ίσως αρχικά να το εννοούσαν, αλλά πολύ γρήγορα εγκατέλειψαν κάθε φιλοδοξία να προσπαθήσουν να κερδίσουν τον πόλεμο, για να συγκεντρώσουν τις προσπάθειές τους στη διατήρηση της νέο κατακτημένης ολιγαρχίας σε μία όσο το δυνατό στενότερη βάση. Αυτό είναι που θα έπρεπε ν’ αποκαλέσουν «δημαγωγία» για ν ’ αξίζει η λέξη την αρνητική της σημασία. Αυτό αποτελεί «παραπλάνηση του λαού» στην κυριολεξία.
Τι γίνεται όμως τότε με το ενδιαφέρον ερώτημα της υποτιθέμενης σύγκρουσης μεταξύ των συμφερόντων του κράτους στο σύνολό του και των συμφερόντων μίας μερίδας ή ενός τμήματος του κράτους; Είναι κρίμα που δεν έχουμε καμιά άμεση μαρτυρία (ούτε και καμιά έμμεση κάποιας αξίας) σχετική με τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθηκε η μακρά αυτή συζήτηση μεταξύ του 508 π.Χ., όταν ο Κλεισθένης εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία στην πρωτόγονη μορφή της, και των τελευταίων ετών της κυριαρχίας του Περικλή. Στη διάρκεια των ετών αυτών ήταν που πιθανότατα τα ταξικά συμφέροντα θα εκτέθηκαν ανοιχτά και χωρίς περιστροφές. Πραγματικοί λόγοι σώζονται μόνο από το τέλος του πέμπτου αιώνα και μετά και αποκαλύπτουν αυτό που θα μπορούσε να μαντέψει κάθε πολίτης που δεν είχε τυφλωθεί από τον Πλάτωνα και τους άλλους, δηλαδή, ότι επρόκειτο συνήθως για εθνική και όχι για παραταξιακή έκκληση. Δεν υποθάλπεται ανοιχτά παρά σε πολύ μικρό βαθμό η εχθρότητα των φτωχών για τους πλούσιους, των γεωργών για την πόλη ή της πόλης για τους γεωργούς. Γιατί πράγματι θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο;
Την ίδια στιγμή ένας πολιτικός δεν μπορεί ν ’ αγνοεί τα ταξικά ή τοπικά συμφέροντα ή τις συγκρούσεις μεταξύ τους είτε πρόκειται για μια σημερινή εκλογική περιφέρεια είτε για την Εκκλησία της αρχαίας Αθήνας. Οι μαρτυρίες για την Αθήνα δείχνουν ότι σε πολλά θέματα - για παράδειγμα, η αυτοκρατορία και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, ή οι σχέσεις με το Φίλιππο της Μακεδονίας - οι διαφωνίες γύρω από την ακολουθητέα πολιτική δεν υπαγορεύονταν απολύτως από ταξικά ή τοπικά συμφέροντα. Ωστόσο άλλα ζητήματα, όπως εκείνο της επέκτασης του λειτουργήματος του άρχοντος και άλλων αξιωμάτων σε πολίτες των μικρότερων περιουσιών ή εκείνο για την αμοιβή των μελών των δικαστηρίων ή, τον τέταρτο αιώνα, το ζήτημα της χρηματοδότησης του στόλου ή των θεωρικών ήσαν από τη φύση τους ταξικά θέματα. Οι εισηγητές και από τις δύο πλευρές το γνώριζαν αυτό και γνώριζαν ακόμα το πώς και πότε να κάνουν (ή να μην κάνουν) τις εκκλήσεις τους ώστε ν’ ανταποκρίνονται στα πράγματα, την ίδια στιγμή που ο καθένας απ ’ αυτούς ανέπτυσσε τα επιχειρήματά του και πίστευε ότι μόνο οι αντίστοιχες δικές του απόψεις θα προωθούσαν την Αθήνα ως σύνολο. Το να υποστηρίξει κανείς ενάντια στον Εφιάλτη και τον Περικλή ότι η ευνομία, το καλά οργανωμένο κράτος που διέπεται από το δίκαιο, αντιπροσωπεύει την υψηλότερη ηθική διεκδίκηση, δεν ήταν παρά μία καθαρή συνηγορία υπέρ του status quo «φέρουσα πορφυρούν μανδύα»20.
Στο μικρό του βιβλίο για το αθηναϊκό πολίτευμα, ο Αριστοτέλης έγραφε (27.3-4) τα εξής: «Ο Περικλής ήταν εκείνος που καθιερώνει αμοιβή για δικαστικά καθήκοντα, ως δημαγωγικό μέτρο για να καταπολεμήσει τον πλούτο του Κίμωνα. Ο τελευταίος αυτός διέθετε περιουσία ενός τυράννου... υποστήριξε πολλούς από τους συνδημότες του, που μπορούσαν ελεύθερα να πηγαίνουν κάθε μέρα και να παίρνουν απ ’ αυτόν τα αναγκαία προς το ζην. Άλλωστε κανένα από τα κτήματά του δεν ήταν κλειστό έτσι που όποιος ήθελε μπορούσε να πάρει απ’ αυτά τους καρπούς που χρειαζόταν. Η περιουσία του Περικλή δεν επέτρεπε τέτοιες απλοχεριές και με συμβουλή του Δαμονίδη... διένειμε στο λαό από τα δικά τους κι έτσι εισήγαγε την αμοιβή για τους ενόρκους ».
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, όπως το έδειξα πιο πάνω, εγκωμίαζε το καθεστώς του Περικλή και αρνιόταν την ευθύνη γι ’ αυτή την εξήγηση, ωστόσο άλλοι που την επανέλαβαν τόσο πριν όσο και μετά απ ’ αυτόν, είχαν τη γνώμη ότι επρόκειτο για μία εύγλωττη περίπτωση δημαγωγίας που υποθάλπει τις αδυναμίες των κοινών ανθρώπων. Η εύλογη ανταπάντηση είναι η ερώτηση κατά πόσο τα όσα έκανε ο Κίμων δεν αποτελούσαν εξίσου κάτι ανάλογο ή κατά πόσο η αντίθεση στην αμοιβή για δικαστικά καθήκοντα δεν αποτελούσε επίσης υπόθαλψη αυτού του είδους, αλλά στην προκειμένη περίπτωση προς την κατεύθυνση των ευκατάστατων πολιτών. Καμία χρήσιμη ανάλυση δεν είναι δυνατή με παρόμοιους όρους, γιατί αυτοί χρησιμεύουν αποκλειστικά για ν’ υποκρυφθούν οι πραγματικοί λόγοι διαφωνίας. Αν κάποιος αντιτίθεται στην απόλυτη δημοκρατία ως μορφή διακυβέρνησης, τότε είναι λάθος να ενθαρρύνεται η λαϊκή συμμετοχή στα δικαστήρια βάση αμοιβής. Είναι όμως λάθος επειδή ο στόχος είναι λανθασμένος, όχι επειδή ο Περικλής έγινε ηγετική μορφή, προτείνοντας και εφαρμόζοντας το μέτρο. Και αντίστροφα, αν κάποιος ευνοεί το δημοκρατικό σύστημα.
Αυτό που προκύπτει απ ’ όλα αυτά είναι μία πολύ απλή πρόταση, δηλαδή ότι οι δημαγωγοί — χρησιμοποιώ τη λέξη με μιά ουδέτερη σημασία - ήταν ένα δομικό στοιχείο στο αθηναϊκό πολιτικό σύστημα. Μ’ αυτό εννοώ πρώτον, ότι το σύστημα δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να λειτουργήσει χωρίς αυτούς· δεύτερον, ότι ο όρος εφαρμόζεται εξίσου σε όλους τους ηγέτες, ανεξάρτητα από τάξεις ή απόψεις· και τρίτον, ότι μέσα σ’ ένα ευρύ μάλλον πλαίσιο πρέπει αυτοί να κρίνονται ατομικά όχι από τους τρόπους ή τις μεθόδους τους αλλά από την επίδοσή τους. (Και μόλις που χρειάζεται να προσθέσω ότι έτσι ακριβώς κρίνον- τανστη ζωή, αν όχι στα βιβλία). Μέχρι ενός σημείου μπορεί κανείς εύκολα να παραλληλίσει τον Αθηναίο δημαγωγό με το σύγχρονο πολιτικό, πλην έρχεται όμως σύντομα η στιγμή όπου πρέπει να γίνουν διακρίσεις, όχι απλώς επειδή το έργο της κυβέρνησης έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό περιπλοκότερο αλλά για βασικότερους λόγους, συγκεκριμένα λόγω των διαφορών μεταξύ άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Έχω ήδη διεξέλθει τις μαζικές συνεδριάσεις (με την αβέβαιη σύνθεσή τους), την απουσία γραφειοκρατίας και κομματικού συστήματος και το κλίμα συνεχούς ως εκ τούτου έντασης στο οποίο ζούσε και εργαζόταν ο Αθηναίος δημαγωγός. Υπάρχει όμως μία συνέπεια που χρειάζεται μια κάποια εξέταση, δεδομένου ότι αυτό το κλίμα αποτελεί ένα σημαντικό μέρος (αν όχι το σύνολο) της εξήγησης ενός φαινομενικά αρνητικού χαρακτηριστικού της αθηναϊκής πολιτικής και γενικότερα της ελληνικής πολιτικής. Ο Ντέιβιντ Χιούμ θέτει το ζήτημα ως εξής: «Το ν ’ αποκλείσει κανείς την διαμάχη από μιαν ελεύθερη κυβέρνηση, είναι πολύ δύσκολο, αν όχι εντελώς ανεφάρμοστο. Ωστόσο, στη σύγχρονη εποχή, τέτοιο άσβεστο μίσος μεταξύ παρατάξεων και τέτοιους αιμοσταγείς αφορισμούς βρίσκουμε μόνο μεταξύ θρησκευτικών κομμάτων. Στην αρχαία ιστορία, βλέπουμε πάντοτε ότι όταν επικρατούσε ένα κόμμα, οι ευγενείς ή ο λαός αδιάφορο (γιατί δεν μπορώ να δω καμιά διαφορά από την άποψη αυτή) επακολουθούσαν αμέσως σφαγιασμοί ... και εξορίες... Απουσία κάθε είδους διαδικασίας, νόμου, δίκης, συγνώμης... Οι άνθρωποι αυτοί λάτρευαν την ελευθερία, αλλά φαίνεται να μην την κατάλαβαν πολύ καλά»21.
Το αξιοθαύμαστο για την Αθήνα είναι το πόσο κόντεψε να γίνει η απόλυτη εξαίρεση σ’ αυτό που ορθά παρατήρησε ο Χιουμ, δηλαδή ελεύθερη, με άλλα λόγια να λυτρωθεί από τη στάση στην τελική έννοια του όρου. Η δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε το 508 π.Χ. μετά από έναν σύντομο εμφύλιο πόλεμο. Έκτοτε, στην ιστορία της των δύο σχεδόν αιώνων, η ένοπλη τρομοκρατία, ο σφαγιασμός χωρίς δίκη ή νόμο, χρησιμοποιήθηκαν μόνο σε δύο περιστάσεις, το 411 και το 404, και τις δύο φορές από ολιγαρχικές μερίδες που άρπαξαν την κρατική εξουσία για σύντομες περιόδους. Τη δεύτερη δε, ιδίως, φορά η δημοκρατική μερίδα, όταν επανάκτησε την εξουσία, υπήρξε τόσο γενναιόδωρη και νομοταγής στη μεταχείριση των ολιγαρχικών που ακόμα και ο Πλάτων τους απέδωσε φόρο τιμής. Γράφοντας για την παλινόρθωση του 403, υποτίθεται πως είπε ότι «κανείς δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται που ορισμένοι άνδρες πήραν άγρια προσωπική εκδίκηση κατά των εχθρών τους σ ’ αυτήν την επανάσταση, γενικά όμως το κόμμα που επανήλθε συμπεριφέρθηκε δίκαια»22. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δύο αιώνες ήσαν τελείως απαλλαγμένοι από ατομικές πράξεις αδικίας και ωμότητας. Ο Χιουμ - ομιλώντας γενικά για την Ελλάδα και όχι ειδικά για την Αθήνα - δεν έβλεπε «καμία διαφορά απ’ αυτή την άποψη» μεταξύ των παρατάξεων. Η εικόνα της Αθήνας, όπως αντανακλάται στον παραμορφωτικό καθρέφτη ανδρών όπως ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών και ο Πλάτων δεν είναι ιδιαίτερα καθαρή. Η εικόνα αυτή μεγεθύνει τα σπάνια περιστατικά ακραίας δημοκρατικής αδιαλλαξίας - όπως η δίκη και η εκτέλεση των στρατηγών που νίκησαν στη ναυμαχία των Αργινουσών και τη δίκη και εκτέλεση του Σωκράτη - ενώ ελαχιστοποιεί και συχνά εξαλείφει καθ’ ολοκληρία, τη συμπεριφορά της άλλης πλευράς, για παράδειγμα, την πολιτική δολοφονία του Εφιάλτη, το 462 ή 461 και του Ανδροκλή το 411, οι οποίοι ήσαν στην εποχή τους οι λαϊκοί ηγέτες με τη μεγαλύτερη επιρροή.
Αν η Αθήνα απέφευγε σ’ ένα μεγάλο βαθμό τις ακραίες μορφές στάσεως, πράγμα τόσο συνηθισμένο αλλού, δεν μπορούσε ν ’ αποφύγει τις ηπιότερες εκδηλώσεις της. Η Αθηναϊκή πολιτική είχε έναν ακραίο χαρακτήρα. Ο αντικειμενικός σκοπός κάθε πλευράς δεν ήταν απλώς να καταβάλει την αντιπολίτευση αλλά να την συντρίψει, να την αποκεφαλίσει καταστρέφοντας τους ηγέτες της. Πολύ δε συχνά το παιγνίδι αυτό παιζόταν στο εσωτερικό κάθε πλευράς, καθώς ένας αριθμός ανδρών διεκδικούσε την ηγεσία. Η κατ’ εξοχήν τεχνική ήταν η πολιτική δίκη, τα δε κατ’ εξοχήν όργανα, οι λέσχες συμποσίων και οι συκοφάντες. Ακόμα κι αυτά, θα μπορούσα να πω ότι αποτελούσαν δομικά ένα μέρος του συστήματος, και όχι ένα τυχαίο ή αποφευκτέο απόβλητο. Ο οστρακισμός, η λεγάμενη γραφή παρανόμων και ο αυστηρός λαϊκός έλεγχος των αρχόντων, των στρατηγών και των άλλων αξιωματούχων είχαν σκοπίμως εισαχθεί ως ασφαλιστικοί μηχανισμοί, είτε ενάντια στην υπερβολική ατομική εξουσία (και ενδεχόμενη τυραννία), είτε ενάντια στη διαφθορά και την κακοήθεια ή την απερίσκεπτη σπουδή και το πάθος στην ίδια την Εκκλησία. Είναι γενικά και αφηρημένα αρκετά εύκολο να καταδειχθεί, οσοδήποτε αξιέπαινοι κι αν ήσαν ως προς τις προθέσεις τους, ότι οι μηχανισμοί αυτοί παρείχαν αναπόφευκτα έδαφος για καταχρήσεις. Το ενοχλητικό είναι ότι οι μηχανισμοί αυτοί ήσαν οι μόνοι διαθέσιμοι, κι αυτό για το λόγο και πάλι ότι η δημοκρατία ήταν άμεση, χωρίς κομματικούς μηχανισμούς και ούτω καθ’ εξής. Οι ηγέτες και οι επίδοξοι ηγέτες δεν είχαν άλλη εναλλακτική λύση παρά να κάνουν χρήση των μηχανισμών αυτών και να αναζητούν κι άλλους ακόμα τρόπους παρενόχλησης και συντριβής των ανταγωνιστών και αντιπάλων τους.
Όσο σκληρός κι αν ήταν χωρίς αμφιβολία ο απροκάλυπτος αυτός πόλεμος για τους ενεργούς πολίτες, και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις άδικος και φαύλος, δεν έπεται κι ότι αντιπροσώπευε ένα απόλυτο κακό για την κοινότητα ως σύνολο. Οι περιουσιακές ανισότητες, οι σοβαρές συγκρούσεις συμφερόντων και οι εύλογες διαφορές απόψεων ήταν πραγματικές και έντονες. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η σύγκρουση δεν είναι μόνο αναπόφευκτη αλλά και δημοκρατική αρετή, γιατί είναι σύγκρουση συνδυαζόμενη με συναίνεση, όχι μόνο συναίνεση, η οποία προφυλάσσει τη δημοκρατία από το να εκφυλιστεί σε ολιγαρχία. Στο θέμα του πολιτεύματος που δέσποζε τόσο κατά τον πέμπτο αιώνα, ήσαν οι υπερασπιστές της λαϊκής δημοκρατίας εκείνοι που θριάμβευσαν και το κατάφεραν επειδή ακριβώς αγωνίστηκαν γι ’ αυτό και μάλιστα σκληρά. Αποδύθηκαν σ’ έναν ενθουσιώδη αγώνα και ο γηραιός ολιγαρχικός διέγνωσε σωστά όταν απέδιδε σ’ αυτό ακριβώς την ισχύ της Αθήνας. Βέβαια, η διορατικότητά του, ή ίσως η τιμιότητά του, δεν ήταν αρκετή για να σημειώσει το γεγονός ότι στις μέρες του οι ηγέτες της δημοκρατίας ήσαν ακόμα άνθρωποι του πλούτου και συχνά αριστοκρατικής καταγωγής: όχι μόνο ο Περικλής, αλλά ο Κλέων και ο Κλεοφών και έπειτα ο Θρασύβουλος και ο Άνυτος. Οι δύο τελευταίοι οδήγησαν τη δημοκρατική παράταξη στην ανατροπή των Τριάκοντα Τυράννων το 403 και στην μεγαλόψυχη, μετά τη νίκη τους, αμνηστία. Ο ενθουσιώδης αγώνας δεν ήταν ένας καθαρός ταξικός αγώνας· βρήκε επίσης υποστήριξη από πλούσιους και ευγενείς. Ούτε και επρόκειτο για αγώνα χωρίς κανόνες ή αθέμιτο. Το δημοκρατικό αντισύνθημα στην ευνομία ήταν η ισονομία και όπως έχει πει ο Βλαστός, οι Αθηναίοι επιδίωκαν «το στόχο της πολιτικής ισότητας... όχι παραγνωρίζοντας αλλά ενισχύοντας την κυριαρχία του νόμου». Οι φτωχοί Αθηναίοι, σημειώνει, δεν ήγειραν ούτε μία φορά το μόνιμο ελληνικό αίτημα - τον αναδασμό - σε όλη τη διάρκεια του πέμπτου και τέταρτου αιώνα23.
Στη διάρκεια των δύο αυτών αιώνων η Αθήνα ήταν αποδεδειγμένα, με όλους τους δυνατούς τρόπους, το μεγαλύτερο ελληνικό κράτος, ένα κράτος με πανίσχυρο το αίσθημα της κοινότητας, με μία σκληρότητα και ανθεκτικότητα που μετριάζονταν, ακόμα και με δεδομένες τις αυτοκρατορικές της φιλοδοξίες, από έναν ανθρωπισμό κι ένα αίσθημα ισότητας και ευθύνης εντελώς ασυνήθιστα για την εποχή της (και για πολλές άλλες επίσης εποχές). Ο λόρδος Άκτον ήταν ένας από τους λίγους ιστορικούς που συνέλαβαν την ιστορική σημασία της αμνηστίας του 403. «Οι εχθρικές παρατάξεις», έγραφε, «συμφιλιώθηκαν και κήρυξαν αμνηστία, την πρώτη στην ιστορία»24. Την πρώτη στην ιστορία, παρ ’ όλες τις γνωστές αδυναμίες, παρά την ψυχολογία του όχλου, τους δούλους, την προσωπική φιλοδοξία πολλών ηγετών, την έλλειψη ανοχής της πλειοψηφίας έναντι της αντιπολίτευσης. Ούτε και ήταν αυτή [η αμνηστία] ο μόνος αθηναϊκός νεωτερισμός: το οικοδόμημα και ο μηχανισμός της δημοκρατίας ήταν εξολοκλήρου δική τους επινόηση, δεδομένου ότι αναζητούσαν ψηλαφητά να βρουν κάτι χωρίς προηγούμενο, μην έχοντας τίποτα άλλο για στήριγμα από την ίδια τους την ιδέα της ελευθερίας, την κοινωνική τους αλληλεγγύη, την προθυμότητά τους για έρευνα (ή τουλάχιστον να δεχθούν τις συνέπειες της έρευνας) και την ευρέως συμμεριζόμενη πολιτική τους εμπειρία.
Ένα μεγάλο μέρος της τιμής για το αθηναϊκό επίτευγμα οφείλεται στην πολιτική ηγεσία του κράτους. Πιστεύω ότι δεν χωρεί συζήτηση πάνω σ ’ αυτό. Ασφαλώς δεν θα διαφωνούσε μαζί μου σχετικά ο μέσος Αθηναίος. Παρ ’ όλη την ένταση και τις αβεβαιότητες, τις περιστασιακές αιφνίδιες αποφάσεις και τη χωρίς λόγο μεταβολή γνώμης, ο λαός υποστήριζε τον Περικλή για περισσότερο από δύο δεκαετίες, με τον ίδιο τρόπο που στήριξε αργότερα ένα πολύ διαφορετικό είδος ανθρώπου, το Δημοσθένη, κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες, έναν αιώνα αργότερα. Οι άνδρες αυτοί και άλλοι παρόμοιοι (λιγότερο γνωστοί τώρα) ήσαν ικανοί να φέρουν επιτυχώς σε πέρας ένα λίγο-πολύ σταθερό και επιτυχές πρόγραμμα για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αποτελεί κανονική διαστροφή το ν’ αγνοεί κανείς αυτό το γεγονός ή το ν’ αγνοεί τη δομή της πολιτικής ζωής με την οποία η Αθήνα έγινε αυτό που ήταν, και ακολουθώντας τη γραμμή του Αριστοφάνη ή του Πλάτωνα να εξετάζει μόνο τις προσωπικότητες των πολιτικών, ή τους απατεώνες και τους αποτυχημένους από αυτούς, ή κάποιους ηθικούς κανόνες μίας ιδανικής ύπαρξης.
Τελικά η Αθήνα έχασε την ελευθερία και ανεξαρτησία της, καταβλήθηκε από μία ανώτερη εξωτερική δύναμη. Έπεσε μαχόμενη με μια επίγνωση, του τι διακυβευόταν, σαφέστερη από εκείνη που είχαν πολλοί κριτικοί σε μεταγενέστερες εποχές. Της τελικής αυτής μάχης ηγήθηκε ο Δημοσθένης, ένας δημαγωγός. Δεν μπορούμε να κάνουμε ταυτόχρονα και το ένα και το άλλο: να επαινούμε και να θαυμάζουμε το επίτευγμα δύο αιώνων και την ίδια στιγμή να απορρίπτουμε τους δημαγωγούς που ήσαν οι αρχιτέκτονες του πολιτικού πλαισίου και οι διαμορφωτές της πολιτικής, ή την Εκκλησία μέσα στην οποία και μέσω της οποίας επιτέλεσαν αυτοί το έργο τους.
----------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. A History of Grcece, νέα εκδ. (Λονδίνο 1862), τ. V, σ. 317, σημ. 3.
2. Χρησιμοποιείται μόνο στο 4.21.3, και «δημαγωγία» στο 8.65.2.
3. ’Αθηναίων Πολιτεία, 27-28· σύγκρ. Πολιτικά, 1274 α 3-10. Ο A.W. Gomme, A Historical Commentary on Thycydides (Οξφόρδη 1956), II, σ. 193, υπογραμμίζει ότι «ο Πλούταρχος διήρεσε την πολιτική σταδιοδρομία του Περικλή σε δυο μισά, το πρώτο όταν πράγματι χρησιμοποίησε δημαγωγικές τεχνικές για να κερδίσει την εξουσία, το δεύτερο όταν είχε κερδίσει την εξουσία και την χρησιμοποίησε με τον ευγενέστερο τρόπο».
4. Ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί μόνο μια φορά «δημαγωγία» και «δημαγωγός» στους 'Ιππείς, στ. 191 και 217 αντίστοιχα. Εκτός αυτού στα σωζόμενα έργα του υπάρχει μόνο το ρήμα δημαγωγεῖν, το οποίο επίσης χρησιμοποιείται μια φορά (Βάτραχοι, 419).
5. Το βιβλίο του A.W. Lintott, Violence, Civil Strife and Revolution in the Classical City (Λονδίνο 1982), δεν είναι ικανοποιητικό. Πρέπει κανείς ακόμα να ανατρέξει στην εναρκτήρια διάλεξη του D. Loenen, Stasis ( Άμστερνταμ 1953), ο οποίος είδε, αντίθετα από την επικρατούσα άποψη μεταξύ των συγχρόνων συγγραφέων, ότι «η παρανομία ακριβώς δεν είναι το μόνιμο στοιχείο της στάσεως» (σ. 5).
6. Δες R. Babrough, «Plato’s Political Analogies», στο Philosophy, Politics and Society, εκδ. Peter Laslett (Οξφόρδη 1956), σ. 98-115.
7. Αναπτύσσεται πληρέστατα στον εκτεταμένο απολογισμό του (3.69-85) της στάσεως στην Κέρκυρα το 427 π.Χ.
8. Πολιτικά, 1278 b-79b- 1293b-94b· σύγκρ. Πολύβιος, 6.3-9.
9. Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1319 α 19-32· σύγκρ. Ξενοφών, 'Ελληνικά, 5.2.5. 7.
10. Ψευδο-Ξενοφών, Ά&ηναίων Πολιτεία, 3.1.· δες A. Fuks, «The Old Oligarch», Scripta Hierosolymitana, 1 (1954), σ. 21-35.
11. Athenian Democracy (Οξφόρδη 1957), κεφ. 3.
12. E.A. Haveloc, The Liberal Temper in Greek Politics (Λονδίνο 1957), και η βιβλιοκρισία του από τον A. Momigliano στο Rivista storica italiana, 72 (1960), σ. 534-41.
13. Aspects of the Ancient Work! (Οξφόρδη 1946), σ. 40-45.
14. Για τη συμμετοχή στις συνελεύσεις της αθηναϊκής Εκκλησίας, δες τα δυο άρθρα του Μ.Η. Hansen, στο Greek, Roman and Byzantine Studies, 17 (1976), σ. 115-34 και 23 (1982), σ. 241-49, αναδημοσιευμένα με προσθήκες στο έργο του The Athenian Ecclesia (Κοπεγχάγη 1983), κεφ. 1—2.
15. Δες Μ.Η. Hansen, «The Athenian Politicians, 403-322 B.C.», Greek, Roman
and Byzantine Studies, (1983), σ. 33-55, και «Rhetores and Strategoi in Fourth-Century
Athens», στο ίδιο, σ. 151-80.
16. Δες το πολύτιμο άρθρο του Ο. Reverdin, «Remarques sur la vie politique d’ Athenes au Vc siecle», Museum Helveticum 2 (1945), σ. 201-12· και γενικά το δικό μου Politics in the Ancient World (Κέμπριτζ 1983), ιδιαίτερα κεφ. 4.
17. Βιβλιοκρισία στο The Listener(2 Φεβρουάριου 1961), σ. 233.
18. Πλούταρχος, Περικλής, 11.2. Ενάντια τέτοιου είδους τακτικής η επανορθωμένη Δημοκρατία το 410 απαιτούσε από τα μέλη της Βουλής να ορκίζονται ότι θα επιλέγουν τη θέση τους με κλήρο: Φιλόχορος, 328 F 140.
19. Δες W.R. Connor, The New Politicians of Fifth-Century Athens (Πρίνσετον 1971), με βιβλιοκρισία του A. Campolo στο Archeologia Classica, 27 (1975), σ. 95-100.
20. «Η ευνομία... το ιδεώδες του παρελθόντος και του Σόλωνα ακόμα... τώρα σήμαινε το καλύτερο πολίτευμα, βασισμένο στην ανισότητα. Ήταν πλέον το ιδεώδες της ολιγαρχίας»: Ehrenberg, Aspects, σ. 92.
21. «Of the Popylousness of Ancient Nations», Essays (εκδ. World’s Classics, Λονδίνο 1903), σ. 405-6. Σύγκρ. Jacob Burckhardt, Griechiche Kulturge- schichte (ανατύπωση Ντάρμσταντ 1956), II, σ. 80-81.
22. ’Επιστολή 7, 325 Β· σύγκρ. Ξενοφών, 'Ελληνικά, 2.4.43· Αριστοτέλης, Ἀθηναίων Πολιτεία, 40.
23. G. Vlastos, «Isonomia», American Journal of Philology, 74 (1953), σ. 337- 66. Σύγκρ. Jones, Democracy, a. 52: «Γενικά... οι δημοκράτες είχαν την τάση, όπως ο Αριστοτέλης, να θεωρούν τους νόμους σαν ένα κώδικα που καταγράφτηκε μια για πάντα από έναν σοφό νομοθέτη... οι οποίοι, ενώ κατ’ αρχήν ήταν αναλλοίωτοι, μπορούσαν ενδεχομένως να απαιτήσουν διευκρινήσεις και συμπληρώσεις». Η «εξουσία του νόμου» είναι ένα περίπλοκο θέμα αφεαυτό, δεν είναι όμως το θέμα αυτού του κεφαλαίου. Ούτε και η εκτίμηση ατομικών δημαγωγών.
24. «The History of Freedom in Antiquity», στο Essays on Freedom and Power, εκδ. G. Himmelfarb (Λονδίνο 1956), σ. 64.