40 ΟΙ. Α’ λέγοιμ᾽ ἂν ἤδη. νῷν γάρ ἐστι δεσπότης
ἄγροικος ὀργήν, κυαμοτρώξ, ἀκράχολος,
Δῆμος Πυκνίτης, δύσκολον γερόντιον
ὑπόκωφον. οὗτος τῇ προτέρᾳ νουμηνίᾳ
ἐπρίατο δοῦλον βυρσοδέψην, Παφλαγόνα
45 πανουργότατον καὶ διαβολώτατόν τινα.
οὗτος καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους,
ὁ βυρσοπαφλαγών, ὑποπεσὼν τὸν δεσπότην
ᾔκαλλ᾽, ἐθώπευ᾽, ἐκολάκευ᾽, ἐξηπάτα
κοσκυλματίοις ἄκροισι, τοιαυτὶ λέγων·
50 «ὦ Δῆμε, λοῦσαι πρῶτον ἐκδικάσας μίαν,
ἐνθοῦ, ῥόφησον, ἔντραγ᾽, ἔχε τριώβολον.
βούλει παραθῶ σοι δόρπον;» εἶτ᾽ ἀναρπάσας
ὅ τι ἄν τις ἡμῶν σκευάσῃ τῷ δεσπότῃ
Παφλαγὼν κεχάρισται τοῦτο. καὶ πρώην γ᾽ ἐμοῦ
55 μᾶζαν μεμαχότος ἐν Πύλῳ Λακωνικήν,
πανουργότατά πως παραδραμὼν ὑφαρπάσας
αὐτὸς παρέθηκε τὴν ὑπ᾽ ἐμοῦ μεμαγμένην.
ἡμᾶς δ᾽ ἀπελαύνει κοὐκ ἐᾷ τὸν δεσπότην
ἄλλον θεραπεύειν, ἀλλὰ βυρσίνην ἔχων
60 δειπνοῦντος ἑστὼς ἀποσοβεῖ τοὺς ῥήτορας.
Ἄιδει δὲ χρησμούς· ὁ δὲ γέρων σιβυλλιᾷ.
ὁ δ᾽ αὐτὸν ὡς ὁρᾷ μεμακκοακότα,
τέχνην πεπόηται· τοὺς γὰρ ἔνδον ἄντικρυς
ψευδῆ διαβάλλει· κᾆτα μαστιγούμεθα
65 ἡμεῖς· Παφλαγὼν δὲ περιθέων τοὺς οἰκέτας
αἰτεῖ, ταράττει, δωροδοκεῖ λέγων τάδε·
«ὁρᾶτε τὸν Ὕλαν δι᾽ ἐμὲ μαστιγούμενον;
εἰ μή μ᾽ ἀναπείσετ᾽, ἀποθανεῖσθε τήμερον.»
ἡμεῖς δὲ δίδομεν· εἰ δὲ μή, πατούμενοι
70 ὑπὸ τοῦ γέροντος ὀκταπλάσιον χέζομεν.
νῦν οὖν ἁνύσαντε φροντίσωμεν, ὦγαθέ,
ποίαν ὁδὸν νὼ τρεπτέον καὶ πρὸς τίνα.
ΟΙ. Β’ κράτιστ᾽ ἐκείνην τὴν μολωμεν, ὦγαθέ.
ΟΙ. Α’ ἀλλ᾽ οὐχ οἷόν τε τὸν Παφλαγόν᾽ οὐδὲν λαθεῖν·
75 ἐφορᾷ γὰρ αὐτὸς πάντ᾽. ἔχει γὰρ τὸ σκέλος
τὸ μὲν ἐν Πύλῳ, τὸ δ᾽ ἕτερον ἐν τἠκκλησίᾳ.
τοσόνδε δ᾽ αὐτοῦ βῆμα διαβεβηκότος
ὁ πρωκτός ἐστιν αὐτόχρημ᾽ ἐν Χάοσιν,
τὼ χεῖρ᾽ ἐν Αἰτωλοῖς, ὁ νοῦς δ᾽ ἐν Κλωπιδῶν.
80 ΟΙ. Β’ κράτιστον οὖν νῷν ἀποθανεῖν. ΟΙ. Α’ ἀλλὰ σκόπει,
ὅπως ἂν ἀποθάνοιμεν ἀνδρικώτατα.
ΟΙ. Β’ πῶς δῆτα, πῶς γένοιτ᾽ ἂν ἀνδρικώτατα;
βέλτιστον ἡμῖν αἷμα ταύρειον πιεῖν·
ὁ Θεμιστοκλέους γὰρ θάνατος αἱρετώτερος.
85 ΟΙ. Α’ μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἄκρατον οἶνον ἀγαθοῦ δαίμονος.
ἴσως γὰρ ἂν χρηστόν τι βουλευσαίμεθα.
ΟΙ. Β’ ἰδού γ᾽ ἄκρατον. περὶ ποτοῦ γοῦν ἐστί σοι.
πῶς δ᾽ ἂν μεθύων χρηστόν τι βουλεύσαιτ᾽ ἀνήρ;
ΟΙ. Α’ ἄληθες, οὗτος; κρουνοχυτροληραῖος εἶ.
90 οἶνον σὺ τολμᾷς εἰς ἐπίνοιαν λοιδορεῖν;
οἴνου γὰρ εὕροις ἄν τι πρακτικώτερον;
ὁρᾷς, ὅταν πίνωσιν ἄνθρωποι, τότε
πλουτοῦσι, διαπράττουσι, νικῶσιν δίκας,
εὐδαιμονοῦσιν, ὠφελοῦσι τοὺς φίλους.
95 ἀλλ᾽ ἐξένεγκέ μοι ταχέως οἴνου χοᾶ,
τὸν νοῦν ἵν᾽ ἄρδω καὶ λέγω τι δεξιόν.
***
ΠΡ. Δ. (Στρέφεται προς τους θεατές:)
[40] Λοιπόν, ακούστε· έχουμε ένα αφεντικό με άγαρμπο φυσικό, κουκιών-τραγανιστή, ζοχαδιάρη, τον Δήμο τον Πυκνιώτη, γέρο στριμμένο και μισόκουφο. Που λες ετούτος την πρωτομηνιά που μας πέρασε ψώνισε δούλο βυρσοδέψη, έναν Παφλαγόνα αρχικατεργάρη και αρχιρουφιάνο. Λοιπόν ο βυρσοπαφλαγόνας που λέγαμε, αφού μελέτησε τα χούγια του γέρου, έγινε χαλί στα πόδια του αφεντικού, βάλθηκε να τον κανακεύει, να τον χαϊδολογά, να τον κολακεύει, να τον σέρνει από τη μύτη με κάτι λόγια τέτοιας λογής, σαν λιμαδούρες από σολόδερμα:
[50] «Δήμε μου, πάρε πρώτα ένα μπάνιο, μόλις δικάσεις μια υπόθεση· ύστερα ρίξε μάσα, τράβα ρουφηξιές, κάνε την ταράτσα, τσίμπα ένα τριώβολο. Θες να σου στρώσω τραπέζι;» Και στη στιγμή αρπάζει μέσ᾽ από τα χέρια μας ό,τι ο καθένας μας μαγείρεψε για το αφεντικό και του το κάνει χάρισμα ο Παφλαγόνας. Νά, τις προάλλες είχα ζυμώσει λαγάνα λακωνική στην Πύλο κι ετούτος με πονηριά μοναδική μ᾽ έκανε πέρα, μου την πήρε απ᾽ τα χέρια και τη σερβίρισε αυτός στο αφεντικό, αυτήν που εγώ είχα ζυμώσει! Κι εμάς μας αποδιώχνει και δεν αφήνει κανέναν άλλο να περετά τον αφέντη·
[60] όση ώρα ετούτος περιδρομιάζει, ο τύπος όρθιος δίπλα του, με το καμτσίκι στο χέρι, κάνει πέρα, σκιασμένους, τους ρήτορες. Κι ακόμη του ψαλμουδίζει χρησμούς, κι ο γέρος μας — τον πιάνει σιβυλίτιδα. Τότε ο δικός σου, μόλις τον βλέπει ζαβλακωμένο, βάζει σ᾽ ενέργεια την τέχνη του: καρφώνει στα ίσια με ψεύτικες καταλαλιές τους ανθρώπους του σπιτιού· κι ύστερα ο βούρδουλας δουλεύει στην πλάτη μας. Κι ο Παφλαγόνας να γίνεται τσιμπούρι στους παραγιούς, να ζητά λεφτά, να τρομοκρατεί, να τσεπώνει πεσκέσια — με λόγια σαν κι αυτά: «Βλέπετε βούρδουλας που πέφτει στον Ύλα; — από μένα τη βρήκε! Αν δεν μου κάνετε το χατίρι, πεθάνατε, σήμερα κιόλας!» Κι εμείς του δίνουμε· γιατί διαφορετικά
[70] ο γέρος μάς τσαλαπατά και μας στέλνει για οχταπλάσιο χέσιμο.
Λοιπόν, λεβεντιά μου, να σκεφτούμε χωρίς χασομέρια
«ποιά στράτα να τραβήξουμε,
σε ποιόν τον πόνο μας να πούμε».
ΔΕ. Δ. Η στράτα η καλύτερη, λεβεντιά μου, είναι αυτή που λέγαμε: αυτομολάμε.
ΠΡ. Δ. Έλα όμως που τίποτε δεν μπορεί να ξεφύγει απ᾽ τον Παφλαγόνα. Γιατί η ματιά του φτάνει παντού· το ένα του πόδι πατά στην Πύλο, το άλλο στην Πνύκα, και, όπως ο διασκελισμός του είναι τεράστιος, ο κώλος του άνετα ανοίγεται στη Χαονία, τα χέρια του στο Ζητούνι κι ο νους του στα Κλέφτικα λημέρια.
ΔΕ. Δ. Λοιπόν, το καλύτερο που μας απομένει είναι ο θάνατος.
ΠΡ. Δ.
[80] Τότε στοχάσου «του αντρειωμένου θάνατο να βρούμε, τον αντρίκειο».
ΔΕ. Δ. Πώς δηλαδή, πώς να γίνει «του αντρειωμένου ο αντρίκειος»; Ο πιο ηρωικός θάνατος για μας θα ᾽ταν να πιούμε αίμα ταύρου· ν᾽ ακολουθήσουμε τον δρόμο που άνοιξε ο Θεμιστοκλής!
ΠΡ. Δ. Να πιούμε, μά τον Δία, δεν λέω όχι, αλλά κρασί άκρατο, πρόποση στον Αγαθοδαίμονα. Μπορεί έτσι να περάσει απ᾽ το μυαλό μας καμιά καλή ιδέα.
ΔΕ. Δ. Νά τα μας, άκρατο κρασί! Όλο το πιοτό έχεις στον νου σου. Μπορεί όμως να βγει καλή ιδέα από μυαλό άνθρωπου μεθυσμένου;
ΠΡ. Δ. Σοβαρολογείς, άνθρωπέ μου; είσαι το κεφαλόβρυσο της κοτσάνας.
[90] Τολμάς ν᾽ αμφισβητήσεις πως το κρασί κατεβάζει ιδέες; Βρίσκεται στον κόσμο πράμα πιο αποτελεσματικό απ᾽ το κρασί; Δεν βλέπεις, όταν ο άνθρωπος πίνει, τότε καζαντίζει βιός, τελειώνει δουλειές, κερδίζει στο δικαστήριο, πλέει στην ευτυχία, ευεργετεί τους φίλους. Άντε γρήγορα, φέρε μου από μέσα μια κανάτα κρασί, για ν᾽ αρδέψω το μυαλό μου και να πω καμιά έξυπνη ιδέα.
ἄγροικος ὀργήν, κυαμοτρώξ, ἀκράχολος,
Δῆμος Πυκνίτης, δύσκολον γερόντιον
ὑπόκωφον. οὗτος τῇ προτέρᾳ νουμηνίᾳ
ἐπρίατο δοῦλον βυρσοδέψην, Παφλαγόνα
45 πανουργότατον καὶ διαβολώτατόν τινα.
οὗτος καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους,
ὁ βυρσοπαφλαγών, ὑποπεσὼν τὸν δεσπότην
ᾔκαλλ᾽, ἐθώπευ᾽, ἐκολάκευ᾽, ἐξηπάτα
κοσκυλματίοις ἄκροισι, τοιαυτὶ λέγων·
50 «ὦ Δῆμε, λοῦσαι πρῶτον ἐκδικάσας μίαν,
ἐνθοῦ, ῥόφησον, ἔντραγ᾽, ἔχε τριώβολον.
βούλει παραθῶ σοι δόρπον;» εἶτ᾽ ἀναρπάσας
ὅ τι ἄν τις ἡμῶν σκευάσῃ τῷ δεσπότῃ
Παφλαγὼν κεχάρισται τοῦτο. καὶ πρώην γ᾽ ἐμοῦ
55 μᾶζαν μεμαχότος ἐν Πύλῳ Λακωνικήν,
πανουργότατά πως παραδραμὼν ὑφαρπάσας
αὐτὸς παρέθηκε τὴν ὑπ᾽ ἐμοῦ μεμαγμένην.
ἡμᾶς δ᾽ ἀπελαύνει κοὐκ ἐᾷ τὸν δεσπότην
ἄλλον θεραπεύειν, ἀλλὰ βυρσίνην ἔχων
60 δειπνοῦντος ἑστὼς ἀποσοβεῖ τοὺς ῥήτορας.
Ἄιδει δὲ χρησμούς· ὁ δὲ γέρων σιβυλλιᾷ.
ὁ δ᾽ αὐτὸν ὡς ὁρᾷ μεμακκοακότα,
τέχνην πεπόηται· τοὺς γὰρ ἔνδον ἄντικρυς
ψευδῆ διαβάλλει· κᾆτα μαστιγούμεθα
65 ἡμεῖς· Παφλαγὼν δὲ περιθέων τοὺς οἰκέτας
αἰτεῖ, ταράττει, δωροδοκεῖ λέγων τάδε·
«ὁρᾶτε τὸν Ὕλαν δι᾽ ἐμὲ μαστιγούμενον;
εἰ μή μ᾽ ἀναπείσετ᾽, ἀποθανεῖσθε τήμερον.»
ἡμεῖς δὲ δίδομεν· εἰ δὲ μή, πατούμενοι
70 ὑπὸ τοῦ γέροντος ὀκταπλάσιον χέζομεν.
νῦν οὖν ἁνύσαντε φροντίσωμεν, ὦγαθέ,
ποίαν ὁδὸν νὼ τρεπτέον καὶ πρὸς τίνα.
ΟΙ. Β’ κράτιστ᾽ ἐκείνην τὴν μολωμεν, ὦγαθέ.
ΟΙ. Α’ ἀλλ᾽ οὐχ οἷόν τε τὸν Παφλαγόν᾽ οὐδὲν λαθεῖν·
75 ἐφορᾷ γὰρ αὐτὸς πάντ᾽. ἔχει γὰρ τὸ σκέλος
τὸ μὲν ἐν Πύλῳ, τὸ δ᾽ ἕτερον ἐν τἠκκλησίᾳ.
τοσόνδε δ᾽ αὐτοῦ βῆμα διαβεβηκότος
ὁ πρωκτός ἐστιν αὐτόχρημ᾽ ἐν Χάοσιν,
τὼ χεῖρ᾽ ἐν Αἰτωλοῖς, ὁ νοῦς δ᾽ ἐν Κλωπιδῶν.
80 ΟΙ. Β’ κράτιστον οὖν νῷν ἀποθανεῖν. ΟΙ. Α’ ἀλλὰ σκόπει,
ὅπως ἂν ἀποθάνοιμεν ἀνδρικώτατα.
ΟΙ. Β’ πῶς δῆτα, πῶς γένοιτ᾽ ἂν ἀνδρικώτατα;
βέλτιστον ἡμῖν αἷμα ταύρειον πιεῖν·
ὁ Θεμιστοκλέους γὰρ θάνατος αἱρετώτερος.
85 ΟΙ. Α’ μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἄκρατον οἶνον ἀγαθοῦ δαίμονος.
ἴσως γὰρ ἂν χρηστόν τι βουλευσαίμεθα.
ΟΙ. Β’ ἰδού γ᾽ ἄκρατον. περὶ ποτοῦ γοῦν ἐστί σοι.
πῶς δ᾽ ἂν μεθύων χρηστόν τι βουλεύσαιτ᾽ ἀνήρ;
ΟΙ. Α’ ἄληθες, οὗτος; κρουνοχυτροληραῖος εἶ.
90 οἶνον σὺ τολμᾷς εἰς ἐπίνοιαν λοιδορεῖν;
οἴνου γὰρ εὕροις ἄν τι πρακτικώτερον;
ὁρᾷς, ὅταν πίνωσιν ἄνθρωποι, τότε
πλουτοῦσι, διαπράττουσι, νικῶσιν δίκας,
εὐδαιμονοῦσιν, ὠφελοῦσι τοὺς φίλους.
95 ἀλλ᾽ ἐξένεγκέ μοι ταχέως οἴνου χοᾶ,
τὸν νοῦν ἵν᾽ ἄρδω καὶ λέγω τι δεξιόν.
***
ΠΡ. Δ. (Στρέφεται προς τους θεατές:)
[40] Λοιπόν, ακούστε· έχουμε ένα αφεντικό με άγαρμπο φυσικό, κουκιών-τραγανιστή, ζοχαδιάρη, τον Δήμο τον Πυκνιώτη, γέρο στριμμένο και μισόκουφο. Που λες ετούτος την πρωτομηνιά που μας πέρασε ψώνισε δούλο βυρσοδέψη, έναν Παφλαγόνα αρχικατεργάρη και αρχιρουφιάνο. Λοιπόν ο βυρσοπαφλαγόνας που λέγαμε, αφού μελέτησε τα χούγια του γέρου, έγινε χαλί στα πόδια του αφεντικού, βάλθηκε να τον κανακεύει, να τον χαϊδολογά, να τον κολακεύει, να τον σέρνει από τη μύτη με κάτι λόγια τέτοιας λογής, σαν λιμαδούρες από σολόδερμα:
[50] «Δήμε μου, πάρε πρώτα ένα μπάνιο, μόλις δικάσεις μια υπόθεση· ύστερα ρίξε μάσα, τράβα ρουφηξιές, κάνε την ταράτσα, τσίμπα ένα τριώβολο. Θες να σου στρώσω τραπέζι;» Και στη στιγμή αρπάζει μέσ᾽ από τα χέρια μας ό,τι ο καθένας μας μαγείρεψε για το αφεντικό και του το κάνει χάρισμα ο Παφλαγόνας. Νά, τις προάλλες είχα ζυμώσει λαγάνα λακωνική στην Πύλο κι ετούτος με πονηριά μοναδική μ᾽ έκανε πέρα, μου την πήρε απ᾽ τα χέρια και τη σερβίρισε αυτός στο αφεντικό, αυτήν που εγώ είχα ζυμώσει! Κι εμάς μας αποδιώχνει και δεν αφήνει κανέναν άλλο να περετά τον αφέντη·
[60] όση ώρα ετούτος περιδρομιάζει, ο τύπος όρθιος δίπλα του, με το καμτσίκι στο χέρι, κάνει πέρα, σκιασμένους, τους ρήτορες. Κι ακόμη του ψαλμουδίζει χρησμούς, κι ο γέρος μας — τον πιάνει σιβυλίτιδα. Τότε ο δικός σου, μόλις τον βλέπει ζαβλακωμένο, βάζει σ᾽ ενέργεια την τέχνη του: καρφώνει στα ίσια με ψεύτικες καταλαλιές τους ανθρώπους του σπιτιού· κι ύστερα ο βούρδουλας δουλεύει στην πλάτη μας. Κι ο Παφλαγόνας να γίνεται τσιμπούρι στους παραγιούς, να ζητά λεφτά, να τρομοκρατεί, να τσεπώνει πεσκέσια — με λόγια σαν κι αυτά: «Βλέπετε βούρδουλας που πέφτει στον Ύλα; — από μένα τη βρήκε! Αν δεν μου κάνετε το χατίρι, πεθάνατε, σήμερα κιόλας!» Κι εμείς του δίνουμε· γιατί διαφορετικά
[70] ο γέρος μάς τσαλαπατά και μας στέλνει για οχταπλάσιο χέσιμο.
Λοιπόν, λεβεντιά μου, να σκεφτούμε χωρίς χασομέρια
«ποιά στράτα να τραβήξουμε,
σε ποιόν τον πόνο μας να πούμε».
ΔΕ. Δ. Η στράτα η καλύτερη, λεβεντιά μου, είναι αυτή που λέγαμε: αυτομολάμε.
ΠΡ. Δ. Έλα όμως που τίποτε δεν μπορεί να ξεφύγει απ᾽ τον Παφλαγόνα. Γιατί η ματιά του φτάνει παντού· το ένα του πόδι πατά στην Πύλο, το άλλο στην Πνύκα, και, όπως ο διασκελισμός του είναι τεράστιος, ο κώλος του άνετα ανοίγεται στη Χαονία, τα χέρια του στο Ζητούνι κι ο νους του στα Κλέφτικα λημέρια.
ΔΕ. Δ. Λοιπόν, το καλύτερο που μας απομένει είναι ο θάνατος.
ΠΡ. Δ.
[80] Τότε στοχάσου «του αντρειωμένου θάνατο να βρούμε, τον αντρίκειο».
ΔΕ. Δ. Πώς δηλαδή, πώς να γίνει «του αντρειωμένου ο αντρίκειος»; Ο πιο ηρωικός θάνατος για μας θα ᾽ταν να πιούμε αίμα ταύρου· ν᾽ ακολουθήσουμε τον δρόμο που άνοιξε ο Θεμιστοκλής!
ΠΡ. Δ. Να πιούμε, μά τον Δία, δεν λέω όχι, αλλά κρασί άκρατο, πρόποση στον Αγαθοδαίμονα. Μπορεί έτσι να περάσει απ᾽ το μυαλό μας καμιά καλή ιδέα.
ΔΕ. Δ. Νά τα μας, άκρατο κρασί! Όλο το πιοτό έχεις στον νου σου. Μπορεί όμως να βγει καλή ιδέα από μυαλό άνθρωπου μεθυσμένου;
ΠΡ. Δ. Σοβαρολογείς, άνθρωπέ μου; είσαι το κεφαλόβρυσο της κοτσάνας.
[90] Τολμάς ν᾽ αμφισβητήσεις πως το κρασί κατεβάζει ιδέες; Βρίσκεται στον κόσμο πράμα πιο αποτελεσματικό απ᾽ το κρασί; Δεν βλέπεις, όταν ο άνθρωπος πίνει, τότε καζαντίζει βιός, τελειώνει δουλειές, κερδίζει στο δικαστήριο, πλέει στην ευτυχία, ευεργετεί τους φίλους. Άντε γρήγορα, φέρε μου από μέσα μια κανάτα κρασί, για ν᾽ αρδέψω το μυαλό μου και να πω καμιά έξυπνη ιδέα.