ΞΑΝΘΙΑΣ
Εἴπω τι τῶν εἰωθότων, ὦ δέσποτα,
ἐφ᾽ οἷς ἀεὶ γελῶσιν οἱ θεώμενοι;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
νὴ τὸν Δί᾽ ὅ τι βούλει γε, πλὴν «πιέζομαι.»
τοῦτο δὲ φύλαξαι· πάνυ γάρ ἐστ᾽ ἤδη χολή.
5 ΞΑ. μηδ᾽ ἕτερον ἀστεῖόν τι; ΔΙ. πλήν γ᾽ «ὡς θλίβομαι.»
ΞΑ. τί δαί; τὸ πάνυ γέλοιον εἴπω; ΔΙ. νὴ Δία
θαρρῶν γε· μόνον ἐκεῖν᾽ ὅπως μὴ ᾽ρεῖς— ΞΑ. τὸ τί;
ΔΙ. μεταβαλλόμενος τἀνάφορον ὅτι χεζητιᾷς.
ΞΑ. μηδ᾽ ὅτι τοσοῦτον ἄχθος ἐπ᾽ ἐμαυτῷ φέρων,
10 εἰ μὴ καθαιρήσει τις, ἀποπαρδήσομαι;
ΔΙ. μὴ δῆθ᾽, ἱκετεύω, πλήν γ᾽ ὅταν μέλλω ᾽ξεμεῖν.
ΞΑ. τί δῆτ᾽ ἔδει με ταῦτα τὰ σκεύη φέρειν,
εἴπερ ποήσω μηδὲν ὧνπερ Φρυνίχοις
εἴωθε ποιεῖν καὶ Λύκισι κἀμειψίαις
15 σκεύη φέρουσ᾽ ἑκάστοτ᾽ ἐν κωμῳδίᾳ;
ΔΙ. μή νυν ποήσῃς· ὡς ἐγὼ θεώμενος,
ὅταν τι τούτων τῶν σοφισμάτων ἴδω,
πλεῖν ἢ ᾽νιαυτῷ πρεσβύτερος ἀπέρχομαι.
ΞΑ. ὦ τρισκακοδαίμων ἄρ᾽ ὁ τράχηλος οὑτοσί,
20 ὅτι θλίβεται μέν, τὸ δὲ γέλοιον οὐκ ἐρεῖ.
ΔΙ. εἶτ᾽ οὐχ ὕβρις ταῦτ᾽ ἐστὶ καὶ πολλὴ τρυφή,
ὅτ᾽ ἐγὼ μὲν ὢν Διόνυσος, υἱὸς Σταμνίου,
αὐτὸς βαδίζω καὶ πονῶ, τοῦτον δ᾽ ὀχῶ,
ἵνα μὴ ταλαιπωροῖτο μηδ᾽ ἄχθος φέροι;
25 ΞΑ. οὐ γὰρ φέρω ᾽γώ; ΔΙ. πῶς φέρεις γὰρ ὅς γ᾽ ὀχεῖ;
ΞΑ. φέρων γε ταυτί. ΔΙ. τίνα τρόπον; ΞΑ. βαρέως πάνυ.
ΔΙ. οὔκουν τὸ βάρος τοῦθ᾽ ὃ σὺ φέρεις ὄνος φέρει;
ΞΑ. οὐ δῆθ᾽ ὅ γ᾽ ἔχω ᾽γὼ καὶ φέρω, μὰ τὸν Δί᾽ οὔ.
ΔΙ. πῶς γὰρ φέρεις, ὅς γ᾽ αὐτὸς ὑφ᾽ ἑτέρου φέρει;
30 ΞΑ. οὐκ οἶδ᾽· ὁ δ᾽ ὦμος οὑτοσὶ πιέζεται.
ΔΙ. σὺ δ᾽ οὖν ἐπειδὴ τὸν ὄνον οὐ φῄς σ᾽ ὠφελεῖν,
ἐν τῷ μέρει σὺ τὸν ὄνον ἀράμενος φέρε.
ΞΑ. οἴμοι κακοδαίμων· τί γὰρ ἐγὼ οὐκ ἐναυμάχουν;
ἦ τἄν σε κωκύειν ἂν ἐκέλευον μακρά.
35 ΔΙ. κατάβα, πανοῦργε. καὶ γὰρ ἐγγὺς τῆς θύρας
ἤδη βαδίζων εἰμὶ τῆσδ᾽, οἷ πρῶτά με
ἔδει τραπέσθαι. παιδίον, παῖ, ἠμί, παῖ.
***
ΣΚΗΝΗ: Το σπίτι του Ηρακλή· δρόμος προς τον Άδη· το σπίτι του Πλούτωνα στον Άδη.
Ο Διόνυσος και ο δούλος του ο Ξανθίας έρχονται μπροστά στο σπίτι του Ηρακλή. Ο Διόνυσος φορεί γυναικείο κροκωτό φόρεμα με δέρμα λιονταριού ριγμένο πάνω σ᾽ αυτό και κοθόρνους· κρατά ρόπαλο. Ο Ξανθίας καβάλα σε γάιδαρο· από ένα διχαλωτό ραβδί που κρατά στον ώμο του κρέμεται ένας μπόγος.
ΞΑΝΘΙΑΣ
Αφεντικό, να πω κανέν᾽ αστείο
απ᾽ τα συνηθισμέν᾽ αυτά, που μόλις
τ᾽ ακούσουν οι θεατές, ξεσπούν στα γέλια;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ό,τι αγαπάς· μόνο μην πεις «τί βάρος!»
Αυτό μ᾽ αναγουλιάζει και να λείψει.
ΞΑΝ. Άλλη ξυπνάδα; ΔΙΟ. Εξόν «αχ δεν αντέχω».
ΞΑΝ. Και το μεγάλο χωρατό; ΔΙΟ. Μπρος, λέγε·
κουράγιο· μα όχι εκείνο… ΞΑΝ. Ποιό; ΔΙΟ. να πάρεις
τη μανιβέλ᾽ αυτή στον άλλο σου ώμο
και να φωνάξεις «μου ᾽ρθαν, θα τα κάμω».
ΞΑΝ. Ούτε πως το φορτιό μου με βαραίνει
10 και θ᾽ αμολήσω μια, αν δε μ᾽ αλαφρώσουν;
ΔΙΟ. Αν είναι να ξεράσω· αλλιώς, να ζήσεις…
ΞΑΝ. Αλλ᾽ αν δεν πω τ᾽ αστεία που συνηθίζουν
ο Φρύνιχος, ο Λύκης κι ο Αμειψίας,
σα βγάζουν φορτωμένους στη σκηνή,
ποιός τότε ο λόγος να κρατάω τον μπόγο;
ΔΙΟ. Να μην τα πεις· όταν στο θέατρο βλέπω
τέτοιας λογής εγώ ξυπνάδες, βγαίνω
πιο γέρος από πριν κατά ένα χρόνο.
ΞΑΝ. Δύστυχος που ᾽ναι ο σβέρκος μου· απ᾽ το βάρος
20 να λυγάει κι έν᾽ αστείο να μην πετάει.
ΔΙΟ. Τί μεγαλεία κι αυθάδεια που έχει τούτος!
Ο Διόνυσος εγώ, ένας γιος του… Τσότρα,
μοχθώ, πεζός· κι αυτόν τον πάω καβάλα,
για να μη σκώνει βάρος και υποφέρει.
ΞΑΝ. Δε σκώνω; ΔΙΟ. Φυσικά, αφού πας καβάλα.
ΞΑΝ. Μα φορτωμένος. ΔΙΟ. Πώς; ΞΑΝ. Βαριά, με κόπο.
ΔΙΟ. Ο γάιδαρος δε σκώνει το φορτιό σου;
ΞΑΝ. Καθόλου· το δικό μου εγώ το σκώνω.
ΔΙΟ. Αφού άλλος σκώνει εσένα, πώς το σκώνεις;
30 ΞΑΝ. Δεν ξέρω· ο ώμος μου όμως πίεση νιώθει.
ΔΙΟ. Ε, αφού καλό απ᾽ το γάιδαρο δεν έχεις,
παρ᾽ τον εσύ στην πλάτη σου και τράβα.
ΞΑΝ. Γιατί, αχ, στη ναυμαχία δεν πήρα μέρος;
Τότε θα σου ᾽λεγα «άντε, βρε, τσακίσου».
ΔΙΟ. Κατέβα, κατεργάρη. Η πρώτη στάση
που ᾽χα να κάμω είναι κοντά· νά, τούτη
η πόρτα. Εε, μικρέ! Μικρέ! Φωνάζω.
Εἴπω τι τῶν εἰωθότων, ὦ δέσποτα,
ἐφ᾽ οἷς ἀεὶ γελῶσιν οἱ θεώμενοι;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
νὴ τὸν Δί᾽ ὅ τι βούλει γε, πλὴν «πιέζομαι.»
τοῦτο δὲ φύλαξαι· πάνυ γάρ ἐστ᾽ ἤδη χολή.
5 ΞΑ. μηδ᾽ ἕτερον ἀστεῖόν τι; ΔΙ. πλήν γ᾽ «ὡς θλίβομαι.»
ΞΑ. τί δαί; τὸ πάνυ γέλοιον εἴπω; ΔΙ. νὴ Δία
θαρρῶν γε· μόνον ἐκεῖν᾽ ὅπως μὴ ᾽ρεῖς— ΞΑ. τὸ τί;
ΔΙ. μεταβαλλόμενος τἀνάφορον ὅτι χεζητιᾷς.
ΞΑ. μηδ᾽ ὅτι τοσοῦτον ἄχθος ἐπ᾽ ἐμαυτῷ φέρων,
10 εἰ μὴ καθαιρήσει τις, ἀποπαρδήσομαι;
ΔΙ. μὴ δῆθ᾽, ἱκετεύω, πλήν γ᾽ ὅταν μέλλω ᾽ξεμεῖν.
ΞΑ. τί δῆτ᾽ ἔδει με ταῦτα τὰ σκεύη φέρειν,
εἴπερ ποήσω μηδὲν ὧνπερ Φρυνίχοις
εἴωθε ποιεῖν καὶ Λύκισι κἀμειψίαις
15 σκεύη φέρουσ᾽ ἑκάστοτ᾽ ἐν κωμῳδίᾳ;
ΔΙ. μή νυν ποήσῃς· ὡς ἐγὼ θεώμενος,
ὅταν τι τούτων τῶν σοφισμάτων ἴδω,
πλεῖν ἢ ᾽νιαυτῷ πρεσβύτερος ἀπέρχομαι.
ΞΑ. ὦ τρισκακοδαίμων ἄρ᾽ ὁ τράχηλος οὑτοσί,
20 ὅτι θλίβεται μέν, τὸ δὲ γέλοιον οὐκ ἐρεῖ.
ΔΙ. εἶτ᾽ οὐχ ὕβρις ταῦτ᾽ ἐστὶ καὶ πολλὴ τρυφή,
ὅτ᾽ ἐγὼ μὲν ὢν Διόνυσος, υἱὸς Σταμνίου,
αὐτὸς βαδίζω καὶ πονῶ, τοῦτον δ᾽ ὀχῶ,
ἵνα μὴ ταλαιπωροῖτο μηδ᾽ ἄχθος φέροι;
25 ΞΑ. οὐ γὰρ φέρω ᾽γώ; ΔΙ. πῶς φέρεις γὰρ ὅς γ᾽ ὀχεῖ;
ΞΑ. φέρων γε ταυτί. ΔΙ. τίνα τρόπον; ΞΑ. βαρέως πάνυ.
ΔΙ. οὔκουν τὸ βάρος τοῦθ᾽ ὃ σὺ φέρεις ὄνος φέρει;
ΞΑ. οὐ δῆθ᾽ ὅ γ᾽ ἔχω ᾽γὼ καὶ φέρω, μὰ τὸν Δί᾽ οὔ.
ΔΙ. πῶς γὰρ φέρεις, ὅς γ᾽ αὐτὸς ὑφ᾽ ἑτέρου φέρει;
30 ΞΑ. οὐκ οἶδ᾽· ὁ δ᾽ ὦμος οὑτοσὶ πιέζεται.
ΔΙ. σὺ δ᾽ οὖν ἐπειδὴ τὸν ὄνον οὐ φῄς σ᾽ ὠφελεῖν,
ἐν τῷ μέρει σὺ τὸν ὄνον ἀράμενος φέρε.
ΞΑ. οἴμοι κακοδαίμων· τί γὰρ ἐγὼ οὐκ ἐναυμάχουν;
ἦ τἄν σε κωκύειν ἂν ἐκέλευον μακρά.
35 ΔΙ. κατάβα, πανοῦργε. καὶ γὰρ ἐγγὺς τῆς θύρας
ἤδη βαδίζων εἰμὶ τῆσδ᾽, οἷ πρῶτά με
ἔδει τραπέσθαι. παιδίον, παῖ, ἠμί, παῖ.
***
ΣΚΗΝΗ: Το σπίτι του Ηρακλή· δρόμος προς τον Άδη· το σπίτι του Πλούτωνα στον Άδη.
Ο Διόνυσος και ο δούλος του ο Ξανθίας έρχονται μπροστά στο σπίτι του Ηρακλή. Ο Διόνυσος φορεί γυναικείο κροκωτό φόρεμα με δέρμα λιονταριού ριγμένο πάνω σ᾽ αυτό και κοθόρνους· κρατά ρόπαλο. Ο Ξανθίας καβάλα σε γάιδαρο· από ένα διχαλωτό ραβδί που κρατά στον ώμο του κρέμεται ένας μπόγος.
ΞΑΝΘΙΑΣ
Αφεντικό, να πω κανέν᾽ αστείο
απ᾽ τα συνηθισμέν᾽ αυτά, που μόλις
τ᾽ ακούσουν οι θεατές, ξεσπούν στα γέλια;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ό,τι αγαπάς· μόνο μην πεις «τί βάρος!»
Αυτό μ᾽ αναγουλιάζει και να λείψει.
ΞΑΝ. Άλλη ξυπνάδα; ΔΙΟ. Εξόν «αχ δεν αντέχω».
ΞΑΝ. Και το μεγάλο χωρατό; ΔΙΟ. Μπρος, λέγε·
κουράγιο· μα όχι εκείνο… ΞΑΝ. Ποιό; ΔΙΟ. να πάρεις
τη μανιβέλ᾽ αυτή στον άλλο σου ώμο
και να φωνάξεις «μου ᾽ρθαν, θα τα κάμω».
ΞΑΝ. Ούτε πως το φορτιό μου με βαραίνει
10 και θ᾽ αμολήσω μια, αν δε μ᾽ αλαφρώσουν;
ΔΙΟ. Αν είναι να ξεράσω· αλλιώς, να ζήσεις…
ΞΑΝ. Αλλ᾽ αν δεν πω τ᾽ αστεία που συνηθίζουν
ο Φρύνιχος, ο Λύκης κι ο Αμειψίας,
σα βγάζουν φορτωμένους στη σκηνή,
ποιός τότε ο λόγος να κρατάω τον μπόγο;
ΔΙΟ. Να μην τα πεις· όταν στο θέατρο βλέπω
τέτοιας λογής εγώ ξυπνάδες, βγαίνω
πιο γέρος από πριν κατά ένα χρόνο.
ΞΑΝ. Δύστυχος που ᾽ναι ο σβέρκος μου· απ᾽ το βάρος
20 να λυγάει κι έν᾽ αστείο να μην πετάει.
ΔΙΟ. Τί μεγαλεία κι αυθάδεια που έχει τούτος!
Ο Διόνυσος εγώ, ένας γιος του… Τσότρα,
μοχθώ, πεζός· κι αυτόν τον πάω καβάλα,
για να μη σκώνει βάρος και υποφέρει.
ΞΑΝ. Δε σκώνω; ΔΙΟ. Φυσικά, αφού πας καβάλα.
ΞΑΝ. Μα φορτωμένος. ΔΙΟ. Πώς; ΞΑΝ. Βαριά, με κόπο.
ΔΙΟ. Ο γάιδαρος δε σκώνει το φορτιό σου;
ΞΑΝ. Καθόλου· το δικό μου εγώ το σκώνω.
ΔΙΟ. Αφού άλλος σκώνει εσένα, πώς το σκώνεις;
30 ΞΑΝ. Δεν ξέρω· ο ώμος μου όμως πίεση νιώθει.
ΔΙΟ. Ε, αφού καλό απ᾽ το γάιδαρο δεν έχεις,
παρ᾽ τον εσύ στην πλάτη σου και τράβα.
ΞΑΝ. Γιατί, αχ, στη ναυμαχία δεν πήρα μέρος;
Τότε θα σου ᾽λεγα «άντε, βρε, τσακίσου».
ΔΙΟ. Κατέβα, κατεργάρη. Η πρώτη στάση
που ᾽χα να κάμω είναι κοντά· νά, τούτη
η πόρτα. Εε, μικρέ! Μικρέ! Φωνάζω.