ΚΑ. ἰὼ ἰὼ ταλαίνας κακόποτμοι τύχαι· [στρ. ζ]
τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα.
ποῖ δή με δεῦρο τὴν τάλαιναν ἤγαγες;
οὐδέν ποτ᾽ εἰ μὴ ξυνθανουμένην. τί γάρ;
1140 ΧΟ. φρενομανής τις εἶ θεοφόρητος, ἀμ-
φὶ δ᾽ αὑτᾶς θροεῖς
νόμον ἄνομον, οἷά τις ξουθὰ
ἀκόρετος βοᾶς, φεῦ, φιλοίκτοις φρεσὶν
Ἴτυν Ἴτυν στένουσ᾽ ἀμφιθαλῆ κακοῖς
1145 ἀηδὼν βίον.
ΚΑ. ἰὼ ἰὼ λιγείας μόρον ἀηδόνος· [ἀντ. ζ]
πτεροφόρον γάρ οἱ περὶ δέμας βάλοντο
θεοὶ γλυκύν τ᾽ ἀγῶνα κλαυμάτων ἄτερ·
ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί.
1150 ΧΟ. πόθεν ἐπισσύτους θεοφόρους [τ᾽] ἔχεις
ματαίους δύας;
τὰ δ᾽ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾷ
μελοτυπεῖς ὁμοῦ τ᾽ ὀρθίοις ἐν νόμοις.
πόθεν ὅρους ἔχεις θεσπεσίας ὁδοῦ
1155 κακορρήμονας;
***
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Αλίμονο της άμοιρης μαύρη μου τύχη!
βάζω και κλαίω μαζί και τα δικά μου πάθη,
που ηύρες να φέρεις την ταλαίπωρη και μένα
τι άλλο, πάρεξ να πεθάνω εδώ μαζί σου;
ΧΟΡΟΣ
1140 Φρενοπαρμένη θα ᾽σαι και θεοπείραχτη,
μόνη σου να ψάλλεις θρήνον άνομο
του εαυτού σου, όπως η ξανθιά
κι αβάρετη στα κλάματα αηδόνα,
που κλαίοντας κλαίει πάντα τον Ίτυν Ίτυ
σ᾽ όλη την πικραμένη τη ζωή της.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Καλότυχη της λιγερής μοίρ᾽ αηδόνας!
αυτή την ντύσανε οι θεοί με φτερωτό κορμί
και μες στα κλάματα γλυκιά της δώσανε ζωή.
μα εμέ σφαγή με δίκοπο σπαθί προσμένει.
ΧΟΡΟΣ
1150 Πούθ᾽ έρχουνται, από ποιό θεό
σταλμένοι οι τρόμοι αυτοί
και τα δεινά με σκούξιμο κακόσυρτο θρηνείς,
και τραγουδείς μαζί σε ήχους πάρα ψηλούς;
πού βρήκες τους κακομελέτητους σκοπούς
στους δρόμους τους προφητικούς σου;
τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα.
ποῖ δή με δεῦρο τὴν τάλαιναν ἤγαγες;
οὐδέν ποτ᾽ εἰ μὴ ξυνθανουμένην. τί γάρ;
1140 ΧΟ. φρενομανής τις εἶ θεοφόρητος, ἀμ-
φὶ δ᾽ αὑτᾶς θροεῖς
νόμον ἄνομον, οἷά τις ξουθὰ
ἀκόρετος βοᾶς, φεῦ, φιλοίκτοις φρεσὶν
Ἴτυν Ἴτυν στένουσ᾽ ἀμφιθαλῆ κακοῖς
1145 ἀηδὼν βίον.
ΚΑ. ἰὼ ἰὼ λιγείας μόρον ἀηδόνος· [ἀντ. ζ]
πτεροφόρον γάρ οἱ περὶ δέμας βάλοντο
θεοὶ γλυκύν τ᾽ ἀγῶνα κλαυμάτων ἄτερ·
ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί.
1150 ΧΟ. πόθεν ἐπισσύτους θεοφόρους [τ᾽] ἔχεις
ματαίους δύας;
τὰ δ᾽ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾷ
μελοτυπεῖς ὁμοῦ τ᾽ ὀρθίοις ἐν νόμοις.
πόθεν ὅρους ἔχεις θεσπεσίας ὁδοῦ
1155 κακορρήμονας;
***
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Αλίμονο της άμοιρης μαύρη μου τύχη!
βάζω και κλαίω μαζί και τα δικά μου πάθη,
που ηύρες να φέρεις την ταλαίπωρη και μένα
τι άλλο, πάρεξ να πεθάνω εδώ μαζί σου;
ΧΟΡΟΣ
1140 Φρενοπαρμένη θα ᾽σαι και θεοπείραχτη,
μόνη σου να ψάλλεις θρήνον άνομο
του εαυτού σου, όπως η ξανθιά
κι αβάρετη στα κλάματα αηδόνα,
που κλαίοντας κλαίει πάντα τον Ίτυν Ίτυ
σ᾽ όλη την πικραμένη τη ζωή της.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Καλότυχη της λιγερής μοίρ᾽ αηδόνας!
αυτή την ντύσανε οι θεοί με φτερωτό κορμί
και μες στα κλάματα γλυκιά της δώσανε ζωή.
μα εμέ σφαγή με δίκοπο σπαθί προσμένει.
ΧΟΡΟΣ
1150 Πούθ᾽ έρχουνται, από ποιό θεό
σταλμένοι οι τρόμοι αυτοί
και τα δεινά με σκούξιμο κακόσυρτο θρηνείς,
και τραγουδείς μαζί σε ήχους πάρα ψηλούς;
πού βρήκες τους κακομελέτητους σκοπούς
στους δρόμους τους προφητικούς σου;