Μήτε άρρεν μήτε θήλυ - Ιστορίες ευνούχων στην αρχαιότητα
Ο σύντομος διάλογος που ακολουθεί έχει απλή δομή. Ο Λυκίνος, που αποτελεί λογοτεχνικό προσωπείο του ίδιου του Λουκιανού, συνομιλεί με τον Πάμφιλο και του ανακοινώνει μια πολύ ιδιότυπη δίκη που συνέβη στην αγορά των Αθηνών. Η εξιστόρηση της περίεργης αυτής δίκης αφορμάται ίσως από ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός και στόχο έχει τη διακωμώδηση των φιλοσόφων και την αποκάλυψη των καθαρά ωφελιμιστικών και υλικών αιτίων της ενασχόλησής τους με τη φιλοσοφία.
Το 176 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (161–180), ενόσω βρισκόταν σε επίσκεψη στην Αθήνα, ανακοίνωσε την ίδρυση έμμισθων εδρών φιλοσοφίας και ρητορικής. Η έδρα της ρητορικής ήταν μία και δόθηκε στον ρήτορα Θεόδωρο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Οι έδρες της φιλοσοφίας, αντιθέτως, ήταν πολλές (κατά πάσα πιθανότητα οκτώ), και αντιστοιχούσαν, ανά δύο, στις σημαντικότερες σχολές φιλοσοφίας της εποχής: την πλατωνική, την περιπατητική, τη στωική και την επικούρεια. Η πλήρωσή τους ανατέθηκε στον Ηρώδη τον Αττικό, ο οποίος πρέπει και να έκανε τους πρώτους διορισμούς. Η αμοιβή των φιλοσόφων ανερχόταν στο ιδιαίτερα υψηλό ποσό των δέκα χιλιάδων δραχμών ετησίως.
Η μετάφραση βασίστηκε στο αποκατεστημένο αρχαίο κείμενο της έκδοσης του M. D. MacLeod, Luciani opera, τόμος ΙΙΙ, Οξφόρδη: Oxford University Press 1980, σ. 70–75.
Λουκιανός - Ο ευνούχος
Ο ευνούχος
ΠAMΦIΛOΣ: Από πού μας έρχεσαι, Λυκίνε, έτσι σκασμένος απ’ τα γέλια; Πάντοτε, βέβαια, είσαι μες στην καλή χαρά και λαμπερός· όμως, αυτό που σου συμβαίνει τώρα φαίνεται να ξεπερνά τα ειωθότα: δεν μπορείς με τίποτε να σταματήσεις να γελάς.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Από την αγορά έρχομαι, Πάμφιλε, και θα σε καταστήσω αμέσως κοινωνό του γέλιου μου μόλις ακούσεις σε τι είδους δίκη παραβρέθηκα: φιλόσοφοι άνθρωποι να ερίζουν μεταξύ τους!
ΠAMΦ.: Στ’ αλήθεια, αυτό που λες είναι πράγματι αστείο, να βρίσκονται σε επίσημη αντιδικία άνθρωποι που φιλοσοφούν, ενώ θα έπρεπε κανονικά, ακόμα και μεγάλες αν είχαν διαφορές, να μπορούν να τις επιλύσουν ειρηνικά.
ΛΥΚ.: Μα πώς, καλέ μου, ειρηνικά να επιλύσουν διαφορές αυτοί που, μόλις συναντήθηκαν, έσυραν ολόκληρες άμαξες από βρισιές ο ένας στον άλλον, με τρομερές κραυγές, επιμονή και πείσμα;
ΠAMΦ.: Μήπως λοιπόν, Λυκίνε, τσακώνονταν για ιδέες, ως συνήθως, γιατί ανήκαν σε διαφορετικές σχολές;
ΛΥΚ.: Κάθε άλλο. Διαφορετικό ήταν το ζήτημα και θα σ’ το πω. Είχαν και οι δυο τις ίδιες πεποιθήσεις και ανήκαν μάλιστα στην ίδια σχολή. Όμως, συστάθηκε δίκη μεταξύ τους και ως δικαστές παραβρέθηκαν για να ψηφίσουν οι καλύτεροι και γηραιότεροι και σοφότεροι άνδρες της πόλης, αυτοί ενώπιον των οποίων θα ντρεπόταν κανείς και μόνον να πει κάτι παράταιρο, όχι να κάνει τέτοιες αναισχυντίες…
ΠAMΦ.: Εμπρός λοιπόν, δεν μου λες τώρα την ουσία της δίκης για να καταλάβω κι εγώ τι, τέλος πάντων, σου προκάλεσε τα τόσα γέλια;
ΛΥΚ.: Ιδρύθηκαν, όπως γνωρίζεις, Πάμφιλε, από τον αυτοκράτορα έδρες φιλοσοφίας έμμισθες, με διόλου ευκαταφρόνητη αμοιβή, για τις διάφορες σχολές των φιλοσόφων —εννοώ τους Στωικούς και τους Πλατωνικούς και τους Επικουρείους, και ακόμα αυτούς του Περιπάτου—, έδρες ίδιες για όλους. Και μόλις πεθάνει αυτός που κατέχει την έδρα πρέπει κάποιος άλλος να τον διαδεχτεί εκλεγμένος με την ψήφο των αξιοτέρων. Και το έπαθλο δεν είναι καμιά ασπίδα από δέρμα βοδιού, όπως λέει ο ποιητής, ούτε κανένα ζώο για θυσία, αλλά δέκα χιλιάδες δραχμές ετησίως — για να κάνει τι; για να συνομιλεί με νεαρούς!
ΠAMΦ.: Αυτά τα ξέρω. Άκουσα, μάλιστα, ότι κάποιος πρόσφατα πέθανε από δαύτους, νομίζω ο ένας από τους δύο Περιπατητικούς.
ΛΥΚ.: Αυτή ακριβώς, Πάμφιλε, είναι η ωραία Ελένη που για τα μάτια της μονομαχούσαν. Και έως εδώ, καλά· τίποτε το ιδιαίτερα αστείο — αν εξαιρέσεις, βέβαια, το γεγονός ότι, ενώ ισχυρίζονται πως είναι φιλόσοφοι και πως περιφρονούν δήθεν τα χρήματα, κατόπιν αγωνίζονται γι’ αυτά σαν να ήταν η πατρίδα που κινδύνευε και τα ιερά των πατέρων τους και οι προγονικοί τους τάφοι...
ΠAMΦ.: Μα τούτο είναι και η επίσημη άποψη των Περιπατητικών: να μην περιφρονεί κανείς τα χρήματα τελείως αλλά να τα θεωρεί κι αυτά ως ένα απ’ τ’ αγαθά, το τρίτο στη σειρά.
ΛΥΚ.: Σωστά. Τέτοια πιστεύουν και, συνεπώς, ο πόλεμός τους έγινε σύμφωνα με τις πάτριες πεποιθήσεις. Όμως άκου τώρα τι συνέβη μετά. Πολλοί και διάφοροι ήταν αυτοί που αγωνίζονταν να κερδίσουν τη θέση εκείνου του νεκρού — όχι στον τάφο. Δύο, όμως, ήταν οι επικρατέστεροι αντίπαλοι, ο Διοκλής ο γέροντας —ξέρεις ποιον εννοώ, τον εριστικό — και ο Βαγώας, που κατά πώς φαίνεται είναι ευνούχος .Και αγωνίστηκαν πρώτα στα λόγια και απέδειξε ο καθένας τους ότι γνωρίζει βαθιά τις απόψεις της σχολής και ότι κατέχει γερά τον Αριστοτέλη και τις θέσεις του. Και, μα τον Δία, κανένας από τους δυο δεν ήταν καλύτερος από τον άλλον. Προς το τέλος όμως της δίκης το ζήτημα περιπλέχτηκε ως εξής. Αφήνοντας κατά μέρος την επίδειξη των γνώσεών του ο Διοκλής στράφηκε προς τον Βαγώα και προσπαθούσε να τον ανακρίνει εξονυχιστικά για τον τρόπο του βίου του. Ομοίως και ο Βαγώας, κατόπιν, ανέκρινε τον αντίπαλό του για τη δική του τη ζωή.
ΠAMΦ.: Δικαιολογημένα, Λυκίνε. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος του λόγου τους θα έπρεπε να περιστρέφεται γύρω απ’ αυτό το θέμα. Και εγώ, αν τύχαινε να είμαι δικαστής, σ’ αυτό θα αφιέρωνα, μου φαίνεται, τον περισσότερο χρόνο: να μάθω ποιος ζει καλύτερα και όχι ποιος έχει τη μεγαλύτερη ευχέρεια στα λόγια· γιατί αυτός θα ήταν, φρονώ, καταλληλότερος για νίκη.
ΛΥΚ.: Σωστά τα λες, κι είμαι κι εγώ της ίδιας γνώμης. Αφού, λοιπόν, εξάντλησαν βρισιές και ανακρίσεις, στο τέλος είπε ο Διοκλής ότι δεν είναι θεμιτό, ούτε και κατά διάνοιαν, να ζητάει ο Βαγώας θέση φιλοσοφίας και σχετικά βραβεία, γιατί είναι… ευνούχος. Έλεγε, μάλιστα, ότι οι «τέτοιοι» όχι μόνον από τη φιλοσοφία να αποκλείονται πρέπει αλλά και από τα ιερά και τα περιρραντήρια και από όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις, γιατί είναι δυσοίωνο και τρομερό το θέαμα ένας πολίτης που ανυποψίαστος βγαίνει από το σπίτι του να δει ξάφνου μπροστά του έναν τοιούτον. Και λόγος πολύς γινόταν γύρω από το θέμα αυτό, καθώς ο Διοκλής ισχυριζόταν ότι ο ευνούχος δεν είναι ούτε άνδρας ούτε γυναίκα αλλά κάτι το σύνθετο και μεικτό και τερατώδες και έξω από την ανθρώπινη τη φύση.
ΠAMΦ.: Κατηγορία πρωτόγνωρη αναφέρεις, Λυκίνε, και ήδη κι εγώ αρχίζω να γελώ καθώς ακούω τούτη την παράδοξη μομφή. Και ο άλλος; Τι έκανε; Παρέμεινε άραγε μουγκός ή μήπως προσπάθησε να αντικρούσει όσα του καταμαρτυρούσαν;
ΛΥΚ.: Στην αρχή από ντροπή κι από δειλία —συναισθήματα συνηθισμένα σε δαύτους— σιωπούσε επί μακρόν και κοκκίνιζε, ίδρωνε και ξεΐδρωνε. Στο τέλος όμως με μια λεπτή, σχεδόν κοριτσίστικη φωνή που μόλις ακουγόταν είπε ότι δεν είναι σωστό να τον αποκλείει ο Διοκλής από τη φιλοσοφία ως ευνούχο, αφού και οι γυναίκες επιτρέπεται να την ασκούν. Και μετά ήρθαν οι Ασπασίες και οι Διοτίμες και οι Θαργηλίες ως μάρτυρες υπεράσπισης και επίσης κάποιος Κέλτης ευνούχος, μέλος της Ακαδημίας, που λίγο πριν από τη δική μας εποχή τιμήθηκε ιδιαίτερα από τους Έλληνες. Όμως ο Διοκλής ανταπάντησε ότι και κείνον τον Κέλτη, αν τριγύριζε τώρα ζωντανός και έκανε τα ίδια, θα τον απέκλειε απ’ τη φιλοσοφία δίχως να φοβηθεί διόλου την καλή γνώμη των πολλών. Μάλιστα, απάγγειλε από μνήμης και κάποιες μομφές που είχαν εκτοξευτεί εναντίον του από Στωικούς και Κυνικούς για να παρωδήσουν τη σωματική του έλλειψη. Αυτά, λοιπόν, τα θέματα απασχολούσαν τους δικαστές. Και το πιο σημαντικό πρόβλημα ήταν τούτο: άραγε θα έπρεπε ή όχι να επιλεγεί κάποιος ευνούχος που θέλει να σταδιοδρομήσει στη φιλοσοφία και των νέων την παιδεία αξιώνει ν’ αναλάβει; O ένας έλεγε ότι ο φιλόσοφος πρέπει και εμφάνιση και αρτιμέλεια να έχει και, πάνω απ’ όλα, γενειάδα μακριά, και να φαίνεται αξιόπιστος σε όσους θέλουν να μάθουν απ’ αυτόν, κατάλληλος όμως και για τις δέκα χιλιάδες που από τον αυτοκράτορα θα πάρει, ενώ ένας ευνούχος είναι χειρότερος και από τους Γάλλους, τους ιερείς της Κυβέλης. Γιατί αυτοί, τουλάχιστον, είχαν κάποτε δοκιμάσει την ανδρική φύση, ενώ αυτός έχει ευθύς εξ αρχής αποκοπεί απ’ αυτήν, και είναι αμφιβόλου φύσεως πλάσμα, σαν τις κουρούνες που ούτε με τα περιστέρια αλλά ούτε και με τα κοράκια τις συγκαταλέγουμε. O άλλος έλεγε ότι η παρούσα κρίση δεν αφορά το σώμα αλλά τη δύναμη της ψυχής και ότι πρέπει να εξεταστεί το μυαλό και η γνώση των θεμάτων της επιστήμης· και μετά έφερε ως μάρτυρα τον ίδιο τον Αριστοτέλη που εκτιμούσε τόσο πολύ τον ευνούχο Ερμεία, τον τύραννο του Αταρνέα, ώστε να θυσιάζει προς τιμήν του όπως στους θεούς. Μάλιστα, τόλμησε ο Βαγώας να προσθέσει και κάτι σαν το εξής: ότι είναι καλύτερος ένας ευνούχος για δάσκαλος των νέων, αφού ούτε να τον διαβάλει κανείς μπορεί στους μαθητές του, ούτε να πάθει ό,τι έπαθε ο Σωκράτης, να κατηγορηθεί δηλαδή ότι διαφθείρει πιτσιρίκια. Κι επειδή χλευάστηκε τα μάλα που δεν έχει γένια, με χάρη, όπως τουλάχιστον νόμισε ο ίδιος, το αντέκρουσε κι αυτό. «Αν από την πλούσια», είπε, «γενειάδα να κρίνουμε πρέπει τους φιλοσοφούντες, τότε ο τράγος θα άξιζε στ’ αλήθεια να προκριθεί πάνω απ’ όλους!» 10. Τότε, ένας άλλος από τους παρόντες —ας μην φανερώσουμε το όνομά του13— είπε: «ωστόσο, άνδρες δικαστές, τούτος εδώ, με το λείο πρόσωπο, την κοριτσίστικη φωνή και το παρουσιαστικό εν γένει του ευνούχου, θα σας φανεί, άμα γδυθεί, άνδρας με τα όλα του. Και αν δεν λένε ψέματα όσοι αναφέρονται σ’ αυτόν, πιάστηκε κάποτε στα πράσα με μία παντρεμένη και βρέθηκε, όπως λέμε, με το πιστόνι στον κύλινδρο. Αλλά τότε, επειδή ανέτρεξε στις περί ευνούχου φημολογίες και βρήκε εκεί κατάλληλο κρησφύγετο, αφέθηκε ελεύθερος γιατί οι δικαστές δεν πείστηκαν για την κατηγορία έχοντας ως τεκμήριο αθωότητας το παρουσιαστικό του. Τώρα, όμως, μου φαίνεται θ’ αλλάξει μάλλον τροπάριο προς χάριν του προκείμενου μισθού». Ενόσω λέγονταν αυτά, γέλια ακούγονταν από όλους, όπως είναι άλλωστε και φυσικό. O Βαγώας, όμως, όλο και περισσότερο εκνευριζόταν κι άλλαζε χίλια χρώματα και τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Κι ούτε, από τη μια μεριά, του φαινόταν σωστό να αποδεχτεί την κατηγορία της μοιχείας ούτε όμως, από την άλλη, του έμοιαζε άχρηστη η κατηγορία στην παρούσα περίσταση.
ΠAMΦ.: Πραγματικά, είναι αστεία όλα αυτά, Λυκίνε, και θα σας χάρισαν προφανώς μια διόλου συνηθισμένη ψυχαγωγία. Τι όμως έγινε στο τέλος; Πώς έβγαλαν την ετυμηγορία τους οι δικαστές;
ΛΥΚ.: Δεν συμφωνούσαν, βέβαια, όλοι μεταξύ τους. Κάποιοι ήθελαν να τον γδύσουν και να τον εξετάσουν, όπως τους δούλους που αγοράζουμε, για να διαπιστώσουν εάν τάχα δύναται να φιλοσοφεί με αρχίδια. Και κάποιοι άλλοι —και τούτο ήταν ακόμα πιο αστείο— έστειλαν να φέρουν γυναίκες «από σπίτι» για να τον βάλουν να συνουσιαστεί: να τις πηδάει, δηλαδή, καθ’ ην στιγμήν ένας δικαστής, ο γηραιότερος και πιο αξιόπιστος απ’ όλους, θα είναι παρών και θα κοιτά εάν πράγματι φιλοσοφεί. Κατόπιν τούτου, επειδή τα γέλια τούς είχαν όλους καταλάβει πλήρως και κανένας από τους παρόντες δεν μπορούσε να κρατήσει την κοιλιά του να μην σπάσει, αποφάσισαν να αναπέμψουν το θέμα στην Ιταλία για να εκδικασθεί εκεί. Τώρα, λοιπόν, ο ένας τους γυμνάζεται, όπως λένε οι φήμες, στη ρητορική: ετοιμάζει επιχειρήματα και συντάσσει το κατηγορητήριό του επαναφέροντας τη μομφή της μοιχείας, αν και, όπως κάνουν οι άσχετοι ρήτορες, έτσι φάσκει κι αντιφάσκει, αφού η μομφή αυτή εντάσσει τον αντίδικο στους άνδρες. O Βαγώας, απ’ την άλλη, ασχολείται τώρα με άλλα: δυναμώνει τον ανδρισμό του και έχει πάρει το πράγμα στα χέρια του! Μάλιστα, ελπίζει ότι στο τέλος θα επικρατήσει, αν καταφέρει ν’ αποδείξει ότι δεν είναι διόλου υποδεέστερος από τ’ άλογα που καβαλούν γαϊδούρια. Αυτή, λοιπόν, φαίνεται, φίλε μου, να είναι τώρα η άριστη για τη φιλοσοφία μέθοδος κρίσης και η απόδειξη όπου δεν χωρούν αντιρρήσεις. Συνεπώς, εύχομαι κι εγώ στον γιο μου, αφού είναι ακόμα μικρός, ν’ αποκτήσει όχι το μυαλό, ούτε τη γλώσσα αλλά τον φαλλό που πρέπει στη φιλοσοφία.