ΙΟ. ἄναξ, ὑπάρχει γὰρ τόδ᾽ ἐν τῆι σῆι χθονί,
εἰπεῖν ἀκοῦσαί τ᾽ ἐν μέρει πάρεστί μοι,
κοὐδείς μ᾽ ἀπώσει πρόσθεν ὥσπερ ἄλλοθεν.
ἡμῖν δὲ καὶ τῶιδ᾽ οὐδέν ἐστιν ἐν μέσωι·
185 ἐπεὶ γὰρ Ἄργους οὐ μέτεσθ᾽ ἡμῖν ἔτι,
ψήφωι δοκῆσαν, ἀλλὰ φεύγομεν πάτραν,
πῶς ἂν δικαίως ὡς Μυκηναίους ἄγοι
ὅδ᾽ ὄντας ἡμᾶς, οὓς ἀπήλασαν χθονός;
ξένοι γάρ ἐσμεν. ἢ τὸν Ἑλλήνων ὅρον
190 φεύγειν δικαιοῦθ᾽ ὅστις ἂν τἄργος φύγηι;
οὔκουν Ἀθήνας γ᾽· οὐ γὰρ Ἀργείων φόβωι
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας ἐξελῶσι γῆς.
οὐ γάρ τι Τραχίς ἐστιν οὐδ᾽ Ἀχαιικὸν
πόλισμ᾽ ὅθεν σὺ τούσδε, τῆι δίκηι μὲν οὔ,
195 τὸ δ᾽ Ἄργος ὀγκῶν, οἷάπερ καὶ νῦν λέγεις,
ἤλαυνες ἱκέτας βωμίους καθημένους.
εἰ γὰρ τόδ᾽ ἔσται καὶ λόγους κρινοῦσι σούς,
οὐκ οἶδ᾽ Ἀθήνας τάσδ᾽ ἐλευθέρας ἔτι.
ἀλλ᾽ οἶδ᾽ ἐγὼ τὸ τῶνδε λῆμα καὶ φύσιν·
200 θνήισκειν θελήσουσ᾽· ἡ γὰρ αἰσχύνη ‹πάρος›
τοῦ ζῆν παρ᾽ ἐσθλοῖς ἀνδράσιν νομίζεται.
πόλει μὲν ἀρκεῖ· καὶ γὰρ οὖν ἐπίφθονον
λίαν ἐπαινεῖν ἐστι, πολλάκις δὲ δὴ
καὐτὸς βαρυνθεὶς οἶδ᾽ ἄγαν αἰνούμενος.
205 σοὶ δ᾽ ὡς ἀνάγκη τούσδε βούλομαι φράσαι
σώιζειν, ἐπείπερ τῆσδε προστατεῖς χθονός.
Πιτθεὺς μέν ἐστι Πέλοπος, ἐκ δὲ Πιτθέως
Αἴθρα, πατὴρ δ᾽ ἐκ τῆσδε γεννᾶται σέθεν
Θησεύς. πάλιν δὲ τῶνδ᾽ ἄνειμί σοι γένος·
210 Ἡρακλέης ἦν Ζηνὸς Ἀλκμήνης τε παῖς,
κείνη δὲ Πέλοπος θυγατρός· αὐτανεψίων
πατὴρ ἂν εἴη σός τε χὠ τούτων γεγώς.
γένους μὲν ἥκεις ὧδε τοῖσδε, Δημοφῶν·
ἃ δ᾽ ἐκτὸς ἤδη τοῦ προσήκοντός σε δεῖ
215 τεῖσαι λέγω σοι παισί. φημὶ γάρ ποτε
σύμπλους γενέσθαι τῶνδ᾽ ὑπασπίζων πατρὶ
ζωστῆρα Θησεῖ τὸν πολυκτόνον μέτα
Ἅιδου τ᾽ ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν
πατέρα σόν· Ἑλλὰς πᾶσα τοῦτο μαρτυρεῖ.
220 [ὧν ἀντιδοῦναί σ᾽ οἵδ᾽ ἀπαιτοῦσιν χάριν,
μήτ᾽ ἐκδοθῆναι μήτε πρὸς βίαν θεῶν
τῶν σῶν ἀποσπασθέντες ἐκπεσεῖν χθονός.
σοὶ γὰρ τόδ᾽ αἰσχρὸν χωρὶς ἐν πόλει τ᾽ ἴσον,
ἱκέτας ἀλήτας συγγενεῖς—οἴμοι κακῶν·
225 βλέψον πρὸς αὐτούς, βλέψον—ἕλκεσθαι βίαι.]
ἀλλ᾽ ἄντομαί σε καὶ καταστέφων χεροῖν
καὶ πρὸς γενείου, μηδαμῶς ἀτιμάσηις
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας ἐς χέρας λαβεῖν·
γενοῦ δὲ τοῖσδε συγγενής, γενοῦ φίλος
230 πατὴρ ἀδελφὸς δεσπότης· ἅπαντα γὰρ
τἄλλ᾽ ἐστὶ κρείσσω πλὴν ὑπ᾽ Ἀργείοις πεσεῖν.
ΧΟ. ὤικτιρ᾽ ἀκούσας τούσδε συμφορᾶς, ἄναξ.
τὴν δ᾽ εὐγένειαν τῆς τύχης νικωμένην
νῦν δὴ μάλιστ᾽ ἐσεῖδον· οἵδε γὰρ πατρὸς
235 ἐσθλοῦ γεγῶτες δυστυχοῦσ᾽ ἀναξίως.
***
ΙΟΛ. Ω βασιλιά, στη χώρα σου μπορεί κανένας
ν᾽ ακούσει και με τη σειρά του ν᾽ απαντήσει,
δίχως κανείς να διώξει με, όπως απ᾽ αλλούθες.
Εμείς δεν έχουμε μ᾽ αυτόν σχέση καμία·
αφού να μένομε πια στο Άργος δεν μπορούμε
—γιατί έτσ᾽ είναι αποφασισμένο— μα φευγάτοι
είμαστε απ᾽ την πατρίδα, με ποιό δίκιο πίσω
για Μυκηναίους θενα μας παν, αφού μας διώξαν;
Είμαστε ξένοι! ή απ᾽ την Ελλάδα όληνε πρέπει
190 να διώχνεται όποιος είν᾽ διωγμένος από το Άργος;
Μα όχι κι από την Αθήνα· τι δεν θα διώξουν
απ᾽ τον φόβο των Αργείων του Ηρακλή τα τέκνα.
Δεν είναι εδώ η Τραχίνα ούτε καμιά μικρούλα
πόλη της Αχαΐας, απ᾽ όπου χωρίς δίκιο,
τ᾽ Άργος με τα λόγια θεριεύοντας σαν τώρα,
μας έδιωχνες απ᾽ τους βωμούς των θεών ικέτες.
Αλλ᾽ αν και τώρα το ίδιο γίνει και σε ακούσουν,
θα πω ότι πια δεν είναι λεύτερη η Αθήνα.
Μα ξέρω εγώ το φυσικό και την ψυχή τους·
200 τον θάνατο θα προτιμήσουν· τι νομίζουν
την ντροπήν ανώτερη απ᾽ τη ζωήν οι τίμιοι.
Της φτάνουνε της πόλης τούτα· γιατί φέρνουν
στενοχώριαν οι πολλοί έπαινοι· κι ο ίδιος
πολλές φορές εχόλιασα που μ᾽ επαινούσαν.
Μάθε πως είσαι αναγκασμένους να τους σώσεις,
αφού είσαι συ της χώρας τούτης κυβερνήτης:
είναι ο Πιτθέας ο γιος του Πέλοπα κι η Αίθρα
του Πιτθέα κόρη, κι από τούτην γεννημένος
ο πατέρας σου ο Θησέας· τη γενιά άκου τώρα
210 των παιδιώνε: ο Ηρακλής τέκνο ήταν του Δία
και της Αλκμήνης, που του Πέλοπα ήταν κόρη·
λοιπόν οι πατέρες σας ήτανε ξαδέρφια.
Έτσι μ᾽ αυτούς, ω Δημοφώντα, έχεις την ίδια
γενιά· και τώρα θα σου πω, εξόν τη συγγένεια,
πόσο τα τέκν᾽ αυτά ναν τα βοηθήσεις πρέπει·
κάποτες ο πατέρας των, κι εγώ μαζί του,
τον Θησέα συντρόφεψέ τον, που για τη ζωή
πήγαινε τη θανατερή· κι από τα μαύρα
τα βάθη του Άδη τον πατέρα σου έβγαλέ τον
στη ζωή πάλι κι όλη η Ελλάδα μαρτυρεί το.
220 [Την πληρωμήν αυτής της χάρης σού ζητάνε,
μήτε ναν τους παραδώσεις μήτε με βία
απ᾽ τους βωμούς ξεκολλημένοι να διωχτούνε.
Είναι κακό για σέν᾽ αυτό και για την πόλη,
με βία να σέρνονται οι ικέτες συγγενείς σου,
οπού δεν έχουν ριζικό· ωιμέ, κοίταξέ τους!].
Αχ! σου προσπέφτω και μ᾽ αυτά σε στεφανώνω
τα κλωνιά και το γένι σου πιάνω, σε ξένα
χέρια τα τέκνα του Ηρακλή μην τ᾽ ατιμάσεις!
Δείξου σαν συγγενής, σαν φίλος και πατέρας,
230 σαν αδελφός κι αφέντης· κάλλιον όλα τούτα,
παρά στων Αργιτών την εξουσία να πέσουν!
ΧΟΡ. Λυπήσου τους, ω βασιλιά, στη συφορά τους!
Τώρα καλόειδα την ευγένεια νικημένην
από την τύχη· γιατί ετούτοι γεννημένοι
από καλόν πατέρα ανάξια δυστυχάνε.
εἰπεῖν ἀκοῦσαί τ᾽ ἐν μέρει πάρεστί μοι,
κοὐδείς μ᾽ ἀπώσει πρόσθεν ὥσπερ ἄλλοθεν.
ἡμῖν δὲ καὶ τῶιδ᾽ οὐδέν ἐστιν ἐν μέσωι·
185 ἐπεὶ γὰρ Ἄργους οὐ μέτεσθ᾽ ἡμῖν ἔτι,
ψήφωι δοκῆσαν, ἀλλὰ φεύγομεν πάτραν,
πῶς ἂν δικαίως ὡς Μυκηναίους ἄγοι
ὅδ᾽ ὄντας ἡμᾶς, οὓς ἀπήλασαν χθονός;
ξένοι γάρ ἐσμεν. ἢ τὸν Ἑλλήνων ὅρον
190 φεύγειν δικαιοῦθ᾽ ὅστις ἂν τἄργος φύγηι;
οὔκουν Ἀθήνας γ᾽· οὐ γὰρ Ἀργείων φόβωι
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας ἐξελῶσι γῆς.
οὐ γάρ τι Τραχίς ἐστιν οὐδ᾽ Ἀχαιικὸν
πόλισμ᾽ ὅθεν σὺ τούσδε, τῆι δίκηι μὲν οὔ,
195 τὸ δ᾽ Ἄργος ὀγκῶν, οἷάπερ καὶ νῦν λέγεις,
ἤλαυνες ἱκέτας βωμίους καθημένους.
εἰ γὰρ τόδ᾽ ἔσται καὶ λόγους κρινοῦσι σούς,
οὐκ οἶδ᾽ Ἀθήνας τάσδ᾽ ἐλευθέρας ἔτι.
ἀλλ᾽ οἶδ᾽ ἐγὼ τὸ τῶνδε λῆμα καὶ φύσιν·
200 θνήισκειν θελήσουσ᾽· ἡ γὰρ αἰσχύνη ‹πάρος›
τοῦ ζῆν παρ᾽ ἐσθλοῖς ἀνδράσιν νομίζεται.
πόλει μὲν ἀρκεῖ· καὶ γὰρ οὖν ἐπίφθονον
λίαν ἐπαινεῖν ἐστι, πολλάκις δὲ δὴ
καὐτὸς βαρυνθεὶς οἶδ᾽ ἄγαν αἰνούμενος.
205 σοὶ δ᾽ ὡς ἀνάγκη τούσδε βούλομαι φράσαι
σώιζειν, ἐπείπερ τῆσδε προστατεῖς χθονός.
Πιτθεὺς μέν ἐστι Πέλοπος, ἐκ δὲ Πιτθέως
Αἴθρα, πατὴρ δ᾽ ἐκ τῆσδε γεννᾶται σέθεν
Θησεύς. πάλιν δὲ τῶνδ᾽ ἄνειμί σοι γένος·
210 Ἡρακλέης ἦν Ζηνὸς Ἀλκμήνης τε παῖς,
κείνη δὲ Πέλοπος θυγατρός· αὐτανεψίων
πατὴρ ἂν εἴη σός τε χὠ τούτων γεγώς.
γένους μὲν ἥκεις ὧδε τοῖσδε, Δημοφῶν·
ἃ δ᾽ ἐκτὸς ἤδη τοῦ προσήκοντός σε δεῖ
215 τεῖσαι λέγω σοι παισί. φημὶ γάρ ποτε
σύμπλους γενέσθαι τῶνδ᾽ ὑπασπίζων πατρὶ
ζωστῆρα Θησεῖ τὸν πολυκτόνον μέτα
Ἅιδου τ᾽ ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν
πατέρα σόν· Ἑλλὰς πᾶσα τοῦτο μαρτυρεῖ.
220 [ὧν ἀντιδοῦναί σ᾽ οἵδ᾽ ἀπαιτοῦσιν χάριν,
μήτ᾽ ἐκδοθῆναι μήτε πρὸς βίαν θεῶν
τῶν σῶν ἀποσπασθέντες ἐκπεσεῖν χθονός.
σοὶ γὰρ τόδ᾽ αἰσχρὸν χωρὶς ἐν πόλει τ᾽ ἴσον,
ἱκέτας ἀλήτας συγγενεῖς—οἴμοι κακῶν·
225 βλέψον πρὸς αὐτούς, βλέψον—ἕλκεσθαι βίαι.]
ἀλλ᾽ ἄντομαί σε καὶ καταστέφων χεροῖν
καὶ πρὸς γενείου, μηδαμῶς ἀτιμάσηις
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας ἐς χέρας λαβεῖν·
γενοῦ δὲ τοῖσδε συγγενής, γενοῦ φίλος
230 πατὴρ ἀδελφὸς δεσπότης· ἅπαντα γὰρ
τἄλλ᾽ ἐστὶ κρείσσω πλὴν ὑπ᾽ Ἀργείοις πεσεῖν.
ΧΟ. ὤικτιρ᾽ ἀκούσας τούσδε συμφορᾶς, ἄναξ.
τὴν δ᾽ εὐγένειαν τῆς τύχης νικωμένην
νῦν δὴ μάλιστ᾽ ἐσεῖδον· οἵδε γὰρ πατρὸς
235 ἐσθλοῦ γεγῶτες δυστυχοῦσ᾽ ἀναξίως.
***
ΙΟΛ. Ω βασιλιά, στη χώρα σου μπορεί κανένας
ν᾽ ακούσει και με τη σειρά του ν᾽ απαντήσει,
δίχως κανείς να διώξει με, όπως απ᾽ αλλούθες.
Εμείς δεν έχουμε μ᾽ αυτόν σχέση καμία·
αφού να μένομε πια στο Άργος δεν μπορούμε
—γιατί έτσ᾽ είναι αποφασισμένο— μα φευγάτοι
είμαστε απ᾽ την πατρίδα, με ποιό δίκιο πίσω
για Μυκηναίους θενα μας παν, αφού μας διώξαν;
Είμαστε ξένοι! ή απ᾽ την Ελλάδα όληνε πρέπει
190 να διώχνεται όποιος είν᾽ διωγμένος από το Άργος;
Μα όχι κι από την Αθήνα· τι δεν θα διώξουν
απ᾽ τον φόβο των Αργείων του Ηρακλή τα τέκνα.
Δεν είναι εδώ η Τραχίνα ούτε καμιά μικρούλα
πόλη της Αχαΐας, απ᾽ όπου χωρίς δίκιο,
τ᾽ Άργος με τα λόγια θεριεύοντας σαν τώρα,
μας έδιωχνες απ᾽ τους βωμούς των θεών ικέτες.
Αλλ᾽ αν και τώρα το ίδιο γίνει και σε ακούσουν,
θα πω ότι πια δεν είναι λεύτερη η Αθήνα.
Μα ξέρω εγώ το φυσικό και την ψυχή τους·
200 τον θάνατο θα προτιμήσουν· τι νομίζουν
την ντροπήν ανώτερη απ᾽ τη ζωήν οι τίμιοι.
Της φτάνουνε της πόλης τούτα· γιατί φέρνουν
στενοχώριαν οι πολλοί έπαινοι· κι ο ίδιος
πολλές φορές εχόλιασα που μ᾽ επαινούσαν.
Μάθε πως είσαι αναγκασμένους να τους σώσεις,
αφού είσαι συ της χώρας τούτης κυβερνήτης:
είναι ο Πιτθέας ο γιος του Πέλοπα κι η Αίθρα
του Πιτθέα κόρη, κι από τούτην γεννημένος
ο πατέρας σου ο Θησέας· τη γενιά άκου τώρα
210 των παιδιώνε: ο Ηρακλής τέκνο ήταν του Δία
και της Αλκμήνης, που του Πέλοπα ήταν κόρη·
λοιπόν οι πατέρες σας ήτανε ξαδέρφια.
Έτσι μ᾽ αυτούς, ω Δημοφώντα, έχεις την ίδια
γενιά· και τώρα θα σου πω, εξόν τη συγγένεια,
πόσο τα τέκν᾽ αυτά ναν τα βοηθήσεις πρέπει·
κάποτες ο πατέρας των, κι εγώ μαζί του,
τον Θησέα συντρόφεψέ τον, που για τη ζωή
πήγαινε τη θανατερή· κι από τα μαύρα
τα βάθη του Άδη τον πατέρα σου έβγαλέ τον
στη ζωή πάλι κι όλη η Ελλάδα μαρτυρεί το.
220 [Την πληρωμήν αυτής της χάρης σού ζητάνε,
μήτε ναν τους παραδώσεις μήτε με βία
απ᾽ τους βωμούς ξεκολλημένοι να διωχτούνε.
Είναι κακό για σέν᾽ αυτό και για την πόλη,
με βία να σέρνονται οι ικέτες συγγενείς σου,
οπού δεν έχουν ριζικό· ωιμέ, κοίταξέ τους!].
Αχ! σου προσπέφτω και μ᾽ αυτά σε στεφανώνω
τα κλωνιά και το γένι σου πιάνω, σε ξένα
χέρια τα τέκνα του Ηρακλή μην τ᾽ ατιμάσεις!
Δείξου σαν συγγενής, σαν φίλος και πατέρας,
230 σαν αδελφός κι αφέντης· κάλλιον όλα τούτα,
παρά στων Αργιτών την εξουσία να πέσουν!
ΧΟΡ. Λυπήσου τους, ω βασιλιά, στη συφορά τους!
Τώρα καλόειδα την ευγένεια νικημένην
από την τύχη· γιατί ετούτοι γεννημένοι
από καλόν πατέρα ανάξια δυστυχάνε.