Στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών ο Ετεόνικος αντιμετώπιζε προβλήματα από τη γενική δυσαρέσκεια, που οφειλόταν στην έλλειψη τροφίμων και τις καθυστερήσεις των μισθών. Το ότι κατάφερε να αποτρέψει τη συνωμοσία που γεννιόταν, η οποία θα μπορούσε να πάρει επικίνδυνες διαστάσεις, και τελικά πλήρωσε στους ναύτες μισθό για ένα μήνα με χρήματα που πήρε από τους Χιώτες, δεν άλλαξε τη γενική εικόνα της δυσφορίας και της γενικής καχυποψίας.
Ήταν φανερό ότι έπρεπε να γίνουν αλλαγές στην κορυφή της ηγεσίας του σπαρτιατικού στόλου: «Έπειτ’ απ’ αυτό, οι Χιώτες και οι άλλοι σύμμαχοι αποφάσισαν, σε μια σύσκεψη στην Έφεσο, να στείλουν στη Λακεδαίμονα πρέσβεις, να περιγράψουν την κατάσταση που επικρατούσε και να ζητήσουν να δοθεί η διοίκηση του στόλου στο Λύσανδρο, που οι σύμμαχοι εκτιμούσαν από την προηγούμενη θητεία του…». (2,1,6).
Από την πλευρά τους, οι Σπαρτιάτες δεν έφεραν σχεδόν καμία αντίρρηση στα αιτήματα των πρέσβεων: «… οι Λακεδαιμόνιοι τότε ονόμασαν το Λύσανδρο υπαρχηγό του στόλου, ναύαρχο όμως τον Άρακο – και τούτο γιατί η νομοθεσία τους απαγορεύει να διοριστεί δύο φορές ναύαρχος ο ίδιος άνθρωπος· ωστόσο τα πλοία τα εμπιστεύτηκαν στο Λύσανδρο [καθώς συμπληρώνονταν είκοσι πέντε χρόνια πολέμου]». (2,1,7).
Η απόφαση αυτή ήταν άκρως καθοριστική για τη συνέχεια. Οι Σπαρτιάτες αντιλαμβανόμενοι την κρισιμότητα της κατάστασης δεν είχαν πλέον περιθώρια ούτε για πειραματισμούς ούτε για συμμαχικές απογοητεύσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν εύκολο να βρουν διέξοδο απέναντι στο νόμο που απαγόρευε στο Λύσανδρο να γίνει ναύαρχος για δεύτερη φορά. Του ανατέθηκε η αρχηγία του στόλου, σχεδόν εν λευκώ, και ταυτόχρονα ορίστηκε ναύαρχος ο Άρακος, προκειμένου – έστω κι εντελώς τυπικά – να μην καταλυθεί ο νόμος.
Ο Λύσανδρος αναλαμβάνει δράση επισήμως το 405 π. Χ.: «Σαν έφτασε τον επόμενο χρόνο στην Έφεσο, ο Λύσανδρος πρόσταξε τον Ετεόνικο να ‘ρθει από τη Χίο να τον συναντήσει μαζί με τα πλοία του. Συγκέντρωσε και τα υπόλοιπα που βρίσκονταν σκόρπια εδώ κι εκεί κι έβαλε να τα ετοιμάσουν, ενώ παράλληλα άρχισε να ναυπηγεί άλλα στην Άντανδρο». (2,1,10).
Θα έλεγε κανείς ότι ο Λύσανδρος έφτασε αποφασισμένος για την τελική αναμέτρηση. Η συγκέντρωση του στόλου και οι προσπάθειες για την όσο μεγαλύτερη διεύρυνσή του δεν είναι μόνο οι πρώτες τυπικές κινήσεις του νέου ηγέτη, αλλά η αποφασιστικότητα της όσο το δυνατό ταχύτερης διεκπεραίωσης όλων των προετοιμασιών προκειμένου να επισπευτεί η ώρα της δράσης.
Και βέβαια, το επόμενο βήμα δε θα μπορούσε να είναι άλλο από τις συνεννοήσεις με τον Πέρση χρηματοδότη: «Ο Κύρος του είπε ότι είχαν ξοδευτεί όλα όσα είχε δώσει ο Βασιλεύς κι άλλα πολλά επιπλέον και του ‘δειξε την κατάσταση, πόσα είχε πάρει κάθε ναύαρχος· τελικά ωστόσο του ‘δωσε. Μόλις πήρε ο Λύσανδρος τα χρήματα, διόρισε τριηράρχους στα πολεμικά και πλήρωσε στους ναύτες τους μισθούς που τους χρωστούσαν». (2,1,11 – 12).
Αυτό που εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς είναι ότι η προσωπικότητα του Λυσάνδρου ενέπνεε εμπιστοσύνη προς πάσα κατεύθυνση. Ενώ ο Κύρος άρχισε τα γνωστά περσικά παιχνίδια στη χρηματοδότηση αφήνοντας τους ναύτες απλήρωτους (με όλα τα παρατράγουδα της δυσφορίας), μόλις ανέλαβε ο Λύσανδρος – παρά τα παζαρέματα – άνοιξε πάλι το πουγκί, για να τον διευκολύνει.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, αφού το ξανασκέφτηκε, τον κάλεσε ξανά: «Όταν ήρθε ο Λύσανδρος, του απαγόρευσε να ναυμαχήσει με τους Αθηναίους αν δεν αποκτούσε πολύ περισσότερα πλοία· αν ήταν υπόθεση χρημάτων, είπε, κι ο Βασιλεύς κι αυτός είχαν όσα χρειάζονταν για να επανδρώσουν πολλά. Του μεταβίβασε όλους τους φόρους που είχε δικαίωμα να εισπράττει ο ίδιος από τις πόλεις, και του ‘δωσε κι όσα χρήματα του περίσσευαν. […] Μόλις ο Κύρος του παρέδωσε ό,τι είχε κι έφυγε, ο Λύσανδρος πλήρωσε μισθό στο στράτευμα, βγήκε στον Κεράμειο κόλπο της Καρίας και χτύπησε την πόλη Κεδρείες, σύμμαχο της Αθήνας». (2,1, 14 – 15).
Τώρα πια ο δρόμος είχε ανοίξει για το Λύσανδρο. Έχοντας πληρωμένο και το ναυτικό και το πεζικό και εισπράττοντας το γενικό σεβασμό – το στράτευμα πια του είχε ακλόνητη εμπιστοσύνη – ήταν πλέον ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Η επικράτηση στις Κεδρείες ήταν εύκολη υπόθεση και ο επόμενος στόχος, η Λάμψακος, δε θα μπορούσε να φέρει μεγάλες αντιστάσεις: «Έκαναν επίθεση στην πόλη, την κατέλαβαν μ’ έφοδο και καθώς ήταν πλούσια – γεμάτη τροφές, κρασί κι άλλες προμήθειες οι στρατιώτες τη λεηλάτησαν· τους πολίτες ωστόσο τους άφησε ο Λύσανδρος όλους ελεύθερους». (2,1,19).
Η Λάμψακος ήταν το ιδανικό ορμητήριο για το στόλο των Λακεδαιμονίων. Προσέφερε ασφαλές λιμάνι, άφθονα εφόδια και αμεσότητα στον ανεφοδιασμό. Δεν ήταν τυχαίο που ο Λύσανδρος κινήθηκε σχεδόν αμέσως προς τα κει. Παρακολουθούμε την ηγετική φυσιογνωμία που ξέρει καλά τι πρέπει να κάνει και που προχωρά χωρίς την ελάχιστη καθυστέρηση. Καμία ενέργεια δεν είναι άσκοπη· όλα κινούνται βάσει καλά οργανωμένου σχεδίου, αποκλείοντας κάθε εντυπωσιασμό και κάθε περιττή διασπάθιση δυνάμεων.
Από την άλλη μεριά, στο στρατόπεδο των Αθηναίων δε φαίνεται να υπάρχει ούτε συγκεκριμένη στρατηγική ούτε σχέδιο για την επίτευξη ενός τελικού στόχου. Το βέβαιο είναι ότι και οι Αθηναίοι έκαναν αλλαγές στη στρατιωτική ηγεσία: «εκλέξαν … καινούργιους στρατηγούς – κοντά σ’ αυτούς που είχαν κιόλας – τον Μένανδρο, τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο». (2,1, 16).
Από κει και πέρα αναλώνονταν με επιδρομές στην περσική χώρα κι επιθέσεις στη Χίο και την Έφεσο. Ενώ κι αυτοί ετοιμάζονταν για ναυμαχία, επί της ουσίας δεν έδειξαν κανένα σημάδι οργάνωσης πάνω σ’ αυτό. Κινούμενοι σχεδόν στην τύχη άφησαν όλες τις πρωτοβουλίες στο Λύσανδρο, ο οποίος τους παρέσυρε στην τελική αναμέτρηση επιβάλλοντος τους δικούς του όρους. Κι όταν κάποιος είναι το έρμαιο κι όχι ο διαμορφωτής μιας κατάστασης, δεν μπορεί να ελπίζει σε πολλά.
Οι πληροφορίες για την κατάληψη της Λαμψάκου τους βρήκαν στην Ελαιούντα της Χερρονήσου την ώρα του μεσημεριανού φαγητού: «αμέσως ξεκίνησαν για τη Σηστό, όπου εφοδιάστηκαν με τροφές, κι από κει πήγαν στους Αιγός Ποταμούς, αντίκρυ στη Λάμψακο – εκεί που ο Ελλήσποντος έχει πλάτος κάπου δεκαπέντε στάδια». (2,1,21).
Οι Αθηναίοι προκαλούν την τελική ναυμαχία, που εν τέλει θα κρίνει ολόκληρο τον πόλεμο, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει ούτε τα στοιχειώδη. Παρατάσσονται απέναντι στα σπαρτιατικά πλοία, μολονότι βρίσκονται ανοιχτά στο πέλαγος δίχως δυνατότητα ανεφοδιασμού, ενώ ο Λύσανδρος έχει στη διάθεσή του τα πάντα. Ακόμη κι όταν ο Αλκιβιάδης τους προειδοποιεί για τη δυσχερή τους θέση (σαν από ειρωνεία της τύχης, τα γεγονότα εκτυλίσσονται κάτω από τον πύργο όπου ο Αλκιβιάδης είχε αποσυρθεί), προτιμούν να συμπεριφερθούν αλαζονικά: «Ο Αλκιβιάδης … έβλεπε από τον πύργο του τους Αθηναίους αραγμένους σ’ ανοιχτή ακρογιαλιά, μακριά από πόλη, κι αναγκασμένους ν’ ανεφοδιάζονται από τη Σηστό που απείχε δεκαπέντε στάδια – ενώ ο εχθρός ναυλοχούσε σε λιμάνι, κοντά σε πόλη, και δεν του ‘λειπε τίποτα. Είπε λοιπόν στους Αθηναίους ότι δεν είχαν αγκυροβολήσει σε κατάλληλο μέρος και τους συμβούλεψε να μεταφερθούν στη Σηστό, όπου θα ‘χαν λιμάνι και πόλη: “Από κει”, τους είπε, “μπορείτε να ναυμαχήσετε όποτε θελήσετε”». (2,1,25).
Στην ουσία αυτό που τους λέει ο Αλκιβιάδης είναι ότι πρέπει να ανακτήσουν τον έλεγχο της κατάστασης, τον οποίο προφανώς δεν είχαν. Η τελική προτροπή να διαμορφώσουν τους όρους, ώστε να ναυμαχήσουν όποτε θέλουν είναι η κατάδειξη ότι το πλεονέκτημα αυτό ανήκει ολοκληρωτικά στο Λύσανδρο. Οι Αθηναίοι αδυνατούν να αντιληφθούν τα αυτονόητα: «Οι στρατηγοί όμως – και ιδίως ο Τυδεύς κι ο Μένανδρος – τον έδιωξαν λέγοντας ότι τη διοίκηση είχαν τώρα αυτοί κι όχι εκείνος». (2,1,26).
Από κει και πέρα, όλα εξαρτιόνταν από τις διαθέσεις του Λυσάνδρου, που πλέον ήταν σε θέση να κάνει ό,τι θέλει. Την πρώτη μέρα παρέταξε να πλοία έτοιμα για ναυμαχία, δίνοντας όμως εντολές να μην προχωρήσει κανένας σε επίθεση. Οι Αθηναίοι, που επίσης παρατάχτηκαν, έμειναν στα πλοία μέχρι που πέρασε η μέρα και τελικά επέστρεψαν στους Αιγός Ποταμούς: «Τότε ο Λύσανδρος πρόσταξε τα γρηγορότερα καράβια του ν’ ακολουθήσουν τους Αθηναίους, να παρατηρήσουν τι θα κάνουν μετά την αποβίβασή τους και να γυρίσουν να του αναφέρουν». (2,1,24).
Όταν πληροφορήθηκε ότι οι Αθηναίοι εγκαταλείπουν τα πλοία προς αναζήτηση τροφίμων στη στεριά και ότι βρίσκονται σε πλήρη αποδιοργάνωση, η απόφαση είχε παρθεί. Για τέσσερις μέρες έπαιζε το παιχνίδι της ναυμαχίας, που τελικά δε γινότανε, αποδιοργανώνοντας ακόμη περισσότερο τους Αθηναίους, οι οποίοι άρχισαν να πιστεύουν ότι ο Λύσανδρος φοβάται την επίθεση κι ότι τελικά δε θα ναυμαχήσουν, χαλαρώνοντας ακόμη περισσότερο τα όποια μέτρα έπαιρναν κατά τη διάρκεια του ανεφοδιασμού.
Μέχρι που έφτασε η πέμπτη μέρα: «Την πέμπτη μέρα που παρουσιάστηκαν οι Αθηναίοι, ο Λύσανδρος έδωσε διαταγές σ’ εκείνους που έστελνε ξοπίσω τους: μόλις τους έβλεπαν ν’ αποβιβάζονται και να σκορπίζουν στη Χερσόνησο (πράγμα που οι Αθηναίοι έκαναν κάθε μέρα κυρίως επειδή αναγκάζονταν να αγοράζουν τροφές από μακριά, αλλά κι επειδή περιφρονούσαν το Λύσανδρο που δεν έβγαινε να τους αντιμετωπίσει), να γυρίσουν πίσω και στα μισά της διαδρομής να σηκώσουν ψηλά μιαν ασπίδα». (2,1,27).
Το σύνθημα της ασπίδας, που με την αντανάκλαση του ήλιου θα ειδοποιούσε τους Σπαρτιάτες, ήταν η αρχή για το τέλος του αθηναϊκού στόλου: «Τότε ο Λύσανδρος έδωσε αμέσως παράγγελμα να ξεκινήσει ο στόλος με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα· ο Θώραξ ακολουθούσε κι αυτός με το πεζικό. Όταν ο Κόνων είδε τον εχθρό να πλησιάζει, παρήγγειλε να τρέξουν αμέσως όλοι στα καράβια. Καθώς όμως είχαν σκορπίσει τα πληρώματα, άλλα πλοία βρέθηκαν με δυο σειρές κωπηλάτες μονάχα, άλλα με μία κι άλλα αδειανά. Το πλοίο του Κόνωνος κι άλλα εφτά κοντινά του, που βρέθηκαν επανδρωμένα, βγήκαν όλα μαζί στ’ ανοιχτά με την “Πάραλο”· όλα τ’ άλλα έμειναν στο γιαλό κι έπεσαν στα χέρια του Λυσάνδρου. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού αιχμαλωτίστηκε στη στεριά, αν και μερικοί βρήκαν καταφύγιο στα οχυρώματα». (2,1,28).
Η τελική συντριβή του αθηναϊκού στόλου το 405 π. Χ. ουσιαστικά σηματοδοτεί τη λήξη του πελοποννησιακού πολέμου (αν και τυπικά τελειώνει λίγους μήνες αργότερα με την κατάρρευση της Αθήνας, το γκρέμισμα των τειχών και την εγκαθίδρυση των Τριάντα τυράννων), αφού η Αθήνα δεν έχει άλλες δυνάμεις για να τον συνεχίσει. Η αλαζονεία, τα πολιτικά και στρατιωτικά λάθη, ο αμετανόητος επεκτατικός προσανατολισμός, η αδιαλλαξία και η στρεβλή αντίληψη της ευημερίας που εξασφαλίζεται μόνο μέσα από την υποταγή – δηλαδή την καταπίεση – των άλλων, οδήγησαν στην τελική ήττα.
Κυρίως μετά τη συντριβή στη Σικελία (όπως περιγράφεται από το Θουκυδίδη) η πλάστιγγα είχε γύρει αμετάκλητα σε βάρος τους. Θα έλεγε κανείς ότι και τόσο που άντεξαν ήταν σχεδόν θαύμα. Ο επεκτατισμός είναι νομοτελειακό να οδηγείται σε αδιέξοδο. Η δυσαρέσκεια των άλλων που μοιραία θα συνασπιστούν, η πολιτική διαφθορά που θα γεννηθεί σαν απάντηση στο οικονομικό ανεξέλεγκτο που προτείνεται, η διαρκής στρατιωτική φθορά και το επίφοβο όλων των συμμαχιών, που ορίζονται μόνο μέσα από το πλέγμα της συμφεροντολογίας, δεν μπορούν παρά να επιφέρουν το τέλος. Καμία ηγεμονία δεν μπορεί να είναι παντοτινή· αυτό είναι το σαφέστερο δίδαγμα της ιστορίας.
Κατόπιν αυτών, το μόνο που μένει είναι οι υποθέσεις… «αν οι Αθηναίοι δεν εκστράτευαν στη Σικελία …» ή «αν δεν παρασύρονταν από τον Αλκιβιάδη…» ή «αν ακολουθούσαν τις προτροπές του Νικία…» ή «αν απέφευγαν τα λάθη στους Αιγός Ποταμούς…». Όμως, ο επεκτατισμός είναι συνυφασμένος μ’ αυτές τις κινήσεις. Αν οι Αθηναίοι δεν κάνανε όλα αυτά, δε θα ασκούσαν ηγεμονία. Οι ηγεμονίες που δεν επεκτείνονται δεν είναι ηγεμονίες κι όλα τα λάθη που θα τις διαλύσουν βρίσκονται ακριβώς στον πυρήνα της λογικής τους. Γι’ αυτό και θα αναδειχθούν και οι κατάλληλοι ηγέτες που θα προάγουν τον επεκτατισμό. Η ίδια η φύση της κυριαρχίας εμπεριέχει τη στρέβλωση, γι’ αυτό κι όλες οι κυριαρχίες έχουν ημερομηνία λήξης. Αν δεν ήταν η Σικελία, θα ήταν κάτι άλλο. Το αποτέλεσμα είναι πάντα ίδιο· μόνο τα γεγονότα αλλάζουν· κι αυτά όχι πολύ.
Το ότι ο Κόνων κατάφερε να διαφύγει με εννιά πλοία για Κύπρο δεν αλλάζει στο ελάχιστο το μέγεθος της συντριβής. Η Πάραλος, το ιερό πλοίο των Αθηναίων, έχει ήδη ανοίξει πανιά. Τα νέα θα φτάσουν πολύ γρήγορα στην Αθήνα. Αυτό που μένει είναι το μίσος από τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου: «… ο Λύσανδρος συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους είπε να συσκεφθούν για την τύχη των αιχμαλώτων. Τότε κατηγορήθηκαν για πολλά οι Αθηναίοι: για εγκλήματα που είχαν κάνει και γι’ άλλα που είχε ψηφίσει η Συνέλευσή τους να κάνουν αν κέρδιζαν τη ναυμαχία – να κόψουν το δεξί χέρι σ’ όλους τους αιχμαλώτους». (Αν και υπάρχει και οι άποψη ότι οι Αθηναίοι σε περίπτωση νίκης θα έκοβαν μόνο τον αντίχειρα των αιχμαλώτων για να μην είναι σε θέση να κωπηλατήσουν ξανά). «Τους κατηγόρησαν κι ότι είχαν ρίξει στη θάλασσα ολόκληρο το πλήρωμα των πολεμικών που ‘χαν πέσει στα χέρια τους, ενός ανδριώτικου κι ενός κορινθιακού· ο Φιλοκλής ήταν ο Αθηναίος στρατηγός που τους εξόντωσε. Ειπώθηκαν κι άλλα πολλά, κι αποφασίστηκε να εκτελέσουν όσους αιχμαλώτους ήταν Αθηναίοι εκτός από τον Αδείμαντο (αυτός μονάχος, στη Συνέλευση, είχε εναντιωθεί στο κόψιμο των χεριών – μερικοί μάλιστα τον κατηγόρησαν ότι προδίδει το στόλο)». (2,1,31 – 32).
Το σύνθημα για τη σφαγή των αιχμαλώτων Αθηναίων το έδωσε ο ίδιος ο Λύσανδρος: «Ο Λύσανδρος ρώτησε πρώτο το Φιλοκλή ποια τιμωρία του άξιζε – αυτού, που πρώτος παραβίασε τους νόμους του πολέμου ανάμεσα στους Έλληνες – και κατόπιν τον έσφαξε». (2,1,32). Τα νέα από το μέτωπο έχουν ολοκληρωθεί. Το σκηνικό θα μεταφερθεί στην Αθήνα.