ὀρρωδία μοι μή τι βουλεύῃς κακόν.
τοσῷδε δ᾽ ἧσσον ἢ πάρος πέποιθά σοι·
γυνὴ γὰρ ὀξύθυμος, ὡς δ᾽ αὔτως ἀνήρ,
320 ῥᾴων φυλάσσειν ἢ σιωπηλὸς σοφή.
ἀλλ᾽ ἔξιθ᾽ ὡς τάχιστα, μὴ λόγους λέγε·
ὡς ταῦτ᾽ ἄραρε κοὐκ ἔχεις τέχνην ὅπως
μενεῖς παρ᾽ ἡμῖν οὖσα δυσμενὴς ἐμοί.
ΜΗ. μή, πρός σε γονάτων τῆς τε νεογάμου κόρης.
325 ΚΡ. λόγους ἀναλοῖς· οὐ γὰρ ἂν πείσαις ποτέ.
ΜΗ. ἀλλ᾽ ἐξελᾷς με κοὐδὲν αἰδέσῃ λιτάς;
ΚΡ. φιλῶ γὰρ οὐ σὲ μᾶλλον ἢ δόμους ἐμούς.
ΜΗ. ὦ πατρίς, ὥς σου κάρτα νῦν μνείαν ἔχω.
ΚΡ. πλὴν γὰρ τέκνων ἔμοιγε φίλτατον πολύ.
330 ΜΗ. φεῦ φεῦ, βροτοῖς ἔρωτες ὡς κακὸν μέγα.
ΚΡ. ὅπως ἄν, οἶμαι, καὶ παραστῶσιν τύχαι.
ΜΗ. Ζεῦ, μὴ λάθοι σε τῶνδ᾽ ὃς αἴτιος κακῶν.
ΚΡ. ἕρπ᾽, ὦ ματαία, καί μ᾽ ἀπάλλαξον πόνων.
ΜΗ. πονοῦμεν ἡμεῖς κοὐ πόνων κεχρήμεθα.
335 ΚΡ. τάχ᾽ ἐξ ὀπαδῶν χειρὸς ὠσθήσῃ βίᾳ.
ΜΗ. μὴ δῆτα τοῦτό γ᾽, ἀλλά σ᾽ ἄντομαι, Κρέον.
ΚΡ. ὄχλον παρέξεις, ὡς ἔοικας, ὦ γύναι.
ΜΗ. φευξούμεθ᾽· οὐ τοῦθ᾽ ἱκέτευσά σου τυχεῖν.
ΚΡ. τί δ᾽ αὖ βιάζῃ κοὐκ ἀπαλλάσσῃ χερός;
340 ΜΗ. μίαν με μεῖναι τήνδ᾽ ἔασον ἡμέραν
καὶ ξυμπερᾶναι φροντίδ᾽ ᾗ φευξούμεθα
παισίν τ᾽ ἀφορμὴν τοῖς ἐμοῖς, ἐπεὶ πατὴρ
οὐδὲν προτιμᾷ μηχανήσασθαι τέκνοις.
οἴκτιρε δ᾽ αὐτούς· καὶ σύ τοι παίδων πατὴρ
345 πέφυκας· εἰκὸς δέ σφιν εὔνοιάν σ᾽ ἔχειν.
τοὐμοῦ γὰρ οὔ μοι φροντίς, εἰ φευξούμεθα,
κείνους δὲ κλαίω συμφορᾷ κεχρημένους.
ΚΡ. ἥκιστα τοὐμὸν λῆμ᾽ ἔφυ τυραννικόν,
αἰδούμενος δὲ πολλὰ δὴ διέφθορα·
350 καὶ νῦν ὁρῶ μὲν ἐξαμαρτάνων, γύναι,
ὅμως δὲ τεύξῃ τοῦδε. προυννέπω δέ σοι,
εἴ σ᾽ ἡ ᾽πιοῦσα λαμπὰς ὄψεται θεοῦ
καὶ παῖδας ἐντὸς τῆσδε τερμόνων χθονός,
θανῇ· λέλεκται μῦθος ἀψευδὴς ὅδε.
355 νῦν δ᾽, εἰ μένειν δεῖ, μίμν᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν μίαν·
οὐ γάρ τι δράσεις δεινὸν ὧν φόβος μ᾽ ἔχει.
τοσῷδε δ᾽ ἧσσον ἢ πάρος πέποιθά σοι·
γυνὴ γὰρ ὀξύθυμος, ὡς δ᾽ αὔτως ἀνήρ,
320 ῥᾴων φυλάσσειν ἢ σιωπηλὸς σοφή.
ἀλλ᾽ ἔξιθ᾽ ὡς τάχιστα, μὴ λόγους λέγε·
ὡς ταῦτ᾽ ἄραρε κοὐκ ἔχεις τέχνην ὅπως
μενεῖς παρ᾽ ἡμῖν οὖσα δυσμενὴς ἐμοί.
ΜΗ. μή, πρός σε γονάτων τῆς τε νεογάμου κόρης.
325 ΚΡ. λόγους ἀναλοῖς· οὐ γὰρ ἂν πείσαις ποτέ.
ΜΗ. ἀλλ᾽ ἐξελᾷς με κοὐδὲν αἰδέσῃ λιτάς;
ΚΡ. φιλῶ γὰρ οὐ σὲ μᾶλλον ἢ δόμους ἐμούς.
ΜΗ. ὦ πατρίς, ὥς σου κάρτα νῦν μνείαν ἔχω.
ΚΡ. πλὴν γὰρ τέκνων ἔμοιγε φίλτατον πολύ.
330 ΜΗ. φεῦ φεῦ, βροτοῖς ἔρωτες ὡς κακὸν μέγα.
ΚΡ. ὅπως ἄν, οἶμαι, καὶ παραστῶσιν τύχαι.
ΜΗ. Ζεῦ, μὴ λάθοι σε τῶνδ᾽ ὃς αἴτιος κακῶν.
ΚΡ. ἕρπ᾽, ὦ ματαία, καί μ᾽ ἀπάλλαξον πόνων.
ΜΗ. πονοῦμεν ἡμεῖς κοὐ πόνων κεχρήμεθα.
335 ΚΡ. τάχ᾽ ἐξ ὀπαδῶν χειρὸς ὠσθήσῃ βίᾳ.
ΜΗ. μὴ δῆτα τοῦτό γ᾽, ἀλλά σ᾽ ἄντομαι, Κρέον.
ΚΡ. ὄχλον παρέξεις, ὡς ἔοικας, ὦ γύναι.
ΜΗ. φευξούμεθ᾽· οὐ τοῦθ᾽ ἱκέτευσά σου τυχεῖν.
ΚΡ. τί δ᾽ αὖ βιάζῃ κοὐκ ἀπαλλάσσῃ χερός;
340 ΜΗ. μίαν με μεῖναι τήνδ᾽ ἔασον ἡμέραν
καὶ ξυμπερᾶναι φροντίδ᾽ ᾗ φευξούμεθα
παισίν τ᾽ ἀφορμὴν τοῖς ἐμοῖς, ἐπεὶ πατὴρ
οὐδὲν προτιμᾷ μηχανήσασθαι τέκνοις.
οἴκτιρε δ᾽ αὐτούς· καὶ σύ τοι παίδων πατὴρ
345 πέφυκας· εἰκὸς δέ σφιν εὔνοιάν σ᾽ ἔχειν.
τοὐμοῦ γὰρ οὔ μοι φροντίς, εἰ φευξούμεθα,
κείνους δὲ κλαίω συμφορᾷ κεχρημένους.
ΚΡ. ἥκιστα τοὐμὸν λῆμ᾽ ἔφυ τυραννικόν,
αἰδούμενος δὲ πολλὰ δὴ διέφθορα·
350 καὶ νῦν ὁρῶ μὲν ἐξαμαρτάνων, γύναι,
ὅμως δὲ τεύξῃ τοῦδε. προυννέπω δέ σοι,
εἴ σ᾽ ἡ ᾽πιοῦσα λαμπὰς ὄψεται θεοῦ
καὶ παῖδας ἐντὸς τῆσδε τερμόνων χθονός,
θανῇ· λέλεκται μῦθος ἀψευδὴς ὅδε.
355 νῦν δ᾽, εἰ μένειν δεῖ, μίμν᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν μίαν·
οὐ γάρ τι δράσεις δεινὸν ὧν φόβος μ᾽ ἔχει.
***
ΚΡ. Λες λόγια που ηχούν ευχάριστα, όμως μέσα μουμε σφίγγει ο φόβος μήπως σχεδιάζεις κάτι κακό
— τώρα σε εμπιστεύομαι πολύ λιγότερο από πριν.
Από γυναίκα οξύθυμη
320 —όπως άλλωστε και από άντρα— φυλάγεσαι πιο εύκολα
παρά από κάποια που είναι σοφή και σιωπά.
Φύγε λοιπόν από τη χώρα το ταχύτερο.
Όχι άλλα λόγια! Η απόφασή μου αμετάκλητη
και δεν έχεις τρόπο να μείνεις εδώ, αφού είσαι εχθρός μου.
ΜΗ. Μη, σε ικετεύω, στα γόνατά σου και στη νεόνυμφή σου κόρη.
325 ΚΡ. Ξοδεύεις τα λόγια σου. Δεν θα με πείσεις ποτέ.
ΜΗ. Και θα με διώξεις; Δεν θα σεβαστείς τις ικεσίες μου;
ΚΡ. Αγαπάω πιο πολύ το σπίτι μου παρά εσένα.
ΜΗ. Αχ πατρίδα μου, πόσο σε σκέφτομαι τούτη την ώρα!
ΚΡ. Μετά τα παιδιά, είναι αυτό που εγώ αγαπάω πάνω απ᾽ όλα.
330 ΜΗ. Ωωω! Μέγα κακό που είναι οι έρωτες για τους ανθρώπους!
ΚΡ. Εξαρτάται, νομίζω, από το πώς έρχονται τα πράγματα.
ΜΗ. Να μη σου ξεφύγει, ω Δία, αυτός που ευθύνεται για τούτο το κακό.
ΚΡ. Φύγε, ανόητη, απάλλαξέ με από τον μόχθο.
ΜΗ. Μοχθώ εγώ, δεν έχω ανάγκη από άλλο μόχθο.
335 ΚΡ. Σε λίγο οι άνδρες μου θα σε διώξουν με τη βία.
ΜΗ. Όχι, όχι! Σε ικετεύω, Κρέοντα.
ΚΡ. Φαίνεται πως δεν θα φύγεις με το καλό, γυναίκα.
ΜΗ. Θα φύγω εξόριστη. Δεν σε ικέτευσα για να μη φύγω.
ΚΡ. Τότε γιατί ασκείς βία και δεν ελευθερώνεις το χέρι μου;
340 ΜΗ. Άφησέ με να μείνω αυτή τη μία ημέρα,
να κάτσω να σκεφτώ πώς θα πορευτούμε στην εξορία
και πώς θα έχουν τα παιδιά μου ό,τι χρειάζονται,
μια και ο πατέρας τους δεν νοιάζεται να έχουν οτιδήποτε.
Λυπήσου τα. Είσαι και εσύ πατέρας.
345 Είναι φυσικό να θες το καλό τους.
Και δεν με νοιάζει που θα εξοριστώ εγώ,
κλαίω για εκείνα, για τη συμφορά που τα έχει βρει.
ΚΡ. Ο τρόπος ο δικός μου δεν είναι διόλου τυραννικός.
Για να δείχνω κατανόηση, πολλές φορές ώς τώρα
έφερα την καταστροφή. Και τώρα
350 το βλέπω βέβαια ότι κακώς κάνω, γυναίκα,
όμως θα γίνει αυτό που ζήτησες. Σου λέω πάντως
ενώπιον όλων ένα πράγμα: Αν το φως του ήλιου
της άλλης μέρας δει εσένα και τα παιδιά σου
μέσα στα όρια τούτης της χώρας, θα πεθάνεις.
Είπα ό,τι είχα να πω και ο λόγος μου αλήθεια.
355 Tώρα λοιπόν, αν πρέπει να μείνεις, μείνε μία ημέρα
— δεν θα κάνεις άλλωστε κάτι από τα τρομερά που φοβάμαι.
(Εξέρχεται ο Κρέων από την πάροδο από την οποία εισήλθε.)