τουτὶ τὸ πρόβατόν ἐστιν οὐ τὸ τυχὸν καλόν.
ἄπαγ᾽ εἰς τὸ βάραθρον. ἂν μὲν αἰρόμενος φέρω
395 μετέωρον, ἔχεται τῷ στόματι θαλλοῦ, κράδης
κατεσθίει τὰ θρῖ᾽, ἀποσπᾷ δ᾽ εἰς βίαν.
ἐὰν δ᾽ ἀφῇ χαμαί τις, οὐ προέρχεται.
τοὐναντίον δὴ γέγονε· κατακέκομμ᾽ ἐγὼ
ὁ μάγειρος ὑπὸ τούτου νεωλκῶν τὴν ὁδόν.
400 ἀλλ᾽ ἐστὶν εὐτυχῶς τὸ νυμφαῖον τοδ[ὶ
οὗ θύσομεν. τὸν Πᾶνα χαίρειν. παῖ Γέτα,
τοσοῦτ᾽ ἀπολείπῃ; (ΓΕΤΑΣ) τεττάρων γὰρ φορτίον
ὄνων συνέδησαν αἱ κάκιστ᾽ ἀπολούμεναι
φέρειν γυναῖκές μοι. (ΣΙ.) πολύς τις ἔρχεται
405 ὄχλος ὡς ἔοικε. στρώματ᾽ ἀδιήγηθ᾽ ὅσα
φέρεις. (ΓΕ.) τί δ᾽ ἐγ[ω . . .] [ΣΙ.] †ἔρεισον ταῦτα δεῦρο. ‹ΓΕ.› ἰδού.
ἐὰν ἴδῃ γὰρ ἐνύπνιον τὸν Πᾶνα τὸν
Παιανιοῖ, τούτῳ βαδιούμεθ᾽, οἶδ᾽ ὅτι,
θύσοντες εὐθύς. (ΣΙ.) τίς δ᾽ ἑόρακεν ἐνύπνιον;
410 (ΓΕ.) ἄνθρωπε, μή με κόπτε. (ΣΙ.) ὅμως εἶπον, Γέτα.
τίς εἶδεν; (ΓΕ.) ἡ κεκτημένη. (ΣΙ.) τί πρὸς θεῶν;
(ΓΕ.) ἀπολεῖς. ἐδόκει τὸν Πᾶνα— (ΣΙ.) τουτονὶ λέγεις;
(ΓΕ.) τοῦτον. (ΣΙ.) τί ποιεῖν; (ΓΕ.) τῷ τροφίμῳ τῷ Σωστράτῳ—
(ΣΙ.) κομψῷ νεανίσκῳ γε. (ΓΕ.) περικρούειν πέδας.
415 (ΣΙ.) Ἄπολλον. (ΓΕ.) εἶτα δόντα διφθέραν τε καὶ
δίκελλαν ‹ἐν› τοῦ πλησίον τῷ χωρίῳ
σκάπτειν κελεύειν. (ΣΙ.) ἄτοπον. (ΓΕ.) ἀλλὰ θύομεν
διὰ τοῦθ᾽, ἵν᾽ εἰς βέλτιον ἀποβῇ τὸ φοβερόν.
ΣΙ. μεμάθηκα. πάλιν αἴρου δὲ ταυτὶ καὶ φέρε
420 εἴσω. ποῶμεν στιβάδας ἔνδον εὐτρεπεῖς
καὶ τἆλλ᾽ ἕτοιμα. μηδὲν ἐπικωλυέτω
θύειν γ᾽ ἐπὰν ἔλθωσιν. ἀλλ᾽ ἀγαθῇ τύχῃ.
καὶ τὰς ὀφρῦς ἄνες ποτ᾽, ὦ τρισάθλιε·
ἐγώ σε χορτάσω κατὰ τρόπον τήμερον.
425 ΓΕ. ἐπαινέτης σοῦ τ᾽ εἰμι καὶ τῆς ‹σῆς› τέχνης
ἔγωγ᾽ ἀεί ποτ᾽—οὐχὶ πιστεύω δ᾽ ὅμως.
ἄπαγ᾽ εἰς τὸ βάραθρον. ἂν μὲν αἰρόμενος φέρω
395 μετέωρον, ἔχεται τῷ στόματι θαλλοῦ, κράδης
κατεσθίει τὰ θρῖ᾽, ἀποσπᾷ δ᾽ εἰς βίαν.
ἐὰν δ᾽ ἀφῇ χαμαί τις, οὐ προέρχεται.
τοὐναντίον δὴ γέγονε· κατακέκομμ᾽ ἐγὼ
ὁ μάγειρος ὑπὸ τούτου νεωλκῶν τὴν ὁδόν.
400 ἀλλ᾽ ἐστὶν εὐτυχῶς τὸ νυμφαῖον τοδ[ὶ
οὗ θύσομεν. τὸν Πᾶνα χαίρειν. παῖ Γέτα,
τοσοῦτ᾽ ἀπολείπῃ; (ΓΕΤΑΣ) τεττάρων γὰρ φορτίον
ὄνων συνέδησαν αἱ κάκιστ᾽ ἀπολούμεναι
φέρειν γυναῖκές μοι. (ΣΙ.) πολύς τις ἔρχεται
405 ὄχλος ὡς ἔοικε. στρώματ᾽ ἀδιήγηθ᾽ ὅσα
φέρεις. (ΓΕ.) τί δ᾽ ἐγ[ω . . .] [ΣΙ.] †ἔρεισον ταῦτα δεῦρο. ‹ΓΕ.› ἰδού.
ἐὰν ἴδῃ γὰρ ἐνύπνιον τὸν Πᾶνα τὸν
Παιανιοῖ, τούτῳ βαδιούμεθ᾽, οἶδ᾽ ὅτι,
θύσοντες εὐθύς. (ΣΙ.) τίς δ᾽ ἑόρακεν ἐνύπνιον;
410 (ΓΕ.) ἄνθρωπε, μή με κόπτε. (ΣΙ.) ὅμως εἶπον, Γέτα.
τίς εἶδεν; (ΓΕ.) ἡ κεκτημένη. (ΣΙ.) τί πρὸς θεῶν;
(ΓΕ.) ἀπολεῖς. ἐδόκει τὸν Πᾶνα— (ΣΙ.) τουτονὶ λέγεις;
(ΓΕ.) τοῦτον. (ΣΙ.) τί ποιεῖν; (ΓΕ.) τῷ τροφίμῳ τῷ Σωστράτῳ—
(ΣΙ.) κομψῷ νεανίσκῳ γε. (ΓΕ.) περικρούειν πέδας.
415 (ΣΙ.) Ἄπολλον. (ΓΕ.) εἶτα δόντα διφθέραν τε καὶ
δίκελλαν ‹ἐν› τοῦ πλησίον τῷ χωρίῳ
σκάπτειν κελεύειν. (ΣΙ.) ἄτοπον. (ΓΕ.) ἀλλὰ θύομεν
διὰ τοῦθ᾽, ἵν᾽ εἰς βέλτιον ἀποβῇ τὸ φοβερόν.
ΣΙ. μεμάθηκα. πάλιν αἴρου δὲ ταυτὶ καὶ φέρε
420 εἴσω. ποῶμεν στιβάδας ἔνδον εὐτρεπεῖς
καὶ τἆλλ᾽ ἕτοιμα. μηδὲν ἐπικωλυέτω
θύειν γ᾽ ἐπὰν ἔλθωσιν. ἀλλ᾽ ἀγαθῇ τύχῃ.
καὶ τὰς ὀφρῦς ἄνες ποτ᾽, ὦ τρισάθλιε·
ἐγώ σε χορτάσω κατὰ τρόπον τήμερον.
425 ΓΕ. ἐπαινέτης σοῦ τ᾽ εἰμι καὶ τῆς ‹σῆς› τέχνης
ἔγωγ᾽ ἀεί ποτ᾽—οὐχὶ πιστεύω δ᾽ ὅμως.
***
ΣΙΚΩΝΑΣΤί συμφορά το πρόβατο είναι τούτο;
Μωρέ άντε χάσου. Ανάερα το σηκώνω;
Πιάνεται με τα δόντια από ᾽ναν κλώνο,
τρώει τα φύλλα, τραβάει, τον ξεκολλάει.
Τ᾽ αφήνω χάμω; Πού να μ᾽ ακλουθήσει!
Τί αναποδιές! Το αρνί να κομματιάζει
το μάγερα στο δρόμο που το σέρνει!
400 Μα, δόξα να ᾽χει ο θεός, νά τέλος το άντρο
των Νυμφών, όπου αυτή η θυσία θα γίνει.
Τον Πάνα προσκυνώ.
Έπειτ᾽ από λίγο· φωνάζει.
Κοπέλι! Γέτα!
Γιατί απομένεις πίσω;
ΓΕΤΑΣ, πλησιάζοντας
Βρε δε βλέπεις;
Τεσσάρων με φορτώσανε γαϊδάρων
φορτιό οι γυναίκες, α, π᾽ ανάθεμά τες.
ΣΙΚ. Κόσμος πολύ θα μαζευτεί· έτσι μοιάζει·
αμέτρητα σε φόρτωσαν στρωσίδια.
ΓΕΤ. Τί να τα κάμω; ΣΙΚ. Ακούμπα τα δω χάμω.
ΓΕΤ. Νά τα. Κι αν δει στον ύπνο της τον Πάνα
που ᾽χει ιερό κει πέρα στην Παιανία,
θα μας βάλει ως εκεί να περπατούμε,
να του θυσιάσει. ΣΙΚ. Κι όνειρο ποιός είδε;
410 ΓΕΤ. Παράτα με, βρε φίλε. ΣΙΚ. Μίλα, Γέτα·
ποιός λες πως είδε τ᾽ όνειρο; ΓΕΤ. Η κυρά μου.
ΣΙΚ. Και τί όνειρο είδε; Πες μου. ΓΕΤ. Θα με σκάσεις.
Είδε τον Πάνα. ΣΙΚ. Τον εδώ τον Πάνα;
ΓΕΤ. Ναι, τον εδώ. ΣΙΚ. Να κάνει τί; ΓΕΤ. Το νέο
το Σώστρατο, το γιο του αφεντικού μου…
ΣΙΚ. Αγοράκι κομψό. ΓΕΤ. …να πεδικλώνει…
ΣΙΚ. Θεός φυλάξει! ΓΕΤ. …μια προβιά κατόπι
να του δίνει για ρούχο, ένα δικέλλι,
προστάζοντας να σκάβει στο χωράφι
το κοντινό. ΣΙΚ. Παράξενο. ΓΕΤ. Ίσα ίσα
γι᾽ αυτό κι εμείς θυσιάζουμε, η φοβέρα
του ονείρου σε καλό για να γυρίσει.
ΣΙΚ. Κατάλαβα. Φορτώσου πάλι τούτα
και πήγαινέ τα μέσα. Στο άντρο χάμω
420 στρωσίδια να ετοιμάσουμε και τ᾽ άλλα
σαν που είναι η τάξη. Σα θα ᾽ρθούν, κανένα
για τη θυσία να μην υπάρξει εμπόδιο.
Κι όλα να ᾽ρθούν δεξιά.
Κοιτάζοντας το Γέτα, που φορτώθηκε.
Για κοίταξέ τον
που στραβομουτσουνιάζει· κακομοίρη,
σήμερα για καλά θα σε χορτάσω.
ΓΕΤ. Πάντα παινάω την τέχνη σου κι εσένα,
αλλά σ᾽ αυτό που τάζεις δεν πιστεύω.
Μπαίνουν κι οι δυο στο ιερό.