Το σκηνικό που διαδραματίζεται ο Πλατωνικός διάλογος «Παρμενίδης» ήταν τα Μεγάλα Παναθήναια, τα οποία εορτάζονταν από τους Αθηναίους εκείνης της εποχής με μεγαλύτερης ετοιμασίες από ότι τα μικρά Παναθήναια, τα οποία ονόμαζαν έτσι επειδή τιμούσαν τη θεά με μικρότερες ετοιμασίες, καθώς την εόρταζαν άλλοτε με μεγαλύτερες και άλλοτε με μικρότερες πομπές. Ενώ, λοιπόν ήταν αυτή η εορτή, έφτασαν στην Αθήνα ο Παρμενίδης και ο Ζήνωνας, εκ των οποίων ο Παρμενίδης ήταν δάσκαλος και ο Ζήνωνας μαθητής, και οι δύο Ελεάτες, και όχι μόνο αυτό, αλλά υπήρξαν και μέλη της πυθαγόρειας σχολής, όπως μαρτύρησε κάπου και ο Νικόμαχος από τα Γέρασα, που έγραψε βιογραφία του Πυθαγόρα.
Αφού, λοιπόν, έφτασαν από την Ελέα της Ιταλίας για να τιμήσουν τη θεά και για να ωφελήσουν όσους Αθηναίους είχαν κλίση στην γνώση των θείων, κατέλυσαν έξω από το τείχος, στον Κεραμεικό, προσκαλώντας τους πάντες να έρθουν και να συζητήσουν μαζί τους. Τους πλησίασε, λοιπόν, μεταξύ άλλων και ο Σωκράτης, ο οποίος ήταν νέος, αλλά ξεχώρισε από τους άλλους ως προς τις φυσικές του ικανότητες. Μετά, και αφού προηγήθηκε ο τρόπος – αυτός των φιλοσοφικών υποθέσεων – μέσω του οποίου πρέπει να προχωρά κανείς ώστε να αναχθεί στο ίδιο το ανυπόθετο το οποίο υπάρχει πριν από κάθε υπόθεση, ο Σωκράτης εξέφρασε τον θαυμασμό του για την επιστημονική της ακρίβεια του τρόπου και για τη νοητική διδασκαλία του Παρμενίδη και του Ζήνωνα, η οποία ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελεατικής σχολής, όπως ακριβώς αναφέρει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πυθαγόρειας σχολής ήταν η διδασκαλία μέσω των μαθηματικών ενώ της ηρακλείτειας σχολής χαρακτηριστικό ήταν η πορεία προς την γνώση των όντων μέσω των ονομάτων.
Πρώτη, λοιπόν, συνουσία [συζήτηση] είναι αυτή που περιέχει τα ίδια τα κύρια πρόσωπα και το αρχικό. Δεύτερη συνουσία [συζήτηση] είναι αυτή του Πυθόδωρου ο οποίος ανακαλεί στην μνήμη του την πρώτη συνουσία [συζήτηση] και σχεδόν αφηγείται όλα όσα ειπώθηκαν σε εκείνη. Τρίτη συνουσία [συζήτηση] είναι αυτή του Αντιφώντα, ο οποίος αφηγείται στον Κέφαλο και στους Αναξαγόρειους φιλοσόφους από τις Κλαζομενές τα λόγια που διηγήθηκε ο Πυθόδωρος. Τέταρτη συνουσία [συζήτηση] είναι η αφήγηση, από τον Κέφαλο, των λόγων που του είχε μεταβιβάσει ο Αντιφώντας, η οποία κατέληξε σε απροσδιόριστο ακροατήριο.
Όπως λέγει ο Πρόκλος [«Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α, 625.37 – 627.41»] η αλληγορική ερμηνεία των τεσσάρων συνουσιών [συζητήσεων] που αποτελούν τον Πλατωνικό «Παρμενίδη» είναι η εξής : η τέταρτη και τελευταία συνουσία [συζήτηση], την οποία ανα-διηγείται ο Κέφαλος, συμβολίζει την «εἰδοποιία», δηλαδή την απόδοση είδους (μορφής) στα αισθητά αντικείμενα και την είσοδο των ειδών στα αισθητά σώματα. Η τρίτη συνουσία [συζήτηση] την οποία διηγείται ο Αντιφών στους φιλοσόφους από τις Κλαζομενές – που άνηκαν στην σχολή του Αναξαγόρα, συμπεριλαμβανομένου του Κέφαλου, δηλώνει την είσοδο των ειδών στις φυσικές ουσίες, δηλαδή στα φυσικά γένη και είδη. Η δεύτερη συνουσία [συζήτηση], την οποία διηγείται ο Πυθόδωρος στον Αντιφώντα, αντιπροσωπεύει την είσοδο των Ειδών στις ψυχές. Τέλος η πρώτη συζήτηση συμβολίζει την περιοχή του Νοός, εντός της οποίας βρίσκεται η κορυφαία βαθμίδα των Ειδών, οι νοητές Ιδέες.
Για την ακρίβεια ο Πρόκλος, σχετικά με τις σχέσεις που έχουν οι συνουσίες [συζητήσεις] του Πλατωνικού έργου «Παρμενίδης» με τα όντως Όντα, μας λέγει πως ότι η τέταρτη και τελευταία συνουσία [συζήτηση] μιμείται την πρόοδο των Ειδών μέχρι τα αισθητά. Ο Κέφαλος άλλωστε δεν απευθύνεται στην αφήγηση σε συγκεκριμένο πρόσωπο, επειδή και αυτό που υποδέχεται τους αισθητούς Λόγους [τις αισθητές λογικές αρχές] αόριστο είναι, και άγνωστο και ανείδεο [χωρίς είδος – μορφή, αδιαμόρφωτο].
Η τρίτη συνουσία [συζήτηση] μιμείται την υπόσταση των Ειδών μέσα στις φυσικές ουσίες. Άλλωστε πριν από τα αισθητά οι καθολικές και οι επιμέρους φύσεις παρέλαβαν από τα νοητά τους Λόγους με βάση τους οποίους, ποδηγετούν, γεννούν, ζωογονούν και συνέχουν αιώνια τα αισθητά και με τους οποίους αντιστοιχούν εκείνοι οι φυσικοί φιλόσοφοι, οι διάδοχοι της φιλοσοφίας του Αναξαγόρα.
Η δεύτερη συνουσία [συζήτηση] μιμείται την ποικιλία των Ειδών που από ψηλά και από την δημιουργία προόδευσε προς τις ψυχές. Άλλωστε υπάρχουν και μέσα στις ψυχές οι Λόγοι με τρόπο ψυχικό, με τους οποίους ο δημιουργός συμπλήρωσε της ουσία των ψυχών, όπως μας δίδαξε ο Πλάτων στον «Τίμαιο», και με τους οποίους δικαιολογημένα παρομοιάζονται οι Λόγοι που έφτασαν στον Αντιφώντα. Γιατί τις ψυχές ο Πλάτων, στον «Φαίδρο, 246a», τις παρομοίασε με φτερωτά ζεύγη ίππων και ηνιόχων.
Η πρώτη συνουσία [συζήτηση], τέλος, μιμείται την διακόσμηση [οργάνωση] των Ειδών μέσα στα ίδια τα όντως Όντα – όντως ουσίες. Γιατί εκεί βρίσκεται και η «πρωτίστη τετρακτὺς» και « πᾶς ὁ τῶν θείων εἰδῶν ἀριθμὸς τῶν τε νοητῶν καὶ τῶν νοερῶν». Και από εκεί έχουν συμπληρωθεί οι ψυχές με τους Λόγους που τους ταιριάζουν, έχουν συμπληρωθεί οι φύσεις με τα δραστήρια είδη, έχουν συμπληρωθεί και οι όγκοι των σωμάτων με τα αισθητά είδη. Και όπως ακριβώς οι ίδιοι Λόγοι έχουν μεταδοθεί σε τέσσερεις συνουσίες [συζητήσεις], αλλά με τον κατάλληλο τρόπο σε κάθε μία (πρωτογενώς στην πρώτη συνουσία [συζήτηση], γιατί εκεί υπάρχουν οι πρώτοι Λόγοι. Δευτερογενώς στην δεύτερη συνουσία [συζήτηση], γιατί η πρόοδος τους συνοδεύεται από τη μνήμη και τη φαντασία. Τριτογενώς στην τρίτη συνουσία [συζήτηση], γιατί εδώ υπάρχει μνήμη της μνήμης. Και με τον κατώτατο τρόπο στην τέταρτη συνουσία [συζήτηση], γιατί αυτή είναι η κατώτατη μνήμη), με τον ίδιο τρόπο όλα τα Είδη υπάρχουν παντού, αλλά σε κάθε βαθμίδα με τον κατάλληλο τρόπο. Γιατί τα πρώτα [πρωταρχικά] όντα, τα οποία «ἔστιν αὐτὰ καθ᾽ αὑτὰ» [αυτούσια], λέει ο Σωκράτης, «ἐν τοῖς νοητοῖς ἐστιν» και δεν έχουν μέσα τους τίποτα το εικονικό, όπως ακριβώς στην περίπτωση της πρώτης συνουσίας [συζήτησης] τα λόγια δεν προχώρησαν μέσω της φαντασίας και της μνήμης. Γιατί η μνήμη είναι εικόνα των πραγμάτων που μνημονεύονται. Τα είδη που υπάρχουν μέσα στις ψυχές έχουν την ουσία με τρόπο δευτερογενή όσον αφορά της τελειότητα, και για αυτό είναι εικόνες των νοητών, όπως ακριβώς η δεύτερη συνουσία [συζήτηση] έλαβε χώρα μαζί με την μνήμη και με την φαντασία. Τα είδη μέσα στις φύσεις είναι ακόμα περισσότερο εικόνες και εικόνες των εικόνων. Γιατί η γένεση και η ύπαρξη των φυσικών Λόγων προκύπτει μέσω των ψυχικών ειδών. Τα αισθητά είδη είναι τα τελευταία από όλα και είναι αυτά μόνο εικόνες, αφού κατέληξαν στ άγνωστο και στο απροσδιόριστο και δεν υπάρχει τίποτα μέσα από αυτά. Γιατί μέσα σε αυτά βρίσκονται οι καταλήξεις όλων των Λόγων. Και μέσα σε αυτά υπάρχει κάτι θαυμαστό : αυτός που διευθετεί τη δεύτερη συνουσία [συζήτηση], δεν αφηγείται μόνο τους Λόγους, αλλά επίσης εισάγει τα πρόσωπα και τα πράγματα. Και αυτός που διευθετεί την τρίτη συνουσία [συζήτηση], μνημονεύει όλα όσα υπήρχαν στην πρώτη και στη δεύτερη συνουσία [συζήτηση]. Και αυτός που διευθετεί την τέταρτη συνουσία [συζήτηση] μνημονεύει όλα τα πρόσωπα και πράγματα της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης συνουσία [συζήτηση], προκειμένου τα πρώτα να παρευρίσκονται παντού μέχρι και τα τελευταία, και τα δεύτερα να υπάρχουν εν δυνάμει μέσα στα πρώτα (γιατί εκεί βρίσκεται ο Πυθόδωρος ο οποίος διευθετεί τη δεύτερη συνουσία [συζήτηση]) και να απλώνονται και τα ίδια μέσα στα επόμενα, και τα τρίτα πάλι παρομοίως να υπάρχουν εν δυνάμει μέσα στα δεύτερα (γιατί εκεί βρισκόταν ο Αντιφών, ο εισηγητής της τρίτης συνουσίας [συζήτησης]) και να απλώνουν τις ενέργειες των πρώτων μέχρι τα τελευταία.
Βέβαια, ο Πρόκλος [«Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α, 628.1 – 630.14»] μας πληροφορεί πως όπως οι συνουσίες [συζητήσεις] συμβολίζουν κάτι, έτσι και τα πρόσωπα του διαλόγου κατά μεν τον Ιάμβλιχο – που έκανε διάκριση μεθεκτών και αμέθεκτων νοών – ο μεν Παρμενίδης έχει τοποθετηθεί κατ’ αναλογία ή με τον εξηρημένο [υπερβατικό] νοητικό Νου που δεν επιδέχεται συμμετοχή, τον αμέθεκτο που μυθολογικά ονομάζεται Ζήνας – Δίας, ο οποίος με την νόησή του είναι ενωμένος με το όντως ΟΝ που μυθολογικά ονομάζεται Ορφικό Ωό και καταπίνει το νοητό υπόδειγμα που μυθολογικά ονομάζεται Ορφικός Φάνης, ή κατ’ αναλογία προς το ίδιο το όντως ΟΝ, με το οποίο κυρίως διατρίβων έλεγε ότι το όντως ΟΝ είναι ένα.
Ο Ζήνων αντιστοιχεί στον Νου που επιδέχεται συμμετοχή από την Ψυχή, τον μεθεκτό που μυθολογικά ονομάζεται Διόνυσος, που έχει συμπληρωθεί από τα νοητικά είδη, τα οποία υποδέχτηκε στην ουσία του από τον άυλο και αμέθεκτο Νου. Για αυτό και σπεύδει ο ίδιος να αρπάξει [πάρει] τον εαυτό του από το πλήθος και να τον οδηγήσει στο Ένα ΟΝ, μιμούμενος τον προ αυτού αμέθεκτο Νου, προς τον οποίο ανάγει την τελείωσή του. Μάλιστα μπορούμε να πούμε ο άνδρας αυτός, ο οποίος χαίρεται με τις συγκεντρώσεις των αντιθέτων και με τα αντικρουόμενα επιχειρήματα, απεικονίζει την ίδια την ζωή που βρίσκεται μετά το ΟΝ, όπως ακριβώς και η ίδια η ζωή που βρίσκεται μετά το ΟΝ ήταν η πρώτη που παρουσίασε την εμφάνιση των αντιθέτων, της στάσης και της κίνησης ταυτόχρονα.
Από την άλλη ο Σωκράτης συμβολίζει τον επιμέρους [μερικό] Νου ή και γενικά με τον νου, για όσους ο Παρμενίδης αντιστοιχεί με το ΟΝ και ο Ζήνωνας με τη ζωή. Για αυτό ακριβώς είναι πολύ εξοικειωμένος με τον Παρμενίδη και με τον Ζήνωνα και συμπληρώνει μαζί τους την πρώτη συνουσία [συζήτηση], η οποία λέγαμε ότι αποτελεί εικόνα των όντως Όντων, όπως ακριβώς και ο νους είναι και ο ίδιος πλήρωμα [συμπλήρωμα] της αμερίστου [αδιαίρετης] ουσίας. Επίσης έχει παρουσιαστεί να φιλοσοφεί ιδιαιτέρως περί των Ιδεών. Γιατί τι άλλο ταιριάζει στον επιμέρους [μερικό] νου εκτός από το να ορά τα θεϊκά Είδη και να τα αποκαλύπτει στους άλλους ;; Έτσι αυτοί οι τρείς κατά την γνώμη μας φαίνεται να διατηρούν τέτοια αναλογία, ο ένας ως προς το όντως ΟΝ, ο άλλος προς τη ζωή και ο τρίτος προς τον Νου, ή ο ένας προς τον όλο [καθολικό] αμέθεκτο Νου, ο άλλος προς τον μεθεκτό Νου, και ο τρίτος προς τον επιμέρους [μερικό] άμα και μεθεκτόν νου. Και μέχρι αυτούς φτάνει η αμέριστο [αδιαίρετη] φύσις. Γιατί κάθε νους είτε είναι καθολικός και αμέθεκτος, είτε είναι καθολικός και μεθεκτός, είτε είναι μερικός [επιμέρους] και μεθεκτός. Γιατί δεν υπάρχει μερικός νους που να είναι αμέθεκτος.
Για τον δε Πορφύριο αυτοί οι τρείς συμβολίζουν τις τρείς βαθμίδες εντός της περιοχής του Νοός: το ΟΝ, τη ζωή και τον κυρίως Νου. Ο Πυθόδωρος συμβολίζει την θεϊκή ψυχή ή την τάξη των Αγγέλων, που έχουν σαν έργο τους να αποκαλύπτουν στα κατώτερα όντα τη βούληση των θεών. Ο Αντιφών συμβολίζει τη δαιμονική ψυχή που σαν ιππέας κατευθύνει τον φυσικό Κόσμο. Τέλος ο Κέφαλος και οι φιλόσοφοι από τις Κλαζομενές συμβολίζουν τις επιμέρους ψυχές που κινούνται μέσα στην περιοχή της Φύσης.
Από τους τρείς άντρες που αφηγούνται την συνουσία [συζήτηση], ο Πυθόδωρος αντιστοιχεί στην θεϊκή ψυχή και παρευρίσκεται στην πρώτη συνουσία [συζήτηση] και συμπληρώνεται με μακάριους Λόγους, όπως ακριβώς η θεϊκή ψυχή συμπληρώνεται με τα νοητικά Είδη (γιατί και αυτή, όπως λέγει ο Σωκράτης στον «Φαίδρο, 247.a», ανεβαίνει για «τραπέζι και γλέντι – δαῖτά τε καὶ θοίνην» ακολουθώντας των μεγάλο Δία). Παρευρίσκεται, όμως σιωπηλά, επειδή ολόκληρο εκείνο το είδος της συνουσίας [συζήτησης] ταιριάζει στην ιδιαίτερη φύση των Όντων. Όμως αντιστοιχεί και στην τάξη των Αγγέλων, επειδή αποκαλύπτει πρωταρχικά ολόκληρη την ενατένιση εκείνων των θεϊκών όντων. Ο Αντιφών εικάζεται [παρομοιάζεται] με την δαιμόνια ψυχή, η οποία ανυψώνει τη φύση. Για αυτό και ο ίδιος θέλει να είναι ένας ιππέας, όπως ακριβώς και αυτού του είδους η ψυχή θέλει να ποδηγετεί το άλογο στοιχείο και να το οδηγεί σύμφωνα με τη βούλησή της. Μάλιστα συμπληρώνεται με λόγους από τον Πυθόδωρου κατά την δεύτερη συνουσία [συζήτηση] και συμπληρώνει τους άνδρες που έχουν έρθει από τις Κλαζομενές, επειδή και αυτού του είδους η ψυχή, η οποία κατέχει τη μεσαία θέση, συμπληρώνεται από τις ανώτερες δυνάμεις και συμπληρώνει τη φύση με τα δικά της είδη. Ο Κέφαλος και οι φιλόσοφοι από τις Κλαζομενές φαίνεται να αντιστοιχούν στις επιμέρους ψυχές που συναναστρέφονται με τη Φύση, παίζοντας και εδώ ένα παρόμοιο ρόλο, επειδή και οι ίδιοι είναι φυσικοί φιλόσοφοι. Πράγματι, ολόκληρο το Ιωνικό διδασκαλείο είναι τέτοιο σε αντίθεση με το ιταλικό. Γιατί το Ιταλικό διδασκαλείο αναγόταν συνεχώς στην ουσία των νοητών και μέσα σε αυτή έβλεπε να υπάρχουν όλα τα άλλα εν δυνάμει, ενώ το Ιωνικό διδασκαλείο ασχολιόταν με τη Φύση και με τις φυσικές δημιουργίες και επιδράσεις, και σε αυτά περιόριζε ολόκληρη τη φιλοσοφία. Ανάμεσα τους βρισκόταν το Αττικό διδασκαλείο, το οποίο διόρθωνε το Ιωνικό διδασκαλείο και την φιλοσοφία του και αποκάλυπτε την Ιταλική θεωρία. Έτσι ο Σωκράτης στον «Φαίδωνα, 98.c» κατηγορεί τον Αναξαγόρα επειδή δεν χρησιμοποιεί πουθενά τον νου και θεωρεί ως αιτία των φυσικών φαινομένων ανέμους, καταστάσεις και άλλα παρόμοια. Στον «Σοφιστή, 217.c», από την άλλη, παρακαλεί τον Ελεάτη σοφό να μεταδώσει και σε αυτόν τη φιλοσοφία που καλλιεργήθηκε εκεί. Αλλά σε εκείνους τους διαλόγους το κάνει ξεχωριστά για την κάθε σχολή, όπως είπαμε. Εδώ, όμως, η υπόθεση οδηγεί στην Αθήνα τους εξ Ιταλίας φιλοσόφους, προκειμένου να μεταδώσουν τις πάτρια δόγματα τους στους Αθηναίους. Οδηγεί και τους εξ Ιωνίας φιλοσόφους, προκειμένου να «μεταλάβωσι τῶν Ἰταλικῶν ὑφηγήσεων». Γιατί οι Κλαζομενές ανήκουν στην Ιωνία και η Ελέα στην Ιταλία.
Και, όπως ακριβώς τα ίδια τα φυσικά είδη στο σύνολό τους μετέχουν στα νοητά μέσω των ψυχικών ειδών, έτσι και τούτο το σκηνικό μεταδίδει στους Ίωνες φιλοσόφους τα αγαθά της Ιταλιότικης φιλοσοφίας. Γιατί τους οδηγεί στην Αθήνα και μέσω των Αθηναίων τους παρέχει την μετουσία [συμμετοχή] στους εποπτικούς λόγους.
Εδώ όμως θα σταματήσουμε, διότι θεωρούμε ότι όσα έχουν ειπωθεί σχετικά με το σκηνικό της υπόθεσης και με τις τέσσερις συνουσίες [συζητήσεις] και με τη σειρά των προσώπων και με την αναλογίας τους προς τα «ἐν τῷ παντὶ » Όντα, είναι αρκετά για μια πρώτη επαφή για όσους θέλουν και μπορούν με αφετηρία τον Πλατωνικό διάλογο για τις Ιδέες να ατενίσουν τα Όντα, και μάλιστα το καθένα στην κατάλληλη του θέση.
Τώρα, και σε αυτό το σημείο, θα σταματήσουμε τα σχετικά με τις αναλογίες και θα αναφερθούμε στον σκοπό του Πλατωνικού αυτού διαλόγου : ο σκοπός, λοιπόν, του διαλόγου – για πολλούς από τους παλαιούς που τον μελέτησαν – είναι οντολογικός. Κάποιοι, μάλιστα, από τους παλαιούς διατείνονται ότι αυτή η πρόθεση αφορά το ΟΝ, επικαλούμενοι τη μαρτυρία του ίδιου του Παρμενίδη ο οποίος αναφωνεί ξεκάθαρα ότι θα κάνει λόγο για το Ένα, όπως τον εννοεί αυτός. Και λένε ότι αυτό το Ένα είναι το ΟΝ και ότι κατά κοινή ομολογία αυτή είναι η θεωρία αυτή είναι η θεωρία του Παρμενίδη. Και το δηλώνει ο Ξένος, στον Πλατωνικό «Σοφιστή, 245.a», ο οποίος επικρίνει τον Παρμενίδη επειδή, όταν μιλάει για το ΟΝ, δεν μιλάει ακόμη για το αληθώς Ένα. Άλλοι – όπως ο Πλωτίνος, ο Πορφύριος και ο Ιάμβλιχος – οι οποίοι συμφωνούν στο ότι ο σκοπός του Πλατωνικού «Παρμενίδη» είναι οντολογικός, υποστηρίζουν ότι ο διάλογος δεν πραγματεύεται μόνο περί του Ενός Όντος, αλλά με όλα τα όντα που έλαβαν υπόσταση από το Ένα. Γιατί λένε ότι όντως οι υποθέσεις ξεκίνησαν από το Ένα του Παρμενίδη, που είναι το Ένα ΟΝ. Μολονότι, όμως, ξεκίνησαν από εκεί, μερικές φορές στηρίζονται στην έννοια του Ενός χωρίς το ΟΝ και αποκαλύπτουν το αληθώς Ένα που είναι καθαρό από κάθε πλήθος και που για αυτό είναι εξηρημένο του Όντος και δεν επιδέχεται την προσωνυμία του Όντος. Άλλοτε, πάλι, ταιριάζουν και στα δύο εξίσου, και στο Ένα και το ΟΝ, και ανάγουν τα πάντα στον νοητό διάκοσμο [Κόσμο], μέσα στον οποίο υπάρχει αληθώς το ΟΝ και το Ένα που μετέχει αυτοτελώς στο ΟΝ [« ἐν ᾧ καὶ τὸ εἶναι ὡς ἀληθῶς ἐστι, καὶ τὸἓν αὐτοτελῶς μετέχον τοῦ εἶναι » όπως λέγει ο Πρόκλος]. Άλλοτε χρησιμοποιούν το ΟΝ και συνδέουν μόνο το ουσιώδες Ένα με αυτό και έτι δείχνουν ότι υπάρχει κάποια ασώματη φύση της οποίας η ύπαρξη οφείλεται στο Ένα, αλλά είναι τρίτη από το αληθώς Ένα. Έπειτα οι υποθέσεις μεταβαίνουν στην εξέταση των άλλων πέραν του Ενός και δείχνουν ότι αυτά, με το να μετέχουν στο Ένα, συγκεντρώνουν τα πάντα στον εαυτό τους, ενώ με το να μην μετέχουν στο Ένα, στερούνται τα πάντα. Επειδή, όμως, όλα αυτά δεν μπορούν να εφαρμοστούν στο Ένα ΟΝ, συμπεραίνουμε εύλογα, όπως άλλωστε και εκείνοι οι παλαιοί, ότι ο λόγος δεν αφορά μόνο εκείνο αλλά τα πάντα, από την πρώτη αιτία μέχρι τα τελευταία, στα οποία υπάρχει η στέρηση των πάντων και τα οποία έχουν εξομοιωθεί με την πρώτη αιτία με ανόμοιο τρόπο (γιατί αυτό που έχει στερηθεί τα πάντα επειδή δεν μετέχει στο Ένα, είναι κατά κάποιο τρόπο όμοιο με αυτό που υπερβαίνει τα πάντα επειδή μετέχει στο ΟΝ). Αλλιώς πως θα μπορούσαν να αποδοθούν στο Ένα ΟΝ πράγματα τόσο αντίθετα μεταξύ τους ;; Γιατί, αν αληθεύει η υπόθεση και αν εκφράζει ακριβώς αυτό που θέλει να πει ο Παρμενίδης, δηλαδή ότι το Ένα ΟΝ “υπάρχει” – «εἶναι τὸἓν ὂν» όπως λέγει ο Πρόκλος, και αν αυτός αποδεικνύει ότι τα επακόλουθα προκύπτουν αναγκαστικά από την αληθινή υπόθεση, τότε σύμφωνα με αυτόν θα είναι αληθινά όλα όσα αποδεικνύονται αν υποτεθεί ότι το Ένα ΟΝ «είναι» [υπάρχει], ώστε και «ὅσα ἀποφάσκει καὶὅσα καταφάσκει» θα αποδοθούν αληθινά στο ίδιο πράγμα, δηλαδή στο Ένα ΟΝ, πράγμα που ασφαλώς είναι το πιο αδύνατο από όλα. Αν, επίσης είναι αληθινά και όλα τα επακόλουθα που προκύπτουν από την υπόθεση ότι το Ένα-ΟΝ «μὴ εἶναι» [δεν «υπάρχει«], και εκείνα ασφαλώς θα μπορούν να αποδοθούν στο Ένα ΟΝ. Και αυτό κατά την έννοια ότι η λογική αποδεικνύει ότι και μόνο τα καταφατικά επακόλουθα του Ενός δεν μπορούν να υπάρχουν στο Ένα ΟΝ. Γιατί πως θα είναι το Ένα ΟΝ πλήθος άπειρο, αφού το ίδιο το Ένα αναιρεί σύμφωνα με τον Παρμενίδη το άπειρο ως προς το πλήθος. Πώς θα υπάρχει άπειρος αριθμός, τον οποίο εκείνος θέλει με κάθε τρόπο να ενοποιήσει τόσο, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι αρνείται κάθε πλήθος των όντων ;; Πώς μπορεί το αιώνιο να μετέχει στον χρόνο ;; Γιατί τέτοιο είναι το Ένα ΟΝ σύμφωνα με τον Παρμενίδη, το οποίο «ταὐτόν τ᾽ἐν ταὐτῶι τε μένον καθ᾽ἑαυτό τε κεῖται χοὔτως ἔμπεδον αὖθι μένει- μέσα στον εαυτό του παραμένοντας εφησυχάζει στον εαυτό του, και τοιουτοτρόπως παραμένει εκεί σταθερό», όπως λέγει ο Παρμενίδης στον 29ον στοίχο του 8ου αποσπάσματος.
Έτσι, και σύμφωνα με όλα αυτά, δεν πρέπει να λέγουμε ότι ο σκοπός του Παρμενίδη αφορά απλώς το ΟΝ, στο οποίο δεν ταιριάζουν ούτε όλα τα καταφατικά επακόλουθα ούτε τα αποφατικά ούτε τα διπλά, δηλαδή τα καταφατικά και αποφατικά. Αντίθετα ο σκοπός αφορά όλα τα όντα, εκ των οποίων κάποια επιδέχονται τα καταφατικά, κάποια άλλα τα αποφατικά και κάποια άλλα τα διπλά επακόλουθα, καθένα διαφορετικά, ώστε δικαιολογημένα και με ακρίβεια ο Παρμενίδης του Πλατωνικού «Παρμενίδη, 179.a» λέγει ότι θα αρχίσει από το Ένα όπως το εννοεί αυτός. Γιατί ξεκίνησε από αυτό, αλλά μέσω των επακόλουθων του αποκάλυψε ολόκληρη τη φύση των όντων, όπως, αν κανείς έλεγε, θέλοντας να εφαρμόσει την ίδια μέθοδο στην περίπτωση της ψυχής, ότι θα ξεκινήσει από τη μία ψυχή και υποθέτοντας αυτή αποδεικνύει τα πλήθη των ψυχών και όλα όσα μετέχουν σε αυτές. Γιατί θα λέγαμε ότι αυτός, μολονότι ξεκίνησε από τη μια ψυχή, δεν συζητά μόνο για εκείνη, αλλά συζητά και για εκείνη, η οποία είναι αντικείμενο της υπόθεσης. Γιατί γενικά, όταν παίρνουμε την υπόθεση κάποιων πραγμάτων, η υπόθεση παίζει τον ρόλο της αρχής. Και η έρευνα δεν αφορά την υπόθεση αλλά τα επακόλουθα της, είτε η υπόθεση παραμένει είτε αλλάζει.
Όλα αυτά λοιπόν αποτελούν τις αντιλήψεις παλαιών φιλοσόφων σχετικά με τον σκοπό του Παρμενίδη.
Τώρα, όμως θα αναφέρουμε το σκοπό κατά την άποψη του Συριανού, του δασκάλου του Πρόκλου, με την οποία συμφωνούμε πάραυτα : ο Συριανός λοιπόν συμφωνούσε και αυτός με τα προλεγόμενα, προσέθεσε όμως στις ερμηνείες των παλαιοτέρων το ότι ο διάλογος δεν αφορά το ΟΝ ή μόνο τα όντως Όντα. Αντιθέτως, αποδεχόμενος ότι αφορούσε τα πάντα, επέμενε, όπως μας πληροφορεί ο Πρόκλος, να προσθέτει το εξής : «καθ᾽ὅσον ἑνὸς πάντα ἐστὶν ἔκγονα καὶ εἰς ἓν ἀνήρτηται πάντων αἴτιον – στον βαθμό που τα πάντα είναι απότοκα το Ενός και έχουν αναχθεί στο ένα αίτιο των πάντων», στον βαθμό που έχουν θεοποιηθεί όλα. Γιατί θα μπορούσες να πεις ότι καθετί, με το να μετέχει στο Ένα, έχει θεοποιηθεί ανάλογα με την βαθμίδα του, ακόμη και αν μιλήσεις για τα τελευταία όντα. Γιατί αν ταυτίζεται ο Θεός και το Ένα, επειδή δεν υπάρχει κάτι ανώτερο από τον Θεό και από το Ένα, τότε η ενοποίηση και η θεοποίηση θα ταυτίζονται. Γιατί αν ήταν το ίδιο πράγμα ο Θεός και ο ήλιος, τότε ο φωτισμός και η θεοποίηση θα ταυτίζονται. Γιατί το Ένα χαρίζει την ένωση και ο ήλιος τον φωτισμό. Όπως ακριβώς, λοιπόν, ο Πλάτων στον «Τίμαιο» δεν διδάσκει την Φύση όπως συνήθως οι Φυσικοί, αλλά την διδάσκει στον βαθμό που τα πάντα έχουν διακοσμηθεί από τον ένα δημιουργό, κατά αυτόν τον τρόπο και ο Παρμενίδης, ακόμα και να πραγματεύεται τα όντα, θα πούμε ότι τα πραγματεύεται στον βαθμό που αυτά προέρχονται από το Ένα. Και αυτό το Ένα υπάρχει αλλιώς μέσα στους θεούς και αλλιώς μετά τους θεούς. Γιατί αλλού είναι αυτοτελές και όχι σαν κάτι που υπάρχει μέσα σε υποκείμενο [υπόστρωμα]. (Γιατί κάθε θεός είναι θεός λόγω του Ενός [κατὰ τὸἓν θεὸς], παρόλο που ο πρώτος θεός είναι μόνο Ένα δίχως καμία προσθήκη [ἀπλεόναστος], ενώ καθένας από τους υπόλοιπους θεούς έλαβε κάποια προσθήκη λόγω των διαφορετικών όντων που έχουν εξαρτηθεί από τον καθέναν τους [ἐπλεόνασαν]. Και είναι λιγότεροι όσοι βρίσκονται πιο κοντά στον Θεό που δεν έχει καμία προσθήκη, και περισσότεροι όσοι βρίσκονται πιο μακριά του, όπως ακριβώς έχουν συγγενέστερη φύση με αυτόν όσα βρίσκονται πιο κοντά του και λιγότερο συγγενή φύση όσα βρίσκονται πιο μακριά του. Επίσης η προσθήκη και η πλήθυνση επέρχεται λόγω της ύφεσης τους [υποβάθμισής τους]). Αλλού, λοιπόν, το Ένα είναι [υπάρχει] αληθινά και αλλού είναι [υπάρχει] ως εξής. Γιατί κάθε είδος και κάθε ψυχή και κάθε σώμα μετέχει σε κάποια ενότητα, αλλά αυτή πλέον η ενότητα δεν είναι θεός, παρόλο που είναι και αυτή, αν επιτρέπεται να το πούμε, εικόνα θεού και θεϊκό σπέρμα, όπως το είδος είναι εικόνα του Όντος, όπως η γνώση είναι εικόνα του νου ακόμα και στα τελευταία όντα, και όπως η αυτό-κίνηση είναι εικόνα της ψυχής. Όπως, λοιπόν, κάθε αυτοκινούμενο είναι είτε ψυχή είτε έμψυχο, και όπως καθετί που έχει την ικανότητα της γνώσης είναι είτε νους είναι προικισμένο με νου, και όπως κάθε είναι ουσία είτε ουσιοποιημένος, έτσι και κάθε ενότητα είναι είτε θεός είναι θεοποιημένο. Ο Πλάτων λοιπόν, στον «Τίμαιο», ανάγει τα πάντα στον δημιουργό και ο Παρμενίδης στο Ένα, και η σχέση του δημιουργού προς τα εγκόσμια είναι ανάλογη της σχέσης του Ενός προς όλα τα όντα. Αλλά ο δημιουργός είναι κάποιο Ένα, όχι όμως το «ἁπλῶς» [απόλυτο] Ένα. Γιατί και αυτός είναι κάποιος θεός. Γιατί ο θεός που είναι το Ένα δεν είναι κάποιος θεός. Γιατί ο θεός που είναι το Ένα δεν είναι κάποιος θεός αλλά απολύτως ο Θεός. Και ο δημιουργός είναι κάποιος θεός, επειδή η δημιουργική ιδιότητα είναι μια ιδιότητα του θεού και υπάρχουν και άλλες θεϊκές ιδιότητες που δεν είναι δημιουργικές.
Καθώς οι διάλογοι, λοιπόν, έχουν μεταξύ τους αυτή την αναλογία ως προς τους σκοπούς τους, συμφωνούν και οι χρόνοι των σκηνικών που έχουν για βάση τους. Γιατί ο ένας λαμβάνει χώρα κατά τα Μικρά Παναθήναια και ο άλλος κατά τα Μεγάλα, στα οποία θα υπάρχει και το πέπλο της θεάς που απεικονίζει τη νίκη κατά των Γιγάντων. Και αυτό το σκηνικό των Γιγάντων είναι βέβαια καταλληλότατο για τις μελέτες σχετικά με την ενότητα που διέπει τα πάντα. Γιατί λέγεται ότι η Αθηνά, επιφέροντας νου και ένωση στις διαιρεμένες και υλικές περιοχές που διοικεί, κυριαρχεί στους Γίγαντες, κάνοντας τα νοητικά να κυριαρχούν στα άλογα στοιχεία, τα άυλο στα υλικά, και τα ενωμένα σε όσα έχουν λάβει πλήθος. Αυτό το πέπλο, λοιπόν, ήταν το σύμβολο της αθηναϊκής δύναμης η οποία είναι εξηρημένη [υπερβατική] από τα εγκόσμια και με την οποία η Αθηνά συνυπάρχει με τον πατέρα της και μαζί με εκείνον επικρατεί στους Γίγαντες. Τα αποκαλούμενα Μικρά Παναθήναια τιμούν ιδιαιτέρως την εγκόσμια τάξη της που είναι συμπαραταγμένη με την Σεληνική περίοδο [περιφορά]. Για αυτό, λοιπόν, φάνηκε ότι ταιριάζουν στον διάλογο που μας αποκαλύπτει ολόκληρη την Κοσμική γένεσιν. Έτσι, λοιπόν, ο χρόνος ταιριάζει με τον σκοπό του Παρμενίδη και η συζήτηση αυτή, η οποία είναι τέταρτη από την πρώτη και την οποία αφηγείται ο Κέφαλος (προς όποιους και αν αφηγείται), σύμφωνα με την πρόοδο των πάντων από το Ένα μέχρι και τα τελευταία όντα. Γιατί όλα όσα προέκυψαν από εκεί είναι είτε Ενάδες (όσα έχουν λάβει υπόσταση κατευθείαν από το Ένα) είτε ουσίες (οι οποίες προκύπτουν από το Ένα μέσω των ενάδων) είτε μεσότητες ανάμεσα στις ουσίες και στα γεννημένα όντα (αυτές τις μεσότητες τις παράγουν και οι ουσίες και πριν από τις ουσίες οι Ενάδες και το Ένα) είτε γεννημένα όντα τα οποία προκύπτουν από όλα τα παραπάνω. Αν, λοιπόν, όλα όσα είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο τελειότερα και εξομοιώνονται με τον ύψιστο σκοπό όλων προχώρησαν μέχρι τέσσερις υποβαθμίσεις των πάντων από το Ένα και η οποία είναι τέταρτη, δεν έχει τοποθετηθεί σε συμφωνία με την θεωρία που αποτελεί βάση του διαλόγου ;; Και αν μέσα στα γεννημένα όντα υπάρχει η υποδοχή που είναι από μόνη της αδιαμόρφωτη, τα πρόσωπα που υποδέχονται τους λόγους κατά την τέταρτη συνουσία [συζήτηση] θα φέρουν μια εικόνα αυτής τα υποδοχής και θα είναι και αυτού ασφαλώς ανώνυμοι λόγω της αναλογίας τους προς το απροσδιόριστο στοιχείο. Γιατί το όνομα είναι σύμβολο του είδους. Και πρέπει από όλα αυτά να συμπεράνουμε ότι κάθε ύπαρξη είναι είτε ουσία είναι γένεσις [γεννημένο ον]. Και αυτή η τελευταία περίπτωση θα βρίσκεται είτε υπεράνω των ουσιών και των γεννημένων όντων είτε κάτω από τις ουσίες και τα γεννημένα όντα. Γιατί κάθε υλικό στοιχείο δεν είναι τίποτα από τα δύο, καθώς εξομοιώνεται με ανόμοιο τρόπο, όπως λένε, με όσα βρίσκονται υπεράνω των γενέσεων [γεννημένων όντων] και της ουσίας.
Ελεάτες φιλόσοφοι [Παρμενίδης – Ζήνων] = Κόσμος ιδεατών και όντως Όντων – Ιδεών
Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι = Κόσμος μαθηματικών Όντων – Αριθμοί και γεωμετρικά σχήματα.
Ίωνες φιλόσοφοι [Αναξαγόρας]= Αισθητών Κόσμος – αισθητών Ειδών
Ο Πλάτων στον «Παρμενίδη, 126. a.1 – 130.d.8» μας λέγει δια στόματος Κέφαλου ότι:
«Όταν φτάσαμε στην Αθήνα από την πατρίδα μας τις Κλαζομενές, πετύχαμε στην αγορά τον Αδείμαντο και τον Γλαύκωνα. Και αφού ο Αδείμαντος με πήρε από το χέρι, είπε : Χαίρε, Κέφαλε. Αν χρειάζεσαι από εδώ κάτι που εμείς μπορούμε να κάνουμε για εσάς, πες το.
Πράγματι, είπα εγώ, για αυτό ακριβώς παρευρίσκομαι, για να σας παρακαλέσω.
Μπορείς να μου πεις την παράκλησή σου, είπε.
Και εγώ είπα : Ποιο ήταν το όνομα του ομομήτριου αδερφού σας ; Γιατί δεν το θυμάμαι. Ήταν, θαρρώ, παιδί την προηγούμενη φορά που ταξίδεψα εδώ από τις Κλαζομενές. Πάει πια πολύς καιρός από τότε. Γιατί το όνομα του πατέρα του ήταν, νομίζω, Πυριλάμπης.
Μάλιστα, είπε.
Κι αυτός ;;
Και του ίδιου το όνομα ήταν Αντιφώντας. Γιατί όμως ρωτάς.
Τούτοι εδώ, είπα εγώ, είναι συμπολίτες μου, κορυφαίοι φιλόσοφοι, και έχουν ακούσει ότι αυτός ο Αντιφώντας κάποτε έκανε πολύ παρέα με κάποιον Πυθόδωρο, φίλο του Ζήνωνα, και ότι άκουσε πολλές φορές από τον Πυθόδωρο και για αυτό μπορεί να θυμηθεί τους λόγους τους οποίους κάποτε αντάλλαξαν ο Σωκράτης, ο Ζήνωνας και ο Παρμενίδης.
Αλήθεια λες, είπε.
Αυτά, λοιπόν θέλουμε να ακούσουμε, είπα εγώ.
Δεν είναι δύσκολο, είπε. Γιατί όταν ήταν νεαρός, μελέτησε πολύ καλά τη συζήτηση, ενώ τώρα ασχολείται ως επί το πλείστον με την ιππασία, σαν τον ομώνυμο παππού του. Αν πρέπει όμως, ας πάμε κοντά του. Γιατί πριν λίγο έφυγε από εδώ για την οικία του. Και μένει κοντά στην Μελίτη.
Αφού είπαμε αυτά, αρχίσαμε βαδίζουμε και βρήκαμε τον Αντιφώντα στο σπίτι του να δίνει σε χαλκουργό ένα χαλινάρι να το επισκευάσει. Όταν ξεμπέρδεψε με εκείνον, οι αδερφοί του του έλεγαν γιατί ήμασταν εκεί και με αναγνώρισε από το προηγούμενο ταξίδι μου και με χαιρέτισε. Και ενώ τον παρακαλούσαμε να μας διηγηθεί τη συζήτηση, στην αρχή δίστασε, γιατί έλεγε ότι είναι πολύ δύσκολο. Έπειτα όμως άρχισε να διηγείται. Είπε, λοιπόν, ο Αντιφώντας ότι ο Πυθόδωρος του έλεγε πως κάποτε ήρθαν στα Μεγάλα Παναθήναια ο Ζήνωνας και ο Παρμενίδης. Ο Παρμενίδης ήταν πια αρκετά ηλικιωμένος, με άσπρα μαλλιά, όμως ωραίος και αγαθός στην όψη, εξήντα πέντε χρονών περίπου. Ο Ζήνωνας ήταν τότε περίπου σαράντα χρονών, ψηλός και ευχάριστος στην όψη, και λέγεται ότι αυτός ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Παρμενίδη. Και είπε ο Αντιφώντας ότι αυτοί κατέλυσαν στο σπίτι του Πυθόδωρου έξω από τα τείχη στον Κεραμεικό. Εκεί, λοιπόν, ήρθε ο Σωκράτης και μαζί του πολλοί άλλοι οι οποίοι επιθυμούσαν να ακούσουν τα συγγράμματα του Ζήνωνα. Γιατί αυτά τότε για πρώτη φορά μεταφέρθηκε από εκείνους. Ήταν μάλιστα ο Σωκράτης πολύ νέος. Τους τα διάβαζε, λοιπόν, ο ίδιος ο Ζήνωνας, ενώ ο Παρμενίδης έτυχε να είναι έξω. Και έμενε να διαβαστεί ακόμα ένα πολύ μικρό μέρος των λόγων, όταν μπήκε απέξω ο Πυθόδωρος, όπως λέει ο ίδιος, και μαζί του ο Παρμενίδης και ο Αριστοτέλης, που υπήρξε ένας από τους Τριάκοντα τυράννους, και άκουσαν πια κάποια λίγα πράγματα από τα συγγράμματα. Όμως αυτός είχε ακούσει τον Ζήνωνα και προηγουμένως.
– Ἐπειδὴ Ἀθήναζε οἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν ἀφικόμεθα, κατ᾽ἀγορὰν ἐνετύχομεν Ἀδειμάντῳ τε καὶ Γλαύκωνι· καί μου λαβόμενος τῆς χειρὸς ὁἈδείμαντος, Χαῖρ᾽, ἔφη, ὦ Κέφαλε, καὶ εἴ του δέῃ τῶν τῇδε ὧν ἡμεῖς δυνατοί, φράζε.
Ἀλλὰ μὲν δή, εἶπον ἐγώ, πάρειμί γε ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο, δεησόμενος ὑμῶν.
Λέγοις ἄν, ἔφη, τὴν δέησιν.
Καὶἐγὼ εἶπον· Τῷἀδελφῷὑμῶν τῷὁμομητρίῳ τίἦν ὄνομα; οὐ γὰρ μέμνημαι. παῖς δέ που ἦν, ὅτε τὸ πρότερον ἐπεδήμησα δεῦρο ἐκ Κλαζομενῶν· πολὺς δὲἤδη χρόνος ἐξ ἐκείνου. τῷ μὲν γὰρ πατρί, δοκῶ, Πυριλάμπης ὄνομα.
Πάνυ γε, ἔφη.
Αὐτῷ δέ γε;
Ἀντιφῶν. ἀλλὰ τί μάλιστα πυνθάνῃ;
Οἵδε, εἶπον ἐγώ, πολῖταί τ᾽ἐμοί εἰσι, μάλα φιλόσοφοι, ἀκηκόασί τε ὅτι οὗτος ὁἈντιφῶν Πυθοδώρῳ τινὶ Ζήνωνος ἑταίρῳ πολλὰἐντετύχηκε, καὶ τοὺς λόγους, οὕς ποτε Σωκράτης καὶ Ζήνων καὶ Παρμενίδης διελέχθησαν, πολλάκις ἀκούσας τοῦ Πυθοδώρου ἀπομνημονεύει.
Ἀληθῆ, ἔφη, λέγεις.
Τούτων τοίνυν, εἶπον, δεόμεθα διακοῦσαι.
Ἀλλ᾽ οὐ χαλεπόν, ἔφη· μειράκιον γὰρ ὢν αὐτοὺς εὖ μάλα διεμελέτησεν, ἐπεὶ νῦν γε κατὰ τὸν πάππον τε καὶὁμώνυμον πρὸς ἱππικῇ τὰ πολλὰ διατρίβει. ἀλλ᾽ εἰ δεῖ, ἴωμεν παρ᾽ αὐτόν· ἄρτι γὰρ ἐνθένδε οἴκαδε οἴχεται, οἰκεῖ δὲἐγγὺς ἐν Μελίτῃ.
Ταῦτα εἰπόντες ἐβαδίζομεν, καὶ κατελάβομεν τὸν Ἀν τιφῶντα οἴκοι, χαλινόν τινα χαλκεῖἐκδιδόντα σκευάσαι· ἐπειδὴ δὲἐκείνου ἀπηλλάγη οἵ τε ἀδελφοὶἔλεγον αὐτῷὧν ἕνεκα παρεῖμεν, ἀνεγνώρισέν τέ με ἐκ τῆς προτέρας ἐπιδημίας καί με ἠσπάζετο, καὶ δεομένων ἡμῶν διελθεῖν τοὺς λόγους, τὸ μὲν πρῶτον ὤκνει-πολὺ γὰρ ἔφη ἔργον εἶναι- ἔπειτα μέντοι διηγεῖτο. ἔφη δὲ δὴὁἈντιφῶν λέγειν τὸν Πυθόδωρον ὅτι ἀφίκοιντό ποτε εἰς Παναθήναια τὰ μεγάλα Ζήνων τε καὶ Παρμενίδης. τὸν μὲν οὖν Παρμενίδην εὖ μάλα ἤδη πρεσβύτην εἶναι, σφόδρα πολιόν, καλὸν δὲ κἀγαθὸν τὴν ὄψιν, περὶἔτη μάλιστα πέντε καὶἑξήκοντα· Ζήνωνα δὲἐγγὺς τῶν τετταράκοντα τότε εἶναι, εὐμήκη δὲ καὶ χαρίεντα ἰδεῖν, καὶ λέγεσθαι αὐτὸν παιδικὰ τοῦ Παρμενίδου γεγονέναι. καταλύειν δὲ αὐτοὺς ἔφη παρὰ τῷ Πυθοδώρῳἐκτὸς τείχους ἐν Κεραμεικῷ· οἷ δὴ καὶἀφικέσθαι τόν τε Σωκράτη καὶἄλλους τινὰς μετ᾽ αὐτοῦ πολλούς, ἐπιθυμοῦντας ἀκοῦσαι τῶν τοῦ Ζήνωνος γραμμάτων-τότε γὰρ αὐτὰ πρῶτον ὑπ᾽ἐκείνων κομισθῆναι-Σωκράτη δὲ εἶναι τότε σφόδρα νέον. ἀναγιγνώσκειν οὖν αὐτοῖς τὸν Ζήνωνα αὐτόν, τὸν δὲ Παρμενίδην τυχεῖν ἔξω ὄντα· καὶ εἶναι πάνυ βραχὺἔτι λοιπὸν τῶν λόγων ἀναγιγνωσκομένων, ἡνίκα αὐτός τε ἐπεισελθεῖν ἔφη ὁ Πυθόδωρος ἔξωθεν καὶ τὸν Παρμενίδην μετ᾽ αὐτοῦ καὶἈριστοτέλη τὸν τῶν τριάκοντα γενόμενον, καὶ σμίκρ᾽ἄττα ἔτι ἐπακοῦσαι τῶν γραμμάτων· οὐ μὴν αὐτός γε, ἀλλὰ καὶ πρότερον ἀκηκοέναι τοῦ Ζήνωνος».
Οι φιλόσοφοι της Ιταλίας, όπως είπαμε, «περὶ τὴν τῶν ὄντων εἰδῶν θεωρίαν διέτριβον», και άγγιζαν λίγο την φιλοσοφία των πραγμάτων που είναι αντικείμενο της δοξασίας. Οι φιλόσοφοι της Ιωνίας φρόντιζαν λιγότερο τη μελέτη των νοητών και εξέταζαν τη Φύση και τα έργα της Φύσεως με κάθε πληρότητα. Ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, «ἀμφοτέρων μετασχόντες», τελειοποίησαν την υποδεέστερη φιλοσοφία και αποκάλυψαν την υψηλότερη. Αυτό, μάλιστα, γίνεται φανερό από τα όσα δηλώνει ο Σωκράτης στον «Φαίδωνα, 96.a», ότι δηλαδή παλαιοτέρα ήταν εραστής της φυσικής φιλοσοφίας, ύστερα όμως έχει ανατρέξει στα Είδη και στις θεϊκές αιτίες των όντων. Αυτό ακριβώς, λοιπόν, που ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας επέδειξαν στην περίπτωση της φιλοσοφίας τους, συγκεντρώνοντας τα αγαθά και των δύο διδασκαλείων σε μία τελειότατη αλήθεια, αυτό υποδεικνύει ο Πλάτωνας μέσω του σκηνικού που έχει στηθεί. Και αυτό που είναι θαυμαστό εδώ και αποκαλύπτει ικανοποιητικά τα πράγματα στα οποί αναφέρεται ο διάλογος είναι ότι οι Ίωνες φιλόσοφοι εμφανίζονται στην Αθήνα για να μετέχουν σε τελειότερα δόγματα, ενώ οι Αθηναίοι φιλόσοφοι, χωρίς πλέον να πάνε αντιστοίχως στην Ιταλία, έλαβαν συμμετοχή στην φιλοσοφία των εξ Ιταλίας φιλοσόφων. Αντιθέτως, οι εξ Ιταλίας, πήγαν στην Αθήνα και μετέδωσαν τα δικά τους δόγματα. Έτσι έχουν τα πράγματα και στην περίπτωση των ίδιων των όντων για όσους μπορούν να τα διακρίνουν. Τα πρώτα υπάρχουν ανεμπόδιστα παντού, μέχρι και στα τελευταία όντα, με τη μεσολάβηση των μεσαίων όντων, τα τελευταία όντα τελειοποιούνται με την μεσολάβηση των μεσαίων, και τα μεσαία όντα δέχονται « τὴν τῶν πρώτων εἰς αὐτὰ δόσιν » [χορηγία], κινούν τα τελευταία όντα και τα επιστρέφουν στον εαυτό τους και γίνονται κάτι σαν κέντρα και δυνάμεις των άκρων, καθώς συμπληρώνονται από τα τελειότερα και συμπληρώνουν τα υποδεέστερα.
Η Ιωνία, λοιπόν, ας θεωρηθεί σύμβολο της Φύση, η Ιταλία την νοητικής ουσίας και η Αθήνα της μεσαίας ουσίας, «δι᾽ἧς ἄνοδός ἐστι ταῖς ἀπὸ τῆς φύσεως εἰς νοῦν ἐγειρομέναις ψυχαῖς» [μέσω της οποίας οι ψυχές που διεγείρονται ανεβαίνουν από τη Φύση στον Νου]. Πράγματι, αυτό λέει και ο Κέφαλος αμέσως στο προοίμιο, ότι έφτασε από την πατρίδα του, τις Κλαζομενές, στην Αθήνα για την ακρόαση των λόγων του Παρμενίδη, και όταν έφτασε, «ἐντυχεῖν κατ᾽ἀγορὰν Ἀδειμάντῳ καὶ Γλαύκωνι» και, αφού μέσω αυτών ήρθε σε επαφή με τον Αντιφώντα, άκουσε τον Αντιφώντα να αφηγείται τους λόγους τους οποίους είχε ακούσει από τον Πυθόδωρο και που ο Πυθόδωρος είχε ακούσει από τον Παρμενίδη. Με αυτό υποδεικνύει τι λογής πρέπει να είναι αυτός που θα ανέλθει, ότι δηλαδή θα πρέπει να παρακινηθεί «πρῶτον μὲν ἀνεγείρεσθαι τοῦ σώματος καὶ φεύγειν τὴν πρὸς αὐτὸ κοινωνίαν» [να εγκαταλείψει την επικοινωνία με το σώμα] και έπειτα να συνάψει τον εαυτό του με τον κλήρο της Αθηνάς μέσα στο σύμπαν. Αν η ψυχή μετάσχει σε αυτόν τον κλήρο, δεν είναι καθόλου περίεργο να γίνει παρατηρήτρια των ίδιων των πρώτων όντων, και δια τούτων «ἐποπτεῦσαι καὶ αὐτὰς τὰς τῶν ὄντων ἑνάδας».
Αν όμως δεν θέλαμε να ερμηνεύσουμε μόνο κατά αυτόν τον τρόπο αλλά και σε ένα ποιο υψηλό επίπεδο, οι Θεοί οι οποίοι καθοδηγούν τη Φύση και συνέχουν τις κάθε λογής δυνάμεις των ένυλων ειδών και όλων των ατομικών και αισθητών Λόγων [λογικών αρχών] είναι εξαρτημένοι από την πρωταρχική αιτία και, καθώς φωτίζονται από την Αθήνα, στρέφονται στον νοητικό τόπο, απομακρύνουν τους εαυτούς τους από το Κοσμικό σύστημα (γιατί αυτό λέγεται οίκος και πατρίδα των θεών που βρίσκονται μέσα του), ανυψώνονται στο ενωμένο πλήθος των όντων και εκεί μέσω της θεϊκής δύναμης προχωρούν προς την μονάδα ολόκληρου του πλήθους. Για όσους δεν είναι εντελώς ανίδεοι από παρόμοια πράγματα τα όσα έχουν ειπωθεί εδώ αποτελούν εικόνα αυτών των πραγμάτων. Γιατί καθένα από τα φυσικά είδη είναι κατώτερα από το πλήθος. Το πλήθος που βρίσκεται από πάνω του είναι, όπως λέγεται, πλήθος, όμως μετέχει στο ένα που είναι συμπαραταγμένο με τα πολλά. Πριν από αυτό βρίσκεται το εξηρημένο Ένα το οποίο βρίσκεται πάνω από τα πολλά και προς το οποίο κατευθύνεται η άνοδος μέσω της δυάδας. Γιατί από το Ένα προέκυψε πρώτα η δυάδα, όπως μας δίδαξε ο Πλάτων στον «Φίληβο, 16.e».
Συνεπώς η απομάκρυνση από τις Κλαζομενές δείχνει την ενέργεια των θεών η οποία υπερβαίνει τους Λόγους [λογικές αρχές] που βρίσκονται εντός της Φύσεως. Η συνάντηση στην αγορά με τον Γλαύκωνα και τον Αδείμαντο δείχνει την κυριαρχία της δυάδας πάνω στο ενωμένο πλήθος. Η επαφή μέσω αυτών με τον Αντίφωνα δείχνει την ανύψωση τους στο Ένα, από το οποίο φτάνει σε αυτούς η τελειότητα και η συμπλήρωση με τα θεϊκά αγαθά. Γιατί μέσα σε κάθε βαθμίδα των θεών υπάρχει η μονάδα, η βασιλεία της δυάδας και ο αριθμός που ταιριάζει σε αυτήν. Και όλο αυτό το διαιρεμένο πλήθος συνδέεται με την μονάδα μέσω του ενωμένου πλήθους και μέσω της δυάδας που αποτελεί κάτι σαν μητέρα και ρίζα μέσα σε αυτό. Αλλά αυτά αποτελούν απεικόνιση των ίδιων των θεών και μπορούν να παράσχουν μεγάλη ευκολία σε όσους θέλουν να ακολουθήσουν την αναλογία. Έτσι, λοιπόν, οι Κλαζομένιοι είναι περισσότεροι, ο Αδείμαντος και ο Γλαύκωνας είναι δύο, και μέσω αυτών γίνεται η επαφή των Κλαζομενίων με τον Αντιφώντα, ο οποίος είναι ένας. Και είναι φανερό ότι παντού το πλήθος συμμετέχει στη μονάδα μέσω της δυάδας, και ότι οι Κλαζομένιοι, οι οποίοι ήταν κάποιοι φυσικοί, οδεύουν προς την συμμετοχή στα τελειότερα μέσω όσων έχουν μια φυσική συγγένεια μεταξύ τους, και ότι τα δεύτερα πάντα εξαρτώνται από τα προηγούμενά τους, και ότι όλα ανάγονται στον ένα νου του Παρμενίδη. Γιατί και οι Κλαζομένιοι χρειάζονται τον Αδείμαντο και τον Γλαύκωνα, αυτοί οδηγούν τους Κλαζομενίους στον Αντιφώντα, ο Αντιφώντας τους συμπληρώνει με τα λόγια του Πυθόδωρου, και ο Πυθόδωρος είναι μεταβιβαστής των συνουσιών [συζητήσεων] του Παρμενίδη, του Ζήνωνα και του Σωκράτη. Αυτοί πάλι είναι ενωμένοι με τον Παρμενίδη και θέλουν να στέκονται κοντά του, ο Σωκράτης έχοντας στραμμένη την προσοχή του στο πλήθος των Ειδών, και ο Ζήνωνας ενοποιώντας το πλήθος και σπεύδοντας προς τον ίδιο το Ένα. Μάλιστα, έχοντας κατά νου ότι ο το Ένα δηλώνει πρόοδο και το Αγαθό επιστροφή, θα λέγαμε ότι ο Σωκράτης δηλώνει την πρόοδο και ο Ζήνωνας την επιστροφή.
Όλα αυτά μάλιστα θα μπορούσαμε να τα εκλάβουμε και με τον εξής τρόπο : ο Παρμενίδης, ο Ζήνωνας και ο Σωκράτης διατηρούν μια απεικόνιση ολόκληρης της θεϊκής οργάνωσης, οι επόμενοι εξομοιώνονται με τα δεύτερα γένη. Αν κατανοήσει κανείς αυτά, μπορεί να τοποθετήσει τον Πυθόδωρο στην κορυφή των δαιμόνων, η οποία ανακοινώνει και μεταβιβάζει τα μηνύματα των πρώτων όντων προς τα δεύτερα. Γιατί σε αυτόν ταιριάζουν και οι δύο αυτοί ρόλοι, ο ένας ρόλος επειδή ο Πυθόδωρος συμπληρώνεται και ο άλλος ρόλος επειδή συμπληρώνει και μέσω του εαυτού του προσαρμόζει την ακρόαση των πρώτων λόγων στους άλλους. Τον Αντιφώντα μπορεί να τον τοποθετήσει σε εκείνη την δαιμονική δύναμη που διαθέτει όρεξη και ορμές και που γενικά έλαβε τη δεύτερη βαθμίδα ζωής. Γιατί έχει υποτεθεί ότι είναι ιππέας. Αυτός, λοιπόν, συμπληρώνεται από τους πρώτους δαίμονες και συμπληρώνει τα επόμενα του με την ανυψωτική συνομιλία που έλαβε από τους υψηλότερους. Τέλος τους Κλαζομενίους μπορούμε να τους αντιστοιχήσουμε με τις γενεσιουργές ψυχές οι οποίες χρειάζονται τη βοήθεια των δαιμόνων που βρίσκονται αμέσως πιο πάνω και οι οποίες όλες επιθυμούν την άνοδο και τη μετουσία [συμμετοχή] στους θεϊκούς λόγους. Για αυτό και αφήνουν τον οίκο [τουτέστι το σώμα] και μεταβαίνουν στην Αθήνα. Γιατί επιστρέφουν στον εαυτό τους λαμβάνοντας την πρόνοια της Αθηνάς και «ἐπὶ φρόνησιν ἀπὸ τῆς ἀγνοίας πορεύονται». Γιατί αυτό είναι η Αθήνα. Και αφού επιστρέψουν, πρώτα συνδέονται με τους ανώτερούς τους δαίμονες, στους οποίους αντιστοιχεί η αγορά και η δυάδα (και επειδή αυτοί οι δαίμονες είναι φύλακες των ανθρώπων, η άλλη επειδή προέρχονται από την μονάδα) και η στροφή προς την μονάδα μέσω της δυάδας. Έπειτα μέσω αυτών «ἀνατείνονται» [ανυψώνονται] προς κάποιους αγγέλους και θεούς. Γιατί κάθε διάλεκτος [επαφή] και συνομιλία με τους θεούς γίνεται μέσω των δαιμόνων, όπως λέει η Διοτίμα [βλ. «Συμπόσιο, 203.c»], «καὶ ἐγρηγορότων καὶ καθευδόντων».
Μπορούμε, λοιπόν, και πάλι να κάνουμε με μια άλλη προσέγγιση να διακρίνουμε τις αναλογίες των πραγμάτων με τα πρόσωπα και πρέπει, πριν την μυστική θεώρηση των ίδιων των πραγμάτων, να εξασκήσουμε τη σκέψη μας με τα πρόσωπα σαν με εικόνες. Γιατί το ότι οι άνδρες αμέσως «αφού έφτασε στην Αθήνα πέτυχε στην αγορά τον Αδείμαντο και τον Γλαύκωνα – ἀφικομένους Ἀθήναζε κατ᾽ ἀγορὰν ἐντυχεῖν Ἀδειμάντῳ τε καὶ Γλαύκωνι«, τους αδερφούς του Αντιφώντα, περιέχει ένδειξη μιας άλλης θεολογικής προσεγγίσεως, ότι για τις ψυχές που ανυψώνονται είναι μεγάλη η βοήθεια από την αγαθή τύχη, βοήθεια η οποία τις συντάσσει με όσους πρέπει, όπου πρέπει και όπως πρέπει για την κατάκτηση της σωτηρίας τους, και ότι δεν χρειαζόμαστε τα δώρα της αγαθής τύχης μόνο για τα εξωτερικά αγαθά αλλά και για τις ανυψωτικές ενέργειες της ψυχής, όπως λέει και ο Σωκράτης στον Πλατωνικό «Φαίδρο, 245.b» ότι είναι μέγιστο ευτύχημα για τον εραστή το να του έχει δοθεί από τους θεούς η μανία για τον ερώμενο. Και όταν κατεβάζει τις ψυχές από το νοητό, λέει στον «Φαίδρο, 248.b», ότι οδηγούνται στα σώματα από διαφορετικές κάθε φορά «συντυχίες». Άρα οι ψυχές και πριν από τα σώματα συναισθάνονται τα δώρα της τύχης και κυβερνιούνται από την τύχη και οδηγούνται σε αυτό που τους ταιριάζει. Άρα δικαιολογημένα και εδώ οι ψυχές που ανυψώνονται συνδέονται μέσω της τύχης με τις τελειοποιητικές αιτίες τους. Και δεν θα διαφωνήσουμε καθόλου με κάποιους παλιότερους που έλεγαν ότι το «πετυχαίνω – περιτυχεῖν» σημαίνει το ίδιο πράγμα με το «τυχαίνω – ἐντυχεῖν» είτε λέει κανείς ότι το «τυχαίνω – ἐντυχεῖν» γίνεται αθέλητα ενώ το «πετυχαίνω – περιτυχεῖν» γίνεται κατόπιν προσωπικής βούλησης. Γιατί και τα δύο χρειάζονται την αιτία που συγκεντρώνει τις διεσπαρμένες συμπτώσεις, γιατί και η επιμέρους βούληση δεν μπορεί να ολοκληρώσει τίποτα χωρίς τη συνδρομή του συνόλου. Οι ψυχές, λοιπόν, που ανυψώνονται πετυχαίνουν κατά τύχη [ἐντυχεῖν] και συνδέονται με τις τελειότερες τους φύσεις. Και δεν χρειάζονται μόνο την τύχη αλλά και τη μοίρα προτού «ἱκανῶς τελειωθῶσι». Και δείτε πάλι πως και εδώ διαφυλάσσεται η σειρά των προσώπων. Γιατί πετυχαίνουν τον Αδείμαντο και τον Γλαύκωνα. Ότι, μάλιστα, ανάμεσα σε αυτούς τους δύο άντρες ο Γλαύκωνας είναι τελειότερος το δηλώνει ο Σωκράτης στην «Πολιτεία», λέγοντας ότι πάντα θαύμαζε τη φύση του Γλαύκωνα. Επομένως, αν ο Αδείμαντος είναι υποδεέστερος, δικαιολογημένα λέει ότι «αυτοί πέτυχαν των Αδείμαντο και τον Γλαύκωνα – Αδειμάντῳ τε καὶ Γλαύκωνί αὐτοὺς ἐντυχεῖν». Γιατί το ατελές έρχεται πρώτα σε επαφή με τα ατελέστερα και μέσω αυτών πετυχαίνει [τυγχάνει] τα ίδια τα τελειότερα.
Μάλιστα βλέπουμε πως οι άνδρες που έχουν έρθει από τις Κλαζομενές έρχονται άμεσα σε επαφή με τον Αδείμαντο και είναι αυτός που τους απλώνει το χέρι του. Παρευρίσκεται βέβαια και ο Γλαύκωνας, αν και σιωπηλός, όμως ο Αδείμαντος τους χαιρετά και τους υποδέχεται. Τι συμβολίζουν, λοιπόν, αυτά τα πράγματα ;;
Είναι φανερό στον καθένα ότι εδώ υπάρχει περιγραφή πολλών καθηκόντων, για παράδειγμα πως πρέπει που τιμούν τον δαίμονα της φιλοξενίας να είναι πρόθυμοι για βοήθεια προς τους ξένους, και ότι πρέπει ο ντόπιος να αρχίζει τον χαιρετισμό πριν από τον ξένο και παντού ο δυνατότερος να προστρέχει πρώτος σε «θεραπείαν» [βοήθεια] των γνωστών του, και ότι πρέπει να δίνει κανείς υποσχέσεις σίγουρες και σύμφωνες με τις δυνατότητες του, πράγμα που φαίνεται να κάνει και εδώ ο Αδείμαντος, ο οποίος υπόσχεται να προσφέρει στους Κλαζομενίους όσα μπορεί.
Πρέπει όμως τώρα να περάσουμε σε αυτά τα οποία μας ανάγουν στην ενατένιση των καθολικών πραγμάτων, που αποτελούν και θέμα τούτου εδώ του διαλόγου, ότι δηλαδή ο Αντίφων, ο Γλαύκωνας και ο Αδείμαντος αντιστοιχούν στην τάξη των δαιμόνων η οποία έχει διαιρεθεί στα τρία. Και οι ψυχές που ανεβαίνουν χρειάζονται για την άνοδο τους τους δαίμονες που βρίσκονται αμέσως παραπάνω, και μέσω αυτών συνδέονται με την ανώτατη βαθμίδα τους και μέσω αυτής ανυψώνονται προς κάποιες θεϊκότερες αιτίες. Και καθώς αποχωρίζονται πλήρως το σώμα, κινούνται σχεδόν τοπικά μαζεύοντας τον εαυτό τους από το σώμα και αθροίζοντας τις δυνάμεις τους και, αφού συνταχθούν με κάποιες δαιμονικές τάξεις, πραγματοποιούν πλέον με ζωτικό τρόπο τη μετάβαση προς τις υψηλότερες τάξεις. Άρα δικαιολογημένα ο Αδείμαντος, επειδή είναι πιο κοντινός σε αυτές, τους απλώνει το χέρι και τους απευθύνει τον χαιρετισμό, μιμούμενος εκείνη την τάξη η οποία χορηγεί δύναμη στις ψυχές που θέλουν να ανέλθουν και συνδέει με τον εαυτό της τις ανυψωτικές δυνάμεις των ψυχών (γιατί τα χέρια είναι σύμβολα της δύναμης). Τους απλώνει, λοιπόν, το «χέρι» του και τους απευθύνει τον χαιρετισμό και τη χαρά, επειδή και στις ψυχές που θέλουν να σώσουν τον εαυτό τους η ευφροσύνη και η ξέγνοιαστη ζωή έχει δοθεί από τα ανώτερα και όχι από τα κατώτερα. Γιατί πως θα μπορούσε κανείς να μεταδώσει σε άλλον την ξεγνοιασιά, αν ο ίδιος βρίσκεται σε βαρυθυμία ;; Η ευφροσύνη, λοιπόν, και η χαρά προέρχεται πρώτα από τους θεούς, έπειτα από τα θεϊκά γένη και έπειτα από τους ενάρετους άνδρες μόνο. Γιατί η ξέγνοιαστη ζωή βρίσκεται πρωτογενώς κοντά στους θεούς, έπειτα δευτερογενώς στα θεϊκή, και βρίσκεται και στις φρόνιμες [ἔμφροσι ψυχαῖς] όταν αυτές συμμετέχουν σε εκείνη προβάλλοντας διαρκώς τη ζωή που ικανοποιείται με όσα γίνονται. Στις ψυχές, λοιπόν, που ανυψώνονται έχει έρθει από τους δαίμονες που βρίσκονται αμέσως παραπάνω πρώτα η ανυψωτική δύναμη, έπειτα η ξεγνοιασιά και η ευφροσύνη, και τρίτον η προσφορά των αγαθών που μπορούν να λάβουν από εκείνους, τους χορηγούν με αφθονία τα αγαθά που είναι φυσικό να χορηγήσουν, και τις ετοιμάζουν να δεχτούν τα τελειότερα αγαθά των ανώτερων όντων. Έτσι η ετοιμότητα της υπόσχεσης, η αγαθουργία και η πρόσκληση των ατελών για την τελείωσή τους (γιατί κάθε ανάγκη οπωσδήποτε κάνει ατελές αυτό που την έχει), όλα αυτά μιμούνται την ευεργεσία που από τους αγαθούς δαίμονες κατεβαίνει στις ψυχές.
Έτσι οι ψυχές που πρόκειται να ανυψωθούν πρέπει να είναι έτοιμες με τις ενέργειές τους για την συμμετοχή στα θεϊκά αγαθά, να εγκαταλείπουν τα «πάτρια αὑταῖς ἔθη καὶ σύμφυλα» [τις πατροπαράδοτες και συγγενείς τους συνήθειες], να μένουν προσκολλημένες γερά στα τελειότερα αγαθά και να μην θεωρούν δευτερεύον έργο την ενασχόληση με το θείο, αλλά έργο πρωταρχικό και κυριότατο. Γιατί έτσι μπορούν να λάβουν βοήθεια από τα ανώτερα όντα, αφού «ἑαυτὰς ὑποστρώσασαι πρὸς τὴν ἀπ᾽ αὐτῶν ἄφθονον χορηγίαν τῶν ἀγαθῶν» [στρώσουν κατάλληλα τον εαυτό τους για την άφθονη χορηγία των αγαθών από εκείνα τα όντα]. Γιατί παντού το ατελές συνδέεται με το τέλειο μέσω της καταλληλότητας, όπως ακριβώς το τέλειο συνδέεται με το ατελές μέσω της τελειοποιητικής δύναμης. Γιατί αυτές οι δυο μεσότητες υπάρχουν ανάμεσα στα ατελή και στα τέλεια, ανάμεσα σε αυτά που μετέχουν και σε αυτά που επιδέχονται συμμετοχή : μέσα στα ατελή η καταλληλότητα και μέσα στα ανώτερα η δύναμη που χορηγεί την τελειότητα, δύναμη μέσω της οποίας τελειοποιούνται τα ατελή και αυτά που μετέχουν γίνονται δευτερογενώς τέτοια σαν και αυτά που είναι πρωτογενώς όσα επιδέχονται συμμετοχή. Και ο Κέφαλος, λοιπόν, τώρα υποδεικνύει πόση πρέπει να είναι η καταλληλότητα όσων οφείλουν να συμμετάσχουν, και ότι πρέπει να προσκολληθούν γερά στα τελειότερα. Αυτό, όμως, το βλέπουμε ακόμα πιο κυριολεκτικά στην περίπτωση των ίδιων των ψυχών. γιατί πως αλλιώς θα μπορούσαν να μετάσχουν στα ανώτερα όντα αν όχι μέσω της καταλληλότητας ;; Αλλά και το ρήμα «παρευρίσκομαι» [πάρειμι] είναι ταιριαστό με αυτές. Γιατί πρέπει, καθώς αυτές είναι αυτοκινούμενες, να παρακινήσουν κατά κάποιο τρόπο πρώτα τον εαυτό τους να φύγει από το σώμα, και έπειτα έτσι να ζητήσουν την βοήθεια των ανωτέρων τους. Γιατί, αν αυτές είναι έτσι προετοιμασμένες, είναι έτοιμη η χορηγία εκ μέρους των ανωτέρων όντων, την οποία απεικονίζοντας ο Αδείμαντος είπε : «Μπορείς να μου πεις την παράκλησή σου – λέγοις ἂν τὴν δέησιν», υποσχόμενος να κάνει όλα όσα μπορεί.
Θαυμάζουμε βέβαια την επιστήμη του Πλάτωνα η οποία διατηρεί τόσο την ομοιότητα της αφήγησης με τα πράγματα. Γιατί οι ψυχές που πρόκειται να τελειοποιηθούν από κάτι, πρέπει πρώτα να πλησιάσουν εκείνο και μέσω της γνώσης και της «ἐπιβολῆς» [αντιλήψεως] να συνδεθούν μαζί του. Γιατί προηγείται η γνώση, έπειτα έρχεται η προσέγγιση και έπειτα η ένωση. Γιατί δεν μπορεί κανείς να ενωθεί με αυτό το οποίο δεν μπορεί να προσεγγίσει, και δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει εκείνο το οποίο δεν έχει γνωρίσει. Αυτά μιμούμενος, λοιπόν, και ο Κέφαλος ρωτάει πρώτα τον Αδείμαντο «ποιο το όνομα του αδερφού τους», θέλοντας να μάθει για τον Αντιφώντα. Γιατί δεν τον θυμάται, επειδή ο Αντιφώντας ήταν παιδί την προηγούμενη φορά που ο Αδείμαντος ταξίδεψε στην Αθήνα, ώστε για τον λόγο αυτό του ήταν λιγότερο γνωστός. Γιατί συνηθίζουμε να θυμόμαστε τα ονόματα όσων έχουν μια ευδιάκριτη θέση στη ζωή είτε λόγω της τύχης είτε λόγω της ψυχικής τους κατάστασης είτε για κάποιον άλλο παρόμοιο λόγο.
Προκειμένου, λοιπόν, να επιστρέψουμε και πάλι στα πράγματα, οι ψυχές που ανυψώνονται πρέπει να «διὰ γνώσεως συνάπτεσθαι πρῶτον τοῖς ἐφετοῖς καὶ δι᾽ ἐπιβολῆς» της οποίας εικόνα είναι η μάθηση του ονόματος (γιατί και τα ονόματα είναι γεννήματα του γνωστικού μέρους της ψυχής). Και συμβαίνει μερικές φορές, όταν αυτές είναι ακόμη ατελείς, να μην συλλαμβάνουν το αντικείμενο της γνώσης, αλλά να το βλέπουν ατελές και όχι ολόκληρο, και άλλοτε να το βλέπουν ολόκληρο, όταν το συλλαμβάνουν πλήρων και μέσω αυτού γνωρίζουν και άλλα ανώτερα από αυτό. Το όνομα, λοιπόν, το οποίο ζητά να μάθει ο Κλαζομένιος φιλόσοφος είναι σύμβολο της ουσίας. Το ότι δεν το θυμάται είναι σύμβολο της λησμονιάς των ψυχών την οποία οι ψυχές έλαβαν «ἀπὸ τῆς γενέσεως». Το «ήταν παιδί την προηγούμενη φορά που ταξίδεψα» είναι σύμβολο της ατελούς αντίληψης λόγω της οποίας το γνωστικό αντικείμενο δεν εμφανίζεται ολόκληρο ή τέλειο στις ψυχές. Το «γιατί πάει πολύς καιρός» δηλώνει ότι η προετοιμασία για την γνώση άρχισε πολύ καιρό πριν. Αν μάλιστα αυτοί οι τρείς άντρες έχουν ονομαστεί και ομομήτριοι για αυτό τον λόγο, επειδή δηλαδή αναλογούν στις τάξεις των δαιμόνων και όλοι οι δαίμονες προέρχονται από μια μητέρα και έχουν μια «δαιμονιοῦχον» αιτία [που δεν είναι καμία άλλη παρά η ζωογόνος θεά, η Ρέα], ο διάλογος αγγίζει την αλήθεια των πραγμάτων.
Συνεχίζοντας θα πούμε ότι ο Κέφαλος γνωρίζει με ακρίβεια το όνομα του πατέρα, αλλά αγνοεί το όνομα του υιού και ζητά να το μάθει από αυτούς. Παρόμοιος είναι και ο τρόπος της ενέργειας των αυτοκινούμενων ουσιών. Γιατί άλλα τα βλέπουν από εμάς μόνες τους και άλλα τα υποδέχονται από τα τελειότερα όντα, τα οποία είναι έτοιμα για την προσφορά, όταν και τα αυτοκινούμενα προετοιμάσουν τον εαυτό τους για την υποδοχή. Για αυτό και ο Αδείμαντος, όταν είδε ότι ο Κέφαλος ήταν ακριβής στην γνώση που είχε, προσέθεσε αμέσως και τη γνώση που ο Κέφαλος δεν είχε. Και αφού την προσέθεσε, ξαναρώτησε την αιτία της ερωτήσεως. Γιατί πρέπει και να υποδεχόμαστε όσα προέρχονται από τα ανώτερα όντα και, μετά την υποδοχή, να τα επιθυμούμε περισσότερο από όσο πριν. Και μην απορήσετε που, ενώ γνωρίζει κανείς το ανώτερο και το αίτιο, αγνοεί το υποδεέστερο. Γιατί πολλές φορές οι ψυχές λόγω της ευφυΐας ή λόγω της εμπειρίας τους κατέχουν το νόημα των πρώτων εικόνων, αλλά έχουν χάσει τη γνώση των υποδεέστερων.
Μελετώντας τον διάλογο κανείς θα είχε την εντύπωση ότι ο Κέφαλος από μια άποψη είναι ανώτερος από όλους τους άνδρες από τις Κλαζομενές και από μία άλλη άποψη υποδεέστερος. Γιατί εφόσον οι φιλόσοφοι έχουν έρθει για να ακούσουν τα λόγια και αυτός έχει έρθει για χάρη των φιλοσόφων, από αυτή την άποψη είναι σαφώς υποδεέστερος τους. Γιατί φαίνεται ότι στην ιεραρχία των όντων ο σκοπός είναι ανώτερος από αυτά πού γίνονται χάριν του σκοπού. Εφόσον, όμως, αυτός έλαβε όνομα, ενώ εκείνοι δηλώνονται ανώνυμοι, από αυτήν την άποψη ο Κέφαλος, όπως φαίνεται, έχει την κορυφαία βαθμίδα ανάμεσά τους [πράγματι ο Πλάτων συνηθίζει να αφήνει ανώνυμους τους ατελέστερους]. Και δεν είναι σπουδαιότερος ο Κέφαλος μόνο από αυτή την άποψη, αλλά και στον βαθμό που είναι αυτός που τους συνδέει με τον κύκλο του Αδείμαντου. Αυτός μάλιστα θα μπορούσε να είναι το κυρίαρχο μέρος των ψυχών που ανυψώνονται και ο ηνίοχος μέσα τους, αν θέλουμε να το πούμε έτσι. Οι λεγόμενοι κορυφαίοι φιλόσοφοι ταυτίζονται με τις δεύτερες δυνάμεις των ψυχών, δυνάμεις οι οποίες μέσω του ηνιόχου πετυχαίνουν τη συμμετοχή τους στα πρώτα Όντα. Για αυτό και λέγονται συμπολίτες του Κέφαλου και κορυφαίοι φιλόσοφοι. Γιατί όλες οι δυνάμεις της ψυχής προέρχονται από την ίδια εστία και από την ίδια πατρίδα. Γιατί ολόκληρη η ψυχή έχει προέλθει από το νοητό. Επιπλέον, η τάση προς την αναζήτηση και την έρευνα των όντων υπάρχει στις δυνάμεις αυτού του είδους. Γιατί ο ηνίοχος θέλει περισσότερο να ενωθεί με τα ανώτερα όντα παρά να τα συλλάβει με την έρευνα και με τρόπο διαιρεμένο. Οι πολλές δυνάμεις, λοιπόν, εξαρτώνται από την κορυφή τους, και κάθε ψυχή εξαρτάται από τους κοντινούς δαίμονες που την οδηγούν ψηλά, και αυτοί με τη σειρά τους από τις πρώτες και αληθινά θεϊκές αιτίες.
Όμως, δέστε πάλι πως ο Πλάτων έχει αποδώσει στα πρόσωπα τη δέουσα σειρά. Γιατί υπάγει τον Αντίφωντα στον Πυθόδωρο και τον Πυθόδωρο στον Ζήνωνα. Και πάλι μέσα στην ανώτερη τριάδα τοποθετεί τον Σωκράτη πιο κοντά στον κύκλο του Κέφαλου, δεύτερο τον Ζήνωνα και τρίτο τον Παρμενίδη. Και το πώς αυτά πρέπει να τα αναγάγουμε στην πραγματικότητα δεν είναι και πολύ δυσδιάκριτο από τα όσα έχουν ειπωθεί. Δεν πρέπει, επίσης, να απορούμε αν έχει αποκαλέσει τους φιλοσόφους από τις Κλαζομενές «κορυφαίους φιλόσοφους» παρόλο που είναι φυσικοί φιλόσοφοι. Γιατί συνηθίζει να αποκαλεί έτσι τους μελετητές των θεϊκών πραγμάτων, όπως τον Ελεάτη ξένο στον «Σοφιστή, 216.a». Γιατί και εκείνον που έχει αποκαλέσει παρομοίως φίλο των οπαδών του Παρμενίδη και του Ζήνωνα και κορυφαίο φιλόσοφο. Και αυτούς, λοιπόν, επειδή δεν εμμένουν στους συλλογισμούς για την Φύση, αλλά από όσα είναι αντιληπτά από τη δοξασία και την αίσθηση ανατρέχουν στη μελέτη των όντως Όντων, και επειδή μέσω της κορυφαίας καταλληλότητας τους προσκολλούνται στα τελειότερα, τους έχει αποκαλέσει «κορυφαίους φιλοσόφους». Γιατί κορυφαίος φιλόσοφος λέγεται αυτός που είναι τέτοιος και ως προς την έξη και ως προς την καταλληλότητα του.
Και έχοντας υπόψη του τα υποδείγματα, λέει ότι ο Πυθόδωρος έχει συναντήσει πολλές φορές τον Ζήνωνα και ότι ο Αντιφώντας έχει ακούσει πολλές φορές τον Πυθόδωρο. Γιατί οι θεϊκοί λόγοι είναι ενωμένοι μέσα στους θεούς και λαμβάνουν πλήθος μέσα στους δαίμονες, και όσο απομακρύνονται από τους θεούς, τόσο περισσότερο αποκτούν επέκταση και πρόοδο προς το πλήθος. Για αυτό και προσέθεσε το «αυτός» στην περίπτωση του Αντιφώντα, και το «κάποιος» στην περίπτωση του Πυθόδωρου. Γιατί είναι εικόνες πιο επιμέρους τάξεων και όχι τέτοιοι σαν τον Σωκράτη, τον Ζήνωνα και τον ίδιο τον Παρμενίδη, τους οποίους τους αποκάλεσε χωρίς καμία παρόμοια προσθήκη.
Άλλοτε ο Αδείμαντος διδάσκει τους Κλαζομενίους που αγνοούν και άλλοτε με τις επιβεβαιώσεις του καθιστά βεβαιότερη τη γνώση που προϋπάρχει μέσα τους. Γιατί, όταν ο Κέφαλος κατονόμασε τον πατέρα του Αντιφώντα, ο Αδείμαντος είπε : «Μάλιστα». Και τώρα απάντησε : «Αλήθεια λες», όταν ο Κέφαλος είπε ότι ο Αντιφώντας έχει ακούσει τη συνομιλία του Σωκράτη, του Ζήνωνα και του Παρμενίδη μέσω του Πυθόδωρου. Βεβαιώνει, λοιπόν, αυτά, τα οποία γνώριζε από πριν ο Κέφαλος. Ποιος είναι όμως αυτός ο γιός του Πυριλάμπη, ποια ζωή έχει τώρα και που άραγε κατοικεί, που τα διδάσκει εξαρχής, επειδή δεν τα γνωρίζει, και στο τέλος γίνεται και οδηγός του στον δρόμο προς τον αδερφό του, του δείχνει το κατάλυμα του, συνδέει τους άνδρες μαζί του και κάνει την αρχή της συζήτησης.
Δείτε, λοιπόν, αυτά τα ίδια και στην περίπτωση της Φύσεως του Σύμπαντος. Όταν οι ψυχές εγκαταλείπουν τις συγγενείς και σύμφυτες τους ασχολίες, μετακινούνται προς την ανώτερη και νοητικότερη ζωή και κατευθύνουν τη σκέψη τους από τη φύση προς τον νου και από την αίσθηση προς την νόηση. Αυτές, λοιπόν, απολαμβάνουν τους κοντινούς δαίμονες, όπως έχει ειπωθεί και προηγουμένως, οι οποίοι κατευθύνουν τον βίο τους «ἐν γενέσει». Και άλλα νοούν από μόνες τους και άλλα ατενίζουν επειδή συμπληρώνονται από εκείνους. Και όσα βλέπουν από μόνες τους, τα βλέπουν βεβαιότερα, όταν λάβουν και την επιβεβαίωση εκείνων. Και αφού εξοικειωθούν με τους δαίμονες αυτού του είδους και γίνουν κάτι σαν δαίμονες μέσω της ομοιότητας, βλέπουν μέσω αυτών τις υψηλότερες και θεϊκότερες τάξεις των δαιμόνων, μέσω των οποίων απομένει σε αυτές η άνοδος προς τους θεούς. Γιατί άλλοι είναι οι δαίμονες οι οποίοι διευθετούν τη ζωή των ψυχών «ἐν γενέσει», και άλλοι αυτοί που τις συνδέουν με τους θεούς και τις συμπληρώνουν με τα αγαθά που προέρχονται από εκεί. Αυτούς τους τελευταίους συνηθίζουμε να τους αποκαλούμε θείους δαίμονες. Σε αυτούς, λοιπόν, ταιριάζει το έργο της ιππασίας, στον βαθμό που φροντίζουν τα κατώτερα και συνέχουν τη Φύση και είτε τρέχουν πριν από τους θεούς είτε τους συνοδεύουν είτε τους ακολουθούν. Γιατί μέσα σε αυτούς υπάρχουν κάποιοι ηνίοχοι και κάποιοι ίπποι, όπως και μέσα στους θεούς, πράγμα που γνωρίζει και ο Πλάτων και είπε ότι ο Αντιφώντας μιμείται «τον ομώνυμο παππού του». Γιατί αμέσως πάνω από τους δαίμονες βρίσκονται οι άγγελοι, που είναι κάτι σαν πατέρες των δαιμόνων, ενώ προπάτορες και ομώνυμοι τους είναι οι θεοί, επειδή και οι δαίμονες αποκαλούνται πολλές φορές θεοί της δαιμονικής βαθμίδας. Αυτή όμως η ομωνυμία με τους θεούς οφείλεται στη συμμετοχή των δαιμόνων στους θεούς. γιατί, όπως ο Αντιφώντας έλαβε αυτό το όνομα εις ανάμνηση του παππού του, έτσι και εκείνοι, επειδή έχουν αποτελέσει εικόνα των θεών, αποκαλούνται πολλές φορές θεοί από όσους μπορούν να διακρίνουν τις ιδιότητες των ανώτερων όντων. Υπάρχουν, λοιπόν ίπποι και μέσα στους θεούς και η πρώτη τέχνη της ιππασίας εμφανίζεται σε εκείνους. Αλλά και οι ίπποι είναι ενωμένοι πλήρως με τον ηνίοχο, ενώ μέσα στους δαίμονες έχουν διακριθεί και είναι περισσότερη η διαφορετικότητα, ώστε άλλος να είναι και να φαίνεται αυτός που χρησιμοποιεί τους ίππους. Αλλά όμως και ο τόπος της Μελίτης είναι οικείος με την τάξη των δαιμόνων, επειδή η Μελίτη έλαβε την ονομασία της, όπως από την Μελίτη, την φίλη του Ποσειδώνα. «Μελίτην δὲ Ποσειδάωνος ἑταίρην» λέει ο Ησίοδος στον κατάλογο γυναικών. Οι δαίμονες, μάλιστα, λόγω της μεσαίας θέσης τους, είναι οικείοι προς τη βαθμίδα αυτού του θεού. Γιατί και αυτός κατέχει τη μεσαία θέση μέσα στους πατέρες, όπως οι δαίμονες κατέχουν τη μεσαία θέση μέσα στα ανώτερα από εμάς γένη. Αλλά όμως και το «μένει κοντά» που λέει δεν είναι ξένο από τα όσα έχουν προαναφερθεί. Γιατί οι δαίμονες βρίσκονται κοντά σε άλλους δαίμονες, και όλοι συμπληρώνουν την ίδια τάξη και διατηρούν μια ιδιότητα, τη δαιμονική, μαζί με τη δέουσα παραλλαγή.
Και γενικά δεν πρέπει να εκλάβουμε ως ασήμαντα αυτού του είδους, ειδικά αν πιστεύουμε τον Πλάτωνα, ο οποίος λέει ότι τίποτα άλλο δεν είναι τόσο ωφέλιμο για τις ψυχές όσο αυτό που οδηγεί την ψυχή από τα φαινόμενα προς το ΟΝ και την απελευθερώνει από τα φαινόμενα και την βοηθάει από αυτά να φανταστεί τη φύση των ασωμάτων. Γιατί τέτοιος είναι ο εραστής, τέτοιος είναι ο φιλόσοφος, τέτοιος είναι ο καθένας που ανυψώνεται. Επομένως, ακόμα κι αν αυτά δεν έχουν διατυπωθεί έτσι από τον ίδιο τον Πλάτωνα, όμως θα είναι ωφέλιμο για να το κάνουμε. Γιατί είναι άσκηση της ευφυούς ψυχής η οποία μπορεί από τις εικόνες να μεταβαίνει στα παραδείγματα [υποδείγματα] και αρέσκεται να κατανοεί τις αντιστοιχίες που απλώνονται παντού.
Θα παρακαλέσουμε βέβαια τους ερμηνευτές, ιδιαίτερα τους μη έμπειρους με τα θέματα αυτά, να μην πέσουν στο παράπτωμα να υποθέσουν ότι ο Πλάτων εγκρίνει να γίνεται η παίδευσης από τη διαλεκτική και να διδάσκονται πρώτα τα λογικά επιχειρήματα, χωρίς την ύλη που αποτελεί το υπόστρωμα τους, ως κατάλληλα για τους νεαρούς που μπορούν λόγω της νοητικής οξύτητας τους να παρακολουθούν τη λεπτή επεξεργασία τους. Γιατί οι λόγοι, τους οποίους λέει ο Αντιφώντας «μελέτησε όταν ήταν νεαρός – μειράκιον ὄντα μελετῆσαί», δεν περιείχαν μόνον την λογική μέθοδο αλλά και τις πιο βαθιές απορίες για τις Ιδέες, για να αφήσω τα άλλα που εξετάζονται στις υποθέσεις και αποτελούν παρατηρήσεις για τις κορυφαίες αρχές, εκτός του ότι και ο Σωκράτης στην Πλατωνική «Πολιτεία, 537.e- 539.d» προτρέπει να μην παραδίδει κανείς τα διαλεκτικά επιχειρήματα σε όσους είναι νέοι, μήπως ασυναίσθητα οδηγηθούν από αυτά στην παρανομία, πράγμα που συνηθίζουν να παθαίνουν οι νέοι αμέσως μόλις γευτούν τις διαλεκτικές μεθόδους. Γιατί είναι σπάνιοι αυτοί που δεν κυριεύονται από την παρόμοια παραφορά και όσοι έλαβαν μια τέτοια φύση σαν του Σωκράτη και όσοι διακατέχονται από μια παρόμοια θεϊκή ορμή προς την φιλοσοφία, την οποία είδε ο Παρμενίδης και τον παρακινεί σε ολόκληρη τη διαλεκτική. Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, κανείς, αν είναι δάσκαλος με σύνεση, να διαμορφώσει έναν κοινό κανόνα για την εκπαίδευση όλων των νέων, αφού, όπως έχει ειπωθεί προηγουμένως, δεν ταιριάζουν τα ίδια πράγματα στην σπανιότητα φύση και στην κοινή φύση όλων των νέων.
Στο σημείο που λέγει ότι συνάντησαν τον Αντιφώντα στο σπίτι του την ώρα που έδινε ένα χαλινάρι σε κάποιον χαλκουργό – στίχος 127.a – μπορεί κανείς να δει την συντομία, τη σαφήνεια και την καθαρότητα του λόγου. Γιατί δεν στόλισε τον λόγο λέγοντας «Αφού είπαμε και ακούσαμε – ταῦτα εἰπόντες καὶ ἀκούσαντες», όπως συνήθιζε καρυκεύοντας τη συγγραφή ή προσθέτοντας κάτι άλλο, αλλά είπε απλά : «Αφού είπαμε και ακούσαμε – ταῦτα εἰπόντες καὶ ἀκούσαντες». Γιατί ήταν ίδιοι αυτοί που είπαν και άκουσαν. Και η δομή του λόγου είναι καταλληλότατη για το σαφές και καθαρό ύφος. Γιατί οι συνδετικές προτάσεις οι οποίες διαχωρίζουν αυτά που έχουν προαναφερθεί από αυτά που θα επακολουθήσουν κάνουν σαφή τον λόγο. Η δομή, λοιπόν, συμβάλει στην καθαρότητα, και η καθαρότητα συμβάλει στο αφηγηματικό ύφος του διαλόγου, προκειμένου και εδώ πάλι τα μέρη να ακολουθούν τα σύνολα και το πλήθος να ακολουθεί το ένα.
Και αυτό μπορεί να το δει κάποιος αν παρατηρήσει τον λεκτικό χαρακτήρα το επίμαχου χωρίου. Από τον ηθικό χαρακτήρα του μπορείς να συμπεράνεις ότι παντού πρέπει οι πράξεις των σπουδαίων ανδρών να είναι σύμφωνες με τα λόγια τους, και να μην λένε σεμνά και ενάρετα πράγματα και να αναβάλλουν τα έργα που αντιστοιχούν στα λόγια τους. Για αυτό και ο Κέφαλος λέει «Αφού είπαμε αυτά, αρχίσαμε να βαδίζουμε -ταῦτα εἰπόντες ἐβαδίζομεν». Και ότι πρέπει οι κρίσεις να προηγούνται των πράξεων, και των κρίσεων πρέπει να προηγείται το αγαθό. Γιατί έτσι ο Αδείμαντος λέει : «Αφού είπαμε αυτά, αρχίσαμε να βαδίζουμε –ταῦτα εἰπόντες ἐβαδίζομεν». Και ότι η τελειότητα επέρχεται στις ψυχές μέσω της φιλίας και της κοινωνίας [επικοινωνίας] με τα σπουδαία ήθη, πράγμα που φρόντιζαν ιδιαιτέρως οι Πυθαγόρειοι, κάνοντας σκοπό της ζωής τους την καθαρότατη φιλία. Και ότι πρέπει να συστέλλομε [περικόπτουμε] τις πρακτικές ενέργειες και να επιδιώκουμε τις αρετές. Αυτό, για παράδειγμα, κάνει και ο Αντιφώντας δίνοντας γρήγορα το χαλινάρι και παραδίδοντας τον εαυτό του στη διάθεση των επισκεπτών. Για αυτό και ο Κέφαλος είπε το «όταν ξεμπέρδεψε – ἐπειδὴ δὲ ἀπηλλάγη», δείχνοντας την προθυμότατη εγκατάλειψη μιας τέτοιας κοινωνίας [συναναστροφής] για την ευγενέστερη και πιο ταιριαστή του συνουσία [επαφή]. Αλλά όμως από αυτά μπορείς να συμπεράνεις ότι η τέχνη που χρησιμοποιεί το αποτέλεσμα της χειρωνακτικής τέχνης, είναι ανώτερη από την χειρωνακτική. Γιατί ο Αντιφών, ο οποίος πρόκειται να χρησιμοποιήσει το χαλινάρι, στέκεται πάνω από τον χαλκουργό που το επισκευάζει και του υποδεικνύει ότι είναι πρόσφορο για τον ίδιο. Επίσης ότι παντού τα άκρα συνδέονται με κάποιον ενδιάμεσο σύνδεσμο ο οποίος έχε μια οικειότητα και με τα δύο άκρα. Γιατί έτσι ο Αδείμαντος και ο αδερφός του, που είναι αδερφοί του Αντιφώντα και γνωστοί και φίλοι των Κλαζομενίων, είναι υπεύθυνοι για την συνάντηση και τη συνουσία [συζήτηση] των Κλαζομενίων με τον Αντιφώντα. Και ότι τα άκρα απέχουν μεταξύ τους περισσότερο από όσο απέχει το μέσο και από τα δύο, ωστόσο δεν είναι αδύνατον να έρθουν σε επαφή. Αυτό, για παράδειγμα, υποδεικνύει η αναγνώριση και γενικά η επικοινωνία των Κλαζομενίων με τον Αντιφώντα.
Έχοντας, λοιπόν, δει από ηθικής πλευράς το κείμενο μπορούμε πλέον να προχωρήσουμε και να δούμε το κείμενο από φυσικής απόψεως και ας παρατηρήσουμε πως εκείνοι οι άνδρες, ως φυσικοί φιλόσοφοι και ως αντίστοιχοι με τις φυσικές δυνάμεις, μετέχουν στην ψυχική δυάδα (είτε θέλεις να την αποκαλέσεις δοξασία είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο) και μέσω αυτής συνδέονται με όσους κινούν τη φύση, είτε δαίμονες είτε θεούς, κοντά στους οποίους βρίσκεται η χαλκουργία, η σφύρα [σφυρί] και ο άκμων [αμόνι]. Γιατί πως γίνεται η τρίτη εμφάνιση των ειδών αν όχι μέσω της διάχυσης των ψυχικών λόγων στις φύσεις ;; Αυτές με τη σειρά τους τις τελειοποιούν σε κάθε περίπτωση οι επόπτες της Φύσης και οι ψυχές που χρησιμοποιούν τις φύσεις.
Αλλά ας αφήσουμε αυτά και ας προχωρήσουμε σε βαθύτερες έννοιες μέσω των αναλογιών που έχουμε προαναφέρει. Οι ψυχές, λοιπόν, που ανεβαίνουν συνάπτονται [συνδέονται] με τους δαίμονες οι οποίοι έχουν λάβει σαν κλήρο τους την εδώ ζωή των ψυχών. Για αυτό και οι Κλαζομένιοι συνάντησαν στην αγορά τον Αδείμαντο και τους φίλους του και μέσω αυτών ανατρέχουν στους θεϊκούς δαίμονες και συνάπτονται [συνδέονται] μαζί τους οδεύοντας προς το νοητό, και έτσι τους παρατηρούν πως μετρούν τα δεύτερα [κατώτερα] επίπεδα ζωής τα οποία είναι σωματικά και έχουν προέλθει από αυτούς – γιατί πρέπει να θεωρήσουμε ότι το χαλινάρι [χαλινός] είναι το μέτρο που από τις ανώτερες δυνάμεις κατεβαίνει στης εξαρτημένες. Γιατί μέσα σε αυτά τα κατώτερα επίπεδα υπάρχουν οι δυνάμεις που διευθετούν τα υποδεέστερα, οι οποίες καθορίζουν τα οχήματα τους και τις κριτικές τους δυνάμεις και στις οποίες αντιστοιχεί ο «χαλκεὺς» [χαλκουργός] που επεξεργάζεται το χαλινάρι. Υπάρχουν επίσης οι δυνάμεις, σαν τον Αντιφώντα, χρησιμοποιούν την κρίση και όλα τα υπόλοιπα που έχουν μετρηθεί, και από τις οποίες, είτε θέλουμε να τις ονομάσουμε ηνιοχικές είτε με όποιο άλλο τρόπο, καθορίζεται κυρίως η ουσία τους. Γιατί μέσα στους δαίμονες ο ηνίοχος, οι ίπποι, ο χαλιναροποιός και όλα τα παρόμοια υπάρχουν όλα μαζί σαν μέσα στο σπίτι τους, πράγμα που υποδεικνύει και η φράση «στο σπίτι» που λέγεται, ότι δηλαδή εκείνοι διακοσμούν τον εαυτό τους κοιτάζοντας στον εαυτό τους, «εἰς αὐτοὺς ὁρῶντας τὰ ἑαυτῶν κοσμεῖν» όπως λέγει ο Πρόκλος. Αφού, λοιπόν, διευθετήσουν έτσι τη δική τους τάξη, επιδέχονται και τη συμμετοχή των κατώτερων, δηλαδή των δαιμόνων που είναι κάτι σαν αδέρφια τους και επιπλέον των επιμέρους ψυχών που ανάγονται σε αυτούς. Κι επιδέχονται τη συμμετοχή όλων αυτών αρχικά ατελώς και έπειτα τέλεια. Την ατελή μέθεξη την δηλώνει, όπως προείπαμε, η «πρώτη ἐπιδημία» [το πρώτο ταξίδι]. Την τέλεια μέθεξη τη δηλώνει «ἡ ἀνανέωσις ἐκείνης», η αναγνώριση και ο χαιρετισμός στο τέλος, ο οποίος υποδεικνύει την αδιαίρετη ένωση, σύναψη και κοινωνία [επικοινωνία] της θεϊκής ευφροσύνης. Γιατί όλες οι φυσικές συνθέσεις και οι ψυχικές ζωές σιγά-σιγά και με μια τακτική άνοδο λαμβάνουν τους κλήρους των ανώτερων αγαθών. Πρώτα μετέχουν στα ανώτερα τους με τρόπο ατελή, ασθενή και ηδονικό, έπειτα όμως αφοσιώνονται στην μέθεξη με τελειότητα και δύναμη, «ἔπειτα τελείως καὶ ἐῤῥωμένως ἀντιλαμβάνονται τῆς μεθέξεως» λέγει ο Πρόκλος. Έτσι βεβαίως και μέσα στην δημιουργία εμφανιζόταν πρώτα μέσα στην ύλη κάτι σαν περίγραμμα των ειδών, έπειτα όγκος και δύναμη που μορφώνει [διαμορφώνει – μορφοποιεί] την ύλη, έπειτα μορφές των όγκων και διαιρεμένα σχήματα] και τέλος πλήρης διακόσμηση, χορηγία ζωής, μετουσία στον νου και φωτισμός της θεότητας – «πρῶτον μὲν οἷον ὑπογραφή τις τῶν εἰδῶν ἑωρᾶτο περὶ τὴν ὕλην, ἔπειτα ὄγκος καὶ δύναμις μορφωτικὴ τῆς ὕλης, ἔπειτα σχηματισμοὶ τῶν ὄγκων καὶ μερισταὶ ἐπιγραφαὶ, καὶ ἐπὶ πᾶσι παντελὴς διακόσμησις καὶ χορηγία ζωῆς καὶ μετουσία νοῦ καὶ θεότητος ἔλλαμψις» λέγει ο Πρόκλος. Έτσι, λοιπόν, και οι ψυχές μυούνται στα μικρά μυστήρια πριν από τα μεγάλα και στα ετελή πριν από τα τέλεια, και μετά από όλα αυτά συνδέονται με τα όντως τέλεια όντα και, αφού εγκατασταθούν μέσα σε αυτά, μετέχουν πλέον σε αυτά με τρόπο αδιαίρετο και με αδιάσπαστη ένωση. Και η ένωση και η σύναψη κατακτάται από τις ψυχές με την βοήθεια των ενδιάμεσων ειδών και σχεδόν συγγενικών με αυτά προς τα οποία πραγματοποιούν τη σύναψη.
Η παράκληση των Κλαζομενίων εμφανίζει το γερό κράτημα των ψυχών από τους συγγενείς τους οδηγούς. Γιατί δεν μπορούν αυτές διαφορετικά να συναφθούν με το θείο και να περιστραφούν μαζί με τους θεούς παρά μέσω αυτών των δαιμόνων. Γιατί αυτοί κρατιούνται από τους εγκόσμιους Θεούς, όπως λέει ο Σωκράτης στον Πλατωνικό «Φαίδρο, 247.a», και οι ψυχές από τους δαίμονες. Πριν από την δέηση προηγείται πρώτα η γνώση των δαιμόνων (γιατί πως θα μπορούσαν να παρακαλέσουν αυτούς τους οποίους δεν γνωρίζουν ποιοι είναι και ποια αγαθά είναι υπεύθυνοι να τους χορηγήσουν και έπειτα η επιθυμία της μετουσίας σε αυτούς. Γιατί πρέπει να επιθυμούμε αυτά τα οποία παρακαλάμε. Γιατί αν δεν επιθυμούμε, δεν μπορούμε να συμπεριληφθούμε στην τάξη αυτών που παρακαλούμε. Ο δισταγμός του Αντιφώντα αποτελεί εικόνα της απόκρυφης και άρρητης δύναμης των θεϊκών αιτιών. Γιατί το θείο, όπου κι αν είναι, συλλαμβάνεται και αναγνωρίζεται δύσκολα και αποκαλύπτεται με δυσκολία στις ψυχές, ακόμα κι όταν επιδιώκουν διακαώς τη μετουσία σε αυτό και την κοινωνία [επικοινωνία] μαζί του. Γιατί χρειαζόταν εξοικείωση με το θεϊκό φως, με το οποίο εμφανιζόταν και οι θεϊκοί δαίμονες στις ψυχές που ανάγονται σε αυτούς και που σπεύδουν μέσω αυτών να δούνε ολόκληρο το θείο. Στο τέλος οι δαίμονες αναπτύσσουν και αποκαλύπτουν τη θεϊκή αλήθεια στις ψυχές που κρατιούνται από αυτούς σταθερά και μόνιμα. Και αυτό είναι η διήγηση, ανάπτυξη και αποκάλυψη των κρυμμένων, και η ανυψωτική τελειότητα που από τους θεϊκούς δαίμονες δίνεται στις ψυχές.
Αυτά, λοιπόν, θα βρειτε αν ψάξετε στο σύμπαν, και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά. Δεν πρέπει, όμως, να απορούνε όσοι ακούνε τον Αντιφώντα να λέει ότι το έργο είναι πολύ δύσκολο, ενώ παραπάνω είχαν ακούσει τον Αδείμαντο να λέει ότι δεν είναι καθόλου δύσκολο. Γιατί ο ένας έχει υπόψη του την ικανότητα του Αντιφώντα και την απομνημόνευση των λόγων από αυτόν, ενώ ο άλλος έχει υπόψη του τους ίδιους τους ακροατές μήπως άραγε δεν είναι επαρκείς για την υποδοχή αυτής της θεωρίας. Γιατί είναι άνδρες που έχουν έρθει από την Ιωνία και είναι ασυνήθιστοι προς τους εποπτικώτερους λόγους. Μου φαίνεται, όμως, ότι και από μια άλλη άποψη ο Αντιφών εκθειάζει το θέμα και αποκαλεί το έργο πάρα πολύ δύσκολο, μιμούμενος τους Ελεάτες σοφούς. Γιατί αυτό θα κάνει και ο Ζήνωνας στην πορεία του διαλόγου, καθώς και ο ίδιος ο μεγάλος Παρμενίδης. Αλλά και ο Ξένος στον Πλατωνικό «Σοφιστή, 217.b» και στον «Πολιτικό», ο οποίος ήταν μέλος του διδασκαλείου τους, λέει κατά αρχάς ότι η απάντηση στην ερώτηση του Σωκράτη είναι δυσνόητη και πανδύσκολη. Και δεν ισχύει ότι οι Ελεάτες ενεργούν έτσι και ότι ο Πλάτων προτρέπει να ενεργήσουν με διαφορετικό τρόπο, αλλά και ο ίδιος ο Πλάτωνα μας παράγγειλε να υποδείξουμε τη δυσκολία του πράγματος σε όσους ζητούν κάτι τέτοιο. Γιατί αυτό γίνεται ακριβές κριτήριο της καταλληλότητας και ακαταλληλότητας όσων προσέρχονται. Ο γνήσιος εραστής της γνώσης δε υποχωρεί μπροστά στον κόπο, αλλά όσο πιο δύσκολη είναι η γνώση, τόσο πιο πρόθυμα την κυνηγά χωρίς να δειλιάζει μπροστά στους άθλους. Ο ατελής όμως και δειλός, μόλις ακούσει ότι το έργο είναι δύσκολο, φεύγει μακριά από το πράγμα που δεν του ταιριάζει.
Βέβαια κάποιοι από παλιότερα έλεγαν ότι ο Αντιφώντας εκφωνεί αυτά τα λόγια χωρίς να έχει συναίσθηση και γνώση τους, αλλά πρόφερε απλά με την γλώσσα του και από μνήμης, σαν κάποιον που έμαθε απέξο τούτον εδώ τον διάλογο και μπορεί να τον επαναλάβει μηχανικά, αγνοώντας το νόημα που κρύβεται μέσα του. Εγώ, όμως πιστεύω ότι ούτε τη σειρά των πραγμάτων ούτε τον χαρακτήρα των ανδρών μαζί με το κατάλληλο σκηνικό θα μπορούσε να τα διασώσει κάποιος που αγνοεί τη βαθύτητα των λόγων και τους σκοπούς των ερωτήσεων και των απαντήσεων. Γιατί είναι πανδύσκολο να μιμηθεί κανείς τους λόγους των επιστημόνων, όπως μας δίδαξε και ο Πλάτων στο «Τίμαιο, 19.d». Γιατί οι επίδοξοι μιμητές πρέπει να έχουν παρόμοια αρετή με εκείνους, προκειμένου να γίνουν αντάξιοι μιμητές των ορθών λόγων. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να αποδείξουμε αυτό, αφού ο Πλάτωνας παραδίδει ένα τέτοιο κανόνα σε όσους εξετάζουν παρόμοια θέματα. Έτσι ο Παρμενίδης θα έχει πρωτογενώς τη γνώση όσων λέγονται, δευτερογενώς ο Ζήνωνας, στην τρίτη θέση ο Σωκράτης – που πλέκει μαζί τους λόγους, στην τέταρτη ο Πυθόδωρος – γιατί αυτός, που ήταν μαθητής του Ζήνωνα, έχει ακούσει τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της συζήτησης -, και στην πέμπτη θέση ο Αντιφώντας, ο οποίος άκουσε τη συζήτηση από τον Πυθόδωρο που και αυτός με τη σειρά του άκουσε άμεσα από τους πρωταγωνιστές τη συζήτηση που πρόκειται να ειπωθεί και μας ανήγαγε σε εκείνους έτσι ώστε να νομίζουμε ότι ακούμε τους ίδιους τους πρωταγωνιστές και ότι είμαστε μπροστά στην ίδια την αρχική σκηνή και έχουμε μετάσχει στην αρχική συζήτηση. Αυτό, λοιπόν, πετυχαίνει ο χειρισμός του Πλάτωνα και ο σχεδιασμός της υπόθεσης, ο οποίος σχεδόν παρουσιάζει μπροστά στα μάτια μας τη δράση, τις περιστάσεις, τα πρόσωπα, τις ενέργειες, τους χαρακτήρες και τους λόγους. Και μου φαίνεται ότι η αναγωγή όλων των προσώπων σε ένα, τον Παρμενίδη, υποδεικνύει μια βαθιά αλήθεια της πραγματικότητας. Γιατί όλα τα πλήθη και όλες οι τάξεις των όντων ενώνονται γύρω από τη θεϊκή αιτία και αυτό υποδεικνύεται στους πιο συνετούς όταν μνημονεύονται στη σειρά ο Αντιφώντας, ο Πυθόδωρος, ο Ζήνωνας και ο Παρμενίδης.
Η αναφορά βέβαια στα Παναθήναια συμβάλει σε ολόκληρο τον σκοπό του διαλόγου. Όπως λέει η ιστορία, τα Παναθήναια καθιερώθηκαν όταν ενώθηκαν οι οικισμοί των Αθηναίων. Πάλι, λοιπόν, εδώ ενώνεται το πλήθος και συντάσεται γύρω από την πολιούχο θεά. Αυτός, όμως, ήταν ο σκοπός του διαλόγου, να εξαρτήσει τα πάντα από το Ένα και να δείξει με σαφήνεια πως καθετί έχει προέλθει από εκεί. Ο λόγος, επίσης, περιλαμβάνει ένα διόλου μικρό εγκώμιο προς τους άνδρες εκείνους λέγοντας ότι δεν ήρθαν στην Αθήνα αλλά στα Παναθήναια. Ταξίδεψαν, λοιπόν, για χάρη της θεάς και της εορτής και όχι για χάρη της δημόσιας επίδειξης της φιλοσοφίας τους. Μία τέτοια, άλλωστε, πρακτική είχε καταδικαστεί από τους πυθαγορείους. Γιατί μια τέτοια πράξη ήταν έργο σοφιστών και εμπόρων.
Συνεχίζοντας θα πούμε ότι όσα αναφέρονται στην εμφάνιση του Παρμενίδη, δηλαδή ότι ήταν ηλικιωμένος και μάλιστα αρκετά και ότι ήταν ευχάριστος στο πρόσωπο, κατ’ αναλογία με τον τρόπο ζωή του. Γιατί στους ενάρετους φτάνει από την ψυχή μια ευπρέπεια και σοβαρότητα μέχρι το σώμα. Είναι πρέπον, και σαφώς τελειότερο, ότι αυτά αναφέρονται στην ψυχή, για παράδειγμα ότι ήταν ηλικιωμένος επειδή ήταν «διακορής» [γεμάτος] με «νοῦ καὶ ἐπιστήμη». Γιατί γεροντικά μαθήματα συνηθίζουν να αποκαλούν οι παλαιοί τα νοητικά μαθήματα που αφορούν ολόκληρη τη Φύση, όπως έχει αποκαλέσει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 22.b» νέους αυτούς στους οποίους δεν υπάρχει καμία παλαιά γνώση. Επίσης τα λευκά μαλλιά [τὸ πολιὸν] είναι ταιριαστά με τις ψυχές οι οποίες «κατὰ τὸ ἀκρότατον αὑτῶν» [με την κορυφή τους] «μετέχουσι τοῦ νοεροῦ φωτός». Γιατί το μέλαν ανήκει στην κατώτερη συστοιχία, κατά τους πυθαγορείους, ενώ το λευκό στην ανώτερη. Η ψυχή είναι επίσης «καλὴ δὲ καὶ ἀγαθὴ τὴν ὄψιν» επειδή «τὸ ὄμμα αὐτῆς ἐπὶ τὸ νοητὸν ἀνατείνουσα κάλλος καὶ τὴν ἀγαθότητα» η οποία δίνει υπόσταση στα πάντα και στην οποία μετέχουν τα πάντα και γίνονται αγαθά. Ακόμα καλύτερα, όμως, είναι να ακολουθήσουμε την αναλογία και να θεωρήσουμε ότι αυτά αναφέρονται στους ίδιους τους θεούς. Γιατί «τὸ πρεσβυτικὸν» [η προχωρημένη ηλικία] και τα λευκά μαλλιά, τα οποία έχουν εξυμνηθεί από τους θεολόγους για την περίπτωση των πατρικών θεών, που βρίσκονται έτσι όπως στους θεούς ;; Που βρίσκεται «τὸ καλὸν οὕτω καὶ ἀγαθὸν» έτσι όπως στους θεούς στους οποίους υπάρχει «τὸ αὐτὸ κάλλος καὶ τὸ πρώτως ἀγαθόν;» [το καθαυτό κάλλος και το πρωταρχικό αγαθό]. Γιατί και η ενωμένη έκφραση «ωραίος και καλός» είναι απολύτως ταιριαστή με εκείνους στους οποίους ταυτίζεται η ενότητα και η αγαθότητα.
Από την άλλη τα όσα αναφέρονται στην εμφάνιση του Ζήνωνα, δηλαδή ότι ήταν ψηλός και ευχάριστος στην όψη, αφορούν το σώμα αλλά κυρίως τους λόγους. Γιατί όσα ο Παρμενίδης εξέφραζε με μπερδεμένο και συνεπτυγμένο τρόπο, αυτά ο Ζήνωνας τα παρουσίαζε αναπτύσσοντας και εκτείνοντάς τα σε μακροσκελείς λόγους. Αν, όμως, «ήταν αγαπητός μαθητής του Παρμενίδη», είναι φανερό ότι και τους δύο τους διέκρινε η άνοδος προς ένα και τον ίδιο θεό. Γιατί αυτό είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της όντως ερωτικής τέχνης, ώστε και πάλι μνημονεύτηκε αυτός ο έρωτας επειδή η ένωση του πλήθους γύρω από τη μετουσία στο θείο ταιριάζει με τον σκοπό του διαλόγου. Αν, όμως, πρέπει να το πούμε ακόμα πιο τέλεια και να πούμε ότι μέσα στους ίδιους του θεούς τα δεύτερα βρίσκονται μέσα στα πρώτα και όλα γενικά είναι ενωμένα με το Ένα, από το οποίο προέρχεται η πρόοδος και η έκταση των όντων, δεν θα βρεθούμε μακριά από την αλήθεια σχετικά με αυτούς.
Το ότι βέβαια κατέλυσαν, ο Ζήνων και ο Παρμενίδης, στο σπίτι του Πυθόδωρου, για όσους έχουν στραμμένο τον νου τους στα υποδείγματα, θεωρείται σύμβολο του ότι οι θεοί «αποκαλύπτονται» [ἐκφαίνεσθαι] πρωταρχικά μέσω των αγγέλων και μέσα στην τάξη των αγγέλων. Γιατί το σπίτι είναι σύμβολο της τάξης κάθε πράγματος. Το «έξω από το τείχος» δηλώνει «τὸ ἐξῃρημένον» [υπερβατικό] «καὶ ἀπερίληπτον τῶν θεῶν». Όπως ακριβώς, λοιπόν, εμφανίζονται όλοι συγκεντρωμένοι μέσα στο σπίτι του Πυθόδωρου, άλλοι από την πόλη και άλλοι από το εξωτερικό, έτσι και μέσα στην τάξη των αγγέλων εμφανίζονται οι θεοί που κυβερνούν τον Κόσμο και οι νοητικοί θεοί και αναγνωρίζονται από εμάς μέσω της ουσίας εκείνων.
Όσον αφορά την έκφραση, το «στο σπίτι του Πυθόδωρου» είναι πολύ αττικό. Γιατί είναι ο ίδιος ο Πυθόδωρος που μιλάει για τον εαυτό του και άλλος θα έλεγε ότι «κατέλυσαν στο σπίτι μου». Ίσως όμως ο Αντιφώντας άλλα τα λέει από τη θέση του Πυθόδωρου και άλλα τα λέει από τη θέση του Πυθόδωρου και άλλα τα λέει από τη δική του θέση, και έτσι προσέθεσε και το «στο σπίτι του Πυθόδωρου», ωσάν να το προσθέτει ο ίδιος. Το «έξω από το τείχος στον Κεραμεικό» προφανώς προέρχεται από την ιστορία. Γιατί ο Κεραμεικός χωριζόταν σε δύο μέρη, ένα μέρος έξω από το τείχος και ένα μέρος μέσα στο τείχος. Οι άνδρες, τώρα, που ήρθαν στην Αθήνα αποφεύγουν το πλήθος και για αυτό καταλύουν έξω από το τείχος. Και δεν πρέπει να απορούμε. Γιατί ήρθαν εδώ όχι για να συναντηθούνε με πολλούς, αλλά για να λάβουν μέρος στη γιορτή. Δικαιολογημένα λοιπόν κατοικούσαν έξω από την πόλη λόγω του πολλού κόσμου, αφού και οι πυθαγόρειοι απαγόρευαν τη χρήση των πολυσύχναστων λεωφόρων και θεωρούσαν πολύτιμο και σεβαστό το να μην ανακατεύεται κανείς με το πλήθος. Επειδή όμως το ότι οι φιλόσοφοι από την Ελέα της Ιταλίας έμειναν έξω από το τείχος και το ότι πήγαιναν εκεί αυτοί που ήθελαν να τους συναντήσουν, ενώ οι φιλόσοφοι από τις Κλαζομενές ήρθαν σε επαφή με εκείνον που τους μετέδιδε τη θεωρία των Ελεατών στη Μελίτη μέσα στην πόλη αποτελεί σύμβολο ότι τα πρώτα όντα «ἐξῃρῆσθαι» [υπερβαίνουν] τα μεσαία, ενώ όσα ακολουθούν τα μεσαία περιέχονται μέσα τους, θα έχουν και αυτά, αν συνδυαστούν με όλα όσα έχουν ειπωθεί παραπάνω, διόλου μικρή ομοιότητα με την αλήθεια των πραγμάτων.
Τώρα, όσο αφορά τον Σωκράτη πρέπει να παρατηρήσουμε πως λόγω της ευφυΐας του αναζητά με ζήλο αυτούς τους άνδρες, και δεν είναι ίδιες οι αιτίες για τις οποίες συναντά τους σοφιστές και τους σοφούς. Γιατί συναντά τους σοφιστές για να ελέγξει «τὴν ἀμαθίαν καὶ τὸν τύφον» τους, ενώ συναντά τους σοφούς «ὡς προσκαλεσόμενος αὐτῶν τὴν ἐπιστήμην καὶ τὸν νοῦν» τους. Έτσι προετοιμασμένος συναντά τον Τίμαιο, έτσι και εδώ γίνεται κάτι σαν ηγεμόνας και αγελάρχης των εραστών της φιλοσοφίας. Γιατί όλοι έχουν έρθει επιθυμώντας να ακούσουν, αλλά ικανοποιούν την επιθυμία τους μαζί με αυτόν και μέσω αυτού. Και αυτά, μάλιστα, είναι εικόνες των θεϊκών πραγμάτων, όπως και τα προηγούμενα. Ο νέος Σωκράτης, που είναι ηγεμόνας νέων, ταυτίζεται σχεδόν με τα όσα αναφωνεί ο Πλάτων στον «Φαίδρο, 246.e» : «Ο μὲν δὴ μέγας ἡγεμὼν Ζεὺς πρῶτος πορεύεται, τῷ δὲ ἕπεται στρατιὰ θεῶν καὶ δαι μόνων – ο μέγας ηγεμόνας Ζευς πορεύεται πρώτος και τον ακολουθεί στρατιά θεών και δαιμόνων». Γιατί παντού ο νους έλαχε την επιστρεπτική βαθμίδα και ανυψώνει και επιστρέφει στον εαυτό του ολόκληρο το πλήθος που είναι εξαρτημένο από αυτόν. Γιατί και το ότι ο Σωκράτης είναι νέος αποτελεί σύμβολο της νεότητας που εξυμνείται μέσα στους θεούς. Γιατί και τον ίδιο τον Δία και τον Διόνυσο η θεολογία τους αποκαλεί «παῖδας καὶ νέους». «αν και είναι και οι δύο νέοι – καίπερ ὄντε νέω» λέγεται στο σωζόμενο απόσπασμα υπ’ αριθμό 207. Και γενικά αποκαλούν έτσι τη νοητική βαθμίδα συγκρίνοντάς τη με τη νοητή και την πατρική.
Η επιθυμία για τα συγγράμματα του Ζήνωνα δηλώνει συμβολικά πως εκεί ψηλά τα τρίτα όντα μετέχουν πρώτα στις δυνάμεις που έχουν εμφανιστεί μέσα στα μεσαία όντα και έπειτα συνδέονται με τις κορυφές τους και κοινωνούν [επικοινωνούν] με τα ίδια τα νοητά. Γιατί τα συγγράμματα έχουν σειρά πολλαπλά κατώτερη από τη γνώση. Για αυτό και ο Σωκράτης πραγματοποιεί με τάξη την άνοδο. Γιατί πρώτα ακούει τα συγγράμματα, έπειτα έρχεται σε επαφή με τους λόγους και τρίτον ενώνεται με τους ίδιους τους άνδρες μέσω μιας γνώσης. Γιατί ο λόγος προέρχεται από τη γνώση, και τα συγγράμματα είναι εικόνες των λόγων.
Το ότι τα συγγράμματα μεταφέρθηκαν τότε για πρώτη φορά, δηλώνει την ιεροπρέπεια και τη θεοπρέπεια τους. Γιατί, από την στιγμή που ανακοινώθηκαν κατά την εορτή των Παναθηναίων, γίνονται θεωρητικά στολίδι αντί για το πέπλο των Παναθηναίων. Γιατί κατά κάποιο τρόπο έχουν τον ίδιο σκοπό με το πέπλο. Γιατί, όπως το πέπλο περιέχει τη νίκη της Αθηνάς, με την οποία κυριαρχεί σε όλα τα διαιρεμένα και εγκόσμια αίτια και τα εξαρτά όλα από τον πατέρα, έτσι και ο λόγος θέλει να εξαρτήσει ολόκληρο το πλήθος των όντων από το Ένα ΟΝ, και δείχνει πως, αν απομονωθεί από το Ένα, θα γεμίσει το σύμπαν με αταξία και με όντως Γιγαντική σύγχυση. Αλλά όμως και ο Σωκράτης παρουσιάζεται νέος, προκειμένου να είναι ευκίνητος προς την ανάμνηση των θείων, και ευφυής, προκειμένου να είναι γρήγορος στην υποβολή ερωτήσεων. Γιατί ο Πυθόδωρος, στον στίχο 130.a, λέει ότι ο Σωκράτης τον εξέπληξε με τα ερωτήματα που προέβαλε στα επιχειρήματα του Ζήνωνα και ότι εύκολα και ανεπιτήδευτα συμμετείχε στη γνώση εκείνων των ανδρών. Και αν ο Ζήνωνας είναι αυτός που διαβάζει το σύγγραμμα, πως ο Πλάτων με αυτά δεν δηλώνει την καλή διάθεση του άνδρα για ευεργεσίες και τις δυνάμεις των μεσοτήτων, δυνάμεις με τις οποίες αποκαλύπτουν τον εαυτό τους σε όσα άμεσα είναι εξαρτημένα από αυτές ;; Γιατί αυτές τους αποκαλύπτουν τον εαυτό τους στην τελευταία, στη μεσαία και στην κορυφαία βαθμίδα τους. Και συμβολικά οι βαθμίδες αυτές είναι τα γράμματα, οι λόγοι και οι νοήσεις.
Στο σημείο του διαλόγου που ο Ζήνωνας ο ίδιος διαβάζει τους λόγους, ο Πλάτων μας δίνει μια θαυμαστή ένδειξη για τα θεϊκά πράγματα. Γιατί, αν κανείς δεν είναι τυφλός μπροστά στις αντιστοιχίες, μπορεί να διακρίνει την υψηλή θεωρία που υπάρχει μέσα στην επίμαχη σκηνή σαν μέσα σε εικόνες. Γιατί κατ’ αρχάς το ότι ο Παρμενίδης δεν παρευρίσκεται από την αρχή στην ανάγνωση των λόγων, αλλά έρχεται όταν πια οι λόγοι τελειώνουν και συμπληρώνονται, είναι σύμβολο του ότι θεϊκότερες αιτίες εμφανίζονται στα υποδεέστερα όντα όταν αυτά έρχονται σε τέλεια μέθεξη με τα αμέσως ανώτερά τους όντα και όχι προηγουμένως. Γιατί πως όσα αδυνατούν να μετέχουν στα μεσαία, μπορούν να ανατρέξουν στην επαφή με τα κορυφαία όντα ;; Όταν, λοιπόν, τελειώνουν οι λόγοι του Ζήνωνα εμφανίζεται ο Παρμενίδης. Μαζί του βρίσκεται ο Πυθόδωρος και ο Αριστοτέλης, εκ των οποίων ο Πυθόδωρος είναι μαθητής του Ζήνωνα και ο Αριστοτέλης συντάσσεται κάπως με τον Παρμενίδη. Γιατί διαμορφώνει μαζί του τις υποθέσεις χωρίς να κάνει τίποτα άλλο πατά να απαντά. Γιατί ο Παρμενίδης θα επιλέξει για τη συζήτηση σχετικά με τα θεία αυτόν ως τον πιο νέο ανάμεσα στους παρόντες, προκειμένου, όπως θα πει ο ίδιος, να μην προβάλλει δυσκολίες και εμπόδια, αλλά να περιορίσει τον εαυτό του μόνο στις διαλεκτικές απαντήσεις.
Τι, λοιπόν, υποδεικνύει αυτό το πράγμα και για ποιο λόγο ο Αριστοτέλης έχει συνταχθεί με τον Παρμενίδη και ωφελείται από εκείνον, ενώ ο Πυθόδωρος έχει συνταχθεί με τον Ζήνωνα πριν από τον Σωκράτη, και ο Σωκράτης έχει συνταχθεί και με τους δύο σοφούς, παρακινώντας τη σοφία του Παρμενίδη και εκφράζοντας απορίες στα επιχειρήματα του Ζήνωνα ;
Ο Παρμενίδης, όπως έχουμε πει, «ἀνάλογόν ἐστιν, τῷ πανταχοῦ πρώτῳ παρὰ τοῖς θείοις, εἴτε ἓν ὂν εἴτε νοητὸν προσονομάζεις», είτε με όποιος άλλο τρόπο. Γιατί αυτό «ἔστι καὶ ἐν πᾶσι τοῖς θείοις διακόσμοις καὶ ἐν ἑκάστῳ τῶν θεῶν». Για αυτό και ο Παρμενίδης γεμίζει τους πάντες με τις θεϊκές νοήσεις του, μιμούμενος εκείνη την τάξη η οποία διευθέτησε τα πάντα, και τα πρώτα και τα έσχατα. Γιατί, τελειοποίησε ο ίδιος τον Ζήνωνα, επειδή παντού η μεσαία τάξη προέρχεται από την κορυφή. Μέσω του εαυτού του και του Ζήνωνα τελειοποίησε και τον Σωκράτη, όπως ακριβώς και μέσα στα θεία η εμφάνιση των τρίτων γίνεται μέσω των πρώτων και των μεσαίων. Τελειοποίησε και τον Πυθόδωρο, αλλά πλέον δεν τον τελειοποίησε απλώς και μόνον από τον εαυτό του, αλλά μέσω του Ζήνωνα και του Σωκράτη, οι οποίοι τον βοήθησαν να τελειοποιήσει τον Πυθόδωρο στην επιστήμη. Τελευταίο τελειοποίησε και τον Αριστοτέλη, αυτόν όμως μόνο από τον εαυτό του. Γιατί η δόση [χορηγία] από αυτόν φτάνει μέχρι και την κατώτατη έξη, στην οποία δεν φτάνει η ενέργεια και η δύναμη του Ζήνωνα, όπως ακριβώς και η «ἀπογέννησις» που πηγάζει από το ΟΝ απλώνεται εκ φύσεως περισσότερο από όσο απλώνεται η «ἀπογέννησις» που πηγάζει από την ζωή.
Και ο Ζήνωνας έχει συμπληρωθεί ο ίδιος από τον Παρμενίδη και συμπληρώνει διαφορετικά τον Πυθόδωρο ως μαθητή του και διαφορετικά τον Σωκράτη ως συνεργάτη του, τον ένα πριν από τον Σωκράτη και τον άλλο μετά, επειδή ο Πυθόδωρος μπορεί να μετέχει όχι μόνο στον Ζήνωνα αλλά και στον Σωκράτη. Γιατί και μέσα στα θεία το μεσαίο ενεργεί πριν από το επόμενο του και «χωρεῖ διὰ πάντων ἐπιτηδειότητα ψιλὴν παρέχον» [διεισδύει στα πάντα περεχώντας σκέτη καταλληλότητα] ακόμα και στα τελευταία που μετέχουν σε αυτό. Την καταλληλότητα αυτή την τελειοποιεί αργότερα μετά την τελειότητα όσων είναι άμεσα εξαρτημένα από αυτό. Επομένως η πρώτη μέθεξη υποδεικνύει την ατελή σφραγίδα των πρώτων, την οποία δίνουν τα πρώτα όταν ενεργούν πριν τα δεύτερα. Η δεύτερη μέθεξη υποδεικνύει την τελειοποίηση της σφραγίδας των πρώτων, τελειοποίηση η οποία επέρχεται μέσω όσων είναι εξαρτημένα από τα πρώτα. Ο Σωκράτης είναι το τρίτο μέλος που συμπληρώνει την τριάδα η οποία έχει απλωθεί σε όλους τους αριθμούς και αντιστοιχεί στον Νου, αυτόν της νοητής τριάδας ΟΝ – Ζωή – Νους. Για αυτό συμμετέχει πρώτα στον Ζήνωνα και μέσω αυτού συνάπτεται με τον ίδιο τον Παρμενίδη, όπως ακριβώς «ὁ ἐν θεοῖς νοῦς ὁ ἐν ἑκάστῳ προσεχῶς μὲν πεπλήρωται θείας τινὸς ζωῆς» και μέσω αυτής ενώνεται με το ίδιο το νοητό και με τη βάση της ύπαρξής του, «διὰ δὲ ταύτης καὶ πρὸς τὸ νοητὸν αὐτὸ συνενίζεται καὶ τὴν οἰκείαν ὕπαρξιν» γράφει ο Πρόκλος. Ο Πυθόδωρος, επειδή αντιστοιχεί στο «ἐκφαντορικὸν τῶν κρειττόνων γένος», είναι μαθητής του Ζήνωνα και μετέχει στις γόνιμες απορίες του Σωκράτη. Γιατί οι θεοί δίνουν υπόσταση στους Αγγέλους από τις μεσαίες και από τις τρίτες δυνάμεις, αλλά όχι από τις πρώτες. Γιατί εκείνες είναι γεννήτριες θεών [ἐκεῖναι γάρ εἰσι γεννηταὶ θεῶν].
Ο Αριστοτέλης έχει τοποθετηθεί σε θέση ανάλογη με τις ψυχές οι οποίες «δι᾽ ἐνθουσιασμὸν» πολλές φορές συνάπτονται με τα πιο θεϊκά όντα και έπειτα «ἀποπίπτουσι» [εκπίπτουν] «τῆς τοιαύτης μακαριότητος». Γιατί δεν είναι καθόλου περίεργο η ψυχή που τώρα βρίσκεται σε θεόπνευστη κατάσταση, αργότερα να επιλέξει τρόπο ζωής «ἄθεον καὶ σκοτεινόν». «Πληροῦται»[συμπληρώνεται], μάλιστα, μόνο από τον Παρμενίδη, επειδή και μέσα στους θεούς είναι έργο των πρώτιστων [πρώτων] όντων λόγω της αφθονίας της δύναμης τους να χορηγήσουν και σε αυτές μια μετουσία [συμμετοχή] στο θεϊκό φώς. Έτσι και οι θεολόγοι έχουν αποκαλέσει τη νοητική ζωή «Κρονίαν», «ζωή του Κρόνου», «ἀλλ᾽ οὐ Δίϊον», «και όχι του Δία», παρόλο που η άνοδος γίνεται μέσω του μεγάλου Διός. Γιατί, όπως ακριβώς ο Ζευς πληρείται από τον πατέρα του και ανάγεται σε εκείνον σαν στη δική του νοητή αρχή, ανυψώνει και τα επόμενά του, έτσι λοιπόν, ακόμα κι αν οι ψυχές πραγματοποιούν την άνοδο μαζί με τον Δία, ο βίος τους είναι του Κρόνου, επειδή εκείνος πληρεί τους μεσαίους και τους τρίτους διακόσμους και τελικά και τις ψυχές οι οποίες εμπνέονται από αυτόν. Και μην απορήσει κανείς αν τα θεία έχουν μεταξύ τους αυτή τη σειρά. Αντιθέτως κοιτάξτε και τους ίδιους τους φιλοσόφους πως ο τελειότερος και δυνατότερος ανάμεσά τους ευεργετεί επίσης περισσότερους. Γιατί ο Κέβης ή ο Σιμμίας ευεργετούν μόνο τον εαυτό τους ή και άλλους που είναι παραπλήσιοι με αυτούς, ενώ ο Σωκράτης ευεργετεί και τον εαυτό του και αυτούς και τον Θρασύμαχο. Μάλιστα ο Κέβης δεν θα μπορούσε ποτέ να θεραπεύει την «ἀπόνοιαν» [παράνοια] και την αναισχυντία αυτού του σοφιστή, αλλά ο Σωκράτης θεράπευσε και αυτόν αρμονικά και τον έπεισε ότι η δικαιοσύνη είναι καλύτερη από την αδικία. Έτσι, λοιπόν, και ο Παρμενίδης είναι πάρα πολύ δυνατός, ωφέλησε ακόμα και αυτόν που ανάμεσα στους συγκεντρωμένους είχε την λιγότερη καταλληλότητα. Την αμυδρότητα της καταλληλότητας του, μάλιστα τη δηλώνει το γεγονός ότι χαρακτηρίζεται ο πιο νέος ανάμεσα στους παρόντες, πράγμα που είναι σύμβολο ατελούς έξης, και το γεγονός ότι στην αναφορά σε αυτόν προστίθεται πως ύστερα έγινε ένας από τους Τριάκοντα τυράννους, απ’ όπου και εμείς δικαιολογημένα συμπεραίνουμε την αντιστοιχία του προς τις ψυχές οι οποίες άλλοτε εμπνέονται και ζουν μαζί με τους Αγγέλους, όπως και αυτός έχει πραγματοποιήσει την είσοδο του μαζί με τον Πυθόδωρο, και άλλοτε «ἀποπίπτουσι» [εκπίπτουν] από αυτή τη δυνατότητα. Γιατί ο Πυθόδωρος εμμένει στις αρχές του, ώστε να μεταδίδει και σε άλλους τη συνουσία [συζήτηση], όπως ακριβώς βέβαια και ολόκληρο το γένος των αγγέλων παραμένει πάντα αγαθό και συμπληρώνει τα κατώτερα με τη συμμετοχή στα θεία. Ο Αριστοτέλης, όμως, αντί για φιλόσοφος γίνεται τύραννος. Γιατί οι ψυχές που έχουν «κατὰ σχέσιν, καὶ μὴ κατ᾽ οὐσίαν» μια τέτοια ζωή, μερικές φορές απομακρύνονται από αυτήν την τάξη και οδηγούνται στην περιοχή της γενέσεως. Γιατί τυραννία έχει χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο «τῆς ἐν γενέσει ζωῆς». Γιατί, όπως λέγεται στην Πλατωνική «Πολιτεία, 621.a», αυτή υπάγεται στον θρόνο της Ανάγκης, καθώς καθοδηγείται από την άστατη και άτακτη επιθυμία, ενώ και η ίδια η επικράτηση των Τριάκοντα τυράννων στην Αθήνα αποτελεί εικόνα της επικράτησης της Γιγαντείου και γηγενούς βίου επί των Αθηναϊκών και Ολύμπιων αγαθών. Γιατί ο όντως Γιγαντικός πόλεμος λαμβάνει χώρα εντός των ψυχών. και όταν ηγείται μέσα σε αυτές ο Λόγος [λογική] και ο νους, κυριαρχούν τα Ολύμπια αγαθά και τα αγαθά της Αθηνάς και η σύμπασα ζωή είναι βασιλική και φιλοσοφική. Όταν όμως κυριαρχούν τα πάθη ή γενικά τα κατώτερα και γηγενή, τότε το πολίτευμα μέσα σε αυτές είναι η τυραννία. Αν, λοιπόν, ο Πλάτωνας λέει ότι αυτός ήταν ένας από τους Τριάκοντα λέει το ίδιο ωσάν να έλεγε ότι αντιστοιχεί στις ψυχές οι οποίες άλλοτε εμπνέονται από το θείο και άλλοτε και οι ίδιες γίνονται γηγενείς και υποτάσσουν τη ζωής τους στους πιο σκληρούς τυράννους, τα πάθη, και γίνονται οι ίδιες τύραννοι του εαυτού τους. Με αυτά οι φιλόσοφος δηλώνει ότι δεν είναι αδύνατον η ίδια η ψυχή να αναπτύσσει διαφορετικούς τρόπους ζωής και η ψυχή που άλλοτε φιλοσοφούσε, άλλοτε να γίνεται τυραννική και πάλι από τυραννική να «μεθίστασθαι» [μετακινείται] στον φιλοσοφικό βίο. Γιατί γενικά το ίδιο το τυραννικό στοιχείο είναι χαρακτηριστικό ψυχών που επιδιώκουν κάποιο μέγεθος, ύψος και δύναμη. Έτσι και ο Σωκράτης στην Πλατωνική «Πολιτεία, 619.b» λέει ότι οι «ἐξ οὐρανοῦ κατιούσες» ψυχές επιλέγουν ως επί το πλείστον τον τυραννικό βίο. Γιατί, «ἄνω γὰρ οὖσαι συμπεριεπόλουν τὸ πᾶν», και έχοντας την εικόνα του επιδιώκουν πρόθυμα κατά τις επιλογές τους τις δυνάμεις και τις τυραννίες.
Αλλά ας συνοψίσουμε με πολύ λίγα λόγια : Οι άνδρες, λοιπόν, που είπαμε ότι από την πατρίδα τους τις Κλαζομενές έχουν έρθει στην Αθήνα είναι οι ψυχές που από την φύση τους ανεγείρονται στον νου. Πρέπει, μάλιστα, αυτές να ενωθούν με τα όντως Όντα και να πραγματοποιήσουν την άνοδό τους μέχρι τους θεούς. γιατί εκεί βρίσκεται το λιμάνι των ψυχών και από εκεί προέρχεται η πλήρωσις με τα αγαθά τα οποία φτάνουν με τον κατάλληλο τρόπο τόσο προς όλα τα θεϊκά γένη όσο και προς τις ψυχές που ανατείνουν προς τον νου. Προτού, λοιπόν, έρθουν σε επαφή με τα ίδια τα θεϊκά όντα, συναντούνε τα όντα που είναι κοντά σε αυτές. Γιατί η άνοδος των ψυχών πρέπει να γίνεται μέσω των μεσαίων γενών, τα οποία λέγεται ότι συναντούν όλες όσες δεν έχουν ακόμη φτάσει στην τελειότητα και βρέθηκαν έξω από τη ζωή που χαρακτηρίζεται από το πλήθος, βρίσκονται όμως ακόμη στην αγορά. Έπειτα μέσω αυτών συνάπτονται με κάποιους θεϊκούς δαίμονες, μέσω των οποίων πραγματοποιείται η αποκατάσταση τους στο νοητό. Για τον λόγο αυτή η επαφή τούτη δεν πραγματοποιείται πλέον στην αγορά αλλά στο σπίτι, λόγω της τελειότερης επικοινωνίας. Όταν βρεθούν εκεί, κρατιούνται γερά από τους οδηγούς τους και συμπληρώνονται με νοητική δύναμη από αυτούς. Και όταν συμπληρωθούν, βλέπουν τις τάξεις των αγγέλων οι οποίες συμπληρώνονται από τους θεούς και συμπληρώνουν τους δαίμονες με θεϊκά είδη και με νοητικούς λόγους. Και αφού ενδυναμώσουν πάλι από αυτές, ατενίζουν πρώτα τις τριπλές και παντελείς τάξεις των θεών και έπειτα, μαζί με τους αγγέλους, και τις ψυχές που χορεύουν γύρω από το νοητό και εμπνέονται από αυτό. Για αυτό και οι ίδιες τις μιμούνται όσο μπορούν και εξαρτώνται από τους θεούς. Αυτά πρέπει να συμπεράνουμε από όσα περιέχονται στο προοίμιο, για να μιλήσουμε γενικά, ερμηνεύοντας τα με βάση την αναλογία.