Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1181-1210)

ΑΝ. πάτερ, πιθοῦ μοι, κεἰ νέα παραινέσω.
τὸν ἄνδρ᾽ ἔασον τόνδε τῇ θ᾽ αὑτοῦ φρενὶ
χάριν παρασχεῖν τῷ θεῷ θ᾽ ἃ βούλεται,
καὶ νῷν ὕπεικε τὸν κασίγνητον μολεῖν.
1185 οὐ γάρ σε, θάρσει, πρὸς βίαν παρασπάσει
γνώμης ἃ μή σοι συμφέροντα λέξεται.
λόγων δ᾽ ἀκοῦσαι τίς βλάβη; τά τοι κακῶς
ηὑρημέν᾽ ἔργα τῷ λόγῳ μηνύεται.
ἔφυσας αὐτόν· ὥστε μηδὲ δρῶντά σε
1190 τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατ᾽, ὦ πάτερ,
θέμις σέ γ᾽ εἶναι κεῖνον ἀντιδρᾶν κακῶς.
ἀλλ᾽ ἔα νιν. εἰσὶ χἀτέροις γοναὶ κακαὶ
καὶ θυμὸς ὀξύς, ἀλλὰ νουθετούμενοι
φίλων ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδονται φύσιν.
1195 σὺ δ᾽ εἰς ἐκεῖνα, μὴ τὰ νῦν, ἀποσκόπει
πατρῷα καὶ μητρῷα πήμαθ᾽ ἅπαθες·
κἂν κεῖνα λεύσσῃς, οἶδ᾽ ἐγώ, γνώσῃ κακοῦ
θυμοῦ τελευτὴν ὡς κακὴ προσγίγνεται.
ἔχεις γὰρ οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα,
1200 τῶν σῶν ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος.
ἀλλ᾽ ἡμὶν εἶκε· λιπαρεῖν γὰρ οὐ καλὸν
δίκαια προσχρῄζουσιν, οὐδ᾽ αὐτὸν μὲν εὖ
πάσχειν, παθόντα δ᾽ οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν.
ΟΙ. τέκνον, βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με
1205 λέγοντες· ἔστω δ᾽ οὖν ὅπως ὑμῖν φίλον.
μόνον, ξέν᾽, εἴπερ κεῖνος ὧδ᾽ ἐλεύσεται,
μηδεὶς κρατείτω τῆς ἐμῆς ψυχῆς ποτε.
ΘΗ. ἅπαξ τὰ τοιαῦτ᾽, οὐχὶ δὶς χρῄζω κλύειν,
ὦ πρέσβυ. κομπεῖν δ᾽ οὐχὶ βούλομαι· σὺ δ᾽ ὢν
1210 σῶς ἴσθ᾽, ἐάν περ κἀμέ τις σῴζῃ θεῶν.

***
ΑΝ. Πατέρα, άκου, κι ας είμαι νέα, θα σε συμβουλέψω.
Τον άντρα αυτόν που σου μιλά, τη χάρη κάνε του κι εσύ
να πράξει κατά τη συνείδησή του, να σεβαστεί και τον θεό
σ᾽ αυτά που θέλει.
Αλλά, και στη δική μας την παράκληση υποχώρησε,
άσε τον αδελφό μας νά ᾽ρθει εδώ.
1185 Το θάρρος σου μη χάνεις, δεν πρόκειται τη γνώμη σου
ν᾽ αλλάξει με τη βία, αν σου ζητήσει κάτι ασύμφορο.
Τί βλάπτει αλήθεια αν τον ακούσεις; Το ξέρουμε όλοι,
έργα πανούργα φανερώνονται μέσα από λόγια.
Έτσι κι αλλιώς εσύ τον έφερες στον κόσμο· ακόμη
1190 κι αν οι πράξεις του κάκιστες κι ασεβέστατες φανούν,
πάλι, πατέρα, σωστό δεν είναι ν᾽ ανταποδώσεις το κακό.
Άσ᾽ τον λοιπόν. Κι άλλα παιδιά γεννήθηκαν
δύστροπα, οξύθυμα, κι όμως οι νουθεσίες των δικών τους
πιάνουν σαν ξόρκια και τα πάθη τους ξορκίζουν.
1195 Όμως κι εσύ, όχι τα τωρινά, εκείνα τα παλιά σου πάθη,
με τον πατέρα και τη μάνα σου, αναλογίσου· τότε
θα δεις, γι᾽ αυτό δεν έχω αμφιβολία, πως το τέλος
της κακής οργής είναι κι αυτό ολέθριο.
Έχεις να θυμηθείς δικά σου παραδείγματα, κι όχι μικρά·
1200 μάτια τυφλά που μόνος σου τα τύφλωσες.
Λοιπόν, μην επιμένεις, κάν᾽ το για μας· άσχημο είναι
να εκλιπαρούν όσοι έχουν δίκιο, κι αυτός που ευεργετήθηκε,
στον ευεργέτη του το αντιχάρισμα ν᾽ αρνείται.
ΟΙ. Παιδί μου, με νικούν τα λόγια σας, νίκη γλυκιά
1205 για σας, βαριά για μένα. Λοιπόν, ας γίνει ό,τι αγαπάτε.
Μόνο μια λέξη, ξένε· αν έλθει αυτός εδώ, κανείς
δεν πρέπει ν᾽ απειλήσει τη ζωή μου.
ΘΗ. Τ᾽ άκουσα μια φορά, δεύτερη δεν χρειάζεται.
Όμως να ξέρεις, σώος εσύ θα μείνεις, αν ο θεός
1210 μ᾽ αφήσει σώο κι εμένα.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 9. Ιλιάδα

9.6. Πατρόκλεια


Δυο συγκλονιστικές ραψωδίες (από τις εκτενέστερες του έπους) αφιερώνει ο ποιητής στον Πάτροκλο. Στη ραψωδία Π ο ήρωας (φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα και εφοδιασμένος με τα αθάνατα άλογά του) αριστεύει απωθώντας τους Τρώες ως τις Σκαιές Πύλες. Έτσι όμως προκαλεί τον θέσφατο φόνο του, στον οποίο συνεργούν ο Εύφορβος, ο Απόλλων και ο Έκτωρ. Στη ραψωδία Ρ διακυβεύεται το γυμνό σώμα του νεκρού Πατρόκλου, καθώς το διεκδικούν Τρώες και Αχαιοί. Μετά βίας κατορθώνουν να το αποσπάσουν, για να το μεταφέρουν στα πλοία των Αχαιών ο Μενέλαος και ο Μηριόνης, με την κάλυψη του Τελαμώνιου Αίαντα, ενώ απειλούνται συνεχώς από τον Έκτορα και τον Αινεία. Στο μεταξύ ο Μενέλαος αποστέλλει τον Αντίλοχο, τον γιο του Νέστορα, να φέρει στον Αχιλλέα το θλιβερό μήνυμα για τον θάνατο του εταίρου του, που εκείνος τον αγνοεί.

Ήδη στην αρχή της δέκατης έκτης ραψωδίας επικυρώνεται για δεύτερη φορά ο επικείμενος φόνος του Πατρόκλου: πρώτα από τον ποιητή, μετά από τον Δία. Φτάνοντας καθυστερημένος στη σκηνή του Αχιλλέα ο Πάτροκλος, θρηνώντας σαν μωρό παιδί, εκλιπαρεί τον Αχιλλέα να παραμερίσει τον άκαρδο θυμό του και να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, ώστε να σώσει τους Αχαιούς από τον βέβαιο όλεθρο. Αν, παρά ταύτα, εμποδίζεται από κάποια θεία εντολή, ας αναθέσει τουλάχιστον στον ίδιο την αποστολή αυτή: φορώντας αυτός την πανοπλία εκείνου, με τους Μυρμιδόνες στο πλευρό του, ελπίζει να αποκρούσει τους Τρώες και να ανακουφίσει τους Αχαιούς.

Προτού ωστόσο ακουστεί η απάντηση του Αχιλλέα, ακούγεται η φωνή του ποιητή. Χαρακτηρίζει τον Πάτροκλο νήπιον (που πάει να πει «μωρός»), γιατί δεν υποπτεύεται πως η ικεσία του αυτή θα αποβεί θανατηφόρα, σημαίνοντας το τέλος του (Π 46-47). Στην ανταπόκρισή του ο Αχιλλέας αποκρούει τον έλεγχο του Πατρόκλου για αλύγιστη κι αλύπητη καρδιά, θυμίζοντας την κατάφωρη προσβολή του Αγαμέμνονα, που, αρπάζοντας το νόμιμο γέρας του, του φέρθηκε σαν να ήταν ανυπόληπτος μετανάστης - αυτή η ατίμωση, όσο συνεχίζεται, θα τον κρατεί μακριά από τη μάχη. Δέχεται ωστόσο την εναλλακτική πρόταση: ας πάρει τη θέση του στη μάχη ο Πάτροκλος, ώστε, με τη δική του πανοπλία και με τους ακαταπόνητους Μυρμιδόνες στο πλευρό του, να αποτρέψει του Τρώες από τα πλοία, ανακουφίζοντας τους καταπονημένους Αχαιούς. Όμως εκεί να σταματήσει, να μη γυρέψει κι άλλη δόξα, φιλοδοξώντας να πατήσει αυτός το κάστρο της Τροίας, μήπως και προκαλέσει την εκδίκηση του Απόλλωνα· θα πρέπει, εκτελώντας την περιορισμένη αποστολή του, να γυρίσει αμέσως πίσω (Π 48-100).

Στο μεταξύ, παρά την αντίσταση του Αίαντα, ο Έκτωρ πυρπολεί το πλοίο του Πρωτεσίλαου, που το τυλίγουν τώρα οι φλόγες, θέαμα που αναστατώνει τον Αχιλλέα. Οπότε εξωθεί τον Πάτροκλο να φορέσει αμέσως την πανοπλία του και να βγει στη μάχη. Ο Πάτροκλος οπλίζεται, δίνοντας εντολή στον Αυτομέδοντα να ζέψει και τα αθάνατα άλογα του φίλου του, τον Ξάνθο και τον Βαλίο. Τον οπλισμό των Μυρμιδόνων τον επιβλέπει ο ίδιος ο Αχιλλέας, ερεθίζοντας με τον λόγο του το πολεμικό τους μένος. Μετά προσφέρει τελετουργικά σπονδή στον Δωδωναίο Δία, τον Πελασγικό, αναπέμποντας διπλή ευχή: να πετύχει ο εταίρος του την απώθηση του εχθρού και να επιστρέψει σώος. Ο Δίας εισακούει την πρώτη ευχή, απορρίπτει όμως τη δεύτερη (Π 249-252).

Έτσι η απρόβλεπτη «Πατρόκλεια» επισκιάζεται εξαρχής με τον αναπότρεπτο φόνο του Πατρόκλου, σημαδεμένο, τώρα για δεύτερη φορά, από τον ποιητή και από τον Δία. Επιβεβαιώνεται επομένως και ενισχύεται ο συμπληρωματικός ρόλος του Δία και του ποιητή στη μοίρα του Πατρόκλου. Και η συμπλήρωση αυτή συνεχίζεται, καθώς η «Πατρόκλεια» οδεύει στο μοιραίο τέλος της.

Η συντριπτική αριστεία του Πατρόκλου εξελίσσεται σε ανυποχώρητη έφοδο, παρά τη σύσταση του Αχιλλέα· η εφάρματη επίθεσή του στρέφεται στην τειχισμένη Τροία. Οπότε ο ποιητής αναγνωρίζει πάλι αφροσύνη στην πολεμική έπαρση του ήρωα, ενώ συγχρόνως στοχάζεται: αν ο Πάτροκλος είχε συμμορφωθεί με τη συμβουλή του Αχιλλέα, θα μπορούσε ίσως να αποφύγει τη μαύρη μοίρα του θανάτου. Αλλά ο Δίας, λέει, πάντα υπερτερεί: εκείνος άλλοτε αρπάζει από τα χέρια του αντρείου πολεμιστή τη νίκη και πανικόβλητο τον τρέπει σε φυγή· άλλοτε, όπως τώρα, τον εξωθεί να χτυπηθεί μέχρι τελικής πτώσης, ενισχύοντας το πολεμικό του μένος (Π 684-691). Τούτο σημαίνει ότι ποιητής και Δίας συμβάλλονται, καθένας με τον τρόπο και το κύρος του, στη θανάσιμη μοίρα του Πατρόκλου· στη σύνταξη επομένως και στην πλοκή της «Πατρόκλειας».

Ο φόνος του Πατρόκλου από τον Έκτορα αποτελεί κομβικό σημείο στην εξέλιξη του ιλιαδικού πολέμου, στον βαθμό που προορίζει και τον επόμενο φόνο του Έκτορα από τον Αχιλλέα. Ο προορισμός αυτός δηλώνεται πάλι έμμεσα και άμεσα: έμμεσα από τον θνήσκοντα Πάτροκλο στη ραψωδία Π (843-854)· άμεσα από τον Δία στη ραψωδία Ρ (198-219). Στη μεγαλαυχία του Έκτορα αντιστέκεται ξεψυχώντας ο εταίρος του Αχιλλέα, με μια επίβλεψη και μια πρόβλεψη. Η επίβλεψη: ο δικός του φόνος, λέει, δεν είναι κατόρθωμα εκείνου, που τρίτος στη σειρά τον αποτέλειωσε· οφείλεται στη βουλή του Δία και στην απάτη του Απόλλωνα, που τον κατέστησε ευάλωτο, απογυμνώνοντάς τον από τα όπλα του. Η πρόβλεψη: θα πρέπει ο Έκτωρ να στοχαστεί πως δεν πρόκειται και αυτός να επιβιώσει για πολύ· ο θάνατος έγινε πια παραστάτης του, η μοίρα του θανάτου τον ακούμπησε, θα τον δαμάσει όπου να ᾽ναι ο Αχιλλέας με τα φονικά του χέρια.

Αυτή την επιθανάτια πρόβλεψη θα επιβεβαιώσει ο Δίας στην επόμενη ραψωδία με συμπάθεια. Ο Εύφορβος, που δοκίμασε να σκυλεύσει το σώμα του Πατρόκλου, πέφτει νεκρός από το φονικό δόρυ του Μενελάου. Λάβρος ο Έκτωρ διεκδικεί τώρα από τον Μενέλαο την πανοπλία του Αχιλλέα που τη φορούσε ο απογυμνωμένος νεκρός. Μπρος στην ορμή του ο Μενέλαος υποχωρεί, οπότε ο Έκτωρ γίνεται κύριος των όπλων και ετοιμάζεται να αποκεφαλίσει το σώμα του Πατρόκλου, αλλά επεμβαίνει ο Αίας και αποτρέπει το κακό με την ασπίδα του. Ο Έκτωρ προς στιγμήν οπισθοχωρεί και παραδίδει τα όπλα του Πατρόκλου στους Τρώες, να τα ασφαλίσουν στο κάστρο της Τροίας, προς δόξα και τιμή μελλοντική. Στο μεταξύ, ο Γλαύκος τον ελέγχει για δειλία, οπότε εκείνος αλλάζει στάση: προφταίνοντας τους Τρώες που μετέφεραν τα όπλα του Αχιλλέα στην Τροία, τα παίρνει και τα ντύνεται ο ίδιος. Σ᾽ αυτό το κρίσιμο σημείο μεσολαβεί ο Δίας. Κοιτάζοντας από ψηλά τον Έκτορα, ντυμένο τη μοιραία πανοπλία, τον ελεεί και τον ελεεινολογεί για την αστόχαστη αυτή πράξη. Λέει:

Δεν πάει διόλου ο νους σου στον δικό σου θάνατο, κι ας στέκει κιόλας πλάι σου, ενώ εσύ φορείς τα αθάνατα όπλα εκείνου, που κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στο ανδρείο μένος του· δεν σου έφτασε που σκότωσες τον πιο αξιαγάπητο και γενναίο εταίρο του, που αφαίρεσες άπρεπα απ᾽ το κεφάλι και τους ώμους του την αρματωσιά του. Και μολαταύτα σου χαρίζω προσώρας δύναμη και δόξα· αντάλλαγμα, αφού δεν σου μέλλεται, σώος γυρίζοντας από τη μάχη, μ᾽ αυτά τα δοξασμένα όπλα του Αχιλλέα να σε δεξιωθεί η Ανδρομάχη.

Συμπέρασμα: όπως προορίστηκε από τον Δία και τον ποιητή ο θάνατος του Πατρόκλου, ομοιότυπα προορίζεται και ο επικείμενος θάνατος του Έκτορα. Στοιχείο που ενισχύει την υπόθεση ότι «Πατρόκλεια» και «Εκτόρεια» αποτελούν δίδυμα επεισόδια, που το ένα προϋποθέτει το άλλο. Αν επομένως για το πρώτο ευθύνεται ο ποιητής της Ιλιάδας, το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο. Την επικύρωση της διπλής του έμπνευσης αναζητεί και βρίσκει ο ποιητής στη βουλή του Δία.

Στο πλαίσιο εξάλλου της δέκατης έκτης ραψωδίας επεμβαίνει δραστικά ο Δίας άλλη μία φορά, προοικονομώντας τώρα και τον νεκρώσιμο νόστο του Έκτορα, ο οποίος, με τη βουλή του Δία πάλι, συντελείται, όπως θα δούμε, στην εικοστή τέταρτη ραψωδία του έπους. Συγκεκριμένα:

Στην αριστεία του Πατρόκλου εξέχει, με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενά του, ως κορυφαίο κατόρθωμα του ήρωα ο φόνος του Σαρπηδόνα (Π 419-684), που είναι γιος του Δία, αγαπημένος εταίρος του Γλαύκου. Το εταιρικό αυτό ζεύγος, που προέρχεται από τη Λυκία και εντάσσεται στους επικούρους του τρωικού στρατοπέδου, αντιζυγίζει, με την ομόλογη μοίρα του, το πρότυπο εταιρικό ζεύγος του Αχιλλέα και του Πατρόκλου, και από την άποψη αυτή αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην «Πατρόκλεια» και στην «Εκτόρεια».

Αντιδρώντας εδώ βίαια ο Σαρπηδών στις αλλεπάλληλες ανδροκτασίες του Πατρόκλου, ελέγχει τους συμπολεμιστές του από τη Λυκία και αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον εταίρο του Αχιλλέα σώμα με σώμα. Ο Δίας, επιβλέποντας την άγρια σύγκρουση και προβλέποντας την έκβασή της, στρέφεται προς την Ήρα και ομολογεί το δίλημμά του: αναρπάζοντας τον γιο του από το πεδίο της μάχης να τον περάσει σώο στη Λυκία; ή να αποδεχτεί το φονικό του τέλος από τα χέρια του Πατρόκλου; Η Ήρα αποκλείει την πρώτη επιλογή, ως παράδειγμα προς αποφυγήν σε ανάλογες περιπτώσεις, και αντιπροτείνει στον Δία να υποχωρήσει στον θάνατο του γιου του, εξασφαλίζοντας όμως την έντιμη μεταφορά του από τον Ύπνο και τον Θάνατο στον δήμο της Λυκίας· όπου δικοί και σύντροφοι θα του αποδώσουν νόμιμες τιμές, υψώνοντας τύμβο και στήλη επιμνημόσυνη πάνω στο μνήμα του.

Ο Δίας συγκατανεύει, κι αρχίζει η σύγκρουση, που καταλήγει στον φονικό ακοντισμό του Σαρπηδόνα. Ο οποίος ξεψυχώντας παρακαλεί τον Γλαύκο να υπερασπιστεί με τους Λυκίους συντρόφους το σώμα του από τη σύληση. Με πληγωμένο χέρι ο Γλαύκος, επικαλείται και δέχεται τη θεραπευτική αρωγή του Απόλλωνα. Μετά απαιτεί τη συμπαράσταση του Έκτορα, οπότε Τρώες και Λύκιοι, Μυρμιδόνες και Αχαιοί συμβάλλονται διεκδικώντας τον νεκρό Σαρπηδόνα. Ο Πάτροκλος εκδικείται τον φόνο του Επειγέα ακοντίζοντας τον Σθενέλεο, ο Γλαύκος χτυπά κατάστηθα τον Βαθυκλέα, ο Μηριόνης τον Λαόγονο, ο Αινείας προκαλεί τον Μηριόνη. Αγνώριστο από τα βέλη, το αίμα και τη σκόνη, το σώμα του Σαρπηδόνα το διεκδικούν με πάθος Αχαιοί και Τρώες.

Ο Δίας εποπτεύει, και ταλαντεύεται: έφτασε η ώρα μήπως να συντελεστεί ο φόνος του Πατρόκλου, να τον σκοτώσει τώρα ο Έκτορας, απογυμνώνοντας το σώμα του από την πανοπλία του Αχιλλέα; Πρόκειται για τελεσίδικη και απερίφραστη πια αναφορά του θεού στον επικείμενο θάνατο του Πατρόκλου, όπου τώρα εξονομάζεται, μαζί με το θύμα, και ο θύτης. Αποφασίζει ωστόσο ο Δίας μικρή αναβολή της φονικής αυτής επιχείρησης. Στο μεταξύ, εξωθεί τον Πάτροκλο να απωθήσει τους Τρώες και τον Έκτορα προς την τειχισμένη Τροία. Καθώς ο Έκτωρ και οι Λύκιοι υποχωρούν, οι Μυρμιδόνες γυμνώνουν τον νεκρό Σαρπηδόνα από τα όπλα του και, με εντολή του Πατρόκλου, τα μεταφέρουν στο δικό τους στρατόπεδο. Τότε ο Δίας εφαρμόζει την άλλη απόφασή του. Καλεί τον Απόλλωνα και παραγγέλλει:

Έλα, Φοίβε, γλίτωσε τώρα από τα φονικά βέλη των Αχαιών, καθάρισε το αιμόφυρτο σώμα του Σαρπηδόνα. Όσο μπορείς μακρύτερα, προς τις ροές του ποταμού πήγαινε να το λούσεις, με λάδι αθάνατο να το αλείψεις, με ρούχο θεϊκό σαβάνωσέ το· μετά το παραδίνεις στον Ύπνο και στον Θάνατο· δίδυμα αδέλφια, γοργοί περαματάρηδες· αυτοί, γρήγορα θα οδηγήσουν τον νεκρό στα μέρη της εύφορης κι απλόχωρης Λυκίας, όπου δικοί και σύντροφοι στο μνήμα του θα υψώσουν τύμβο και στήλη - μόνη τιμή αυτή όποιου πεθαίνει.

Ο Απόλλων εκτελεί επακριβώς την εντολή του Δία, και ο ποιητής την επαναλαμβάνει κατά λέξη. Θυμίζεται πως ο Καβάφης μεταποίησε την αισθητική αυτή περιγραφή στο ποίημά του «Η κηδεία του Σαρπηδόνος», σχεδόν αντιγράφοντας το ομηρικό κείμενο. Έπεται όμως και άλλη επέμβαση του Δία στη σκηνοθεσία της «Πατρόκλειας», τώρα στο πλαίσιο της δέκατης έβδομης ραψωδίας (Ρ 423-455).

Νεκρός ο Πάτροκλος, και πάνω στο σώμα του λυσσομανούν Τρώες και Αχαιοί, ποιος θα το πάρει. Την ίδια ώρα τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα (που έφεραν τον Πάτροκλο στη μάχη), ο Ξάνθος κι ο Βαλίος, στέκουν παράμερα, θρηνώντας τον αμαξηλάτη τους, που τον κοιτούν στον στρόβιλο της σκόνης, θανατωμένο από το φονικό χέρι του Έκτορα. Μάταια ο Αυτομέδων προσπαθεί να τα αποσύρει, τη μια με το μαστίγιο, την άλλη με γλυκόλογα. Εκείνα δεν λεν να υπακούσουν, να γυρίσουν στον Ελλήσποντο, πίσω στα πλοία· αμετακίνητα μένουν εκεί, σαν επιτύμβια στήλη κάποιου που πέθανε (γυναίκα ή άντρα), ζεμένα στο περίκαλλο άρμα, με τα κεφάλια τους σκυμμένα χαμηλά στο χώμα, χύνοντας δάκρυα θερμά από τα βλέφαρά τους. Κλαίνε ποθώντας τον ηνίοχό τους, κι η πλούσια χαίτη τους, ξεφεύγοντας από τη ζεύγλα, κρέμεται πλάι στον ζυγό, και τη μιαίνει η σκόνη. Τα είδε ο γιος του Κρόνου να θρηνούν τα δύο άλογα και τα ελέησε. Κινώντας το κεφάλι του, μίλησε μέσα του:

Δύστυχα, γιατί να σας χαρίσουμε, αθάνατα εσάς κι αγέραστα, σ᾽ έναν θνητό, στον βασιλιά Πηλέα; για να παιδεύεστε με τα δικά τους βάσανα, ζώντας μαζί με δύσμοιρους ανθρώπους; Πλάσμα πιο δύστυχο από τον άνθρωπο δεν βρίσκεται σ᾽ όλη τη γη, όσα έρπουν επάνω της και εισπνέουν τον αέρα της. Όμως δεν πρόκειται κι εγώ ν᾽ αφήσω στο κοσμημένο αμάξι σας ν᾽ ανέβει ο Πριαμίδης Έκτωρ. Φτάνει και περισσεύει που πήρε κι έχει καμαρώντας τα όπλα εκείνα. Στα γόνατα λοιπόν και στην καρδιά σας θα βάλω δύναμη, να σώσετε τον Αυτομέδοντα και να τον φέρετε στα κοίλα πλοία. Γιατί σκοπεύω κι άλλη δόξα στους Τρώες να προσφέρω, σκοτώνοντας να φτάσουν ως τα καλόσελμα καράβια, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος, να πέσει ιερό της νύχτας το σκοτάδι.

Πολυσήμαντη και αποκαλυπτική η ιλιαδική αυτή σκηνή (την μεταποίησε, με τον τρόπο του πάλι, ο Καβάφης στο ποίημα «Τα άλογα του Αχιλλέως»), προάγει εκτός των άλλων ένα βήμα ακόμη τον επικείμενο φόνο του Έκτορα. Επιμένει στην έπαρση του ήρωα, δηλωμένη με την αθέμιτη οικειοποίηση των όπλων του Αχιλλέα, που θεωρείται συμβολικός σφετερισμός της ταυτότητας του αντίπαλου ήρωα. Ενοχή που θα διπλασιαζόταν, αν ο Δίας επέτρεπε στον Έκτορα να σφετεριστεί και τα -αμετακίνητα αυτή τη στιγμή- άλογα του Αχιλλέα. Επειδή μια τέτοια πράξη θα αποτελούσε υπέρβαση του απαγορευτικού ορίου ανάμεσα στην αθανασία και στη θνητότητα, στον βαθμό που τα συγκεκριμένα άλογα είναι αθάνατα κι ο Έκτορας (όπως κι ο Αχιλλέας εξάλλου) θνητός.

Στο τέλος του αποφασιστικού αυτού μονολόγου του ο Δίας προγραμματίζει την τελική πια επίθεση των Τρώων στα πλοία των Αχαιών, τώρα που εξέλιπε η επιθετική αντίσταση του Πατρόκλου. Γεγονός που πρέπει, σύμφωνα με την υπόσχεση του θεού στη Θέτιδα στην πρώτη ραψωδία, να επαναφέρει τον Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης. Έτσι συντονίζονται οι δύο φάσεις της βουλής του Δία: η αρχική, που δεν προέβλεπε ακόμη τον θάνατο του Πατρόκλου· και η ενδιάμεση, που τον εκμαίευσε, προς όφελος της πλοκής του ιλιαδικού πολέμου, όπως τη φαντάστηκε ο ποιητής.

Πολιτισμικές διαφορές της καταθλιπτικής διαταραχής

Η Κατάθλιψη ως Διαταραχή στα διάφορα κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια

Η κατάθλιψη ως βίωμα αλλά και ως διαταραχή έχει αποτελέσει μία από τις πρώτες ασθένειες στον Δυτικό πολιτισμό αλλά και σε Διεθνές επίπεδο, αν και βιώνεται σε άλλη ένταση και βαθμό, εξαιτίας των πολιτισμικών παραδόσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η κατάθλιψη έχει την ρίζα της στους αρχαίους χρόνους και αποτελεί μια ψυχική διαταραχή, όπου υπάρχει σε όλες τις κοινωνίες σε ψυχιατρικό επίπεδο, αλλά το νόημα της και η αντιμετώπισή της επεκτάθηκε και στην επιστήμη της Ψυχολογίας. Το επίπεδο των γνωστικών διεργασιών, οι στάσεις, οι κανόνες, το αξιακό σύστημα και οι ρόλοι στους διάφορους πολιτισμούς, παραδοσιακών και μη, δυτικών και μη δυτικών, φαίνεται ότι έχει αντίκτυπο στο πως βιώνεται και αντιμετωπίζεται μια ψυχική ασθένεια (Triandis, 1994). Αν και στα αρχικά στάδια ονομαζόταν μελαγχολία ωστόσο όπως και σήμερα η κατάθλιψη, ως ψυχική νόσος, έχει τα ίδια χαρακτηριστικά όπως τότε και εκτείνεται σε όλους τους πολιτισμούς με συμπτώματα στην διάθεση, τις διαταραχές στην πρόσληψη τροφής, την αϋπνία, τον εκνευρισμό, την αποθάρρυνση αλλά και την έλλειψη ενδιαφέροντος σε καθημερινές δραστηριότητες και την κοινωνική ζωή του ατόμου, με έντονη σωματική καταπόνηση και εξάντληση, όπως καταγράφεται στο Διαγνωστικόκαι Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών καθώς είναι το εργαλείο ταξινόμησης και διάγνωσης (DSM, 1994).

Στους δυτικούς πολιτισμούς φαίνεται ότι η έκφρασή της ποικίλει και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά αλλά και στο έντονο στοιχείο με το υπερβολικό άγχος που υπάρχει σε ένταση στον δυτικό πολιτισμό, την απώλεια σεξουαλικότητας, την παροδική έκπτωση κάποιων γνωστικών διεργασιών αλλά και τον αρνητικό ιδεασμό, τις αυτοκτονικές τάσεις και τις ψυχωσικές εκδηλώσεις. Ωστόσο ο Girishmar Misra, (1996) αναφέρεται στους κινδύνους που μπορεί να ενέχει η καθολικότητα της Ψυχολογίας της Δύσης. Χαρακτηριστική και αξιοσημείωτη είναι επίσης η αναφορά Marsella, (2003) ότι η Ψυχολογία της Δύσης είναι κυρίαρχη σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και είναι ένα φαινόμενο με πολιτική υπόσταση και κοινωνικές πτυχές και όχι μια πραγματική αποτύπωση με αξιοπιστία και εγκυρότητα, διότι ΔΕΝ καταγράφει όλες της εκφάνσεις της συμπεριφοράς του ατόμου στα διάφορα πολιτισμικά και κοινωνικά πλαίσια.

Πολιτισμικές Διαφορές της Καταθλιπτικής Διαταραχής

Σε Διαπολιτισμικό επίπεδο η Πολιτισμική Ψυχολογία μελετάει τη συσχέτιση της ψυχικής ζωής και υγείας με τον πολιτισμό δίνοντας έμφαση στις ψυχολογικές και ψυχοπαθολογικές πλευρές του ανθρώπου και κυρίως πως αυτές εκδηλώνονται σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα. Η διαταραχή της κατάθλιψης παρουσιάζεται με ένα παγκόσμιο παθοφυσιολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο οικοδομείται διαφορετική κατά περίσταση συμπτωματολογία ανάλογα με το πολιτισμικό – ιδεολογικό περιβάλλον (Marsella, 2003). Διαπιστώθηκε ότι στην κλινική εικόνα του ασθενούς, επιδρά το εκάστοτε πολιτισμικό περιβάλλον στην έκφραση της υποκειμενικής συμπτωματολογίας, στο διαγνωστικό αποτέλεσμα, στην θεραπευτική αγωγή και στις προσδοκίες του αποτελέσματος (Castillo, 1997). Στον μη Δυτικό Πολιτισμό έχει καταγραφεί ότι η συμπτωματολογία είναι σωματικής φύσεως ενώ κάποια συναισθήματα απουσιάζουν από το συμπεριφορικό πλαίσιο του ατόμου. Είναι πάντως γεγονός ότι σε πατροπαράδοτες κοινωνίες ενδέχεται να έχουμε περισσότερο εξωτερικευμένες αντιδράσεις και μεγαλύτερη ποικιλία σωματικών συμπτωμάτων (Pirutinsky, Rosmarin, Pargament, Midlarsky, 2011).

Τα συναισθήματα του ανθρώπου ως φυλλογεννετικά και ψυχικά φαινόμενα παρουσιάζουν οικουμενικότητα και καθολικότητα αναφέρει χαρακτηριστικά ο Kleinman (1980).

Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΓΚΕΙΤΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΣΕ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΙΑ ΕΤΙΚΕΤΑ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΘΕ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ.

Επειδή μάλιστα η ταμπέλα που δίνεται σε κάθε συναίσθημα όπως αυτό της καταθλιπτικής διάθεσης του ανθρώπου το κάνουν περισσότερο ή λιγότερο αναγνωρίσιμο, είναι λάθος να θεωρούμε ότι αυτό το συναίσθημα απουσιάζει από συγκεκριμένους πολιτισμούς (Kleinman, 1980).

Στην Διαπολιτισμική Ψυχολογία η ερμηνεία της κατάθλιψης χωρίζεται στις εξής κατευθύνσεις:

Η μία κατεύθυνση θεωρεί ότι η κατάθλιψη είναι απόρροια εξωγενών παραγόντων και πνευματιστικών και δαιμονικών δυνάμεων, όπως της μαγείας και των πνευμάτων. Αυτή η εξήγηση θα μπορούσε να αποτελέσει τη λογική συνέπεια της πίστης που σε όλους τους πολιτισμούς υπάρχει και αναφέρεται σε υπερφυσικές βουλήσεις και δυνάμεις που επεμβαίνουν στην ζωή των ανθρώπων με μεγάλη ισχύ, χωρίς τη θέλησή τους. Μάλιστα αυτή η στάση μπορεί να είναι παλιά και να αφορά περισσότερο παραδοσιακές κοινωνίες αλλά είναι διαδεδομένη ακόμη και σήμερα (Jadhav, 2000).

Η άλλη κατεύθυνση θεωρεί ότι η κατάθλιψη είναι αποτέλεσμα της οκνηρίας και της τεμπελιάς, οι οποίες καταγράφονται ως αμαρτία, γιατί παραβαίνουν τις ηθικές εντολές σε ότι αφορά την δράση και την εργασία στη ζωή των ανθρώπων που είναι ιερές. Σε αυτή την περίπτωση η κατάθλιψη μεταφράζεται ως μεγίστη οκνηρία και αποδίδεται σε διαβολικές επιρροές και δαιμονοποιείται. Μάλιστα σε αυτή την περίπτωση επειδή είναι έντονο το στοιχείο της ατομικής ευθύνης, έχουμε ενοχικές λογικές και μαζοχιστικές τάσεις από το άτομο που βιώνει την κατάθλιψη (Kendle, Hettema, Butera, Gardner, Prescot, 2003).

Η τελευταία κατεύθυνση υποστηρίζει ότι η κατάθλιψη μέσω της συμπωματολογίας που παρουσιάζει είναι καρμική και είναι αποτέλεσμα του πεπρωμένου και της μοίρας του ανθρώπου που τη βιώνει και δεν μπορεί κανείς να την αποτρέψει. Αυτή η εξήγηση για να κατανοηθεί η κατάθλιψη, είναι διαδεδομένη σε ανατολικές θρησκείες όπως στα ινδουιστικά και βουδιστικά θρησκευτικά ιδεώδη και διαμορφώνονται με τη λογική και το νόμο του κάρματος του (Murphy, Laird, Monson, Sobol, Leighton, 2000). Συχνά πιστεύουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να υποστεί κάποια δεινά για την τωρινή ζωή μου ως ανταπόδοση της συμπεριφοράς του και της «προηγούμενης ζωής του». Έτσι αυτό που βιώνει θεωρείται από πολλούς πολιτισμούς μια πορεία προς την εξιλέωση του ατόμου (Livaditis, 2003). Στις νεώτερες κοινωνίες και κυρίως στις δυτικές κοινωνίες καταγράφεται αυξητική πορεία της κατάθλιψης, λόγω του έντονου τρόπου ζωής αλλά και γιατί ο άνθρωπος λειτουργεί ατομικά, ωστόσο αυτή η αύξηση μπορεί να οφείλεται γιατί πλέον η κατάθλιψη αναγνωρίζεται σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, γι’ αυτό γίνεται λόγος για την «εποχή της κατάθλιψης».

Θεραπευτικές παρεμβάσεων για την κατάθλιψη στο Δυτικό και Μη-Δυτικό κόσμο

Πολιτισμικά και μέσω της καταγραφής της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας οι θεραπείες της κατάθλιψης αντιμετωπιζόταν παλιά αλλά και σήμερα σε μη δυτικές κοινωνίας και σε αρχέγονους πολιτισμούς με εξορκισμούς, τελετουργίες για εξιλέωση λόγω των πεποιθήσεων ότι ο άνθρωπος που το βιώνει κυριεύεται από κακά πνεύματα και από δαιμονικά στοιχεία (Pfeiffer 1994, Kirmayer 2004). Η αποτελεσματικότητα κάποιας θεραπευτικής αγωγής πιθανό να οφειλόταν στο placebo effect (Kaptchuk, Kerr, Zanger, 2009).

Στον δυτικό κυρίως κόσμο και στα αναπτυγμένα κράτη η κατάθλιψη πλέον είναι μια διαταραχή που αντιμετωπίζεται με φαρμακολογία από τον ψυχίατρο και με ψυχοθεραπεία. Μάλιστα η γνωστική και συμπεριφορική μορφή ψυχοθεραπείας έχει περισσότερα και καλύτερα αποτελέσματα (DeRubeis, Siegle, Hollon, 2008). Η λελογισμένη επαφή και θεραπεία με αυτές τις μεθόδους δύναται να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών ζωής του ατόμου και την σωστότερη αντιμετώπιση της αρρώστιας από τον ίδιο τον άρρωστο και επομένως οι παρενέργειες της κατάθλιψης τείνουν να είναι πιο ήπιες. Ωστόσο ακόμη και στις δυτικές κοινωνίες και όχι μόνο σε παραδοσιακές μη δυτικές κοινωνίες υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ασθενών που βιώνει καταθλιπτική διαταραχή και δεν χρησιμοποιεί σύγχρονες θεραπευτικές μεθόδους και επιστημονική βοήθεια από ψυχίατρο και ψυχολόγο. Έτσι καταφεύγουν σε παραδοσιακές μορφές και δομές που ασκούν συμβουλευτικό ρόλο και παρηγοριά όπως η εκκλησία με την εξομολόγηση σε πνευματικό ενώ υπάρχει και κάποιος πληθυσμός που νοσεί και πιστεύει ότι αυτή η κατάσταση θα φύγει από μόνη της και περιμένουν άπραγοι πότε θα συμβεί και θα αποχωρήσουν τα συμπτώματα. Υπάρχουν πάλι αρκετοί ασθενείς που προσέρχονται σε ιατρούς άλλων ειδικοτήτων με διάφορα συμπτώματα όπως ταχυπαλμία ή πόνος στο κεφάλι ή το στομάχι με αποτέλεσμα η κατάθλιψη να υποαξιολογείται και να μη διαγιγνώσκεται, με αποτέλεσμα την δυστυχία των ασθενών (Gilbody, Whitty, Grimshaw, Thomas 2003, Arroll Khin, Kerse 2003).

Στην Ελλάδα που αποτελεί μια παραδοσιακή κοινωνία, πολλά περιστατικά δεν διαγιγνώσκονται ακόμη και σήμερα, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να παραιτούνται από την καθημερινότητα, τις κοινωνικές επαφές και να βυθίζονται στο πρόβλημα. Απαιτείται μια πληρέστερη ενημέρωση και γνώση των ανθρώπων της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως του νοσηλευτικού και ιατρικού δυναμικού που εργάζονται στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, για να επιτευχθεί η καλύτερη και μέγιστη δυνατή αντιμετώπιση, χωρίς κοινωνικό στίγμα και ταμπού στις ψυχικές ασθένειες.

Ποτέ δεν πρόκειται να το ξεπεράσω αυτό

Όταν βιώνουμε μια δυσάρεστη ή αρκετά πονετική κατάσταση πιστεύουμε πως ποτέ δεν πρόκειται να νιώσουμε καλά, ποτέ δεν πρόκειται να ξαναχαμογελάσουμε, να ηρεμήσουμε, να χαρούμε και να κάνουμε όνειρα...

Ανατρέχοντας στο παρελθόν μπορούμε να σκεφτούμε κάποιες καταστάσεις, όπως έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μας, που θα θέλαμε να διαγράψουμε για πάντα και να απαλλαγούμε από αυτές...

Μπορεί ακόμη και τώρα να μας επηρεάζουν, να μας κάνουν να πονάμε, να νιώθουμε μια βαθιά θλίψη και να σκεφτόμαστε ότι πάντα έτσι θα είμαστε...

Όμως, αν συγκρίνουμε πώς ήμασταν τότε που το βιώσαμε και πως είμαστε τώρα, μπορούμε να δούμε τα βήματα που έχουμε κάνει.

Επομένως, την επόμενη φορά που θα σκεφτούμε ότι ποτέ δεν πρόκειται να το ξεπεράσουμε αυτό... θα πρέπει να σκεφτούμε και τις άλλες φορές που ζήσαμε κάτι ανάλογο.

Όσο και να μην μπορούμε να ξεπεράσουμε κάποια πράγματα, με το πέρασμα του χρόνου και την επεξεργασία των σκέψεων και των συναισθημάτων μας, μπορούμε να νιώσουμε σταδιακά καλύτερα, να απαλλαγούμε λίγο από το έντονο αρνητικό συγκινησιακό φορτίο, να μειώσουμε τον ψυχικό μας πόνο και να μπορέσουμε να δούμε και πάλι το μέλλον με αισιοδοξία...

Αφήνοντας λίγο στην άκρη την απογοητευτική σκέψη «ποτέ δεν πρόκειται να το ξεπεράσω αυτό...», ας εστιάσουμε στο παρόν και ας δούμε πώς νιώθουμε.

Όταν βιώνουμε κάτι αρνητικό, όταν μας συμβεί κάτι δυσάρεστο είναι λογικό να νιώθουμε άδειοι, αποσυνδεδεμένοι από το παρόν και από τη ζωή, ανίκανοι να εμπιστευτούμε οποιονδήποτε και οτιδήποτε γύρω μας...

Όταν συμβεί κάτι αρνητικό, μπορεί να νιώσουμε πόνο και ανασφάλεια, που θεωρούμε ότι ποτέ δεν θα ξεπεράσουμε, όμως, από εμάς εξαρτάται να γίνουμε και πάλι καλά.

Όταν κάτι μας συμβεί είναι λογικό να νιώσουμε απροετοίμαστοι, ανέτοιμοι, αδύναμοι και ανίκανοι να το αντιμετωπίσουμε.

Νιώθουμε μια τάση για παραίτηση, νιώθουμε χαμένοι μέσα στον πόνο και η απόγνωση μας κατακλύζει.

Γενικεύουμε αυτό που μας συνέβη και σκεφτόμαστε ότι πάντα μόνο αρνητικά γεγονότα μας τυχαίνουν. Κι αυτό μας κάνει να πονάμε ακόμη περισσότερο...

Η σκέψη «ποτέ δεν πρόκειται να το ξεπεράσω αυτό...» θα πρέπει σταδιακά να μετατραπεί σε μια πιο θετική και λειτουργική σκέψη: «ας κρατήσω αυτά που έμαθα από αυτό που έζησα και ας γίνω πιο δυνατός στη ζωή».

Μπορούμε να τα καταφέρουμε, αρκεί να δούμε με μια πιο λογική ματιά τα συναισθήματα που μας προκάλεσε η δυσάρεστη κατάσταση που έχουμε βιώσει...

Ας μην ξεχνάμε ότι όλα μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα μάθημα που μας βοηθάει να προχωρήσουμε, να δούμε άγνωστες πτυχές του εαυτού μας, να μάθουμε να διαχειριζόμαστε καλύτερα τα συναισθήματά μας και να καταφέρουμε να είμαστε πιο προετοιμασμένοι για τις νέες προκλήσεις της ζωής.

Ίσως, ποτέ δεν θα είμαστε επαρκώς προετοιμασμένοι, όμως, μπορούμε να ωριμάσουμε μέσα από όλα όσα δύσκολα μπορέσαμε να ξεπεράσουμε ή από όλα ακόμη και τώρα προσπαθούμε να ξεπεράσουμε και συχνά απογοητευόμαστε και ψιθυριστά λέμε στον εαυτό μας «ποτέ δεν πρόκειται να το ξεπεράσω αυτό...».

Μια κουλτούρα Φόβου

Μαθαίνει ο άνθρωπος να φοβάται; Είναι δυνατόν να πιστέψουμε πως ο άνθρωπος μαθαίνει να φοβάται; Κι όμως μια πιθανή ''κουλτούρα φόβου'', που είναι δυνατόν τα παιδιά να γνωρίσουν μέσα στο σπίτι, στο σχολείο αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία, προκαλεί φόβο, δυσπιστία, έλλειψη ανεκτικότητας και επιδείνωση των επιθετικών συμπεριφορών απέναντι σε πιθανούς υπόπτους.

Αλλά πως μπορεί να καλλιεργηθεί αυτή η κουλτούρα φόβου και πως αντιμετωπίζεται;

Τα κοινωνικά ιδεώδη στην σύγχρονη εποχή φαίνεται να έχουν υποβαθμιστεί και η κοινωνία δεν καταφέρνει να βοηθήσει τους νέους της να φέρουν εις πέρας την ολοκλήρωση της συν-ταύτισης τους με συμβολικές αξίες και ηθικές αρχές. Επιπλέον η υπερβολική καταταναλωτική τάση, ιδιαίτερα των προηγούμενων χρόνων, ''κονιορτοποιεί'' περισσότερο και ριζικά την διαδικασία των ταυτίσεων. (Με τον όρο ταυτίσεις εννοούμε την διαδικασία εσωτερικεύσεις των ιδανικών, ηθικών αξιών, καλών παραδειγμάτων κλπ που συμβαίνει τόσο στην ηλικία 5-10 καθώς και στην εφηβεία).

Ζούμε σε μια εποχή κοινωνικής αποδόμησης και η βία είναι ένα απο τα αποτελέσματα της. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο της αποδομής, είναι φυσικό και η οικογένεια να πάσχει απ΄ αυτή. Σε ποιές κοινωνικές δομές όμως εκπαιδεύεται ο άνθρωπος να φοβάται και πως;

A. Οικογένεια

Η βία μέσα στην ίδια την οικογένεια, μέσα από τα λόγια, τις κινήσεις, τις πράξεις, προκαλεί μεγάλο πόνο. Μέσα στην οικογενειακή βία, περιλαμβάνουμε και την σεξουαλική βία στα παιδιά. Ως οικογενειακή βία χαρακτηρίζουμε το ενδοοικογενειακό εκείνο κλίμα που δεν κατανοεί την ανάγκη των παιδιών για σεβασμό, την ανάγκη του να το κατανοούν και να αντιδρούν απέναντι του με τον κατάλληλο τρόπο, να το συμπαθούν, αλλά και να το καθρεφτίζουν.

Με την λέξη καθρέφτισμα εννοούμε την έμφυτη ανάγκη του παιδιού να νιώθει ξεχωριστό και ιδιαίτερο και αυτό να αντανακλάται στις αντιδράσεις των γονέων. Στο καθρέφτισμα αυτό είναι δυνατόν τα παιδιά να δεχθούν πλήγματα στα υγιή κομμάτια του ναρκισσισμού τους με άμεσο αποτέλεσμα την υποδομή για θεμελίωση χαμηλής αυτοπεποίθησης.

Όπως τα φυτά στρέφονται προς τον ήλιο για να μεγαλώσουν , έτσι και τα παιδιά στρέφονται προς τους γονείς τους για να επιβιώσουν και κάνουν ό,τι μπορούν για να μην τους χάσουν. Δυστυχώς υπάρχουν γονείς που χωρίς να το καταλαβαίνουν, επειδή υπήρξαν ως παιδιά στερημένα, ''χρησιμοποιούν'' τα παιδιά τους για δική τους ικανοποίηση.

Β. Σχολείο – Εκπαίδευση

Εκπαίδευση, εννοούμε τις μεθόδους με τις οποίες η κοινωνία μεταβιβάζει; από την μια γενιά στην άλλη τη γνώση, τον πολιτισμό και τις επικρατούσες αξίες. Τα μικρά παιδιά μαθαίνουν τον κόσμο αλληλοεπιδρώντας με αντικείμενα, ερωτήματα, επιθυμίες και δεσμεύσεις. Παράγουν συνεχώς ερωτήματα και ιδέες, τα οποία και επιθυμούν να εκφράσουν. Οι μεγάλοι από την πλευρά τους ανατροφοδοτούν τα παιδιά με πολλούς τρόπους:

1. Αγνοούν τα ερωτήματα του παιδιού ή προσπαθούν να επιβάλλουν την δική τους προοπτική σχετικά με το τι αξίζει να μαθαίνει και να ασχολείται το παιδί τους.

2. Απαντούν στις συγκεκριμένες ερωτήσεις του, ή ακόμα επεκτείνουν την απάντηση ώστε να συμπεριλαμβάνει και κάποια γνώση ή πληροφορία που νομίζουν ότι σχετίζεται με το πλαίσιο.

3.Το υποστηρίζουν ώστε μόνο του να οδηγηθεί σταδιακά σε απαντήσεις του δίνουν δηλαδή όση βοήθεια χρειάζεται ώστε να προχωρήσει σ΄ ένα παρακάτω στάδιο και επίπεδο κατανόησης κάθε φορά.

Από τα παραπάνω κατανοούμε ότι η εκπαίδευση έχει δυο μοντέλα που παρέχεται Ένα είναι το μοντέλο μετάδοσης και το άλλο το υποστηρικτικό μοντέλο. Ενώ το μοντέλο της υποστήριξης δίνει έμφαση στην συν-δημιουργία των νοημάτων κυρίως μέσα από συμμετοχικές δραστηριότητες δασκάλων και μαθητών, το μοντέλο της μετάδοσης εκφράζει την άποψη ότι η γνώση είναι μεταδιδόμενο αγαθό και εστιάζει στους τρόπους με τους οποίους αυτό το αγαθό θα μπορέσει να μεταδοθεί σωστά στους μαθητές.

Στην Ελλάδα το 40% των δασκάλων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης πιστεύει στην διατήρηση της αυστηρής ιεραρχίας μέσα στην τάξη και στην μετάδοση της ύλης ως τα σημαντικότερα καθήκοντα τους. Το 54% παρεκκλίνει από αυτούς τους παραδοσιακούς τρόπους αλλά μόνο για να εκφράσει προοδευτισμό και όχι γιατί επιθυμεί δομική ρήξη με τα παραδοσιακά πρότυπα. Τέλος το 6% μόνο καλλιεργεί μια παιδαγωγική σχέση με βάση το θεωρητικό πλαίσιο της υποστηρικτικής και αντιαυταρχικής εκπαίδευσης.

Πως αντιδρούν τα παιδιά;

Κάπου εδώ είναι και η καυτή πατάτα. Κάποιοι μαθητές ενσωματώνουν τις ενέργειες ελέγχου των εκπαιδευτικών σε μεγάλο βαθμό. Η προσωπικότητα του δασκάλου, η θέση αυτών των μαθητών στην ιεραρχία μαθησιακών επιδόσεων της τάξης, αλλά και η οικογενειακή και κοινωνική τους προέλευση, είναι πιθανόν αιτίες που τα παιδιά επιλέγουν να ενσωματώσουν και να αποδεχθούν, τον έλεγχο, την παραβίαση της προσωπικότητας τους κλπ.

Κάποια άλλα παιδιά, φαίνεται σαν να κάνουν μια κρυφή συμφωνία με τον δάσκαλο. Δεν αμφισβητούν, ούτε αντιστέκονται φανερά, όταν αυτός επιλέγει να θίξει την υπόληψη τους και να μειώσει την αυτοεκτίμηση τους. Αντιστέκονται όμως κρυφά. Παραβαίνουν κανόνες όταν δεν γίνονται αντιληπτοί, δημιουργούν μια ανεπίσημη κουλτούρα στην τάξη και πρωτοστατούν σ΄ αυτή, συνεργάζονται σε εργασίες που έχουν οριστεί ως ατομικές, ή ακόμα δεν εμπλέκονται ενεργά στην μαθησιακή διαδικασία, παρόλο που φαίνονται ότι συμμετέχουν.

Μερικές φορές ενεργούν προκλητικά ώστε ο δάσκαλος να φανερώσει την κρυφή του εξουσία και να βρουν την ευκαιρία να τον αμφισβητήσουν φανερά. Τέλος άλλα παιδιά, δεν αποδέχονται την εξουσία και την εκπαιδευτική προσφορά. Είναι παιδιά που συνήθως συνοδεύονται και από οικογενειακό πλαίσιο με τα χαρακτηριστικά που προαναφέραμε.

Συνήθως τα παιδιά αυτά περιθωριοποιούνται, έρχονται σε κατά μέτωπο σύγκρουση με την εξουσία, μπαίνουν σε συμμορίες και γενικά αποσύρονται φανερά. Οι συμμορίες ανηλίκων, και επιλέγω να πω εδώ αυτό γιατί είναι και ο συνδετικός κρίκος για την κοινωνική βία, είναι οι χώροι δράσης ή πιο σωστά εκδραμάτισης.

Η αποθέωση είναι όλα να τελειώσουν με ένα μεγάλο καβγά μεταξύ των αντίπαλων ομάδων. Δίπλα στους κολλητούς αισθάνονται δυνατοί και θαρραλέοι, αφού οπουδήποτε αλλού δεν υπήρξαν. Υπάρχει ενέργεια, δυνατότητα έκφρασης, η προσέγγιση μεταξύ των παιδιών οφείλεται στην ανάγκη της ταυτότητας, στην ανάγκη απόκτησης προσωπικού στυλ και στην ανάγκη έκφρασης ενός χώρου έκφρασης τόσο του άγχους όσο και της ενέργειας, εφόσον το σπίτι, το σχολείο και αργότερα η κοινωνία δεν το προσφέρει.

Η αγάπη είναι το πιο ισχυρό αντίδοτο κατά της κουλτούρας της βίας. Αλλά μια αγάπη ειλικρινής και όσο το δυνατόν περισσότερο ανιδιοτελής. Αγαπάμε το παιδί μας γι΄ αυτό που είναι και όχι για ό,τι εμείς ονειρευτήκαμε να είναι. Το παιδί έχει δικαίωμα στην διαφορετικότητα και την αυτοδιάθεση του. Ο ρόλος του γονέα και εκπαιδευτικού είναι να το βοηθήσει να μάθει να σκέφτεται όχι να το κατευθύνει στο τι να σκέφτεται.

Εκείνος που δεν έχει δικές του επιθυμίες και ορμές, δεν έχει χαρακτήρα, όπως δεν έχει χαρακτήρα και μια ατμομηχανή

Μια γενιά μετά τον Μπένθαμ, ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ (John Stuart Mill. 1806-1873) προσπάθησε να σώσει τον ωφελιμισμό, αναδιατυπώνοντάς τον έτσι ώστε να τον καταστήσει μια πιο ανθρώπινη, λιγότερο υπολογιστική θεωρία. Ο Μιλλ ήταν γιος του Τζέημς Μιλλ ενός φίλου και οπαδού του Μπένθαμ. Ο Τζέημς Μιλλ δίδαξε ο ίδιος τον γιο του κατ’ οίκον, και ο νεαρός Μιλλ έγινε ένα παιδί-θαύμα. Άρχισε να μαθαίνει αρχαία ελληνικά στην ηλικία των τριών και λατινικά στην ηλικία των οκτώ. Στα έντεκα, έγραψε μια ιστορία του ρωμαϊκού δικαίου. Όταν ήταν είκοσι, υπέστη νευρικό κλονισμό, που του προκάλεσε κατάθλιψη για αρκετά χρόνια. Λίγο μετά γνώρισε τη Χάριετ Τέηλορ (Harriet Taylor). Ήταν παντρεμένη την εποχή εκείνη, με δύο παιδιά, αλλά έγινε στενή φίλη με τον Μιλλ. Όταν πέθανε ο άντρας της μετά από είκοσι χρόνια, παντρεύτηκε τον Μιλλ. Ο Μιλλ αναγνώριζε την Τέηλορ ως τη μεγαλύτερη πνευματική του σύντροφο και συνεργάτιδα την εποχή που άρχισε να αναδιατυπώνει τη θεωρία του Μπένθαμ.

Το επιχείρημα υπέρ της ελευθερίας

Τα κείμενα του Μιλλ μπορούν να διαβαστούν ως μια επίπονη προσπάθεια εκ μέρους του να συμβιβάσει τα ατομικά δικαιώματα με την ωφελιμιστική φιλοσοφία που κληρονόμησε από τον πατέρα του και υιοθέτησε από τον Μπένθαμ. Το βιβλίο του On Liberty (1859) [Περί ελευθερίας] αποτελεί την κλασική υπεράσπιση της ατομικής ελευθερίας στον αγγλόφωνο κόσμο. Η κεντρική του αρχή είναι ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, εφόσον δεν βλάπτουν τους άλλους. Η κυβέρνηση δεν δικαιούται να παρεμβαίνει στην ατομική ελευθερία για να προστατεύσει ένα πρόσωπο από τον εαυτό του, ή να επιβάλλει τις απόψεις της πλειοψηφίας για το πώς θα πρέπει να ζει κανείς. Κατά την άποψη του Μιλλ, οι μόνες πράξεις για τις οποίες ένα πρόσωπο είναι υπόλογο στην κοινωνία είναι εκείνες που επηρεάζουν άλλα άτομα. Εφόσον δεν βλάπτω κανέναν άλλο, η «ανεξαρτησία [μου] είναι δικαιωματικά απόλυτη. Όσον αφορά τον εαυτό του, το σώμα και τη διάνοιά του, το άτομο είναι κυρίαρχο».

Θα έλεγε κανείς ότι αυτή η ασυμβίβαστη υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων χρειάζεται ένα ισχυρότερο θεμέλιο από την ωφελιμότητα. Γιατί σκεφτείτε το εξής. Ας υποθέσουμε ότι μια μεγάλη πλειονότητα απεχθάνεται μια μικρή θρησκεία και θέλει να την απαγορεύσει. Δεν είναι δυνατό, ή και πιθανό, ότι η απαγόρευση της θρησκείας θα επιφέρει τη μεγαλύτερη ευτυχία του μεγαλύτερου αριθμού; Είναι αλήθεια ότι η μειονότητα που υφίσταται την απαγόρευση θα νιώσει δυστυχία και καταπίεση. Αλλά, αν η πλειονότητα είναι αρκετά μεγάλη και μισεί με αρκετό πάθος τους αιρετικούς, η συλλογική της ευτυχία θα μπορούσε εύκολα να υπερσκελίσει τη δυστυχία τους. Αν αυτό το σενάριο είναι πιθανό, τότε φαίνεται ότι η ωφελιμότητα αποτελεί ένα επισφαλές, αναξιόπιστο θεμέλιο για τη θρησκευτική ελευθερία. Η αρχή της ελευθερίας του Μιλλ θα χρειαζόταν μάλλον μια σθεναρότερη ηθική βάση από την αρχή της ωφελιμότητας του Μπένθαμ.

Ο Μιλλ διαφωνεί. Επιμένει ότι το επιχείρημα για την ατομική ελευθερία στηρίζεται εξολοκλήρου σε ωφελιμιστικά κριτήρια: «Καλό είναι να δηλώσω ότι παραιτούμαι κάθε πλεονεκτήματος, που θα μπορούσε να αντλήσει η επιχειρηματολογία μου από την αφηρημένη έννοια του ορθού ως πράγματος απαλλαγμένου ωφελιμότητας. Θεωρώ την ωφελιμότητα τελικό κριτήριο για όλα τα ηθικά ζητήματα· ωφελιμότητα, όμως, με την ευρύτερη έννοια, ωφελιμότητα η οποία βασίζεται στα σταθερά συμφέροντα του ανθρώπου ως εξελισσόμενου όντος».

Ο Μιλλ θεωρεί ότι πρέπει να μεγιστοποιούμε την ωφελιμότητα όχι κατά περίπτωση αλλά μακροπρόθεσμα. Και σε βάθος χρόνου, όπως υποστηρίζει, ο σεβασμός της ατομικής ελευθερίας θα οδηγήσει στη μεγαλύτερη ανθρώπινη ευτυχία. Το να επιτρέψουμε στην πλειοψηφία να κλείσει το στόμα όσων διαφωνούν ή να λογοκρίνει τους ελεύθερους στοχαστές μπορεί να μεγιστοποιήσει την ωφέλεια σήμερα, αλλά θα κάνει χειρότερη -λιγότερο ευτυχισμένη- την κοινωνία μακροπρόθεσμα.

Γιατί θα πρέπει να δεχθούμε ότι η προάσπιση της ατομικής ελευθερίας και του δικαιώματος στη διαφωνία θα προαγάγει μακροπρόθεσμα την ευημερία της κοινωνίας; Ο Μιλλ προτείνει διάφορους λόγους: η αποκλίνουσα άποψη μπορεί να αποδειχθεί αληθής, ή εν μέρει αληθής, και να διορθώσει έτσι την κυρίαρχη γνώμη. Ακόμη κι αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, η έκθεση της κυρίαρχης γνώμης σε έναν έντονο ανταγωνισμό ιδεών θα την εμποδίσει να σκληρύνει και να γίνει δόγμα και προκατάληψη. Τέλος, μια κοινωνία που αναγκάζει τα μέλη της να ασπαστούν τα έθιμα και τις συμβάσεις της είναι πιθανόν ότι θα εγκλωβιστεί σε έναν ασφυκτικό κομφορμισμό, στερώντας την ίδια από την ενέργεια και τη ζωτικότητα που επιτρέπουν την κοινωνική ανόρθωση.

Οι εικασίες του Μιλλ για τις σωτήριες κοινωνικές συνέπειες της ελευθερίας είναι αρκετά εύλογες. Αλλά δεν προσφέρουν μια πειστική ηθική βάση για τα ατομικά δικαιώματα. για δύο τουλάχιστον λόγους: Πρώτον, ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων χάριν της προαγωγής της κοινωνικής προόδου αφήνει τα δικαιώματα έρμαια της συγκυρίας. Ας υποθέσουμε ότι βρίσκουμε μια κοινωνία που πετυχαίνει ένα είδος μακροπρόθεσμης ευτυχίας με δεσποτικά μέσα. Δεν θα έπρεπε τότε ο ωφελιμιστής να συμπεράνει ότι, σε μια τέτοια κοινωνία, τα ατομικά δικαιώματα δεν είναι ηθικά αναγκαία;

Δεύτερον, η θεμελίωση των ατομικών δικαιωμάτων σε ωφελιμιστικά κίνητρα δεν συλλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο η παραβίαση των δικαιωμάτων ενός ατόμου το αδικεί, ανεξάρτητα από τη συνέπεια της για τη γενική ευημερία. Αν μια πλειοψηφία διώκει τους πιστούς μιας μη δημοφιλούς πίστης, αυτό δεν αδικεί τους ίδιους, ως άτομα, ανεξάρτητα από τις όποιες κακές συνέπειες μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα μια τέτοια αδιαλλαξία για την κοινωνία συνολικά;

Ο Μιλλ έχει μια απάντηση γι’ αυτές τις κριτικές, αλλά η απάντησή του τον οδηγεί πέρα από τα όρια της ωφελιμιστικής ηθικής. Το να αναγκάσουμε ένα πρόσωπο να ζει σύμφωνα με τα έθιμα ή τις κοινωνικές συμβάσεις ή την κυρίαρχη γνώμη είναι κακό, όπως εξηγεί ο Μιλλ, επειδή εμποδίζει το άτομο να επιτύχει τον ανώτερο σκοπό της ανθρώπινης ζωής, την πλήρη και ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων του. Ο κομφορμισμός, σύμφωνα με την ανάλυση του Μιλλ, είναι ο εχθρός του καλύτερου τρόπου ζωής.

Οι ανθρώπινες δυνάμεις της αντίληψης, της κρίσης, της διάκρισης του ορθού, της νοητικής ενεργητικότητας, ακόμα και της ηθικής προτίμησης ασκούνται μόνο, όταν κάνουμε επιλογή. Εκείνος που κάνει τα πάντα, επειδή αυτό είναι το έθιμο, δεν κάνει καμιά επιλογή. Δεν εξασκείται να διακρίνει ή να επιθυμεί το καλύτερο. Οι διανοητικές δυνάμεις όπως και οι μυϊκές δυνάμεις, βελτιώνονται μόνο όταν χρησιμοποιούνται… Αυτός που επιτρέπει στον κόσμο, ή στο τμήμα του κόσμου, στο οποίο ανήκει, να επιλέγει για λογαριασμό του το πρόγραμμα ζωής που θα εφαρμόσει, δεν χρειάζεται καμιά διανοητική δύναμη εκτός από εκείνη την πιθηκοειδή δύναμη της μίμησης. Αυτός που επιλέγει ο ίδιος το πρόγραμμά του, χρησιμοποιεί όλες τις διανοητικές του δυνάμεις.

Ο Μιλλ παραδέχεται ότι η συμμόρφωση με τις συμβάσεις μπορεί να οδηγήσει ένα πρόσωπο σε ένα ικανοποιητικό μονοπάτι ζωής και να το κρατήσει μακριά από κακοτοπιές. «Αλλά ποια θα είναι τότε η αξία του ως ανθρώπινου όντος;» ρωτάει. «Έχει πράγματι πολύ μεγάλη σημασία, όχι μόνο τι κάνουν οι άνθρωποι, αλλά και τι είδους άνθρωποι το κάνουν».

Εντέλει, λοιπόν, σημασία δεν έχουν μόνο οι πράξεις και οι συνέπειες. Σημασία έχει και ο χαρακτήρας. Για τον Μιλλ. η ατομικότητα είναι σημαντική όχι τόσο για την ευχαρίστηση που προκαλεί όσο και για τον χαρακτήρα που εκφράζει. «Εκείνος που δεν έχει δικές του επιθυμίες και ορμές, δεν έχει χαρακτήρα, όπως δεν έχει χαρακτήρα και μια ατμομηχανή».

Η εύγλωττη εξύμνηση της ατομικότητας είναι η πιο χαρακτηριστική συμβολή του δοκιμίου Περί ελευθερίας. Αλλά συνιστά και ένα είδος αίρεσης. Καθώς επικαλείται ηθικά ιδεώδη πέρα από την ωφέλεια -ιδανικά του χαρακτήρα και της ανθρώπινης ευδοκίμησης- δεν αποτελεί, στην πραγματικότητα, μια επεξεργασία της αρχής του Μπένθαμ αλλά μια απάρνησή της, παρά τους ισχυρισμούς του Μιλλ περί του αντιθέτου.

Erich Fromm: Η θλίψη είναι αμαρτία και η χαρά αρετή

Αντίθετα με την υπόθεση του Φρόιντ σχετικά με το “ένστικτο του θανάτου”, συμφωνώ με την υπόθεση που κάνουν πολλοί βιολόγοι και φιλόσοφοι ότι είναι μια έμφυτη ιδιότητα κάθε ζωντανής ύλης να ζει, να διατηρεί την ύπαρξή της. Όπως το εξέφρασε ο Σπινόζα: “Οτιδήποτε αυθύπαρκτο πασχίζει να διατηρήσει τη δική του ύπαρξη” (Ηθική, ΙΙΙ, Προτ. VI). Αποκάλεσε αυτή την προσπάθεια την ουσία του εν λόγω πράγματος (Στο ίδιο, Προτ. VII).

Παρατηρούμε αυτή την τάση για ζωή σε κάθε ζωντανή ύλη γύρω μας· στο γρασίδι που διαπερνά την πέτρα για να βρει φως και να ζήσει· στο ζώο που θα πολεμήσει μέχρι τέλους για να ξεφύγει από τον θάνατο· στον άνθρωπο που θα κάνει σχεδόν τα πάντα για την αυτοσυντήρησή του.

Η τάση της αυτοσυντήρησης και η πάλη κατά του θανάτου αποτελούν την πιο στοιχειώδη μορφή του βιόφιλου προσανατολισμού και είναι κοινή σε κάθε ζωντανή ύλη. Στον βαθμό που είναι μια τάση συντήρησης της ζωής και πάλης κατά του θανάτου, αντιπροσωπεύει μόνο μία πτυχή της παρόρμησης προς τη ζωή. Η άλλη πτυχή είναι πιο θετική: η ζωντανή ύλη έχει την τάση να αφομοιώνει και να ενώνεται· την τάση να συγχωνεύεται με διαφορετικές και αντίθετες οντότητες και να αναπτύσσεται με δομημένο τρόπο. Η ενοποίηση και η αφομοιωτική ανάπτυξη αποτελούν χαρακτηριστικά όλων των διεργασιών της ζωής, όχι μόνο αναφορικά με τα κύτταρα αλλά και με τα συναισθήματα και τη σκέψη.

Η πιο στοιχειώδης έκφραση αυτής της τάσης είναι η συνένωση μεταξύ κυττάρων και οργανισμών, από τη μη σεξουαλική κυτταρική συνένωση μέχρι τη σεξουαλική ένωση στα ζώα και στον άνθρωπο. Στον άνθρωπο η σεξουαλική ένωση βασίζεται στην έλξη μεταξύ του αρσενικού και του θηλυκού πόλου. Το δίπολο αρσενικό-θηλυκό αποτελεί τον πυρήνα αυτής της ανάγκης συνένωσης, από την οποία εξαρτάται η ζωή του ανθρώπινου είδους. Φαίνεται ότι γι’ αυτόν τον λόγο η φύση έχει προσφέρει στον άνθρωπο την πιο έντονη ηδονή στη συνένωση των δύο πόλων. Κανονικά, το βιολογικό αποτέλεσμα αυτής της συνένωσης είναι η δημιουργία ενός νέου όντος. Ο κύκλος της ζωής αποτελείται από την ένωση, τη γέννηση και την ανάπτυξη· όπως ο κύκλος του θανάτου αποτελείται από τη διακοπή της ανάπτυξης, την αποσύνθεση, την παρακμή.

Εντούτοις, ακόμη και το σεξουαλικό ένστικτο, παρότι βιολογικά υπηρετεί τη ζωή, δεν είναι απαραίτητο ότι ψυχολογικά αποτελεί έκφραση βιοφιλίας. Φαίνεται να μην υπάρχει σχεδόν κανένα έντονο συναίσθημα που το σεξουαλικό ένστικτο να μην μπορεί να το έλξει και να αναμειχθεί μαζί του. Η ματαιοδοξία, η επιθυμία για πλούτη ή για περιπέτεια, ακόμη και η έλξη του θανάτου μπορούν κατά κάποιο τρόπο να θέσουν το σεξουαλικό ένστικτο υπό τις υπηρεσίες τους. Γιατί συμβαίνει αυτό αποτελεί θέμα προς διερεύνηση. Θα ήταν δελεαστικό να σκεφτεί κανείς ότι ήταν μια πονηριά της φύσης να κάνει το σεξουαλικό ένστικτο τόσο εύπλαστο, ώστε να μπορεί να κινητοποιηθεί από οποιοδήποτε είδος έντονης επιθυμίας, ακόμη και από εκείνες που βρίσκονται σε αντίθεση με τη ζωή. Αλλά, ανεξάρτητα από τον λόγο, το γεγονός της πρόσμειξης της σεξουαλικής επιθυμίας και της καταστροφικότητας είναι σχεδόν αδιαμφισβήτητο. (Ο Φρόιντ αναφέρθηκε σε αυτή την πρόσμειξη, ιδιαίτερα στη συζήτηση του συγκερασμού του ενστίκτου του θανάτου με το ένστικτο της ζωής, όπως εμφανίζεται στον σαδισμό και τον μαζοχισμό.) Ο σαδισμός, ο μαζοχισμός, η νεκροφαγία και η κοπροφαγία είναι διαστροφές όχι επειδή παρεκκλίνουν από τα τα αποδεκτά πρότυπα σεξουαλικής συμπεριφοράς, αλλά ακριβώς επειδή σημαίνουν τη μια στοιχειώδη διαστροφή: την πρόσμειξη ζωής και θανάτου.

Την πλήρη εκδίπλωση της βιοφιλίας τη συναντάμε στον δημιουργικό προσανατολισμό. Το άτομο που αγαπάει ολοκληρωτικά τη ζωή έλκεται από τη διαδικασία της ζωής και της ανάπτυξης σε όλες τις σφαίρες. Προτιμά να φτιάχνει αντί να συντηρεί. Έχει τη δυνατότητα να θαυμάζει και προτιμά να βλέπει κάτι καινούριο από την ασφάλεια του να βρίσκει επιβεβαίωση στο παλιό. Η προσέγγισή του στη ζωή είναι λειτουργική και όχι μηχανική. Βλέπει το σύνολο και όχι μόνο τα μέρη, τις δομές αντί για τα αθροίσματα. Επιθυμεί να διαπλάσει και να επηρεάσει μέσω της αγάπης, της λογικής και του παραδείγματός του· όχι δια της βίας, τεμαχίζοντας πράγματα ή μέσω του γραφειοκρατικού τρόπου διοίκησης των ανθρώπων σαν να ήταν πράγματα. Απολαμβάνει τη ζωή και όλες τις εκδηλώσεις της και όχι μόνο τις συγκινήσεις.

Η βιοφιλική ηθική έχει τη δική της αρχή περί Καλού και Κακού. Καλό είναι ό,τι υπηρετεί τη ζωή- Κακό είναι ό,τι υπηρετεί τον θάνατο. Το Καλό είναι σεβασμός για τη ζωή- ό,τι ενισχύει τη ζωή, την ανάπτυξη, την εξέλιξη. Κακό είναι ό,τι πνίγει τη ζωή, την περιορίζει, την κόβει κομμάτια. Η χαρά είναι αρετή και η θλίψη αμαρτία. Η συνείδηση του βιόφιλου ατόμου είναι τέτοια που αναγκάζει τον εαυτό του να αποφεύγει το κακό και να κάνει το καλό. Δεν πρόκειται για το υπερεγώ που περιγράφει ο Φρόιντ, το οποίο είναι ένας αυστηρός επιτηρητής που χρησιμοποιεί τον σαδισμό κατά του εαυτού του για χάρη της αρετής. Η βιόφιλη συνείδηση παρακινείται από την έλξη της για τη ζωή και τη χαρά. Η ηθική προσπάθεια συνίσταται στην ενίσχυση της πλευράς του εαυτού του που αγαπά τη ζωή. Γι’ αυτόν τον λόγο ο βιόφιλος δεν εμμένει στη μεταμέλεια και στις τύψεις, τα οποία αποτελούν εντέλει μόνο διαφορετικές πτυχές αυτοαπέχθειας και θλίψης. Στρέφεται γρήγορα προς τη ζωή και προσπαθεί να κάνει καλό. Η Ηθική του Σπινόζα αποτελεί σαφές παράδειγμα βιοφιλικής ηθικής. “Η ηδονή αφ’ εαυτή δεν είναι κακή, αλλά καλή- αντιθέτως, ο πόνος αφ’ εαυτός είναι κακός”. (Ηθική, ΙV, Προτ. XLI.) Και στο ίδιο πνεύμα: ” Ένας ελεύθερος άνθρωπος στοχάζεται τον θάνατο λιγότερο από οτιδήποτε άλλο- και η σοφία του αποτελεί διαλογισμό όχι του θανάτου αλλά της ζωής”.

(Στο ίδιο, Προτ. LXVIII.) Η αγάπη για τη ζωή αποτελεί το υπόβαθρο διάφορων εκφάνσεων της ουμανιστικής φιλοσοφίας. Σε διαφορετικές νοητικές μορφές αυτές οι φιλοσοφίες διακατέχονται από το ίδιο πνεύμα με εκείνο του Σπινόζα· εκφράζουν την αρχή ότι ο λογικός άνθρωπος αγαπά τη ζωή, ότι η θλίψη είναι αμαρτία και η χαρά αρετή, ότι ο στόχος του ανθρώπου στη ζωή είναι να έλκεται από ό,τι είναι ζωντανό και να διαχωρίζει τον εαυτό του από ό,τι είναι νεκρό και μηχανικό.

Erich Fromm, Η Καρδιά του Ανθρώπου

Η ζωή μου είναι σαν μια μακρυά κούρσα μετ’ εμποδίων, όπου το κυριότερο εμπόδιο είμαι εγώ

Ο Τζακ Πάαρ λέει ένα καταπληκτικό πράγμα. Λέει: «Η ζωή μου είναι σαν μια μακρυά κούρσα μετ’ εμποδίων, όπου το κυριότερο εμπόδιο είμαι εγώ».

Δεν είναι καταπληκτική κουβέντα; Θέλω να σας διαβάσω κάτι που μου αρέσει πολύ και που τα δείχνει ξεκάθαρα όλα αυτά. Λέγεται «κλειδωμένος μέσα». Το έχει γράψει κάποιος που λέγεται Γκούσταβσον και λέει τα εξής:

Όλη τη ζωή μου έζησα μέσα σε μια καρύδα.

Δεν είναι σπουδαίος τόπος να ζήσει κανείς; Ήταν στενόχωρα και σκοτεινά, ιδιαίτερα, το πρωί που έπρεπε να ξυριστώ. Εκείνο όμως που μ’ ενοχλούσε πιο πολύ, ήταν η έλλειψη επαφής με τον έξω κόσμο. Αν κανένας δεν έβρισκε την καρύδα και δεν αποφάσιζε να την σπάσει, ήμουνα καταδικασμένος να ζήσω όλη μου τη ζωή μέσα σε μια καρύδα. Ίσως και να πεθάνω εκεί.

Πέθανα μέσα σ’ αυτή την καρύδα. Κάνα δυο χρόνια αργότερα κάποιοι βρήκαν την καρύδα και την έσπασαν και με βρήκαν μέρα ζαρωμένο και ξεραμένο. «Τι κρίμα», είπαν, «αν τον βρίσκαμε πιο νωρίς, ίσως να μπορούσαμε να τον σώσουμε. Ίσως να υπάρχουν κι άλλοι κλεισμένοι έτσι σαν κι αυτόν».

Άρχισαν λοιπόν να τριγυρίζουν και να σπάνε όλες τις καρύδες. Ήταν ανώφελο όμως. Ήταν χωρίς νόημα. Ήταν χαμένος καιρός. Άνθρωποι που αποφασίζουν να ζήσουνε μέσα σε μια καρύδα, τέτοιοι τρελοί υπάρχουν μόνο ένας στο εκατομμύριο. Γιατί, βλέπετε, δεν μπορούσα να τους πω πως έχω έναν αδελφό που ζει μέσα σ’ ένα βελανίδι.

Ας μη ζούμε μέσα σε καρύδες. Ας μη ζούμε μέσα σε βελανίδια. Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος για να τον γευτούμε. Υπάρχουν απίθανα πράγματα να δούμε και να αισθανθούμε και να επιθυμήσουμε και να σκοπεύσουμε και να πετύχουμε. Είσαι ένα απίστευτο δώρο και είσαι όλος δικός σου! Δε φτιάχτηκες για να ζήσεις τη ζωή σου μέσα σε βελανίδια και καρύδες. Θα ήταν η πιο μεγάλη αμαρτία, να βιώνεις λιγότερα απ’ όσα είσαι.

Θεανώ η Θουρία, η σύζυγος του Πυθαγόρα

Η Θεανώ η Θουρία ήταν αρχαία Ελληνίδα μαθηματικός και αστρονόμος. Καταγόταν από τους Θούριους της Κάτω Ιταλίας και άκμασε περί τον 6ο αιώνα π.Χ.. Είναι μία από τους λεγόμενους Πυθαγόρειους φιλοσόφους και θεωρείται η διασημότερη γυναίκα αστρονόμος και κοσμολόγος της αρχαιότητας. Λέγεται ότι διατύπωσε την θεωρία της “Χρυσής Τομής” καθώς και την θεωρία της “Αρμονίας των Σφαιρών”.

Η Θεανώ ήταν κόρη του ιατρού Βροντίνου. Το όνομα Θεανώ για τους Αρχαίους Έλληνες ήταν ένα ιδιαίτερο και σημαδιακό όνομα. Θεανώ ονομαζόταν στην Ιλιάδα η ιέρεια της Αθηνάς. Από το όνομά της καταλαβαίνουμε ότι οι γονείς της Θεανώς είχαν οραματιστεί από νωρίς μία εξαιρετική μοίρα για την κόρη τους και αυτό φαίνεται να έγινε από νωρίς πραγματικότητα καθώς η Θεανώ έγινε γνωστή φιλόσοφος και επιστημόνισσα. Όταν έφτασε ο Πυθαγόρας στον Κρότωνα η Θεανώ ήταν ήδη γνωστή και γνωρίστηκαν κατά την ομιλία του φιλοσόφου στον ναό της Ήρας προς τις γυναίκες της πόλης.

Η Θεανώ υπήρξε αρχικά μαθήτρια και στη συνέχεια σύζυγός του κατά 30 χρόνια μεγαλύτερού της Πυθαγόρα . Δίδαξε αστρονομία και μαθηματικά στις Σχολές του Πυθαγόρα στον Κρότωνα και μετά το θάνατο του συζύγου στη Σάμο. Επιμελήθηκε τη διάδοση της διδασκαλίας και του έργο του, τόσο στον κυρίως Ελλαδικό χώρο, όσο και στην Αίγυπτο, σε συνεργασία με τα παιδιά της την Δαμώ, την Μύια, την Αριγνώτη τον Μνήσαρχο και τον Τηλαύγη που ανέλαβαν με τη σειρά τους και τη διοίκηση των Πυθαγορείων σχολών.

Μετά τον θάνατο του Πυθαγόρα, όπως συνηθιζόταν στην αρχαία Ελλάδα, η Θεανώ έπρεπε να παντρευτεί κάποιον συγγενή του άντρα της ή έστω κάποιον πολύ έμπιστό του έτσι ώστε να εξασφαλισθεί και η δική της προστασία αλλά και η προστασία της κληρονομιάς και της παράδοσης του Πυθαγόρα. Έτσι δεύτερος σύζυγός της έγινε ο επίσης στενός μαθητής του Αρίσταιος, ο οποίος και ανέλαβε για μια περίοδο το Ομακοείο και την Πυθαγόρεια κοινότητα.

Την Θεανώ την Θουρία αναφέρουν ο Αθηναίος, η Σούδα, ο Διογένης ο Λαέρτιος και ο Ιάμβλιχος. Θεωρείται η διασημότερη γυναίκα αστρονόμος και κοσμολόγος της αρχαιότητας.

Η Θεανώ πέθανε κάποια στιγμή τον 5ο αιώνα π.Χ. και λέγεται ότι θάφτηκε κοντά στην Πυθαγόρεια Σχολή. Αν και οι μελετητές παραδοσιακά έχουν παραβλέψει και υποτιμήσει την συνεισφορά των γυναικών στην ιστορία και την επιστήμη, το έργο της Θεανώς ήταν γνωστό στους σύγχρονούς της και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς άντρες και γυναίκες. Ανάμεσα σε αυτούς που επηρεάστηκαν και εμπνεύστηκαν από την Θεανώ πιστεύεται ότι ήταν και η Υπατία η Αλεξανδρινή

ΒΙΛΧΕΜ ΡΑΪΧ: Γιατί πάντα έπαιρνες, πάντα κατάπινες αμάσητο ό,τι σου έφερνε κάποιος άλλος σερβιρισμένο στο πιάτο

Αυτός είσαι, Ανθρωπάκο. Είσαι καλός για να καταβροχθίζεις και να καταπίνεις, αλλά δεν μπορείς να δημιουργήσεις. Γι’ αυτό είσαι αυτό που είσαι, χαραμίζοντας τη ζωή σου σε κάποιο βαρετό γραφείο, ή σε κάποιο σχεδιαστήριο, ή στα δεσμά του γάμου, ή σαν δάσκαλος που μισεί τα παιδιά. Δεν έχεις καμία εξέλιξη και καμία δυνατότητα για καινούριες σκέψεις, γιατί πάντα έπαιρνες, πάντα κατάπινες αμάσητο ό,τι σου έφερνε κάποιος άλλος σερβιρισμένο στο πιάτο.

Δεν καταλαβαίνεις γιατί τα πράγματα είναι έτσι, γιατί δεν μπορεί να συμβεί διαφορετικά; Θα σου πω, Ανθρωπάκο, γιατί σε έχω μάθει, όπως ένα πεισματάρικο ζώο, όταν ήρθες σ’ εμένα με το εσωτερικό σου κενό, ή τη σεξουαλική σου ανικανότητα, ή την ψυχική σου διαταραχή. Μπορείς μόνο να καταπίνεις αμάσητα και να παίρνεις, και δεν μπορείς να δημιουργήσεις ή να δώσεις, διότι η βασική σου σωματική στάση είναι η δειλία και η κακεντρέχεια- γιατί, όταν το αρχέγονο συναίσθημα της αγάπης και της προσφοράς αρχίζει να αναδύεται μέσα σου, σε καταλαμβάνει πανικός. Γι’ αυτό φοβάσαι να δώσεις. Το γεγονός ότι παίρνεις έχει βασικά ένα νόημα: Εξαναγκάζεσαι να καταβροχθίζεις συνεχώς χρήματα, ευτυχία, γνώση διότι αισθάνεσαι τον εαυτό σου κενό, πεινασμένο, δυστυχισμένο, χωρίς αυθεντικές γνώσεις ή όρεξη για γνώση. Για τον ίδιο λόγο αποφεύγεις συστηματικά την αλήθεια, Ανθρωπάκο: γιατί φοβάσαι να απελευθερώσεις το αντανακλαστικό της αγάπης που κρύβεται μέσα σου; Θα σου αποδείκνυε ξεκάθαρα αυτό που προσπαθώ ανεπαρκώς να σου αποδείξω εδώ. Πράγμα που δεν θες, Ανθρωπάκο.

Θες να αντικρίζεις την αλήθεια μέσα από έναν καθρέφτη, όπου δεν μπορείς να την αγγίξεις.

ΒΙΛΧΕΜ ΡΑΪΧ, Άκου, Ανθρωπάκο!

Τι είμαι;

Ο νους συγχέει τις ανάγκες του σώματος με τις δικές του γιατί έχει ανάγκη να ξέρει: Τι είμαι; Ζούμε σε αυτόν τον κόσμο της ψευδαίσθησης και δεν έχουμε ιδέα τι είμαστε. Έτσι, ο νους μας δημιουργεί όλες αυτές τις ερωτήσεις. Το ερώτημα «Τι είμαι;» γίνεται το μεγαλύτερο μυστήριο και οποιαδήποτε απάντηση ικανοποιεί την ανάγκη μας για ασφάλεια. Ο νους λέει: «Είμαι το σώμα. Είμαι αυτό που βλέπω, αυτό που σκέφτομαι, αυτό που αισθάνομαι. Πονάω- αιμορραγώ».

Η συνάφεια μεταξύ νου και σώματος είναι τόσο στενή που ο νους πιστεύει ότι είναι το σώμα. Το σώμα έχει ανάγκη και είναι ο νους που λέει «Έχω ανάγκη». Ο νους παίρνει τα του σώματος προσωπικά γιατί προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα «Τι είμαι;». Έτσι, είναι εντελώς φυσιολογικό από ένα σημείο και μετά ο νους να παίρνει τον έλεγχο του σώματος. Και ζείτε έτσι, μέχρι που συμβαίνει κάτι που σας ταρακουνά και σας δείχνει τι δεν είστε. Και όταν δείτε τι δεν είστε, όταν ο νους σας αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι δεν είναι το σώμα σας, αρχίζετε να αποκτάτε επίγνωση. Ο νους λέει: «Τότε, τι είμαι; Είμαι το χέρι; Αν κόψω το χέρι μου, είμαι ακόμη εγώ. Τότε, δεν είμαι το χέρι μου». Αφαιρείτε όλα όσα δεν είστε, μέχρι που στο τέλος το μόνο που απομένει είναι αυτό που είστε πραγματικά. Για να βρει ο νους την ταυτότητά του, απαιτείται μια μακρά διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας αφήνετε πίσω σας την προσωπική σας ιστορία, όσα σας δημιουργούν ασφάλεια, μέχρι που τελικά κατανοείτε ποιοι είστε πραγματικά.

Διαπιστώνετε ότι δεν είστε αυτοί που πιστεύατε, γιατί δεν επιλέξατε ποτέ τις πεποιθήσεις σας. Αυτές οι πεποιθήσεις υπήρχαν πριν γεννηθείτε. Διαπιστώνετε ότι δεν είστε ούτε το σώμα σας, γιατί αρχίζετε να λειτουργείτε χωρίς το σώμα σας. Αρχίζετε να παρατηρείτε ότι δεν είστε το όνειρο, ότι δεν είστε ο νους. Αν πάτε βαθύτερα, αρχίζετε να παρατηρείτε ότι δεν είστε ούτε η ψυχή. Αυτό που ανακαλύπτετε έπειτα είναι εκπληκτικό. Ανακαλύπτετε ότι στην πραγματικότητα είστε μια δύναμη – μια δύναμη που δίνει ζωή στο σώμα σας, που δίνει τη δυνατότητα στον νου σας να ονειρεύεται.

Χωρίς εσάς, χωρίς αυτή τη δύναμη, το σώμα σας θα κατέρρεε. Χωρίς εσάς, το όνειρό σας θα έσβηνε. Αυτό που πραγματικά είστε είναι η δύναμη της Ζωής. Αν κοιτάξετε στα μάτια κάποιου, θα δείτε την αυτεπίγνωσή του, την εκδήλωση της Ζωής, να λάμπει στα μάτια του. Η Ζωή δεν είναι το σώμα, δεν είναι ο νους, δεν είναι η ψυχή. Είναι η δύναμη. Μέσω της δύναμης ένα νεογέννητο μωρό γίνεται παιδί, έφηβος, ενήλικας· αναπαράγεται και γερνά. Όταν η Ζωή αφήνει το σώμα, το σώμα αποσυντίθεται και γίνεται σκόνη.

Είστε Ζωή που δίνει πνοή στο σώμα, τον νου και την ψυχή σας. Μόλις το διαπιστώσετε αυτό, όχι με τη λογική, όχι με την ευφυΐα σας, αλλά επειδή νιώθετε τη Ζωή, διαπιστώνετε ότι είστε η δύναμη που κάνει τα λουλούδια να ανοίγουν και να κλείνουν, που κάνει το κολιμπρί να πετά από λουλούδι σε λουλούδι. Διαπιστώνετε ότι είστε σε κάθε δέντρο, σε κάθε ζώο, σε κάθε φυτό, σε κάθε βράχο. Είστε η δύναμη που κινεί τον άνεμο και διαποτίζει το σώμα σας. Όλο το σύμπαν είναι ένα ζωντανό ον που κινείται από αυτή τη δύναμη και αυτό είστε κι εσείς. Είστε Ζωή.

Fair play ή αλλιώς ευγενής άμιλλα

Οι πρόγονοί μας έδωσαν τα “φώτα ” του Ελληνισμού σε ολόκληρο τον κόσμο, δίδαξαν την Δημοκρατία, τον Πολιτισμό και το Ολυμπιακό Ιδεώδες. Στην αρχαία Ελλάδα καλλιεργήθηκαν έννοιες όπως η “ευγενής άμιλλα” που όλοι μας γνωρίζουμε και αγνοούμε.

Ανταγωνιστικότητα είναι η έννοια που έρχεται στο μυαλό κάθε νέου που καλείται να δημιουργήσει ένα διαφορετικό κόσμο καθώς η σημερινή εποχή της ταχύτητας κάθε άλλο παρά συνεργασία και σεβασμό στην κοινή προσπάθεια δεν προωθεί. Ωστόσο, ως νέοι καλούμαστε να πιστέψουμε σ’ αυτό που είπε κάποτε ο μεγάλος Σταγειρίτης φιλόσοφος Αριστοτέλης με το απόφθεγμα του «όπου άμιλλα ενταύθα και νίκη εστίν», δηλαδή όπου υπάρχει άμιλλα υπάρχει και νίκη. Με άλλα λόγια η ρήση αυτή σηματοδοτεί ότι το δημιουργικό είναι αποτέλεσμα του ευγενούς ανταγωνισμού, οδηγεί στην πρόοδο και την εξέλιξη πέρα από κάθε φθόνο, ιδιοτέλεια, ζήλο, κ.α. Και η εξέλιξη είναι πάντοτε καθαρή νίκη.

Συν-αγωνίζομαι σημαίνει προσθέτω την δική μου προσπάθεια στον αγώνα και ο σκοπός είναι η κοινή εξέλιξη. Δουλεύουμε μαζί για να πάμε όλοι μπροστά. Είναι ο απόλυτος ορισμός της προόδου της ανθρωπότητας. Αυτός είναι ο ορισμός της ευγενούς άμιλλας, της τίμιας ,της αγαθής, της ανώτατης αρετής.

Κάθε άτομο είναι διαφορετικό και για αυτό τον λόγο βλέπει τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Αυτό είναι ευχή και κατάρα μαζί. Η ευγενής άμιλλα βοηθά την ανθρωπότητα γιατί περιέχει στοιχεία δημιουργίας και καταξίωσης.

Η “ευγενής άμιλλα” που δίδαξαν οι πρόγονοί μας, είναι δυσεύρετη και απαιτεί υπομονή, δουλειά και κόπο. Δίνει σκοπό σε ανθρώπους να ζουν με αξίες και να αφοσιώνονται στο σκοπό τους.

Για μένα, ιδίως με όσα συμβαίνουν σήμερα στη κοινωνία, στην πολιτική, κλπ, όπου ο κάθε ένας κοιτάζει μόνο το δικό του συμφέρον, νομίζω ότι το να ενδιαφέρεσαι για τον συνάνθρωπό σου, έχει μία ιδιαίτερη αξία.

Τα καλά πράγματα

Δεν υπάρχει τίποτα πιο συνηθισμένο από τα καλά πράγματα· το θέμα είναι να μπορεί κανείς να τα διακρίνει. Κι είναι βέβαιο πως όλα είναι φυσικά, στα μέτρα μας, και μάλιστα γνωστά σε όλο τον κόσμο. Αλλά δεν ξέρουμε να τα ξεχωρίζουμε. Αυτό είναι οικουμενικό. Η τελειότητα, κάθε είδους, δεν βρίσκεται στα ασυνήθιστα και παράξενα. Ορθωνόμαστε για να τη φτάσουμε κι έτσι απομακρυνόμαστε απ’ αυτήν· ενώ, τις πιο πολλές φορές, θα αρκούσε να χαμηλώσουμε. Τα καλύτερα βιβλία είναι εκείνα που όσοι τα διαβάζουν νομίζουν πως θα μπορούσαν να τα έχουν γράψει οι ίδιοι.

Τους συλλογισμούς δεν τους συγκροτούν περίπλοκες λέξεις. Το πνεύμα δεν πρέπει να είναι επιτηδευμένο. Οι σκληροί κι εξεζητημένοι τρόποι, αντί να του προσφέρουν τροφή στέρεα και θρεπτική το γεμίζουν με βλακώδη οίηση, με αφύσικη έπαρση και με μάταιο και γελοίο στόμφο. Και μια από τις κύριες αιτίες που απομακρύνουν τόσο όσους επιθυμούν να γίνουν κοινωνοί αυτών των γνώσεων από τον αληθινό δρόμο τον οποίο έπρεπε να ακολουθήσουν, είναι η εντύπωση που έχουμε κατ’ αρχάς πως όλα τα καλά είναι απροσπέλαστα, ονομάζοντας τα μεγάλα, υψηλά, ανώτερα, έξοχα. Έτσι χάνονται όλα. Θα προτιμούσα να τα αποκαλώ χαμηλά, κοινά, οικία. Αυτά τα ονόματα τους ταιριάζουν καλύτερα. Μισώ τα στομφώδη λόγια.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.30.7-4.30.9)

[4.30.7] Αὐτὸς δὲ ὡς ἐπὶ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν ἤδη ἦγε, καὶ ἡ στρατιὰ αὐτῷ ὡδοποίει τὸ πρόσω ἰοῦσα ἄπορα ἄλλως ὄντα τὰ ταύτῃ χωρία. ἐνταῦθα ξυλλαμβάνει ὀλίγους τῶν βαρβάρων, καὶ παρὰ τούτων ἔμαθεν, ὅτι οἱ μὲν ἐν τῇ χώρᾳ Ἰνδοὶ παρὰ Ἀβισάρῃ ἀποπεφευγότες εἶεν, τοὺς δὲ ἐλέφαντας ὅτι αὐτοῦ κατέλιπον νέμεσθαι πρὸς τῷ ποταμῷ τῷ Ἰνδῷ· καὶ τούτους ἡγήσασθαί οἱ τὴν ὁδὸν ἐκέλευσεν ὡς ἐπὶ τοὺς ἐλέφαντας. [4.30.8] εἰσὶ δὲ Ἰνδῶν πολλοὶ κυνηγέται τῶν ἐλεφάντων, καὶ τούτους σπουδῇ ἀμφ᾽ αὑτὸν εἶχεν Ἀλέξανδρος, καὶ τότε ἐθήρα ξὺν τούτοις τοὺς ἐλέφαντας· καὶ δύο μὲν αὐτῶν ἀπόλλυνται κατὰ κρημνοῦ σφᾶς ῥίψαντες ἐν τῇ διώξει, οἱ δὲ ἄλλοι ξυλληφθέντες ἔφερόν τε τοὺς ἀμβάτας καὶ τῇ στρατιᾷ ξυνετάσσοντο. [4.30.9] ἐπεὶ δὲ καὶ ὕλῃ ἐργασίμῳ ἐνέτυχε παρὰ τὸν ποταμὸν, καὶ αὕτη ἐκόπη αὐτῷ ὑπὸ τῆς στρατιᾶς καὶ ναῦς ἐποιήθησαν. καὶ αὗται κατὰ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν ἤγοντο ὡς ἐπὶ τὴν γέφυραν, ἥντινα Ἡφαιστίων καὶ Περδίκκας αὐτῷ ἐξωκοδομηκότες πάλαι ἦσαν.

***
[4.30.7] Ο ίδιος ο Αλέξανδρος άρχισε τώρα να βαδίζει προς τον Ινδό ποταμό και ο στρατός που προπορευόταν του άνοιγε δρόμο, επειδή διαφορετικά ήταν αδιάβατοι οι τόποι εκείνοι. Εδώ ο Αλέξανδρος συνέλαβε μερικούς βαρβάρους και πληροφορήθηκε από αυτούς ότι οι Ινδοί της περιοχής είχαν καταφύγει στον Αβισάρη αφήνοντας τους ελέφαντες να βόσκουν εκεί, κοντά στον ποταμό Ινδό. Ο Αλέξανδρος τους διέταξε να τον οδηγήσουν στον δρόμο προς τους ελέφαντες. [4.30.8] Υπάρχουν πολλοί Ινδοί κυνηγοί ελεφάντων. Αυτούς κρατούσε με πολλή προθυμία κοντά του ο Αλέξανδρος και με αυτούς κυνηγούσε τότε τους ελέφαντες. Δύο από τους ελέφαντες χάθηκαν κατά την καταδίωξη πέφτοντας σε γκρεμό, οι άλλοι όμως, αφού πιάστηκαν, δέχθηκαν τους αναβάτες τους και εντάχθηκαν στον στρατό του Αλεξάνδρου. [4.30.9] Και επειδή βρήκε κοντά στον ποταμό ένα δάσος με οικοδομήσιμη ξυλεία, οι στρατιώτες του έκοψαν ξύλα και κατασκεύασαν πλοία. Τα μετέφεραν στον Ινδό ποταμό προς τη γέφυρα που είχαν προ πολλού κατασκευάσει ο Ηφαιστίων και ο Περδίκκας.