9.6. ΠατρόκλειαΔυο συγκλονιστικές ραψωδίες (από τις εκτενέστερες του έπους) αφιερώνει ο ποιητής στον Πάτροκλο. Στη ραψωδία Π ο ήρωας (φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα και εφοδιασμένος με τα αθάνατα άλογά του) αριστεύει απωθώντας τους Τρώες ως τις Σκαιές Πύλες. Έτσι όμως προκαλεί τον θέσφατο φόνο του, στον οποίο συνεργούν ο Εύφορβος, ο Απόλλων και ο Έκτωρ. Στη ραψωδία Ρ διακυβεύεται το γυμνό σώμα του νεκρού Πατρόκλου, καθώς το διεκδικούν Τρώες και Αχαιοί. Μετά βίας κατορθώνουν να το αποσπάσουν, για να το μεταφέρουν στα πλοία των Αχαιών ο Μενέλαος και ο Μηριόνης, με την κάλυψη του Τελαμώνιου Αίαντα, ενώ απειλούνται συνεχώς από τον Έκτορα και τον Αινεία. Στο μεταξύ ο Μενέλαος αποστέλλει τον Αντίλοχο, τον γιο του Νέστορα, να φέρει στον Αχιλλέα το θλιβερό μήνυμα για τον θάνατο του εταίρου του, που εκείνος τον αγνοεί.
Ήδη στην αρχή της δέκατης έκτης ραψωδίας επικυρώνεται για δεύτερη φορά ο επικείμενος φόνος του Πατρόκλου: πρώτα από τον ποιητή, μετά από τον Δία. Φτάνοντας καθυστερημένος στη σκηνή του Αχιλλέα ο Πάτροκλος, θρηνώντας σαν μωρό παιδί, εκλιπαρεί τον Αχιλλέα να παραμερίσει τον άκαρδο θυμό του και να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, ώστε να σώσει τους Αχαιούς από τον βέβαιο όλεθρο. Αν, παρά ταύτα, εμποδίζεται από κάποια θεία εντολή, ας αναθέσει τουλάχιστον στον ίδιο την αποστολή αυτή: φορώντας αυτός την πανοπλία εκείνου, με τους Μυρμιδόνες στο πλευρό του, ελπίζει να αποκρούσει τους Τρώες και να ανακουφίσει τους Αχαιούς.
Προτού ωστόσο ακουστεί η απάντηση του Αχιλλέα, ακούγεται η φωνή του ποιητή. Χαρακτηρίζει τον Πάτροκλο νήπιον (που πάει να πει «μωρός»), γιατί δεν υποπτεύεται πως η ικεσία του αυτή θα αποβεί θανατηφόρα, σημαίνοντας το τέλος του (Π 46-47). Στην ανταπόκρισή του ο Αχιλλέας αποκρούει τον έλεγχο του Πατρόκλου για αλύγιστη κι αλύπητη καρδιά, θυμίζοντας την κατάφωρη προσβολή του Αγαμέμνονα, που, αρπάζοντας το νόμιμο γέρας του, του φέρθηκε σαν να ήταν ανυπόληπτος μετανάστης - αυτή η ατίμωση, όσο συνεχίζεται, θα τον κρατεί μακριά από τη μάχη. Δέχεται ωστόσο την εναλλακτική πρόταση: ας πάρει τη θέση του στη μάχη ο Πάτροκλος, ώστε, με τη δική του πανοπλία και με τους ακαταπόνητους Μυρμιδόνες στο πλευρό του, να αποτρέψει του Τρώες από τα πλοία, ανακουφίζοντας τους καταπονημένους Αχαιούς. Όμως εκεί να σταματήσει, να μη γυρέψει κι άλλη δόξα, φιλοδοξώντας να πατήσει αυτός το κάστρο της Τροίας, μήπως και προκαλέσει την εκδίκηση του Απόλλωνα· θα πρέπει, εκτελώντας την περιορισμένη αποστολή του, να γυρίσει αμέσως πίσω (Π 48-100).
Στο μεταξύ, παρά την αντίσταση του Αίαντα, ο Έκτωρ πυρπολεί το πλοίο του Πρωτεσίλαου, που το τυλίγουν τώρα οι φλόγες, θέαμα που αναστατώνει τον Αχιλλέα. Οπότε εξωθεί τον Πάτροκλο να φορέσει αμέσως την πανοπλία του και να βγει στη μάχη. Ο Πάτροκλος οπλίζεται, δίνοντας εντολή στον Αυτομέδοντα να ζέψει και τα αθάνατα άλογα του φίλου του, τον Ξάνθο και τον Βαλίο. Τον οπλισμό των Μυρμιδόνων τον επιβλέπει ο ίδιος ο Αχιλλέας, ερεθίζοντας με τον λόγο του το πολεμικό τους μένος. Μετά προσφέρει τελετουργικά σπονδή στον Δωδωναίο Δία, τον Πελασγικό, αναπέμποντας διπλή ευχή: να πετύχει ο εταίρος του την απώθηση του εχθρού και να επιστρέψει σώος. Ο Δίας εισακούει την πρώτη ευχή, απορρίπτει όμως τη δεύτερη (Π 249-252).
Έτσι η απρόβλεπτη «Πατρόκλεια» επισκιάζεται εξαρχής με τον αναπότρεπτο φόνο του Πατρόκλου, σημαδεμένο, τώρα για δεύτερη φορά, από τον ποιητή και από τον Δία. Επιβεβαιώνεται επομένως και ενισχύεται ο συμπληρωματικός ρόλος του Δία και του ποιητή στη μοίρα του Πατρόκλου. Και η συμπλήρωση αυτή συνεχίζεται, καθώς η «Πατρόκλεια» οδεύει στο μοιραίο τέλος της.
Η συντριπτική αριστεία του Πατρόκλου εξελίσσεται σε ανυποχώρητη έφοδο, παρά τη σύσταση του Αχιλλέα· η εφάρματη επίθεσή του στρέφεται στην τειχισμένη Τροία. Οπότε ο ποιητής αναγνωρίζει πάλι αφροσύνη στην πολεμική έπαρση του ήρωα, ενώ συγχρόνως στοχάζεται: αν ο Πάτροκλος είχε συμμορφωθεί με τη συμβουλή του Αχιλλέα, θα μπορούσε ίσως να αποφύγει τη μαύρη μοίρα του θανάτου. Αλλά ο Δίας, λέει, πάντα υπερτερεί: εκείνος άλλοτε αρπάζει από τα χέρια του αντρείου πολεμιστή τη νίκη και πανικόβλητο τον τρέπει σε φυγή· άλλοτε, όπως τώρα, τον εξωθεί να χτυπηθεί μέχρι τελικής πτώσης, ενισχύοντας το πολεμικό του μένος (Π 684-691). Τούτο σημαίνει ότι ποιητής και Δίας συμβάλλονται, καθένας με τον τρόπο και το κύρος του, στη θανάσιμη μοίρα του Πατρόκλου· στη σύνταξη επομένως και στην πλοκή της «Πατρόκλειας».
Ο φόνος του Πατρόκλου από τον Έκτορα αποτελεί κομβικό σημείο στην εξέλιξη του ιλιαδικού πολέμου, στον βαθμό που προορίζει και τον επόμενο φόνο του Έκτορα από τον Αχιλλέα. Ο προορισμός αυτός δηλώνεται πάλι έμμεσα και άμεσα: έμμεσα από τον θνήσκοντα Πάτροκλο στη ραψωδία Π (843-854)· άμεσα από τον Δία στη ραψωδία Ρ (198-219). Στη μεγαλαυχία του Έκτορα αντιστέκεται ξεψυχώντας ο εταίρος του Αχιλλέα, με μια επίβλεψη και μια πρόβλεψη. Η επίβλεψη: ο δικός του φόνος, λέει, δεν είναι κατόρθωμα εκείνου, που τρίτος στη σειρά τον αποτέλειωσε· οφείλεται στη βουλή του Δία και στην απάτη του Απόλλωνα, που τον κατέστησε ευάλωτο, απογυμνώνοντάς τον από τα όπλα του. Η πρόβλεψη: θα πρέπει ο Έκτωρ να στοχαστεί πως δεν πρόκειται και αυτός να επιβιώσει για πολύ· ο θάνατος έγινε πια παραστάτης του, η μοίρα του θανάτου τον ακούμπησε, θα τον δαμάσει όπου να ᾽ναι ο Αχιλλέας με τα φονικά του χέρια.
Αυτή την επιθανάτια πρόβλεψη θα επιβεβαιώσει ο Δίας στην επόμενη ραψωδία με συμπάθεια. Ο Εύφορβος, που δοκίμασε να σκυλεύσει το σώμα του Πατρόκλου, πέφτει νεκρός από το φονικό δόρυ του Μενελάου. Λάβρος ο Έκτωρ διεκδικεί τώρα από τον Μενέλαο την πανοπλία του Αχιλλέα που τη φορούσε ο απογυμνωμένος νεκρός. Μπρος στην ορμή του ο Μενέλαος υποχωρεί, οπότε ο Έκτωρ γίνεται κύριος των όπλων και ετοιμάζεται να αποκεφαλίσει το σώμα του Πατρόκλου, αλλά επεμβαίνει ο Αίας και αποτρέπει το κακό με την ασπίδα του. Ο Έκτωρ προς στιγμήν οπισθοχωρεί και παραδίδει τα όπλα του Πατρόκλου στους Τρώες, να τα ασφαλίσουν στο κάστρο της Τροίας, προς δόξα και τιμή μελλοντική. Στο μεταξύ, ο Γλαύκος τον ελέγχει για δειλία, οπότε εκείνος αλλάζει στάση: προφταίνοντας τους Τρώες που μετέφεραν τα όπλα του Αχιλλέα στην Τροία, τα παίρνει και τα ντύνεται ο ίδιος. Σ᾽ αυτό το κρίσιμο σημείο μεσολαβεί ο Δίας. Κοιτάζοντας από ψηλά τον Έκτορα, ντυμένο τη μοιραία πανοπλία, τον ελεεί και τον ελεεινολογεί για την αστόχαστη αυτή πράξη. Λέει:
Δεν πάει διόλου ο νους σου στον δικό σου θάνατο, κι ας στέκει κιόλας πλάι σου, ενώ εσύ φορείς τα αθάνατα όπλα εκείνου, που κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στο ανδρείο μένος του· δεν σου έφτασε που σκότωσες τον πιο αξιαγάπητο και γενναίο εταίρο του, που αφαίρεσες άπρεπα απ᾽ το κεφάλι και τους ώμους του την αρματωσιά του. Και μολαταύτα σου χαρίζω προσώρας δύναμη και δόξα· αντάλλαγμα, αφού δεν σου μέλλεται, σώος γυρίζοντας από τη μάχη, μ᾽ αυτά τα δοξασμένα όπλα του Αχιλλέα να σε δεξιωθεί η Ανδρομάχη.
Συμπέρασμα: όπως προορίστηκε από τον Δία και τον ποιητή ο θάνατος του Πατρόκλου, ομοιότυπα προορίζεται και ο επικείμενος θάνατος του Έκτορα. Στοιχείο που ενισχύει την υπόθεση ότι «Πατρόκλεια» και «Εκτόρεια» αποτελούν δίδυμα επεισόδια, που το ένα προϋποθέτει το άλλο. Αν επομένως για το πρώτο ευθύνεται ο ποιητής της Ιλιάδας, το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο. Την επικύρωση της διπλής του έμπνευσης αναζητεί και βρίσκει ο ποιητής στη βουλή του Δία.
Στο πλαίσιο εξάλλου της δέκατης έκτης ραψωδίας επεμβαίνει δραστικά ο Δίας άλλη μία φορά, προοικονομώντας τώρα και τον νεκρώσιμο νόστο του Έκτορα, ο οποίος, με τη βουλή του Δία πάλι, συντελείται, όπως θα δούμε, στην εικοστή τέταρτη ραψωδία του έπους. Συγκεκριμένα:
Στην αριστεία του Πατρόκλου εξέχει, με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενά του, ως κορυφαίο κατόρθωμα του ήρωα ο φόνος του Σαρπηδόνα (Π 419-684), που είναι γιος του Δία, αγαπημένος εταίρος του Γλαύκου. Το εταιρικό αυτό ζεύγος, που προέρχεται από τη Λυκία και εντάσσεται στους επικούρους του τρωικού στρατοπέδου, αντιζυγίζει, με την ομόλογη μοίρα του, το πρότυπο εταιρικό ζεύγος του Αχιλλέα και του Πατρόκλου, και από την άποψη αυτή αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην «Πατρόκλεια» και στην «Εκτόρεια».
Αντιδρώντας εδώ βίαια ο Σαρπηδών στις αλλεπάλληλες ανδροκτασίες του Πατρόκλου, ελέγχει τους συμπολεμιστές του από τη Λυκία και αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον εταίρο του Αχιλλέα σώμα με σώμα. Ο Δίας, επιβλέποντας την άγρια σύγκρουση και προβλέποντας την έκβασή της, στρέφεται προς την Ήρα και ομολογεί το δίλημμά του: αναρπάζοντας τον γιο του από το πεδίο της μάχης να τον περάσει σώο στη Λυκία; ή να αποδεχτεί το φονικό του τέλος από τα χέρια του Πατρόκλου; Η Ήρα αποκλείει την πρώτη επιλογή, ως παράδειγμα προς αποφυγήν σε ανάλογες περιπτώσεις, και αντιπροτείνει στον Δία να υποχωρήσει στον θάνατο του γιου του, εξασφαλίζοντας όμως την έντιμη μεταφορά του από τον Ύπνο και τον Θάνατο στον δήμο της Λυκίας· όπου δικοί και σύντροφοι θα του αποδώσουν νόμιμες τιμές, υψώνοντας τύμβο και στήλη επιμνημόσυνη πάνω στο μνήμα του.
Ο Δίας συγκατανεύει, κι αρχίζει η σύγκρουση, που καταλήγει στον φονικό ακοντισμό του Σαρπηδόνα. Ο οποίος ξεψυχώντας παρακαλεί τον Γλαύκο να υπερασπιστεί με τους Λυκίους συντρόφους το σώμα του από τη σύληση. Με πληγωμένο χέρι ο Γλαύκος, επικαλείται και δέχεται τη θεραπευτική αρωγή του Απόλλωνα. Μετά απαιτεί τη συμπαράσταση του Έκτορα, οπότε Τρώες και Λύκιοι, Μυρμιδόνες και Αχαιοί συμβάλλονται διεκδικώντας τον νεκρό Σαρπηδόνα. Ο Πάτροκλος εκδικείται τον φόνο του Επειγέα ακοντίζοντας τον Σθενέλεο, ο Γλαύκος χτυπά κατάστηθα τον Βαθυκλέα, ο Μηριόνης τον Λαόγονο, ο Αινείας προκαλεί τον Μηριόνη. Αγνώριστο από τα βέλη, το αίμα και τη σκόνη, το σώμα του Σαρπηδόνα το διεκδικούν με πάθος Αχαιοί και Τρώες.
Ο Δίας εποπτεύει, και ταλαντεύεται: έφτασε η ώρα μήπως να συντελεστεί ο φόνος του Πατρόκλου, να τον σκοτώσει τώρα ο Έκτορας, απογυμνώνοντας το σώμα του από την πανοπλία του Αχιλλέα; Πρόκειται για τελεσίδικη και απερίφραστη πια αναφορά του θεού στον επικείμενο θάνατο του Πατρόκλου, όπου τώρα εξονομάζεται, μαζί με το θύμα, και ο θύτης. Αποφασίζει ωστόσο ο Δίας μικρή αναβολή της φονικής αυτής επιχείρησης. Στο μεταξύ, εξωθεί τον Πάτροκλο να απωθήσει τους Τρώες και τον Έκτορα προς την τειχισμένη Τροία. Καθώς ο Έκτωρ και οι Λύκιοι υποχωρούν, οι Μυρμιδόνες γυμνώνουν τον νεκρό Σαρπηδόνα από τα όπλα του και, με εντολή του Πατρόκλου, τα μεταφέρουν στο δικό τους στρατόπεδο. Τότε ο Δίας εφαρμόζει την άλλη απόφασή του. Καλεί τον Απόλλωνα και παραγγέλλει:
Έλα, Φοίβε, γλίτωσε τώρα από τα φονικά βέλη των Αχαιών, καθάρισε το αιμόφυρτο σώμα του Σαρπηδόνα. Όσο μπορείς μακρύτερα, προς τις ροές του ποταμού πήγαινε να το λούσεις, με λάδι αθάνατο να το αλείψεις, με ρούχο θεϊκό σαβάνωσέ το· μετά το παραδίνεις στον Ύπνο και στον Θάνατο· δίδυμα αδέλφια, γοργοί περαματάρηδες· αυτοί, γρήγορα θα οδηγήσουν τον νεκρό στα μέρη της εύφορης κι απλόχωρης Λυκίας, όπου δικοί και σύντροφοι στο μνήμα του θα υψώσουν τύμβο και στήλη - μόνη τιμή αυτή όποιου πεθαίνει.
Ο Απόλλων εκτελεί επακριβώς την εντολή του Δία, και ο ποιητής την επαναλαμβάνει κατά λέξη. Θυμίζεται πως ο Καβάφης μεταποίησε την αισθητική αυτή περιγραφή στο ποίημά του «Η κηδεία του Σαρπηδόνος», σχεδόν αντιγράφοντας το ομηρικό κείμενο. Έπεται όμως και άλλη επέμβαση του Δία στη σκηνοθεσία της «Πατρόκλειας», τώρα στο πλαίσιο της δέκατης έβδομης ραψωδίας (Ρ 423-455).
Νεκρός ο Πάτροκλος, και πάνω στο σώμα του λυσσομανούν Τρώες και Αχαιοί, ποιος θα το πάρει. Την ίδια ώρα τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα (που έφεραν τον Πάτροκλο στη μάχη), ο Ξάνθος κι ο Βαλίος, στέκουν παράμερα, θρηνώντας τον αμαξηλάτη τους, που τον κοιτούν στον στρόβιλο της σκόνης, θανατωμένο από το φονικό χέρι του Έκτορα. Μάταια ο Αυτομέδων προσπαθεί να τα αποσύρει, τη μια με το μαστίγιο, την άλλη με γλυκόλογα. Εκείνα δεν λεν να υπακούσουν, να γυρίσουν στον Ελλήσποντο, πίσω στα πλοία· αμετακίνητα μένουν εκεί, σαν επιτύμβια στήλη κάποιου που πέθανε (γυναίκα ή άντρα), ζεμένα στο περίκαλλο άρμα, με τα κεφάλια τους σκυμμένα χαμηλά στο χώμα, χύνοντας δάκρυα θερμά από τα βλέφαρά τους. Κλαίνε ποθώντας τον ηνίοχό τους, κι η πλούσια χαίτη τους, ξεφεύγοντας από τη ζεύγλα, κρέμεται πλάι στον ζυγό, και τη μιαίνει η σκόνη. Τα είδε ο γιος του Κρόνου να θρηνούν τα δύο άλογα και τα ελέησε. Κινώντας το κεφάλι του, μίλησε μέσα του:
Δύστυχα, γιατί να σας χαρίσουμε, αθάνατα εσάς κι αγέραστα, σ᾽ έναν θνητό, στον βασιλιά Πηλέα; για να παιδεύεστε με τα δικά τους βάσανα, ζώντας μαζί με δύσμοιρους ανθρώπους; Πλάσμα πιο δύστυχο από τον άνθρωπο δεν βρίσκεται σ᾽ όλη τη γη, όσα έρπουν επάνω της και εισπνέουν τον αέρα της. Όμως δεν πρόκειται κι εγώ ν᾽ αφήσω στο κοσμημένο αμάξι σας ν᾽ ανέβει ο Πριαμίδης Έκτωρ. Φτάνει και περισσεύει που πήρε κι έχει καμαρώντας τα όπλα εκείνα. Στα γόνατα λοιπόν και στην καρδιά σας θα βάλω δύναμη, να σώσετε τον Αυτομέδοντα και να τον φέρετε στα κοίλα πλοία. Γιατί σκοπεύω κι άλλη δόξα στους Τρώες να προσφέρω, σκοτώνοντας να φτάσουν ως τα καλόσελμα καράβια, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος, να πέσει ιερό της νύχτας το σκοτάδι.
Πολυσήμαντη και αποκαλυπτική η ιλιαδική αυτή σκηνή (την μεταποίησε, με τον τρόπο του πάλι, ο Καβάφης στο ποίημα «Τα άλογα του Αχιλλέως»), προάγει εκτός των άλλων ένα βήμα ακόμη τον επικείμενο φόνο του Έκτορα. Επιμένει στην έπαρση του ήρωα, δηλωμένη με την αθέμιτη οικειοποίηση των όπλων του Αχιλλέα, που θεωρείται συμβολικός σφετερισμός της ταυτότητας του αντίπαλου ήρωα. Ενοχή που θα διπλασιαζόταν, αν ο Δίας επέτρεπε στον Έκτορα να σφετεριστεί και τα -αμετακίνητα αυτή τη στιγμή- άλογα του Αχιλλέα. Επειδή μια τέτοια πράξη θα αποτελούσε υπέρβαση του απαγορευτικού ορίου ανάμεσα στην αθανασία και στη θνητότητα, στον βαθμό που τα συγκεκριμένα άλογα είναι αθάνατα κι ο Έκτορας (όπως κι ο Αχιλλέας εξάλλου) θνητός.
Στο τέλος του αποφασιστικού αυτού μονολόγου του ο Δίας προγραμματίζει την τελική πια επίθεση των Τρώων στα πλοία των Αχαιών, τώρα που εξέλιπε η επιθετική αντίσταση του Πατρόκλου. Γεγονός που πρέπει, σύμφωνα με την υπόσχεση του θεού στη Θέτιδα στην πρώτη ραψωδία, να επαναφέρει τον Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης. Έτσι συντονίζονται οι δύο φάσεις της βουλής του Δία: η αρχική, που δεν προέβλεπε ακόμη τον θάνατο του Πατρόκλου· και η ενδιάμεση, που τον εκμαίευσε, προς όφελος της πλοκής του ιλιαδικού πολέμου, όπως τη φαντάστηκε ο ποιητής.