Στο δεύτερο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα, ο Γλαύκων προκαλεί τον Σωκράτη να απαντήσει σε ερωτήσεις που αγγίζουν την καρδιά της αθηναϊκής πολιτικής εμπειρίας. Ο Γλαύκων υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι γενικά δεν βλέπουν μια σχέση ανάμεσα στις απαιτήσεις της πολιτικής ζωής και στην ικανοποίηση των προσωπικών τους αναγκών. Δεν εξισώνουν ευτυχία και δικαιοσύνη. Οι άνθρωποι θεωρούν την δικαιοσύνη «πληκτική και ενοχλητική» και την «αποδέχονται ως συμβιβασμό», μόνο και μόνο επειδή τους στερεί το δικαίωμα να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους ατιμώρητα (Πολιτ. 2. 358-9). Θέτοντας αυτή την κυνική άποψη περί πολιτικής τάξεως και απαντώντας, ο Πλάτων κάνει τα πάντα για να δείξει ότι η δύναμη της πόλεως να βάζει τάξη στα πράγματα είναι ουσιαστική για την ευτυχία κάθε ανθρώπου ανεξάρτητα από τις συνθήκες της ζωής του. Ο Γλαύκων επιμένει ότι ο Σωκράτης προσφέρει ένα επιχείρημα υπέρ της δικαιοσύνης που ισχύει ακόμη και για τον Γύγη, ο οποίος κατέχει ένα δαχτυλίδι που τον κάνει αόρατο. Ο άνθρωπος με το δαχτυλίδι του Γύγη μπορεί να εκπληρώνει κάθε επιθυμία του ατιμώρητα. Γιατί να ενεργεί δίκαια;
Η μορφή της συζήτησης στην Πολιτεία αντανακλά τη δύναμη της αρχαίας αθηναϊκής πεποίθησης ότι η πόλις υπάρχει για να εκφράζει και να εξασφαλίζει το καλό των πολιτών. Η δικαιοσύνη αμφισβητείται όταν συγκρούεται με την επίτευξη προσωπικών επιθυμιών. Η δικαιοσύνη νομιμοποιείται όταν αποδεικνύεται ότι είναι απαραίτητη για την προσωπική ευημερία. Η αθηναϊκή πολιτική ζωή δημιουργούσε τη δυνατότητα διατήρησης μιας υποστηρικτικής έντασης ανάμεσα στην προσωπική και την πολιτική ταυτότητα. Η ανάγκη εξουδετέρωσης της διαβρωτικής δυνατότητας αυτής της δύσκολης ένωσης έγινε το κίνητρο των μεγάλων αντι-πολιτικών θεωριών του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη (και της επινόησης από τον Αριστοτέλη της πολιτικής επιστήμης). Ο Αριστοτέλης ήθελε να αποδείξει ότι «ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως ζώον της πόλεως [πολιτικόν], αλλά και αυτός, όπως ο Πλάτων, τιμά την πόλιν στην αποτυχία της. Όπως θα δείξω παρακάτω τόσο ο ένας θεωρητικός όσο και ο άλλος βραχυκυκλώνουν την πρόκληση που έθετε η πολιτική (και ιδιαίτερα η δημοκρατική) ύπαρξη. Οικοδομώντας την απαιτούμενη τάξη στο επίπεδο της πόλεως κατευθείαν μέσα στο άτομο, εξορίζουν το φάντασμα του Γύγη, που θάλλει μέσα στα κενά που δημιουργεί η πολιτική.
Η ανάγκη συμβιβασμού με τη στενή αλλά αφύσικη σχέση ανάμεσα στην πολιτεία και το άτομο παρήγαγε την πολιτική θεωρία. Η σχέση αυτή γεννήθηκε με την πόλιν κι έφτασε σε έξαρση με την εξέλιξη της δημοκρατίας. Η ιστορία της εξέλιξης της πολιτικής σκέψης υποδηλώνει το ότι -και το γιατί- η πολιτική και προσωπική αυτοκατανόηση του ανθρώπου είναι προορισμένες να χωρίζουν και να συνυπάρχουν. Αυτή η ιστορία έχει σημασία σήμερα. Όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, και εμείς βραχυκυκλώνουμε την πολιτική πρόκληση, μεγεθύνοντας, όμως, περισσότερο παρά συρρικνώνοντας την απόσταση ανάμεσα στο άτομο και την πολιτεία. Υπάρχει αρκετός χώρος για τον Γύγη, που μπορεί να λειτουργεί αόρατα ως «ιδιώτης». Η εξέλιξη των αρχαίων πολιτικών ιδεών ως απάντησης στη δημοκρατία υποδηλώνει ότι αυτή η αφελής ελπίδα αποτελεί ψευδαίσθηση.
Το κενό που απάλειψαν τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης, το κενό που καταλαμβάνει η πολιτική, δημιουργήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες κατά την αρχαϊκή περίοδο. (Θα μιλήσω εδώ αποκλειστικά για τους Αθηναίους, αφού αυτοί άφησαν τις περισσότερες μαρτυρίες και είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή στην εξέλιξη της δημοκρατίας και της πολιτικής θεωρίας.) Η πόλις ήταν ένα σύνορο. Η λέξη προέρχεται από μια ρίζα που σημαίνει «τοίχος». Αυτό το σύνορο δεν ήταν απλώς σημάδι ασφάλειας από εξωτερική πίεση, προειδοποίηση σε πιθανούς εισβολείς ότι οι κάτοικοι ενός συγκεκριμένου εδαφικού θύλακα ήταν αποφασισμένοι στο σύνολό τους να υπερασπισθούν την ακεραιότητά τους. Στην πραγματικότητα, στην Αθήνα, η δημιουργία του συνόρου είχε κατεύθυνση προς τα μέσα, είχε κίνητρο την ανάγκη θεσμοθέτησης μιας πρόθεσης, όχι το να ασκήσει πίεση ή το να αποτελέσει αντικείμενο πίεσης. Η αρχαία πόλις δημιούργησε κενό ανάμεσα στη δουλεία και την τυραννία. Αυτό δεν ήταν κυνικός συμβιβασμός, όπως υποθέτει ο πλατωνικός Γλαύκων, αλλά ένα ένδοξο επίτευγμα.
Το σύνορο που διέκρινε τους πολίτας από τους υπολοίπους χάραζε μια επικράτεια προσωπικής αποτελεσματικότητας, τάξης και σχετικής ισότητας. Η δουλεία και η τυραννία ήταν γνήσιες απειλές. Η ιδιότητα του πολίτη στην πόλιν πρόσφερε απτά πλεονεκτήματα: ελευθερία, την ελευθερία αναζήτησης του ιδίου καλού, την ευκαιρία να κερδίσει κανείς τιμή οδηγώντας και υπερασπιζόμενος την κοινότητα. Η πόλις ήταν όργανο δικαιοσύνης η εξουσία του νόμου είχε σκοπό να εξασφαλίσει ότι κάθε άνθρωπος έπαιρνε όσο δικαιούνταν. Πολιτική ήταν η έκφραση της ελευθερίας συμμετοχής στην τακτοποίηση της προσωπικής ζωής, ελευθερία ανεπίτρεπτη στις γυναίκες και στους δούλους και αδιάθετη στους επί συμβάσει χωρικούς. Η πόλις ήταν σε μεγάλο βαθμό κυριολεκτικά ο εγγυητής και το όριο αυτής της ελευθερίας.
Ακριβώς από τη φύση της, λοιπόν, η ιδιότητα του πολίτη στην πόλιν ήταν ταυτόχρονα συνδεδεμένη στενά με την προσωπική ευημερία και ασυνεχής με τα προσωπικά χαρακτηριστικά. Η πολιτική θέση αποτελούσε αφαίρεση από τα προσωπικά γνωρίσματα και από τη θέση στην κοινωνική ή οικονομική ιεραρχία. Ο πολίτης κατείχε μια θέση η οποία τυπικά καθοριζόταν από τον οικιακό κόσμο παραγωγής και αναπαραγωγής, που τον κατοικούσαν δούλοι και γυναίκες. Στην Αθήνα, όπως κι αλλού, η πολιτική θέση τυπικά υπερέβαινε την κοινωνική: οι χωρικοί και οι καταστηματάρχες περιλήφθηκαν στους πολίτες όταν τα όρια της πόλεως διατυπώθηκαν από τον Σόλωνα τον έκτο αιώνα π.Χ. Τα νέα όρια της πόλεως διέκριναν τον Αθηναίο από τον ξένο και τον ελεύθερο από τον δούλο. Ο Σόλων απαγόρευσε τον δανεισμό με εγγύηση την ελευθερία τον δανειζόμενου, κι έτσι εγγυήθηκε την ελευθερία του Αθηναίου πολίτη από την υποδούλωσή του στους γείτονές του.
Μέσα στον δημόσιο χώρο της πόλεως (που συχνά ονομαζόταν τό μέσον) κάθε άνθρωπος απέκτησε πολιτική ταυτότητα. Οι μεταρρυθμίσεις τον Σόλωνα κατέστησαν σαφή τα πολιτικά δικαιώματα και τις ευθύνες του πολίτη. Όλοι οι πολίτες, ανεξάρτητα από την κοινωνική ή πολιτική τους Θέση, είχαν έναν καθορισμένο ρόλο, αν και ο ρόλος ποίκιλλε ανάλογα με το μέγεθος της περιουσίας των πολιτών. Σύμφωνα με τον νόμο, κάθε πολίτης που δεν έπαιρνε το μέρος της μιας ή της άλλης παράταξης σε μια διαμάχη, Θα έχανε το δικαίωμα να είναι μέλος της πόλεως. Η διατήρηση δίκαιης τάξης ήταν σαφώς ορισμένη ως ευθύνη εκάστου πολίτη.
Η δυνατότητα σύγκρουσης ανάμεσα στην προσωπική και την πολιτική ταυτότητα ήταν εγγενής στην ίδρυση της πόλεως. Όπως υποδηλώνει η περιγραφή του Γλαύκωνα για τα ανθρώπινα κίνητρα (σε ακραία μορφή), τα προσωπικά χαρακτηριστικά και επιθυμίες είναι μοιραίο να εισβάλλουν στον στίβο της πολιτικής. Οι πολίτες είναι και άνθρωποι με προσωπικούς δεσμούς, παρελθόν και κίνητρα, που περιλαμβάνουν υποδουλωτικές και τυραννικές επιθυμίες. Η στάσις, η παραταξιακή πάλη που έφερνε αντιμέτωπες ομάδες αριστοκρατών μεταξύ τους ή τους πλούσιους με τους φτωχούς, ήταν, όπως βεβαιώνει ο Μ. Ι. Finley, «ομολογουμένως μια σύγκρουση συμφερόντων» (Finley 1983: 134). Παρ’ όλα αυτά η συμμετοχή σε στάση ήταν επίσης σημάδι δέσμευσης για τη διατήρηση μιας τάξης που ικανοποιούσε τις ανάγκες όλων των πολιτών, όπως υποδηλώνει ο νόμος του Σόλωνα που απαγόρευε την ουδετερότητα. Η λέξη δήμος (απ’ όπου η λέξη δημοκρατία) περικλείει αυτήν την αμφιβολία: μπορεί να σημαίνει είτε ολόκληρο το σώμα των πολιτών είτε τις μάζες των φτωχών. Η μεταβολή της μορφής της πολιτικής τάξης με τη βία ή την εξωτερική πίεση ήταν πάντοτε πραγματική εναλλακτική οδός, που συχνά ακολουθήθηκε από πόλεις-κράτη σ’ ολόκληρη την Ελλάδα κι επιχειρήθηκε με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία στην Αθήνα πολλές φορές κατά τον πέμπτο αιώνα. Το γεγονός αυτό δεν υποδηλώνει ότι το προσωπικό συμφέρον μόλυνε τη σημασία διατήρησης της ακεραιότητας του ορίου πόλις. Αντίθετα, ακριβώς επειδή η πόλις εκτιμούνταν εξαιτίας της ικανότητάς της να εξασφαλίζει το καλό των κατοίκων της με τη διατήρηση της ελευθερίας και της τάξης, οι πολίτες συνεχώς επανεκτιμούσαν τη δυνατότητά της να ασκεί αυτή τη λειτουργία.
Η ικανότητα να τακτοποιούν αυτή τη διπλή ταυτότητα ήταν το σήμα κατατεθέν του πολιτικού και ιδιαίτερα του δημοκρατικού επιτεύγματος των Αθηναίων. Στην Αθήνα, όπως και αλλού, η διάχυτη ένταση ανάμεσα στην ελευθερία και την τάξη αποσιωπούνταν κατά τα πρώτα χρόνια της πόλεως κάτω από τη γενική συναίνεση απέναντι στην πολιτική καθώς και στη θρησκευτική εξουσία των παραδοσιακών αρχόντων, των ευγενών. Η μετακίνηση προς τη δημοκρατία, που άρχισε από τον Κλεισθένη και επιταχύνθηκε στο πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα, αύξησε την οικειότητα και το άχαρο της πολιτικής εμπειρίας. Η αμφισβήτηση της θέσης της παραδοσιακής ιεραρχίας και η αβεβαιότητα για τα κριτήρια και το νόημα της ιδιότητας του πολίτη ευνοήθηκαν από τη διακυβέρνηση των Πεισιστρατιδών (546-510 π.Χ.). Ο Κλεισθένης επιβεβαίωσε την καθαρά πολιτική πηγή τόσο της ελευθερίας όσο και της τάξης. Οι μεταρρυθμίσεις του ξαναϋπογράμμισαν τη δύναμη του πολιτικού ορίου να κόβει κάθετα παραδοσιακούς δεσμούς. Έδωσε θέση σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της περιοχής με καθαρά πολιτικά μέσα και κατάφερε να υπονομεύσει την τοπική κυριαρχία των αριστοκρατικών οικογενειών και να συνδέσει κάθε Αθηναίο πολιτικά με την ευρύτερη κοινότητα.
Τα κοινωνικά και προσωπικά χαρακτηριστικά, που παραδοσιακά συνδέονταν με την εξουσία και την τάξη, δεν ήταν πια πολιτικώς αποφασιστικά. Η πολιτική δύναμη κατέληξε να στηρίζεται σε μια συνέλευση ανθρώπων, καθένας από τους οποίους ξεχωριστά δεν είχε δύναμη· επίσης, καθένας από αυτούς τους ανθρώπους ήταν δυνατόν να είναι άπειρος, αμόρφωτος και ασυνήθιστος στις ευθύνες. Η ενότητα δεν χρειαζόταν πλέον να εξασφαλίζεται από τον σεβασμό για την παραδοσιακή εξουσία. Στο θέατρο και την πολιτική συζήτηση οι Αθηναίοι επιζητούσαν να συμβιβασθούν με το τεράστια διευρυμένο πεδίο της πόλεως: τη φιλοδοξία της να επιτύχει τάξη από την αταξία και να εκφράσει τη δύναμη των αδυνάτων. Ούτε οι λειτουργίες της δημοκρατικής πόλεως ούτε οι απόπειρες κατανόησης των επιπτώσεών της διέλυσαν ποτέ αυτές τις αντιφάσεις. Γιατί η διάλυσή τους -όπως γίνεται στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη – θα σήμαινε το τέλος της πολιτικής.
Η ανάδυση του τραγικού θεάτρου συνέπεσε με την περίοδο της πολιτικής αναταραχής που γέννησε την αθηναϊκή δημοκρατία. Οι τραγικοί ποιητές διερεύνησαν τα ερωτήματα που προέκυψαν από τη δημοκρατική πολιτική και στράφηκαν στην εξέταση της δημοκρατίας για να βρουν απαντήσεις. Το ενδιαφέρον για τη δημοκρατία, για τη συμφιλίωση της πολιτικής θέσης και των ευθυνών με τα προσωπικά χαρακτηριστικά και τους στόχους, προέκυψε από δύο παρακείμενες γωνίες. Γιατί πρέπει να πιστεύουμε ότι το επακόλουθο της συγκέντρωσης των απόψεων προσώπων που ήταν τυπικά τουλάχιστον ελεύθερα από την παραδοσιακή ιεραρχία και τις παραδοσιακές αξίες θα πρέπει στην πραγματικότητα να είναι η τάξη; Και θα ήταν η πολιτική τάξη αυτού του είδους γνήσια συμβατή με την έκφραση προσωπικών στόχων; Στις Ικέτιδες (ανέβηκε γύρω στα 465-459 π.Χ.) και στην Ορέστεια (που ανέβηκε στα 458), ο Αισχύλος υποδηλώνει με διαφορετικούς τρόπους ότι η δημοκρατική πολιτική ίσως κατορθώσει να ενοποιήσει τις πολιτικές διεκδικήσεις με τις προσωπικές ή συγγενικές. Ο αυτόνομος άνθρωπος κάνει δικές του τις δυνάμεις της τάξης (νόμος). Οι περιορισμοί οι σχετικοί με την παλιά αριστοκρατική τάξη θεωρούνται τώρα αυτοεπιβαλλόμενοι. Ο δημοκρατικός άνθρωπος είναι μέλος μιας πολιτικής ελίτ. Εξαιτίας της πολιτικής του θέσης, και παρά τις συνεχιζόμενες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, είναι ικανός να υλοποιεί άμεσα τα προσωπικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με την αριστοκρατία και είναι ουσιώδη για την τάξη της κοινότητας -γενναιότητα, αρετή, ευλάβεια, δικαιοσύνη, ικανότητα συνεισφοράς στην κοινότητα.
Στις Ικέτιδες ο βασιλιάς Πελασγός του Άργους επιμένει σε μια πολιτική απάντηση στο αίτημα των βαρβάρων γυναικών για πολιτική προστασία από τους Αιγύπτιους εξαδέλφους τους. Η τελική απόφαση είναι θέμα του δήμου, που ψηφίζει την επέκταση της προστασίας στις ικέτιδες. Στην απεικόνιση της συνάντησης του βασιλιά με τον Αιγύπτιο κήρυκα, στο τέλος των Ικέτιδων, ο Αισχύλος συνυφαίνει αναφορές της γυναικείας ιδιότητας (που συμβολίζει το μη πολιτικό) και της βάρβαρης και δεσποτικής συμπεριφοράς, για να τονίσει τα θέματα του έργου. Ο Πελασγός διακηρύσσει ότι η απαίτηση των Αιγυπτίων να αποκαταστήσουν την τάξη και να επιδείξουν ανδρισμό υποτάσσοντας τις γυναίκες είναι κούφια. Οι Αργείοι, που κυβερνούν με πολιτική εξουσία, η οποία βασίζεται στην πειθώ και τη συναίνεση, είναι οι αληθινοί άνδρες (Ικέτ. 951). Η εξουσία δεν ορίζεται μόνον από συγκεκριμένους νόμους, αλλά επίσης σύμφωνα μ’ ένα γενικότερο κριτήριο: αμοιβαιότητα σεβασμού και απόρριψη του εξαναγκασμού. Η προσήλωση σ’ αυτό το κριτήριο υπογραμμίζει την απαίτηση της αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως παρουσιάζεται σ’ αυτό το έργο, να εκφράζει προσωπικούς στόχους μέσα στις πολιτικές πράξεις. Η αμετακίνητη αφοσίωση σε μια πολιτική έκφραση των προσωπικών απόψεων ενσαρκώνεται στο ψήφισμα των Αργείων ότι εκείνα τα μέλη της πόλεως που αρνούνται να δεσμευθούν από την εκούσια απόφαση του δήμου στην εκκλησία πρέπει να χάνουν την ιδιότητα του πολίτη (Ικέτ. 61 κ.ε.).
Λίγα χρόνια αργότερα ο Αισχύλος ανέλυσε τα αθηναϊκά πολιτικά πράγματα με κάπως διαφορετικό τρόπο. Η τριλογία Ορέστεια ανέβηκε ύστερα από τη δολοφονία του Εφιάλτη, που είχε ηγηθεί σε επιτυχή προσπάθεια μείωσης των εξουσιών του αριστοκρατικού Αρείου Πάγου. Εκείνη την εποχή ορισμένοι Αθηναίοι ήταν έτοιμοι να προδώσουν την πόλη στη Σπάρτη. Η τριλογία αντικατοπτρίζει την ανησυχία του Αισχύλου για το ότι η εκτόξευση προς την πλήρη δημοκρατία σε βάρος της παραδοσιακής εξουσίας μπορούσε να καταλήξει σε αναρχία. Σημειωτέον ότι αυτή η ανησυχία δεν διατυπώνεται ως πάλη ανάμεσα στη δημοκρατία και την ολιγαρχία, αλλά ως θεμελιωδέστερη σύγκρουση ανάμεσα στις διεκδικήσεις της πόλεως και της οικογένειας. Η τριλογία αναδιηγείται τον κύκλο εκδίκησης που ακολουθεί τη θυσία της Ιφιγένειας από τον πατέρα της, τον βασιλιά Αγαμέμνονα, για να εξασφαλιστεί η θεϊκή συγκατάθεση στην εκστρατεία του κατά της Τροίας. Όπως στις Ικέτιδες, το θηλυκό στοιχείο -η βασίλισσα Κλυταιμνήστρα, που δολοφονεί τον σύζυγό της Αγαμέμνονα, ο θηλυπρεπής εραστής της Αίγισθος, και οι Ερινύες, που καταδιώκουν τον γιο της Κλυταιμνήστρας, τον Ορέστη, αφού έχει σκοτώσει τη μητέρα του- αντιπροσωπεύει την έλλειψη τάξης, την εξέγερση κατά της εξουσίας και την προσωπική θλίψη, όπως και την αφοσίωση σε δεσμούς αίματος που είναι πάνω από τις επιταγές της πολιτικής τάξης ή της εξουσίας. Ο Απόλλων, προστάτης του Ορέστη, μιλά υπέρ του ανδρικού κριτηρίου. Κάθε πλευρά επικαλείται μια δυνατή, θεϊκά επικυρωμένη σειρά αξιών, καθεμιά από τις οποίες διαθέτει δύναμη για πολιτική τάξη μέσα στην Αθήνα.
Όπως ο Πελασγός, η θεά Αθηνά παραπέμπει την υπόθεση στους αντιπροσώπους της πόλεως. Η επιλογή και η απεικόνιση του Αρείου Πάγου από τον Αισχύλο, ως πολιτικού διαιτητή, ανακαλεί τόσο τις διεκδικήσεις της παραδοσιακής εξουσίας όσο και τη σαφώς πολιτική δομή της εξουσίας. Ενώ η απόφαση των Αργείων ήταν ομόφωνη, οι Αθηναίοι που συνθέτουν τον Άρειο Πάγο είναι διηρημένοι. Αυτή η διάσταση γνώμης φέρνει στην επιφάνεια τις επιπτώσεις που έχει μια καθαρά πολιτική βάση για την τάξη, που βασίζεται σε μια διαδικασία λήψης αποφάσεων, η οποία μπορεί να αποφασίζει αλλά δεν μπορεί να επιλύει μια βαθιά και τραγική σύγκρουση ανάμεσα σε νόμιμες διεκδικήσεις. Η πολιτική κοινότητα πρέπει επομένως να απορροφήσει και να εξημερώσει τη σύγκρουση, να εκφράσει τις ποικίλες απαιτήσεις, αντικείμενο των οποίων θεωρούν ότι είναι οι άνδρες. Η αποφασιστική ψήφος ρίπτεται από την Αθηνά υπέρ της ανδρικής, πολιτικής αρχής, αυτή όμως χρησιμοποιεί την πολιτική της δεξιοτεχνία για να πείσει τις Ερινύες να μην αποσυρθούν από την Αθήνα. Πετυχαίνει, πολιτικοποιώντας την παραδοσιακή τους λειτουργία και χτίζοντας την πολιτική τάξη πάνω στα προσωπικά κίνητρα και τις προσκολλήσεις που αντιπροσωπεύουν. Η ενσωμάτωση των Ερινύων εγγυάται ότι κάθε πολίτη τον αναχαιτίζει ο φόβος της αναπόφευκτης τιμωρίας.
Με τον μεταφορικό και υπαινικτικό τρόπο, που χαρακτηρίζει το δράμα, τα δύο αυτά έργα εκφράζουν, αντίστοιχα, την πεποίθηση ότι η δημοκρατική πόλις καθιστά δυνατό τον ελεύθερο, συλλογικό καθορισμό πολιτικών στόχων, συνδυάζοντας έτσι την ενότητα με τον σεβασμό για την αυτονομία των πολιτών· εκφράζουν, επίσης, την πεποίθηση ότι, αν η άσκηση αυτονομίας από όλους τους πολίτες γίνεται πράγματι για τη δημιουργία αρμονίας, τότε τα άτομα πρέπει να επιδεικνύουν σεβασμό για τις παραδοσιακές, κοινωνικά ριζωμένες νόρμες συμπεριφοράς.
Ο σοφιστής Πρωταγόρας επιζητούσε να αποδείξει εκείνο που θεατροποιούσε ο Αισχύλος, ότι, δηλαδή, η πολιτική αλληλεπίδραση συνιστά τόσο την άσκηση εξουσίας μέσα από τη συλλογική έκφραση του ατόμου όσο και την επίτευξη τάξης μέσα από τη συλλογική αυτοσυγκράτηση. Ο Πρωταγόρας δεν ήταν Αθηναίος πολίτης. Ήταν σύγχρονος του Αισχύλου, κάτοικος και επαγγελματικά ενεργός στην Αθήνα στις δεκαετίες του 460 και του 450. Στον Πρωταγόρα, την κύρια πηγή μαρτυριών για την πολιτική θεωρία του σοφιστή, ο Πλάτων χρησιμοποιεί τη διδασκαλία του Πρωταγόρα για να προβάλει, με την αντίθεση, την ιδέα ότι η ικανότητα των ανδρών να εκτιμήσουν τα συμφέροντά τους και να συμβάλουν στην ηγεσία της πόλεως δεν μπορεί να τους απονέμεται μόνο και μόνο επειδή είναι πολίτες. Όπως φαίνεται, όμως, από την ακεραιότητα ορισμένων τμημάτων του διαλόγου, τη συμβατότητά τους με ανεξάρτητα από αυτόν παραδομένα αποσπάσματα, και την ασυμβατότητά τους με το πλατωνικό πλαίσιο, το ιστορικό πρόσωπο Πρωταγόρας διατύπωσε πράγματι μια συνεκτική πολιτική θεωρία. Αντίθετα από τον Πλάτωνα, δεν θεώρησε αναγκαίο να οικοδομήσει μια πολιτική ψυχολογία. Όπως ο Αισχύλος, επιζήτησε να δείξει ότι οι κοινωνικές, οικονομικές και προσωπικές διαφορές μπορούν να πολιτικοποιούνται, τόσο όταν εκφράζονται όσο και όταν μεταμορφώνονται.
Απαντώντας στο ερώτημα της νομιμότητας της δημοκρατίας, ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι η αλληλεπίδραση πολιτών και ηγεσίας, που χαρακτηρίζει την πόλιν, καλλιεργεί την ορθή κρίση στον δήμον, ο οποίος παίρνει αποφάσεις, και εγγυάται ότι ευδοκιμεί η καλύτερη δυνατή ηγεσία. Η πόλις μπορεί να αποδώσει την κρίση και την ικανότητα να συνεισφέρει στην πολιτική τάξη στον πολίτη qua πολίτη, επειδή απαιτεί και καλλιεργεί αυτές τις ικανότητες. Η πολιτική αλληλεπίδραση προάγει τόσο τη γενική αρμοδιότητα (ο άνθρωπος είναι το μέτρον· όλοι οι πολίτες είναι ικανοί να συνεισφέρουν στην πολιτική τάξη). Στην πολιτική του θεωρία, ο Πρωταγόρας πρόσφερε μια περιγραφή της κοινωνικοποίησης και της ηγεσίας καθώς και της σχέσης ανάμεσά τους. Η περιγραφή ενσωματώνει την ανώτερη προσωπική αντίληψη που είχε ο Πρωταγόρας για τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ανθρώπινης εμπειρίας, και καλούσε τους άνδρες να τη δοκιμάσουν συγκρίνοντάς την με τη δική τους εμπειρία.