Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Σαμία (2-3)

(desunt uersus fere xx)
30 [. . . ]α[. . . .]κ[. .].
[ . . . ].φέροντ᾽ ἰδὼν
[ . . .]αὐτὸς προσετίθην πανταχοῦ
[ . . .]ησθε πρὸς τὸν γείτονα
[ . . . ]συνθλάσας τὸ σημεῖον σφόδρα·
35 φ]ιλανθρώπως δὲ πρὸς τὴν τοῦ πατρὸς
Σαμί]αν διέκειθ᾽ ἡ τῆς κόρης μήτηρ, τά τε
πλεῖ]στ᾽ ἦν παρ᾽ αὐταῖς ἥδε καὶ πάλιν ποτὲ
αὕτ]η παρ᾽ ἡμῖν. ἐξ ἀγροῦ δὴ καταδραμὼν
ὑπὸ νύ]κτα γ᾽ εἰς Ἀδώνι᾽ αὐτὰς κατέλαβον
40 συνη]γμένας ἐνθάδε πρὸς ἡμᾶς μετά τινων
ἄλλω]ν γυναικῶν· τῆς δ᾽ ἑορτῆς παιδιὰν
πολλὴ]ν ἐχούσης οἷον εἰκός, συμπαρὼν
ἐγιν]όμην, οἴμοι, θεατής· ἀγρυπνίαν
ὁ θ]όρυβος αὐτῶν ἐνεπόει γάρ μοι τινά·
45 ἐπὶ] τὸ τέγος κήπους γὰρ ἀνέφερόν τινας,
ὠρχο]ῦντ᾽, ἐπαννύχιζον ἐσκεδασμέναι.
ὀκν]ῶ λέγειν τὰ λοίπ᾽, ἴσως αἰσχύνομαι·
ἄλλ᾽]οὐδὲν ὄφελός ἐσθ᾽· ὅμως αἰσχύνομαι.
ἐκύ]ησεν ἡ παῖς· τοῦτο γὰρ φράσας λέγω
50 καὶ τ]ὴν πρὸ τούτου πρᾶξιν. οὐκ ἠρνησάμην
τὴν] αἰτίαν σχών, ἀλλὰ πρότερος ἐνέτυχον
τῇ] μητρὶ τῆς κόρης, ὑπεσχόμην γαμεῖν
τοίν]υν, ἐπὰν ἔλθῃ ποθ᾽ ὁ πατήρ· ὤμοσα.
τὸ π]αιδίον γενόμενον εἴληφ᾽ οὐ πάλαι.
55 ἀπὸ] ταὐτομάτου δὲ συμβέβηκε καὶ μάλα
[…]ν ἡ Χρυσὶς —καλοῦμεν τοῦτο γὰρ
αὐτὴν— [ . . .] . [.]. . . ] νον εὖ πάλαι
(desunt uersus fere xxii)

***
[Ο πατέρας με τον γείτονα λείπουν μήνες
τώρα σε ταξίδι. Εμένα άφησαν να φροντίζω,
όχι μόνο το δικό μας σπίτι αλλά και του γείτονα,
που έχει γυναίκα και μια κόρη.
Αυτό το κάνω μ᾽ όλη μου την καρδιά και
με το παραπάνω.]
Η μητέρα της κόρης είχε καλές σχέσεις
35 με του πατέρα μου τη φίλη από τη Σάμο,
και πολύ συχνά αυτή βρισκόταν στο σπίτι τους,
όπως κι οι άλλες πότε πότε στο δικό μας.
Μια νύχτα λοιπόν γυρίζω σπίτι από το κτήμα
και τις βρίσκω μαζεμένες εδώ στο σπίτι μας
40 μαζί μ᾽ άλλες γυναίκες: γιόρταζαν τα Αδώνια,
διασκέδαζαν για τα καλά, όπως συνήθως γίνεται.
Έμεινα μαζί τους, γιατί μου άρεσε, αλίμονο, το θέαμα.
Έπειτα έκαναν θόρυβο και δεν με άφηναν να κοιμηθώ.
45 Ανέβαζαν στη στέγη γλάστρες με φυτά,
χόρευαν και ξεφάντωναν όλη τη νύχτα,
σκόρπιες σ᾽ όλο το σπίτι.
Τί έγινε κατόπιν διστάζω να σας πω,
ίσως ντρέπομαι. Αλλά τί ωφελεί; πάντως ντρέπομαι.
50 Η κοπέλα έμεινε έγκυος. Λέγοντας αυτό
λέω κι αυτό που έγινε προηγουμένως.
Δεν αρνήθηκα την ευθύνη μου, αλλά μόνος μου
πήγα στη μητέρα της και υποσχέθηκα
πως θα την πάρω, όταν γυρίσει ο πατέρας μου.
Έδωσα όρκο. Το παιδί γεννήθηκε πριν από λίγες
μέρες και το έχω πάρει στο σπίτι μας.
55 Η τύχη μας το έφερε να έχουμε τη Χρυσίδα —
έτσι τη λένε τη Σαμιώτισσα. [Αυτή ανέλαβε
να το φροντίζει, για να μη μάθει ο κόσμος ποιά
είναι η μητέρα του.]
(λείπουν περίπου 22 στίχοι)

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πώς άλλαξε η αρχαία Ελληνική γλώσσα

10.7.6 Υποχωρεί η δοτική

Ας δούμε ακόμα μερικές αλλαγές που, και αυτές, επιβεβαιώνουν όσα είπαμε αμέσως πριν. 

Στα χρόνια της κοινής αρχίζει να περιορίζεται η χρήση της δοτικής, για να εγκαταλειφθεί βαθμιαία και να αντικατασταθεί από περιφράσεις που χρησιμοποιούν προθέσεις: εἰς, μετά + αιτιατική ή γενική. 

Έτσι η έκφραση τῷ πατρί γίνεται εἰς τὸν πατέρα και στα νέα ελληνικά στον πατέρα.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙII. ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 6. Η έλευση των Ρωμαίων

6.6. Δώσε μου σημείο να σταθώ


Ο ξένος που θα αποφάσιζε να επισκεφθεί την Αθήνα στην ελληνιστική εποχή θα εκπλησσόταν από την ευτέλεια και την ερήμωση πολλών σπιτιών και την κακή ρυμοτομία. Η πόλη είχε αναπτυχθεί πριν από αιώνες με τρόπο φυσικό και δεν διέθετε τα προσχεδιασμένα οικοδομικά τετράγωνα που μπορούσε να βρει κανείς στις νεόδμητες πόλεις. Κρίνοντας από την πρώτη εντύπωση, ο ξένος θα δυσκολευόταν να πειστεί ότι αυτή είναι η δοξασμένη πόλη των Αθηναίων. Αν όμως παρατηρούσε τα δημόσια κτίρια, το θέατρο, τους ναούς και τα γυμνάσια θα καταλάβαινε καλύτερα πού βρισκόταν αποτυπωμένη η παλαιά αίγλη.

Αυτή την εντύπωση προκάλεσε η Αθήνα σε έναν περιηγητή κατά τον πρώιμο 3ο αιώνα. Ο ίδιος μάς πληροφορεί ότι οι Αθηναίοι της εποχής ξεχνούσαν την κατάσταση ανελευθερίας που τους είχε βρει με πολύωρες συζητήσεις. Όταν ιδίως παρουσιαζόταν μπροστά τους ένας επισκέπτης, τον πλησίαζαν και τον ρωτούσαν με πάθος για οτιδήποτε. Από την άλλη, ξεχνούσαν τις ελλείψεις τους με την απόλαυση των ωραίων κτιρίων που στόλιζαν την πόλη. Αυτό που κέντρισε όμως περισσότερο το ενδιαφέρον του περιηγητή ήταν το πλήθος και η ποικιλομορφία των φιλοσόφων που προσπαθούσαν να αναπαύσουν τις ανθρώπινες αγωνίες με κάθε λογής απατηλά τεχνάσματα - χόρτοι παντοθαλεῖς φιλοσόφων παντοδαπῶν, ψυχῆς ἀπάται καὶ ἀναπαύσεις γράφει, επηρεασμένος από το ύφος του σοφιστή Γοργία. Η Αθήνα ήταν η πόλη στην οποία άκμαζε πρωτίστως η φιλοσοφία.

Η νέα φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Αθήνα με την ίδρυση του επικούρειου Κήπου και της ζηνώνειας Στοάς σηματοδοτούσε μια τάση επιστροφής στην προπλατωνική σκέψη, με στόχο την επανεύρεση της σωματικότητας των πάντων, ακόμη και των θεών. Οι δύο αυτές φιλοσοφικές σχολές που κυριάρχησαν κατά την ελληνιστική περίοδο ήταν σύμφωνες σε αυτό το σημείο, όπως συμφωνούσαν και ως προς το υπέρτατο αγαθό της ευδαιμονίας. Η τρίτη φιλοσοφική τάση, που ακολούθησε τον σωκρατικό δρόμο της εγνωσμένης άγνοιας και της απορίας, οδηγήθηκε παραδόξως σε ένα παρόμοιο συμπέρασμα για τον σκοπό της ανθρώπινης ζωής.

Κοινός στόχος όλων των ελληνιστικών σχολών φιλοσοφίας ήταν η επίτευξη της ἀπάθειας ή ἀταραξίας, μιας σταθερής και αμετάβλητης ψυχικής γαλήνης που δεν θα κλονιζόταν ποτέ από τις αντιξοότητες της τύχης και των συγκυριών. Η πολιτική αντίληψη του ανθρώπινου βίου, κυρίαρχη στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, μειωνόταν προς όφελος της ατομικής ευτυχίας. Τελικά, η ηθική υποσκέλισε την πολιτική. Ο παλαιός θαυμασμός για την προσωπική αριστεία έβρισκε νέα έκφραση στο ιδεώδες του σοφοῦ. Ο ιδανικός αυτός τύπος εκπροσωπούσε πλέον την ανθρώπινη τελειότητα στο σύνολό της. Αν και εξαιρετικά δυσεύρετος μέσα στον κόσμο της εμπειρίας, ο σοφός έγινε πρότυπο και μέτρο, ιδίως σε ζητήματα νοήματος της ανθρώπινης ζωής.

Η ελληνιστική φιλοσοφία διακρίνεται από μια τάση συστηματοποίησης της γνώσης. Ο προερχόμενος από τη Σάμο αλλά αθηναϊκής καταγωγής Επίκουρος (341-270), ο Ζήνων από το Κίτιο της Κύπρου (335-263) και οι ακόλουθοί τους διαίρεσαν τη φιλοσοφία σε τρεις κλάδους: τη λογική, τη φυσική και την ηθική. Στον πρώτο περιέλαβαν όλα τα γνωσιοθεωρητικά προβλήματα που παρουσιάζει η έλλογη σκέψη: στοιχεία και αρχές της γλώσσας, ρητορική και διαλεκτική τέχνη, έγκυρες και άκυρες μορφές συμπερασμού, ανάλυση εννοιών, προτασιακή λογική. Στον φυσικό κλάδο της φιλοσοφίας ενέταξαν την ανάλυση όλων των όντων, από τους θεούς στην κορυφή της ιεραρχίας έως την ανόργανη ύλη στα θεμέλια. (Φυσική κατέληξε έτσι να σημαίνει «κοσμολογία» και «μεταφυσική».) Στην ηθική αντιμετώπισαν τα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής. Ο άνθρωπος άρχισε να θεωρείται μέλος μιας πολύ ευρύτερης και οικουμενικής πατρίδας, η οποία ήταν ο κόσμος. Οι απλοί πολίτες, φυσικά, δεν συμμερίζονταν αυτή την αντίληψη. Εξακολουθούσαν να πολεμούν για τις ιδιαίτερες πατρίδες τους με αυτοθυσία και ζέση, όπως και σε προηγούμενες εποχές. Μια σταδιακή αλλαγή στη γενική θεώρηση της σχέσης του ατόμου με την πόλη άρχιζε, πάντως, να γίνεται εμφανής.

Ενώ ο Σωκράτης είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει την Αθήνα εκλαμβάνοντας ως ατιμωτική και αβίωτη τη ζωή σε ξένο τόπο, δύο ή τρεις γενιές αργότερα ένας από τους έμμεσους μαθητές του δήλωνε με δηκτική παρρησία ότι γενέθλιος τόπος καταγωγής του και πηγή των πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του είναι ο κόσμος.

Ο Διογένης από τη Σινώπη (περ. 410-324) πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα και την Κόρινθο και επονομάστηκε «σκύλος» (κύων) για την προκλητική απρέπειά του έναντι όλων των καθιερωμένων θεσμών. Όταν ρωτήθηκε από πού κατάγεται, ο Διογένης απάντησε: «είμαι πολίτης του κόσμου» (κοσμοπολίτης). Η προκλητική αυτή απόκριση αποτελούσε στην ουσία έκκληση για επιστροφή σε έναν φυσικό και σχεδόν πρωτόγονο τρόπο ζωής, απαλλαγμένο από τις συμβατικότητες της κοινωνικής συμβίωσης. Ως τέκνο της πόλεως, πάντως, ο Διογένης εξέθεσε τις απόψεις του για την απαξία των υλικών αγαθών, των πολιτικών επιδιώξεων και των φιλόδοξων φιλοσοφικών θεωριών σε ένα χαμένο έργο με τον ενδεικτικό τίτλο Πολιτεία. Εκεί παρωδούσε τις πλατωνικές θεωρήσεις και καυτηρίαζε κάθε απόπειρα τεχνητής απομάκρυνσης από την ανθρώπινη κατάσταση προς όφελος ενός υψηλού αλλά ανέφικτου ιδανικού.

Η ψυχική αυτή στάση αποτελεί δείκτη για τις κοινές εξελίξεις στις τρεις κυρίαρχες σχολές της ελληνιστικής φιλοσοφίας: τον επικουρισμό, τον στωικισμό και τον (διφυή) σκεπτικισμό. Η κυνική φιλοσοφία, σύμφωνη με το πνεύμα της διδασκαλίας της, δεν οργανώθηκε ποτέ ως επίσημη σχολή.

Ο μόνος σημαντικός φιλόσοφος του 5ου αιώνα που δεν μνημονεύεται στους πλατωνικούς διάλογους είναι ο Αβδηρίτης Δημόκριτος. Στην αρχαιότητα θεωρήθηκε κυρίως σοφός σε ηθικά ζητήματα. Ήταν επίσης φυσικός φιλόσοφος. Η περισπούδαστη (σήμερα) θεωρία του έλεγε ότι το σύμπαν αποτελείται από αδιαίρετα κομμάτια ύλης, τα ἄτομα, και από κενόν. Τα άτομα του Δημοκρίτου ήταν ποικίλα ως προς το μέγεθος και το σχήμα, είχαν όμως την τάση να ενώνονται τυχαία μεταξύ τους και να δημιουργούν αισθητά σώματα. Την πολύμορφη ένωση των ατόμων και την επακόλουθη διάλυση των σωμάτων εξυπηρετούσε η ύπαρξη κενού χώρου, ο οποίος, αν και απαθής, επέτρεπε την κίνηση και την αλλαγή μέσα στη φύση.

Αυτή τη φυσική θεωρία υιοθέτησε με τροποποιήσεις ο Επίκουρος. Την είχε διδαχτεί πριν φτάσει στην Αθήνα και τη θεώρησε ικανοποιητική γιατί δεν προϋπέθετε ούτε υπεραισθητές μορφές ούτε άυλες ουσίες. Ακόμη και οι θεοί δεν ήταν παρά μακραίωνες συσσωματώσεις λεπτοφυών ατόμων.

Στη σχολή του Επίκουρου γίνονταν δεκτοί άνδρες και γυναίκες χωρίς διάκριση. Όλα τα μέλη απολάμβαναν ισότητα και κοινοκτημοσύνη στα αγαθά. Ο ιδρυτής του Κήπου, όπως ονομάστηκε η σχολή του, ήθελε να απαλλάξει τους ανθρώπους από τις φοβίες τους και να τους οδηγήσει σε μια ζωή δίχως περιττές έγνοιες και ανώφελες επιδιώξεις. Θεωρούσε ότι ο φόβος του θανάτου και η δεισιδαιμονία, δηλαδή ο φόβος των θεϊκών τιμωριών, ήταν τα σοβαρότερα προσκόμματα στην ευτυχία. Ο Επίκουρος έδειξε ότι και οι δύο αυτές πηγές φόβου είναι φαντασιοπληξίες και στερούνται πραγματικής βάσης. Ο άνθρωπος ούτε όσο ζει έρχεται ποτέ σε επαφή με τον θάνατο -ισχυρίστηκε - ούτε όταν πεθάνει διατηρεί τις αισθήσεις του, ώστε να βιώνει τον θάνατο ως κάτι οδυνηρό. Από την άλλη, οι μακάριοι θεοί δεν ασχολούνται με τα ανθρώπινα και δεν ενδιαφέρονται να ανταμείψουν ή να τιμωρήσουν τους ανθρώπους.

Πεπεισμένος για την αγαθότητα τις φύσης, ο Επίκουρος ταύτισε την ἡδονήν (ουσιαστική χαρά) με την απουσία πόνου και τη διέκρινε από τις έντονες απολαύσεις που συνεπάγονται αίσθημα απογοήτευσης και κορεσμό. Ωστόσο, δεν κήρυξε τον ασκητισμό αλλά την ήπια αποδοχή των ευχάριστων πραγμάτων που διαθέτει η ζωή μέσα σε ένα πνεύμα γαλήνης και αταραξίας, σαν την ακύμαντη θάλασσα. Η ελπίδα, ο φόβος και η ακόρεστη επιθυμία παρομοιάστηκαν με τους σφοδρούς ανέμους που εμποδίζουν την ήσυχη πλοήγηση του σκάφους της ατομικής ύπαρξης. Ακόμη και η αναζήτηση μιας γνώσης πέρα και έξω από τα ανθρώπινα όρια θεωρήθηκε ματαιοπονία. Όλοι οι εύλογοι τρόποι εξήγησης της κίνησης των ουράνιων σωμάτων, των φάσεων της σελήνης και των ηλιακών εκλείψεων θεωρήθηκαν εξίσου αληθείς. Η λογική και η φυσική υποτάσσονταν στον ύπατο σκοπό της ηθικής, που ήταν η επίτευξη αταραξίας.

Στον ίδιο στόχο απέβλεπε και η στωική ηθική με το αίτημα μιας ζωής σε συμφωνία με τη φύση (ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν). Μόνο τα μέσα και η ορολογία διέφεραν. Αν και οι στωικοί έδειχναν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη θεολογία και ανέπτυξαν εντυπωσιακές ερμηνείες μύθων, μέριμνά τους ήταν η υπογράμμιση της απόλυτα έλλογης και δίκαιης τάξης του κόσμου, που ονομαζόταν άλλοτε εἱμαρμένη, άλλοτε θεός ή φύσις ή λόγος και ταυτιζόταν με το θέλημα του Δία, ο οποίος διατηρούσε κοινό μόνο το όνομα με τον παραδοσιακό ομώνυμο θεό.

Στην προσπάθεια να βρουν κάποιο προηγούμενο για τη φυσική θεωρία τους, οι στωικοί στράφηκαν στον Ηράκλειτο και τη διδασκαλία για τον αιώνιο Λόγο, που φανερώνεται ως κεραυνός και κοσμική φωτιά. Μόνο τα σώματα διαθέτουν πραγματική ύπαρξη -ισχυρίστηκαν-, και κάθε σώμα έχει μια ενεργητική και μια παθητική αρχή. Η ενεργητική και αρσενική αρχή ονομάστηκε λόγος, ενώ η παθητική και θηλυκή αρχή που υποδέχεται τη μορφοποίηση χαρακτηρίστηκε ἄποιος ὕλη.

Οι στωικοί χρησιμοποίησαν πλατωνικές και αριστοτελικές έννοιες, αλλά αρνήθηκαν την ύπαρξη υπερουράνιου και υπεραισθητού κόσμου. Ήθελαν να ξαναβρούν την αίγλη και τον εγγενώς συμβολικό χαρακτήρα του αισθητού σύμπαντος. Μάλιστα, ανέπτυξαν ένα σύστημα φυσικών συμπαθειών και αντιπαθειών, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη θεωρητική δικαιολόγηση της μαγείας. Το αισθητό σύμπαν έγινε έτσι εκ νέου το θέατρο δράσης αόρατων, αλλά όχι ασώματων, δυνάμεων.

Οι στωικοί δίδασκαν ότι η γοητεία της ζωής βρίσκεται στο κοσμικό σύνολο, που είναι έτσι φτιαγμένο ώστε όλα τα μέρη του, ακόμη και τα πιο μικρά και ασήμαντα, να συμβάλλουν στην αρμονία του παντός. Ο σοφός άνθρωπος αναγνώριζε αυτή την τάξη και έδινε τη συγκατάθεσή του στην κοσμική αρμονία, αποδεχόμενος όλα τα συμβάντα της ζωής δίχως εξέγερση, δυσπιστία ή εναντίωση. Κάποιοι μάλιστα έλεγαν ότι καθήκον του ανθρώπου είναι να παίξει όσο καλύτερα γίνεται τον ρόλο που του ανατέθηκε, όχι να προσπαθήσει να τον αλλάξει με κάποιον που του φαίνεται καλύτερος.

Σε αυτές τις διατυπώσεις γίνεται φανερή μια ύφεση της ζωτικής δύναμης που εμψύχωνε την αρχαϊκή και πρώιμη κλασική εποχή. Η πολιτική κατάσταση της περιόδου, με την έντονη γραφειοκρατία και τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας, πρέπει να συνέβαλε αποφασιστικά.

Παρά την έχθρα που σταδιακά αναπτύχθηκε ανάμεσα στις δύο σχολές, τόσο οι επικούρειοι όσο και οι στωικοί πίστευαν ότι η ποθητή απάθεια ή αταραξία ήταν το αποτέλεσμα ορθής γνώσης. Στην πεποίθηση αυτή συμφωνούσαν με το σύνολο σχεδόν της προγενέστερης φιλοσοφικής και ποιητικής παράδοσης. Ήδη από τον Ησίοδο, στην επιτυχημένη ανθρώπινη ζωή, όσο κοπιώδης και αν ήταν, συνέβαλλε αποφασιστικά η βιωμένη γνώση. Την ενιαία αυτή παράδοση αμφισβήτησαν ορισμένοι διάδοχοι του Πλάτωνα στην Ακαδημία από τον 3ο αιώνα και εξής.

Πιστεύοντας ότι επιστρέφουν στη γνήσια σωκρατική διδασκαλία, πέρα από τις παρανοήσεις των επιγόνων, ο Αρκεσίλαος (316-242) αρχικά και ο Καρνεάδης (214-129) αργότερα αμφισβήτησαν την ίδια τη δυνατότητα γνώσης. Πριν από αυτούς, ένας άλλος φιλόσοφος που αντλούσε από τη μεγάλη σωκρατική παρακαταθήκη και δεν συνέγραψε τίποτε, ο Πύρρων από την Ηλεία (περ. 365-275), είχε εκφράσει προφορικά παρόμοιες απόψεις. Οι φιλοσοφικές θέσεις του Πύρρωνος, του Αρκεσίλαου και του Καρνεάδη ονομάστηκαν αντίστοιχα πυρρώνειος και ακαδημεικός σκεπτικισμός. Οι ομοιότητες υπερσκελίζουν τις λεπτές, αν και ενδιαφέρουσες, διαφορές. Σκέψις δεν σήμαινε σε αυτούς «έρευνα» και «αναζήτηση», αλλά τη μεθοδική αμφισβήτηση κάθε υποτιθέμενης γνώσης.

Ακολουθώντας το σοφιστικό πνεύμα των δισσῶν λόγων (εναλλαγή επιχειρημάτων υπέρ και κατά μιας άποψης), οι σκεπτικοί θεώρησαν ότι στον χώρο τις γνώσης τίποτε δεν είναι βέβαιο. Με προσεκτική ενδοσκόπηση και κατάλληλους συλλογισμούς γίνεται φανερό ότι ακόμη και η πιο συνηθισμένη πεποίθηση δεν στηρίζεται σε επαρκείς λόγους. Από την ισορροπία (ἰσοσθένειαν) που προκαλείται αν κάποιος αναλογιστεί σοβαρά τα επιχειρήματα υπέρ και κατά μιας οποιασδήποτε κρίσης, προκύπτει το αίτημα της ἐποχῆς, της συνειδητής άρνησης του σκεπτικού να εκφέρει άποψη για οποιοδήποτε θέμα. Και τότε συμβαίνει, όπως διακήρυξαν, το εξής θαυμάσιο συμβάν. Η βιωμένη άρνηση της γνώσης μπορεί να φέρει αδόκητα το επιζητούμενο αποτέλεσμα της απάθειας. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα μια ωραία ιστορία για να δείξουν πώς αυτό μπορεί να συμβεί.

Μια μέρα ο ζωγράφος Απελλής προσπαθούσε να απεικονίσει στον καμβά το αφρισμένο στόμα ενός αλόγου, αλλά δεν τα κατάφερνε. Η μια αποτυχημένη απόπειρα διαδεχόταν την άλλη. Τελικά εκνευρίστηκε. Πέταξε με μανία το σφουγγάρι πάνω στον ημιτελή πίνακα και πήγε να φύγει. Τότε ακριβώς είδε ότι το έργο στεκόταν μπροστά του ολοκληρωμένο: είχε κατά τύχη συμβεί ό,τι ο ίδιος αδυνατούσε να πετύχει με τη τέχνη του. Με παρόμοιο τρόπο -δίδασκαν οι σκεπτικοί- η εγκατάλειψη της γνώσης, την οποία επιδιώκουμε για να γίνουμε ευτυχείς, φέρνει παραδόξως την ευτυχία.

Σε όλες τις ελληνιστικές σχολές φιλοσοφίας ευτυχία σήμαινε ψυχική γαλήνη, νοητική σταθερότητα και προσωπική αταραξία. Η πόλη δεν αποτελούσε πλέον σημείο αναφοράς για την ευδαιμονία.

Η αρχαία ελληνική πολιτική θεωρία ως απάντηση στη δημοκρατία

Στο δεύτερο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα, ο Γλαύκων προκαλεί τον Σωκράτη να απαντήσει σε ερωτήσεις που αγγίζουν την καρδιά της αθηναϊκής πολιτικής εμπειρίας. Ο Γλαύκων υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι γενικά δεν βλέπουν μια σχέση ανάμεσα στις απαιτήσεις της πολιτικής ζωής και στην ικανοποίηση των προσωπικών τους αναγκών. Δεν εξισώνουν ευτυχία και δικαιοσύνη. Οι άνθρωποι θεωρούν την δικαιοσύνη «πληκτική και ενοχλητική» και την «αποδέχονται ως συμβιβασμό», μόνο και μόνο επειδή τους στερεί το δικαίωμα να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους ατιμώρητα (Πολιτ. 2. 358-9). Θέτοντας αυτή την κυνική άποψη περί πολιτικής τάξεως και απαντώντας, ο Πλάτων κάνει τα πάντα για να δείξει ότι η δύναμη της πόλεως να βάζει τάξη στα πράγματα είναι ουσιαστική για την ευτυχία κάθε ανθρώπου ανεξάρτητα από τις συνθήκες της ζωής του. Ο Γλαύκων επιμένει ότι ο Σωκράτης προσφέρει ένα επιχείρημα υπέρ της δικαιοσύνης που ισχύει ακόμη και για τον Γύγη, ο οποίος κατέχει ένα δαχτυλίδι που τον κάνει αόρατο. Ο άνθρω­πος με το δαχτυλίδι του Γύγη μπορεί να εκπληρώνει κάθε επιθυμία του ατιμώρητα. Γιατί να ενεργεί δίκαια;

Η μορφή της συζήτησης στην Πολιτεία αντανακλά τη δύναμη της αρχαίας αθηναϊκής πεποίθησης ότι η πόλις υπάρχει για να εκφράζει και να εξασφαλίζει το καλό των πολιτών. Η δικαιοσύνη αμφισβητείται όταν συγκρούεται με την επίτευξη προσωπικών επιθυμιών. Η δικαιοσύνη νομιμοποιείται όταν αποδεικνύεται ότι είναι απαραίτητη για την προσωπική ευημερία. Η αθηναϊκή πολιτική ζωή δημιουργούσε τη δυνατότητα διατήρησης μιας υποστηρικτικής έντασης ανάμεσα στην προσωπική και την πολιτική ταυτότητα. Η ανάγκη εξουδετέρωσης της διαβρωτικής δυνατότητας αυτής της δύσκολης ένωσης έγινε το κίνη­τρο των μεγάλων αντι-πολιτικών θεωριών του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη (και της επινόησης από τον Αριστοτέλη της πολιτικής επι­στήμης). Ο Αριστοτέλης ήθελε να αποδείξει ότι «ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως ζώον της πόλεως [πολιτικόν], αλλά και αυτός, όπως ο Πλάτων, τιμά την πόλιν στην αποτυχία της. Όπως θα δείξω παρακάτω τόσο ο ένας θεωρητικός όσο και ο άλλος βραχυκυκλώνουν την πρό­κληση που έθετε η πολιτική (και ιδιαίτερα η δημοκρατική) ύπαρξη. Οικοδομώντας την απαιτούμενη τάξη στο επίπεδο της πόλεως κατευθείαν μέσα στο άτομο, εξορίζουν το φάντασμα του Γύγη, που θάλλει μέσα στα κενά που δημιουργεί η πολιτική.

Η ανάγκη συμβιβασμού με τη στενή αλλά αφύσικη σχέση ανάμεσα στην πολιτεία και το άτομο παρήγαγε την πολιτική θεωρία. Η σχέση αυτή γεννήθηκε με την πόλιν κι έφτασε σε έξαρση με την εξέλιξη της δημοκρατίας. Η ιστορία της εξέλιξης της πολιτικής σκέψης υποδηλώ­νει το ότι -και το γιατί- η πολιτική και προσωπική αυτοκατανόηση του ανθρώπου είναι προορισμένες να χωρίζουν και να συνυπάρχουν. Αυτή η ιστορία έχει σημασία σήμερα. Όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, και εμείς βραχυκυκλώνουμε την πολιτική πρόκληση, μεγεθύνοντας, όμως, περισσότερο παρά συρρικνώνοντας την απόστα­ση ανάμεσα στο άτομο και την πολιτεία. Υπάρχει αρκετός χώρος για τον Γύγη, που μπορεί να λειτουργεί αόρατα ως «ιδιώτης». Η εξέλιξη των αρχαίων πολιτικών ιδεών ως απάντησης στη δημοκρατία υποδηλώνει ότι αυτή η αφελής ελπίδα αποτελεί ψευδαίσθηση.

Το κενό που απάλειψαν τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης, το κενό που καταλαμβάνει η πολιτική, δημιουργήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες κατά την αρχαϊκή περίοδο. (Θα μιλήσω εδώ αποκλειστικά για τους Αθηναίους, αφού αυτοί άφησαν τις περισσότερες μαρτυρίες και είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή στην εξέλιξη της δημοκρατίας και της πολιτικής θεωρίας.) Η πόλις ήταν ένα σύνορο. Η λέξη προέρχεται από μια ρίζα που σημαίνει «τοίχος». Αυτό το σύνορο δεν ήταν απλώς σημάδι ασφάλειας από εξωτερική πίεση, προειδοποίηση σε πιθανούς εισβολείς ότι οι κάτοικοι ενός συγκεκριμένου εδαφικού θύλακα ήταν αποφασισμένοι στο σύνολό τους να υπερασπισθούν την ακεραιότητά τους. Στην πραγματικότητα, στην Αθήνα, η δημιουργία του συνόρου είχε κατεύθυνση προς τα μέσα, είχε κίνητρο την ανάγκη θεσμοθέτη­σης μιας πρόθεσης, όχι το να ασκήσει πίεση ή το να αποτελέσει αντικείμενο πίεσης. Η αρχαία πόλις δημιούργησε κενό ανάμεσα στη δουλεία και την τυραννία. Αυτό δεν ήταν κυνικός συμβιβασμός, όπως υποθέτει ο πλατωνικός Γλαύκων, αλλά ένα ένδοξο επίτευγμα.

Το σύνορο που διέκρινε τους πολίτας από τους υπολοίπους χάραζε μια επικράτεια προσωπικής αποτελεσματικότητας, τάξης και σχετικής ισότητας. Η δουλεία και η τυραννία ήταν γνήσιες απειλές. Η ιδιότητα του πολίτη στην πόλιν πρόσφερε απτά πλεονεκτήματα: ελευθερία, την ελευθερία αναζήτησης του ιδίου καλού, την ευκαιρία να κερδίσει κανείς τιμή οδηγώντας και υπερασπιζόμενος την κοινότητα. Η πόλις ήταν όργανο δικαιοσύνης η εξουσία του νόμου είχε σκοπό να εξα­σφαλίσει ότι κάθε άνθρωπος έπαιρνε όσο δικαιούνταν. Πολιτική ήταν η έκφραση της ελευθερίας συμμετοχής στην τακτοποίηση της προσω­πικής ζωής, ελευθερία ανεπίτρεπτη στις γυναίκες και στους δούλους και αδιάθετη στους επί συμβάσει χωρικούς. Η πόλις ήταν σε μεγάλο βαθμό κυριολεκτικά ο εγγυητής και το όριο αυτής της ελευθερίας.

Ακριβώς από τη φύση της, λοιπόν, η ιδιότητα του πολίτη στην πόλιν ήταν ταυτόχρονα συνδεδεμένη στενά με την προσωπική ευημερία και ασυνεχής με τα προσωπικά χαρακτηριστικά. Η πολιτική θέση αποτελούσε αφαίρεση από τα προσωπικά γνωρίσματα και από τη θέση στην κοινωνική ή οικονομική ιεραρχία. Ο πολίτης κατείχε μια θέση η οποία τυπικά καθοριζόταν από τον οικιακό κόσμο παραγωγής και αναπαρα­γωγής, που τον κατοικούσαν δούλοι και γυναίκες. Στην Αθήνα, όπως κι αλλού, η πολιτική θέση τυπικά υπερέβαινε την κοινωνική: οι χωρι­κοί και οι καταστηματάρχες περιλήφθηκαν στους πολίτες όταν τα όρια της πόλεως διατυπώθηκαν από τον Σόλωνα τον έκτο αιώνα π.Χ. Τα νέα όρια της πόλεως διέκριναν τον Αθηναίο από τον ξένο και τον ελεύθε­ρο από τον δούλο. Ο Σόλων απαγόρευσε τον δανεισμό με εγγύηση την ελευθερία τον δανειζόμενου, κι έτσι εγγυήθηκε την ελευθερία του Αθηναίου πολίτη από την υποδούλωσή του στους γείτονές του.

Μέσα στον δημόσιο χώρο της πόλεως (που συχνά ονομαζόταν τό μέσον) κάθε άνθρωπος απέκτησε πολιτική ταυτότητα. Οι μεταρρυθμί­σεις τον Σόλωνα κατέστησαν σαφή τα πολιτικά δικαιώματα και τις ευθύνες του πολίτη. Όλοι οι πολίτες, ανεξάρτητα από την κοινωνική ή πολιτική τους Θέση, είχαν έναν καθορισμένο ρόλο, αν και ο ρόλος ποί­κιλλε ανάλογα με το μέγεθος της περιουσίας των πολιτών. Σύμφωνα με τον νόμο, κάθε πολίτης που δεν έπαιρνε το μέρος της μιας ή της άλλης παράταξης σε μια διαμάχη, Θα έχανε το δικαίωμα να είναι μέλος της πόλεως. Η διατήρηση δίκαιης τάξης ήταν σαφώς ορισμένη ως ευθύνη εκάστου πολίτη.

Η δυνατότητα σύγκρουσης ανάμεσα στην προσωπική και την πολι­τική ταυτότητα ήταν εγγενής στην ίδρυση της πόλεως. Όπως υποδη­λώνει η περιγραφή του Γλαύκωνα για τα ανθρώπινα κίνητρα (σε ακραία μορφή), τα προσωπικά χαρακτηριστικά και επιθυμίες είναι μοιραίο να εισβάλλουν στον στίβο της πολιτικής. Οι πολίτες είναι και άνθρωποι με προσωπικούς δεσμούς, παρελθόν και κίνητρα, που περι­λαμβάνουν υποδουλωτικές και τυραννικές επιθυμίες. Η στάσις, η παραταξιακή πάλη που έφερνε αντιμέτωπες ομάδες αριστοκρατών μεταξύ τους ή τους πλούσιους με τους φτωχούς, ήταν, όπως βεβαιώνει ο Μ. Ι. Finley, «ομολογουμένως μια σύγκρουση συμφερόντων» (Finley 1983: 134). Παρ’ όλα αυτά η συμμετοχή σε στάση ήταν επίσης σημάδι δέσμευσης για τη διατήρηση μιας τάξης που ικανοποιούσε τις ανάγκες όλων των πολιτών, όπως υποδηλώνει ο νόμος του Σόλωνα που απαγό­ρευε την ουδετερότητα. Η λέξη δήμος (απ’ όπου η λέξη δημοκρατία) περικλείει αυτήν την αμφιβολία: μπορεί να σημαίνει είτε ολόκληρο το σώμα των πολιτών είτε τις μάζες των φτωχών. Η μεταβολή της μορφής της πολιτικής τάξης με τη βία ή την εξωτερική πίεση ήταν πάντοτε πραγματική εναλλακτική οδός, που συχνά ακολουθήθηκε από πόλεις-κράτη σ’ ολόκληρη την Ελλάδα κι επιχειρήθηκε με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία στην Αθήνα πολλές φορές κατά τον πέμπτο αιώνα. Το γεγονός αυτό δεν υποδηλώνει ότι το προσωπικό συμφέρον μόλυνε τη σημασία διατήρησης της ακεραιότητας του ορίου πόλις. Αντίθετα, ακριβώς επειδή η πόλις εκτιμούνταν εξαιτίας της ικανότητάς της να εξασφαλίζει το καλό των κατοίκων της με τη διατήρηση της ελευθε­ρίας και της τάξης, οι πολίτες συνεχώς επανεκτιμούσαν τη δυνατότη­τά της να ασκεί αυτή τη λειτουργία.

Η ικανότητα να τακτοποιούν αυτή τη διπλή ταυτότητα ήταν το σήμα κατατεθέν του πολιτικού και ιδιαίτερα του δημοκρατικού επιτεύγμα­τος των Αθηναίων. Στην Αθήνα, όπως και αλλού, η διάχυτη ένταση ανάμεσα στην ελευθερία και την τάξη αποσιωπούνταν κατά τα πρώτα χρόνια της πόλεως κάτω από τη γενική συναίνεση απέναντι στην πολι­τική καθώς και στη θρησκευτική εξουσία των παραδοσιακών αρχόντων, των ευγενών. Η μετακίνηση προς τη δημοκρατία, που άρχισε από τον Κλεισθένη και επιταχύνθηκε στο πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα, αύξησε την οικειότητα και το άχαρο της πολιτικής εμπειρίας. Η αμφισβήτηση της θέσης της παραδοσιακής ιεραρχίας και η αβεβαιότητα για τα κριτήρια και το νόημα της ιδιότητας του πολίτη ευνοήθηκαν από τη διακυβέρνηση των Πεισιστρατιδών (546-510 π.Χ.). Ο Κλεισθένης επιβεβαίωσε την καθαρά πολιτική πηγή τόσο της ελευθε­ρίας όσο και της τάξης. Οι μεταρρυθμίσεις του ξαναϋπογράμμισαν τη δύναμη του πολιτικού ορίου να κόβει κάθετα παραδοσιακούς δεσμούς. Έδωσε θέση σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της περιο­χής με καθαρά πολιτικά μέσα και κατάφερε να υπονομεύσει την τοπι­κή κυριαρχία των αριστοκρατικών οικογενειών και να συνδέσει κάθε Αθηναίο πολιτικά με την ευρύτερη κοινότητα.

Τα κοινωνικά και προσωπικά χαρακτηριστικά, που παραδοσιακά συνδέονταν με την εξουσία και την τάξη, δεν ήταν πια πολιτικώς αποφασιστικά. Η πολιτική δύναμη κατέληξε να στηρίζεται σε μια συνέ­λευση ανθρώπων, καθένας από τους οποίους ξεχωριστά δεν είχε δύναμη· επίσης, καθένας από αυτούς τους ανθρώπους ήταν δυνατόν να είναι άπειρος, αμόρφωτος και ασυνήθιστος στις ευθύνες. Η ενότη­τα δεν χρειαζόταν πλέον να εξασφαλίζεται από τον σεβασμό για την παραδοσιακή εξουσία. Στο θέατρο και την πολιτική συζήτηση οι Αθηναίοι επιζητούσαν να συμβιβασθούν με το τεράστια διευρυμένο πεδίο της πόλεως: τη φιλοδοξία της να επιτύχει τάξη από την αταξία και να εκφράσει τη δύναμη των αδυνάτων. Ούτε οι λειτουργίες της δημοκρατικής πόλεως ούτε οι απόπειρες κατανόησης των επιπτώσεών της διέλυσαν ποτέ αυτές τις αντιφάσεις. Γιατί η διάλυσή τους -όπως γίνεται στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη – θα σήμαινε το τέλος της πολιτικής.

Η ανάδυση του τραγικού θεάτρου συνέπεσε με την περίοδο της πολιτικής αναταραχής που γέννησε την αθηναϊκή δημοκρατία. Οι τρα­γικοί ποιητές διερεύνησαν τα ερωτήματα που προέκυψαν από τη δημοκρατική πολιτική και στράφηκαν στην εξέταση της δημοκρατίας για να βρουν απαντήσεις. Το ενδιαφέρον για τη δημοκρατία, για τη συμφιλίωση της πολιτικής θέσης και των ευθυνών με τα προσωπικά χαρακτηριστικά και τους στόχους, προέκυψε από δύο παρακείμενες γωνίες. Γιατί πρέπει να πιστεύουμε ότι το επακόλουθο της συγκέν­τρωσης των απόψεων προσώπων που ήταν τυπικά τουλάχιστον ελεύ­θερα από την παραδοσιακή ιεραρχία και τις παραδοσιακές αξίες θα πρέπει στην πραγματικότητα να είναι η τάξη; Και θα ήταν η πολιτική τάξη αυτού του είδους γνήσια συμβατή με την έκφραση προσωπικών στόχων; Στις Ικέτιδες (ανέβηκε γύρω στα 465-459 π.Χ.) και στην Ορέστεια (που ανέβηκε στα 458), ο Αισχύλος υποδηλώνει με διαφο­ρετικούς τρόπους ότι η δημοκρατική πολιτική ίσως κατορθώσει να ενοποιήσει τις πολιτικές διεκδικήσεις με τις προσωπικές ή συγγενικές. Ο αυτόνομος άνθρωπος κάνει δικές του τις δυνάμεις της τάξης (νόμος). Οι περιορισμοί οι σχετικοί με την παλιά αριστοκρατική τάξη θεωρούνται τώρα αυτοεπιβαλλόμενοι. Ο δημοκρατικός άνθρωπος είναι μέλος μιας πολιτικής ελίτ. Εξαιτίας της πολιτικής του θέσης, και παρά τις συνεχιζόμενες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, είναι ικανός να υλοποιεί άμεσα τα προσωπικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με την αριστοκρατία και είναι ουσιώδη για την τάξη της κοινό­τητας -γενναιότητα, αρετή, ευλάβεια, δικαιοσύνη, ικανότητα συνεισφοράς στην κοινότητα.

Στις Ικέτιδες ο βασιλιάς Πελασγός του Άργους επιμένει σε μια πολιτική απάντηση στο αίτημα των βαρβάρων γυναικών για πολιτική προστασία από τους Αιγύπτιους εξαδέλφους τους. Η τελική απόφαση είναι θέμα του δήμου, που ψηφίζει την επέκταση της προστασίας στις ικέτιδες. Στην απεικόνιση της συνάντησης του βασιλιά με τον Αιγύπτιο κήρυκα, στο τέλος των Ικέτιδων, ο Αισχύλος συνυφαίνει αναφορές της γυναικείας ιδιότητας (που συμβολίζει το μη πολιτικό) και της βάρβαρης και δεσποτικής συμπεριφοράς, για να τονίσει τα θέματα του έργου. Ο Πελασγός διακηρύσσει ότι η απαίτηση των Αιγυ­πτίων να αποκαταστήσουν την τάξη και να επιδείξουν ανδρισμό υπο­τάσσοντας τις γυναίκες είναι κούφια. Οι Αργείοι, που κυβερνούν με πολιτική εξουσία, η οποία βασίζεται στην πειθώ και τη συναίνεση, είναι οι αληθινοί άνδρες (Ικέτ. 951). Η εξουσία δεν ορίζεται μόνον από συγκεκριμένους νόμους, αλλά επίσης σύμφωνα μ’ ένα γενικότερο κριτήριο: αμοιβαιότητα σεβασμού και απόρριψη του εξαναγκασμού. Η προσήλωση σ’ αυτό το κριτήριο υπογραμμίζει την απαίτηση της αθη­ναϊκής δημοκρατίας, όπως παρουσιάζεται σ’ αυτό το έργο, να εκφρά­ζει προσωπικούς στόχους μέσα στις πολιτικές πράξεις. Η αμετακίνητη αφοσίωση σε μια πολιτική έκφραση των προσωπικών απόψεων ενσαρκώνεται στο ψήφισμα των Αργείων ότι εκείνα τα μέλη της πόλεως που αρνούνται να δεσμευθούν από την εκούσια απόφαση του δήμου στην εκκλησία πρέπει να χάνουν την ιδιότητα του πολίτη (Ικέτ. 61 κ.ε.).

Λίγα χρόνια αργότερα ο Αισχύλος ανέλυσε τα αθηναϊκά πολιτικά πράγματα με κάπως διαφορετικό τρόπο. Η τριλογία Ορέστεια ανέβη­κε ύστερα από τη δολοφονία του Εφιάλτη, που είχε ηγηθεί σε επιτυχή προσπάθεια μείωσης των εξουσιών του αριστοκρατικού Αρείου Πάγου. Εκείνη την εποχή ορισμένοι Αθηναίοι ήταν έτοιμοι να προδώ­σουν την πόλη στη Σπάρτη. Η τριλογία αντικατοπτρίζει την ανησυχία του Αισχύλου για το ότι η εκτόξευση προς την πλήρη δημοκρατία σε βάρος της παραδοσιακής εξουσίας μπορούσε να καταλήξει σε αναρ­χία. Σημειωτέον ότι αυτή η ανησυχία δεν διατυπώνεται ως πάλη ανά­μεσα στη δημοκρατία και την ολιγαρχία, αλλά ως θεμελιωδέστερη σύγκρουση ανάμεσα στις διεκδικήσεις της πόλεως και της οικογένει­ας. Η τριλογία αναδιηγείται τον κύκλο εκδίκησης που ακολουθεί τη θυσία της Ιφιγένειας από τον πατέρα της, τον βασιλιά Αγαμέμνονα, για να εξασφαλιστεί η θεϊκή συγκατάθεση στην εκστρατεία του κατά της Τροίας. Όπως στις Ικέτιδες, το θηλυκό στοιχείο -η βασίλισσα Κλυταιμνήστρα, που δολοφονεί τον σύζυγό της Αγαμέμνονα, ο θηλυ­πρεπής εραστής της Αίγισθος, και οι Ερινύες, που καταδιώκουν τον γιο της Κλυταιμνήστρας, τον Ορέστη, αφού έχει σκοτώσει τη μητέρα του- αντιπροσωπεύει την έλλειψη τάξης, την εξέγερση κατά της εξουσίας και την προσωπική θλίψη, όπως και την αφοσίωση σε δε­σμούς αίματος που είναι πάνω από τις επιταγές της πολιτικής τάξης ή της εξουσίας. Ο Απόλλων, προστάτης του Ορέστη, μιλά υπέρ του ανδρικού κριτηρίου. Κάθε πλευρά επικαλείται μια δυνατή, θεϊκά επι­κυρωμένη σειρά αξιών, καθεμιά από τις οποίες διαθέτει δύναμη για πολιτική τάξη μέσα στην Αθήνα.

Όπως ο Πελασγός, η θεά Αθηνά παραπέμπει την υπόθεση στους αντιπροσώπους της πόλεως. Η επιλογή και η απεικόνιση του Αρείου Πάγου από τον Αισχύλο, ως πολιτικού διαιτητή, ανακαλεί τόσο τις διεκδικήσεις της παραδοσιακής εξουσίας όσο και τη σαφώς πολιτική δομή της εξουσίας. Ενώ η απόφαση των Αργείων ήταν ομόφωνη, οι Αθηναίοι που συνθέτουν τον Άρειο Πάγο είναι διηρημένοι. Αυτή η διάσταση γνώμης φέρνει στην επιφάνεια τις επιπτώσεις που έχει μια καθαρά πολιτική βάση για την τάξη, που βασίζεται σε μια διαδικασία λήψης αποφάσεων, η οποία μπορεί να αποφασίζει αλλά δεν μπορεί να επιλύει μια βαθιά και τραγική σύγκρουση ανάμεσα σε νόμιμες διεκδι­κήσεις. Η πολιτική κοινότητα πρέπει επομένως να απορροφήσει και να εξημερώσει τη σύγκρουση, να εκφράσει τις ποικίλες απαιτήσεις, αντικείμενο των οποίων θεωρούν ότι είναι οι άνδρες. Η αποφασιστική ψήφος ρίπτεται από την Αθηνά υπέρ της ανδρικής, πολιτικής αρχής, αυτή όμως χρησιμοποιεί την πολιτική της δεξιοτεχνία για να πείσει τις Ερινύες να μην αποσυρθούν από την Αθήνα. Πετυχαίνει, πολιτικοποιώντας την παραδοσιακή τους λειτουργία και χτίζοντας την πολιτική τάξη πάνω στα προσωπικά κίνητρα και τις προσκολλήσεις που αντιπροσωπεύουν. Η ενσωμάτωση των Ερινύων εγγυάται ότι κάθε πολίτη τον αναχαιτίζει ο φόβος της αναπόφευκτης τιμωρίας.

Με τον μεταφορικό και υπαινικτικό τρόπο, που χαρακτηρίζει το δράμα, τα δύο αυτά έργα εκφράζουν, αντίστοιχα, την πεποίθηση ότι η δημοκρατική πόλις καθιστά δυνατό τον ελεύθερο, συλλογικό καθορισμό πολιτικών στόχων, συνδυάζοντας έτσι την ενότητα με τον σεβασμό για την αυτονομία των πολιτών· εκφράζουν, επίσης, την πεποίθηση ότι, αν η άσκηση αυτονομίας από όλους τους πολίτες γίνεται πράγματι για τη δημιουργία αρμονίας, τότε τα άτομα πρέπει να επιδεικνύουν σεβασμό για τις παραδοσιακές, κοινωνικά ριζωμένες νόρμες συμπε­ριφοράς.

Ο σοφιστής Πρωταγόρας επιζητούσε να αποδείξει εκείνο που θεα­τροποιούσε ο Αισχύλος, ότι, δηλαδή, η πολιτική αλληλεπίδραση συνιστά τόσο την άσκηση εξουσίας μέσα από τη συλλογική έκφραση του ατόμου όσο και την επίτευξη τάξης μέσα από τη συλλογική αυτοσυγκράτηση. Ο Πρωταγόρας δεν ήταν Αθηναίος πολίτης. Ήταν σύγχρονος του Αισχύλου, κάτοικος και επαγγελματικά ενεργός στην Αθήνα στις δεκαετίες του 460 και του 450. Στον Πρωταγόρα, την κύρια πηγή μαρτυριών για την πολιτική θεωρία του σοφιστή, ο Πλάτων χρησιμοποιεί τη διδασκαλία του Πρωταγόρα για να προβάλει, με την αντίθεση, την ιδέα ότι η ικανότητα των ανδρών να εκτιμήσουν τα συμφέροντά τους και να συμβάλουν στην ηγεσία της πόλεως δεν μπορεί να τους απονέ­μεται μόνο και μόνο επειδή είναι πολίτες. Όπως φαίνεται, όμως, από την ακεραιότητα ορισμένων τμημάτων του διαλόγου, τη συμβατότητά τους με ανεξάρτητα από αυτόν παραδομένα αποσπάσματα, και την ασυμβατότητά τους με το πλατωνικό πλαίσιο, το ιστορικό πρόσωπο Πρωταγόρας διατύπωσε πράγματι μια συνεκτική πολιτική θεωρία. Αντίθετα από τον Πλάτωνα, δεν θεώρησε αναγκαίο να οικοδομήσει μια πολιτική ψυχολογία. Όπως ο Αισχύλος, επιζήτησε να δείξει ότι οι κοινωνικές, οικονομικές και προσωπικές διαφορές μπορούν να πολιτι­κοποιούνται, τόσο όταν εκφράζονται όσο και όταν μεταμορφώνονται.

Απαντώντας στο ερώτημα της νομιμότητας της δημοκρατίας, ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι η αλληλεπίδραση πολιτών και ηγεσίας, που χαρακτηρίζει την πόλιν, καλλιεργεί την ορθή κρίση στον δήμον, ο οποίος παίρνει αποφάσεις, και εγγυάται ότι ευδοκιμεί η καλύτερη δυνατή ηγεσία. Η πόλις μπορεί να αποδώσει την κρίση και την ικανό­τητα να συνεισφέρει στην πολιτική τάξη στον πολίτη qua πολίτη, επει­δή απαιτεί και καλλιεργεί αυτές τις ικανότητες. Η πολιτική αλληλεπί­δραση προάγει τόσο τη γενική αρμοδιότητα (ο άνθρωπος είναι το μέτρον· όλοι οι πολίτες είναι ικανοί να συνεισφέρουν στην πολιτική τάξη). Στην πολιτική του θεωρία, ο Πρωταγόρας πρόσφερε μια περι­γραφή της κοινωνικοποίησης και της ηγεσίας καθώς και της σχέσης ανάμεσά τους. Η περιγραφή ενσωματώνει την ανώτερη προσωπική αντίληψη που είχε ο Πρωταγόρας για τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ανθρώπινης εμπειρίας, και καλούσε τους άνδρες να τη δοκιμά­σουν συγκρίνοντάς την με τη δική τους εμπειρία.

Η αυτοπαρατήρηση είναι θεραπεία

Στον μικρόκοσμο, τα πάντα κινούνται αργά. Υπάρχουν εμπόδια, όρια και προτεραιότητες που πρέπει να σεβαστείς... Είναι το βασίλειο του Χρόνου... εκεί όπου οι άνθρωποι προχωρούν σε μια γραμμή, και είναι αδύνατον να απελευθερωθείς, να πας πιο πέρα... Όμως, να αφιερώσεις τον εαυτό σου στο είναι σου...

Μονάχα μέσα σου, τα μάτια σου έχοντας κλειστά, θα μπορέσεις να πετάξεις και να ονειρευτείς... Εξυψώσου πάνω από την κανονικότητα και κάνε την υπέρβαση.

Η αυτοπαρατήρηση είναι θεραπεία

Για να αλλάξουμε τη φύση των συμβάντων πρέπει να αλλάξουμε την οπτική μας. Κάποια μέρα, το υλικό σύμπαν θα γίνει το αριστούργημά μας, η αντανάκλαση της αναγεννημένης βούλησής μας, η απόλυτη πραγμάτωση της Τέχνης του Ονείρου.

Το να ζεις στη στιγμή ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή του ανθρώπου, και γι' αυτό αγωνιζόμουν στο «εδώ και τώρα», προσπαθώντας να το καθιερώσω ως την κύρια άσκησή μου.

Η αυτοπαρατήρηση είναι θεραπεία. Τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι παρών, τότε ακριβώς είσαι παρών.

Μέσα από την αυτοπαρατήρηση, ο άνθρωπος διεισδύει στις πιο σκοτεινές κόγχες της ύπαρξής του. Μόνο τότε, μόνο έτσι, θα λάβει χώρα μια μεταμόρφωση πραγματική. Μόνο τότε, μόνο έτσι, θα ανακαλύψει το αληθινό νόημα της ζωής του.

Μέσω της αυτοπαρατήρησης και της φυσικής άσκησης, ανακάλυψα την άρρηκτη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο σώμα, στα συναισθήματα και στη σκέψη.

Τα συναισθήματα επιδρούν στο σώμα μας

Είναι αδύνατον να σε ροκανίσουν από μέσα το άγχος ή η στενοχώρια, αν το φυσικό μέρος της ύπαρξής σου, το σώμα, κινείται σε μια υψηλότερη ταχύτητα. Οι υποδεέστερες υπαρξιακές καταστάσεις δεν υφίστανται παρά μόνο αν η ζωή ενδώσει σε αργούς, νωθρούς ρυθμούς.

Ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε και η ποιότητα των συναισθημάτων μας ασκούν αναπόφευκτα επίδραση επάνω στο σώμα μας και στις λειτουργίες του. Μια συνειδητή προσπάθεια να διώξεις το σκοτάδι από τις σκέψεις σου, να μεταμορφώσεις ένα συναίσθημα, μπορεί να μεταβάλει τη γενική κατάσταση με αστρονομική ταχύτητα, μπορεί ακόμα και να επιδράσει θετικά στα σωματικά γνωρίσματά σου.

Σκέψεις, συναισθήματα και φυσική κατάσταση αποδεικνύονται να είναι μια ενιαία ολότητα, την οποία συνθέτουν ομόκεντροι κόσμοι που αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, ενώ τα ίδια συμβάντα προκαλούν αποτελέσματα σε εντελώς διαφορετικούς χρόνους και με εντελώς διαφορετικές ταχύτητες. Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ πόσο περίπλοκο θα είχε γίνει το έργο της κατανόησης και της αλλαγής, αν είχα ξεκινήσει με τα λιγότερο αισθητά, τα αόρατα και ταχύτερα μέρη της ύπαρξής μου, αντί να επέμβω πρώτα στο σώμα.

Εξάλειψε τα όρια μέσα σου

Αν ανεβάσεις τον παλμό του σώματός σου, ο ολόκληρος ο κόσμος θα εξυψωθεί σε μια τέτοια συχνότητα όπου κάθε διαμάχη και διάκριση, κάθε πόλεμος, θα εκλείψουν, και δεν θα υπάρχουν πλέον παρά μόνο αρμονία, αλήθεια, ομορφιά. Εξάλειψε τα όρια μέσα σου. Πίστεψε και κάνε πράξη πως εσύ είσαι η αιτία για τα πάντα, για το καθετί, και κατέκλυσε το σύμπαν με το εσωτερικό φως της ζωής σου και με τη δύναμή σου.

Επίγνωση της αναπνοής

Χάρη στο τρέξιμο, αναγκάστηκα επίσης να αρχίσω να προσέχω την αναπνοή μου. Πρόκειται για την πιο ζωτική λειτουργία του σώματος, αυτή με την οποία ταυτίζεται η ίδια η ζωή. Κι όμως, σπάνια έχουμε επίγνωση της αναπνοής μας. Συνοδεύει και υποστηρίζει την κάθε δραστηριότητά μας, ενώ ακολουθεί τον ρυθμό των σκέψεών μας, καθώς προσαρμόζεται κάθε φορά ανάλογα με την ένταση των συναισθημάτων και της φυσικής μας προσπάθειας, προσφέροντας έτσι συνοχή σε κάθε μόριο της ύπαρξής μας, στα πιο ζωτικά κέντρα μας.

Όμως, εμείς περνάμε τη ζωή μας αναπνέοντας με ρήχο και επιφανειακό τρόπο, εκφράζοντας σπάνια κάποια ευγνωμοσύνη γι' αυτή τη λειτουργία, αναγνωρίζονας σπάνια το χρέος που αναλάβαμε με την πρώτη μας ανάσα.

«Κάποια μέρα, θα γνωρίσεις πώς να μεταμορφώσεις τον κόσμο και να εξυψώσεις το επίπεδο της ευθύνης σου, μέσα από τα εργαλεία του ονείρου: τη σκέψη και την αναπνοή. Ο κόσμος διαμορφώνεται με κριτήριο το επίπεδο της υπευθυνότητάς σου», άκουσα να μου λέει μια φωνή μέσα μου, διεισδύοντας στον ανεμοστρόβιλο της σκέψης μου, ενώ η μαγεία της ανακάλυψης αυτής έκανε να φυτρώσουν φτερά στους ώμους μου.

«Το πόσο βαθιά αναπνέει ένας άνθρωπος αντιστοιχεί στο επίπεδο της υπευθυνότητάς του και καθορίζει τι μπορεί να έχει και τι μπορεί να κάνει.»

Μπορεί να σου ανήκει μόνο αυτό για το οποίο αναλαμβάνεις την ευθύνη.

Ισορροπία ανάμεσα στο να έχεις και να είσαι

Η ισορροπία ανάμεσα στο «να έχεις» και στο «να είσαι» αποκαλύπτονταν ως θεμελιώδης αρχή για την ερμηνεία του κόσμου. Οι επιπτώσεις αυτής της ανακάλυψης ήταν τόσο σημαντικές, που μου κοβόταν η ανάσα κάθε φορά που γινόμουν μάρτυρας μιας ακόμα εκδήλωσης της καθολικότητάς της.

Η εξίσωση που προέκυπτε ανάμεσα στον πλούτο και στην υπευθυνότητα, ανάμεσα στην οικονομική δύναμη και την ύπαρξη, υποδείκνυε επίσης τα όρια αυτού που μπορούσε να ανατεθεί σε έναν άνθρωπο, σε τι βαθμό ήταν ικανός να κατέχει και τα κατανοεί. Θα ερχόταν η μέρα που θα μετέδιδα αυτό το μάθημα στους μαθητές μου, δειχνοντάς τους πώς εφαρμόζονται όλα αυτά σε οργανισμούς, έθνη και ολόκληρους πολιτισμούς.

Ακόμα και στο βασίλειο των ζώων, ένα είδος «ηθολογίας του ''είμαι'' και ''έχω''» παραχώρησε θανατηφόρα σαγόνια και αιχμηρά νύχια στα ζώα εκείνα που διέθεταν πιο ανεπτυγμένο νευρικό σύστημα, και λιγότερο ισχυρό εξοπλισμό σε όσα βρίσκονταν σε υποδεέστερη θέση.

Η φύση δεν θα έδινε ποτέ σε ένα τρυγόνι, που σκοτώνει τον αντίπαλό του ξεριζώνοντάς του ένα ένα τα φτερά, τα νύχια και τη ρώμη ενός λιονταριού, το οποίο έχει το ήθος του πιο έντιμου ανάμεσα στα αρπακτικά ζώα και ζει συμβιωτικά, έχοντας το ίδιο πλεονέκτημα με το θήραμά του.

Κανένα ζώο, κανένα ανθρώπινο ον ή οργανισμός δεν δύναται να έχει αμυντικό ή επιθετικό εξοπλισμό που να υπερβαίνει το επίπεδο υπευθυνότητάς του και τη δύναμη την οποία διαθέτει για να ελέγχει αυτόν ακριβώς τον εξοπλισμό.

Οι Κηφήνες ποτέ δεν πεθαίνουν

Υπάρχει μία τάξη ανθρώπων, οι οποίοι έχουν το ταλέντο να εισχωρούν και να διαπρέπουν στην αυλή του εκάστοτε ηγέτη, πλουτίζοντας εις βάρος όλων των υπολοίπων. Δεν κυβερνούν πάντα οι ίδιοι, αλλά οπωσδήποτε γυρίζουν τον τροχό της πολιτικής ζωής. Ποια είναι η τακτική τους και πώς καταφέρνουν να επιβιώνουν όταν τα πάντα γκρεμίζονται και αλλάζουν; Πώς πλουτίζουν χωρίς να παράγουν τίποτα;

«Το πρώτο πράγμα που κάνουν αυτοί οι κηφήνες, είναι να ταχθούν στο πλευρό των αδικημένων και των δυστυχούντων. Όποιο και αν είναι το καθεστώς, αυτοί θα κάνουν αντιπολίτευση, μόλις ο κόσμος αρχίσει να διαμαρτύρεται.

Οι πιο ζωηροί θα ηγηθούν της διαμαρτυρίας, ενώ ο πιο χαρισματικός από αυτούς θα γίνει ο αρχηγός τους. Και το πρώτο πράγμα που θα κάνει θα είναι μοιράζει αφειδώς υποσχέσεις. Υπόσχεται δημοκρατία στους καταπιεσμένους, που διψούν για ελευθερία. Σηκώνει το λάβαρο της επανάστασης, γκρεμίζει επαύλεις και παλάτια και ο λαός τον λατρεύει! Του δίνει εξουσία και πανηγυρίζει.

Ζήτω η Ελευθερία!

Οι νέοι θεσμοί θα είναι αναμφίβολα πιο δημοκρατικοί, οι πολίτες θα αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα, θα ελέγχουν την εξουσία, θα απολαμβάνουν ισονομία. Αλλά οι κηφήνες είναι ακόμα εδώ!

Τώρα όμως, θα πρέπει να βρουν τρόπο να διασφαλίσουν τον πολυτελή τους βίο, χωρίς να προκαλέσουν τον φθόνο των πολλών. Από ποιο λουλούδι θα μαζέψουν τώρα τη γύρη τους, χωρίς να δυσαρεστήσουν τον κυρίαρχο λαό;

Η πηγή του είναι όσοι, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου καθεστώτος, κατόρθωσαν να αποκτήσουν περιουσία. Δηλαδή, οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, τα δυνατά μυαλά, οι πιο τολμηροί και εκείνοι που κληρονόμησαν μεγάλη πατρική περιουσία. Κι επειδή οι κηφήνες είναι πιο έξυπνοι απ'όσο νομίζετε, θα μοιράσουν μία μικρή ποσότητα από αυτό το μελάκι στους οπαδούς τους.

Ο λαός, που είχε καταταλαιπωρηθεί από το προηγούμενο καταπιεστικό καθεστώς, τώρα αξιοποιεί στο έπακρο τις νέες συνθήκες. Τουτέστιν, πέφτει με τα μούτρα στο μέλι. Εύκολα θα συνηθίσει σε μία εύκολη ζωή, χωρίς υποχρεώσεις και γεμάτη δώρα και χάδια. Και όσο πιο σπάταλη γίνεται η εξουσία, τόσο πιο λαίμαργος γίνεται ο λαός.

Ό ηγέτης απολαμβάνει τη δόξα, οι κηφήνες τρωγοπίνουν χωρίς να εργάζονται και ο λαός κάνει ό, τι του καπνίσει ανενόχλητος, χωρίς να αναρωτιέται από πού στην ευχή προέρχονται τα αγαθά που απολαμβάνει. Ώσπου το λουλουδάκι δεν έχει άλλη γύρη να δώσει, μαραίνεται και πεθαίνει. Ο ηγέτης δεν έχει πια καραμέλες να σκορπίσει στον λαό και οι κηφήνες δεν έχουν πια λουλούδια να τρυγήσουν.

Ο ηγέτης τότε τα βρίσκει μπαστούνια: ή θα ομολογήσει πως το μέλι σώθηκε, άρα ότι εξαπάτησε τον λαό ή θα επιχειρήσει να μειώσει τις παροχές για να εξοικονομήσει χρήματα για τις ανάγκες της πολιτείας. Έτσι κι αλλιώς, ο λαός θα εξοργιστεί μαζί του θεωρώντας τον εχθρό της δημοκρατίας, εφόσον έχει ταυτίσει τη δημοκρατία με την αφθονία, τα προνόμια και την ανέμελη ζωή.

Ζήτω η Επανάσταση!

Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να παραχωρήσει τα «κεκτημένα» του: να πληρώνεται χωρίς να προσφέρει την αντίστοιχη εργασία, να παρανομεί χωρίς να διώκεται, να αδικεί χωρίς να θεωρείται ανήθικος, να επιδεικνύει τον πατριωτισμό του χωρίς να προσφέρει καμία υπηρεσία στην πατρίδα. Η υπερευαίσθητη ψυχή του «δημοκράτη» αγανακτεί και με την υποψία πως θα τεθούν περιορισμοί. Και όπως ένα ανόητο παιδί, θα υποστηρίξει εκείνον που θα του υποσχεθεί πως δεν θα αφήσει κανέναν να του πάρει τα παιχνίδια του.

Αυτή η παρακμή οδηγεί αναγκαστικά σε αδιέξοδο, καθώς η τάξη από την οποία τρυγούσαν ως τώρα οι κηφήνες, το άλλοτε ανθισμένο λουλουδάκι, βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής και επαναστατεί. Και φυσικά, οι κηφήνες εύκολα πείθουν τον λαό να πολεμήσει, όχι μόνο εναντίον των επαναστατημένων θυμάτων, αλλά και εναντίον του ηγέτη που έως τώρα όλοι μαζί λιβάνιζαν! Θα επιλέξουν έναν νέο αρχηγό, με τον ίδιο τρόπο που είχαν επιλέξει τον προηγούμενο: Τον κηφήνα με το μεγαλύτερο χάρισμα!

Πώς, όμως, αυτός θα συντηρήσει τα γούστα των κηφήνων και των οπαδών τους; Μα φυσικά, θα υποσχεθεί πως θα διαγράψει τα χρέη τους και θα αναδιανείμει τον πλούτο. Ποιον πλούτο; Ό, τι έχει απομείνει στο καημένο «λουλουδάκι». Έτσι, και οι τελευταίοι εναπομείναντες αυτής της τάξης θα εγκαταλείψουν τη χώρα και τότε κανείς πια δεν θα παράγει πλούτο.

Η οικονομική κατάσταση θα πιάσει πάτο και τότε ο ηγέτης κάπως θα πρέπει να διασφαλίσει τη θέση του. Θα επινοήσει εθνικούς κινδύνους, για την αντιμετώπιση των οποίων θα χρειαστούν χρήματα. Οι φόροι γίνονται τόσο εξοντωτικοί, που κανείς δεν έχει πλέον χρόνο και διάθεση να ασχοληθεί με την πολιτική και να στραφεί εναντίον του ηγέτη. Η δημοκρατία έχει πεθάνει και κανείς δεν πρόλαβε να κλάψει!

Ζήτω που καήκαμε!

Στο στάδιο αυτό, θα εξολοθρευθούν και οι τελευταίοι αξιόλογοι πολίτες, που θα έχουν το θάρρος να σηκώσουν το ανάστημά τους εναντίον της τυραννίας. Ο τύραννος απομένει να κυβερνά φαύλους, εξαθλιωμένους υπηκόους. Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί: Το κράτος, ο «πατερούλης» που χαρτζιλίκωνε τους άπληστους πολίτες μίας διεφθαρμένης δημοκρατίας, μεταμορφώθηκε σε άσωτο γιο που αποσπά με τη βία και κατασπαταλά την περιουσία του λαού, που τώρα είναι ο πατέρας.

Και όταν και αυτή η περιουσία ξοδευτεί, τότε οι κηφήνες θα αναλάβουν και πάλι να αναδείξουν τη νέα τάξη που θα δημιουργήσει μία νέα περιουσία. Σε αυτούς θα επενδύσουν και την τελευταία δεκάρα που έχει απομείνει και μαζί τους θα επιλέξουν έναν ζωηρό κηφήνα για νέο αρχηγό, ικανό να διαχειριστεί τους πολλούς εξαγριωμένους που έχουν μείνει έξω από την νέα τάξη.

Και για κάποιο διάστημα θα τα καταφέρει, μέχρι που και αυτοί θα επαναστατήσουν και τότε οι κηφήνες θα σταθούν στο πλευρό τους... και πάλι απ' την αρχή!»

Τι σας θυμίζει αυτή η περιγραφή; Αυτό που ζείτε; Αυτό που συνέβη; Αυτό που φοβάστε πως θα συμβεί;

Και όμως, αυτή η περιγραφή έχει γίνει πριν από 2500 χρόνια περίπου και είναι γραμμένη στο Η΄ βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα. Φαντάζομαι πως την εμπνεύστηκε παρατηρώντας την κοινωνική ζωή των μελισσών και συγκρίνοντάς την με τον ανορθολογισμό της πολιτικής ζωής της εποχής του, όταν οι δημαγωγοί ήταν λαοφιλείς και οι κόλακες κινούσαν τα νήματα, ικανοποιώντας την ματαιοδοξία των αρχόντων και ταΐζοντας το συναίσθημα της μάζας.

Στις κυψέλες των μελισσών, ο κηφήνας εξοντώνεται αμέσως μόλις επιτελέσει το έργο του. Η βασίλισσα δεν τον ανέχεται στο πλευρό της και οι άλλες μέλισσες δεν σκοπεύουν να εργάζονται για να ταΐζουν τους χαραμοφάηδες. Εμείς πάλι, δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτό το διανοητικό επίπεδο!

Οι όμορφοι άνθρωποι δεν προκύπτουν τυχαία

Τι κάνει έναν άνθρωπο όμορφο στην ψυχή; Η ταπεινότητα...

Πρόκειται για μία ταπεινή αρετή; Μέχρι του σημείου να αμφιβάλλει για το αν είναι αρετή...

Μία διακριτική λοιπόν αρετή, που περνά σχεδόν απαρατήρητη, ενώ σήμερα πλέον με βεβαιότητα, αγνοείται.

Τώρα πρέπει να σας πω γιατί επέλεξα να προσεγγίσω την εν λόγω θεματική. Ο Ζανκελεβίτς παρατηρεί πως οι Έλληνες σχεδόν δικαίως, αγνοούσαν αυτή την αρετή, καθώς σχεδόν πάντα ιστορικά, υπήρξαν έρμαια του μεγαλείου τους. Μήπως λοιπόν αν δώσουμε στον άνθρωπο έναν αρκετά μεγάλο Θεό, τότε και μόνο τότε γίνεται φανερή η μικρότητά του;

Ασυνειδησία; Μάλλον ακραία συνειδητοποίηση των ορίων αυτής και του εαυτού.

Πρόκειται για την περιφρόνηση του εαυτού, χωρίς όμως να τον υποτιμά. Χωρίς να πρόκειται για άγνοια του τι είμαστε, αντιθέτως, σηματοδοτεί τη γνώση και την αναγνώριση όλων όσων δεν είμαστε. Είναι η αρετή του ανθρώπου που ξέρει ότι δεν είναι Θεός.

Στην προσπάθεια να αποδώσω τον ορισμό της, ανακαλώ τη φράση του Σπινόζα: «Πρόκειται για τη θλίψη που γεννιέται απ' ό,τι ο άνθρωπος θεωρεί αδυναμία και ανημπόρια του» και πιθανολογώ ότι αναφέρεται σε διάθεση και όχι σε κατάσταση. Όποιος δύναται να αναλογιστεί την προσωπική του ανημπόρια, νιώθει την ψυχή του να θλίβεται, γι' αυτό και θεωρείται παράλογο να εκλάβουμε την κατάσταση αυτή ως δύναμη. Ο Σπινόζα άλλωστε καταλήγει στο ότι οι αρετές είναι πάντα ευφρόσυνες, κατά συνέπεια, η ταπεινοφροσύνη δεν συγκαταλέγεται σε αυτές.

Στον Αριστοτέλη, η ταπεινότητα ταυτίζεται με τη μικροψυχία... την ποταπότητα. Για τον ίδιο, κάθε αρετή είναι μία κορυφή ανάμεσα σε δύο αβύσσους, κάτι που όμως ισχύει και για τη μεγαλοψυχία. Όποιος απομακρύνεται και τείνει προς την υπερβολή ξεπέφτει προς την αλαζονεία. Όποιος έχει μικρή ψυχή, προσεγγίζει στη μικροψυχία, στη μικρότητα. Με απλά λόγια, το να νιώθει κανείς ταπεινός, σημαίνει ότι στερείται αυτό που δικαιούται, σημαίνει ότι παραγνωρίζει την πραγματική του αξία, σε σημείο να στερεί από τον εαυτό του, επειδή θεωρεί πως είναι ανάξιος και πως κάθε πράξη είναι κάπως υψηλότερη.

Ορμώμενη θεωρητικά, διακρίνω πως η θλίψη μπορεί ενίοτε να γίνει εσωτερική δύναμη και να μας κινητοποιήσει, κάτι που άλλωστε μας διδάσκει η εμπειρία και οι καταστάσεις που μας έχουν πονέσει, μεγαλώνοντας. Η ταπεινότητα ως αρετή ταυτίζεται με την αληθινή θλίψη για το ότι δεν είμαστε τίποτε άλλο, παρά ο εαυτός μας. Θα μπορούσαμε να είμαστε κάτι άλλο; Να είσαι ευχαριστημένος με τον εαυτό σου... διδάσκει η μεγαλοθυμία... και ξάφνου προβάλλει η έπαρση. Το να είσαι ευχαριστημένος με τον εαυτό σου, είναι στην πραγματικότητα ό,τι περισσότερο μπορεί να ελπίζει ένας άνθρωπος, το υψηλότερο αντικείμενο των προσδοκιών του.

Το πρόβλημα πλέον γίνεται ορατό: αν η ταπεινότητα είναι άξια θαυμασμού ή σεβασμού δεν υποκύπτει σε σφάλμα προοπτικής, του να είναι δηλαδή ταπεινή; Κι αν από την άλλη έχει λόγους να είναι ταπεινή, τότε πώς δικαιολογείται ο θαυμασμός μας; Διαφαίνεται τότε πως πρόκειται για μία αντιφατική αρετή, που δεν μπορεί να δικαιωθεί παρά από την ίδια της την απουσία, ή που στο βαθμό που καταξιώνεται, ακυρώνεται.

«Είμαι πολύ ταπεινός;» Αυτοαντίφαση

«Μου λείπει η ταπεινότητα;» Να ένα πρώτο βήμα.

Και τώρα το παράδοξο: πώς είναι εφικτό να μάχεται κανείς για την αξία του, απαξιώνοντας τον ίδιο του τον εαυτό; Στην Πραγματεία περί αρετής, ο Καντ, αναφέρεται στο καθήκον του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του εαυτού μας, ως ηθικού υποκειμένου. Για τον Καντ, η ταπεινότητα ισούται με την ταπεινοφροσύνη, η οποία σηματοδοτείται από τη συνείδηση και το αίσθημα του λίγου, του ανεπαρκούς της προσωπικής ηθικής αξίας, σε σύγκριση με το νόμο. Αυτός που μεταμορφώνεται σε σκουλήκι, δεν πρέπει έπειτα να παραπονιέται πως τον ποδοπατούν, γράφει περήφανα ο Καντ.

Όσο για τον Νίτσε, αν τον πιάσουμε, δεν θα τελειώσουμε ποτέ αυτή την παρουσίαση. Μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι στην ταπεινότητα ενυπάρχει συχνά μια γερή δόση μηδενισμού ή ενοχής; Δεν είναι λίγοι εκείνοι που απαρνούνται τον εαυτό τους, μόνο και μόνο από ανικανότητα να τον υπερασπιστούν και να πράξουν το παραμικρό. Ο Νίτσε αναφέρεται και στο σκουλήκι του Καντ. Όταν το πατάμε – λέει χαρακτηριστικά – αυτό ζαρώνει, μία πράξη γεμάτη σοφία, καθώς μειώνει τις πιθανότητες να το λιώσουμε. Και στη γλώσσα της ηθικής, αυτό ακριβώς λέγεται ταπεινότητα.

Ο Καρτέσιος – που καμία σχέση δεν είχε με σκουλήκια – γράφει πως οι μεγαλόψυχοι συνήθως είναι οι πιο ταπεινοί.

Ας μη συγχέουμε λοιπόν την ταπεινότητα με την ένοχη συνείδηση, τις τύψεις και τη θλίψη. Το θέμα σ' αυτή τη ζωή δεν είναι να κρίνουμε τι έχουμε κάνει, αλλά το τι είμαστε. Και πραγματικά... είμαστε τόσο «λίγοι».

Η ταπεινότητα ισοδυναμεί με την αλήθεια, θα πει ο Ζανκελεβίτς, τη σεμνότητα που προκύπτει από την ειλικρίνεια. Κι αν για τον Φρόιντ, το Εγώ χάνει το θρόνο του, θέτει το δίλημμα ξεκάθαρα, καθώς κάθε γνώση είναι κι ένα πλήγμα κατά του ναρκισσισμού...

Αγαπάμε ή την Αλήθεια ή τον Εαυτό μας.

Τόσο απλά. Από την εμπειρία μου λοιπόν, αποκόμισα τον ακόλουθο ορισμό:

Όταν ο Εαυτός αποπειράται ή παλεύει να απελευθερωθεί από τις αυταπάτες γύρω του, τότε διαλύεται εκ των έσω... καταλύεται... κι εκτιθέμενος αναζητά τον πυρήνα του.

Πλέον...

κατανοώ τον πόνο ψυχής που απαιτείται για να ξεκινήσεις πάλι από την αρχή

σέβομαι τον άνθρωπο που γνωρίζει πότε να χαμηλώσει το βλέμμα του

αγκαλιάζω την κίνηση που έρχεται αβίαστα, όταν το έχω ανάγκη

λυγίζω στο σθένος εκείνου που παλεύει, όταν η ζωή δεν του χαρίζεται

αναπνέω με όλο μου το είναι, όταν η συγνώμη είναι αληθινή

... γιατί δέχομαι με ταπεινότητα αυτό που είναι, όχι σαν αυτολύπηση, αλλά σαν ζωντανή πρόκληση.

Περί πρώτης εντυπώσεως

Περί πρώτης εντυπώσεως ο λαός πιστεύει διάφορα. Την αλήθεια όμως θα προσπαθήσω να φανερώσω στην εργασία αυτή για να διαπιστώσουμε αν πρέπει να την θεωρούμε ως κάτι καλό, αν αξίζει να έχει θέση στην καθημερινότητά μας. Οι περισσότεροι από εμάς, όταν έρθουμε σε στιγμιαία επαφή με έναν άνθρωπο που για πρώτη φορά συναντάμε, αναπόφευκτα σχηματίζουμε γνώμη για την νέα μας γνωριμία (αν υπήρξε λεκτική επικοινωνία) ή/και εικόνα (οπτική μόνο επαφή). Συνεπώς ο άνθρωπος κρίνει σε πρώτη φάση ένα αντικείμενο που αντιλαμβάνεται με βάση την πρώτη εντύπωση που είχε για αυτό, ή ορθότερα, με βάση την πρώτη εμπειρία. Πόσο σημαντική είναι για μας αυτή η πρώτη άποψη που σχετίζεται με έναν άλλον άνθρωπο, με το σκεπτικό ότι μπορούμε να τον γνωρίζουμε επαρκώς μέσω αυτής; Ποιός είναι ο μηχανισμός διατύπωσής της; Πρέπει να θεωρούμε την πρώτη ή τη νιοστή εντύπωση ως ακριβέστερη κι άρα πιο αληθινή;

Ο κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται το συνάνθρωπό του ως ένα υποκείμενο σταθερό που νομίζει πως γνωρίζει ή πως μπορεί εύκολα να γνωρίσει. Αν νομίζει πως δεν το γνωρίζει ή είναι απρόσιτο γνωστικά, του συμπεριφέρεται εχθρικά και με καχυποψία, ή γενικά αγνοεί την ύπαρξή του, αδιαφορεί. Υπάρχει και η περίπτωση όπου όταν οι συνθήκες χαρακτηρίζονται ως σχετικά ασφαλείς κάποιοι να θεωρούν αυτό το μυστήριο γοητευτικό. Αν σχηματίσει μια εικόνα για κάποιον, αυτή μένει τυπωμένη στη μνήμη και η συμπεριφορά απέναντί στο πρόσωπο αυτό τυποποιείται, γίνεται προκαθορισμένη και δεν επιτρέπει εύκολα την εισαγωγή νέων δεδομένων που ενδεχομένως θα την άλλαζαν. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με το εξής σκεπτικό: Η περίπτωση συνεχόμενων εναλλαγών παραστάσεων επί ενός προσώπου δημιουργεί χάος στη συνείδηση και διασπά τη συνοχή της, ιδίως σε άτομα με περιορισμένη εγκεφαλική ανάπτυξη (βρέφη και παιδιά κυρίως). Κάθε αλλαγή είναι ανεπιθύμητη στον εαυτό μας, θέτει σε κίνδυνο την ισορροπία του, την ηγεμονία του, το καθιστά ευμετάβλητο στο περιβάλλον χάνοντας κάθε επαφή και επιρροή επάνω σε αυτό. Έτσι, η σημασία που έχει σήμερα ο μηχανισμός αποτύπωσης της πρώτης εντύπωσης δικαιολογείται φυσικώς με τον τρόπο αυτό αφού δρα κι ως μηχανισμός άμυνας υπό ορισμένες συνθήκες. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρέπει να ακολουθήσει μια δεύτερη εντύπωση, η οποία θα ελέγχεται από τον οργανισμό μας ώστε να εξασφαλισθεί η υγεία του (αν συμβιβάζεται εύκολα, τότε μπορεί να την αγνοήσει, αν είναι φιλαλήθης, θα την λάβει υπόψη του, θετικά ή αρνητικά).

Η αλλαγή της στάσης ενός ανθρώπου απέναντι στον συνάνθρωπό του δεν είναι εφικτή στην περίπτωση που το άτομο-κριτής δεν σέβεται την προσωπικότητα των άλλων και την δική του βέβαια, όταν δεν είναι κανείς φίλος της αλήθειας και φιλόσοφος. Η προσωπικότητα, η ψυχή, δεν είναι κάτι το σταθερό, αλλά βρίσκεται σε συνεχή ροή. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε εμείς είναι η στιγμιαία προσωπικότητα που τυχαίνει κι εκδηλώνεται σε εμάς. Σε αυτή τη στιγμιαία προσωπικότητα οι περισσότεροι προσδίδουν σταθερότητα και διάρκεια. Το πρέπον θα ήταν το άτομο που επιδιώκει τη γνώση και σέβεται τον εαυτό του και του άλλους να ανανεώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα τις αντιλήψεις του, να είναι υπομονετικός, με κατανόηση και συμπόνοια απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Αυτό θα ήταν το ιδανικό για όλους, για μια κοινωνία που θέλει πραγματικά να εξελιχθεί ως σύνολο μέσω της ατομικής καλλιέργειας και προόδου. Αν δεν αναγνωρίζεται η πρόοδος της μονάδας τότε το σύνολο πάντα θα μένει στάσιμο ή θα ακολουθεί την πορεία που χαράσσουν μικρές αλλά ισχυρές ομάδες συμφερόντων που μπορούν να προβάλλουν και να επιβάλλουν μονομερώς την ατομική τους ανέλιξη ως απρόσιτο αλλά καθολικά επιθυμητό πρότυπο.

Είναι απορίας άξιον πως οι άνθρωποι, ενώ είναι τόσο καλά πληροφορημένοι για όλα όσα αλλάζουνε στους ίδιους, επιβάλλουν στους φίλους τους την εικόνα που είχανε σχηματίσει για αυτούς. Κρίνουν με βάση αυτό που ήταν κάποτε, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου στο παρελθόν γνωρίζονταν καλά. Η πρώτη ή έστω οι πρώτες εντυπώσεις για ένα άτομο κυριαρχούν για μεγάλο χρονικό διάστημα αγνοώντας τα τελευταία δεδομένα που είναι αρκετά πιθανό να ανατρέπουν την παλιά «γνώση». Η άγνοια της αλλαγής έχει ως αποτέλεσμα την αποξένωση του μεταμορφωμένου προσώπου. Η ικανότητα της λησμονιάς, δηλαδή η ικανότητα της αναγνώρισης μεταβολών στους ανθρώπινους χαρακτήρες μέσω της υποβάθμισης των παλαιότερων χαρακτηριστικών, εντοπίζεται στους ιδιοφυείς και τους ευκολόπιστους: Οι πρώτοι γιατί ξεχωρίζουν το ουσιαστικό από το επουσιώδες και την παρουσία καλοσύνης από την απουσία της, ενώ οι δεύτεροι όντας ανεκτικοί δίνουν πάντα δεύτερες ευκαιρίες στους γύρω τους διαγράφοντας με ευκολία παρελθοντικά στοιχεία. Ένας λόγος που η μεταβολή προσωπικοτήτων μπορεί να μην γίνεται αισθητή από τους περισσότερους είναι ότι όταν αλλάζει ο διπλανός μου αλλάζω κι εγώ, κι επομένως ο ένας ως προς τον άλλον δεν κινείται (σχετική κίνηση). Σ’ αυτό συμβάλλει κι ο γρήγορος αγχωτικός ρυθμός της σημερινής ζωής μας που δεν μας δίνει περιθώρια να σκεφτούμε για τον εαυτό μας, πόσο μάλλον να αναθεωρήσουμε κάποιες απόψεις για το περιβάλλον μας.

Όποια κι αν είναι τα αίτια της απουσίας της αλληλογνωσίας, το γεγονός είναι ότι το πρόβλημα παραμένει. Η κοινωνία μας χαρακτηρίζεται από έλλειψη εμπιστοσύνης, κατανόησης, σεβασμού κι υπομονής. Μέχρι και η σκέψη αρχίζει να εξαλείφεται και τη θέση της να καταλαμβάνουν αυτοματοποιημένες ενέργειες, οι οποίες μόνο από φυσικά ένστικτα δεν προέρχονται. Μια από τις αυτόματες αυτές ενέργειες που κατήργησε κάθε κριτική σκέψη είναι η εφαρμογή και χρήση συνόλων προτύπων συμπεριφοράς, τα οποία η κοινωνία δημιούργησε, αναγνωρίζει κι επιβάλλει, μερικές φορές και με την βία. Μη συμμόρφωση με αυτά τα πρότυπα χαρακτηρίζεται ως ανωμαλία, ο παραβάτης αντιμετωπίζεται ως παρείσακτος και αποστέλλεται στο περιθώριο. Ελευθερία, γνώμη και γνώση ανήκουν στο παρωχημένο κι οπισθοδρομικό παρελθόν. Έχουμε δηλαδή μια τυποποίηση της ανθρώπινης συνείδησης και προσωπικότητας. Δεν υπάρχει διάπλαση της ψυχής, δεν υπάρχει εκπαίδευση, δεν υπάρχει εξέλιξη, δεν υπάρχει Μεταμόρφωση. Δεχόμαστε ως αλήθεια αυτό που μας παρουσιάζουν ότι είναι σωστό, αυτό που είναι σωστό επειδή έτσι πρέπει. Η φυσική Λογική, η λογική των αισθήσεων, έχει καταργηθεί και τη θέση της ανέλαβε η «νέα Λογική» καθορισμένη βάσει τεχνητών προτύπων. Δικαίωμα στην ελευθερία δεν έχουμε πλέον αφού βρισκόμαστε ήδη στην βέλτιστη δυνατή θέση, δεν υπάρχει λόγος αναζήτησης κάποιας άλλης οδού προς την ευδαιμονία, την αρετή, τον Παράδεισο κ.τ.λ. Βρισκόμαστε στο άριστο τέλος (αριστο-τέλειο), έχει εκπληρωθεί ο σκοπός μας και δεν χρειαζόμαστε πλέον την ελευθερία ώστε να εντοπίσουμε κάτι ευγενέστερο. Καταλήξαμε λοιπόν σε μια κοινωνία όπου οι περισσότεροι (μάζα) θέλουν να μιμηθούν προσωπεία άλλων, τους οποίους ουδέποτε γνώρισαν, προκειμένου να γίνουν αρεστοί στο πλήθος, να αφομοιωθούν με αυτό, να νιώσουν την ασφάλεια που προσφέρει, να αισθανθούν ότι ανήκουν κάπου, κι ότι διάλεξαν τον σωστό δρόμο μόνο και μόνο επειδή αυτόν διάλεξε η πλειοψηφία (όπως πράττει η δικτατορική πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας). Επειδή χαρακτηριστικό της προτυπολατρείας είναι η σταθερότητα, η αναγνωρισιμότητα, η διαφάνεια και η διάρκεια, ο πιστός της είναι έμπιστο άτομο στην κοινωνία, γιατί ο χαρακτήρας του είναι ήδη γνωστός. Ο πιστός αυτός δεν εμπνέει κανέναν κίνδυνο, απέναντί του νιώθουμε ασφάλεια, σιγουριά, νιώθουμε σαν να τον ξέρουμε από χρόνια, κι όλα αυτά γιατί η συμπεριφορά του είναι πλέον τυποποιημένη και άρα άμεσα προβλέψιμη. Τα πρότυπα αποτελούν το ευαγγέλιο των πιστών της «πρώτης εντύπωσης»: Τους λένε πως να ζήσουν, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν, τους παρέχουν την ιδέα μιας μελλοντικής αμοιβής, είναι αλάνθαστα, αποτελούν μέρος της παράδοσης, είναι άγνωστο ποιός τα καθιέρωσε αρχικά και κρύβουν υπόνοιες για θεϊκή προέλευση.

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε καλά τον διπλανό μας, γιατί τότε γνωρίζουμε καλύτερα και τον εαυτό μας, η αλληλογνωσία οδηγεί στην αυτογνωσία. Όταν διαλέγεσαι με κάποιον κι εσύ μαθαίνεις καλύτερα τον εαυτό σου κι αυτός τον δικό του, κι εσύ τον μαθαίνεις καλύτερα κι αυτός εσένα. Μια από τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλός μας για να αποκτά γνώσεις είναι η σύγκριση: Βλέποντας χαρακτήρες, συμπεριφορές και καταστάσεις στο περιβάλλον του, ο άνθρωπος προσπαθεί αρκετές φορές να τα ερμηνεύσει βάσει του εαυτού του, κατά πόσο αντιστοιχούν στον ίδιο και στις εμπειρίες του. Με τη σύγκριση αυτή διαπιστώνονται κοινά και διαφορετικά στοιχεία, τα οποία όπως κι αν θεωρηθούν μας οδηγούν στην αυτογνωσία. Για παράδειγμα, η ουρά ενός σκυλιού. Βλέποντας το σκυλί να έχει ουρά κι εμείς να μην έχουμε, μπορούμε μέσω της αντίθεσης αυτής να ορίσουμε ακόμα ακριβέστερα το σκυλί και εμάς, κι αφού γίνει αυτό, τις μεταξύ μας διαφορές. Το ίδιο ισχύει και με τις ομοιότητες: Το σκυλί έχει μάτια όπως εμείς κι επομένως αυτό δεν είναι διακριτό χαρακτηριστικό.

Μια από τις χρησιμότητες, και ίσως η μόνη πρακτική, της «πρώτης εντύπωσης», εκείνης δηλαδή που αυτοαποκαλείται αλήθεια από μόνη της, είναι ότι προσπαθεί να μας αποτρέψει από μια ανεπιθύμητη επιλογή: Σε μια πρώτη επαφή με ένα νέο πρόσωπο ή αντικείμενο δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για αυτό, έχουμε έλλειψη πληροφόρησης ενώ δεν ξέρουμε και τι γνωρίζει αυτό για μας. Υπάρχει επομένως ασύμμετρη πληροφόρηση. Την ασυμμετρία αυτή προσπαθούν να αναπληρώσουν οι πληροφορίες της πρώτης εντύπωσης. Σχηματίζοντας μια τέτοια εντύπωση «ασφαλιζόμαστε» μερικώς απέναντι στον «αντισυμβαλλόμενό» μας και είμαστε σε καλύτερη θέση για να λάβουμε ορθές αποφάσεις και να δράσουμε κατάλληλα. Υπάρχει όμως και η άλλη περίπτωση όπου κάποιος γνωρίζοντας την απήχηση της πρώτης εντύπωσης προσπαθεί να δημιουργήσει μια τεχνητή εικόνα του εαυτού του ώστε να επηρεάσει κατά το συμφέρον του τη κρίση του άλλου, του ευκολόπιστου που είναι υπέρ των πρώτων εντυπώσεων.

Όπως κάθε δημιούργημα και γνώση του ανθρώπου, έτσι και η γνώση του μηχανισμού παραγωγής των πρώτων εντυπώσεων και γενικά των εντυπώσεων (προϊόντα της αντίληψης) συνοδεύεται από ηθικό κίνδυνο: Ποιός γνωρίζει, τι γνωρίζει, πως γνωρίζει, για ποιό σκοπό γνωρίζει. Η ανθρώπινη ψυχή είναι ευάλωτη σε ενδεχόμενες κακοβουλίες, αφού λίγοι είναι σήμερα εκείνοι που φροντίζουν για την ψυχική υγεία τους με τον ίδιο βαθμό που φροντίζουν το σώμα τους (αν βέβαια το κάνουν κι αυτό), πρόβλημα βέβαια πανάρχαιο. Ένα παράδειγμα εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο με τη χρήση της γνώσης περί των πρώτων εντυπώσεων είναι η «επιστήμη» του μάρκετινγκ: Μελετάει την ανθρώπινη συμπεριφορά προσπαθώντας να εντοπίσει κοινά μοτίβα στους ανθρώπους και στη συνέχεια να προωθήσει μαζικώς τα προϊόντα των βιομηχανιών που είναι σχεδιασμένα βάσει των συμπεριφορών, των συνηθειών και των αναγκών των καταναλωτών, τις οποίες σε μεγάλο βαθμό τις διαμορφώνουν οι ίδιοι: Τέτοια είναι η δύναμή τους. Παρόμοιες τεχνικές χρησιμοποιούνται για τη χειραγώγηση μαζών και τη δημιουργία τάσεων (μόδας) στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Η καλύτερη αντεπίθεση σε τέτοιες πρωτόγονες πρακτικές είναι η άμυνα που μας παρέχει μια ανθεκτική και συνεκτική συνείδηση που είναι ατομικά καλλιεργημένη και δεν επιδέχεται μαζοποίησης.

Η εγκυρότητα που προσδίδεται από την κοινωνία στην «πρώτη εντύπωση» ως αντιπροσωπευτικό δείγμα (στις κοινωνικές «επιστήμες» το δείγμα είναι ένας από τους εχθρούς της αλήθειας) του χαρακτήρα κάποιου, αναγκάζει εμάς τους υπολοίπους να επιδιώκουμε το σχηματισμό μιας θετικής πρώτης εντύπωσης στους άλλους, γεγονός που μας προκαλεί άγχος, ανασφάλεια και μας οδηγεί στη χρήση αθέμιτων και παραπλανητικών τεχνικών, όπως η μίμηση ενός προτύπου και γενικά η υποκρισία. Ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός, κάθε ομοιότητα είναι επιφανειακή και τυχαία, δεν είναι φυσιολογική η προτυποποίηση. Η επιδίωξη αυτή εν μέρει δικαιολογημένα σε αναγκάζει να κρύβεις τις σκέψεις σου σε ορισμένους κύκλους, γιατί ξέρεις ότι θα έρθουν σε σύγκρουση με τις προκαταλήψεις και τη βλακεία των άλλων. Όμως η κουραστική προσπάθεια απόκρυψης σε συνδυασμό με την βαθειά ειλικρίνεια ενός ατόμου το οδηγούν στην ανάγκη της πραγματικής επικοινωνίας με το περιβάλλον του, όπως ένας καλλιτέχνης, αφού δημιουργήσει το έργο του, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα αισθάνεται την ανάγκη να το φανερώσει στον λοιπό κόσμο, δίνοντας πλέον μικρότερη βαρύτητα σε επικρίσεις. Αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες ελευθερίες που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος, η απαλλαγή από το «τι θα πει ο κόσμος;». Αυτά που φαίνονται μπορούμε εύκολα να τα τροποποιούμε και να τα παρουσιάσουμε όπως κι όταν εμείς θέλουμε και συνεπώς ο αθέατος εαυτός μας είναι εκείνος που πρέπει να μας ορίζει, το αντικείμενο εξέτασης. Γι’ αυτό πρέπει να μειώσουμε σταδιακά την εξάρτησή μας από τις πρώτες εντυπώσεις, να αξιοποιήσουμε και να εξυψώσουμε τις πνευματικές δυνατότητες της κοινωνίας μας που πηγάζουν βέβαια από τα άτομα, να οριοθετήσουμε ως εξής την ύπαρξή μας:

«Δεν είμαστε ό,τι είμαστε, κι ούτε συμπεριφερόμαστε κι ούτε εκτιμάμε ο ένας τον άλλον για αυτό που είμαστε, αλλά για εκείνο που είμαστε ικανοί να είμαστε». -Thoreau (Θορώ)

Σε παρόμοιο ύφος είναι και ο αφορισμός του Γκαίτε:

«Αν συμπεριφέρεστε στους διπλανούς σας έτσι όπως τους αξίζει, θα τους κάνετε χειρότερους. Αν όμως συμπεριφέρεστε σαν να είναι καλύτεροι απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, τότε τους κάνετε καλύτερους».

Και στον σαιξπηρικό Άμλετ εντοπίζεται παρόμοια προτροπή, όταν έχει καταφθάσει στο παλάτι ένας θίασος που επρόκειτο να φιλοξενηθεί εκεί:

«Πολώνιος: Κύριέ μου, θα τους μεταχειριστώ κατά την αξία τους.
Άμλετ: Προς Θεού, άνθρωπε, πολύ καλύτερα! Αν μεταχειριζόμαστε καθέναν κατά την αξία του, ποιος θα γλίτωνε το ξύλο; Να τους μεταχειριστείς κατά τη δική σου την τιμή κι αξιοπρέπεια˙ όσο αυτοί λιγότερο το αξίζουν, τόσο μεγαλύτερη αξία έχει η καλοσύνη σου. Πάρ’ τους μέσα».

Η πρώτη εντύπωση σχετίζεται άμεσα με τις αισθήσεις, αυτές την διαμορφώνουν. Για να περιοριστεί η βαρύτητα της πρώτης εντύπωσης θα πρέπει να αυξηθεί ακόμα περισσότερο εκείνη των αισθήσεων, να αναγνωρίσουμε την μεταβλητότητα των μηνυμάτων που αυτές δέχονται και γενικότερα το ότι η φύση εξελίσσεται. Στην περίπτωση των διαπροσωπικών σχέσεων, τα άτομα που λένε πως ξέρουν κάποιον, με την έννοια ότι απλώς ξέρουν το όνομά του και τον έχουν ακούσει να διατυπώνει απλές κρίσεις, τον έχουν ταυτίσει με αυτό, το οποίο είναι ένα τίποτα, ένα κοινό όνομα, ένα συνηθισμένο, γενικό, προσδιοριστικό ουσιαστικό. Αυτή η πρώτη τους εντύπωση όμως φαίνεται ότι δύσκολα ξεχνιέται. Πρέπει επομένως να μείνουν εκτεθειμένοι στο χαρακτήρα του για μεγάλο διάστημα ώστε να σχηματιστεί μια νέα «πρώτη εντύπωση» που θα είναι πρωτόγνωρη και θα επισκιάσει την προηγούμενη για εκείνον, εκείνη που τον θεωρούσε ως ένα τίποτα. Η νέα αυτή γνώμη δεν θα έχει απλώς ως αντικείμενό της τις πράξεις και τα λόγια του, αλλά τον μηχανισμό που τα παράγει κι επομένως θα καθίσταται δυνατή και η πρόβλεψη της συμπεριφοράς του. Τότε μόνο μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι ξέρει κάποιον. Έστω ένα υποθετικό άτομο, ο Γεώργιος. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η πρώτη «πρώτη εντύπωση» ήταν για τον «Γεώργιο», ενώ η νέα για τον «νέο Γεώργιο», αφού έχει πραγματοποιηθεί μια μεταμόρφωση, μια αλλαγή του υποκειμένου, έχει αλλάξει το πρόσωπο, δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για το ίδιο άτομο. Το όνομα «Γεώργιος» δεν δηλώνει τίποτα πλέον, είναι κενού περιεχομένου, ένα ψευδές και παραπλανητικό όνομα που προσδιορίζει κάτι το τελείως διαφορετικό από αυτό που υποτίθεται πως ορίζει. Πηγή της μεταβολής είναι η λήψη περισσότερων ερεθισμάτων, δηλαδή πληροφοριών, κι άρα η αυξημένη λειτουργία των αισθήσεών μας.

Η διαδικασία αυτή της μεταμόρφωσης όμως είναι επίπονη και μπορεί να πραγματοποιηθεί απέναντι σε πρόσωπα τα οποία ναι μεν δεν μας γνωρίζουν καλά, αλλά τους έχουμε μια σχετική εμπιστοσύνη και δεν απαιτούμε τίποτα από αυτούς, ενώ εμείς τους προσφέρουμε τα πάντα με μοναδικό κέρδος το τελικό έπαθλο, την ατομική αρετή που θα οδηγήσει στην αρετή και τους συνανθρώπους μας. Κι αυτό γιατί τότε θα μπορούμε να αρθρώσουμε λόγο χωρίς να φοβόμαστε ούτε την προκατάληψη που μια αρνητική «πρώτη εντύπωση» προκαλεί (δεν μας ξέρουν, δεν τους ξέρουμε, δεν υπάρχει εκ των προτέρων σχέση με αυτούς), αλλά ούτε και την κατηγορία της ασυνέχειας του λόγου μας (φράσεις του τύπου «Άλλα μας έλεγες χθες, άλλα σήμερα» δεν υφίστανται). Επομένως, αν νομίζουμε πως μπορούμε να δημιουργήσουμε μια φιλία με έναν συνάνθρωπό μας μέσω του λόγου και της ειλικρινούς επικοινωνίας, τότε πιο εύκολα μπορούμε να το πετύχουμε αυτό με έναν άγνωστο. Αυτό δεν ισχύει βέβαια στην περίπτωση που δεν μας νοιάζει το τι λέει ο κόσμος για εμάς, στο στάδιο εκείνο δηλαδή όπου δεν μας ενδιαφέρει αν θα μας αποκαλέσουν τρελούς, γιατί έτσι θα μας αποκαλέσουν αφού πίσω από την τρέλα αυτή κρύβεται η διαφορετικότητα, η ατομική βομβά που απειλή την μάζα.

Σχετικά με την ονοματοθεσία των ανθρώπων, αλλά και την κατηγοριοποίηση/ταμπελοποίηση (προϊόν της «πρώτης εντύπωσης») των ανθρώπων που είναι κι αυτή μια μορφή ονοματοθεσίας, όπου αναδύθηκε ένα ακόμη πρόβλημα, αναφέρω τα εξής λίγα. Το όνομα που δόθηκε στο κάθε άτομο στη βρεφική του ηλικία (κατά τη βάπτισή του στους χριστιανούς) είναι προϊόν αυθαιρεσίας που νομιμοποιείται ως απόδοση τιμής στον εκάστοτε άγιο ή ιστορικό πρόσωπο ή πρόγονό του. Καταντά έτσι μια γενική έννοια που δεν προκύπτει καν από κάποια αφαιρετική διαδικασία, αφού δεν καταλήγει σε κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα, είναι μια απλή λέξη που δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Δεν εκφράζουν πράγμα ή κατάσταση, είναι μια απλή εκφορά ενός συνδυασμού γραμμάτων μέσω της γλώσσας, και αποτελούν μέρος της κληρονομιάς κάθε οικογένειας. Το όνομα «Γεώργιος» δεν φέρει καμιά ιδιότητα, είναι ένα απλό και διαδεδομένο όνομα που ο καθένας μπορεί να αποκαλεστεί έτσι χωρίς να πληρεί κάποιες φυσικές ή πνευματικές προϋποθέσεις. Υποθέτοντας πως η ρίζα του ονόματος «Γεώργιος» είναι η γεωργία (γη + έργο) και αποκαλώντας με το όνομα αυτό κάποιον που ζει στην πόλη και εργάζεται σε ένα γραφείο, οδηγούμαστε σε πλάνη.

Αυτές τις χωρίς περιεχόμενο έννοιες απέρριπταν και απέφευγαν οι νομιναλιστές (νομιναλισμός-ονοματοκρατία, λατινικό nomen=όνομα) που πίστευαν στην ύπαρξη μόνο ξεχωριστών αντικειμένων τα οποία δεν επιδέχονται γενίκευσης. Μια αυστηρή υιοθέτηση του φιλοσοφικού αυτού ρεύματος του Μεσαίωνα θα μας ανάγκαζε να δίνουμε τα ονόματα στους ανθρώπους βάσει κάποιων διακριτικών χαρακτηριστικών τους που θα εντοπίζονταν από μελέτη της προσωπικότητας τους και θα τους καθιστούσε αναγνωρίσιμους και ξεχωριστούς, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό ώστε να μην παρατηρείται το σημερινό χάος με τα ονόματα τα οποία ανακυκλώνονται τόσο μέσα στο σόι του κάθε ατόμου (ίδια ονόματα και επίθετα) αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία. Το φαινόμενο της ονοματοθέτησης των νεογνών με βάση το όνομα του παππού τους που παρατηρείται στη χώρα μας, υπό προϋποθέσεις μπορεί να δημιουργήσει αρκετά μπερδέματα. Αν για παράδειγμα ο πρωτότοκος γιος παίρνει το όνομα του πατέρα του πατέρα του, τότε ανα δύο γενιές θα εμφανίζεται εν αλλάξ πρόσωπο με το ίδιο όνομα, πατρώνυμο και επίθετο, γεγονός που θα περιπλέκει την δική τους αλλά και τη δική μας μνήμη. Απ’ την άλλη μεριά όμως η γενίκευση αυτή των ονομάτων μας διευκολύνει, αφού διαφορετικά θα έπρεπε να δώσουμε διαφορετικό όνομα για κάθε άνθρωπο, καθιστώντας έτσι αδύνατη την υπό συνθήκες ευρείας παγκοσμιοποίησης μεταξύ μας επικοινωνία όταν ο παγκόσμιος πληθυσμός ανέρχεται σε δισεκατομμύρια. Σε παλιότερες εποχές, για παράδειγμα στην Αρχαία Ελλάδα, τα ονόματα είχαν περιεχόμενο, ή απλώς ήταν πρωτότυπα, αλλά ο ελάχιστος πληθυσμός που είχε μικρό προσδόκιμο μέσο όρο ζωής (σε σχέση με σήμερα) εξ αιτίας πολέμων και ασθενειών, και οι σχετικά κλειστές κοινωνίες των πόλεων κρατών, έδιναν τη δυνατότητα στους Έλληνες να δίνουν προσωπικά ονόματα στα παιδιά τους, των οποίων η σημασία (ετυμολογία) ήταν σχετική με το χαρακτήρα του υποκειμένου (τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, ενώ υπήρχε και τότε κάποιος βαθμός ανακύκλωσης των ονομάτων). Μια λύση είναι η απόκτηση κατά την ενηλικίωση (ουσιαστική ένταξη στη κοινωνία) ενός μεσαίου ονόματος έτσι ώστε ο τριπλός ονοματικός συνδυασμός (επίθετο, βαπτιστικό και μεσαίο όνομα) θα είναι μοναδικός σε κάθε άτομο και θα το προσδιορίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ο κάθε ελεύθερος άνθρωπος έχει το δικαίωμα να προσδιορίζει τον ίδιο του εαυτό και συνεπώς να αυτοονοματοδοτείται και να ορίζει τη ταυτότητα και θέση του στη κοινωνία. Εδώ μπαίνει όμως και το διαχρονικό ερώτημα του αν είναι δυνατή η πλήρης γνώση του ανθρώπου εξ αιτίας της υποκειμενικότητάς της (άνθρωπος κρίνει άνθρωπο).

Μια αξιομνημόνευτη έκφανση της πρώτη εντύπωσης είναι ο έρωτας με την πρώτη ματιά, τον οποίο θα χαρακτήριζα ως ματαιόδοξο έρωτα γιατί προέρχεται από παράγοντες σχετικούς με την εξωτερική εμφάνιση που αγνοούν την πνευματική καλλιέργεια. Σε καμιά περίπτωση δεν αμφισβητούμε την ευχαρίστηση που προκαλεί η θέα ενός ωραίου σώματος, αλλά όπως λέει κι ένας επικούρειος: «Εγώ τουλάχιστον δε γνωρίζω πώς να κατανοήσω το αγαθό, αν αφαιρέσω τις γευστικές ηδονές, τις ερωτικές και τις ηδονές της ακοής κι αν αφαιρέσω, τέλος, τις ευχάριστες κινήσεις που γεννά στην όραση μια ωραία μορφή», αλλά δεν πρέπει να αρκούμαστε μονάχα σε ξαφνιάσματα της στιγμής όταν μιλάμε για έρωτα κι όχι για μια απλή σεξουαλική σχέση. Ο «έρωτας» αυτός παράγεται από οπτικά ερεθίσματα, από τον θαυμασμό προς την ομορφιά ενός ατόμου του αντίθετου φύλου, αποτελεί φυσική έλξη. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, επειδή η μορφή αυτή του έρωτα αγνοεί το τι υπάρχει μέσα στον κάθε άνθρωπο (μερικοί άνθρωποι κρύβουν μέσα τους ολόκληρα ζώα και ζωύφια, από βόδια μέχρι σκουλήκια), η πηγή του ερωτικού συναισθήματος (το σώμα) είναι καθολικά αποδεκτή (δύσκολα ερωτεύεσαι μια άσχημη γυναίκα με την πρώτη ματιά). Η καθολικότητα αυτή προσδίδει στο ωραίο σώμα μια βεβαιότητα αποδοχής από το αντίθετο φύλο, το καθιστά μονάχα ένα (εφήμερο) ξάφνιασμα, μια δύναμη αυτοεπιβεβαίωσης που δύσκολα μπορεί να απορρίψει κανείς κι η οποία σε κατακτά χωρίς αντίσταση. Δεν υπάρχει απόπειρα σαγήνης, δεν απαιτείται προσπάθεια για να προκαλέσεις ερωτικά συναισθήματα, το σώμα σου μιλάει από μόνο του, είναι αυθύπαρκτο και δρα αυτοβούλως ανεξάρτητα από την συναισθηματική σου κατάσταση και διάθεση. Γίνεται φανερό λοιπόν ότι στην περίπτωση αυτή το αρχικό ξάφνιασμα καταλήγει σε μια βεβαιότητα και η σεμνότητα που μπορεί αρχικά να προκάλεσε σε ματαιοδοξία. Η ματαιοδοξία έγκειται στο ότι μέρος της ευχαρίστησης από τον έρωτα αυτόν προέρχεται από τις κοινές εμφανίσεις του ζευγαριού όπου έκαστο άτομο του κεραυνοβολημένου ζευγαριού αισθάνεται ευχαρίστηση που βρίσκεται πλάι σε ένα όμορφο σώμα πάνω στο οποίο ασκεί εξουσία και το ελέγχει. Επειδή δεν κατανοώ το γυναικείο μυαλό, ο άνδρας θα μπορούσε να σκέφτεται ως εξής: «Αφού εγώ την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα, το ίδιο θα συμβαίνει ή συνέβαινε και στους υπόλοιπους, αλλά τώρα είναι δικιά μου, τους πρόλαβα». Δημιουργείται έτσι κλίμα αντιζηλίας όπου οι επίδοξοι εραστές ανταγωνίζονται για ένα έπαθλο που όμως δεν είναι αντικείμενο αλλά άνθρωπος. Ο κεραυνοβόλος έρωτας χαρακτηρίζεται από υπέρμετρο αυθορμητισμό και απερισκεψία κι επομένως μπορεί να διερευνηθεί η ρεαλιστικότητά του μέσω της εκτεταμένης επικοινωνίας για να διαπιστωθεί τελικά αν πρόκειται για πραγματικό έρωτα ή αισθησιακό ξάφνιασμα. Όπως έλεγε και ο Επίκουρος: «Αν αφαιρέσουμε την όψη, την επικοινωνία και την επαφή, σβήνει το ερωτικό πάθος», δηλαδή συστατικά του έρωτα είναι η εικόνα/μορφή/όψη, η επικοινωνία, και η επαφή, τα οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στη σχέση κάποιων για να θεωρούνται ερωτευμένοι. Κάποιοι συνάνθρωποι μας λοιπόν είναι καμωμένοι για κεραυνοβόλο έρωτα, κάποιοι άλλοι για πιο ουσιαστικές μορφές έρωτα, μα όλοι έχουν το δίκιο με το μέρος τους, γιατί ο έρωτας πάνω απ’ όλα είναι ελευθερία.

Ας εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ του κεραυνοβόλου έρωτα και του προβλήματος της ανεπιθύμητης επιλογής. Επειδή δεν γνωρίζουμε προσωρινά τη γυναίκα που μας ενδιαφέρει (βέβαια δεν είναι σίγουρο ότι υπάρχει πράγματι τέτοια γνώση) χρησιμοποιούμε την πληροφόρηση της πρώτης εντύπωσης: «Δεν ξέρω αν είναι γυναίκα που αξίζει ως άνθρωπος, σκοπεύω να το μάθω. Αν όμως αποδειχθεί κατώτερη των προσδοκιών μου, τουλάχιστον η εξωτερική της εμφάνιση θα με ανταμείψει». Άρα στην περίπτωση αυτή η πιθανότητα της ανεπιθύμητης επιλογής μειώνεται δραματικά, αφού ανεξάρτητα από την άβυσσο της ψυχής της η αξία της εξωτερικής εμφάνισης είναι ήδη γνωστή κι αποδεκτή. Άρα ο κεραυνοβόλος έρωτας έχει τα πλεονεκτήματά του αρκεί να είμαστε γνώστες της καταστάσεως στην οποία βρισκόμαστε.

Όλα αυτά αναφέρονται για κινήσεις που γίνονται σε σύντομα χρονικά διαστήματα, όμως αφού δεν υπάρχει ουσιαστική πίεση χρόνου, ως πηγή πληροφόρησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο διάλογος (επικοινωνία) κι όχι η μεροληπτική και βιαστική πρώτη εντύπωση. Δεν υπάρχει ανάγκη γρήγορης «κατάρτισης σύμβασης» με τον συνάνθρωπό μας. Μπορούμε να του αφιερώσουμε λίγο από το χρόνο μας ώστε να αποκτήσουμε έναν νέο φίλο που δεν θα αποτελεί ανεπιθύμητη επιλογή, ανεξαρτήτως του τι είναι. Μια τέτοια είδους επιλογή εμφανίζεται μόνο όταν δεν κάνουμε σωστή χρήση του χρόνου (π.χ. κεραυνοβόλος έρωτας) και του χρήματος (π.χ. μια αγορά ενός προϊόντος που δεν είμαστε σίγουροι για την αντιστοιχία τιμής-ποιότητας).

Για να κατανοήσουμε εις βάθος το φαινόμενο της πρώτης εντύπωσης θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα από μια ψυχολογική σκοπιά. Ο άνθρωπος, όπως και οι υπόλοιποι οργανισμοί στη γη, έχει έμφυτη τη τάση για τη διατήρηση του είδους του, τόσο μέσω της διαιώνισής του όσο και μέσω της επιβίωσής του. Αυτά τα ένστικτα (ένστικτο είναι μια έμφυτη γνώση για την ικανοποίηση μιας έντονης τάσης που αισθανόμαστε ως προς κάτι, το οποίο συνοδεύεται από τις ανάλογες μηχανικές και περίπλοκες κινήσεις που δεν πηγάζουν από την εμπειρία, και χρησιμεύει ως υποστηρικτικός μηχανισμός επιβίωσης όταν δεν υπάρχει πλήρης σωματική και ψυχική ανάπτυξη, ενώ όταν υπάρχει αυτήν ο ρόλος της υποβαθμίζεται από την διάνοια) θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν από μόνα τους πηγή αισιοδοξίας γιατί εκφράζουν θέληση για ζωή και αυτή με τη σειρά της μας προδιαθέτει θετικά απέναντι σε μια νέα εντύπωση, γιατί, εφόσον θέλουμε να ζούμε, θα έχουμε αναπόφευκτα συνεχώς νέες εμπειρίες. Για αυτό κι ο Αριστοτέλης λέει ότι όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους επιθυμούν τη γνώση. Η υπόθεση περί εκ φύσεως αισιοδοξία υποστηρίζεται κι απ’ το γεγονός ότι και τα ζώα αγαπούν τη ζωή και δεν αυτοκτονούν (εξαιρείται ο σκορπιός κι ο άνθρωπος). Έτσι, και οι δύο λέξεις, ζωή και ζώα, είναι πανομοιότυπες, κι όποιος άνθρωπος αρνείται τη ζωική του προέλευση αρνείται την ίδια τη ζωή. Η προαναφερθείσα προδιάθεση μπορεί να ενισχυθεί και με την σύμφυτη τάση του στοιχειωδώς σκεπτόμενου ανθρώπου να αγαπά κι όχι να μισεί. Ένα περιβάλλον όμως που χαρακτηρίζεται αφιλόξενο από ένα άτομο είναι λογικό να ενεργοποιήσει σε αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό τα πρωτόγονα ένστικτα της επιβίωσης με αποτέλεσμα να βλέπει γύρω του εχθρούς κι όχι συνοδοιπόρους. Το συμπέρασμα είναι ότι μια πρώτη εντύπωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί διαφορετικά, αναλόγως των περιστάσεων, και γι’ αυτό εμείς θα πρέπει να φροντίζουμε για την εγκαθίδρυση υγιών συνθηκών διαβίωσης όπου θα περιορίζεται αυτόματα η αρνητική επίδρασή της.

Για να δημιουργηθεί κάποιο συναίσθημα στον οργανισμό μας θα πρέπει αυτός να δεχτεί μια ισχυρή εντύπωση (μεγάλης διάρκειας κι έντασης), η οποία θα μας συγκινήσει ευχάριστα ή δυσάρεστα και θα σχηματίσει στην αντίληψή μας μια σχετική παράσταση (εικόνα). Συνεπώς, πηγή των συναισθημάτων είναι οι εντυπώσεις, των εντυπώσεων τα αισθήματα, και κάθε εντύπωση που ανακαλούμε μέσω της παράστασής της συνοδεύεται από το συναίσθημα που αυτή προκάλεσε. Με το σκεπτικό αυτό, αν θέλουμε να επηρεάσουμε συναισθηματικά κάποιον, πρέπει να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες εντυπώσεις ή να τον οδηγήσουμε συνειρμικά στην ανάκτησή τους. Ένας βομβαρδισμός ποικίλων εντυπώσεων είναι δυνατόν να προκαλέσει συναισθηματικές διακυμάνσεις υπέρ του επιτιθέμενου καθιστώντας έτσι επιζήμια για μας την εκμετάλλευση του μηχανισμού σχηματισμού εντυπώσεων μας από εξωτερικό παράγοντα.

Η ικανότητα σχηματισμού παραστάσεων εξαρτάται από την εποπτεία, από την ικανότητα δηλαδή των αισθήσεων να συλλαμβάνουν νέες εντυπώσεις, και τις ικανότητες του νου να τις αποθηκεύει στη μνήμη, να τις συσχετίζει και τέλος να τις ανακτεί με σαφήνεια. Επομένως, όσο πιο πνευματικά ώριμος (δηλαδή λιγότερο εγωκεντρικός), παρατηρητικός και προσεκτικός είναι κάποιος, τόσο πιο εποπτικός είναι και μπορεί να σχηματίζει ακριβέστερες παραστάσεις πάνω στις εντυπώσεις που δέχεται ή έχει ήδη δεχτεί. Έπειτα ακολουθεί η σκέψη μας, το νοείν, το όργανο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε τις ιδέες και παραστάσεις που έχουμε συλλάβει στη συνείδησή μας. Το νοείν δεν είναι γνώση, αλλά μέρος της, μια διαδικασία. Για την μελέτη της ανθρώπινης νόησης πρέπει κατ’ αρχήν να ερευνήσουμε τα αντικείμενα αυτής, τις ιδέες, ως απλά φυσικά φαινόμενα και στη συνέχεια να σχηματίσουμε κρίση για την ορθότητα ή μη με την οποία χρησιμοποιήθηκαν. Ο μηχανισμος αποτύπωσης της πρώτης εντύπωσης συνεπώς παράγει ιδέες κι όχι κρίσεις, αφού οι κρίσεις δημιουργούνται χρησιμοποιώντας ιδέες, και για αυτό είναι ευάλωτος σε κάθε είδους ιδεολογικές δοξασίες και εμφύσηση κρίσεων. Η γνώση θα κατακτηθεί με την εξέταση του ορθού συνδυασμού των ιδεών, των εντυπώσεων και των αισθήσεων, δηλαδή πρέπει να ακολουθηθεί μια αφαιρετική διαδικασία η οποία θα μας αποκαλύψει στη συνέχεια το τρόπο σύνθεσής τους. Η πρώτη ύλη, η αιτία, κάθε γνώσης είναι οι αισθήσεις.

Η παράσταση, εν αντιθέσει των εντυπώσεων, για να δημιουργηθεί δεν χρειάζεται τόσο τη συμβολή των αισθητηριακών οργάνων (μόνο τα πορίσματά τους, τις αισθήσεις) όσο εκείνη του εγκεφάλου, ο οποίος δραστηριοποιείται ύστερα από κάποια αφορμή όπως μια ανάμνηση, μια συνειρμική σκέψη κ.τ.λ. Άλλες διαφορές, ποιοτικές, είναι η ένταση, η σαφήνεια και η ακρίβεια των εντυπώσεων έναντι των παραστάσεων. Υπό ορισμένες συνθήκες όμως οι διαφορές αυτές εκμηδενίζονται και υπάρχει σύγχυση ως προς την πραγματικότητα, αγνοούμε την ακριβή προέλευση των ερεθισμάτων (προέρχονται από τον εγκέφαλο ή από τα αισθητηριακά όργανα;), δημιουργούνται δηλαδή παραισθήσεις. Παραίσθηση λοιπόν έχουμε όταν μια παράσταση είναι παρόμοιας έντασης με την αρχική εντύπωσή της κι επομένως νομίζουμε ότι ερχόμαστε σε άμεση επαφή με το αντικείμενο της νόησης, ενώ αυτό αποτελεί καθαρά μια ανάμνηση, φανταζόμαστε δηλαδή πράγματα που δεν βρίσκονται δίπλα μας ως πραγματικά. Χρησιμοποιώντας όμως τις γνώσεις κι εμπειρίες μας μπορούμε να καταλάβουμε το τι όντως συμβαίνει παρακολουθώντας τα επακόλουθα των φαινομένων κι αν αυτά συνοδεύονται από κάποια λογική/εμπειρική αιτιότητα που ήδη γνωρίζουμε ώστε έτσι να φανερωθεί η πραγματικότητα. Την ίδια διαδικασία χρησιμοποιούμε για να διακρίνουμε τα όνειρα από την πραγματικότητα, επειδή και τα όνειρα δεν έχουν λογική συνέχεια. Επίσης, υπάρχει και άλλη μια περίπτωση κατά την οποία συγχέονται παραστάσεις και εντυπώσεις στην συνείδησή μας. Όταν υπάρχει συνεχής επανάληψη μιας εντύπωσης, για παράδειγμα ενός συγγενικού μας προσώπου που αντικρύζουμε καθημερινά, χρησιμοποιεί ο εγκέφαλός μας για λόγους συντομίας και συνήθειας την σταθερή παράστασή αυτής, η οποία υπερισχύει τελικά της εντύπωσης που σχηματίζεται κάθε φορά που συναντάμε το πρόσωπο. Με αυτό τον τρόπο αγνοούμε τις όποιες μεταβολές συμβαίνουν καθημερινά στο πρόσωπο λόγω της σταθερής εικόνας-παράστασης που μηχανιστικά έχουμε σχηματίσει για λόγους διευκόλυνσης (λιγότερη ανάλυση ερεθισμάτων). Έτσι είναι αρκετά πιθανό να μην εντοπίζουμε τις διάφορες αλλαγές που έχει υποστεί το πρόσωπο αυτό (π.χ. γήρανση). Συμπεραίνουμε δηλαδή ότι αν θεωρούμε ως αντικειμενική αλήθεια τις πρώτες εντυπώσεις αγνοώντας κάθε νέα αίσθηση, τότε υπάρχει διάχυτος ο κίνδυνος να οδηγηθούμε στο παράλογο (παραίσθηση).

Πρώτη εντύπωση σχηματίζουμε και για κάθε αντικείμενο γύρω μας και για κάθε εμπειρία μας περί διαφόρων καταστάσεων που αντιμετωπίσαμε στο παρελθόν. Η διαδικασία σχηματισμού της είναι η ίδια. Για παράδειγμα, όταν ήμασταν παιδιά σίγουρα θα θεωρούσαμε κάποιο είδος φαγητού απαίσιο (π.χ. όσπρια). Η άποψη αυτή όσο μεγαλύτερο διάστημα δεν αναιρούνταν, τόσο ισχυροποιούνταν και καθιστούσε δυσκολότερη την περίπτωση να το ξαναδοκιμάσουμε. Όμως αν τύχαινε να ξεπεράσουμε τις προλήψεις μας ύστερα από τη διαπίστωση της γελοιότητάς τους και να το ξαναδοκιμάσουμε τελικά (εφόσον είναι μικρό το ρίσκο της επανάληψης της εμπειρίας), τότε εύκολα θα μπορούσαμε να αναθεωρήσουμε την άποψή μας και να απαλλαγούμε από μια άρνηση που κουβαλούσαμε μέσα μας τόσο καιρό, από μια περιοριστική κι ανελαστική πρώτη εντύπωση. Μια αρνητική πρώτη εντύπωση μετατράπηκε σε θετική εντύπωση. Το αντίστροφο όμως είναι συχνότερο: Μια αύξουσα ευχάριστη εντύπωση κάποια στιγμή αρχίζει να φθίνει και καταλήγει σε δυσαρέσκεια, κι επίσης η επιμονή μιας αρνητικής εντύπωσης είναι μεγαλύτερη μιας θετικής. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη εντύπωση αποτελεί παράγοντα ψυχικής ανισορροπίας (προκαλεί ψυχικές μεταπτώσεις λόγω της παροδικής φύσεώς της) όταν δεν γίνεται σωστή χρήση της και απαιτεί την δέουσα προσοχή μας.

Σχολιάστηκε μέχρι στιγμής η πρώτη εντύπωση που σχηματίζει ένα πρόσωπο για κάποιο άλλο. Τώρα θα δούμε την πρώτη εντύπωση που σχηματίζουμε για τον εαυτό μας (αυτοεντύπωση) καθώς και πότε αυτή σχηματίζεται. Η πρώτη εντύπωση μπορεί να διακριθεί σε ψυχική και σωματική. Σύμφωνα με ψυχολόγους, το βρέφος αποκτά πλήρη συνείδηση, γνώση δηλαδή του ότι αποτελεί μια ανεξάρτητη ύπαρξη από το περιβάλλον του με δική του φυσική υπόσταση και προσωπικότητα στην ηλικία περίπου των έξι ετών. Ο άνθρωπος σχηματίζει όμως και εικόνα για το σώμα του παρατηρώντας την αντανάκλασή του, το είδωλό του, σε κάποια λεία επιφάνεια (καθρέπτης, στάσιμο νερό κ.τ.λ.), αφού βέβαια έχει προηγηθεί η απόκτηση συνείδησης. Με τον τρόπο αυτό ολοκληρώνεται και η κοινωνικοποίησή του, γιατί πλέον γνωρίζει τι μορφή έχει, ποιός είναι σωματικά όμοιος με αυτόν και ποιό είναι το είδος στο οποίο ανήκει. Επομένως, για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στην αυτογνωσία, για να επέλθει ο συγκερασμός νόησης και σώματος, η απλή διαπίστωση ότι ο φορέας της νόησης/ψυχής και σώματος είναι ένας, ο εαυτός του, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα είδωλα (τα αθώα νήπια δικαιολογημένα πίστευαν σε μια δυική κατάσταση ψυχής και σώματος, όχι όμως κι ένας νοήμων ενήλικας). Αν λατρεύει τον εαυτό του σε υπερβολικό βαθμό (είναι φύσει αδύνατο να μην αγαπάμε καθόλου τον εαυτό μας) τότε το άτομο αυτό έχει και το δικαίωμα να αποκαλείται ορθώς ειδωλολάτρης.

Όσον αφορά το χρονικό προσδιορισμό της έναρξης της διαδικασίας παραγωγής εντυπώσεων, των πρώτων πρώτων εντυπώσεων, αυτή ξεκινά κατά το δεύτερο έτος της ζωής του ανθρώπου, όταν αυτός αρχίζει να χρησιμοποιεί την ομιλία ως μέσο επικοινωνίας και μέσω της σταδιακής αντικειμενοποίησης του κόσμου να αναγνωρίζει την υποκειμενικότητά του, το Εγώ του. Η παραπάνω μετάβαση δεν γίνεται άμεσα, απαιτείται χρόνος. Το βρέφος μέχρι τότε δύσκολα διακρίνει τον εαυτό του από το περιβάλλον, το θεωρεί προέκτασή του, τα θεωρεί όλα ένα (κάτι σαν το ακίνητο, αγέννητο, ομοιογενές, συμπαγές, πανταχού παρόν, εν Ον αρκετών φιλοσόφων Ελλήνων και βαρβάρων). Όσο διευρύνονται όμως οι επαφές του με αντικείμενα κι ανθρώπους, αναγνωρίζει την ύπαρξη κάποιων ορίων στην δράση του, αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι απόλυτα ελεύθερος κι ότι υπάρχει κάτι άλλο έξω από τον ίδιο (μη-Εγώ) που τον εμποδίζει να κάνει αυτό που θέλει. Αργότερα, από το τρίτο έτος της ζωής του και μετά, έχει πλέον αναπτύξει σημαντικά τη γλώσσα και τακτοποιήσει το περιβάλλον του, και παράλληλα χρησιμοποιεί επανειλημμένα προσωπικές αντωνυμίες (μου, εμένα, εγώ) για να τονίσει την ξεχωριστή του ύπαρξη που μόλις αναγνώρισε (μήπως έτσι δεν κάνουν κι αρκετοί διακεκριμένοι ενήλικες που είναι παθιασμένοι με τον εαυτό τους και τον πλούτο;). Με την ολοκλήρωση της νηπιακής ηλικίας (έκτο έτος) έχει γίνει η διάκριση εξωτερικού και εσωτερικού περιβάλλοντος και είναι πλέον ικανός να ερμηνεύσει με αρκετή ακρίβεια το γίγνεσθαι. Αυτό συνεπάγεται ότι η καλλιέργεια του εαυτού μας οφείλεται στις αισθήσεις: Χρώματα και σχήματα, γεύσεις, αρώματα, ήχοι, πιασίματα αντικειμένων. Η μάνα για το βρέφος είναι απλώς ένας πομπός ερεθισμάτων προς όλες τις αισθήσεις, δεν έχει κάποια έμφυτη ικανότητα για να την αναγνωρίσει (δεν μπορεί να κάνει ανάλυση DNA μέσω του εγκεφάλου του για να την πιστοποιήσει).

Οι Έλληνες είχαν φροντίσει να διατυπώσουν κάθε είδους θεωρία που θα ήταν ικανή να εξηγήσει τον κόσμο και να εντοπίσει την αλήθεια, καλύπτοντας με αυτό το τρόπο τις ποικίλες ατομικές και πολιτειακές ανησυχίες σε κάθε ιστορική περίοδο. Έτσι, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το παρόν πρόβλημα με τη βοήθεια κάποιων Ελλήνων φιλοσόφων καθώς και κάποιων Ευρωπαίων οι οποίοι εμπνεύστηκαν από το αθάνατο και υγιές Ελληνικό πνεύμα.

Αρχίζοντας με τους Σοφιστές και τον επικεφαλής τους Πρωταγόρα, διακήρυτταν ότι δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια (σκεπτικισμός), ότι όλα είναι σχετικά (σχετικισμός):

«Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος˙ για όσα είναι ότι είναι, για όσα δεν είναι ότι δεν είναι» (Πρωταγόρας) κι ότι η γνώση αποτελεί απλώς ένα μέσο για τον τελικό σκοπό του ανθρώπου, ο οποίος είναι να ζήσει αυτός ωφέλιμα, σκοπός πρακτικός, ωμός που κίνησε την αντιπάθεια των «ευγενών» και των αριστοκρατικών. Χαρακτηριστικός είναι κι ο παρακάτω συλλογισμός του Γοργία: «Δεν υπάρχει τίποτα˙ αλλά και να υπάρχει, είναι άγνωστο˙ κι αν υπάρχει και είναι δυνατό να γίνει γνωστό, δεν είναι δυνατό να ανακοινωθεί σε άλλους».

Οι Σοφιστές είναι οι πρώτοι που αμφισβήτησαν τα πιστεύω και την φιλοσοφική παράδοση του τόπου και η καινοτομία της σκέψης τους σηματοδότησε μια ιστορική αλλαγή στην παγκόσμια φιλοσοφία. Σύμφωνα λοιπόν με τη σοφιστική νοοτροπία θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρώτη εντύπωση που κάνουμε για ένα αντικείμενο είναι λανθασμένη όπως κάθε εντύπωση, ουσιαστικά ασήμαντη (αφού δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί πουθενά, δεν υπάρχει αλήθεια), αλλά μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ωφέλιμη εφόσον μας βοηθάει στη ζωή μας και δεν είναι ζημιογόνα. Επομένως δεν υπάρχει λόγος να μεταβάλλουμε την άποψή μας για κάτι αν η νέα άποψη δεν μας δίνει επιπλέον όφελος, ανεξαρτήτως δηλαδή αν αυτή θα είναι αληθέστερη (εκτός βέβαια αν αισθανόμαστε καλύτερα νομίζοντας πλανημένοι ότι πλησιάζουμε σε κάτι που λέγεται «αλήθεια»). Πρακτική και βολική η θεώρηση αυτή των Σοφιστών, δεν μπορούμε εύκολα να την αποκλείσουμε.

Ιδεολογικοί αντίπαλοι των Σοφιστών, ο Σωκράτης κι ο Πλάτων, καθιέρωσαν την μέθοδο της διαλεκτικής ως το μέσο για την εύρεση της αλήθειας, δηλαδή έναν μονόλογο με δύο πρόσωπα. Ο ίδιος ο Σωκράτης μας δίνει απάντηση στο ερώτημά μας: Στο έργο του Πλάτωνα «Κρίτων», ο Κρίτων προσπαθεί να τον πείσει να δραπετεύσει από την φυλακή και την επερχόμενη θανατική του ποινή, αλλά εκείνος αρνείται λέγοντας τα εξής: «Εγώ όχι μόνο τώρα αλλά πάντοτε τέτοιος θα είμαι ώστε σε τίποτα άλλο από τα δικά μου να πείθομαι παρά στο Λόγο, ο οποίος θα μου φαίνεται βέλτιστος όταν συλλογίζομαι».

Δηλαδή δεν σχηματίζει κι αλλάζει γνώμη ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις αλλά αυτή καθορίζεται από τον Λόγο, μια εξωτερική δύναμη που προσδίδει αντικειμενικότητα, όπου αν και εκφράζεται από ένα υποκείμενο αυτή έχει αντικειμενική ισχύ. Η χρήση του Λόγου απαιτεί κάποια συλλογιστική προετοιμασία και γίνεται ελεύθερα (γόνιμη ελευθερία δεσμευμένη σε ανώτερες αξίες): Ο Σωκράτης μπορούσε να δραπετεύσει αλλά προτίμησε να υποταχθεί ελεύθερα στο νόμο ακολουθώντας έτσι τον δρόμο της κατ’ αυτόν αρετής. Στην δική μας περίπτωση μας λέει ότι δεν είναι ορθό να βασίζεσαι σε μια γνώμη που διατυπώνεις συγκυριακά και βεβιασμένα αλλά μόνο σε εκείνη που σχηματίζεις μέσω μιας λογικής διεργασίας του νου. Με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζεται η σημασία της πρώτης εντύπωσης και η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί όταν ερχόμαστε σε επαφή με ένα αντικείμενο για πρώτη φορά είναι αυτή που ακολουθείται όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο: Δεν το κρίνουμε από το εξώφυλλό του, το διαβάζουμε ολόκληρο, το κατανοούμε και στη συνέχεια μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι γνωρίζουμε το περιεχόμενό του και να διατυπώσουμε κρίση για αυτό. Στη λογική δεν αρμόζουν ξαφνικοί (πρώτοι) εντυπωσιασμοί.

Ένας από τους κορυφαίους του κορυφαίου αττικού δράματος, ο προοδευτικός Ευριπίδης, μίλησε κι αυτός για την «πρώτη εντύπωση». Παραθέτω δύο μεταφρασμένα αποσπάσματα από την «Μήδεια»:

«Διότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη στους οφθαλμούς των ανθρώπων,
οι οποίοι πριν μάθουν με σαφήνεια την καρδιά κάποιου ανθρώπου
τον μισούν εξ όψεως, χωρίς ποτέ να έχουν αδικηθεί (από αυτόν)».
στίχοι 219-221

«Ω Ζεύ, γιατί λοιπόν του μεν χρυσού που όταν είναι κίβδηλος
σαφείς αποδείξεις στους ανθρώπους έδωσες,
των δε ανθρώπων το κακό πώς πρέπει να γνωρίζουν
ουδεμία απόδειξη εμφύσησες στο σώμα τους;».
στίχοι 516-519

Εδώ ο Ευριπίδης εκφράζει το παράπονο της Μήδειας ότι η πρώτη εντύπωση για τη γενική εικόνα ενός ανθρώπου δεν είναι αρκετή για να μπορέσουμε να τον κρίνουμε ορθά, αφού ο κακός άνθρωπος δεν φέρει σημάδια όπως συμβαίνει στην περίπτωση του κάλπικου χρυσού για τον οποίο υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης, αλλά απαιτούνται περισσότερες πληροφορίες και χρόνο ώστε να οδηγηθούμε σε ασφαλέστερο συμπέρασμα. Και σε κάθε περίπτωση, η «πρώτη εντύπωση», η κρίση των ματιών, οδηγεί συνήθως σε αισθήματα κακίας για τον άλλον, χωρίς όμως να τον γνωρίζουμε και χωρίς να μας έχει κάνει αυτός κάτι κακό. Είναι δηλαδή αρνητικά προκατειλημμένη, χρησιμοποιεί ως βάση έναν αρνητικό χαρακτηρισμό (μάλλον για λόγους ασφαλείας όπως αναφέραμε προηγουμένως), είναι απάνθρωπη αφού αγνοεί την «καρδιά» ενός ανθρώπου και δεν ευνοεί την δημιουργία υγιών φιλικών και κοινωνικών εν γένει σχέσεων. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, υπέρμαχος της οποίας είναι κι Ευριπίδης, οι πολίτες οφείλουν να σέβονται τον συμπολίτη τους, γιατί η ποιότητα των μεταξύ τους δεσμών είναι αυτή που καθορίζει την ατομική και κοινωνική αρμονία. Ίσως οι στίχοι αυτοί του Ευριπίδη να αποτελούν μομφή εναντίον κάποιων πολιτών που εξ αιτίας του φθόνου τους απειλούσαν την συνοχή της δημοκρατικής πολιτείας.

Άτομα πλανημένα, διεστραμμένα, ταλαιπωρημένα, διψασμένα για εξουσία (τάση για επιβολή στους απλούς ανθρώπους), δεν ικανοποιούνταν από το ευμετάβλητο περιβάλλον τους έτσι όπως το αντιλαμβάνονταν μέσω των αισθήσεών τους και αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν νέο κόσμο όπου θα ζούσαν υπό τη σκιά μύθων (χωρίς συμβολικό υπόβαθρο, κοινώς παραμύθια), μεταφυσικών ανησυχιών, ιδεαλιστικών φιλοσοφιών, και το κυρίως, θρησκειών. Από το σκοτάδι αυτών ήρθε να μας απαλλάξει ο φιλαλήθης, ρεαλιστής, ακριβολόγος, εύθυμος, ευδαίμονας κι ατάραχος Επίκουρος. Για τον Επίκουρο αληθινός είναι ο κόσμος στον οποίο κατοικούμε: Αυτά που βλέπουμε, ακούμε, γευόμαστε, μυρίζουμε, πιάνουμε και νιώθουμε, τα οποία τελειώνουν οριστικά με τον επίγειο θάνατο, ούτε αναστάσεις, ούτε παράδεισοι, ούτε μετενσαρκώσεις, τέλος στα παραμύθια. Κριτήριο του πραγματικού είναι οι αισθήσεις. Η αντικειμενικότητα της αίσθησης έγκειται στο ότι δεν εξαρτάται από την υποκειμενική λογική και μνήμη, όπως και οι αισθήσεις δεν αλληλοεξαρτώνται. Δεν ελέγχει η αφή την όραση, ούτε την αμφισβητεί, αμφισβητεί μόνο την κρίση του συγκεκριμένου ατόμου. Όπως είπε και ο Λουκρήτιος, η αξιοπιστία των αισθήσεων έγκειται στο ότι κάθε μια επιτελεί μια μοναδική λειτουργία που δεν επιδέχεται επαλήθευση, είναι η ίδια η αλήθεια, δεν μπορεί η όραση να εξακριβωθεί με την ακοή, ούτε η ακόη με την αφή. Την επαλήθευση μιας ορθής κρίσης την ονομάζουν επιμαρτύρηση, την απόδειξη μιας λαθεμένης, αντιμαρτύρηση. Αν οι αισθήσεις ήταν όντως πλάνες, τότε η χρήση τους από έναν λογικό νου θα καθιστούσε άχρηστο κάθε προϊόν της σκέψης κι οπότε δεν θα υπήρχε ποτέ δυνατότητα να γνωρίσουμε κάτι (σκεπτικισμός, πως γνωρίζουν ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε; Βλέπε και άγνοια διαλεκτικού Σωκράτη), ούτε να ζήσουμε επιτυχημένα. Ο Επίκουρος προειδοποιεί τους ιδεαλιστές: «Αν τα βάλεις με όλες τις αισθήσεις, δεν θα έχεις που να σταθείς για να κρίνεις όσες ισχυρίζεσαι πως μας γελούν».

Οι εντυπώσεις συνθέτονται από τις αισθήσεις, εσωτερικές (συναισθήματα/πάθη που απλοποιούνται σε ηδονή και άλγος) και εξωτερικές (αισθήματα, πέντε αισθήσεις: όραση, γεύση, όσφρηση, ακοή, αφή). Οι εξωτερικές είναι προσιτές σε όλους αλλά ο καθένας δέχεται διαφορετικά τα ερεθίσματα από αυτές και προκαλούνται διαφορετικά συναισθήματα. Οι εντυπώσεις από μόνες τους δεν παράγουν γνώση καθώς αποτελούν απλώς άμεσα ερεθίσματα και μόνο με την σύνθεση επιμέρους εντυπώσεων και ιδεών/παραστάσεων που έχουμε συλλέξει μπορούμε να την παράγουμε. Επομένως αυτοί που δέχονται την αξιοπιστία της «πρώτης εντύπωσης» αποδέχονται κάτι κενό. Η εντύπωση, όπως το λέει η λέξη είναι ένα απλό «τύπωμα» στη μνήμη, ενώ είναι απαραίτητη η περαιτέρω επεξεργασία της για την παραγωγή κάποιας κρίσης. Θα έπρεπε να μιλάνε για «πρώτη ιδέα», το ολοκληρωμένο προϊόν της σκέψης. Η γνώση του παρελθόντος μέσω της μνήμης, η εμπειρία και η πίστη/παραδοχή ότι υπάρχει η έννοια της αιτιότητας και μπορεί να προβλεφθεί το μέλλον, όλα υπό την επίβλεψη της συνήθειας, μας καθιστούν ικανούς να γνωρίζουμε. Επίσης, υποστηρίζουν οι Επικούρειοι ότι οι αισθήσεις είναι πάντα σωστές, η κρίση μας μόνο μπορεί να κάνει λάθος και το οποίο μπορεί να αρθεί με τη συνδρομή όλων των αισθήσεων κι εμπειριών. Αν δηλαδή κάποιος έβλεπε μπροστά του έναν Κένταυρο, η παράσταση αυτή στον εγκέφαλό του έγινε ορθώς αλλά η φταίει η κρίση του εξ αιτίας άλλων παραγόντων, όπως για παράδειγμα δεν τον άγγιξε για να επιβεβαιώσει ό,τι βλέπει, αντιμαρτύρεται στο τέλος η παράσταση. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν κοιτάζουμε μια φωτογραφία ενός αλόγου: Πως ξέρουμε ότι αυτό που βλέπουμε είναι ένα άλογο; Αφού δεν είναι ούτε τρισδιάστατο, ούτε μυρίζει, ούτε μπορούμε να το γευτούμε, ούτε είναι ίδιο στην αφή με ένα πραγματικό. Καταλήγοντας, ο Επίκουρος θα έλεγε ότι ο σχηματισμός μιας πρώτης εντύπωσης προερχόμενης από μια δέσμη αισθήσεων θα ήταν ορθός μόνο αν οι άμεσες αισθήσεις βρίσκονται σε συμφωνία μεταξύ τους και με τη συσσωρευμένη εμπειρία/προλήψεις (βλέπε λίγο παρακάτω). Αλλά και πάλι, επειδή η λειτουργία των αισθήσεων είναι συνεχής και δημιουργούνται διαρκώς νέες πληροφορίες, ο σχηματισμός κρίσεων δεν πρέπει να είναι στιγμιαίος αλλά δυναμικός, κι έτσι η πρώτη εντύπωση ναι μεν είναι πάντα αληθινή τη στιγμή που σχηματίζεται αλλά σύντομα τη θέση της θα πάρει μια νέα πιο επίκαιρη εντύπωση, δεν είναι επ’ άπειρον αληθινή η παλαιότερη, δεν υπάρχει τέτοια αναγκαιότητα. Παίρνω για παράδειγμα ένα αντικείμενο, ένα δέντρο: Σήμερα μπορεί να είναι ένα μέτρο (πρώτη εντύπωση, είναι αληθινή, επιμαρτύρεται) αλλά σε ένα χρόνο έγινε δύο μέτρα (δεύτερη εντύπωση, κι αυτή αληθινή, αλλά εκτοπίζει την προηγούμενη). Η αδιάκοπη ροή του κόσμου, το ηρακλείτειο «πάντα ρει» είναι η πρώτη αλήθεια που πρέπει να αναγνωρίσουν οι οπαδοί της «πρώτης εντύπωσης».

Ο Ευρωπαίος φιλόσοφος που ασχολήθηκε λεπτομερέστατα με τη γνώση και τη συσχέτισή της με την εμπειρία ήταν ο εμπειριστής Χιούμ (Hume). Κύρια θέση του είναι ότι μόνο η εμπειρία αποτελεί πηγή πληροφοριών και γνώσης για τον νού. Δίνοντας στενούς ορισμούς στις έννοιες που χρησιμοποιεί κάνει σαφή διάκριση μεταξύ εντυπώσεων και ιδεών/παραστάσεων και δίνει μια ψυχολογική διάσταση στο σχηματισμό της γνώσης. Οι εντυπώσεις αποτελούν την πρώτη ύλη για τη δημιουργία των ιδεών, προηγούνται των ιδεών. Οι μεν εντυπώσεις είναι το άμεσο αποτέλεσμα των αισθήσεών μας που προέρχονται από την εποπτεία των αντικειμένων, ενώ οι δε παραστάσεις είναι αντίγραφα των εντυπώσεων και απαρτίζουν την αντίληψη/συνείδηση. Ο Χιούμ δίνει τέτοια βαρύτητα στις εντυπώσεις ώστε να τις θεωρεί μεγαλύτερης αξίας από τις λέξεις και πιστεύει ότι η γνώση θεμελειώνεται από την ύπαρξη των αντίστοιχων εντυπώσεων: Αν μια παράσταση δεν πηγάζει από κάποια εντύπωση τότε αυτή είναι κενού περιεχομένου, όπως δηλαδή κάθε φιλοσοφική έννοια (χρόνος, ύπαρξη, θεός, ουσία κ.τ.λ.). Ούτε ψυχή υποστηρίζει ότι υπάρχει αφού θεωρεί ότι αυτό που ονομάζουμε ψυχή είναι απλώς μια δέσμη πολλών εντυπώσεων και εμπειριών που βρίσκονται σε μια συνεχή συσχέτιση μεταξύ τους και εξ αιτίας της συνήθειας αυτές δημιουργούν την παραίσθηση της πίστης στην ύπαρξη ενός ανεξάρτητου από αυτές φορέα (ψυχή, Εγώ).

Εξέταση του ζητήματος από άλλη οπτική γωνία μας προσφέρει ο Νίτσε (Nietzsche) στην «Βούληση για δύναμη». Θεωρεί ότι η πραγματικότητα είναι μεταβαλλόμενη, άρα ά-γνωστη, ενώ με τη «γνώση» ο άνθρωπος προσπαθεί να τη σταθεροποιήσει ώστε να μπορέσει να αποκτήσει δύναμη και να τη θέσει υπό τον έλεγχό του. Αν αντιμετωπίσουμε την πρώτη εντύπωση ως τάση για γνώση και δύναμη, αφού αποτελεί γνωστικό όργανο, τότε αυτή σχηματίζεται με σκοπό να υπάγει στην εξουσία της το αντικείμενο της εποπτείας-νόησης. Αναπτύσσεται δηλαδή ως μηχανισμός αυτοσυντήρησης και εξέλιξης του ατόμου σε έναν αεικίνητο κόσμο και καθιστά το άτομο ικανό να προσλαμβάνει τόση πραγματικότητα όση μπορεί να εξουσιάσει. Με βάση τους ισχυρίσμους του Νίτσε συμπεραίνουμε ότι επιθετικός προσδιορισμός του χρόνου, «πρώτη», είναι πλεονασμός: Η πρώτη εντύπωση αποτελεί ένα νέο δεδομένο για τον οργανισμό μας, η δεύτερη εντύπωση είναι πάλι πρώτη εντύπωση γιατί το αντικείμενο έχει μεταβληθεί στο διάστημα που μεσολάβησε των δύο εντυπώσεων, επομένως η εντύπωση είναι πάντα μία και η πρώτη. Έτσι ο Νίτσε ξεκαθαρίζει για ακόμα μια φορά το τοπίο: Όποιος πιστεύει στη σταθερότητα της φύσης είναι αδύναμος κι άρα αυτός που διαιωνίζει το κακό.

Ως ανάποδος άνθρωπος που είμαι, πλησιάζοντας προς το τέλος θα αναφερθώ στην βασική αιτία συγγραφής του κειμένου αυτού. Μεγάλη μερίδα της μάζας υποστηρίζει με καμάρι, λες κι εντόπισε μια μυστική αλήθεια κι έγινε σοφή, μια γνώση που θα τους ανυψώσει σε επίπεδα μακριά από τον «κοινό» λαό (να μην ξεχνάμε όμως ότι είναι και δημοκρατικοί, όπως και το πολίτευμά μας), το εξής: «Δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία για μια πρώτη εντύπωση».

Η αντίδραση μιας άλλης επίσης μεγάλης μερίδας στο άκουσμα του άγνωστου για αυτούς μέχρι τότε αποφθέγματος είναι: «Ω, πόσο δίκαιο έχεις!», κι έτσι καταλήγουν κι αυτοί να γίνονται σαν τους προηγούμενους, με αποτέλεσμα το απόφθεγμα αυτό να αποκτά χαρακτηριστικά μιμιδίου (αγγλιστί meme). Φυσικώς υπάρχει μια τέτοια αποδοχή της φράσης αυτής, εφόσον υποστηρίζεται από ανθρώπους που βρίσκονται σε μια πρωτόγονη κατάσταση (μόνιμη ή παροδική – πρέπει να πιστεύουμε στην αλλαγή κι εξέλιξη του ανθρώπου), χειρότερη κι από ενός σκύλου. Αναφέρω τον σκύλο γιατί είναι ένα ζώο με έντονες φιλοσοφικές ανησυχίες και ροπή προς τη γνώση, θέση που υποστηρίζει κι ο Πλάτωνας: Ένα σκυλί στην αρχή γαυγίζει έναν ξένο άνθρωπο, αλλά όσο αυξάνεται η επικοινωνία τους εξασθενεί η επίδραση της πρώτης εντύπωσης και σιγά σιγά ο σκύλος αποκτά φιλικές σχέσεις με τον μέχρι πρότινος ξένο άνθρωπο. Δεν είναι όμως όλοι οι σκύλοι το ίδιο δεκτικοί στη φιλοσοφία, όπως δεν είναι φυσικά κι όλοι οι άνθρωποι. Η φράση αυτή πρέπει να αναφέρουμε ότι έχει δύο σημασίες, μια αληθινή και μια παραπλανητική, και δυστυχώς έχει επικρατήσει η δεύτερη. Η αληθινή μας λέει ότι η πρώτη εντύπωση είναι μοναδική, όπως η δεύτερη, η τρίτη, κ.ο.κ., κι επομένως αναγκαστικά δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία για κάτι που πέρασε ανεπιστρεπτί, όπως δεν μπορούμε να ζήσουμε για δεύτερη φορά στο έτος 2010 (αποκλείουμε παραφυσικές θεωρίες). Η απάνθρωπη μας λέει ότι η πρώτη εντύπωση αποτελεί μια αμετάβλητη αλήθεια κι επομένως κάθε προσπάθεια άρσης της είναι μάταιη, δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία. Η απαισιόδοξη αυτή άποψη μας μεταφέρει σε μια πραγματικότητα όπου καθημερινά δικαζόμαστε ενώπιον όλου του κόσμου (σχηματίζουν για μας πρώτη εντύπωση) και σε περίπτωση καταδίκης μας (αρνητική πρώτη εντύπωση) δεν υπάρχει η επιλογή της εφέσεως (δεύτερη ευκαιρία), είμαστε εγκλωβισμένοι στο τι λέει και τι θα πει ο κόσμος για εμάς. Να και μια φορά που η αρνησιδικία είναι επιθυμητή.

Άλλοι ακόλουθοι του προαναφερθέντως πρωτόγονου δόγματος είναι και οι αποκαλούμενοι γιαλόμες. Είναι τα άτομα που δέχονται τα δόγματα της μοντέρνας ψυχανΑΛΗΤΙΚΗΣ (με την αρνητική σημασία της λέξης «αλήτης») θρησκείας, πιστοί του Φρόυδ, του Άδλερ, του Γιαλόμ και τα λοιπά. Ειδήμονες στο να αναλύουν συμπεριφορές, να διαβάζουν πρόσωπα, να προσάπτουν στον καθένα (ακόμα και στον εαυτό τους) ψυχικές διαταραχές. Για όλα φταίει το ανεξέλεγκτο υποσυνείδητο, το νέο προπατορικό αμάρτημα, κι όχι η συνείδηση και βούλησή μας. Είναι ακόλουθοι της νέας θρησκείας που ασπάζεται τον πολυπόθητο τίτλο της επιστήμης βασιζόμενη σε εμπειρικές μελέτες πάνω σε απειροελάχιστο αριθμό ανθρώπων και δειγματοληπτικούς ελέγχους, και πλέον αυθαίρετα ορίζει τι είναι αληθινό, τι είμαστε, πως πρέπει να δράσουμε, τι να πιστέψουμε. Χρησιμοποιούν κι αυτοί την προπαγάνδα των προτύπων (Οιδίποδας, Ιοκάστη, Ηλέκτρα, κάλτσα) που εξετάσαμε προηγουμένως, χαρακτηρίζουν το φυσικό ως ανώμαλο και το ανώμαλο ως φυσικό, και δεν γνωρίζουμε αν η ευρεία διάδοση κάθε λογής ψυχιατρικών και ψυχολογικών βιβλίων τον τελευταίο μισό αιώνα είχε άμεση ή έμεση σχέση με την εμφάνιση ανάλογων ψυχολογικών προβλημάτων (οι πόλεις έχουν μετατραπεί σε ζούγκλες) και κρουσμάτων ανωμαλιών (παιδεραστίες, ομοφυλοφιλίες, κ.τ.λ.). Όπως είναι ξεκάθαρο, αυτά τα άτομα είναι που διαιωνίζουν και δίνουν «επιστημονικό» υπόβαθρο σε έννοιες όπως η «πρώτη εντύπωση». Ακόλουθοι της ψυχαναλητικής ιδεολογίας είναι και οι σημερινοί δουλέμποροι και δουλαποδόχοι (τι δουλεία, τι δουλειά), κατ’ ευφημισμόν εργοδότες, οι οποίοι μέσω των τυπικών κι επιφανειακών συνεντεύξεων και γενικά διαδικασίας πρόσληψης προσωπικού (βλέπε δούλοι) προσπαθούν να εντοπίσουν τον ιδανικό υποψήφιο για μια θέση εργασίας: Μηδενίζουν τον υποψήφιο, αγνοούν το βάθος του χαρακτήρα του, αναλώνονται μόνο σε αυτά που αναγνωρίζουν και απορρίπτουν το διαφορετικό. Κι όποιος δεν είναι φίλος της διαφορετικότητας δεν εξελίσσεται: Αν η φύση δεν επέτρεπε την δημιουργικότητα της διαφορετικότητας τότε ποτέ δεν θα εξελισσόταν, ποτέ δεν θα είχε εμφανιστεί ο άνθρωπος.

Φυσικά, είναι αρκετά πιθανό να μπορεί να σχηματίσει κάποιος χωρίς κόπο μια ορθή πρώτη εντύπωση για ένα πρόσωπο που δεν θα αποδειχθεί λανθασμένη, βασιζόμενος σε οφθαλμοφανή στοιχεία κι εμπειρίες/προλήψεις, αλλά δεν γίνεται να το αναγάγει αυτό ούτε σε επιστήμη ούτε σε χάρισμα, είναι θέμα γνώσεων αλλά και τύχης. Αν ήταν επιστήμη τότε θα μπορούσαμε να σώσουμε κι όλους εκείνους τους καημένους που έπεσαν και πέφτουν από τα σύννεφα εξ αιτίας της άγνοιάς τους για πτυχές της ζωής κοντινών τους προσώπων. Από τότε που τα περί ψυχής θέματα αποκόπηκαν από τη θεματογραφία των φιλοσόφων (από τότε δηλαδή που εξαλείφθηκαν οι τελευταίοι) παρουσιάζουν μια αντιεπιστημονική υφή κι έδωσαν τη δυνατότητα σε επιτήδειους να προωθήσουν την προπαγάνδα τους, όπως κάνανε και με τις θρησκείες. Κι αν η «πρώτη εντύπωση» όντως ήταν κάτι το τόσο σημαντικό και αξιόλογο, πιστεύω ότι ο σοφός λαός θα την είχε ήδη τιμήσει δίνοντάς της ένα πιο συγκεκριμένο, μονολεκτικό και περιεκτικό όνομα και δεν θα άφηνε υπονοούμενη μια επικείμενη δεύτερη, τρίτη, κ.ο.κ. εντύπωση.

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχάσουμε εκείνους τους ανθρώπους που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τα πορίσματα των πρώτων εντυπώσεων πιστεύοντας ότι έχουν μια γνώση εκ των προτέρων (a priori, ουρανοκατέβατη γνώση δηλαδή), ένα προαίσθημα περί του εξεταζόμενου αντικειμένου που σχετίζεται με την εποπτεία, όπως θα πίστευε κι ένας μοιρολάτρης Στωικός. Ο Καντ πιστεύει «ότι ο νους δεν μπορεί να πετύχει a priori τίποτε περισσότερο από το να συλλαμβάνει κατά πρόληψη τη μορφή μιας δυνατής εμπειρίας εν γένει», δηλαδή ότι η πρώτη εντύπωση μπορεί να σχηματίζεται από τις αισθήσεις όχι μόνο άμεσα αλλά και έμμεσα μέσω των προλήψεων και στη συνέχεια να συνθεθεί μια ολοκληρωμένη εμπειρία. Αυτή τη θέση υποστήριξαν πολύ παλαιότερα οι Επικούρειοι για τους οποίους οι προλήψεις είναι παραστάσεις/έννοιες/ιδέες που γεννήθηκαν από τις εντυπώσεις και «τυπώθηκαν» στη μνήμη, είναι έτοιμες για ανάκτηση με τη βοήθεια του νου, εκφράζονται στην απλή γλώσσα των αισθήσεων κι η αξιοπιστία τους εξαρτάται από την καθαρότητα τους (ενάργεια όπως την ονομάζει ο Επίκουρος). Μια θεώρηση που δέχεται την εξ αποκαλύψεως απόκτηση γνώσης και μηχανισμών σκέψης είναι τελείως μηδενιστική αφού απορρίπτει κάθε μορφή διαλόγου, την ατομική σκέψη, τα λογικά επιχειρήματα, την αντικειμενική αλήθεια, ακόμα και την πίστη (αφού υπάρχει βέβαιη γνώση είναι περιττή).

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που βλέπουμε, ό,τι και να είναι, είναι αληθινό, η πρώτη εντύπωση είναι αληθινή ανεξαρτήτως του περιεχόμενού της. Το μοναδικό κριτήριο της αλήθειας, του τι είναι πραγματικό, είναι οι αισθήσεις. Η μεταβλητότητα του γίγνεσθαι είναι αυτή που μεταβάλλει τις εντυπώσεις, δεν είναι μόνιμες και δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός και φυσικός λόγος να είναι. Και το «φαίνεσθαι» και το «είναι» απευθύνονται στα ορατά, δεν αφορούν τα νοητά, όλα γύρω από τα αισθητά περιστρέφονται. Οι αισθήσεις αποτελούν μεν απλά ερεθίσματα, μηνύματα προκαλούμενα από τα αντικείμενα, των οποίων την επεξεργασία έχει αναλάβει ο νους ώστε να μπορέσουμε να τα λάβουμε, αποδομήσουμε, ερμηνεύσουμε, συνθέσουμε, κρίνουμε, και τελικά να γνωρίσουμε την ουσία των πραγμάτων, αλλά η ύπαρξή τους είναι αναγκαία προϋπόθεση για την παραγωγή γνώσης και κριτικής σκέψης. Η παραγόμενη όμως γνώση και κρίση μπορεί να είναι λανθασμένες αλλά αυτό οφείλεται καθαρά σε πρόβλημα του μηχανισμού που μόλις περιεγράφηκε, για αυτό και υπάρχουν οι διάφορες δοξασίες. Η συσσωρευμένη εμπειρία με τη βοήθεια του νου πρέπει να διαπιστώσει την καθαρότητα των παραστάσεων και προλήψεων ώστε να μην οδηγηθεί σε πλάνη, χωρίς ωστόσο να αγνοεί και τις άμεσες αισθήσεις όπως κάνουν αρκετοί ιδεαλιστές φιλόσοφοι, αφού ο ίδιος ο νους αναπτύσσεται βάσει των ερεθισμάτων που δέχεται από αυτές και που επεξεργάζεται στη συνέχεια.

Προσπαθώντας να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, είναι φανερό από τα όσα μέχρι τώρα έχουν λεχθεί ότι το πρόβλημα της «πρώτης εντύπωσης» είναι απλό αλλά το έχουμε κάνει περίπλοκο. Η πραγματική ανθρώπινη λογική (όπου λογική, η συσσωρευμένη γνώση από τις αισθήσεις, αισθησιοκρατική λογική κι όχι εξ αποκαλύψεως) δεν πρέπει να είναι επιφανειακή και να αναλώνεται στην διατύπωση απλών πληροφοριών, ούτε να συμβιβάζεται κι ούτε να βιάζεται (και με τις δύο σημασίες της λέξεως). Για να διακρίνουμε την αλήθεια από την πλάνη δεν πρέπει να επικεντρωνόμαστε σε εντυπωσιασμούς κι εκλάμψεις, ο σεβασμός κι αποδοχή των αισθήσεων μαζί με τη συστηματική καλλιέργεια του νου είναι η οδός που θα μας οδηγήσει σε ανώτερα επίπεδα ανθρώπινης ζωής. Σεβασμός στις αισθήσεις δεν σημαίνει τυφλή υπακοή σε αυτές, αυξημένη παρατηρητικότητα και ανεπτυγμένη κριτική ικανότητα απαιτείται. Ακόμη, δεν πρέπει να ξεχάσουμε να αμφισβητούμε κάποιες φορές παραμένοντας όμως ταυτόχρονα νηφάλιοι («νήφε και μέμνησο απιστεί» έλεγαν οι πραγματικοί μας πρόγονοι), να βλέπουμε την πραγματικότητα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, να είμαστε εσωτερικοί κι εξωτερικοί παρατηρητές, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται και η αντικειμενικότητα της κρίσης μας. Αυτή η στάση αποτελεί έναν πολύ πιο αποτελεσματικό μηχανισμό άμυνας από την «πρώτη εντύπωση» που ταυτόχρονα είναι και δημιουργικός.

Επειδή στο σημείο αυτό φαίνεται πως έχει ανατραπεί κάθε λογικό επιχείρημα υπέρ της αντικειμενικότητας της «πρώτης εντύπωσης», παραβάλλεται παρακάτω μια νέα φράση που θα γλυκάνει τους δυσαρεστημένους δογματόφιλους: «Δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία για μια πρώτη εντύπωση. Υπάρχει όμως ευκαιρία για μια δεύτερη εντύπωση». Εκτός τούτου, φρονώ ότι το τέλος πρέπει να καταστραφεί.