Ένας επιστημονικός κλάδος θεμελιώνεται όταν είναι προικισμένος τόσο με ένα πλέγμα θεμελιωδών γενικών νόμων (το επιστημονικό Παράδειγμα) όσο και με αξιόπιστα θεωρητικά εποικοδομήματα (τις επιμέρους θεωρίες).
Επιστημονική επανάσταση έχουμε, όπως συνηθίζουμε να γράφουμε, όταν αυτοί οι γενικοί νόμοι πάψουν να υπάρχουν.
Στην περίπτωσή μας, το Θουκυδίδειο Παράδειγμα θα χάσει μέρος της αιτιολογικής του συνάφειας μόνο αν υπάρξει μια αδιατάραχτη παγκόσμια ανθρωπολογική δομή και κατ’ επέκταση δυνατότητες ύπαρξης μιας νομιμοποιημένης παγκόσμιας εξουσίας.
Το ίδιο ισχύει αν υπάρξουν μη ηγεμονικές κοσμοσυστημικές δομές, για παράδειγμα, αν αναπτύσσονταν πνευματικές, υλικές και διοικητικές δομές παρόμοιες με αυτές της Βυζαντινής Οικουμένης, σύμφωνα όμως με τις προϋποθέσεις του σύγχρονου εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος, δηλαδή, σύμφωνα με τα τετελεσμένα των διακρατικών σχέσεων όπως εξελίχθηκαν μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας.
Στο ιστορικό-διεθνολογικό έργο Πελοποννησιακός Πόλεμος, ο Θουκυδίδης περιέγραψε με πληρότητα και οξυδέρκεια το σύνολο σχεδόν των διλημμάτων και των προβλημάτων ενός διακρατικού συστήματος κυριαρχίας-αναρχίας που περιέχει αίτια πολέμου.
Ως διεθνολόγος περιέγραψε με ακρίβεια τα παρεμβαλλόμενα αίτια πολέμου που αποσταθεροποιούν τις διακρατικές σχέσεις, καθώς επίσης και την ισορροπία δυνάμεων ως προϋπόθεση σταθερότητας και τον ρόλο της ισχύος στην κατανομή συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας.
Ο Θουκυδίδης, επιπλέον, δεν στάθηκε μόνο στις διακρατικές σχέσεις.
Συμπεριλαμβάνει πολύτιμες παρατηρήσεις και για τα άλλα δύο επίπεδα ανάλυσης, δηλαδή τον άνθρωπο και το κράτος.
Αναφερόμενος στην φύση του ανθρώπου υποβάλλει, αντίστοιχα με τον Αριστοτέλη, την αυτονόητη αλήθεια ότι η αστάθμητη ατομική ανθρωπολογική ετερότητα για να μην λειτουργεί θηριωδώς απαιτείται να είναι πολιτικά ενταγμένη.
Αλλαγή παραδείγματος μπορεί να συντελεστεί σταδιακά εάν τρεις προϋποθέσεις εκπληρώνονται ολοένα και περισσότερο.
Πρώτον, εάν και όταν ενδοκρατικά η έμμεση αντιπροσώπευση αποκτήσει ιδιότητες έμμεσης τουλάχιστον δημοκρατίας με φορά και ρυθμό κίνησης που φέρνει τα πολιτειακά συστήματα κοντά σε μια κατάσταση άμεσης δημοκρατίας η οποία στην τεχνολογικά προηγμένη εποχή μας δεν είναι πλέον αδιανόητη.
Κύριο αιτούμενο μιας τέτοιας κίνησης είναι η ανθρωποκεντρική μετεξέλιξη των ανθρωπολογικών και πολιτειακών δομών, ζήτημα για το οποίο η στοχαστική συνεισφορά του συναδέλφου Γιώργου Κοντογιώργη που παρευρίσκεται εδώ είναι ανεκτίμητη.
Δεύτερον, εάν και όταν κοσμοσυστημικά εκπληρωθούν προϋποθέσεις που θα αποδυναμώνουν την νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους ισχύος, κατάσταση μέσα στην οποία είμαστε σήμερα εγκλωβισμένοι λόγω των κρατικών τετελεσμένων του μοντερνιστικού καθεστώτος της κυριαρχίας που επικράτησε μετά τον 16ο αιώνα.
Τρίτον, εάν και όταν εξαλειφτούν ή τουλάχιστον αποδυναμωθούν τα κύρια αίτια πολέμου, κυρίως της άνισης ανάπτυξης μεταξύ περιφερειών και κρατών, τετελεσμένα στα οποία οφείλονται, επίσης στο Βεστφαλιανό καθεστώς το οποίο ανάτρεψε τις κοσμοσυστημικές δομές που κτίστηκαν από την κλασική εποχή μέχρι την Βυζαντινή Οικουμένη.
Μέσα από τα τετελεσμένα αυτά γεννήθηκαν
i) Ο συγκαιρινός ηγεμονισμός,
ii) η αποικιοκρατία,
iii) ο μοντερνιστικός διεθνιστικουλισμός (η ιδέα δηλαδή παγκόσμιας ενοποίησης υπό υλικές μόνο προϋποθέσεις, όπως υποστηρίζουν όλες οι μοντερνιστικές ιδεολογίες) και
iv) η αδιέξοδη αλλά υπαρκτή και αληθινή ανελέητη ηγεμονική διαπάλη των ηγεμονικών δυνάμεων όπως προβάλλεται στο βάθος του ορίζοντα του 21ου αιώνα.
Βέβαια, για να είμαι ακριβής και επιχειρηματολογικά συνεπής, θέλω να τονίσω ότι τα πορίσματα των δικών μου θεωρήσεων του συγχρόνου διεθνούς συστήματος είναι πως δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει με ευκολία ότι η άνιση ανάπτυξη ως κύριο αίτιο πολέμου θα μπορούσε να εξαλειφτεί, τουλάχιστον όσον αφορά τις επόμενες δεκαετίες.
Γι’ αυτό, και στα τελευταία μου κείμενα –και κυρίως στο Κοσμοθεωρία των Εθνών– παραφράζοντας τον Καβάφη και εδρασμένος στο Θουκυδιδειο στοχαστικό κεκτημένο, επιχειρώ να περιγράψω μια εθνοκρατοκεντρική πορεία του συγκαιρινού διεθνούς συστήματος προς μια μάλλον μακρινή Ιθάκη.
Σ’ αυτή την μάλλον μακρά πορεία οι αμείλικτες θεωρήσεις του Θουκυδίδη για τα αίτια πολέμου θα είναι ανελέητα αληθινές και οδυνηρές για όσους δεν τις λάβουν υπόψη και δεν μεριμνήσουν να διαφυλάξουν το κεκτημένο της εθνοκρατικής της ανεξαρτησίας την οποία με κόπο κατάφεραν να αποκτήσουν αγωνιζόμενοι ενάντια στους αποικιοκρατικούς και νέο-ηγεμονικούς κατεξουσιασμούς.
Το κύριο ζήτημα που τίθεται στην πορεία αυτή δεν είναι μια εσχατολογική υπόσχεση ενός μακάριου διακρατικού τερματικού, μια δηλαδή εσχατολογική υπόσχεση αντίστοιχη με αυτή όλων των υποκριτικών ή ουτοπικών διεθνιστικών ιδεολογιών περί ύπαρξης ενός τόπου χλοερού, αγαθοεργού, αλτρουιστικού και ανθρωπολογικά τρυφερού που τερματίζουν τους ανταγωνισμούς και όλα μας τα προβλήματα.
Το ζήτημα που πρωτίστως τίθεται είναι οι προϋποθέσεις της διαδρομής και ο προσανατολισμός της πορείας ενός διεθνούς συστήματος που αποκτά ολοένα και περισσότερο εθνοκρατοκεντρικές ιδιότητες.
Εδώ ακριβώς, έχουμε την λεπτή αλλά ουσιαστική διάκριση μεταξύ του κρατοκεντρικού συστήματος της Βεστφαλίας και του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος, όρος που καταδεικνύει την ήδη ορατή τάση μιας ολοένα μεγαλύτερης ανάπτυξης της δημοκρατίας, μιας ολοένα βαθύτερης ανθρωποκενρικά διαμορφωμένης εθνικής ανθρωπολογίας και μιας ολοένα βαθύτερης αντί-ηγεμονικής εθνοκρατοκεντρικής διεθνούς δομής.
Φρόνιμο είναι να τονιστεί πως ακόμη και αν επιτυγχάνονται ολοένα υψηλότερες βαθμίδες συντελεστικών κοσμοσυστημικών προϋποθέσεων, στο ορατό μέλλον η εθνοκρατοκεντρική πορεία δεν μπορεί παρά να είναι μια τρικυμισμένη θαλασσοπορία από την οποία δεν θα λείψουν οι θυμωμένοι ηγεμονικοί Κύκλωπες και Ποσειδώνες, οι ουτοπικές διεθνιστικές σειρήνες, οι διεθνικοί Λαιστρυγόνες και κάθε είδους άλλα αίτια πολέμου που στο συγκαιρινό διακρατικό σύστημα αφθονούν.
Η σταθερότητα – υποστηρίζω – θα συναρτάται με ολοένα βαθύτερες κοσμοσυστημικές παραδοχές γύρω από δύο άξονες:
Πρώτον, πνευματικών και πολιτικών κατακτήσεων που θα αποδυναμώνουν την νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους ισχύος που μας κληρονόμησε ο μοντερνισμός των πέντε τελευταίων αιώνων, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν πάντοτε παρούσες ηγεμονικές ιστορικές τάσεις και να αποδυναμωθούν οι προαναφερθείσες πνευματικές και πολιτικές κατακτήσεις.
Δεύτερον, την εμβάθυνση των πνευματικών και πολιτικών παραδοχών που ενισχύουν την εθνική ανεξαρτησία η οποία είναι σύμφωνη με το κλασικό ιδεώδες της ανεξαρτησίας ή αντίστοιχα τις υψηλές αρχές του συγχρόνου διεθνούς δικαίου: Η κοσμοθεωρία των εθνών είναι η θεμελιώδης παραδοχή περί εθνικής ανεξαρτησίας.
Δηλαδή, οι θεμελιώδεις πνευματικές και πολιτικές παραδοχές των εθνοκρατών και των πολιτών τους που εάν ενισχύονται λογικό είναι στο κοσμοσυστυμικό επίπεδο να ενισχύονται τα αντί-ηγεμονικά αντανακλαστικά και οι αντί-ηγεμονικές συσπειρώσεις.
Η κοσμοθεωρία των εθνών, υποστηρίζεται, θα είναι ολοένα και περισσότερο κοσμοσυστημικά συναφής εάν ολοένα και περισσότερο την υιοθετούν οι κοινωνίες μεγάλων εθνών και εάν αντί ηγεμονικής εξωστρέφειας αφοσιωθούν στην δημοκρατική ανθρωπολογική διαμόρφωσή τους και στην απόλαυση της ανθρωπολογικής ετερότητάς τους.
Για να το πούμε διαφορετικά μια ορθολογιστική ανάλυση του διεθνούς συστήματος απαιτείται να αποφεύγει τις εξωπραγματικές ωραιοποιημένες εσχατολογίες και να αποκλείει κάθε ιδέα περί ενός επερχόμενου «παγκοσμιοποιημένου» παραδείσου αμέριμνων πλανητικών γυρολόγων ή περί ύπαρξης ενός αγαθοεργού παγκόσμιου ηγεμόνα στις αγκάλες του οποίου θα μπορούσαμε να εναποθέσουμε το μέλλον μας.
Μια ορθολογιστική ανάλυση το μόνο για το οποίο μπορεί να μιλά για να είναι κοινωνικοπρακτικά συναφείς είναι για τον αγώνα δημοκρατίας, πολιτικής ελευθερίας και εθνικής ανεξαρτησίας που αναπόδραστα θα διεξάγεται εν μέσω τρικυμισμένης θαλασσοπορίας προς μια Ιθάκη απομακρυσμένη ή και αθέατη στο ορατό μέλλον.
Επίσης, για ολοένα και μεγαλύτερη εμπέδωση κοσμοσυστημικών προϋποθέσεων που θα μπορούσαν να συντελέσουν σε ολοένα μεγαλύτερη σταθερότητα.
Άλματα που αφελώς ή υποκριτικά κάνουν λόγο για κάποιο επικείμενο παραδεισένιο παγκόσμιο τόπο άκακων και αμέριμνων κατοίκων όπου η διανεμητική δικαιοσύνη και η κατανομή των πόρων θα επιτυγχάνεται μαγικά, οδηγούν αναπόδραστα σε τραγικά στοχαστικά και πολιτικά σφάλματα.
Οι βασικές θεωρήσεις μέσα στον πυρήνα του Θουκυδίδειου Παραδοσιακού Παραδείγματος όπου παροικεί η καλή θεωρία διεθνών σχέσεων δεν προτείνει καμιά εξειδικευμένη ερμηνεία αναφορικά με το ένα ή το άλλο πρακτικό ζήτημα της καθημερινής διεθνούς πολιτικής.
Οι πολιτικός στοχασμός διεθνών σχέσεων περιγράφει την δομή, τους προσανατολισμούς, τις παθολογίες και τα διλήμματα σε αναφορά με τα οποία ο καθείς παίρνει τις αποφάσεις του.
Αυτό που έχει ανάγκη ο πολίτης μέσα σε ένα δημοκρατικό περιβάλλον όπου αγωνίζεται να κατακτήσει μεγαλύτερο ρόλο ως εντολέας της εντολοδόχου εξουσίας είναι μια διαυγής αντίληψη και βαθιά κατανόηση της φύσης, του χαρακτήρα και των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος όπως πραγματικά είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι ή όπως ο ένας ή άλλος πολιτικός θεολόγος υπόσχεται ότι θα είναι .
Οι πρακτικές αποφάσεις είναι υπόθεση των ίδιων των κοινωνιών και αυτό διδάσκει η αυστηρά περιγραφική και ερμηνευτική Θουκυδίδεια παράδοση.
Μέχρι να ανατραπεί ο μοντερνιστικός κρατοκεντρικός κόσμος όπως διαμορφώθηκε μετά την αντιστροφή των ιστορικών τάσεων που προκλήθηκε λόγω παρακμής και πτώσης του Κοσμοσυστήματος της Ανατολικής Ρώμης, η συνολική αντίληψη που αποπνέουν οι περιγραφές του βασικά αλάνθαστου Θουκυδίδειου Παραδοσιακού Παραδείγματος για τη φύση και τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος θα είναι πολύτιμες.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι στο θεωρητικό κεκτημένο των μοντερνιστών αναλυτών της Θουκυδίδειας παράδοσης – ενίοτε ακούει στο όνομα Πολιτικός Ρεαλισμός, ο οποίος αφορά μόνο εκείνες τις αναλύσεις που εκπληρώνουν προϋποθέσεις περιγραφικής πληρότητας και αξιολογικής ελευθερίας –, αν και διαφορετικών θεωρητικών αφετηριών οδηγείται στο ίδιο βασικά συμπέρασμα και την πολιτική τυπολογία που διατυπώνει καθώς και τον τρόπο που συνδέει αυτή την τυπολογία με το κρατοκεντρικό σύστημα τόσο της κλασικής εποχής όσο και των Νέων Χρόνων.
Συντομογραφικά, η πολιτική ωρίμανση στο επίπεδο του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος δεν σχετίζεται με την μοντερνιστική κληρονομιά που νοηματοδοτεί την πολιτική με όρους ισχύος (βαφτίζοντάς την αυθαίρετα, μάλιστα, ως «δημοκρατική»).
Αντίθετα συναρτάται άμεσα αφενός με την εμβάθυνση αφενός της δημοκρατίας ενδό-Πολιτειακά και αφετέρου με κοσμοσυστημικές προϋποθέσεις που ο ΓΚ καθώς και μερικοί άλλοι αναλυτές συνδέουν με το Βυζαντινό πολιτικό, πνευματικό και οργανωτικό κεκτημένο.
Επιτρέψτε μου να υποστηρίξω ότι έτσι προσεγγίζοντας το σύγχρονο διεθνές σύστημα, χωρίς ακριβώς να υποτιμούνται τα ιστορικά τετελεσμένα της νεότερης κρατοκεντρικής εποχής, διανοίγεται ένα τεράστιο πεδίο στοχαστικού προβληματισμού συναφούς με την ανθρωπολογική και πολιτική συγκρότηση του κόσμου όπως αυτή πραγματικά είναι και όπως αυτή πραγματικά εξελίσσεται.
Θα ήταν παράλειψη να μην τονίσω ότι αυτή η κρατοκεντρική δομή των Νέων Χρόνων διαφέρει από τη κλασική στον βαθμό που κανένα σύγχρονο κράτος δεν διαθέτει τις βαθμίδες ατομικής, κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας που συναντούμε στην κλασική Πολιτεία. Η ανθρωπολογική, πνευματική, πολιτική διαφοροποίηση του συγχρόνου διεθνούς συστήματος και των μονάδων του είναι πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με την κλασική εποχή.
Εξ ου και η ανάγκη για μια βάσιμη διεπιστημονική προσέγγιση της οποίας οι έλληνες θα έπρεπε λογικά να είναι πρωτοπόροι και όχι ουραγοί.
Εδώ λοιπόν τίθεται και ένα ζήτημα κλίμακας. Παρά το γεγονός ότι είχαμε ενδο-πολιτειακή αποκορύφωση της δημοκρατίας σωστά νοούμενης, μεταξύ άλλων, ως η άμεση σχέση, εντολέα πολίτη και εντολοδόχου εξουσίας, οι σχέσεις των δημοκρατικών πολιτειών παρέμειναν σχέσεις δύναμης, γεγονός που ερμηνεύει και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Αυτό που έλειπε στην κλασική εποχή ήταν οι προϋποθέσεις μιας κοσμοσυστημικής πολιτικής και πνευματικής δομής, την οποία πολλοί πλέον αναζητούν στην Βυζαντινή Οικουμένη ως το κυριότερο ιστορικό παράδειγμα.
Βέβαια, εκτιμώ ότι, αν και ουσιαστικές και πρωτοπόρες, οι σχετικές μελέτες βρίσκονται ακόμη στην αφετηρία, εν μέρει τουλάχιστον λόγω κυριαρχίας των μοντερνιστικών ερμηνειών στον ακαδημαϊκό χώρο.
Η κυριαρχία των ξεπερασμένων πλέον μοντερνιστικών ιδεολογιών στην Ελλάδα, στην χώρα δηλαδή όπου κανείς θα ανέμενε να μελετήσουν αυτή την μεγάλη πολιτική, πνευματική και πολιτισμική κληρονομιά, όντως αποτελεί αλλόκοτο και αφύσικο παράδοξο.
Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι εισερχόμενοι στον 21ό αιώνα και στην φάση της αρχής του τέλους της ηγεμονίας των πρώην μοντερνιστικών αποικιοκρατικών και ηγεμονικών δυνάμεων, η ζήτηση πολιτικού στοχασμού με ιστορική θέαση θα είναι πολύ μεγάλη.
Η ζήτηση αυτή θα είναι μεγάλη για ένα ακόμη σημαντικό λόγο: δεν έχουμε μόνο τα τετελεσμένα μιας διαδεδομένης αντίληψης της πολιτικής με όρους ισχύος κύριοι φορείς της οποίας είναι τα μοντερνιστικά ηγεμονικά κράτη, αλλά και αναρίθμητα αίτια πολέμου πολύ μεγαλύτερα απ’ ότι στην κλασική εποχή διαμέσου των οποίων το διεθνές σύστημα αναπόφευκτα θα πορευτεί.
Τα αίτια πολέμου σήμερα είναι πολύ περισσότερα και πολύ οξύτερα σε σύγκριση με αυτά που περιέγραψε ο Θουκυδίδης.
Κυρίως λόγω γιγάντωσης των αιτιών πολέμου που προκάλεσε το μακραίωνο φαινόμενο της αποικιοκρατίας και λόγω της προαναφερθείσης καθολικής νοηματοδότησης της ενδοκρατικής και διακρατικής πολιτικής με όρους ισχύος.
Σε όλο το φάσμα του σύγχρονου δήθεν θεωρητικού προβληματισμού των διεθνών σχέσεων πλην των αξιολογικά ελεύθερων θεωρήσεων του Πολιτικού Ρεαλισμού, έχουμε και μια ανίερη χρήση της Θουκυδίδειας ανάλυσης.
Ενώ δηλαδή ο Θουκυδίδης περιγραφικά και πραγματολογικά θεμελιωμένα παρατηρεί ότι σε ένα κρατοκεντρικό σύστημα όπου υπάρχουν αίτια πολέμου «ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται», πολλοί στηριγμένοι σε μοντερνιστικές δαρβινιστικές νοηματοδοτήσεις της πολιτικής στηρίζουν τις πολιτικές τους πράξεις στην αντεστραμμένη ρήση «οι ισχυρός πρέπει να επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος πρέπει να προσαρμόζεται».
Επιστημονικά και πολιτικά αυτό είναι απαράδεκτο καθότι στρέφεται κατά της ανθρώπινης οντολογίας και των ανθρωπολογικών-πολιτικών κεκτημένων που αυτή συνεπάγεται.
Σε ακόμη πιο διεστραμμένες εκδοχές σε λιγότερο ισχυρά κράτη στο όνομα της μιας ή της άλλης ιδεολογικής εσχατολογίας με την οποία η εκάστοτε ηγεμονική δύναμη μεταμφιέζει ψευτο-κοσμοϊστορικά σχέδια μερικοί υποστηρίζουν ότι «ο αδύναμος πρέπει να παραμένει αδύναμος, πρέπει να συμβιβάζει την εθνική του ανεξαρτησία και πρέπει να υποχωρεί και να προσαρμόζεται στις ηγεμονικές και αναθεωρητικές αξιώσεις».
Έτσι λοιπόν λέμε ότι ο Θουκυδίδης διέγνωσε τα αίτια του πολέμου και τον διαμορφωτικό ρόλο της ισχύος.
Όπως και με την ιατρική επιστήμη, με την καλή διάγνωση και με το καλό φάρμακο κανείς μπορεί να θεραπεύσει ή αντίστροφα να συναγάγει λάθος συνειρμούς και να σκοτώσει τον ατυχή ασθενή.
Εμείς θεωρούμε ως πολιτική επιστήμη των διεθνών σχέσεων του συγχρόνου διακρατικού συστήματος τις θεωρίες εκείνες που κτίζονται πάνω στην αξιολογικά ελεύθερη και παραδειγματικά περιγραφική ανάλυση του Θουκυδίδη και πάνω στην ακλόνητη επιστημολογία του.
Μια ανάλυση η οποία όπως σωστά παρατηρεί η Jacqueline Rommilly στο βιβλίο της για την επιστημολογία του Θουκυδίδη:
· «διακρίνεται για την σχεδόν απόλυτη αντικειμενικότητα του ερευνητή»,
· την βάσιμη συνάρτηση της λεπτομέρειας με το σύνολο,
· την μνημόνευση εκείνων που είναι σημαντικά, καθολικά και διαχρονικά ανεξαρτήτως ατομικών περιπτώσεων και
· την φροντίδα για αυστηρή ακρίβεια επί της ουσίας.
Προτερήματα δηλαδή που επιτρέπουν, όπως το θέτει η γαλλίδα ερευνήτρια, «να εντοπίσουμε κάτω από τις επιμέρους πράξεις την ύπαρξη τάσεων, αιτίων και λογικών αλληλουχιών, που είναι ολοένα και πιο βαθιές και μακρινές, που η αληθοφάνειά τους παίρνει έτσι έναν χαρακτήρα πιο γενικό», πιο ανεξάρτητο από τις περιστάσεις και τα πρόσωπα: αυτές οι αλληλουχίες επαναλαμβάνονται τόσο περισσότερο όσο πιο αυστηρά έχουν αναχθεί στο ουσιώδες».