Στα 367 π.Χ. ο Πλάτων είχε συμπληρώσει τα εξήντα του χρόνια - ήταν, θέλω να πω, στην ηλικία που με την σημερινή μας γλώσσα θα την λέγαμε - συν πλην - ηλικία της συνταξιοδότησης. Του χαρίσθηκαν, βέβαια, από τότε άλλα είκοσι χρόνια ζωής, χρόνια και αυτά σημαντικότατης συγγραφικής δραστηριότητας, όμως εγώ θα ήθελα να σας ζητήσω να σταματήσουμε για λίγο σε ένα από τα πιο θαυμαστά του έργα της ηλικίας των εξήντα περίπου χρόνων του. Εννοώ τον Φαίδρο, έναν από τους ωραιότερους πράγματι διαλόγους του, τόσο από την πλευρά του περιεχομένου όσο και από την πλευρά της τέχνης του λόγου.
Πρόσωπα του διαλόγου ο Σωκράτης και ο Φαίδρος. Σε κάποια στιγμή της συζήτησής τους τα δύο αυτά πρόσωπα χρειάστηκε να μιλήσουν για την ψυχή και για το πώς, τελοσπάντων, μπορεί να γίνει «κατανοητή» από τους ανθρώπους η φύση της. Ο Σωκράτης υποστήριξε ότι η φύση της ψυχής μόνο σε συνάρτηση με «τήν τοῦ ὅλου φύσιν» είναι δυνατό να γίνει κατανοητή, και ο Φαίδρος έσπευσε να συμφωνήσει μαζί του -έναν Λόγο παραπάνω, αφού, όπως είπε, «με την ίδια μέθοδο γίνεται δυνατή και της φύσης του σώματός μας η κατανόηση, όπως μιας δίδαξε ο Ιπποκράτης», και είναι φανερό από την διατύπωσή του ότι, λέγοντας «Ιπποκράτης», ο Φαίδρος ήθελε να πει «ο πιο μεγάλος ως τις μέρες μας γιατρός» -ένα πρόσωπο, επομένως, που στην γνώμη του μπορούσε ο καθείς άφοβα να στηριχθεί.
Πολύ τον αγαπούσε τον νεαρό Φαίδρο ο Πλάτων. Είχε μιλήσει γι αυτόν στον Πρωταγόρα του, όπου τον παρουσίασε καθισμένον δίπλα στον γιατρό Ερυξίμαχο να ακούει με πολλή προσοχή τον σοφιστή Ιππία. Αργότερα, στο Συμπόσιο του ο Πλάτων βρήκε και πάλι την ευκαιρία να μιλήσει για την φιλία του Φαίδρου με τον γιατρό Ερυξίμαχο, και να που τώρα του έκανε την μεγαλύτερη πλέον φιλοφρόνηση, αφιερώνοντας τ έναν ολόκληρο διάλογο. Ο, τι θαύμαζε περισσότερο στον έφηβο αυτόν Πλάτων ήταν η φιλομάθεια του. Δεν είχε άλλωστε άλλα σπουδαία πράματα να πει γι’ αυτόν. Δεν είχε, επιπαραδείγματι, τίποτε το αξιόλογο να πει για την καταγωγή του Φαίδρου: και τις τρεις φορές που μας τον παρουσιάζει δεν είναι - όπως τα λογής λογής αρχοντόπουλα της Αθήνας για τα οποία μας μιλάει στους διαλόγους του - «γιος του τάδε»· είναι απλώς ένας Μυρρινούσιος, ένα απλό παιδί από τον δήμο του Μυρρινούντα... Όμως αυτό το παιδί σύχναζε στους κύκλους των σοφών. Διψώντας για μάθηση έκανε φιλίες με ανθρώπους που θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν τον νου του: ρήτορες, σοφιστές, επιστήμονες. Όλους τούς άκουγε με προσοχή και από όλους κέρδιζε πολύτιμες γνώσεις· το δίχως άλλο θα είχε κι βιβλία τους συγκεντρωμένα στο σπίτι του, ιδίως των παλαιότερων, το Ιπποκράτη λ.χ.
Όμως σ’ αυτόν τον τρόπο της μάθησης φωλιάζει -πολύ συχνά- ένα κίνδυνος, ένας κίνδυνος καθόλου ασήμαντος, ιδίως για τους νέους, που μερικές φορές ούτε καν τον αντιλαμβάνονται: ο κίνδυνος να «καταργήσουν» την δική τους σκέψη, αφού μπορούν κάθε φορά να προστρέχουν σε μία ή περισσότερες «αυθεντίες». Από όλους τους χώρους διαλεγμένε; οι «αυθεντίες»: από τον χώρο της πολιτικής, από τον χώρο της κοινωνικής ζωής και συμπεριφοράς, από τον χώρο της σκέψης, από τον χώρο της επιστήμης. Στον χώρο της επιστήμης π.χ. είναι πολύ σοβαρός ο κίνδυνος να γίνει κανείς «ο άνθρωπος της βιβλιογραφίας». Όχι πως είναι κακό να αποθηκεύεις μέσα σου όσο μπορείς περισσότερες γνώσεις-καρπούς της σκέψης των άλλων· ο κίνδυνος αρχίζει από την στιγμή που δεν βάζεις καθόλου πια ύστερα σε λειτουργία το δικό σου μυαλό, παρά «αφήνεσαι» στις ιδέες των άλλων.
Ας δούμε τον Σωκράτη του Φαίδρου. Μόλις άκουσε από τον νεαρό Φαίδρο να του θυμίζει από την «βιβλιογραφία», θα λέγαμε εμείς σήμερα, την γνώμη ενός μεγάλου σοφού, δεν παρέλειψε να τον βεβαιώσει για την μεγάλη, πράγματι, αξία αυτής της γνώμης. «Καλώς Λέγει», ήταν η άμεση αντίδραση του Σωκράτη: «Είναι πολύ σωστά αυτά που θυμάσαι, Φαίδρε, ότι είπε ο Ιπποκράτης. Μόνο που ο ίδιος εσύ έχεις άλλο ένα μεγάλο χρέος» -και ο Σωκράτης έσπευσε να του το θυμίσει με τον ευγενικότερο τρόπο: «δίπλα στην γνώμη του Ιπποκράτη» - ο Σωκράτης τόνιζε τώρα μία μία τις Λέξεις του- «μην παραλείψεις να προσθέσεις και την δική σου προσωπική σκέψη και έρευνα- μην παραλείψεις με κανέναν τρόπο να δεις πόσο και η δική σου, του κοινού ανθρώπου η λογική δίνει -και αυτή- την δική της συγκατάθεση. Τότε μόνο θα έχεις κάνει όλο σου το χρέος».
Να ο τύπος του νέου ανθρώπου που συστήνει ο Πλάτων: ο νέος να σέβεται την γνώμη των άλλων, των μεγαλύτερων και εμπειρότερων = σοφότερών του· από αυτήν μάλιστα να ξεκινά - δεν είναι καθόλου κακό αυτό· παράλληλα όμως ο νέος να μην ξεχνά ποτέ ότι και ο δικός του νους είναι εφοδιασμένος με δύναμη κριτική καθόλου ευκαταφρόνητη, που οφείλει να την χρησιμοποιεί: η υποδούλωση του εαυτού του στις αυθεντίες, αληθινές η κατασκευασμένες (από τον ίδιο, από τους ίδιους, από το περιβάλλον του ή από το περιβάλλον τους), μπορεί να έχει ολέθριες γι’ αυτόν συνέπειες.
Ωραία, αλήθεια, η σκέψη αυτή του Πλάτωνα, ίσως όμως ακόμη ωραιότερη η άλλη του σκέψη: ότι η προφύλαξη του νέου από τον κίνδυνο της υποδούλωσης του νου του στις «αυθεντίες» είναι επίσης δουλειά - από τις κύριες - των δασκάλων του: ο Πλάτων «ανέθεσε» το έργο αυτό στον Σωκράτη - και εκείνος το εκτέλεσε με αληθινή μαεστρία.
Πόσοι από τους δασκάλους (ας την σκεφτούμε τώρα στην πιο ευρεία σημασία της αυτή την λέξη) αντιλαμβάνονται με αυτόν τον τρόπο το έργο τους; Πόσοι «μαθητές» έχουν στις μέρες μας την βοήθεια των «δασκάλων» τους, προκειμένου να ξεπεράσουν τον κίνδυνο από τις, κατασκευασμένες ιδίως, αυθεντίες που τους απειλεί; Η κοινωνία μας άλλο δεν κάνει από το να κατασκευάζει καθημερινά «αυθεντίες» - κι εγώ φοβούμαι ότι αυτόν τον αέναης λειτουργίας κατασκευαστικό μηχανισμό τον υπηρετούν δυστυχώς και πολλοί (εν πάση περιπτώσει όχι και τόσο λίγοι) δάσκαλοι.
Δίπλα σ’ έναν τέτοιο δάσκαλο ήρθε να κάνει τις ανώτερες σπουδές του στην Αθήνα ο Αριστοτέλης στα 367 π.Χ., την χρονιά που, όπως είπαμε, ο Πλάτων συμπλήρωνε τα εξήντα του χρόνια. Ο Αριστοτέλης ήταν τότε μόλις δεκαεφτά χρονών, και ερχόταν στην Αθήνα από τα Στάγειρα, μια μικρή, επαρχιακή θα λέγαμε εμείς σήμερα, πόλη. Ανίδεο, πάντως, επαρχιωτόπουλο δεν ήταν στα δεκαεφτά του ο Αριστοτέλης καθόλου. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι τα έργα του Πλάτωνα - όσα είχαν δημοσιευτεί ως τότε- του ήταν, το δίχως άλλο, γνωστά. Αλλιώς - αναρωτιέται ένας αριστοτελιστής των ημερών μας - γιατί να διάλεξε την Ακαδημία από το πλήθος τις σχολές που υπήρχαν τότε στην Αθήνα; Τότε, βλέπεις, οι νέοι μπορούσαν και διάλεγαν οι ίδιοι -από την πρώτη στιγμή των σπουδών τους- τους δασκάλους τους - δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί ol κομπιούτερ, να αποφασίζουν αυτοί σε ποια γωνιά της Ελλάδας θα πάει ο καθείς να βρει την φοιτητική του τύχη, αυτήν μάλιστα που αποφασίζουν γι’ αυτόν οι κομπιούτερ. Ίσως γι αυτό ήταν τότε άγνωστες και οι μετεγγραφές!
Ο νεαρός λοιπόν Σταγειρίτης βρέθηκε την πιο κατάλληλη στιγμή στον πιο σωστό τόπο: σε μια σχολή όπου, εκτός από τον Πλάτωνα, δίδασκαν και άλλοι σημαντικότατοι δάσκαλοι. Γιατί η Ακαδημία δεν ήταν απλώς μια σχολή, μια από τις πολλές που υπήρχαν τότε στην Αθήνα· ήταν το σημείο συνάντησης σημαντικών Λογίων της εποχής, που διατηρώντας και μέσα στην Ακαδημία ο καθένας την δική του προσωπικότητα, το δικό του επιστημονικό «πιστεύω», προωθούσαν όλοι μαζί την επιστημονική έρευνα, παίρνοντας ο ένας από τον άλλον χρήσιμες παρορμήσεις και επιδρώντας θετικά ο ένας στον άλλον. Όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι που μπορούσαν να γονιμοποιήσουν με έναν εντελώς ξεχωριστό τρόπο την σκέψη του νεαρού Αριστοτέλη, βοηθώντας την να απλώσει μέσα σε σύντομο χρόνο τα δικά της φτερά.
Είκοσι χρόνια έμεινε στην Ακαδημία ο Αριστοτέλης, και στο διάστημα αυτό πέτυχε -με την βοήθεια του δασκάλου του - να σχηματίσει απόψεις για τα μεγάλα θέματα ολόδικές του. Δεν θα ήταν, αλήθεια, κρίμα, και για τον μαθητή και για τον δάσκαλο, μια τόσο μεγάλη «μαθητεία» να τελείωνε χωρίς από αυτήν να γεννηθεί μια καινούργια αυτόνομη προσωπικότητα;
Άνθρωπος της ακαταπόνητης σπουδής και της οργανωμένης πνευματικής εργασίας -μόνο αυτή, ως γνωστόν, κάνει τις προσωπικότητες· χωρίς αυτήν γίνεται κανείς το πολύ πολύ «οπαδός» - ο Αριστοτέλης έκανε από νωρίς φανερό ότι κρατούσε ακέραιο για τον εαυτό του το δικαίωμα «να δέχεται» αλλά και «να μη δέχεται», ακόμη και «να απορρίπτει» διδασκαλίες. Ότι μια τέτοια συμπεριφορά «κοστίζει», το ξέρουμε όλοι - γεμάτη η ζωή γύρω μας από τέτοια παραδείγματα. Γέμισε λοιπόν και η αρχαιότητα με χίλιες δυο ιστορίες -να τις λέει η μια γενιά στην άλλη – γι’ αυτόν τον «αγνώμονα» μαθητή που, έχοντας την πρόθεση «ὑπεριδεῖν τήν Πλάτωνος φιλοσοφίαν» δεν δίστασε να ρθει σε «διαφωνία» (άλλοι την είπαν «διαφορά») με τον μεγάλο «καθηγητή» του στα πιο σπουδαία θέματα: «περί τῆς ἰδέας», «περί τἀγαθοῦ», «περί τής πολιτείας». Ότι πολλές από τις ιστορίες αυτές έγιναν και για να πολεμηθεί στο πολιτικό επίπεδο στην Αθήνα του Δημοσθένη ο Μακεδόνας Αριστοτέλης, δεν είναι κάτι που δεν θα το περιμέναμε.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως σε ό, τι λέγαμε πριν από λίγο.
Τι αγώνας, αλήθεια, νια κερδίσεις, παρά τις ισχυρές επιρροές που δέχεσαι από γύρω σου, παρά τις ισχυρότατες επιρροές που δέχεσαι – ιδίως - από τους δασκάλους σου το προσωπικό σου «πιστεύω»! Ο Αριστοτέλης την ένιωσε αυτήν την αγωνία. Ήξερε ότι υπήρχαν πράγματα στα οποία δεν μπορούσε να συμφωνήσει με τον δάσκαλο του και με όλους εκείνους που δέχονταν τις απόψεις του κοινού τους δασκάλου. Όλοι τού ήταν αγαπητοί. Πώς να έβγαινε λοιπόν να πει ανοιχτά τις αντιρρήσεις του στις διδασκαλίες τους; Από την άλλη, να αδιαφορούσε για τον κόπο με τον οποίο κέρδισε τις δικές του απόψεις, αφού μάλιστα ένιωθε -και δεν ήταν λίγες αυτές οι φορές- ότι οι δικές του απόψεις βρίσκονταν κοντότερα στην αλήθεια από τις απόψεις των άλλων, των αγαπητών του δασκάλων και φίλων; Αληθινά «προσάντης (πολύ ανηφορική) ή τοιαύτη ζήτησις» χρειάστηκε να πει μια φορά, όταν αισθάνθηκε ότι έπρεπε να (αντι)μιλήσει για θέματα που τα «εἰσήγαγον φίλοι ἄνδρες»: πώς να τον ανεβείς έναν τέτοιο ανήφορο, κουβαλώντας μάλιστα στους ώμους σου όλο το βάρος των γνωμών των φίλων σου;
Ο ίδιος - τον βοηθούσε, είναι αλήθεια, και ο χαρακτήρας του - αποφάσισε εκείνη την φορά ότι είναι «βέλτιον» να τον πάρει τελικά τον ανήφορο ...και ο θεός βοηθός. Αυτό το τελευταίο πρέπει να ήθελε να πει ο Αριστοτέλης όταν αμέσως μετά διάλεξε -ανάμεσα σε άλλες ασφαλώς - την έκφραση «ἀμφοῖν γάρ ὄντοιν φίλοιν ὅσιον προτιμάν τήν ἀλήθειαν» («έχοντας κανείς να διαλέξει ανάμεσα σε δύο φίλους, έχει το ιερό χρέος να προτιμήσει την αλήθεια»). Δεν την βρήκε όμως μόνο «βελτίονα» ο Αριστοτέλης την στάση του αυτή· την βρήκε και υποχρεωτική για τον εαυτό του: «δει» ήταν η δεύτερη λέξη που διάλεξε για την περίσταση.
Χρωστούσε ασφαλώς στον δάσκαλο του τον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης όλη την σωτήρια προετοιμασία που είχε συντελεσθεί μέσα στην ψυχή του προτού βρεθεί μπροστά στο αμείλικτο δίλημμα. Είχε βρεθεί και εκείνος, ο δάσκαλός του, κάποτε στην ζωή του μπροστά στο ίδιο δίλημμα - και ύστερα το περιέγραψε με την απαράμιλλη τέχνη του στην Πολιτεία του. Οι δύο «αγάπες» του Πλάτωνα, που την μια τους όμως έπρεπε να την θυσιάσει, ήταν από την μια η ποίηση και οι ποιητές και ο πιο μεγάλος ανάμεσά τους, ο Όμηρος, πολύτιμη αγάπη του από τα παιδικά του κιόλας χρόνια και από την άλλη η αλήθεια. Όσο κι αν η «φιλία» του προς τον Όμηρο αισθανόταν να του κλείνει το στόμα («ἀποκωλύει με λέγειν»), έπρεπε ν βρει τον τρόπο να ξεπεράσει την δυσκολία του («ἀλλά ρητέον») - η απόφανση του ήταν τελεσίδικη: μπροστά στην αλήθεια δεν θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί «προτιμητέος ὁ ἀνήρ», ο Όμηρος, που ποιητής και αυτός, ευθύνεται, κατά την γνώμη του Πλάτωνα, για ένα πλήθος από ολέθρια για την πόλη και για την διαμόρφωσή της κακά· τον τελικό - αναπάντεχο!- λόγο του τον διαβάζουμε – έκπληκτοι - στην Πολιτεία τοι «Αν ο άνθρωπος αυτός, που ήταν τόση η ποιητική του δεξιοτεχνία ώστε να μπορεί να παίρνει χίλιες δυο μορφές και να μιμείται τα πάντα, ερχόταν στην πόλη μας για να μας παρουσιάσει τα ποιήματά του, εμείς θα έλεγα να τον προσκυνήσουμε ως πρόσωπο ιερό, αξιοθαύμαστο και ιδιαίτερα τερπνό, να του πούμε όμως ότι έναν τέτοιο άνθρωπο η πόλη μας δε· τον χρειάζεται και ούτε είναι σωστό να ζήσει ανάμεσά μας· να χύσουμε λοιπόν μύρα στα μαλλιά του, να τον στεφανώσουμε, και αμέσως να τον διώξουμε από την πόλη μας - ας πάει σε όποιαν άλλη πόλη θέλει».
Ας το ξαναπούμε με τα ίδια τα λόγια του Πλάτωνα - ήταν, στ’ αλήθεια μια από τις μεγάλες στιγμές στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης:
«Ἄνδρα δη δυνάμενον ὑπό σοφίας παντοδαπόν γίγνεσθαι καί μιμεῖσθαι πάντα χρήματα, εἰ ἡμῖν ἀφίκοιτο εἰς τήν πόλιν αὐτός τε καί τά ποιήματα βουλόμενος έπιδείξασθαι, προσκυνοῖμεν ἄν αὐτόν ὡς ἱερόν καί θαυμαστόν καί ἡδύν. εἴποιμεν δ' ἄν ὅτι οὐκ ἔστιν τοιοῦτος ἀνήρ ἐν τῇ πόλει παρ’ ἡμῖν οὔτε θέμις ἐγγενέσθαι, ἀποπέμποιμεν τε εἰς ἄλλην πόλιν μύρον κατά τῆς κεφαλῆς καταχέαντες καί ἐρίῳ στέψαντες».
Πολύ πιο δύσκολη ασφαλώς η περίπτωση του Αριστοτέλη. Ο Όμηρος ήταν όλων των Ελλήνων ο δάσκαλος και η «αἰδώς» ολόιδια όλων των Ελλήνων απέναντι του. Με τον Πλάτωνα όμως τον Αριστοτέλη τον έδενα\ προσωπικές σχέσεις και ο σεβασμός του για εκείνον - σύμφωνα με άλλες διηγήσεις - ήταν πασίγνωστος: ο ίδιος είχε μιλήσει για τον σεβασμό του προς τον δάσκαλό του σε ένα του ποίημα, όπου βεβαίωνε ότι «με όλον τον σεβασμό που γέμιζε την ψυχή του ίδρυσε, στο όνομα της φιλίας, βωμό προς τιμήν του ανθρώπου που το όνομά του οι κακοί δεν έχουν το δικαίωμα να το παίρνουν στο στόμα τους ούτε και για να τον επαινέσουν». Αυτός Λοιπόν ο άνθρωπος βρέθηκε κάποτε στην ζωή του Αριστοτέλη από την μια μεριά, και από την άλλη η αλήθεια. Σ’ αυτόν όμως ο Αριστοτέλης χρωστούσε και το μεγάλο μάθημα - δεν την ξέχασε ποτέ την καίρια λέξη - ότι σε τέτοιες στιγμές το δοκοῦν ἀληθές οὐχ ὅσιον προδιδόναι. Ο μαθητής του Πλάτωνα ήταν λοιπόν πανέτοιμος - ακριβώς χάρη στις διδασκαλίες εκείνου - να πάει ένα βήμα πιο πέρα από τον δάσκαλο του: πώς να διστάσει κανείς στην επιλογή -είπε-, όταν, αν είναι να σωθεί η αλήθεια, πρέπει να είναι έτοιμος και τις δικές του ακόμη απόψεις να πάψει να τις υποστηρίζει; (Με τα δικά του λόγια: «ἐπι σωτηρίᾳ τῆς ἀλήθείας καί τά οἰκεῖα δεῖ ἀναιρεῖν»). Αληθινά εντυπωσιακός λόγος, που τέτοιον δεν φαίνεται να είχε ακούσει ο Αριστοτέλης από τον δάσκαλο του.
Μια λεπτομέρεια ας μη την παραλείψουμε. Αναζητώντας το τελευταίο στήριγμα της στάσης του ο Αριστοτέλης θυμάται - και θυμίζει - ότι μια τέτοια στάση είναι η φυσικότερη για έναν άνθρωπο που έχει κάνει έργο της ζωής του την φιλοσοφία, τον στοχασμό: άλλως τε και φιλοσόφους όντας («έναν λόγο παραπάνω αφού είμαστε φιλόσοφοι»). Δεν ξέρω αν έχω δίκαιο, όμως αυτός ο πληθυντικός φιλοσόφους όντας είναι, κατά την γνώμη μου, η πιο εσωτερική αυτή την στιγμή επικοινωνία του Αριστοτέλη με τον δάσκαλο του: «και είμαι, βέβαιος ότι θα την βρίσκεις, δάσκαλε, σωστή την συμπεριφορά μου· φιλόσοφοι δεν είμαστε στο κάτω κάτω και οι δυο μας;» Μερικοί μίλησαν για ειρωνεία του μαθητή προς τον δάσκαλο· προτιμώ να διακρίνω μιαν αγωνιώδη παράκληση για κατανόηση.
Λέω να κλείσω την σύντομη σκέψη - διδασκαλία που την μοιράστηκαν και οι δυο τους: δάσκαλος και μαθητής.
Πολλά χρόνια μετά την μαθητεία του στην Ακαδημία, μιλώντας στα Ηθικά του Νικομάχεια για την διαδικασία απόκτησης της αρετής, της απόλυτης γι’ αυτόν προϋπόθεσης για την ευδαιμονία του ανθρώπου, ο Αριστοτέλης αναρωτιέται πώς άραγε ελέγχεται ο πραγματικός χαρακτήρας των ανθρώπινων πράξεων: ορθός η λαθεμένος; Η απάντησή του είναι ότι σημεῖον = στοιχείο ελέγχου είναι η «ἐπιγινομένη τοῖς ἔργοις ἡδονη ἤ λύπη», το αίσθημα δηλαδή της ευχαρίστησης η της δυσαρέσκειας που ακολουθεί τις ανθρώπινες πράξεις. «Σώφρονα π.χ. θα ονομάσουμε», σημειώνει ο Αριστοτέλης, «τον άνθρωπο που απέχει από τις σωματικές ηδονές και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση -είναι ακόλαστος τότε», συνεχίζει ο Αριστοτέλης, «αυτός που απέχοντας από τις σωματικές η δον αισθάνεται γι’ αυτό δυσαρέσκεια» -για να προσθέσει αμέσως ότι ανάλογα πρέπει να σκεφτόμαστε και στις άλλες περιπτώσεις αρετών και κακιών. «Μήπως δεν είναι γνωστό», καταλήγει ότι «διά τήν ἡδονήν τά φαῦλα πράττομεν, διά δέ τήν λύπην τῶν καλῶν ἀπεχόμεθα»; Η συνέχεια φέρνει τον μαθητή Αριστοτέλη κοντά σε μια διδασκαλία του Πλατών για την οποία δηλώνει ότι την αποδέχεται ασυζητητί: «Να γιατί θεωρώ λέει, «ότι είχε απόλυτο δίκαιο ο Πλάτων όταν έλεγε ότι η μόνη ορθή αγωγή, η μόνη ορθή παιδεία είναι αυτή που αρχίζει από παιδιά να μι μαθαίνει να χαιρόμαστε και να ευχαριστιούμαστέ, να λυπούμαστε και να δυσαρεστούμαστε με αυτά που πρέπει: χαίρειν τε καί λυπεῖσθαι οἷς δεῖ. Το πρώτο δικό μου σχόλιο ας είναι: Δεν ξέρω καλύτερον ορισμό τ παιδείας. Το δεύτερο σχόλιό μου είναι, δυστυχώς, πικρό: Δεν είναι κρίμα τέτοιες υψηλές ιδέες να μένουν στην ζωή μας απλά όνειρα; Και να πε δεν είναι τελικά και τόσο δύσκολη η πραγμάτωση τους.
Ιδού τι θα ήταν μια αληθινή μεταρρύθμιση στον χώρο της Εκπαίδευσής μας. Μια μεταρρύθμιση που δεν θα μπορούσε να την αμφισβητήσει κανείς, αφού την βασική της αρχή την έχουμε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη - τι άλλο καλύτερο;