ΧΟ. τίς γάρ ἐσθ᾽ οὑνταῦθά σ᾽ εἵργων [στρ.]
κἀποκλείων τῇ θύρᾳ; λέ-
335 ξον· πρὸς εὔνους γὰρ φράσεις.
ΦΙ. οὑμὸς υἱός. ἀλλὰ μὴ βοᾶτε· καὶ γὰρ τυγχάνει
οὑτοσὶ πρόσθεν καθεύδων. ἀλλ᾽ ὕφεσθε τοῦ τόνου.
ΧΟ. τοῦ δ᾽ ἔφεξιν, ὦ μάταιε, ταῦτα δρᾶν σε βούλεται,
‹καὶ› τίνα πρόφασιν ἔχων;
340 ΦΙ. οὐκ ἐᾷ μ᾽, ὦνδρες, δικάζειν οὐδὲ δρᾶν οὐδὲν κακόν,
ἀλλά μ᾽ εὐωχεῖν ἕτοιμός ἐστ᾽· ἐγὼ δ᾽ οὐ βούλομαι.
ΧΟ. τοῦτ᾽ ἐτόλμησ᾽ ὁ μιαρὸς χα-
νεῖν, ὁ Δημολογοκλέων,
ὅτι λέγεις τι περὶ τῶν νέ-
ων ἀληθές; οὐ γὰρ ἄν ποθ᾽
οὗτος ἁνὴρ τοῦτ᾽ ἐτόλμη-
σεν λέγειν, εἰ
345 μὴ ξυνωμότης τις ἦν.
ἀλλ᾽ ἐκ τούτων ὥρα τινά σοι ζητεῖν καινὴν ἐπίνοιαν,
ἥτις σε λάθρᾳ τἀνδρὸς τουδὶ καταβῆναι δεῦρο ποήσει.
ΦΙ. τίς ἂν οὖν εἴη; ζητεῖθ᾽ ὑμεῖς, ὡς πᾶν ‹ἂν› ἔγωγε ποιοίην·
οὕτω κιττῶ διὰ τῶν σανίδων μετὰ χοιρίνης περιελθεῖν.
350 ΧΟ. ἔστιν ὀπὴ δῆθ᾽ ἥντιν᾽ ἂν ἔνδοθεν οἷός τ᾽ εἴης διαλέξαι,
εἶτ᾽ ἐκδῦναι ῥάκεσιν κρυφθεὶς ὥσπερ πολύμητις Ὀδυσσεύς;
ΦΙ. πάντα πέφρακται κοὐκ ἔστιν ὀπῆς οὐδ᾽ εἰ σέρφῳ διαδῦναι.
ἀλλ᾽ ἄλλο τι δεῖ ζητεῖν ὑμᾶς· ὀπίαν δ᾽ οὐκ ἔστι γενέσθαι.
ΧΟ. μέμνησαι δῆθ᾽ ὅτ᾽ ἐπὶ στρατιᾶς κλέψας ποτὲ τοὺς ὀβελίσκους
355 ἵεις σαυτὸν κατὰ τοῦ τείχους ταχέως, ὅτε Νάξος ἑάλω;
ΦΙ. οἶδ᾽· ἀλλὰ τί τοῦτ᾽; οὐδὲν γὰρ τοῦτ᾽ ἔστιν ἐκείνῳ προσόμοιον.
ἥβων γὰρ κἀδυνάμην κλέπτειν, ἴσχυόν τ᾽ αὐτὸς ἐμαυτοῦ,
κοὐδείς μ᾽ ἐφύλαττ᾽, ἀλλ᾽ ἐξῆν μοι
φεύγειν ἀδεῶς. νῦν δὲ ξὺν ὅπλοις
360 ἄνδρες ὁπλῖται διαταξάμενοι
κατὰ τὰς διόδους σκοπιωροῦνται,
τὼ δὲ δύ᾽ αὐτῶν ἐπὶ ταῖσι θύραις
ὥσπερ με γαλῆν κρέα κλέψασαν
τηροῦσιν ἔχοντ᾽ ὀβελίσκους.
***
ΧΟΡ. Φυλακή ποιός σ᾽ έβαλε
μέσα δω στο σπίτι σου;
Μίλα· φίλοι σου είμαστε.
ΦΙΛ. Ποιός; Ο γιος μου· αλλά ησυχία, μη μιλάτε δυνατά·
νά, εκειδά μπροστά κοιμάται. Χαμηλώστε τη φωνή.
ΚΟΡ. Ποιά η αιτία, δυστυχισμένε, που σου κάνει ο γιος σου αυτά;
Ποιός ο λόγος κι η αφορμή;
340 ΦΙΛ. Δε μ᾽ αφήνει να δικάζω, να βαρώ, να τιμωρώ·
να ριχτώ στο φαγοπότι θέλει, κι όχι λέω εγώ.
ΧΟΡ. Για τους νέους εσύ επειδή
τις αλήθειες λες, αυτά
ξεστομίζει ο βδελυρός
Δημολογοκλέωνας;
Συνωμότης σίγουρα
θα ᾽ναι, αλλιώς τέτοιες ντροπές
θα τολμούσε να τις πει;
ΚΟΡ. Μα αν είν᾽ έτσι τα πράματα, φίλε, καιρός
να σκεφτείς, νά᾽ βρεις σχέδιο καινούριο,
ώστε δίχως να φτάσει στου γιου σου τ᾽ αφτιά
να ξεφύγεις και νά᾽ ρθεις κοντά μας.
ΦΙΛ. Ναι, μα τί; Γιά σκεφτείτε κι εσείς· τόσο εγώ
λαχταρώ να βρεθώ μπρος στις κάλπες
με χοχλίδι στο χέρι για ψήφο, που ευθύς,
ό,τι βρείτε, με θάρρος το κάνω.
350 ΚΟΡ. Δεν υπάρχει μια τρύπα, που μέσαθε εσύ
να τη σκάψεις με τρόπο, κι ως άλλος
Οδυσσέας πολυμήχανος έξω να βγεις
με κουρέλια καλά σκεπασμένος;
ΦΙΛ. Όλα τα ᾽φραξαν, όλα, και τρύπα καμιά·
δεν τρυπώνει από δω ούτε κουνούπι.
Άλλος τρόπος σκεφτείτε αν μπορεί να βρεθεί·
δεν μπορώ τρυπητήρι να γίνω.
ΚΟΡ. Γιά θυμήσου σε μιαν εκστρατεία, τον καιρό
που στα χέρια μας έπεσε η Νάξος,
τί είχες κάμει· είχες μπήξει κλεμμένα σουβλιά
μες στο τείχος και πήδησες κάτω.
ΦΙΛ. Ναι, το ξέρω, μα τί μ᾽ ωφελεί; Τούτα δω
καμιά σχέση δεν έχουν μ᾽ εκείνα.
Ήμουν τότε στα νιάτα μου απάνω, πολύ
δυνατός, και στο κλέψιμο μάνα.
Δε με φύλαγε κιόλας κανένας· χωρίς
φόβο το ᾽σκαγα, αν ήθελα. Τώρα, γιά δες,
360 οπλισμένοι έχουν πιάσει παντού τα στενά,
έχουν στήσει καρτέρι· και δυο
απ᾽ αυτούς στην εξώπορτα στέκουν μπροστά
και φρουρούνε κρατώντας τις σούβλες τους, λες
κι είμαι γάτα που κρέας έχει κλέψει.
κἀποκλείων τῇ θύρᾳ; λέ-
335 ξον· πρὸς εὔνους γὰρ φράσεις.
ΦΙ. οὑμὸς υἱός. ἀλλὰ μὴ βοᾶτε· καὶ γὰρ τυγχάνει
οὑτοσὶ πρόσθεν καθεύδων. ἀλλ᾽ ὕφεσθε τοῦ τόνου.
ΧΟ. τοῦ δ᾽ ἔφεξιν, ὦ μάταιε, ταῦτα δρᾶν σε βούλεται,
‹καὶ› τίνα πρόφασιν ἔχων;
340 ΦΙ. οὐκ ἐᾷ μ᾽, ὦνδρες, δικάζειν οὐδὲ δρᾶν οὐδὲν κακόν,
ἀλλά μ᾽ εὐωχεῖν ἕτοιμός ἐστ᾽· ἐγὼ δ᾽ οὐ βούλομαι.
ΧΟ. τοῦτ᾽ ἐτόλμησ᾽ ὁ μιαρὸς χα-
νεῖν, ὁ Δημολογοκλέων,
ὅτι λέγεις τι περὶ τῶν νέ-
ων ἀληθές; οὐ γὰρ ἄν ποθ᾽
οὗτος ἁνὴρ τοῦτ᾽ ἐτόλμη-
σεν λέγειν, εἰ
345 μὴ ξυνωμότης τις ἦν.
ἀλλ᾽ ἐκ τούτων ὥρα τινά σοι ζητεῖν καινὴν ἐπίνοιαν,
ἥτις σε λάθρᾳ τἀνδρὸς τουδὶ καταβῆναι δεῦρο ποήσει.
ΦΙ. τίς ἂν οὖν εἴη; ζητεῖθ᾽ ὑμεῖς, ὡς πᾶν ‹ἂν› ἔγωγε ποιοίην·
οὕτω κιττῶ διὰ τῶν σανίδων μετὰ χοιρίνης περιελθεῖν.
350 ΧΟ. ἔστιν ὀπὴ δῆθ᾽ ἥντιν᾽ ἂν ἔνδοθεν οἷός τ᾽ εἴης διαλέξαι,
εἶτ᾽ ἐκδῦναι ῥάκεσιν κρυφθεὶς ὥσπερ πολύμητις Ὀδυσσεύς;
ΦΙ. πάντα πέφρακται κοὐκ ἔστιν ὀπῆς οὐδ᾽ εἰ σέρφῳ διαδῦναι.
ἀλλ᾽ ἄλλο τι δεῖ ζητεῖν ὑμᾶς· ὀπίαν δ᾽ οὐκ ἔστι γενέσθαι.
ΧΟ. μέμνησαι δῆθ᾽ ὅτ᾽ ἐπὶ στρατιᾶς κλέψας ποτὲ τοὺς ὀβελίσκους
355 ἵεις σαυτὸν κατὰ τοῦ τείχους ταχέως, ὅτε Νάξος ἑάλω;
ΦΙ. οἶδ᾽· ἀλλὰ τί τοῦτ᾽; οὐδὲν γὰρ τοῦτ᾽ ἔστιν ἐκείνῳ προσόμοιον.
ἥβων γὰρ κἀδυνάμην κλέπτειν, ἴσχυόν τ᾽ αὐτὸς ἐμαυτοῦ,
κοὐδείς μ᾽ ἐφύλαττ᾽, ἀλλ᾽ ἐξῆν μοι
φεύγειν ἀδεῶς. νῦν δὲ ξὺν ὅπλοις
360 ἄνδρες ὁπλῖται διαταξάμενοι
κατὰ τὰς διόδους σκοπιωροῦνται,
τὼ δὲ δύ᾽ αὐτῶν ἐπὶ ταῖσι θύραις
ὥσπερ με γαλῆν κρέα κλέψασαν
τηροῦσιν ἔχοντ᾽ ὀβελίσκους.
***
ΧΟΡ. Φυλακή ποιός σ᾽ έβαλε
μέσα δω στο σπίτι σου;
Μίλα· φίλοι σου είμαστε.
ΦΙΛ. Ποιός; Ο γιος μου· αλλά ησυχία, μη μιλάτε δυνατά·
νά, εκειδά μπροστά κοιμάται. Χαμηλώστε τη φωνή.
ΚΟΡ. Ποιά η αιτία, δυστυχισμένε, που σου κάνει ο γιος σου αυτά;
Ποιός ο λόγος κι η αφορμή;
340 ΦΙΛ. Δε μ᾽ αφήνει να δικάζω, να βαρώ, να τιμωρώ·
να ριχτώ στο φαγοπότι θέλει, κι όχι λέω εγώ.
ΧΟΡ. Για τους νέους εσύ επειδή
τις αλήθειες λες, αυτά
ξεστομίζει ο βδελυρός
Δημολογοκλέωνας;
Συνωμότης σίγουρα
θα ᾽ναι, αλλιώς τέτοιες ντροπές
θα τολμούσε να τις πει;
ΚΟΡ. Μα αν είν᾽ έτσι τα πράματα, φίλε, καιρός
να σκεφτείς, νά᾽ βρεις σχέδιο καινούριο,
ώστε δίχως να φτάσει στου γιου σου τ᾽ αφτιά
να ξεφύγεις και νά᾽ ρθεις κοντά μας.
ΦΙΛ. Ναι, μα τί; Γιά σκεφτείτε κι εσείς· τόσο εγώ
λαχταρώ να βρεθώ μπρος στις κάλπες
με χοχλίδι στο χέρι για ψήφο, που ευθύς,
ό,τι βρείτε, με θάρρος το κάνω.
350 ΚΟΡ. Δεν υπάρχει μια τρύπα, που μέσαθε εσύ
να τη σκάψεις με τρόπο, κι ως άλλος
Οδυσσέας πολυμήχανος έξω να βγεις
με κουρέλια καλά σκεπασμένος;
ΦΙΛ. Όλα τα ᾽φραξαν, όλα, και τρύπα καμιά·
δεν τρυπώνει από δω ούτε κουνούπι.
Άλλος τρόπος σκεφτείτε αν μπορεί να βρεθεί·
δεν μπορώ τρυπητήρι να γίνω.
ΚΟΡ. Γιά θυμήσου σε μιαν εκστρατεία, τον καιρό
που στα χέρια μας έπεσε η Νάξος,
τί είχες κάμει· είχες μπήξει κλεμμένα σουβλιά
μες στο τείχος και πήδησες κάτω.
ΦΙΛ. Ναι, το ξέρω, μα τί μ᾽ ωφελεί; Τούτα δω
καμιά σχέση δεν έχουν μ᾽ εκείνα.
Ήμουν τότε στα νιάτα μου απάνω, πολύ
δυνατός, και στο κλέψιμο μάνα.
Δε με φύλαγε κιόλας κανένας· χωρίς
φόβο το ᾽σκαγα, αν ήθελα. Τώρα, γιά δες,
360 οπλισμένοι έχουν πιάσει παντού τα στενά,
έχουν στήσει καρτέρι· και δυο
απ᾽ αυτούς στην εξώπορτα στέκουν μπροστά
και φρουρούνε κρατώντας τις σούβλες τους, λες
κι είμαι γάτα που κρέας έχει κλέψει.