Σάββατο 4 Μαρτίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια 12. Το κλέος

12.3. Το κλέος στην Οδύσσεια

12.3.1. Ευκλεής και ακλεής θάνατος


Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια στηρίζονται σε μια κοινή παράδοση όσον αφορά το κλέος. Αυτή όμως η παράδοση τροποποιείται στην Οδύσσεια, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι διαφορετικές προτεραιότητες του μεταγενέστερου έπους. Η Ιλιάδα είναι πολεμικό ποίημα, που υμνεί τη θνητότητα των ηρώων και τον αγώνα που δίνουν προκειμένου να κατακτήσουν την αθάνατη δόξα. Ο γυρισμός στην πατρίδα επαινείται μόνο στην περίπτωση που είναι νεκρώσιμος (παραδείγματα Σαρπηδόνα, Έκτορα). Η Οδύσσεια είναι μεταπολεμικό ποίημα, που δοξάζει την επιβίωση, τον αγώνα που δίνει ο ήρωας, για να απεγκλωβιστεί από τον κλοιό του θανάτου που του επιφυλάσσει ο πόλεμος και να επιστρέψει ζωντανός στους δικούς του και στην πατρίδα του.

Η εξέλιξη του βασικού θέματος της Οδύσσειας, ο νόστος (εξωτερικός και εσωτερικός), ευνοεί την εμφάνιση και απόλεμων μορφών κλέους που δεν απαντούν στην Ιλιάδα. Στο πλαίσιο, για παράδειγμα, της φιλοξενίας τόσο ο οικοδεσπότης όσο και ο φιλοξενούμενος μπορεί να αποκτούν κλέος, κυρίως στη μορφή της φήμης και του καλού ονόματος. Έτσι ο νεαρός Τηλέμαχος κατά τη φιλόξενη παραμονή του στον Νέστορα και στον Μενέλαο κερδίζει το κλέος του, την ηρωική του ταυτότητα, ενώ ο πατέρας του, ανώνυμος ξένος των Φαιάκων, εύχεται στον Δία να εξασφαλίσει στον Αλκίνοο ἄσβεστον κλέος (η 333), στην περίπτωση που ο ξενιστής του βασιλιάς τηρήσει τη γενναιόδωρη υπόσχεσή του και τον στείλει στην πατρίδα του. Γενικότερα, το βλέμμα του ποιητή στην Οδύσσεια εποπτεύει ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών σχέσεων και θεσμών, που εμπλέκονται στην επιβίωση, καθώς και στο κλέος και στον νόστο που συνεπάγεται η επιβίωση.

Παρά τις επιμέρους, εξωτερικές αντιθέσεις της προς την Ιλιάδα, η Οδύσσεια δεν αρνείται το ιλιαδικό κλέος του θανάτου, όπως το εκφράζει τουλάχιστον ο πρωταγωνιστής της Αχιλλέας. Αντίθετα, το υποδέχεται, αναγνωρίζει καταρχήν τη σημασία του και το επαινεί. Στον επίλογο της Οδύσσειας συναντώνται στον Άδη οι ψυχές των δύο εσωτερικών εχθρών της Ιλιάδας, του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα, και συνομιλούν δείχνοντας ασυνήθιστη αμοιβαία συμπάθεια για το διαφορετικό τους τέλος. Πρώτα η σκιά του Αχιλλέα με μιαν ανεκπλήρωτη ευχή συμπάσχει για τον φριχτό θάνατο που βρήκε ο Αγαμέμνονας φτάνοντας στην πατρίδα του (ω.30-34):

Μακάρι τότε, τιμημένον με βασιλική τιμή, στην Τροία εκεί
να σε είχε βρει ο θάνατος, το τέλος της ζωής.
Οπότε κι οι Παναχαιοί τύμβο θα ύψωναν να σε τιμήσουν,
κι ακόμη θ᾽ άφηνες μεγάλο κλέος
[μέγα κλέος] κληρονομιά στον γιο σου.
Μα τώρα ήταν πεπρωμένο σου λάφυρο να σε πάρει
ένας τρισάθλιος θάνατος.


Εμπόλεμος θάνατος στην Τροία, που σφραγίζεται με ταφή και τιμητικό τύμβο από τους συμπολεμιστές, συνθέτουν το μέγα κλέος που ο βασιλιάς των Αχαιών τελικά δεν άφησε πίσω του με τον άδοξο νόστο του. Στερήθηκε δηλαδή ό,τι κέρδισε πεθαίνοντας νέος στον πόλεμο της Τροίας ο Αχιλλέας. Αυτό εξάλλου ομολογεί, με την επόμενη απάντησή του, η σκιά του Αγαμέμνονα μακαρίζοντας τον νεκρό Αχιλλέα (ω 36-94): θάνατος στην Τροία, μάχη των Αχαιών γύρω από το σώμα του, θρήνος και τύμβος με παρεπόμενες τιμές αναδεικνύουν τον ωκύμορο ήρωα της Ιλιάδας ὄλβιον (ω 36), που άφησε πίσω του κλέος ἐσθλόν (ω 93-94):

Εσύ, Αχιλλέα, και νεκρός έσωσες έτσι τ᾽ όνομά σου,
αφού για πάντα, σ᾽ όλους τους ανθρώπους, λαμπρό το κλέος σου θα μείνει
[κλέος ἔσσεται ἐσθλόν].

Αντιδιαστέλλοντας τον δικό του άγριο χαλασμό, που τον βρήκε από τον Αίγισθο και την άπιστη σύζυγό του, ο νεκρός Αγαμέμνονας (ω 96-97) εγκωμιάζει έμμεσα την απόφαση του Αχιλλέα στην Ιλιάδα να πεθάνει στην Τροία στερούμενος τον νόστο του. Στη «Μεγάλη Νέκυια» πάντως, όταν η σκιά του Αχιλλέα θρηνώντας συναντά τον ζωντανό Οδυσσέα (λ 467 κ.ε.), νοσταλγεί τη ζωή.

Ο Οδυσσέας, που εξηγεί στον νεκρό συμπολεμιστή του ότι κατέβηκε στον Άδη προκειμένου να μάθει τον δρόμο του μετέωρου ακόμη νόστου του, μακαρίζει, όπως η ψυχή του Αγαμέμνονα, τον νεκρό Αχιλλέα, χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα ευτυχέστερο (μακάρτατον, λ 483) των θνητών στο παρόν και στο μέλλον: όσο ζούσε ο Αχιλλέας, οι Αργείοι τον τιμούσαν σαν θεό· αλλά και στον Άδη, αν και νεκρός, ο ήρωας διατηρεί στο ακέραιο την πολεμική του δύναμη - γι᾽ αυτό, δεν θα πρέπει να θλίβεται για τον θάνατό του. Ο Αχιλλέας ωστόσο απωθεί πρώτα την παρηγοριά του Οδυσσέα να μη θλίβεται και ύστερα τον έπαινό του, απαντώντας ότι θα προτιμούσε να ζούσε ως υπηρέτης φτωχού αφέντη στη γη παρά να είναι βασιλιάς των νεκρών (λ 488-491). Όπως προκύπτει και από τη συνέχεια του διαλόγου (λ 492-540), μέσα από την αντιπαραβολή της μεταπολεμικής επιβίωσης προς τον θάνατο, τονίζεται η διαφορετική μοίρα των δύο ηρώων.

Η ανεκπλήρωτη επιθυμία του νεκρού Αχιλλέα να υπερασπιστεί τον απροστάτευτο από τις απειλές των εχθρών του γέροντα Πηλέα στη Φθία (λ 494-503, πρβ. Ω 538-542) πραγματώνεται από τον Οδυσσέα, καθώς ο ήρωας, με τον νόστο του, θα εκδικηθεί τους μνηστήρες που απειλούσαν τη ζωή του γέροντα πατέρα του Λαέρτη. Σε αντίθεση επίσης προς τον Οδυσσέα, που θα συναντηθεί με τον γιο του Τηλέμαχο και θα εκτελέσουν μαζί το σχέδιο της μνηστηροφονίας, ο νεκρός Αχιλλέας δεν θα μπορέσει να σμίξει με τον γιο του Νεοπτόλεμο, για να συμμετάσχει ζωντανός στην αριστεία του κατά την άλωση της Τροίας (λ 492-493, 505-537). Σε σχέση με τα επόμενα δρώμενα της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας, γυρίζοντας στο σπίτι του, κατορθώνει ό,τι δεν κατόρθωσε με τον πρώιμο θάνατό του στον πόλεμο ο Αχιλλέας.

Από την άλλη μεριά, ο γιος του Αχιλλέα Νεοπτόλεμος συστήνεται από τον Οδυσσέα ως άξιος αντικαταστάτης, πρόμαχος του πατέρα του στον πόλεμο της Τροίας, βγαίνοντας σώος από τα δεινά του (λ 534-535). Κατορθώνει έτσι ό,τι δεν μπόρεσε να πετύχει με το ἄφθιτον κλέος του ο πατέρας του, ο οποίος, μετά το τέλος του διαλόγου του με τον Οδυσσέα, επιστρέφει, με καμάρι για τον γιο του, στο ασφοδελό λιβάδι του Άδη (λ 538-540). Η αριστεία βέβαια του Νεοπτόλεμου στην άλωση της Τροίας κατορθώνεται με τη διαρκή καθοδήγηση και προστασία που του παρέχει ο Οδυσσέας, αντικαθιστώντας κατά κάποιον τρόπο στον ρόλο του πατέρα τον Αχιλλέα. Εγκωμιάζοντας έτσι ο Οδυσσέας στον νεκρό Αχιλλέα τον γιο του Νεοπτόλεμο, επαινεί έμμεσα το δικό του στρατήγημα της άλωσης της Τροίας: την ενέδρα (λόχον, λ 525) με τον δούρειο ίππο, χάρη στο οποίο κατέκτησε το αοίδιμο κλέος του στην Οδύσσεια (θ 487-531, πρβ. λ 505-537).

Μέσα λοιπόν από τη διήγηση του Οδυσσέα, το κλέος του Αχιλλέα που του υποσχέθηκε η Ιλιάδα με τον πρώιμο θάνατό του στην Τροία, υποχωρεί στο κλέος που κερδίζει ο πρωταγωνιστής της Οδύσσειας με την άλωση της Τροίας αλλά και έμμεσα με τον νόστο του. Ο Οδυσσέας έτσι βγαίνει διπλά κερδισμένος: κατακτά πολεμικό κλέος εκπορθώντας την Τροία και επιπρόσθετα κατορθώνει να γυρίσει στο σπίτι του. Ο τρόπος εντούτοις με τον οποίο ένας ήρωας πεθαίνει, καθορίζει το κλέος του. Έτσι, στην Ιλιάδα το τέλος του Αχιλλέα προεξαγγέλλεται ως πρώιμος και ένδοξος θάνατος στο πεδίο της μάχης. Στην Οδύσσεια αντίθετα το τέλος του πορθητή της Τροίας προφητεύεται από τον μάντη Τειρεσία (λ 134-137 = ψ 281-284) ως ήσυχος και γλυκός θάνατος στη στεριά, που θα βρει τον ηγεμόνα ήρωα σε βαθιά γεράματα και ανάμεσα σε υπηκόους που ζουν ὄλβιοι (ευτυχισμένοι και ευλογημένοι με όλα τα εγκόσμια αγαθά).

Με τον νόστο του ο Οδυσσέας ξεχωρίζει τόσο από τον Αχιλλέα όσο και από τον Αγαμέμνονα, καθώς δεν μπόρεσε πεθαίνοντας στην Τροία να κερδίσει το κλέος που πέτυχε ο Αχιλλέας. Εντούτοις, στην Οδύσσεια ο άδοξος θάνατος και η παρεπόμενη στέρηση του κλέους του Αγαμέμνονα εμφανίζονται ως απειλητικό ενδεχόμενο και για τον Οδυσσέα. Στην πρώτη ραψωδία ο Τηλέμαχος, εκμυστηρευόμενος τον κρυφό καημό του για τον χαμένο πατέρα του στην Αθηνά-Μέντη, μιμείται παραλλάσσοντας την ανεκπλήρωτη ευχή του Αχιλλέα προς τον Αγαμέμνονα (α 237-243, 237-240 ≈ ω 30-33):

Αν έβρισκε τον θάνατο, δεν θα ᾽ταν ο καημός μου τόσος,
αν είχε σκοτωθεί στην Τροία εκεί, με τους συντρόφους του στο πλάι,
ή, με το τέλος του πολέμου, ξεψυχούσε στων δικών του τα χέρια·
τότε οι Παναχαιοί θα τον τιμούσαν τύμβο υψώνοντας,
και για κληρονομιά στον γιο του θ᾽ άφηνε μεγάλη δόξα
[μέγα κλέος].
Μα να που τώρα ανήκουστον [ἀκλειῶς] τον έχουν αναρπάξει οι Άρπυιες,
κι εξαφανίστηκε, χωρίς κανείς να μάθει πού και πώς,
αφήνοντας σ᾽ εμένα οδυρμούς κι οδύνες.


Όπως ο Αχιλλέας εύχεται στον Αγαμέμνονα στο τέλος της Οδύσσειας, έτσι και ο Τηλέμαχος στην αρχή του έπους λέει ότι θα ήταν καλύτερα να πέθαινε ο πατέρας του στον πόλεμο της Τροίας· θα είχε έτσι τουλάχιστον έναν τιμημένο τύμβο, ενώ ο γιος του, όπως ο Ορέστης, θα είχε κληρονομήσει μέγα κλέος (α 240, πρβ. ω 34). Ανάμεσα ωστόσο στις δύο ανεκπλήρωτες ευχές υπάρχει μια χαρακτηριστική διαφορά. Ενώ ο βασιλιάς των Αχαιών βρήκε τρισάθλιο θάνατο επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ο πρωταγωνιστής της Οδύσσειας, κατά τον Τηλέμαχο, δεν πέθανε στα χέρια των δικών του, αλλά χάθηκε ἀκλειῶς: τον άρπαξαν στις εσχατιές του κόσμου οι Άρπυιες (προσωποποιημένες δυνάμεις των θυελλωδών ανέμων)· χωρίς να αφήσει πίσω του κανένα ίχνος (ἄϊστος) και χωρίς να μπορεί κάποιος να τον μνημονεύσει, να πει κάτι μέσα στο έπος γι᾽ αυτόν (ἄπυστος).

Το απελπισμένο αδιέξοδο του νεαρού ήρωα μπορεί να είναι υπερβολικό, όχι όμως και παντελώς άστοχο. Ο πατέρας του τη στιγμή αυτή είναι εγκλωβισμένος στο απόκοσμο νησί της Ωγυγίας, όπου η Καλυψώ τον θέλγει, όπως οι Σειρήνες, να ξεχάσει την Ιθάκη (α 56-57, ε 61), με αντάλλαγμα την αθανασία και την αγηρασία (ε 136 = ψ 336). Η επικείμενη απελευθέρωση του Οδυσσέα από τα καλυπτήρια θέλγητρα της νύμφης σηματοδοτεί την άρνησή του να διαγραφεί ἄϊστος και ἄπυστος από τη σκέψη των ανθρώπων και από την παρεπόμενη μεταθανάτια φήμη που του εξασφαλίζει το έπος της Οδύσσειας.

Ο έντονα διαφοροποιημένος από του Αγαμέμνονα χαμός του Οδυσσέα από προσώπου γης, όπως τον φαντασιώνεται ο Τηλέμαχος, έχει τη σημασία του: θέτει σε εκκρεμότητα τον νόστο του πρωταγωνιστή της Οδύσσειας, υποκινώντας το ερώτημα αν ζει τελικά ή πέθανε. Ταυτόχρονα ευνοεί την ανάπτυξη του, συμπληρωματικού προς τον νόστο, θέματος της αναζήτησης του πατέρα από τον γιο του. Αργότερα βέβαια, όταν ο νεαρός ήρωας ψάχνει κρυφά από τη μητέρα του το κλέος του αγνοούμενου πατέρα του στην Πελοπόννησο, η Πηνελόπη φοβάται μήπως προσθέσει στον θρήνο της για την άδοξη εξαφάνιση του ένδοξου άντρα της και τον «ανήκουστο» (ἀκλέα) χαμό του γιου της (δ 727-728).

Ο ένδοξος θάνατος στην Τροία ως προτιμητέα ηρωική συνθήκη από την άδοξη εξαφάνιση, την οποία νομίζει συντελεσμένη για τον πατέρα του ο Τηλέμαχος (αργότερα για τον Οδυσσέα και ο πιστός του δούλος ο Εύμαιος, ξ 368-371), εκφράζεται και από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή της Οδύσσειας στο ναυάγιό του της πέμπτης ραψωδίας (ε 306-312):

Καμιά πια σωτηρία, σκέτος όλεθρος. Ευτυχισμένοι
τρεις και τέσσερις φορές οι Δαναοί που είχαν την τύχη
στην ευρύχωρη Τροία να χαθούν για τους Ατρείδες.
Κι εγώ μακάρι εκεί να ᾽χα τελειώσει,
εκεί να μ᾽ έβρισκε η μοίρα του θανάτου, τη μέρα εκείνη που Τρώες
αμέτρητοι με σημαδεύαν με τα χάλκινά τους δόρατα,
καθώς για τον νεκρό Αχιλλέα πολεμούσα.
Τότε θα με τιμούσαν και με του τάφου τα κτερίσματα,
το όνομά μου οι Αχαιοί θα το είχαν δοξασμένο
[κλέος ἦγον Ἀχαιοί]. Μα τώρα το γραφτό μου
ήταν να γίνω λεία ανήκουστου θανάτου.


Το ενδεχόμενο ο Οδυσσέας να βρει «ανήκουστο» (λευγαλέον) θάνατο στο πέλαγος ανακαλεί τον φόβο του ιλιαδικού Αχιλλέα μήπως τον πνίξει ο Σκάμανδρος (ε 312, Φ 281). Οι δύο ήρωες, αν ήταν να εξαφανιστούν χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς, εύχονται να τους έβρισκε ένας συγκεκριμένος, ηρωικός θάνατος στη σύγκρουση με τους αντιπάλους τους στο πεδίο της μάχης. Η ιδέα και στα δύο ομηρικά έπη είναι κοινή: ο πρώιμος θάνατος του πολεμιστή στο πεδίο της μάχης εξασφαλίζει το κλέος του, που διαιωνίζεται μέσω του τιμητικού τύμβου. Εξάλλου, όπως ο Πάτροκλος καλεί τον Αχιλλέα στην Ιλιάδα να τον θάψει (Ψ 71-76), έτσι και ο Ελπήνορας ικετεύει τον Οδυσσέα στην Οδύσσεια (λ 66-78, πρβ. ω 186-190) να μην τον ξεχάσει άκλαυτο και άταφο, αλλά να του αποδώσει το γέρας θανόντων, ώστε βλέποντας το σήμα του να τον μνημονεύουν οι μέλλουσες γενιές. Αντίθετα, ο «ανήκουστος» χαμός των ηρώων από τις δυνάμεις της φύσης εξαφανίζει το κλέος, πολεμικό και μεταπολεμικό.

Από την άλλη μεριά, ο μακαρισμός των νεκρών Αχαιών στην Τροία, σε σχέση με την απειλητική εμπειρία του άδοξου χαμού που δοκιμάζει ο Οδυσσέας στο πέλαγος, παραπέμπουν στο άθλιο τέλος του Αγαμέμνονα. Αν οι δύο ήρωες πέθαιναν στην Τροία, θα είχαν τιμητικό τύμβο και θα κέρδιζαν κλέος, που τελικά εξασφάλισε μόνο ο Αχιλλέας, το σώμα του οποίου οι δύο ήρωες, μαζί με τους άλλους Αχαιούς, υπερασπίστηκαν γενναία στην Τροία (ε 309-310, πρβ. ω 36-42).

Όταν τελειώσει η υπομονή, η έξοδος κάνει μεγάλο κρότο

Υπομονή. Μια λέξη, εκατοντάδες θυσίες.

Εκατοντάδες φορές που έκανες πέρα τα θέλω σου και τα συναισθήματα σου, στο βωμό της υπομονής.
Όλοι γύρω, σου λένε να κάνεις υπομονή. “Υπομονή έτσι είναι”, “υπομονή μην είσαι γκρινιάρης”, “υπομονή μην τα διαλύσεις όλα”, και άλλες τέτοιες βλακείες που όσοι είναι έξω από το χορό αραδιάζουν με ευκολία.

Επηρεάστηκες λοιπόν, γιατί ήσουν μικρός και ευαίσθητος κάποτε και την έκανες τη ριμάδα την υπομονή.

Κατέπνιξες τόσο πολύ τις επιθυμίες σου, τα όνειρά σου, τη φωνή σου, που στο τέλος τα ξέχασες.
Έχασες τον εαυτό σου, έγινες ένας άλλος.

Ένας άλλος που απλά υπήρχε, επιβίωνε και έκανε κι άλλη υπομονή.
Κάποια στιγμή όμως η υπομονή τελείωσε.

Δεν το περίμενες ούτε εσύ ο ίδιος ότι θα σου τελειώσει. Ήταν λες και μια αόρατη δύναμη έκλεισε το διακόπτη.

Και τότε έγινε ο μεγάλος χαμός!
Έγινε το τεράστιο μπαμ που άφησε τόσα συντρίμμια όσες και οι μέρες υπομονής που έκανες.
Άπειρα δηλαδή!

Άργησες να πεις τέλος μα το είπες. Έγραψες τις απόψεις του κόσμου εκεί που τους άρμοζε εξ’ αρχής και θυμήθηκες ποιος είσαι.

Ποια όνειρα έχεις, το σκοπό που ζεις. Το ότι πρέπει να ζεις και όχι απλά να υπάρχεις και να περιφέρεσαι σαν φάντασμα.

Το ότι ζεις για σένα!

Θυμήθηκες πως είναι να ζεις ελεύθερος από τα δεσμά της βλακείας και της ανοχής που πάνε να σου επιβάλλουν.

Και άλλαξες όλη σου τη ζωή!
Και κατάλαβες πως δεν πρέπει ποτέ, μα ποτέ ξανά να κάνεις υπομονή.

Την ζωή να την διεκδικείς

Περνάς τη ζωή σου μέσα στο φόβο. Του τι θα πουν οι τρίτοι, οι έξω, οι ξένοι. Το αυθαίρετα διορισμένο ανώτατο δικαστήριο που κρίνει και κατακρίνει το κάθε τι που θα κάνεις. Κι έρχονται και περνούν τα χρόνια. Και σε προσπερνά η ζωή κι εσύ είσαι δεμένος. Ανίκανος να ζήσεις όπως θέλεις, εγκλωβισμένος σε συμβάσεις, κοινωνικούς περιορισμούς και πρέπει. Όλες δηθενιές ενός κόσμου που από μπροστά ηθικολογεί κι από πίσω οργιάζει.

Μένεις δεμένος χειροπόδαρα, ανίκανος να κάνεις αυτό που αλήθεια γουστάρεις. Πότε αλήθεια σε κάνανε δικό τους; Πότε σε αναγκάσανε να αναγνωρίζεις την αξία, την κρίση και την κριτική τους;

Πότε αποφασίσανε ότι εκείνοι θα ζουν αντί για σένα;

Ξυπνάς και κοιμάσαι με ένα καινούριο απωθημένο. Γιατί είσαι άνθρωπος, έχεις επιθυμίες, ανάγκες κι όνειρα. Βούληση μόνο δεν έχεις και θάρρος. Να αντιπαρατεθείς σε όσα προγραμμάτισαν για σένα. Σήμερα θα κάνεις αυτό, αύριο πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις εκείνο. Και οι επιθυμίες μένουν ανεκπλήρωτες, οι ανάγκες υποτιμούνται και τα όνειρα γίνονται απωθημένα. Ξυπνούν μαζί σου κάθε πρωί κι επανέρχονται σαν ακουμπήσεις το βράδυ το κεφάλι στο μαξιλάρι. Για να σε βασανίσουν που τα αγνοείς. Κι είναι ένας βασανισμός που δίκαια σου ανήκει.

Γιατί κάνεις το μεγαλύτερο λάθος. Καταδικάζεις τον εαυτό σου στο χειρότερο μαρτύριο.Εκείνο των καταπιεσμένων ονείρων. Αυτά είναι χειρότερα κι από τα ανεκπλήρωτα. Βλέπεις τα δεύτερα, τα παλεύεις κι απλά δεν συγκατατίθεται το σύμπαν, η μοίρα κι ο καιρός για να εκπληρωθούν.

Τα άλλα όμως, τα καταπιεσμένα, δεν τα τόλμησες ποτέ. Τα ζεις στη φαντασία σου, τα σκέφτεσαι κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς. Ενίοτε τα βλέπεις στον ύπνο σου. Κι είναι η μεγαλύτερη κατάρα όταν ξυπνάς το πρωί και τα θυμάσαι. Γιατί για τους άλλους, τους τολμηρούς, αυτά που είναι τα δώρα του Μορφέα, για σένα είναι εφιάλτες. Καθώς έρχονται να σου θυμίσουν πως χάνονται, όταν ανοίγεις τα μάτια σου.

Πότε είπες ελεύθερα τη γνώμη σου; Με το ρίσκο να δυσαρεστηθεί ο συνομιλητής σου; Στη δουλειά, τις κοινωνικές σου επαφές, στην οικογένεια; Ακόμη κι αυτό φοβάσαι. Δε γίνεται όμως να είσαι αρεστός σε όλους. Είναι νόμος. Τσάμπα το παλεύεις. Μίλα ελεύθερα. Γίνε ο εαυτός σου. Θα πρέπει να μάθουν να σε σέβονται κι όχι να πατούν στην πλάτη σου, γκρινιάζοντας που τα κόκκαλα της τους ενοχλούν στα πέλματα. Κι αντί να έχεις πενήντα χλιαρούς φίλους, θα έχεις μόνο πέντε. Καλύτερο είναι. Τώρα είσαι μόνος ανάμεσα στους πενήντα. Κι η μοναξιά δεν παλεύεται αδερφέ.

Πότε πάλεψες για έναν έρωτα, όσο δύσκολα κι αν ήταν τα πράγματα; Να διεκδίκησες τον άνθρωπο που μιλούσε στην καρδιά σου, ανοιχτά κι ειλικρινά. Κούρνιασες στο καβούκι φοβούμενος το «όχι». Που μπορεί και να μην ήταν «όχι». Αλλά αφού πρώτα εσύ απορρίπτεις τον εαυτό σου, πως θα σε δεχτεί ένας άλλος;

Ποιος σου είπε ποτέ, πως οφείλεις να διαχειριστείς τη ζωή σου έτσι; Ποιός σε δίδαξε να είσαι ένα ηττοπαθές κι άτολμο πλάσμα; Η ζωή δε μαθαίνεται από δεύτερο χέρι. Τη βουτάς από το χαίρω πολύ που θα σου πει και την ξεζουμίζεις. Με θράσος και τσαμπουκά. Της λες είσαι δικιά μου κυρία μου κι άσε τους άλλους να πάνε να πνιγούνε. Τη ζωή τους αυτοί, τη δική σου εσύ. Και σε όποιους αρέσεις. Για τους άλλους δε σου καίγεται καρφί. Τα στόματα άλλωστε φτιάχτηκαν για να μασούν και να μιλάνε. Και ιδέα δεν έχω τι κάνουν πιο συχνά.

Η ζωή. Αυτή είναι ο στόχος. Η ερωμένη που πρέπει να τη δέσεις χειροπόδαρα στο κρεβάτι σου. Μια φορά σου δόθηκε και χίλιες οφείλεις να τη διεκδικείς. Παλεύοντας με τους δικούς σου δαίμονες κι όχι εκείνους που σου φορτώνουν οι τρίτοι. Δόξα τω Θεώ, από μόνοι μας αρκετά τελώνια κουβαλάμε, δε μας χρειάζονται και τα ξένα.

Τόλμησε, ρίσκαρε μα πάνω από όλα, άδραξε τη μέρα, πριν το αύριο γίνει πάλι χθες.

Πριν φτάσει η ώρα που θα βλέπεις πίσω σου όσα πέρασαν, θα σου έχει έρθει το μυαλό στον τόπο, αλλά δε θα προλαβαίνεις να διορθώσεις τίποτα. Θα μετράς σκόρπια όνειρα, ανθρώπους αδιεκδίκητους κι άπειρα «αν». Με το «αν» δεν πρόκοψε ποτέ κανείς. Με το «να» όμως, μπορείς να χτίσεις το σπιτικό σου. Με τοίχους γερούς, όμοιους με τη θέλησή σου. Παράθυρα φωτεινά και μονωμένα από τις διαρροές του έξω κόσμου. Μα κυρίως με πόρτα ατσαλένια, που θα κρατά μακριά τους καλοθελητές. Μπορείς να ζήσεις και χωρίς δραγάτες. Να το θυμάσαι.

ALFRED ADLER: Η εχθρικότητα ενός εγκληματία και ενός νευρωτικού

Το πρόβλημα της ψυχολογίας του ατόμου μέσα στον κοινωνικό χώρο είδε στις σωστές του διαστάσεις ο A. Adler (1870-1935). Μαθητής του S. Freud και ιδρυτής της «Ατομικής ψυχολογίας» δέχεται πως το βασικό κίνητρο δραστηριότητας του ανθρώπου (που πηγάζει απ’ το δυναμικό ασυνείδητο) είναι η ορμή για κοινωνική αναγνώριση, για επικράτηση και κυριαρχία, για υπερνίκηση των μειονεκτημάτων του και δύναμη. Το κάθε άτομο που είναι ξεχωριστό και ανεπανάληπτο φοβάται μήπως το απορρίψει η ομάδα εξαιτίας κάποιας σωματικής ή πνευματικής μειονεξίας του (εσωτερική αιτία) ή όταν το περιβάλλον είναι ακατάλληλο (εξωτερική αιτία) οπότε δεν γίνεται σωστή αποτίμηση της αξίας του. Έτσι, εμποδίζεται η ορμή και η τάση για αναγνώριση, και δημιουργείται ένα πιεστικό συναίσθημα αυτοϋποβιβασμού και κατωτερότητας που θέτει σε κίνδυνο την ίδια του την ύπαρξη, ένα «σύμπλεγμα μειονεκτικότητας» (Minderwestigkeits complex).

Σ’ αυτό το συναίσθημα της αυτοϋποβάθμισης το άτομο αντιδρά με δυο τρόπους: α) το αντισταθμίζει με την εξιδανίκευση και τη δημιουργικότητα σ’ έναν άλλο τομέα. Αυτού οφείλονται τα μεγάλα επιτεύγματα των ελαττωματικών ατόμων (Δημοσθένης, Αγησίλαος, Τουλούζ Λωτρέκ, Μπετόβεν κ.ά.) β) το απωθεί προς το ασυνείδητο και παθαίνει «νεύρωση».

Η νεύρωση είναι ένα σύστημα προσωπικών υπεκφυγών και δικαιολογιών που αφορούν αντικοινωνικές αντιδρά σεις συμπεριφοράς. Το άτομο επιχειρεί να δικαιολογήσει την (ανάρμοστη) στάση του ως προς την επίλυση κυρίως τριών βασικών προβλημάτων του: α) την επαγγελματική του αποκατάσταση, β) τη σχέση του με το ετερόφυλο, γ) τις διανθρώπινες σχέσεις του. Τα νευρωσικά συμπτώματα είναι συνήθως φανταστικές ασθένειες για να δικαιολογήσει το άτομο την αδυναμία του.

Σύμφωνα με την Αντλεριανή Ψυχολογία, ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας, διαθέτει τη δύναμη να μεταμορφώσει τη ζωή του, την ψυχική του υγεία και τη συνολική ευημερία του. Αρωγός στην προσπάθεια αυτή είναι το ασυνείδητο, το οποίο εργάζεται για τη μετατροπή των αισθημάτων κατωτερότητας σε αισθήματα ανωτερότητας.

Το κάθε άτομο αναπτύσσει τη δική του προσωπικότητα και αγωνίζεται για την επίτευξη της τελειότητας με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Ο τρόπος ζωής του ατόμου διαμορφώνεται κατά την περίοδο της πρώιμης παιδικής ηλικίας και εξαρτάται εν μέρει από εκείνα τα στοιχεία της προσωπικότητάς του που επλήγησαν περισσότερο από το έμφυτο συναίσθημα κατωτερότητας. Επιπλέον, ο αγώνας για την υπεροχή συνυπάρχει με μία άλλη έμφυτη επιθυμία: την ανάγκη για συνεργασία με άλλους ανθρώπους με σκοπό την επίτευξη του κοινού καλού.

Το αντλεριανό μοντέλο εισηγείται ότι οι συμπεριφορές, οι σκέψεις και οι μηχανισμοί επεξεργασίας αποτελούν εδραιωμένα, ήδη από την ηλικία των πέντε ετών, συστατικά χαρακτηριστικά του ατόμου. Οι σχέσεις που το παιδί διαμορφώνει κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, συνδυαζόμενες με κοινωνικές και περιβαλλοντικές δυνάμεις, ευθύνονται άμεσα για την ανάπτυξη των παραπάνω χαρακτηριστικών.

Ο εγκληματίας είναι ψυχικά άρρωστος που έχει κηρύξει φανερό πόλεμο κατά της κοινωνίας. Ο νευρωτικός όμως αναγνωρίζει τις επιταγές της κοινωνίας και αισθάνεται ακόμα την υποχρέωση να αποκρύψει την εχθρικότητα αυτή. Γι’ αυτό την καλύπτει με την αρρώστια την οποία μεταχειρίζεται ως δικαιολογία για την αποτυχία στη ζωή, ώστε να λύσει ορισμένο πρόβλημα. Ο νευρωτικός επιδιώκει σκοπούς «υψηλούς», απραγματοποίητους και αντικοινωνικούς στη ζωή του, επιχειρεί εγωιστικά πράγματα ακατόρθωτα (που τον ζημιώνουν) ξεχνώντας την παροιμία: «όταν φτερώσει το μυρμήγκι χάνεται» ή «Ο περήφανος έφυγε καβάλα και γύρισε πεζός». Δεν έχει πεποίθηση πως μπορεί να συνεισφέρει κι αυτός κάτι για την τελειοποίηση της κοινωνίας (και του εαυτού του). Είναι ένας αποθαρρημένος φιλόδοξος. Για να θεραπευτεί πρέπει να διαφωτιστεί ότι μόνος του διάλεξε έναν σφαλερό αντικοινωνικό δρόμο, και να ενθαρρυνθεί για να πάρει άλλο δρόμο: ν’ αναπληρώσει την μειονεκτική μειονεκτικότητα με την αφοσίωση στον υψηλό σκοπό που θ’ αναζητήσει μέσα στις «κλίσεις» και «ικανότητες» της εσωτερικότητάς του (που τις είχε παραμελήσει και παραμερίσει). Αυτή η αναπλήρωση θ’ αποτελέσει τη θεραπεία του και την προβολή της αξίας του μέσα στον κοινωνικό χώρο.

ALFRED ADLER, ΑΤΟΜΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η «τριχωτή» κάμπια

Πραγματικά είναι απίστευτο το γεγονός ότι μια κάμπια έχει τόσο πλούσιο τρίχωμα! Λευκές μακριές τρίχες που γίνονται καστανές στην άκρη καλύπτουν ολόκληρο το σώμα της ασυνήθιστης κάμπιας Puss Caterpillar που ανήκει στην οικογένεια Megalopyge opercularis.

Η «γούνινη» κάμπια -όπως θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε- ζει στα δάση της Βραζιλίας και συναγωνίζεται άνετα με το τρίχωμά της ακόμη και μια περσική γάτα. Φανταστείτε μόνο να ήταν λίγο μεγαλύτερη σε μέγεθος!

Το εν λόγω είδος κάμπιας, πέρα από την παράδοξη εμφάνισή του, είναι και ένα από τα πλέον δηλητηριώδη του πλανήτη, αφού κάτω από το εντυπωσιακό «γουνάκι» του σώματός της κρύβει πολλά αγκάθια, από όπου εκκρίνεται επικίνδυνο δηλητήριο!

Οι δηλητηριώδεις αιχμές μπορούν να προκαλέσουν στον ανυποψίαστο ερασιτέχνη «εντομολόγο» έντονο πόνο, ο οποίος, μάλιστα, εξαπλώνεται γρήγορα στο στήθος και μπορεί να επιφέρει ακόμη και ασφυξία!

Αρισταίος: Η ιστορία του μελισσοθεού

Ο Αρισταίος ήταν γιος του Απόλλωνα και της Κυρήνης, εγγονής της Ναϊάδας Κρέουσας και του θεσσαλού θεού-ποταμού Πηνειού. Τον Αρισταίο ανέθρεψαν η προγιαγιά του Γαία και οι Ώρες ή ο Κένταυρος Χείρωνας κατ’ άλλους.

Στη συνέχεια ανέλαβαν την εκπαίδευσή του οι Μούσες. Κοντά τους έμαθε την τέχνη της ιατρικής και της μαντικής. Από τις Νύμφες έμαθε την καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς, πώς να φροντίζει τα μελίσσια, πώς να παρασκευάζει τυρί από το γάλα και πώς να μπολιάζει τις αγριελιές για να βγάζουν καρπό.

Οι Μούσες του έδωσαν τρία ονόματα. Τον ονόμασαν Νόμιο, Αρισταίο και Αγρέα.

Σύμφωνα με τον Πλίνιο ο Αρισταίος ανακάλυψε το ελαιοπιεστήριο, ώστε να παίρνει λάδι από τον καρπό του ελαιόδεντρου.Επίσης του αποδίδονται και εφευρέσεις σχετικές με το κυνήγι, όπως οι λάκοι και τα δίχτυα.

Ο Αρισταίος, με τη σειρά του, φρόντισε όσα γνώριζε να γίνουν κτήμα των ανθρώπων. Νυμφεύτηκε την Αυτονόη, την κόρη του Κάδμου, και απέκτησε μαζί της τον Ακταίωνα.Ο Αρισταίος σχετίζεται και με τον κύκλο του Ορφέα. Σύμφωνα με το Βιργίλιο, η Ευρυδίκη, γυναίκα του Ορφέα, βρήκε τραγικό θάνατο, από δάγκωμα φιδιού, στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τον Αρισταίο που την καταδίωκε.

Οι θεοί οργίστηκαν από την πράξη του και έστειλαν επιδημία στις μέλισσές του. Εκείνος, για να μάθει την αιτία της συμφοράς του, ζήτησε τη βοήθεια της μητέρας του. Η Κυρήνη τον έστειλε στον Πρωτέα κι εκείνος του αποκάλυψε πώς οι θεοί τον τιμώρησαν για το θάνατο της Ευρυδίκης.

Όταν κάποτε ξέσπασε λοιμός στις Κυκλάδες, την εποχή του Σείριου, που έκανε πολλή ζέστη, οι κάτοικοι ζήτησαν τη βοήθεια του Αρισταίου για να απαλλαγούν από τη συμφορά. Ο Αρισταίος για να τους βοηθήσει εγκαταστάθηκε στην Κέα, όπου έχτισε μεγάλο βωμό στο Δία και πρόσφερε καθημερινές θυσίες στο Δία και στο Σείριο.

Ο Δίας εισάκουσε τις προσευχές του κι έστειλε τα μελτέμια (τους δροσερούς ανέμους), για να αλλάξουν το κλίμα στο νησί. Από τότε τα μελτέμια πνέουν όταν κάνει πολλή ζέστη και καθαρίζουν την ατμόσφαιρα των Κυκλάδων.Τιμήθηκε στην Αρκαδία γιατί δίδαξε στους Αρκάδες τη μελισσοκομία, την κατεργασία του μαλλιού και την τέχνη του κυνηγιού.Επίσης τον τιμούσαν και στη Λιβύη όπου είχε φυτέψει το φυτό σίλφιον από το οποίο έπαιρναν κάποιο φάρμακο κι ένα καρύκευμα.

Σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη ο Αρισταίος δίδαξε στη Σαρδηνία και στη Σικελία την καλλιέργεια της ελιάς. Εκεί λατρεύτηκε ως γεωργική θεότητα, προστάτης των ελαιοκαλλιεργητών.

Η Μάχη του Κερατσινίου: Όταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης «συνέτριψε» τους Τούρκους

Στις 4 Μαρτίου 1827 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αποκρούει επίθεση του Κιουταχή στο Κερατσίνι, περιοχή βόρεια του Πειραιά, και του προξενεί βαρύτατες απώλειες. Η μάχη αυτή υπήρξε μία από τις λαμπρότερες νίκες του «γιου της καλογριάς».

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης από τους Τούρκους το 1827, ο Καραϊσκάκης, από την Ελευσίνα όπου βρισκόταν, θεώρησε αναγκαίο να καταλάβει το Κερατσίνι κι από ‘κει να ανοίξει δρόμο προς την Ακρόπολη διαμέσου του ελαιώνα της Αθήνας για να ενισχύσει τους πολιορκημένους. Πίστευε ότι η διαδρομή αυτή θα του εξασφάλιζε την προστασία του στρατού του από το εχθρικό ιππικό, ενώ έχοντας ως ορμητήριο το παραθαλάσσιο Κερατσίνι θα μπορούσε να εφοδιάζονται ευκολότερα οι δυνάμεις του από τα πλοία.

Στις 3 Μαρτίου 1827 έφθασε με τον στρατό του εκεί και οργάνωσε το σχέδιό του. Ο επικεφαλής της πολιορκίας της Ακρόπολης, Κιουταχής, μόλις πληροφορήθηκε την άφιξη του Καραϊσκάκη στο Κερατσίνι, έσπευσε με 800 άνδρες του να κατασκοπεύσει τις κινήσεις τους. Κατέλαβε ένα λόφο στο νότιο ύψωμα του Κορυδαλλού, που τότε οι Αθηναίοι ονόμαζαν λόφο του Σαρδελά, κι έστησε δύο κανόνια. Την ίδια ημέρα ενεπλάκη σε αψιμαχίες με τους άνδρες του Καραϊσκάκη, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα.

Την επομένη, 4 Μαρτίου, επανέλαβε την επίθεση με πολύ ισχυρότερη δύναμη, που την αποτελούσαν, σύμφωνα με ορισμένους απομνημονευματογράφους, 3.000 πεζοί και 400 ιππείς (άλλες πηγές αναφέρουν μεγαλύτερο αριθμό: 4.000 πεζούς και 2.000 ιππείς). Αρχικά στράφηκε σ’ ένα οχυρωμένο μετόχι, που το υπερασπίζονταν ο Τούσας Μπότσαρης, ο Γαρδικιώτης Γρίβας και ο Νικόλαος Κασομούλης, με τους λιγοστούς άνδρες τους. Αφού το κανονιοβόλησε, ετοιμάστηκε γύρω στο μεσημέρι για την τελική έφοδο.

Βλέποντας ο Καραϊσκάκης την κρισιμότητα της κατάστασης, επιχείρησε αντιπερισπασμό, το οποίο όμως αντιλήφθηκε ο Κιουταχής και χώρισε τις δυνάμεις του στα δύο. Η ηρωική αντίσταση των υπερασπιστών του μετοχίου καθήλωσε τους Τούρκους, οι οποίοι αργότερα αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή, όταν εμφανίστηκε το ιππικό του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, που τους προξένησε βαρύτατες απώλειες. Λίγο αργότερα έφθασαν ενισχύσεις από την Καστέλα, ολοκληρώνοντας την ήττα του Κιουταχή. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν σημαντικές για τη δύναμη που παρέταξαν. Οι νεκροί ανήλθαν σε 300 και οι τραυματίες σε 500 άνδρες. Οι Έλληνες έχασαν 3 άνδρες, ενώ τραυματίστηκαν περί τους 25.

Ο Μακρυγιάννης αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του ότι οι υπερασπιστές της Ακρόπολης, βλέποντας από μακριά την εξέλιξη της μάχης, βγήκαν και χτυπήθηκαν με τους πολιορκητές. Η πληροφορία αυτή, σύμφωνα με τους ιστορικούς, φαίνεται υπερβολική, γιατί οι Αθηναίοι δεν ήταν δυνατό να έχουν ακριβή αντίληψη της μάχης στο Κερατσίνι. Ωστόσο, η αναφορά του Μακρυγιάννη απηχεί το κλίμα γενικής ευφορίας και του αναπτερωμένου ηθικού των Ελλήνων, μετά τη μεγάλη νίκη του Καραϊσκάκη στο Κερατσίνι.

Καταστείλατε ακόμη και το γέλιο σας

Εκατομμύρια εμπειρίες είναι μέσα σας, περιμένοντας την ολοκλήρωσή τους. Θέλατε να γελάσετε, αλλά η κοινωνία δεν το επέτρεπε. Το καταστείλατε. Αυτό το γέλιο περιμένει εκεί σαν πληγή. Τι άθλια κατάσταση – ακόμα και το γέλιο γίνεται πληγή! Όταν δεν σας επιτρέπεται το γέλιο, γίνεται μια πληγή, ένα ατελές πράγμα μέσα σας που περιμένει κάποια μέρα να ολοκληρωθεί.

Αγαπούσατε κάποιον, αλλά δεν μπορούσατε να αγαπήσετε πλήρως, ο χαρακτήρας σας το απαγόρευε, η συνείδησή σας δεν το επέτρεψε. Ακόμα και όταν είστε με την αγαπημένη σας στη σκοτεινή νύχτα, μόνοι στο δωμάτιό σας, η κοινωνία είναι παρούσα. Ο αστυφύλακας στέκεται εκεί και παρακολουθεί. Δεν είστε μόνοι. Έχετε συνείδηση, η αγαπημένη σας έχει συνείδηση: Πώς μπορείτε να είστε μόνοι; Όλη η κοινωνία είναι εκεί, βρίσκεται παντού γύρω σας.

Δεν μπορείτε καν να αγαπήσετε ολοκληρωτικά, δεν μπορείτε να μισήσετε απόλυτα, δεν μπορείτε να είστε εντελώς θυμωμένοι. Δεν μπορείτε να είστε απόλυτοι σε τίποτα.

Τρώτε με μισή καρδιά, περπατάτε με μισή καρδιά, γελάτε με μισή καρδιά. Δεν μπορείτε να κλάψετε – κρατάτε χιλιάδες δάκρυα στα μάτια σας. Όλα είναι φορτωμένα, βαριά από όλο το παρελθόν που κουβαλάτε άσκοπα. Και αυτός είναι ο χαρακτήρας σας.

Ένας σοφός δεν έχει χαρακτήρα γιατί είναι ρευστός, ευέλικτος. Ο χαρακτήρας σημαίνει ακαμψία. Είναι σαν πανοπλία. Σας προστατεύει από ορισμένα πράγματα, αλλά μετά σκοτώνει κι εσάς.

Το μήνυμα του Κυρίου Τ

Το ξυπνητήρι άρχισε να αναβοσβήνει τα λαμπάκια του. Σχεδόν αμέσως, από τα μικροσκοπικά ηχεία, άρχισε να ακούγεται μια μουσική γλυκανάλατη, σαν κι αυτές που ακούγονται στα ασανσέρ. Κι έπειτα άρχισε να μιλά: «Καλή σας ημέρα κύριε Τ. Η εταιρεία ωρολογίων «save time» σας υπενθυμίζει ότι ήρθε η ώρα να σηκωθείτε. Εργασία και χαρά», κι αμέσως ακούστηκε πάλι η ίδια γλυκανάλατη μουσική.

Ο κύριος Τ τρεμόπαιξε τα βλέφαρα. Νύσταζε. Ήταν ζήτημα αν είχε κοιμηθεί τέσσερις ώρες. Ένιωθε τόσο αδύναμος και κουρασμένος που δεν μπορούσε να κουνηθεί.

Έσυρε με κόπο το χέρι του και άρχισε να ψαχουλεύει επάνω στο κομοδίνο. Όταν έπιασε ένα μικρό, κυλινδρικό κουτί το έφερε κατευθείαν μπρος στα μάτια του. Του έριξε μια σύντομη ματιά, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε κάνει λάθος, και άνοιξε το πώμα του.

Από το εσωτερικό τού κουτιού ακούστηκε μουσική. Γλυκανάλατη κι αυτή, όπως και η προηγούμενη. Κι αμέσως μετά το μήνυμα: «Οι βιταμίνες «pure power» σας οπλίζουν με δύναμη και ενεργητικότητα. Βιταμίνες και συμπληρώματα διατροφής «pure power». Μόνο για τους πολύ απαιτητικούς».

Ο κύριος Τ έβγαλε ένα δισκίο από το κουτί και το έβαλε στο στόμα του. Πήρε το ποτήρι με το νερό και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Το δισκίο με τις βιταμίνες προσγειώθηκε στο στομάχι του. Σχεδόν αμέσως τινάχτηκε. Λες και τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα.

Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και χασμουρήθηκε. Η κούραση είχε αρχίσει να αντικαθίσταται από την ενεργητικότητα της βιταμίνης. Έσυρε τα πόδια του αργά, προσπαθώντας να τα βάλει μέσα στις μαύρες, δερμάτινες παντόφλες του. Όταν τα κατάφερε, ακούστηκε το μήνυμα: «Η εταιρεία ανατομικών υποδημάτων «shoe care» σας ευχαριστεί για την προτίμησή σας. «Shoe care», υποδήματα υψηλής ποιότητας».

Κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Πάτησε το κουμπί του διακόπτη για να ανάψει το φως: «Μην ξεχνάτε: υπάρχουν οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας, υπάρχει και η «soul energy». «Soul energy», η πιο ισχυρή σας ενέργεια».

Στάθηκε πάνω από τη λεκάνη και άρχισε να κατουράει. Σχεδόν αμέσως ακούστηκε το μήνυμα: «αποσμητικά «flower smell». «Flower smell», και τέρμα οι ενοχλητικές μυρωδιές».

Κατούρησε, ξαλάφρωσε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του νιπτήρα. Έδειχνε χάλια. Οι δυο μεγάλοι, μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του. Αυτοί τον ενοχλούσαν κυρίως. Έμεινε ακίνητος, λες κι η εικόνα του τον πάγωσε. Την μια κοιτούσε τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του, την άλλη τις μεταξωτές, χρυσοκόκκινες πιτζάμες του. Εντελώς αταίριαστο θέαμα. Ή μήπως απολύτως ταιριαστό;

Άνοιξε την βρύση. Το μήνυμα ξεχύθηκε μεμιάς: «η εταιρεία ύδρευσης «fresh water» σας υπενθυμίζει ότι το νερό είναι πολύτιμο αγαθό. Μην το ξοδεύετε αναίτια».

Βγήκε από το μπάνιο και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Κάθισε σε μια καρέκλα, κοίταξε την καφετιέρα και παρήγγειλε: «Διπλό εσπρέσο. Σκέτο». Η καφετιέρα αναβόσβησε κάποια από τα λαμπάκια της, σημάδι ότι έλαβε την εντολή: «Κάνατε την καλύτερη επιλογή. «Future machine», οι ηλεκτρικές συσκευές που οι άλλοι θα ανακαλύψουν στο μέλλον».

Πήρε το φλιτζάνι με τον εσπρέσο και βγήκε στην βεράντα. Για πρώτη φορά σχηματίστηκε ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Εξαιρετική η θέα. Χαλάλι το αστρονομικό ποσό που πλήρωσε για να αγοράσει το σπίτι. Αυτή, στην πραγματικότητα, ήταν και η μοναδική του ευχαρίστηση: να κάθεται στην βεράντα του και να αγναντεύει την θάλασσα.

Αν ήταν στο χέρι του δεν θα έκανε τίποτα άλλο, θα καθόταν στην βεράντα του, θα έπινε καφέ ή ποτό, ανάλογα με την ώρα, και θα κοιτούσε την θάλασσα. Με τις ώρες, με τις μέρες.

Έφερε το φλιτζάνι με τον καφέ στο στόμα του. Ο καφές μίλησε: «Italian espresso». Ο γνήσιος εσπρέσο». Ήπιε μια μικρή γουλιά κι έπιασε το πακέτο με τα πουράκια του. Μόλις το άνοιξε, και πριν καν προλάβει να πάρει πουράκι, ακούστηκε: «Η εταιρεία ασφαλειών υγείας, «long life», σας υπενθυμίζει ότι το κάπνισμα αυξάνει τα ασφάλιστρά σας και μειώνει το προσδόκιμο ζωής. «Long life», γι’ αυτούς που ενδιαφέρονται να ζήσουν πολύ».

Ένα σιγανό, σχεδόν ξεψυχισμένο «άντε γαμήσου», βγήκε από το στόμα του κυρίου Τ. Έπιασε το πουράκι και το άναψε. Το πουράκι μίλησε: «Smoke pleasure», καθαρή απόλαυση».

Ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. Την κράτησε λίγη ώρα μέσα του κι ύστερα την εκτόξευσε με δύναμη προς τα έξω. Για λίγα δευτερόλεπτα μπροστά από το πρόσωπό του αιωρούταν ένα σύννεφο καπνού. Σήκωσε το δεξί του χέρι και προσπάθησε να το διαλύσει. Του έκρυβε τη θάλασσα. Κι όσο κι αν αγαπούσε τον καπνό, μπρος στη θάλασσα δεν έβαζε τίποτα.

Το βλέμμα του στην θάλασσα.

Το μυαλό του στην εργασία του. Όλη του η σκέψη, η ενέργειά του, η ζωή του εν κατακλείδι, στην εργασία του. Γι’ αυτήν ζούσε. Αυτή του προσέφερε όλα αυτά τα αγαθά. Αγαθά που κάποιοι άλλοι ούτε διανοούνταν ότι θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν. Βέβαια, το τίμημα ήταν μεγάλο. Πόσοι θα μπορούσαν να εργάζονται δεκατέσσερις ή και δεκαέξι ώρες την ημέρα;

Ελάχιστοι. Ο κύριος Τ ήταν ένας από αυτούς. Τους προνομιούχους ελάχιστους.

Σηκώθηκε και πήγε πλάι στα κάγκελα της βεράντας. Άφησε το φλιτζάνι του επάνω στην κουπαστή κι άναψε πάλι το πουράκι του, που είχε σβήσει. Η θάλασσα λάδι, ακύμαντη, λες και τον προσκαλούσε να την επισκεφθεί, να βουτήξει μέσα της και να χαθεί, να ξεχαστεί, να κρυφτεί απ’ όλους και όλα.

«Τα ωρολόγια «save time» σας υπενθυμίζουν ότι εντός τριάντα λεπτών πρέπει να αποχωρήσετε για την εργασία σας». Κοίταξε το ρολόι του. Η έκφρασή του σκλήρυνε, λες και το ρολόι δεν του υπενθύμισε κάποια ανειλημμένη υποχρέωση αλλά τον έβρισε. Τρεμόπαιξε λίγο τα χείλη του, ρούφηξε την μύτη του και έριξε το βλέμμα του κάτω, στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας.

Τέσσερα γατάκια έπαιζαν επάνω στο υγρό γρασίδι. Τα αγαπούσε τα ζώα. Αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να αποκτήσει κάποιο δικό του. Πώς να έχεις ζώο όταν στο σπίτι σου επιστρέφεις μόνο για να κοιμηθείς; Όχι, αδύνατον. Φιλόζωος ήταν, ναι, αλλά ανεύθυνος, ώστε να πάρει ένα ζώο το οποίο δεν θα το έβλεπε ποτέ, όχι.

Έγειρε επάνω στα κάγκελα και έμεινε να παρακολουθεί τα γατάκια που έπαιζαν. Ένα αλλοπρόσαλλο κύμα χαράς ένιωσε να τον πλημμυρίζει. Λες κι έβλεπε κάτι εξαιρετικά σπάνιο, που μόνο αυτός είχε την δυνατότητα να δει. Κι άξαφνα συνειδητοποίησε πως, όντως, το θέαμα με τα γατάκια ήταν σπάνιο. Γεμάτος ο τόπος με γάτες, αλλά αυτός δεν τις έβλεπε. Και πώς να τις δει, κλεισμένος μέσα σε ένα γραφείο; Χιλιάδες, εκατομμύρια γάτες, αλλά αυτός τις έβλεπε, κι αν τις έβλεπε, μόνο μέσα από την οθόνη του υπολογιστή.

Ένιωσε να βουρκώνει. Χωρίς να ξέρει το λόγο. Ένα αίσθημα δυσφορίας τον κατέκλυσε. Άναψε κι άλλο πουράκι. Η ασφαλιστική του εταιρεία επανέλαβε το μήνυμα: «Η εταιρεία ασφαλειών υγείας, «long life», σας υπενθυμίζει ότι το κάπνισμα αυξάνει τα ασφάλιστρά σας και μειώνει το προσδόκιμο ζωής. «Long life», γι’ αυτούς που ενδιαφέρονται να ζήσουν πολύ».

Ένα «άντε γαμήσου», πιο δυνατό αυτή την φορά, βγήκε από το χείλη του κυρίου Τ. Ήθελε να μείνει μόνος. Να ξεφορτωθεί ρολόγια, τσιγάρα, καφετιέρες. Ως και τα ρούχα του ήθελε να ξεφορτωθεί. Να μείνει εκεί, γυμνός, βουβός, και πάνω απ’ όλα μόνος. Χωρίς διαφημιστικά μηνύματα, χωρίς κονσερβαρισμένες συμβουλές.

Έγειρε το σώμα του έξω από τα κάγκελα και έμεινε να παρατηρεί τα γατάκια που έπαιζαν. Και τι δεν θα έδινε να ήταν ένα από αυτά. Κι ας ήξερε πως τα περισσότερα δεν έχουν παρά λίγους μήνες ζωής. Θες από φόλα, θες από κάποιο αυτοκίνητο ή κάποια ασθένεια, τα ψωμιά τους ήταν λίγα. Αλλά δεν τον ένοιαζε το πόσο. Το πώς, αυτό ήταν που τον έκαιγε. Να ζήσει λίγο, αλλά να ζήσει.

Πέρασε το σώμα του έξω από τα κάγκελα και κάθισε επάνω στην κουπαστή. Μπροστά η θάλασσα, κάτω τα γατάκια. Αν δεν είχε ξεχάσει πως είναι η ευτυχία, θα έλεγε πως εκείνη τη στιγμή ένιωθε ευτυχισμένος. Αλλά δεν ήταν σίγουρος. Για τίποτα δεν ήταν τώρα πια σίγουρος.

Σχεδόν αμέσως ακούστηκε το μήνυμα: «Η εταιρεία ασφαλειών υγείας «long life», σας υπενθυμίζει ότι η πτώση από ύψος 38,9 μέτρων επιφέρει ακαριαίο θάνατο. Προσοχή. «Long life» για όσους ενδιαφέρονται να ζήσουν πολύ».

Ο κύριος Τ έβαλε τα γέλια.

Άρχισε να γελά δυνατά, σαν μανιακός. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Το μυαλό του θολωμένο. Ή μήπως απολύτως καθαρό; Δεν ήξερε. Τίποτα δεν ήξερε. Ούτε καν γιατί γελάει. Γιατί κατά βάθος ήθελε να κλάψει. Έκλαψε βέβαια, αλλά δεν έκλαψε για τους λόγους που ήθελε. Τι ήθελε; Ποιος ξέρει;

Σκούπισε τα μάτια του. Έριξε μια παρατεταμένη ματιά στην θάλασσα. Κι ύστερα έφερε το βλέμμα του στα γατάκια, τα οποία εξακολουθούσαν να παίζουν στο γρασίδι. Χαμογέλασε, φώναξε ένα δυνατό «άντε γαμήσου», και πήδηξε στο κενό.

Αμέσως ακούστηκε το μήνυμα: «Η εταιρεία ασφαλειών υγείας «long life» σας υπενθυμίζει ότι η απόπειρα αυτοκτονίας απαγορεύεται από το νόμο. Εκτός αυτού, σε περίπτωση που δεν είναι επιτυχής, σας υπενθυμίζει ότι δεν καλύπτει τα έξοδα νοσηλείας. «Long life» για όσους ενδιαφέρονται να ζήσουν πολύ».

Το ρεύμα του Ντανταϊσμού – Η τέχνη του εσκεμμένου παραλογισμού

Ο Ντανταϊσμός αποτέλεσε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα στη λογοτεχνία, τη γλυπτική και τη ζωγραφική, στις αρχές του 20ου αιώνα. «Γεννήθηκε» στις 8 Φεβρουαρίου του 1916 στο Καμπαρέ Voltaire της Ζυρίχης, με πρωτεργάτη τον Ρουμάνο ποιητή Τριστιάν Τζαρά, και γρήγορα εξαπλώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις (Κολονία, Βερολίνο, Ανόβερο, Παρίσι, Νέα Υόρκη).

Το Ντανταϊστικό Μανιφέστο εκδόθηκε από τον Χούγκο Μπαλ στις 14 Ιουλίου 1916, ενώ ο Τζαρά εξέδωσε το δεύτερο Ντανταϊστικό Μανιφέστο στις 3 Φεβρουαρίου του 1918.

Ο όρος ντανταϊσμός προήλθε από το «ντα-ντα» που κάνουν τα μωρά, μία λέξη της παιδικής γλώσσας που ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτα. Και αυτό ακριβώς είναι ο ντανταϊσμός… Το παράλογο, το παράδοξο, το φανταστικό.

Στόχος του, το γκρέμισμα των παραδοσιακών λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών αξιών, και η αμφισβήτηση των αρχών της μοντέρνας κοινωνίας. Μια φιλοσοφία, που οι οπαδοί του κινήματος εξέφραζαν τόσο μέσα από την τέχνη, όσο και από τη στάση ζωής και τον τρόπο σκέψης του, προκαλώντας συχνά το κοινό.

Οργάνωναν αυθόρμητες βραδιές, συνδύαζαν τα γράμματα και τις τέχνες, συνέτασσαν άρθρα και μανιφέστα, εκφράζονταν με ανόητα κείμενα που συγχωνεύονταν τυχαία, χρησιμοποιούσαν λέξεις δικής τους έμπνευσης, που δεν περιέγραφαν τίποτα, αλλά αποτελούσαν κομμάτια των ποιημάτων τους.

Η τεχνοτροπία τους, αρχικά επηρεάστηκε από τον κυβισμό και το φουτουρισμό. Έμπνευσή τους αποτελούσαν κατά κανόνα οι μηχανές, και οι ανθρώπινες φιγούρες τους θύμιζαν περισσότερο ρομπότ. Επέλεγαν στην τύχη σχήματα και εικόνες, καθώς και ετερογενή υλικά (μαλλί, ξύλο, φωτογραφίες και φωτομοντάζ, χαρτί, σκουπίδια), δημιουργώντας εφήμερα έργα που συνδύαζαν τη γλυπτική με τη ζωγραφική.

Ως κίνημα, ο ντανταϊσμός έπαψε να υπάρχει από το 1924 και οι εκπρόσωποί του διοχετεύτηκαν στο σουρεαλισμό.

Παρόλο που δεν υπάρχει αντίζηλος, η παθολογική ζήλια μπορεί να καταστρέψει οριστικά την σχέση

Όλοι μας μπορεί να βιώσουμε ένα αίσθημα ζήλιας στις σχέσεις μας. Ή ζήλια είναι φυσιολογική και μπορεί να εμφανιστεί στις ερωτικές σχέσεις, στις φιλίες ή και στις σχέσεις με τα συγγενικά πρόσωπα. Το άτομο που ζηλεύει αισθάνεται ότι απειλείται η σχέση του από κάποιον άλλον.

Στις ερωτικές σχέσεις, όταν η ζήλια είναι υπερβολική ή αδικαιολόγητη είναι πιθανό να προκαλέσει μεγάλη δυσφορία και στους δύο συντρόφους. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη και επίμονη ζήλια που ενέχει παραληρηματικές ιδέες ονομάζεται παθολογική. Ενέχει έναν μεγάλο φόβο εγκατάλειψης και προδοσίας, ο οποίος πυροδοτεί εκρήξεις οργής, ελεγκτικές συμπεριφορές και αδυναμία ικανοποίησης από την σχέση.

Συχνά (σύμφωνα με έρευνες στο 37-58% των περιπτώσεων), συνυπάρχει κάποια άλλη ψυχιατρική διαταραχή, όπως ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ή κάποια διαταραχή προσωπικότητας. Σε άλλες περιπτώσεις συνυπάρχει κατάθλιψη, αλκοολισμός, άνοια και άλλες εγκεφαλικές βλάβες.

Παρόλο, λοιπόν, που δεν υπάρχει αντίζηλος, η παθολογική ζήλια μπορεί να καταστρέψει οριστικά την σχέση. Το άτομο που ζηλεύει παθολογικά βρίσκεται σε συνεχή καχυποψία και ασχολείται εμμονικά με το να αποδείξει ότι οι ανησυχίες του έχουν βάση. Είναι παρεμβατικό στην σχέση του και παραβιάζει τα όρια του συντρόφου του. Ψάχνει συνεχώς στοιχεία, ελέγχοντας κάθε κίνηση του συντρόφου. Όντας μονίμως σε επαγρύπνηση, μπορεί να παρερμηνεύσει το παραμικρό βλέμμα και να το θεωρήσει ύποπτο. Οι επίμονες ανακριτικές ερωτήσεις και οι τσακωμοί είναι αναπόφευκτοι και ψυχοφθόροι για το ζευγάρι.

Γιατί ζηλεύουμε;

Το αίσθημα ζήλιας βιώνεται πολύ νωρίς στην ζωή του ατόμου και επαναλαμβάνεται στις μετέπειτα σχέσεις του. Τα άτομα που ζηλεύουν παθολογικά έχουν βιώσει ασταθείς και ελλιπείς συναισθηματικές σχέσεις από τους φροντιστές τους κατά την παιδική ηλικία, με αποτέλεσμα να μην αισθάνονται ποτέ ασφάλεια και να την επιζητούν συνεχώς. Συνήθως, αν δεν υπάρξει θεραπευτική παρέμβαση, η ανασφάλεια αυτή θα χαρακτηρίζει οποιαδήποτε σχέση του ατόμου, το οποίο θα αναζητά την αγάπη και την φροντίδα που στερήθηκε. Δυστυχώς, ακόμα κι αν βρεθεί ένας σύντροφος ικανός να παρέχει την ασφάλεια αυτή, ο ζηλόφθων σύντροφος θα δυσκολευτεί να πιστέψει ότι είναι άξιος της φροντίδας αυτής και θα την αντιμετωπίσει με καχυποψία. Έτσι θα επαναλαμβάνεται το μοτίβο αναζήτησης και αμφισβήτησης της αγάπης γιατί αυτό είναι το γνώριμο.

Πώς διαχειριζόμαστε το αβάσταχτο αίσθημα ζήλειας;

Για την ανακούφιση από την παθολογική ζήλια είναι σημαντικό να ζητηθεί βοήθεια από κάποιον ειδικό. Με την ψυχοθεραπεία, ο ζηλόφθων σύντροφος ενθαρρύνεται να εντοπίσει τα αίτια της ανασφάλειάς του και να διαχειριστεί τον θυμό και την καχυποψία του χωρίς να καταφύγει σε ελεγκτικές συμπεριφορές που προσφέρουν πρόσκαιρη μόνο ανακούφιση. Συχνά προτείνεται θεραπεία ζεύγους προκειμένου να υπάρχει συνεργασία και κατανόηση από την πλευρά του άλλου συντρόφου.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ: Ποιος είναι ο δούλος και ποιος ο αφέντης

Νομίζεις ότι η ελευθερία είναι κάτι σπουδαίο και ευγενές και αξιόλογο;

Πώς όχι;

Είναι δυνατόν κάποιος που έχει αποκτήσει κάτι σπουδαίο και αξιόλογο και ευγενές να είναι ταπεινός;

Δεν είναι.

Άρα όταν δεις κάποιον να υποκλίνεται σε κάποιον άλλον ή να του λέει κολακείες χωρίς να τις πιστεύει, να λες με θάρρος πως ούτε αυτός είναι ελεύθερος- και όχι μόνο αν το κάνει για ένα ταπεινό δείπνο, αλλά ακόμα και για μια θέση διοικητή ή συμβούλου. Κι αυτούς να τους αποκαλείς μικροδούλους, που τα κάνουν αυτά για τόσο μικρά πράγματα, και τους άλλους μεγαλοδούλους, όπως τους αξίζει.

Ας πούμε πως ισχύουν αυτά.

Νομίζεις, λοιπόν, ότι η ελευθερία είναι κάτι αυτεξούσιο και αυτόνομο;

Πώς όχι;

Όποιος εξαρτάται από άλλον, που μπορεί να τον εμποδίσει ή να τον εξαναγκάσει σε κάτι, να λες με θάρρος ότι δεν είναι ελεύθερος. Και να μην κοιτάζεις τους παππούδες και τους προπαππούδες του ρωτώντας να μάθεις αν αγοράστηκε ή αν πωλήθηκε ποτέ, αλλά, αν τον ακούσεις να λέει μέσα από τα σωθικά του και με πάθος «κύριε», ακόμα κι αν πριν από αυτόν υπάρχουν δώδεκα ακόντια ως συνοδεία, να τον αποκαλείς δούλο- κι αν τον ακούσεις να λέει «τι περνάω, ο δυστυχής», να τον αποκαλείς δούλο- αν τον δεις γενικά να κλαίγεται, να γκρινιάζει, να ταράζεται, να τον αποκαλείς δούλο ντυμένο με πορφύρα. Κι αν δεν κάνει τίποτα από αυτά, να μην τον αποκαλέσεις ακόμη ελεύθερο, αλλά εξέτασε τις πεποιθήσεις του για να δεις αν, με οποιονδήποτε τρόπο, τον καταναγκάζουν, τον παρεμποδίζουν ή τον ταράζουν- κι αν διαπιστώσεις ότι είναι τέτοιος, να τον αποκαλείς δούλο που τελεί υπό ανοχή στα Σατουρνάλια. Να λες ότι ο κύριός του έχει φύγει προσωρινά και ότι σύντομα θα επιστρέφει και θα δει τι έχει να πάθει.

Ποιος θα επιστρέφει;

Όποιος έχει την εξουσία να παρέχει ή να στερεί από κάποιον όσα επιθυμεί.

Άρα έχουμε πολλούς αφέντες;

Ναι, πολλούς. Γιατί, πριν από αυτούς, αφέντες μας είναι οι καταστάσεις- κι εκείνες είναι πολλές. Γι’ αυτό όσοι εξουσιάζουν κάποια από αυτές είναι κατ’ ανάγκη αφέντες μας- γιατί κανένας δεν φοβάται τον Καίσαρα αλλά τον θάνατο, την εξορία, τη στέρηση περιουσίας, τη φυλακή, τη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Ούτε και αγαπά κανείς τον Καίσαρα, εκτός αν τύχει να είναι πανάξιος, αλλά αγαπούμε τον πλούτο, το αξίωμα του δημάρχου, του στρατηγού και του συμβούλου. Όταν αυτά τα αγαπούμε και τα μισούμε και τα φοβόμαστε, τότε, κατ’ ανάγκη, όσοι τα εξουσιάζουν είναι αφέντες μας.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ο ρευστός σύγχρονος βίος και οι φόβοι του

Το έδαφος πάνω στο οποίο υποτίθεται ότι βασίζονται οι προοπτικές του βίου μας είναι σίγουρα ασταθές. Παρόμοια ασταθείς είναι οι εργασίες μας και οι εταιρείες που τις παρέ­χουν, οι σύντροφοι και το δίκτυο φίλων, το κύρος που απο­λαμβάνουμε στην ευρύτερη κοινωνία και η αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση που έρχονται με αυτό.

Η «πρόοδος», που κάποτε συνιστούσε την πιο ακραία εκδήλωση ριζικής αισιο­δοξίας και την υπόσχεση για καθολική και διαρκή ευτυχία, έχει κινηθεί στο αντίθετο άκρο, σε έναν ζοφερό και μοιρολα­τρικό πόλο προνοητικότητας.

Σήμερα ενέχει τη θέση της απειλής από την αμείλικτη και αναπόδραστη αλλαγή που, αντί να εισαγάγει στην ειρήνη και την ηρεμία, δεν προμηνύει παρά τη συνεχή κρίση και ένταση και απαγορεύει ακόμα και τη στιγ­μιαία ανάπαυλα.

Η πρόοδος έχει μετατραπεί σε ένα είδος αδυσώπητου και αδιάκοπου παιχνιδιού μουσικών καρεκλών, για το οποίο μία στιγμιαία απροσεξία συνεπάγεται την ανεπίστρεπτη ήττα και τον αμετάκλητο αποκλεισμό. Αντί των με­γάλων προσδοκιών και των γλυκών ονείρων, η «πρόοδος» δη­μιουργεί εφιαλτικούς συνειρμούς αϋπνίας, όπως «ότι έχω ξεμείνει πίσω», ότι έχω χάσει το τρένο ή ότι πέφτω από το πα­ράθυρο ενός γρήγορα επιταχυνόμενου οχήματος.

Ανίκανοι να επιβραδύνουν το ρυθμό των αλλαγών, ένα ρυθμό που σαστίζει, πόσο μάλλον να προβλέψουν και να ελέγξουν τον προσανατολισμό τους, οι άνθρωποι εστιάζουν σε πράγματα τα οποία μπορούν ή πιστεύουν ή τους διαβεβαιώνουν ότι είναι σε θέση να επηρεάσουν.

Προσπαθούν να υπολογίσουν και να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες να είναι θύματα των αναρίθμητων κινδύνων που αντιμετωπί­ζουν οι ίδιοι ή οι πιο αγαπημένοι τους ή όσοι είναι πιο κοντά τους τη συγκεκριμένη στιγμή. Κινδύνους τους οποίους υπο­ψιάζονται ότι επιφυλάσσει ένας αδιαφανής κόσμος και ένα αβέβαιο μέλλον.

Οι άνθρωποι είναι απορροφημένοι στην κατασκόπευση «των επτά συμπτωμάτων του καρκίνου» ή των «πέντε συμπτωμάτων της κατάθλιψης» ή στον εξορκισμό του φάσματος της υψηλής πίεσης, των υψηλών επιπέ­δων χοληστερίνης, της πίεσης, του άγχους ή της βουλιμίας. Με άλλα λόγια, αναζητούν υποκατάστατα στόχων στα οποία μπορούν να ξεφορτώσουν το πλεόνασμα υπαρξιακού φόβου, ενός φόβου αποκλεισμένου από τις φυσικές διεξό­δους του. Τέτοιοι αυτοσχέδιοι στόχοι ανευρίσκονται στις ιδιαίτερες προφυλάξεις εναντίον της εισπνοής του καπνού από τα τσιγάρα των άλλων, της λήψης λιπαρών τροφών ή των «κακών» βακτηρίων (ενώ ρουφούν μανιωδώς τα υγρά που υπόσχονται ότι περιέχουν τα «καλά» βακτήρια), της έκ­θεσης στον ήλιο ή του σεξ χωρίς προστασία.

Όσοι από εμάς διαθέτουν τα μέσα περιχαρακώνονται ενάντια σε όλους τους ορατούς και αόρατους, παρόντες ή προβλεπόμενους, γνωστούς ή ανοίκειους, διάχυτους αλλά και πανταχού παρόντες φόβους, κρυμμένοι πίσω από τοίχους, καλύπτοντας τις προσβάσεις στα ενδιαιτήματα μας με κάμερες, προσλαμβάνοντας ένοπλους φρουρούς, οδηγώντας θωρα­κισμένα οχήματα (όπως το περιώνυμα SUV), φορώντας θω­ρακισμένα ενδύματα (όπως τα παπούτσια με μεγάλες σόλες) ή μαθαίνοντας πολεμικές τέχνες.

«Το πρόβλημα», για να πα­ραθέσουμε τον David L. Altheide ακόμα μία φορά, «είναι ότι αυτές οι δραστηριότητες επιβεβαιώνουν και επιβοηθούν την παραγωγή της αίσθησης της αταξίας που οι δράσεις μας επιταχύνουν». Κάθε επιπλέον κλειδαριά στην πόρτα εισό­δου αντιδρώντας στις αλλεπάλληλες φήμες για εγκληματίες που μοιάζουν ξένοι και φορούν κάπες γεμάτες στιλέτα, κάθε νέα αναθεώρηση της δίαιτάς μας αντιδρώντας σε έναν από τους αλλεπάλληλους «διατροφικούς πανικούς» κάνουν τον κόσμο να φαίνεται πιο επικίνδυνος και φοβερός και προκαλούν περισσότερες αμυντικές αντιδράσεις, οι οποίες, αλίμονο, θα προσθέσουν περισσότερη ενέργεια στην ικανό­τητα του φόβου να αυτοδιαιωνίζεται.

Η ανασφάλεια και ο φόβος μπορούν να αποτελέσουν αντι­κείμενο έντονης δραστηριότητας του εμπορικού κεφαλαίου, με πολλά κέρδη γι’ αυτό. Και πράγματι αυτό γίνεται.

Ο Αριστοτέλης και η προσφορά της αγάπης ως ύψιστη ευχαρίστηση

Συνεχίζοντας τη διερεύνηση της φιλίας στο έβδομο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης θεωρεί σκόπιμο να εμβαθύνει στο ζήτημα της ευχαρίστησης διερωτώμενος αν είναι δυνατό να υπάρξει φιλία χωρίς να αντλείται ηδονή από τους ανθρώπους που την πλαισιώνουν: «Εδώ πρέπει να δείξουμε προσοχή και να εξετάσουμε αν υπάρχει φιλία άνευ ηδονής, και αν ναι, σε τι διαφέρει αυτή· επίσης, πού έγκειται εν τέλει η φιλία· άραγε στο ότι κάποιος είναι αγαθός, έστω κι αν δεν είναι ηδύς; Και γίνεται φιλία χωρίς ηδονή;» (1237a 23-27).

Οι προβληματισμοί αυτού του είδους σηματοδοτούν την ιεράρχηση των ανθρωπίνων αναγκών (ή προσδοκιών) που θα καθορίσουν τα κριτήρια της φιλίας. Το ερώτημα του κατά πόσο ο αγαθός μπορεί να γίνει φίλος, ακόμη κι αν δεν είναι ευχάριστος, αντικατοπτρίζει το δίλημμα των προτεραιοτήτων που πρέπει να εκπληρωθούν για τη σύναψη μιας ποιοτικής φιλικής σχέσης. Μοιραία, τίθεται με τρόπο συγκριτικό η προτίμηση στην αρετή ή την ευχαρίστηση.

Ο Αριστοτέλης θα απαντήσει κάνοντας έναν παραλληλισμό: «Όπως στο πεδίο της επιστήμης οι πρόσφατες παρατηρήσεις κι γνώσεις προκαλούν πολύ ισχυρό αίσθημα ηδονής, έτσι συμβαίνει και με τις συναντήσεις μεταξύ φίλων· ο λόγος είναι ο ίδιος και στην επιστήμη και στη φιλία» (1237a 29-32).

Για να δοθούν εξηγήσεις: «εκ φύσεως το γενικώς αγαθό είναι και γενικώς ηδύ, και για όποιους είναι αγαθό, για τους ίδιους είναι και ηδύ. Γι’ αυτό και τα όμοια χαίρονται αυτομάτως το ένα το άλλο, και το πιο ηδύ για τον άνθρωπο είναι ο άνθρωπος. Εάν, λοιπόν, η ενεργητική εκδήλωση αγάπης και φιλίας που συνοδεύεται από ηδονή είναι αμοιβαία επιλογή της συγκεκριμένης σχέσης, είναι φανερό ότι και γενικώς η φιλία στην πρωταρχική της σημασία θα είναι αμοιβαία επιλογή των γενικώς αγαθών και ηδέων, ακριβώς για το λόγο ότι αυτά είναι αγαθά και ηδέα» (1237a 33-41).

Με άλλα λόγια, το αγαθό (με όποια κριτήρια κρίνεται ως τέτοιο) δεν μπορεί παρά να είναι και ευχάριστο, αφού κανείς δε δυσαρεστείται με αυτά που κρίνει αγαθά. Από αυτή την άποψη, το ερώτημα που αφορά τη δυνατότητα της φιλίας με κάτι αγαθό που δεν κρίνεται ευχάριστο είναι κενό περιεχομένου, ως κάτι αδύνατο. Κι αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, οτιδήποτε κρίνεται αγαθό κρίνεται κατ’ ανάγκη και ευχάριστο χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ισχύει και το αντίστροφο (αυτό που κρίνεται ευχάριστο δεν είναι κατ’ ανάγκη αγαθό).

Η συμπεριφορά εκείνων που εκθειάζουν πράξεις ή συνήθειες ως αγαθές, αλλά ποτέ δεν τις κάνουν επικαλούμενοι εμπόδια, έλλειψη χρόνου κλπ., κρίνεται από θέση αρχής υποκριτική, αφού, αν πράγματι τις έκριναν αγαθές, θα επιδίωκαν οπωσδήποτε την ευχαρίστηση της πραγμάτωσής τους. Τέτοιοι άνθρωποι αρέσκονται να αναπαράγουν αυτά που γενικώς κρίνονται αγαθά (και να τα υποστηρίζουν) περισσότερο για να εντάξουν τον εαυτό τους στα ενδεδειγμένα κοινωνικά πλαίσια.

Στην ουσία τα απορρίπτουν αναζητώντας την ευχαρίστηση σε άλλες ασχολίες που (προφανώς) τους ταιριάζουν περισσότερο. Το παράδειγμα του ανθρώπου που εκθειάζει τα βιβλία αλλά ξοδεύει τον περισσότερο χρόνο του στην τηλεόραση (την οποία και επικρίνει) είναι εξόχως ενδεικτικό. Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται σε διάσταση ανάμεσα σε αυτά που πράγματι (θεωρητικά τουλάχιστον) αναγνωρίζουν ως αγαθά κι αυτά που λόγω εθισμού βρίσκουν ευχάριστα.

Σε τελική ανάλυση, η φιλία είναι αυστηρά καθορισμένη από τον εθισμό. Αυτά που συνηθίζει κανείς αυτά του αρέσουν. Κι εφόσον του αρέσουν τα θεωρεί αγαθά είτε το παραδέχεται είτε όχι. Ο άνθρωπος που πράγματι θεωρήσει αγαθές άλλες συνήθειες από αυτές που έχει συνηθίσει δεν έχει άλλη επιλογή από το να μετασχηματίσει τον εαυτό του προς την νέα κατεύθυνση. Αν δεν το κάνει αυτό, παραμένει (και ιδεολογικά) στην προτεραία κατάσταση, όσο κι αν διατείνεται το αντίθετο.

Κι αν η διάσταση ανάμεσα σε αυτό που αναγνωρίζει κανείς ως αγαθό κι αυτό που του δίνει ευχαρίστηση έχει ηθικό περιεχόμενο, υπάρχει ο κίνδυνος της πιο ολοκληρωτικής δυστυχίας. Η απόρριψη αυτών που προσδίδουν ευχαρίστηση (ως πράξεις εντελώς αντίθετες με την αρετή) δεν είναι τίποτε άλλο από την απόρριψη του ίδιου του εαυτού που εισπράττει χαρά από ανήθικα πράγματα.

Είναι το σημείο που τα πάθη κυριαρχούν τη ζωή σηματοδοτώντας την πιο επώδυνη ψυχική ανισορροπία. Κι όσο πιο ανήθικα είναι τα πάθη, τόσο βαθύτερη και η απόρριψη του εαυτού. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι σχεδόν αδύνατο να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Εκτός αν φτάσει στο θηριώδες. Όμως, τότε (αριστοτελικά τουλάχιστον) δεν ανήκει στους ανθρώπους. Εκείνος που εισπράττει χαρά κακοποιώντας μικρά παιδιά ή σκοτώνοντας, και δε νιώθει άσχημα γι’ αυτό, δεν είναι άνθρωπος. Είναι ένα άλογο κτήνος.

Σε κάθε περίπτωση, ο εθισμός θα καθορίσει όλα εκείνα που θα αγαπήσει κανείς: «Και η φιλία στη συγκεκριμένη της μορφή είναι εκείνη η πάγια διάθεση της ψυχής (έξη), από την οποία πηγάζει η επιλογή των αγαθών και των ηδέων» (1237a 41-42).

Κατόπιν αυτών είναι σαφές ότι η φιλία μεταξύ των ανθρώπων είναι η έκφραση της αμοιβαίας τους αγάπης: «Αφού, λοιπόν, η εκδήλωση αγάπης σημαίνει να αντιμετωπίζει κανείς το αντικείμενο της αγάπης του ως ακριβώς τέτοιο, τότε και ο φίλος γίνεται αντικείμενο της αγάπης του φίλου του, ακριβώς διότι είναι στην ουσία φίλος του και όχι μουσικός ή γιατρός· και μόνο η ηδονή που αντλεί από αυτόν ακριβώς ως φίλο είναι η ηδονή της φιλίας» (1237b 1-5).

Το δεδομένο της αναγκαιότητας του αγαθού για τη σύναψη κάθε φιλίας εξασφαλίζει και την ευχαρίστηση. Η ίδια η φύση της φιλίας, ως αμέριστης αγάπης που θα επιφέρει τη βαθύτερη συναισθηματική μοιρασιά, αποτελεί εγγύηση της ηδονής που θα εισπραχθεί. Ο προβληματισμός για το φίλο που δεν προξενεί ευχαρίστηση έχει οριστικά ακυρωθεί. Αν δεν προξενεί ευχαρίστηση, δεν είναι φίλος: «Οπότε, αν δε χαίρεται (κανείς) το φίλο του ακριβώς για το λόγο ότι είναι αγαθός, δεν πρόκειται για τη φιλία στην πρωταρχική της σημασία. Και κανένα τυχαίο και άσχετο με τη φιλία γνώρισμα δεν πρέπει να στέκεται εμπόδιο στην απόλαυση του αγαθού» (1237b 5-7).

Ακόμη και αντικειμενικά απωθητικά χαρακτηριστικά, όπως η δυσοσμία, δεν μπορούν να αποτρέψουν τη γέννηση της φιλίας, αν υπάρχει το δεδομένο της αρετής: «Με έναν σφόδρα δύσοσμο, δηλαδή, τι θα γίνει; Είναι κάτι που ξεπερνιέται. Θα αγαπιέται και αυτός με την αντίστοιχη φιλική διάθεση· αλλά δεν είναι ανάγκη να συζεί κανείς μαζί του» (1237b 8-9).

Το δεδομένο της δυσκολίας να συζήσει κανείς με το δύσοσμο, ακόμη κι αν κριθεί ως αδυναμία στην αναζήτηση του έρωτα, με τίποτε δε θα δράσει ανασταλτικά στην προσέγγιση φίλων. Εξάλλου, είναι φανερό ότι το συγκεκριμένο σχόλιο γίνεται μάλλον περιπαικτικά από τον Αριστοτέλη.

Η αγάπη έχει στέρεες βάσεις μονάχα όταν θεμελιώνεται στην αρετή. Σε αντίθετη περίπτωση κρίνεται εφήμερη, αφού η έλλειψη αρετής θα επιφέρει και την έλλειψη εμπιστοσύνης και χωρίς εμπιστοσύνη είναι αδύνατο να γίνει λόγος για σταθερότητα: «Διότι όλοι δέχονται ότι η φιλία είναι κάτι σταθερό, και η μόνη σταθερή φιλία είναι η πρωταρχική φιλία. Ακόμη, σταθερή φιλία δε γίνεται χωρίς εμπιστοσύνη, και η εμπιστοσύνη θέλει επίσης το χρόνο της, αφού προϋποθέτει τη δοκιμή και την πείρα…» (1237b 12-16).

Αυτός είναι και ο λόγος που ο χρόνος τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την οικοδόμηση της φιλίας. Οι φίλοι δε γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη, αφού η εμπιστοσύνη χτίζεται μόνο σταδιακά. Εκείνοι που θεωρούν ότι αποκτούν φίλους με κάθε ελάχιστη-τυχαία συναναστροφή είναι προφανές ότι στερούνται κριτηρίων: «Χωρίς τον αναγκαίο χρόνο δεν μπορεί να υπάρξει φίλος, μπορεί να υπάρχει απλώς η βούληση να γίνουν κάποιοι φίλοι· και αυτή η διάθεση της ψυχής πολλές φορές μάς μπερδεύει και τη λέμε φιλία. Αλλά φίλοι είναι μόνο εκείνοι που πραγματώνουν μεταξύ τους όσα απαιτεί μια αληθινή φιλική σχέση» (1237b 20-23).

Κι αν κάποιος θεωρεί ότι το ζήτημα δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Ιδού η απόδειξη: Εύκολα διαβάλλεται η σχέση όσων λένε ότι είναι φίλοι αλλά η φιλία τους δεν έχει δοκιμαστεί. Ασφαλώς, στα θέματα που έχουν δοκιμάσει ο ένας τον άλλο και τον έχουν γνωρίσει καλά, δε θα πιστέψουν σε διαβολές. Στα υπόλοιπα, όμως, όπου δεν έχουν εμπειρία, θα πιστέψουν τους συκοφάντες και τα αληθοφανή επιχειρήματα που αυτοί θα επιστρατεύσουν» (1237b 28-31).

Η εμπιστοσύνη δεν είναι τίποτε άλλο από την επιβεβαίωση της αρετής του άλλου προσώπου. Μόνο τους ενάρετους εμπιστεύεται κανείς και αυτός είναι ο λόγος που η αληθινή φιλία απευθύνεται μονάχα σε αυτούς: «Παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι φιλία αληθινή δε συναντάται ανάμεσα σε ανθρώπους κακούς. Εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν μπορεί να υπάρχει, κι ο κακός είναι κακός με όλους· με τον εαυτό του για μέτρο, μετράει και τους άλλους. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι οι καλοί εξαπατώνται πιο εύκολα από τους κακούς: δεν έχουν την πείρα να φανούνε δύσπιστοι» (1237b 32-36).

Κι όχι μόνο αυτό: «Και, ακόμη, οι κακοί άνθρωποι επιλέγουν αντί του φίλου πράγματα, που μπορεί εκ φύσεως να είναι καλά, πλην όμως τα αγαπούν πιο πολύ από τον άνθρωπο· άρα δεν είναι φίλοι. Διότι με αυτό τον τρόπο δε γίνονται κοινά όσα έχουν οι φίλοι, και χαρίζεται ο φίλος στα πράγματα και όχι τα πράγματα στο φίλο» (1237b 36-42).

Η ρηχότητα της συμφεροντολογικής οπτικής του κακού που βάζει τα πράγματα πάνω από τους ανθρώπους είναι η καταδίκη της αέναης ατομικότητας που θα ζήσει για πάντα περιχαρακωμένη. Οι άνθρωποι αυτοί δε θα απολαύσουν ποτέ τη συναισθηματική ολοκλήρωση της ανιδιοτελούς προσφοράς. Στην ουσία είναι ανίκανοι να βιώσουν την αγάπη. Κι αυτός είναι ο ύψιστος συναισθηματικός ακρωτηριασμός. Για τον Αριστοτέλη η προσφορά της αγάπης είναι σημαντικότερη από την αποδοχή της, αφού η ανεπιτήδευτη χαρά που βιώνει κανείς προσφέροντας σηματοδοτεί την πιο ολοκληρωμένη οπτική της συντροφικότητας.

Σε τελική ανάλυση, το δεδομένο ότι η χαρά του φίλου είναι και προσωπική χαρά (αν αυτό δεν ισχύει, τότε δεν υπάρχει φιλία) καθιστά σαφές ότι η επίγνωση της προσωπικής συμμετοχής στην εδραίωσή της κάνει τη συναισθηματική ευφορία εντονότερη. Εξάλλου, η εκδήλωση της αγάπης διαχωρίζει τα έμψυχα από τα άψυχα.

Από αυτή την άποψη, οι άνθρωποι που αδυνατούν να εκδηλώσουν την αγάπη τους υπολογίζοντας περισσότερο το υλιστικό τους συμφέρον είναι σαν να αρνούνται την ίδια την ψυχική τους υπόσταση: «Γι’ αυτό και το να δείχνει κανείς αγάπη είναι χαρά, ενώ το να δέχεται αγάπη μπορεί να μην είναι. Το να δέχεται κανείς αγάπη δεν είναι δική του ενέργεια αλλά του αντικειμένου της αγάπης, ενώ η εκδήλωση αγάπης χαρακτηρίζει τη φιλία· και το να εκδηλώνουν αγάπη χαρακτηρίζει μόνο τα έμψυχα, ενώ το να δέχονται το έχουν και τα άψυχα, αφού και αυτά γίνονται αντικείμενα αγάπης» (1237a 45-49).

Η προσφορά της χαράς, ως έμπρακτη απόδειξη αγάπης, αποτελεί ενεργητική εκδήλωση της ψυχής και γι’ αυτό κρίνεται ηδονικότερη. Ο φίλος χαίρεται περισσότερο όταν προσφέρει αγάπη παρά όταν τη δέχεται. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι και η αποδοχή της αγάπης ή της ενθάρρυνσης δεν είναι εξόχως σημαντική για την ισορροπία της ψυχής.

Η αντικατάσταση των ανθρώπων από τα πράγματα σε επίπεδο αξιών και συναισθημάτων σηματοδοτεί την αντίληψη που μετατρέπει τα πάντα σε κατανάλωση. Κατά τον Αριστοτέλη μια τέτοια εκδοχή για τις ανθρώπινες σχέσεις αποτελεί τον ύψιστο παραλογισμό: «δεν μπορεί να είναι ισοδύναμη επιλογή ένα ρούχο κι ένας φίλος. Και είναι αλήθεια –έτσι πιστεύουμε– ότι σε κάθε περίπτωση ένας άνθρωπος λογικός επιλέγει ανάμεσα σε δύο πράγματα το καλύτερο, και αν στο παρελθόν χρησιμοποιούσε πάντα το χειρότερο και όχι το καλύτερο, τώρα πρέπει να πάει το πράγμα στο καλύτερο. Αλλά με τους φίλους δεν είναι όπως με τα πράγματα: δεν αφήνεις τον παλιό φίλο για έναν άγνωστο, κι ας είναι αυτός καλύτερος» (1237b 43-47).

Η αντίληψη που θέλει την εναλλαγή των φίλων σαν να πρόκειται για ρούχα εκμηδενίζει κάθε έννοια φιλίας, αφού δεν εκπληρώνει ούτε το κριτήριο της σταθερότητας ούτε της εμπιστοσύνης. Οι δημιουργία νέων φίλων δε σηματοδοτεί την αντικατάσταση των παλιών και οι φίλοι που τελικά χάνονται με το πέρασμα του χρόνου, όχι από κάποια τυχαία συγκυρία αλλά από έλλειψη ενδιαφέροντος για συναναστροφή, προφανώς δεν εκπλήρωναν τα εχέγγυα της πρωταρχικής φιλίας.

Οι αναντίρρητες προϋποθέσεις του χρόνου και της εμπιστοσύνης καθιστούν σαφές ότι ο αριθμός των φίλων θα είναι κατ’ ανάγκη περιορισμένος. Η ολιγοφιλία κρίνεται αναπόφευκτη, αφού το αντικειμενικό πλαίσιο του χρόνου δεν επιτρέπει την εκπλήρωση των προϋποθέσεων με πολλούς ανθρώπους. Ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «… δε γίνεται να υπάρχει φιλία αληθινή ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους, αφού δε γίνεται να τους δοκιμάσουμε και να τους γνωρίσουμε όλους· κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε να τους ζήσουμε από κοντά» (1237b 41-43).

Ο άνθρωπος που θεωρεί ότι έχει πολλούς φίλους απλώς και μόνο επειδή συναναστρέφεται πολλούς σε τυχαίες κοσμικές εκδηλώσεις έχει παντελή άγνοια του θέματος. Επί της ουσίας δεν έχει κανένα φίλο: Επιπλέον, «… να είναι κανείς φίλος με πολλούς, τον δυσκολεύει να τους δείχνει αγάπη και να τους έχει φίλους· δεν μπορεί κανείς να εκδηλώνει τη φιλία του έμπρακτα σε πολλούς ανθρώπους» (1238a 11-13).

Αυτό που μένει είναι η αυτογνωσία για να μπορεί να επιλέγει κανείς τους φίλους που του ταιριάζει: «… δεν αρκεί να είναι γενικά αγαθός ο φίλος, αλλά πρέπει και ειδικά για σένα, αν πρόκειται για φίλο δικό σου. Το να είναι κανείς γενικά αγαθός σημαίνει απλά να είναι αγαθός, ενώ φίλος δικός σου σημαίνει να είναι αγαθός ακριβώς για σένα» (1238a 3-9).

Είναι σαφές ότι για κάθε άνθρωπο το αγαθό, πέρα από τα αντικειμενικά-καθολικά κριτήρια της εντιμότητας, της εχεμύθειας, της δικαιοσύνης, του σεβασμού κλπ. (που πρέπει να εκπληρώνονται οπωσδήποτε), έχει και υποκειμενικά-ειδικά κριτήρια, όπως τα ενδιαφέροντα, η αντίληψη του χιούμορ, με δυο λόγια όλα εκείνα που αποτιμούν το σύνολο της προσωπικότητας. Αυτός είναι και ο λόγος που σε κάθε περίπτωση το αγαθό ταυτίζεται με το ευχάριστο, αφού όλα αυτά που κρίνονται αγαθά επιφέρουν ευχαρίστηση και συμπυκνώνονται στην εικόνα του φίλου που είναι σε θέση να τα εκπληρώσει.

Κι αυτό ακριβώς είναι το πορτρέτο του ιδανικού φίλου. Η δυσκολία του να βρεθούν άνθρωποι που να ανταποκρίνονται σε όλες αυτές τις προσδοκίες είναι ακόμη μια απόδειξη ότι οι αληθινοί φίλοι (με την πρωταρχική σημασία του όρου) δεν μπορούν παρά να είναι λίγοι.

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΛΥΣΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΑΓΟΡΑΤΟΥ ΕΝΔΕΙΞΕΩΣ

ΛΥΣ 13.62–64

Ο κατηγορούμενος, παιδί δούλων, προκάλεσε συμφορές σε επιφανείς και αξιόλογους πολίτες

Στην πίστιν–ἀπόδειξιν του λόγου ο κατήγορος προσπάθησε να καταδείξει ότι ο Αγόρατος έγινε ο αίτιος της θανάτωσης ή της εξορίας πολλών και αγαθών πολιτών, ενεργώντας εκούσια ενάντια στο δίκαιο, ενώ από το παρακάτω απόσπασμα περνά στα στοιχεία που σχετίζονται με την καταγωγή και το ήθος του κατηγορουμένου.


[62] Βούλομαι δ’ ὑμῖν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπιδεῖξαι οἵων
ἀνδρῶν ὑπ’ Ἀγοράτου ἀπεστέρησθε. εἰ μὲν οὖν οὐ
πολλοὶ ἦσαν, καθ’ ἕκαστον ἂν περὶ αὐτῶν ἠκούετε, νῦν
δὲ συλλήβδην περὶ πάντων. οἱ μὲν γὰρ στρατηγήσαντες
ὑμῖν πολλάκις μείζω τὴν πόλιν τοῖς διαδεχομένοις στρα-
τηγοῖς παρεδίδοσαν· οἱ δ’ ἑτέρας μεγάλας ἀρχὰς ἄρξαντες
καὶ τριηραρχίας πολλὰς τριηραρχήσαντες οὐδεπώποτε ὑφ’
ὑμῶν οὐδεμίαν αἰτίαν αἰσχρὰν ἔσχον. [63] οἱ δ’ αὐτῶν περιγε-
νόμενοι καὶ σωθέντες, οὓς οὗτος μὲν ἀπέκτεινεν ὁμοίως καὶ
θάνατος αὐτῶν κατεγνώσθη, ἡ δὲ τύχη καὶ ὁ δαίμων περιε-
ποίησε, φυγόντες [γὰρ] ἐνθένδε καὶ οὐ συλληφθέντες
οὐδὲ ὑπομείναντες τὴν κρίσιν, κατελθόντες ἀπὸ Φυλῆς
τιμῶνται ὑφ’ ὑμῶν ὡς ἄνδρες ἀγαθοὶ ὄντες.

[64] Τούτους μέντοι τοιούτους ὄντας Ἀγόρατος τοὺς μὲν ἀπέκ-
τεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐντεῦθεν ἐποίησε, τίς ὢν αὐτός; δεῖ
γὰρ ὑμᾶς εἰδέναι ὅτι δοῦλος καὶ ἐκ δούλων ἐστίν, ἵν’ εἰδῆτε
οἷος ὢν ὑμᾶς ἐλυμαίνετο. τουτῳὶ μὲν γὰρ πατὴρ ἦν Εὐμάρης,
ἐγένετο δὲ ὁ Εὐμάρης οὗτος Νικοκλέους καὶ Ἀντικλέους.
καί μοι ἀνάβητε μάρτυρες.

***
Επιθυμώ, κύριοι δικασταί, να σας καταστήσω φανερόν οποίων ανδρών έχετε στερηθή υπό του Αγοράτου. Εάν μεν λοιπόν δεν ήσαν πολλοί θα ηκούετε περί αυτών ιδιαιτέρως δι' ένα έκαστον, αλλ' επειδή είναι πολλοί θα ομιλήσω δι' όλους μαζί. Άλλοι μεν δηλαδή (από τους φονευθέντας εξ αιτίας του Αγοράτου) πολλάκις υπηρετήσαντες ως στρατηγοί παρέδιδον την πόλιν εις τους διαδόχους των μεγαλυτέραν, άλλοι δε ανελθόντες εις μεγάλα αξιώματα, και ως τριήραρχοι πολλάκις υπηρετήσαντες την πόλιν ουδέποτε κατηγορήθησαν υφ' υμών διά κακήν τινά πράξιν. Οι δε σωθέντες εξ αυτών, τους οποίους ούτος ομοίως απανθρώπως εφόνευσε, και εις θάνατον ούτοι κατεδικάσθησαν, η τύχη δε και ο θεός έσωσεν αυτούς (διότι έφυγον από εδώ χωρίς να συλληφθούν και χωρίς να δικασθούν) επανελθόντες από την Φυλήν τιμώνται υφ' υμών, διότι είναι άνδρες αγαθοί.

Και όμως ο Αγόρατος τούτους τοιούτους όντας άλλους μεν εφόνευσεν, άλλους δε ηνάγκασε να φύγουν από την πατρίδα των, ενώ αυτός τις είναι; (Θα σας το είπω) διότι πρέπει να γνωρίζετε ότι είναι δούλος, και κατάγεται από δούλους, διά να μάθετε ποίος ων σας έβλαπτε· πατήρ δηλαδή τούτου ήτο ο Ευμάρης, ήτο δε ο Ευμάρης ούτος δούλος του Νικοκλέους και Αντικλέους. Παρακαλώ να ανέλθουν εις την προσδιωρισμένην θέσιν οι μάρτυρες διά να μαρτυρήσουν.