12.3.1. Ευκλεής και ακλεής θάνατος
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια στηρίζονται σε μια κοινή παράδοση όσον αφορά το κλέος. Αυτή όμως η παράδοση τροποποιείται στην Οδύσσεια, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι διαφορετικές προτεραιότητες του μεταγενέστερου έπους. Η Ιλιάδα είναι πολεμικό ποίημα, που υμνεί τη θνητότητα των ηρώων και τον αγώνα που δίνουν προκειμένου να κατακτήσουν την αθάνατη δόξα. Ο γυρισμός στην πατρίδα επαινείται μόνο στην περίπτωση που είναι νεκρώσιμος (παραδείγματα Σαρπηδόνα, Έκτορα). Η Οδύσσεια είναι μεταπολεμικό ποίημα, που δοξάζει την επιβίωση, τον αγώνα που δίνει ο ήρωας, για να απεγκλωβιστεί από τον κλοιό του θανάτου που του επιφυλάσσει ο πόλεμος και να επιστρέψει ζωντανός στους δικούς του και στην πατρίδα του.
Η εξέλιξη του βασικού θέματος της Οδύσσειας, ο νόστος (εξωτερικός και εσωτερικός), ευνοεί την εμφάνιση και απόλεμων μορφών κλέους που δεν απαντούν στην Ιλιάδα. Στο πλαίσιο, για παράδειγμα, της φιλοξενίας τόσο ο οικοδεσπότης όσο και ο φιλοξενούμενος μπορεί να αποκτούν κλέος, κυρίως στη μορφή της φήμης και του καλού ονόματος. Έτσι ο νεαρός Τηλέμαχος κατά τη φιλόξενη παραμονή του στον Νέστορα και στον Μενέλαο κερδίζει το κλέος του, την ηρωική του ταυτότητα, ενώ ο πατέρας του, ανώνυμος ξένος των Φαιάκων, εύχεται στον Δία να εξασφαλίσει στον Αλκίνοο ἄσβεστον κλέος (η 333), στην περίπτωση που ο ξενιστής του βασιλιάς τηρήσει τη γενναιόδωρη υπόσχεσή του και τον στείλει στην πατρίδα του. Γενικότερα, το βλέμμα του ποιητή στην Οδύσσεια εποπτεύει ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών σχέσεων και θεσμών, που εμπλέκονται στην επιβίωση, καθώς και στο κλέος και στον νόστο που συνεπάγεται η επιβίωση.
Παρά τις επιμέρους, εξωτερικές αντιθέσεις της προς την Ιλιάδα, η Οδύσσεια δεν αρνείται το ιλιαδικό κλέος του θανάτου, όπως το εκφράζει τουλάχιστον ο πρωταγωνιστής της Αχιλλέας. Αντίθετα, το υποδέχεται, αναγνωρίζει καταρχήν τη σημασία του και το επαινεί. Στον επίλογο της Οδύσσειας συναντώνται στον Άδη οι ψυχές των δύο εσωτερικών εχθρών της Ιλιάδας, του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα, και συνομιλούν δείχνοντας ασυνήθιστη αμοιβαία συμπάθεια για το διαφορετικό τους τέλος. Πρώτα η σκιά του Αχιλλέα με μιαν ανεκπλήρωτη ευχή συμπάσχει για τον φριχτό θάνατο που βρήκε ο Αγαμέμνονας φτάνοντας στην πατρίδα του (ω.30-34):
Μακάρι τότε, τιμημένον με βασιλική τιμή, στην Τροία εκεί
να σε είχε βρει ο θάνατος, το τέλος της ζωής.
Οπότε κι οι Παναχαιοί τύμβο θα ύψωναν να σε τιμήσουν,
κι ακόμη θ᾽ άφηνες μεγάλο κλέος [μέγα κλέος] κληρονομιά στον γιο σου.
Μα τώρα ήταν πεπρωμένο σου λάφυρο να σε πάρει
ένας τρισάθλιος θάνατος.
Εμπόλεμος θάνατος στην Τροία, που σφραγίζεται με ταφή και τιμητικό τύμβο από τους συμπολεμιστές, συνθέτουν το μέγα κλέος που ο βασιλιάς των Αχαιών τελικά δεν άφησε πίσω του με τον άδοξο νόστο του. Στερήθηκε δηλαδή ό,τι κέρδισε πεθαίνοντας νέος στον πόλεμο της Τροίας ο Αχιλλέας. Αυτό εξάλλου ομολογεί, με την επόμενη απάντησή του, η σκιά του Αγαμέμνονα μακαρίζοντας τον νεκρό Αχιλλέα (ω 36-94): θάνατος στην Τροία, μάχη των Αχαιών γύρω από το σώμα του, θρήνος και τύμβος με παρεπόμενες τιμές αναδεικνύουν τον ωκύμορο ήρωα της Ιλιάδας ὄλβιον (ω 36), που άφησε πίσω του κλέος ἐσθλόν (ω 93-94):
Εσύ, Αχιλλέα, και νεκρός έσωσες έτσι τ᾽ όνομά σου,
αφού για πάντα, σ᾽ όλους τους ανθρώπους, λαμπρό το κλέος σου θα μείνει [κλέος ἔσσεται ἐσθλόν].
Αντιδιαστέλλοντας τον δικό του άγριο χαλασμό, που τον βρήκε από τον Αίγισθο και την άπιστη σύζυγό του, ο νεκρός Αγαμέμνονας (ω 96-97) εγκωμιάζει έμμεσα την απόφαση του Αχιλλέα στην Ιλιάδα να πεθάνει στην Τροία στερούμενος τον νόστο του. Στη «Μεγάλη Νέκυια» πάντως, όταν η σκιά του Αχιλλέα θρηνώντας συναντά τον ζωντανό Οδυσσέα (λ 467 κ.ε.), νοσταλγεί τη ζωή.
Ο Οδυσσέας, που εξηγεί στον νεκρό συμπολεμιστή του ότι κατέβηκε στον Άδη προκειμένου να μάθει τον δρόμο του μετέωρου ακόμη νόστου του, μακαρίζει, όπως η ψυχή του Αγαμέμνονα, τον νεκρό Αχιλλέα, χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα ευτυχέστερο (μακάρτατον, λ 483) των θνητών στο παρόν και στο μέλλον: όσο ζούσε ο Αχιλλέας, οι Αργείοι τον τιμούσαν σαν θεό· αλλά και στον Άδη, αν και νεκρός, ο ήρωας διατηρεί στο ακέραιο την πολεμική του δύναμη - γι᾽ αυτό, δεν θα πρέπει να θλίβεται για τον θάνατό του. Ο Αχιλλέας ωστόσο απωθεί πρώτα την παρηγοριά του Οδυσσέα να μη θλίβεται και ύστερα τον έπαινό του, απαντώντας ότι θα προτιμούσε να ζούσε ως υπηρέτης φτωχού αφέντη στη γη παρά να είναι βασιλιάς των νεκρών (λ 488-491). Όπως προκύπτει και από τη συνέχεια του διαλόγου (λ 492-540), μέσα από την αντιπαραβολή της μεταπολεμικής επιβίωσης προς τον θάνατο, τονίζεται η διαφορετική μοίρα των δύο ηρώων.
Η ανεκπλήρωτη επιθυμία του νεκρού Αχιλλέα να υπερασπιστεί τον απροστάτευτο από τις απειλές των εχθρών του γέροντα Πηλέα στη Φθία (λ 494-503, πρβ. Ω 538-542) πραγματώνεται από τον Οδυσσέα, καθώς ο ήρωας, με τον νόστο του, θα εκδικηθεί τους μνηστήρες που απειλούσαν τη ζωή του γέροντα πατέρα του Λαέρτη. Σε αντίθεση επίσης προς τον Οδυσσέα, που θα συναντηθεί με τον γιο του Τηλέμαχο και θα εκτελέσουν μαζί το σχέδιο της μνηστηροφονίας, ο νεκρός Αχιλλέας δεν θα μπορέσει να σμίξει με τον γιο του Νεοπτόλεμο, για να συμμετάσχει ζωντανός στην αριστεία του κατά την άλωση της Τροίας (λ 492-493, 505-537). Σε σχέση με τα επόμενα δρώμενα της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας, γυρίζοντας στο σπίτι του, κατορθώνει ό,τι δεν κατόρθωσε με τον πρώιμο θάνατό του στον πόλεμο ο Αχιλλέας.
Από την άλλη μεριά, ο γιος του Αχιλλέα Νεοπτόλεμος συστήνεται από τον Οδυσσέα ως άξιος αντικαταστάτης, πρόμαχος του πατέρα του στον πόλεμο της Τροίας, βγαίνοντας σώος από τα δεινά του (λ 534-535). Κατορθώνει έτσι ό,τι δεν μπόρεσε να πετύχει με το ἄφθιτον κλέος του ο πατέρας του, ο οποίος, μετά το τέλος του διαλόγου του με τον Οδυσσέα, επιστρέφει, με καμάρι για τον γιο του, στο ασφοδελό λιβάδι του Άδη (λ 538-540). Η αριστεία βέβαια του Νεοπτόλεμου στην άλωση της Τροίας κατορθώνεται με τη διαρκή καθοδήγηση και προστασία που του παρέχει ο Οδυσσέας, αντικαθιστώντας κατά κάποιον τρόπο στον ρόλο του πατέρα τον Αχιλλέα. Εγκωμιάζοντας έτσι ο Οδυσσέας στον νεκρό Αχιλλέα τον γιο του Νεοπτόλεμο, επαινεί έμμεσα το δικό του στρατήγημα της άλωσης της Τροίας: την ενέδρα (λόχον, λ 525) με τον δούρειο ίππο, χάρη στο οποίο κατέκτησε το αοίδιμο κλέος του στην Οδύσσεια (θ 487-531, πρβ. λ 505-537).
Μέσα λοιπόν από τη διήγηση του Οδυσσέα, το κλέος του Αχιλλέα που του υποσχέθηκε η Ιλιάδα με τον πρώιμο θάνατό του στην Τροία, υποχωρεί στο κλέος που κερδίζει ο πρωταγωνιστής της Οδύσσειας με την άλωση της Τροίας αλλά και έμμεσα με τον νόστο του. Ο Οδυσσέας έτσι βγαίνει διπλά κερδισμένος: κατακτά πολεμικό κλέος εκπορθώντας την Τροία και επιπρόσθετα κατορθώνει να γυρίσει στο σπίτι του. Ο τρόπος εντούτοις με τον οποίο ένας ήρωας πεθαίνει, καθορίζει το κλέος του. Έτσι, στην Ιλιάδα το τέλος του Αχιλλέα προεξαγγέλλεται ως πρώιμος και ένδοξος θάνατος στο πεδίο της μάχης. Στην Οδύσσεια αντίθετα το τέλος του πορθητή της Τροίας προφητεύεται από τον μάντη Τειρεσία (λ 134-137 = ψ 281-284) ως ήσυχος και γλυκός θάνατος στη στεριά, που θα βρει τον ηγεμόνα ήρωα σε βαθιά γεράματα και ανάμεσα σε υπηκόους που ζουν ὄλβιοι (ευτυχισμένοι και ευλογημένοι με όλα τα εγκόσμια αγαθά).
Με τον νόστο του ο Οδυσσέας ξεχωρίζει τόσο από τον Αχιλλέα όσο και από τον Αγαμέμνονα, καθώς δεν μπόρεσε πεθαίνοντας στην Τροία να κερδίσει το κλέος που πέτυχε ο Αχιλλέας. Εντούτοις, στην Οδύσσεια ο άδοξος θάνατος και η παρεπόμενη στέρηση του κλέους του Αγαμέμνονα εμφανίζονται ως απειλητικό ενδεχόμενο και για τον Οδυσσέα. Στην πρώτη ραψωδία ο Τηλέμαχος, εκμυστηρευόμενος τον κρυφό καημό του για τον χαμένο πατέρα του στην Αθηνά-Μέντη, μιμείται παραλλάσσοντας την ανεκπλήρωτη ευχή του Αχιλλέα προς τον Αγαμέμνονα (α 237-243, 237-240 ≈ ω 30-33):
Αν έβρισκε τον θάνατο, δεν θα ᾽ταν ο καημός μου τόσος,
αν είχε σκοτωθεί στην Τροία εκεί, με τους συντρόφους του στο πλάι,
ή, με το τέλος του πολέμου, ξεψυχούσε στων δικών του τα χέρια·
τότε οι Παναχαιοί θα τον τιμούσαν τύμβο υψώνοντας,
και για κληρονομιά στον γιο του θ᾽ άφηνε μεγάλη δόξα [μέγα κλέος].
Μα να που τώρα ανήκουστον [ἀκλειῶς] τον έχουν αναρπάξει οι Άρπυιες,
κι εξαφανίστηκε, χωρίς κανείς να μάθει πού και πώς,
αφήνοντας σ᾽ εμένα οδυρμούς κι οδύνες.
Όπως ο Αχιλλέας εύχεται στον Αγαμέμνονα στο τέλος της Οδύσσειας, έτσι και ο Τηλέμαχος στην αρχή του έπους λέει ότι θα ήταν καλύτερα να πέθαινε ο πατέρας του στον πόλεμο της Τροίας· θα είχε έτσι τουλάχιστον έναν τιμημένο τύμβο, ενώ ο γιος του, όπως ο Ορέστης, θα είχε κληρονομήσει μέγα κλέος (α 240, πρβ. ω 34). Ανάμεσα ωστόσο στις δύο ανεκπλήρωτες ευχές υπάρχει μια χαρακτηριστική διαφορά. Ενώ ο βασιλιάς των Αχαιών βρήκε τρισάθλιο θάνατο επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ο πρωταγωνιστής της Οδύσσειας, κατά τον Τηλέμαχο, δεν πέθανε στα χέρια των δικών του, αλλά χάθηκε ἀκλειῶς: τον άρπαξαν στις εσχατιές του κόσμου οι Άρπυιες (προσωποποιημένες δυνάμεις των θυελλωδών ανέμων)· χωρίς να αφήσει πίσω του κανένα ίχνος (ἄϊστος) και χωρίς να μπορεί κάποιος να τον μνημονεύσει, να πει κάτι μέσα στο έπος γι᾽ αυτόν (ἄπυστος).
Το απελπισμένο αδιέξοδο του νεαρού ήρωα μπορεί να είναι υπερβολικό, όχι όμως και παντελώς άστοχο. Ο πατέρας του τη στιγμή αυτή είναι εγκλωβισμένος στο απόκοσμο νησί της Ωγυγίας, όπου η Καλυψώ τον θέλγει, όπως οι Σειρήνες, να ξεχάσει την Ιθάκη (α 56-57, ε 61), με αντάλλαγμα την αθανασία και την αγηρασία (ε 136 = ψ 336). Η επικείμενη απελευθέρωση του Οδυσσέα από τα καλυπτήρια θέλγητρα της νύμφης σηματοδοτεί την άρνησή του να διαγραφεί ἄϊστος και ἄπυστος από τη σκέψη των ανθρώπων και από την παρεπόμενη μεταθανάτια φήμη που του εξασφαλίζει το έπος της Οδύσσειας.
Ο έντονα διαφοροποιημένος από του Αγαμέμνονα χαμός του Οδυσσέα από προσώπου γης, όπως τον φαντασιώνεται ο Τηλέμαχος, έχει τη σημασία του: θέτει σε εκκρεμότητα τον νόστο του πρωταγωνιστή της Οδύσσειας, υποκινώντας το ερώτημα αν ζει τελικά ή πέθανε. Ταυτόχρονα ευνοεί την ανάπτυξη του, συμπληρωματικού προς τον νόστο, θέματος της αναζήτησης του πατέρα από τον γιο του. Αργότερα βέβαια, όταν ο νεαρός ήρωας ψάχνει κρυφά από τη μητέρα του το κλέος του αγνοούμενου πατέρα του στην Πελοπόννησο, η Πηνελόπη φοβάται μήπως προσθέσει στον θρήνο της για την άδοξη εξαφάνιση του ένδοξου άντρα της και τον «ανήκουστο» (ἀκλέα) χαμό του γιου της (δ 727-728).
Ο ένδοξος θάνατος στην Τροία ως προτιμητέα ηρωική συνθήκη από την άδοξη εξαφάνιση, την οποία νομίζει συντελεσμένη για τον πατέρα του ο Τηλέμαχος (αργότερα για τον Οδυσσέα και ο πιστός του δούλος ο Εύμαιος, ξ 368-371), εκφράζεται και από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή της Οδύσσειας στο ναυάγιό του της πέμπτης ραψωδίας (ε 306-312):
Καμιά πια σωτηρία, σκέτος όλεθρος. Ευτυχισμένοι
τρεις και τέσσερις φορές οι Δαναοί που είχαν την τύχη
στην ευρύχωρη Τροία να χαθούν για τους Ατρείδες.
Κι εγώ μακάρι εκεί να ᾽χα τελειώσει,
εκεί να μ᾽ έβρισκε η μοίρα του θανάτου, τη μέρα εκείνη που Τρώες
αμέτρητοι με σημαδεύαν με τα χάλκινά τους δόρατα,
καθώς για τον νεκρό Αχιλλέα πολεμούσα.
Τότε θα με τιμούσαν και με του τάφου τα κτερίσματα,
το όνομά μου οι Αχαιοί θα το είχαν δοξασμένο [κλέος ἦγον Ἀχαιοί]. Μα τώρα το γραφτό μου
ήταν να γίνω λεία ανήκουστου θανάτου.
Το ενδεχόμενο ο Οδυσσέας να βρει «ανήκουστο» (λευγαλέον) θάνατο στο πέλαγος ανακαλεί τον φόβο του ιλιαδικού Αχιλλέα μήπως τον πνίξει ο Σκάμανδρος (ε 312, Φ 281). Οι δύο ήρωες, αν ήταν να εξαφανιστούν χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς, εύχονται να τους έβρισκε ένας συγκεκριμένος, ηρωικός θάνατος στη σύγκρουση με τους αντιπάλους τους στο πεδίο της μάχης. Η ιδέα και στα δύο ομηρικά έπη είναι κοινή: ο πρώιμος θάνατος του πολεμιστή στο πεδίο της μάχης εξασφαλίζει το κλέος του, που διαιωνίζεται μέσω του τιμητικού τύμβου. Εξάλλου, όπως ο Πάτροκλος καλεί τον Αχιλλέα στην Ιλιάδα να τον θάψει (Ψ 71-76), έτσι και ο Ελπήνορας ικετεύει τον Οδυσσέα στην Οδύσσεια (λ 66-78, πρβ. ω 186-190) να μην τον ξεχάσει άκλαυτο και άταφο, αλλά να του αποδώσει το γέρας θανόντων, ώστε βλέποντας το σήμα του να τον μνημονεύουν οι μέλλουσες γενιές. Αντίθετα, ο «ανήκουστος» χαμός των ηρώων από τις δυνάμεις της φύσης εξαφανίζει το κλέος, πολεμικό και μεταπολεμικό.
Από την άλλη μεριά, ο μακαρισμός των νεκρών Αχαιών στην Τροία, σε σχέση με την απειλητική εμπειρία του άδοξου χαμού που δοκιμάζει ο Οδυσσέας στο πέλαγος, παραπέμπουν στο άθλιο τέλος του Αγαμέμνονα. Αν οι δύο ήρωες πέθαιναν στην Τροία, θα είχαν τιμητικό τύμβο και θα κέρδιζαν κλέος, που τελικά εξασφάλισε μόνο ο Αχιλλέας, το σώμα του οποίου οι δύο ήρωες, μαζί με τους άλλους Αχαιούς, υπερασπίστηκαν γενναία στην Τροία (ε 309-310, πρβ. ω 36-42).