ΣΩ. εὖ γ᾽. ἀλλ᾽ ἕτερον αὖ σοι προβαλῶ τι δεξιόν.
εἴ σοι γράφοιτο πεντετάλαντός τις δίκη,
ὅπως ἂν αὐτὴν ἀφανίσειας εἰπέ μοι.
760 ΣΤ. ὅπως; ὅπως; οὐκ οἶδ᾽· ἀτὰρ ζητητέον.
ΣΩ. μή νυν περὶ σαυτὸν ἴλλε τὴν γνώμην ἀεί,
ἀλλ᾽ ἀποχάλα τὴν φροντίδ᾽ εἰς τὸν ἀέρα
λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός.
ΣΤ. ηὕρηκ᾽ ἀφάνισιν τῆς δίκης σοφωτάτην,
765 ὥστ᾽ αὐτὸν ὁμολογεῖν σέ μοι. ΣΩ. ποίαν τινά;
ΣΤ. ἤδη παρὰ τοῖσι φαρμακοπώλαις τὴν λίθον
ταύτην ἑόρακας, τὴν καλήν, τὴν διαφανῆ,
ἀφ᾽ ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι; ΣΩ. τὴν ὕαλον λέγεις;
ΣΤ. ἔγωγε. φέρε, τί δῆτ᾽ ἄν, εἰ ταύτην λαβών,
770 ὁπότε γράφοιτο τὴν δίκην ὁ γραμματεύς,
ἀπωτέρω στὰς ὧδε πρὸς τὸν ἥλιον
τὰ γράμματ᾽ ἐκτήξαιμι τῆς ἐμῆς δίκης;
ΣΩ. σοφῶς γε, νὴ τὰς Χάριτας. ΣΤ. οἴμ᾽ ὡς ἥδομαι
ὅτι πεντετάλαντος διαγέγραπταί μοι δίκη.
775 ΣΩ. ἄγε δὴ ταχέως τουτὶ ξυνάρπασον. ΣΤ. τὸ τί;
ΣΩ. ὅπως ἀποστρέψαι᾽ ἂν ἀντιδικῶν δίκην
μέλλων ὀφλήσειν μὴ παρόντων μαρτύρων.
ΣΤ. φαυλότατα καὶ ῥᾷστ᾽. ΣΩ. εἰπὲ δή. ΣΤ. καὶ δὴ λέγω.
εἰ πρόσθεν ἔτι μιᾶς ἐνεστώσης δίκης,
780 πρὶν τὴν ἐμὴν καλεῖσθ᾽, ἀπαγξαίμην τρέχων.
ΣΩ. οὐδὲν λέγεις. ΣΤ. νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγ᾽, ἐπεὶ
οὐδεὶς κατ᾽ ἐμοῦ τεθνεῶτος εἰσάξει δίκην.
ΣΩ. ὑθλεῖς· ἄπερρ᾽, οὐκ ἂν διδάξαιμ᾽ ἄν σ᾽ ἔτι.
ΣΤ. ὁτιὴ τί; ναὶ πρὸς τῶν θεῶν, ὦ Σώκρατες.
785 ΣΩ. ἀλλ᾽ εὐθὺς ἐπιλήθει σύ γ᾽ ἅττ᾽ ἂν καὶ μάθῃς·
ἐπεὶ τί νυνδὴ πρῶτον ἐδιδάχθης; λέγε.
ΣΤ. φέρ᾽ ἴδω, τί μέντοι πρῶτον ἦν; τί πρῶτον ἦν;
τίς ἦν ἐν ᾗ ματτόμεθα μέντοι τἄλφιτα;
οἴμοι, τίς ἦν; ΣΩ. οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ,
790 ἐπιλησμότατον καὶ σκαιότατον γερόντιον;
ΣΤ. οἴμοι. τί οὖν δῆθ᾽ ὁ κακοδαίμων πείσομαι;
ἀπὸ γὰρ ὀλοῦμαι μὴ μαθὼν γλωττοστροφεῖν.
ἀλλ᾽, ὦ Νεφέλαι, χρηστόν τι συμβουλεύσατε.
ΧΟ. ἡμεῖς μέν, ὦ πρεσβῦτα, συμβουλεύομεν,
795 εἴ σοί τις υἱός ἐστιν ἐκτεθραμμένος,
πέμπειν ἐκεῖνον ἀντὶ σαυτοῦ μανθάνειν.
ΣΤ. ἀλλ᾽ ἔστι μοί γ᾽ υἱὸς καλός τε κἀγαθός·
ἀλλ᾽ οὐκ ἐθέλει γὰρ μανθάνειν. τί ἐγὼ πάθω;
ΧΟ. σὺ δ᾽ ἐπιτρέπεις; ΣΤ. εὐσωματεῖ γὰρ καὶ σφριγᾷ,
800 κἄστ᾽ ἐκ γυναικῶν εὐπτέρων τῶν Κοισύρας.
ἀτὰρ μέτειμί γ᾽ αὐτόν· ἢν δὲ μὴ ᾽θέλῃ,
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐκ ἐξελῶ ᾽κ τῆς οἰκίας.
ἀλλ᾽ ἐπανάμεινόν μ᾽ ὀλίγον εἰσελθὼν χρόνον.
***
ΣΩΚ. Καλά. Σου θέτω έν άλλο έξυπνο θέμα.
Για ένα ποσό μεγάλο αν σε μηνύσουν,
πώς τη μήνυση εσύ θα εξαφανίσεις;
760 ΣΤΡ. Πώς; Δεν το ξέρω· μα να ψάξω οφείλω.
ΣΩΚ. Να μην τυλίγεσαι όλο σε μια σκέψη,
το νου σου αμόλα σα χρυσό μαμούνι
με μια κλωστή δεμένο από το πόδι.
ΣΤΡ. Βρήκα έναν τρόπο πώς να εξαφανίσω
τη μήνυση· κι εσένα θα σ᾽ αρέσει.
ΣΩΚ. Σαν τί; ΣΤΡ. Οι φαρμακοπώλες δεν πουλούνε
μια πέτρα ωραία και διάφανη, που ανάβουν
μ᾽ αυτή φωτιά; Θα ξέρεις. ΣΩΚ. Το γυαλί;
ΣΤΡ. Ναι, αυτό. Λοιπόν εγώ γυαλί θα πάρω,
770 κι ο γραμματέας τη μήνυση όταν γράφει,
κατά τον ήλιο θα σταθώ, πιο πέρα,
κι αυτά που γράφει στο κερί θα λιώσω.
ΣΩΚ. Σοφό, ναι μά τις Χάριτες. ΣΤΡ. Ω γλύκες!
Η δίκη πάει· κι ήταν για τόσο χρήμα.
ΣΩΚ. Τσάκωσε τώρα έν᾽ άλλο, αμέσως. ΣΤΡ. Λέγε.
ΣΩΚ. Δικάζεσαι και μάρτυρες δεν έχεις·
υπόθεση χαμένη· τί θα κάμεις,
για να ξεφύγεις; ΣΤΡ. Ευκολότατο είναι. ΣΩΚ. Πώς;
ΣΤΡ. Άκου. Πριν η υπόθεσή μου
εκφωνηθεί —θα ᾽χει σειρά κάποια άλλη—
780 θα πάω να κρεμαστώ. ΣΩΚ. Βλακείες. ΣΤΡ. Καθόλου·
όταν πεθάνω, πώς θα με δικάσουν;
ΣΩΚ. Μωρίες· δε σε διδάσκω πια άλλο· φύγε.
ΣΤΡ. Για τ᾽ όνομα των θεών! Γιατί, Σωκράτη;
ΣΩΚ. Μα εσύ, ό,τι μάθεις, το ξεχνάς αμέσως·
νά, τώρα τί σε δίδαξα; Έλα πες μου.
ΣΤΡ. Ποιό ήταν το πρώτο; Γιά να δω! Βρε ποιό ήταν;
Που λέαμε πώς ζυμώνουμε τ᾽ αλεύρι;
Μα ποιό ήταν; ΣΩΚ. Στα τσακίσματα! Γκρεμίσου!
790 Άξεστο γεροντάκι, ξεχασιάρη.
ΣΤΡ. Αχ τί θα γίνω ο δόλιος; Αν δε μάθω
να ρητορεύω, πάει, είμαι χαμένος.
Δώστε μου εσείς μια συμβουλή, Νεφέλες.
ΚΟΡ. Νά η συμβουλή μας, γεροντάκο: Αν έχεις
γιο κάμποσο μεγάλο, να τον στείλεις
να γίνει μαθητής αντίς για σένα.
ΣΤΡ. Έχω ένα γιο τρισάξιο, μα δε θέλει
να γίνει μαθητής. Αχ τί να κάμω;
ΚΟΡ. Και τον αφήνεις; ΣΤΡ. Είναι, ξέρετε, ένας
κορμάτος και γερός· βαστά από μάνα
800 φαντασμένη, απ᾽ αυτές σαν την Κοισύρα.
Μα πάω να τον ζητήσω· κι αν δε θέλει,
θα τον διώξω απ᾽ το σπίτι, δεν έχει άλλο.
Στο Σωκράτη.
Εσύ έμπα και περίμενέ με λίγο.
εἴ σοι γράφοιτο πεντετάλαντός τις δίκη,
ὅπως ἂν αὐτὴν ἀφανίσειας εἰπέ μοι.
760 ΣΤ. ὅπως; ὅπως; οὐκ οἶδ᾽· ἀτὰρ ζητητέον.
ΣΩ. μή νυν περὶ σαυτὸν ἴλλε τὴν γνώμην ἀεί,
ἀλλ᾽ ἀποχάλα τὴν φροντίδ᾽ εἰς τὸν ἀέρα
λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός.
ΣΤ. ηὕρηκ᾽ ἀφάνισιν τῆς δίκης σοφωτάτην,
765 ὥστ᾽ αὐτὸν ὁμολογεῖν σέ μοι. ΣΩ. ποίαν τινά;
ΣΤ. ἤδη παρὰ τοῖσι φαρμακοπώλαις τὴν λίθον
ταύτην ἑόρακας, τὴν καλήν, τὴν διαφανῆ,
ἀφ᾽ ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι; ΣΩ. τὴν ὕαλον λέγεις;
ΣΤ. ἔγωγε. φέρε, τί δῆτ᾽ ἄν, εἰ ταύτην λαβών,
770 ὁπότε γράφοιτο τὴν δίκην ὁ γραμματεύς,
ἀπωτέρω στὰς ὧδε πρὸς τὸν ἥλιον
τὰ γράμματ᾽ ἐκτήξαιμι τῆς ἐμῆς δίκης;
ΣΩ. σοφῶς γε, νὴ τὰς Χάριτας. ΣΤ. οἴμ᾽ ὡς ἥδομαι
ὅτι πεντετάλαντος διαγέγραπταί μοι δίκη.
775 ΣΩ. ἄγε δὴ ταχέως τουτὶ ξυνάρπασον. ΣΤ. τὸ τί;
ΣΩ. ὅπως ἀποστρέψαι᾽ ἂν ἀντιδικῶν δίκην
μέλλων ὀφλήσειν μὴ παρόντων μαρτύρων.
ΣΤ. φαυλότατα καὶ ῥᾷστ᾽. ΣΩ. εἰπὲ δή. ΣΤ. καὶ δὴ λέγω.
εἰ πρόσθεν ἔτι μιᾶς ἐνεστώσης δίκης,
780 πρὶν τὴν ἐμὴν καλεῖσθ᾽, ἀπαγξαίμην τρέχων.
ΣΩ. οὐδὲν λέγεις. ΣΤ. νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγ᾽, ἐπεὶ
οὐδεὶς κατ᾽ ἐμοῦ τεθνεῶτος εἰσάξει δίκην.
ΣΩ. ὑθλεῖς· ἄπερρ᾽, οὐκ ἂν διδάξαιμ᾽ ἄν σ᾽ ἔτι.
ΣΤ. ὁτιὴ τί; ναὶ πρὸς τῶν θεῶν, ὦ Σώκρατες.
785 ΣΩ. ἀλλ᾽ εὐθὺς ἐπιλήθει σύ γ᾽ ἅττ᾽ ἂν καὶ μάθῃς·
ἐπεὶ τί νυνδὴ πρῶτον ἐδιδάχθης; λέγε.
ΣΤ. φέρ᾽ ἴδω, τί μέντοι πρῶτον ἦν; τί πρῶτον ἦν;
τίς ἦν ἐν ᾗ ματτόμεθα μέντοι τἄλφιτα;
οἴμοι, τίς ἦν; ΣΩ. οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ,
790 ἐπιλησμότατον καὶ σκαιότατον γερόντιον;
ΣΤ. οἴμοι. τί οὖν δῆθ᾽ ὁ κακοδαίμων πείσομαι;
ἀπὸ γὰρ ὀλοῦμαι μὴ μαθὼν γλωττοστροφεῖν.
ἀλλ᾽, ὦ Νεφέλαι, χρηστόν τι συμβουλεύσατε.
ΧΟ. ἡμεῖς μέν, ὦ πρεσβῦτα, συμβουλεύομεν,
795 εἴ σοί τις υἱός ἐστιν ἐκτεθραμμένος,
πέμπειν ἐκεῖνον ἀντὶ σαυτοῦ μανθάνειν.
ΣΤ. ἀλλ᾽ ἔστι μοί γ᾽ υἱὸς καλός τε κἀγαθός·
ἀλλ᾽ οὐκ ἐθέλει γὰρ μανθάνειν. τί ἐγὼ πάθω;
ΧΟ. σὺ δ᾽ ἐπιτρέπεις; ΣΤ. εὐσωματεῖ γὰρ καὶ σφριγᾷ,
800 κἄστ᾽ ἐκ γυναικῶν εὐπτέρων τῶν Κοισύρας.
ἀτὰρ μέτειμί γ᾽ αὐτόν· ἢν δὲ μὴ ᾽θέλῃ,
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐκ ἐξελῶ ᾽κ τῆς οἰκίας.
ἀλλ᾽ ἐπανάμεινόν μ᾽ ὀλίγον εἰσελθὼν χρόνον.
***
ΣΩΚ. Καλά. Σου θέτω έν άλλο έξυπνο θέμα.
Για ένα ποσό μεγάλο αν σε μηνύσουν,
πώς τη μήνυση εσύ θα εξαφανίσεις;
760 ΣΤΡ. Πώς; Δεν το ξέρω· μα να ψάξω οφείλω.
ΣΩΚ. Να μην τυλίγεσαι όλο σε μια σκέψη,
το νου σου αμόλα σα χρυσό μαμούνι
με μια κλωστή δεμένο από το πόδι.
ΣΤΡ. Βρήκα έναν τρόπο πώς να εξαφανίσω
τη μήνυση· κι εσένα θα σ᾽ αρέσει.
ΣΩΚ. Σαν τί; ΣΤΡ. Οι φαρμακοπώλες δεν πουλούνε
μια πέτρα ωραία και διάφανη, που ανάβουν
μ᾽ αυτή φωτιά; Θα ξέρεις. ΣΩΚ. Το γυαλί;
ΣΤΡ. Ναι, αυτό. Λοιπόν εγώ γυαλί θα πάρω,
770 κι ο γραμματέας τη μήνυση όταν γράφει,
κατά τον ήλιο θα σταθώ, πιο πέρα,
κι αυτά που γράφει στο κερί θα λιώσω.
ΣΩΚ. Σοφό, ναι μά τις Χάριτες. ΣΤΡ. Ω γλύκες!
Η δίκη πάει· κι ήταν για τόσο χρήμα.
ΣΩΚ. Τσάκωσε τώρα έν᾽ άλλο, αμέσως. ΣΤΡ. Λέγε.
ΣΩΚ. Δικάζεσαι και μάρτυρες δεν έχεις·
υπόθεση χαμένη· τί θα κάμεις,
για να ξεφύγεις; ΣΤΡ. Ευκολότατο είναι. ΣΩΚ. Πώς;
ΣΤΡ. Άκου. Πριν η υπόθεσή μου
εκφωνηθεί —θα ᾽χει σειρά κάποια άλλη—
780 θα πάω να κρεμαστώ. ΣΩΚ. Βλακείες. ΣΤΡ. Καθόλου·
όταν πεθάνω, πώς θα με δικάσουν;
ΣΩΚ. Μωρίες· δε σε διδάσκω πια άλλο· φύγε.
ΣΤΡ. Για τ᾽ όνομα των θεών! Γιατί, Σωκράτη;
ΣΩΚ. Μα εσύ, ό,τι μάθεις, το ξεχνάς αμέσως·
νά, τώρα τί σε δίδαξα; Έλα πες μου.
ΣΤΡ. Ποιό ήταν το πρώτο; Γιά να δω! Βρε ποιό ήταν;
Που λέαμε πώς ζυμώνουμε τ᾽ αλεύρι;
Μα ποιό ήταν; ΣΩΚ. Στα τσακίσματα! Γκρεμίσου!
790 Άξεστο γεροντάκι, ξεχασιάρη.
ΣΤΡ. Αχ τί θα γίνω ο δόλιος; Αν δε μάθω
να ρητορεύω, πάει, είμαι χαμένος.
Δώστε μου εσείς μια συμβουλή, Νεφέλες.
ΚΟΡ. Νά η συμβουλή μας, γεροντάκο: Αν έχεις
γιο κάμποσο μεγάλο, να τον στείλεις
να γίνει μαθητής αντίς για σένα.
ΣΤΡ. Έχω ένα γιο τρισάξιο, μα δε θέλει
να γίνει μαθητής. Αχ τί να κάμω;
ΚΟΡ. Και τον αφήνεις; ΣΤΡ. Είναι, ξέρετε, ένας
κορμάτος και γερός· βαστά από μάνα
800 φαντασμένη, απ᾽ αυτές σαν την Κοισύρα.
Μα πάω να τον ζητήσω· κι αν δε θέλει,
θα τον διώξω απ᾽ το σπίτι, δεν έχει άλλο.
Στο Σωκράτη.
Εσύ έμπα και περίμενέ με λίγο.