Στην Ελληνική και στην Ρωμαϊκή μυθολογία με το όνομα Όρκος είναι γνωστή η
θεότητα την οποία οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν προσωποποίηση του όρκου που
δίνεται. Ο Όρκος αναφέρεται ως γιος της θεάς Έριδας ή του Αιθέρα και της θεάς
Γαίας. Ο Όρκος τιμωρούσε τους επίορκους, όσους δηλαδή καταπατούσαν τον όρκο που
είχαν δώσει. Στη ρωμαϊκή μυθολογία ο Όρκος ταυτίζεται μερικώς με τον Πλούτωνα ή
Άδη.
Ο Όρκος έχει μοναδική σπουδαιότητα σε πολιτισμούς χωρίς γραφή, στους οποίους
δεν υπάρχουν καταγραφές σαν αποδεικτικά μέσα, ούτε επίσημα έγγραφα, αλλά και
στους αρχαίους μεγάλους πολιτισμούς η ύπαρξη γραφής, με μεγάλη βραδύτητα
περιόρισε τον όρκο και ποτέ δεν τον εξάλειψε τελείως.
Είναι ένας από τους παλαιότερους θεσμούς, και ταυτίζεται με τον τύπο εκείνο
των δικαστικών δοκιμασιών, όπου με την παρέμβαση της
θείας δίκης αποδεικνυόταν η αθωότητα ή η
ενοχή του κατηγορουμένου. Ο κριτής υποβάλλει το άτομο σε μία δοκιμασία, με στόχο
να καταλάβει ή όχι αν λέει αλήθεια. Χρησιμοποιούνται πολυάριθμες μέθοδοι. Το
άτομο πίνει ένα τοξικό ποτό και παρατηρούνται οι αντιδράσεις του οργανισμού του
ή πρέπει να αρπάξει με το χέρι ένα πυρωμένο σίδερο και να διαπιστωθεί αν άφησε ή
όχι κόκκινα σημάδια στο χέρι του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η δοκιμασία
αντικαθιστά την απόδειξη αθωότητας ή ενοχής, δηλ. για να αποδείξει κανείς τις
ικανότητες ή την αθωότητά του πρέπει να δοκιμαστεί.
Στην Ρώμη μία Εστιάδα η Αιμιλία, που η ηθική της αμφισβητήθηκε, επειδή είχε
αφήσει να σβήσει η φωτιά λέγεται ότι προσευχήθηκε στην Εστία και έριξε ένα
κομμάτι λινό ύφασμα πάνω στα κρύα κάρβουνα. Η φλόγα που πετάχτηκε πιστοποίησε
την αθωότητά της. Και υπήρχε και μία άλλη, Τουκκία το όνομά της, που όταν
βρέθηκε σε παρόμοια θέση, απέδειξε την αθωότητά της μεταφέροντας από τον Τίβερη
ένα κόσκινο γεμάτο νερό, χωρίς να χυθεί ούτε μία σταγόνα.
Η λέξη όρκος παράγεται από το αρχαίο ρήμα
είργω = περιορίζω, εμποδίζω, από το οποίο παράγεται και η λέξη ειρκτή,
σημαίνει ένα μέσο με το οποίο ο ορκιζόμενος δεσμεύεται να πει την αλήθεια,
διαφορετικά θα υποστεί κυρώσεις. Επίσης η λέξη έρκος= φραγμός, εμπόδιο, με την
οποία συνδέεται ετυμολογικά ο όρκος, σήμαινε αρχικά το πρόσωπο ή το πράγμα που
επικαλούνταν ο ορκιζόμενος (συνώνυμη λέξη: τα όρκια). Είναι ένα είδος δυνητικής
αυτοκατάρας, η οποία ενεργοποιείται εναντίον αυτού του ίδιου που ορκίζεται, στην
περίπτωση που τον παραβαίνει. Η δέσμευση γίνεται στο όνομα κάποιου θεού.
«
Κι η μισημένη η Έριδα τον Πόνο
γέννησε που βασανίζει, γέννησε και την Λήθη και την Πείνα, και τις
Πληγές που δάκρυ τις ποτίζει, τους Πόλεμους, τους Φόβους και τις Μάχες και τ’
Αντροσκοτώματα και τις Φιλονικίες και τ’ απατηλά τα Λόγια και τις Κρισοδικίες
και την Κακονομία και την Απάτη, πούναι συχνά φιλί-κλειδί τα δύο τους, και τον
Όρκο, π’ αλήθεια αυτός τις πιο πολλές έχει σωριάσει συφορές του ανθρώπου, γιατί
αλλοί και τρισαλλοί, σ’ αυτόν που ψεύτικα -κι είναι εις γνώση του- τον πάρει»
(Ησίοδος, Θεογονία).
Ορφικός Όρκος: Οι όρκοι των
μυστών των Ελευσινίων Μυστηρίων ήταν διάφοροι, ανάλογα με τον βαθμό μύησης
καθενός. Ο Όρκος των απλών μυήσεων, ο λεγόμενος Ορφικός Όρκος, ήταν:
«Σε εξορκίζω στον Ουρανό, που είναι
έργο μεγάλου σοφού, σε εξορκίζω στην φωνή του Μεγάλου Πατέρα, που λάλησε για
πρώτη φορά, όταν τον κόσμο όλο εστήριξε στις βουλές του».
Ο Όρκος των
ανώτερων βαθμών ήταν:
«Σε εξορκίζω στον γεννήτορα των
Αθανάτων, τον Αιώνιο, στο Πυρ και το Ύδωρ, την Γη και τον Ουρανό την Σελήνη και
τον Ήλιο, τον Μέγα Δημιουργό του Φωτός και στη σκοτεινή Νύχτα».
Όρκος Πυθαγορείων
«Οὐ, μὰ τὸν ἁμετέρᾳ γενεᾷ παραδόντα τετρακτύν, παγάν ἀενάου φύσεως ῥιζώματ’
ἔχουσαν»
[Οχι, μα τον παραδώσαντα και στη δική μας γενεά την τετρακτύν, την πηγή
αιώνιας φύσεως που ριζώματα έχει]
Όρκος Αθηναίων Εφήβων Οπλιτών
«Ού καταισχυνώ όπλα τά ιερά, ούδ’ εγκαταλείψω τόν παραστάτην, ότω άν
στοιχήσω. Αμυνώ δέ καί υπέρ ιερών καί οσίων, καί μόνος καί μετά πολλών. Τήν
πατρίδα δέ ούκ ελάσσω παραδώσω, πλείω δέ καί αρείω όσης άν παραδέξωμαι. Καί
ευηκοήσω τών αεί κραινόντων εμφρόνως, καί τοίς θεσμοίς τοίς ιδρυμένοις πείσομαι,
καί ούς τινας άν άλλους τό πλήθος ιδρύσεται ομοφρόνως. Καί άν τις αναιρή τούς
θεσμούς ή μή πείθηται, ούκ επιτρέψω. Αμυνώ δέ καί μόνος καί μετά πάντων. Καί
ιερά τά πάτρια τιμήσω. Ίστορες θεοί τούτων, Άγραυλος, Ενυάλιος Άρης, Ζεύς,
Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη.»
[Δεν θα ντροπιάσω τα όπλα τα ιερά, ούτε θα εγκαταλείψω το συμπολεμιστή μου,
θα αγωνιστώ για τα ιερά και τα θεία και με μόνος και πολλούς. Την Πατρίδα δεν θα
την παραδώσω μικρότερη, αλλά μεγαλύτερη και ενδοξότερη από όση την παρέλαβα. Και
θα πειθαρχώ στους εκάστοτε διοικούνται, και θα υπακούω τους ισχύοντες Νόμους και
σε όσους άλλους ψηφίσει ο Λαός. Και αν κανείς προσπαθήσει να τους καταργήσει ή
δεν τους υπακούει, δεν θα του το επιτρέψω. Θα αγωνιστώ δε μόνος μου και με όλους
Και τα πατροπαράδοτα Ιερά θα τιμώ. Μάρτυρες μου για όλα αυτά ας είναι οι
Θεοί]
Όρκος Ελλήνων στίς Πλαταιές
«Ού ποιήσομαι περί πλείονος τό ζήν τής ελευθερίας. Ουδέ εγκαταλείψω τούς
ηγεμόνας, ούτε ζώντας, ούτε αποθανόντας. Αλλά τούς εν τή μάχη τελευτήσαντας τών
συμμάχων άπαντας θάψω. Καί κρατήσας τώ πολέμω τούς βαρβάρους, τών μέν
μαχεσαμένων υπέρ τής Ελλάδος πόλεων ουδεμίαν ανάστατον ποιήσω, τάς δέ τά τού
βαρβάρου προελομένας απάσας δεκατεύσω. Καί τών ιερών εμπρησθέντων καί
καταβληθέντων υπό τών βαρβάρων ουδέν ανοικοδομήσω παντάπασιν. Αλλ’ υπόμνημα τοις
επιγιγνομένοις εάσω καταλείπεσθαι τής τών βαρβάρων ασεβείας.»
[Δεν θα προτιμήσω περισσότερο την ζωή από την Ελευθερία! Δεν θα εγκαταλείψω
τους ηγέτες, ούτε τους ζωντανούς, ούτε τους νεκρούς, αλλά εκείνους που στην μάχη
πέθαναν, όλους τους συμμαχητές μου θα θάψω. Εάν νικήσω δε τους βαρβάρους στην
μάχη, καμμία από τις πόλεις που για την Ελλάδα πολέμησαν δεν θα πειράξω, ενώ
εκείνες που με τους βαρβάρους συμμάχησαν, θα τις υποχρεώσω να καταβάλουν το
δέκατον. Και τους ναούς που κάηκαν και αφανίσθηκαν από τους βαρβάρους δεν θα
ξανακτίσω κανέναν, αλλά θα αφήσω να παραμείνουν ερείπια στις επόμενες γενεές, ως
υπενθύμιση της ασεβείας των βαρβάρων]
Όρκος 9 Αρχόντων
«Συμφυλάξειν τους νόμους ή χρυσούν ανδριάντα αποτίσαι ισομέτρητον»
[Θα τηρώ τους νόμους διαφορετικά θα πληρώσω με χρυσό ανδριάντα που θα έχει
ίδιο βάρος με το δικό μου]
Ο
παιάνας των Σπαρτιατών
«Αγετ’, ώ Σπάρτας ευάνδρω κώροι πατέρων πολιατάν λαιά μέν ίτυν προβάλεσθε,
δόρυ δ’ ευτόλμως άνχεσθε, μή φειδομένοι τάς ζωάς. Ου γάρ πάτριον τά Σπάρτα»
[Εμπρός ώ της ευάνδρου Σπάρτης τέκνα πατέρων πολιτών, διά της αριστεράς
χειρός την ασπίδαν προβάλετε, διά δέ της δεξιάς με τόλμη τοδόρυ υψώσατε μη
φειδόμενοι τις ζωές, γιατί αυτό δεν είναι πατροπαράδοτον στην Σπάρτη]
Όρκος Ηλιαστών
Ψηφιούμαι κατά τούς νόμους καί τά ψηφίσματα τόυ δήμου τών Αθηναίων καί τής
βουλής τών πεντακοσίων καί τ ύ ρ α νν ον ού ψηφιούμαι είναι ουδ’ολιγαρχίαν ουδ’
εάν τις καταλύη τόν δήμον τόν Αθηναίων ή λέγη ή επιψηφίζει παρά (β) ταύτα, ου
πείσομαι/ουδέ τών χρεών τών ιδίων αποκοπάς ουδε γής αναδασμόν τής Αθηναίων ουδ’
οικιών ουδέ τούς φεύγοντας κατάξω ουδέ ών θάνατος κατέγνωσται, ουδέ τούς
μένοντας εξελώ παρα τούς νόμους τούς κειμένους καί τά ψηφίσματα τού δήμου τού
Αθηναίων καί τής βουλής ούτ’ αυτός εγώ ούτ’ άλλον ουδένα εάσω/(γ)ούδ’αρχήν
καταστήσω ώστ’ άρχειν υπεύθυνον όντα ετέρας αρχής καί τών εννέα αρχόντων καί τού
ιερομνήμονος καί όσοι μετα τών εννέα αρχόντων κυαμεύονται ταύτη τή ημέρα καί
κήρυκος καί πρεσβείας καί συνέδρων ο ουδέ δίς τήν αυτήν αρχήν τόν αυτόν άνδρα,
ουδέ δύο αρχάς άρξαι τόν αυτόν εν τώ αυτώ ενιαυτώ/(δ)ουδέ δώρα δέξομαι τής
ηλιάσεως ένεκα ούτ’ αυτός εγώ ούτ’ άλλος εμοί ούτ’ άλλη ειδότος εμού, ούτε τέχνη
ούτε μηχανή ουδεμιά καί γέγονα ουκ έλαττον ή τριάκοντα έτη καί ακροάσομαι τού τε
κατηγόρου καί τού απολογουμένου ομοίως αμφοίν καί δαψηφιούμαι περί αυτού ού άν η
δίωξις ή επομνύναι Δία, Ποσειδώ, Δήμητρα καί επαράσθαι εξώλειαν εαυτώ καί ούκ τή
εαυτού, εί τι τούτων παραβαίνοι, ευορκούντι δέ πολλά καγαθά είναι.
[Θα ψηφίσω σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του λαού των Αθηνών και
της Βουλής των 500. Δεν θα ψηφίσω υπέρ της εγκαταστάσεως Τυραννίας ή Ολιγαρχίας,
και, αν κάποιος επιχειρήσει να καταργήσει την εξουσία των Αθηναίων Πολιτών ή
προτείνει ή θέσει σε ψηφοφορία κάτι αντίθετο προς την Δημοκρατία, δε θα το
δεχτώ. Δε θα ψηφίσω κατάργηση των ιδιωτικών χρεών, ούτε αναδασμό της γης και των
σπιτιών των Αθηναίων πολιτών, ούτε θα επαναφέρω τους εξορίστους ούτε τους
καταδικασμένους σε θάνατο, ούτε θα εκδιώξω από την Πόλη, κανέναν από τους
Πολίτες που μένουν σε αυτή παρά τους ισχύοντες νόμους και ψηφίσματα της
συνέλευσης των Πολιτών και της Βουλής, ούτε εγώ ο ίδιος, ούτε σε κανέναν άλλο θα
το επιτρέψω.
Ούτε θα επιτρέψω σε ’ρχοντα να αναλάβει τα καθήκοντά του, αν δεν έχει ακόμα
λογοδοτήσει για άλλη αρχή. Αυτό και για τους εννέα άρχοντες και για τον
Ιερομνήμονα και για όσους άλλους άρχοντες εκλέγονται με κλήρο την ίδια μέρα με
τους Εννέα άρχοντες, και για τον κήρυκα και για τους αντιπροσώπους σε συνέδριο.
Δε θα επιτρέψω να αναλάβει δύο φορές την ίδια αρχή το ίδιο πρόσωπο, ούτε δύο
αρχές το ίδιο πρόσωπο στο ίδιο έτος. Δε θα δεχτώ καθόλου δώρα ως δικαστής ούτε
εγώ προσωπικώς ούτε με τη μεσολάβηση άλλου, άνδρα ή γυναίκας, εν γνώσει μου με
κανένα πλάγιο μέσο ή τρόπο. Και δεν είμαι μικρότερος των τριάντα ετών. Και θα
ακούω και τον κατήγορο και τον απολογούμενο με ίση προσοχή και θα ψηφίσω μόνο
για το ζήτημα στο οποίο αναφέρεται η καταγγελία. Ορκίζομαι στο όνομα του Δία,
του Ποσειδώνα, της Δήμητρας και επικαλούμαι για μένα και την οικογένειά μου
ολοκληρωτική καταστροφή, αν παραβώ τις υποχρεώσεις αυτές, αν όμως μείνω πιστός
στον όρκο μου να χαρώ κάθε ευτυχία]
Όρκος Ιπποκράτη
Ὄμνυμι Ἀπόλλωνα ἰητρὸν, καὶ Ἀσκληπιὸν, καὶ Ὑγείαν, καὶ Πανάκειαν, καὶ θεοὺς
πάντας τε καὶ πάσας, ἵστορας ποιεύμενος, ἐπιτελέα ποιήσειν κατὰ δύναμιν καὶ
κρίσιν ἐμὴν ὅρκον τόνδε καὶ ξυγγραφὴν τήνδε. Ἡγήσασθαι μὲν τὸν διδάξαντά με τὴν
τέχνην ταύτην ἴσα γενέτῃσιν ἐμοῖσι, καὶ βίου κοινώσασθαι, καὶ χρεῶν χρηίζοντι
μετάδοσιν ποιήσασθαι, καὶ γένος τὸ ἐξ ωὐτέου ἀδελφοῖς ἴσον ἐπικρινέειν ἄῤῥεσι,
καὶ διδάξειν τὴν τέχνην ταύτην, ἢν χρηίζωσι μανθάνειν, ἄνευ μισθοῦ καὶ
ξυγγραφῆς, παραγγελίης τε καὶ ἀκροήσιος καὶ τῆς λοιπῆς ἁπάσης μαθήσιος μετάδοσιν
ποιήσασθαι υἱοῖσί τε ἐμοῖσι, καὶ τοῖσι τοῦ ἐμὲ διδάξαντος, καὶ μαθηταῖσι
συγγεγραμμένοισί τε καὶ ὡρκισμένοις νόμῳ ἰητρικῷ, ἄλλῳ δὲ οὐδενί. Διαιτήμασί τε
χρήσομαι ἐπ’ ὠφελείῃ καμνόντων κατὰ δύναμιν καὶ κρίσιν ἐμὴν, ἐπὶ δηλήσει δὲ καὶ
ἀδικίῃ εἴρξειν. Οὐ δώσω δὲ οὐδὲ φάρμακον οὐδενὶ αἰτηθεὶς θανάσιμον, οὐδὲ
ὑφηγήσομαι ξυμβουλίην τοιήνδε. Ὁμοίως δὲ οὐδὲ γυναικὶ πεσσὸν φθόριον δώσω. Ἁγνῶς
δὲ καὶ ὁσίως διατηρήσω βίον τὸν ἐμὸν καὶ τέχνην τὴν ἐμήν. Οὐ τεμέω δὲ οὐδὲ μὴν
λιθιῶντας, ἐκχωρήσω δὲ ἐργάτῃσιν ἀνδράσι πρήξιος τῆσδε. Ἐς οἰκίας δὲ ὁκόσας ἂν
ἐσίω, ἐσελεύσομαι ἐπ’ ὠφελείῃ καμνόντων, ἐκτὸς ἐὼν πάσης ἀδικίης ἑκουσίης καὶ
φθορίης, τῆς τε ἄλλης καὶ ἀφροδισίων ἔργων ἐπί τε γυναικείων σωμάτων καὶ
ἀνδρῴων, ἐλευθέρων τε καὶ δούλων. Ἃ δ’ ἂν ἐν θεραπείῃ ἢ ἴδω, ἢ ἀκούσω, ἢ καὶ
ἄνευ θεραπηίης κατὰ βίον ἀνθρώπων, ἃ μὴ χρή ποτε ἐκλαλέεσθαι ἔξω, σιγήσομαι,
ἄῤῥητα ἡγεύμενος εἶναι τὰ τοιαῦτα. Ὅρκον μὲν οὖν μοι τόνδε ἐπιτελέα ποιέοντι,
καὶ μὴ ξυγχέοντι, εἴη ἐπαύρασθαι καὶ βίου καὶ τέχνης δοξαζομένῳ παρὰ πᾶσιν
ἀνθρώποις ἐς τὸν αἰεὶ χρόνον. παραβαίνοντι δὲ καὶ ἐπιορκοῦντι, τἀναντία
τουτέων.
[Ορκίζομαι στο θεό Απόλλωνα τον ιατρό και στο θεό Ασκληπιό και στην Υγεία και
στην Πανάκεια και επικαλούμενος τη μαρτυρία όλων των θεών ότι θα εκτελέσω κατά
τη δύναμη και την κρίση μου τον όρκο αυτόν και τη συμφωνία αυτή. Να θεωρώ τον
διδάσκαλό μου της ιατρικής τέχνης ίσο με τους γονείς μου και την κοινωνό του
βίου μου. Και όταν χρειάζεται χρήματα να μοιράζομαι μαζί του τα δικά μου. Να
θεωρώ την οικογένειά του αδέλφια μου και να τους διδάσκω αυτήν την τέχνη αν
θέλουν να την μάθουν χωρίς δίδακτρα ή άλλη συμφωνία.
Να μεταδίδω τους κανόνες ηθικής, την προφορική διδασκαλία και όλες τις άλλες
ιατρικές γνώσεις στους γιους μου, στους γιους του δασκάλου μου και στους
εγγεγραμμένους μαθητές που πήραν τον ιατρικό όρκο, αλλά σε κανέναν άλλο. Θα
χρησιμοποιώ τη θεραπεία για να βοηθήσω τους ασθενείς κατά τη δύναμη και την
κρίση μου, αλλά ποτέ για να βλάψω ή να αδικήσω. Ούτε θα δίνω θανατηφόρο φάρμακο
σε κάποιον που θα μου το ζητήσει, ούτε θα του κάνω μια τέτοια υπόδειξη.
Παρομοίως, δεν θα εμπιστευτώ σε έγκυο μέσο που προκαλεί έκτρωση. Θα διατηρώ αγνή
και άσπιλη και τη ζωή και την τέχνη μου. Δεν θα χρησιμοποιώ νυστέρι ούτε σε
αυτούς που πάσχουν από λιθίαση, αλλά θα παραχωρώ την εργασία αυτή στους ειδικούς
της τέχνης.
Σε όσα σπίτια πηγαίνω, θα μπαίνω για να βοηθήσω τους ασθενείς και θα απέχω
από οποιαδήποτε εσκεμμένη βλάβη και φθορά, και ιδίως από γενετήσιες πράξεις με
άνδρες και γυναίκες, ελεύθερους και δούλους. Και όσα τυχόν βλέπω ή ακούω κατά τη
διάρκεια της θεραπείας ή και πέρα από τις επαγγελματικές μου ασχολίες στην
καθημερινή μου ζωή, αυτά που δεν πρέπει να μαθευτούν παραέξω δεν θα τα
κοινοποιώ, θεωρώντας τα θέματα αυτά μυστικά. Αν τηρώ τον όρκο αυτό και δεν τον
παραβώ, ας χαίρω πάντοτε υπολήψεως ανάμεσα στους ανθρώπους για τη ζωή και για
την τέχνη μου. Αν όμως τον παραβώ και επιορκήσω, ας πάθω τα αντίθετα].
Οι Όρκοι αρχίζουν με επίκληση των
Θεών
Πρώτα των αρμόδιων θεοτήτων και ύστερα όλων των άλλων. Όλοι τους καλούνται
αυτήν την επίσημη στιγμή σαν Μάρτυρες πως ο όρκος θα τηρηθεί. Στην Ιλιάδα
βλέπουμε τον Αγαμέμνονα να δέεται στον Δία που είναι ο αρμόδιος των Ελλήνων θεός
και παράλληλα γίνεται επίκληση του Ηλίου-ουρανού, της γης με τους ποταμούς και
του Κάτω κόσμου, δηλ. ένας όρκος που βάζει μάρτυρα ολόκληρο το σύμπαν.
Ψηλά τα χέρια σήκωσεν ο Ατρείδης κι
εδεήθη
Δία πατέρα δοξαστέ, μεγάλε, όπου δεσπόζεις από την Ιδην, κι Ηλιε, που ακούς
και βλέπεις όλα και ποταμοί, και γη, και σεις θεοί, που εκεί στον Άδη καθ’
επιόρκου την ψυχήν ως πρέπει τιμωρείτε, γίνεστε τώρα μάρτυρες και φύλακες των
όρκων». (Ιλιάδα 275-280).
Ο Όρκος του Αγαμέμνονα δείχνει
την βαθιά θρησκευτική σημασία με την οποία έχει επενδυθεί ο όρκος στις αρχαϊκές
κοινωνίες.
Ανέκαθεν ήταν δυνατόν διάφορα αντικείμενα να αναχθούν σε μάρτυρες του όρκου.
Η Ήρα ορκίζεται στο κεφάλι του Διός και στην συζυγική κλίνη, ο Αχιλλέας στην
Ιλιάδα ορκίζεται στο σκήπτρο του, το οποίο δεν πρόκειται να ανθίσει ποτέ. Το
σκήπτρο, που αντιπροσωπεύει εδώ τον όρκο, επενδύεται με την θεϊκή δύναμη και
επιφορτίζεται να τιμωρήσει τον Ατρίδη αν επιορκήσει:
«αλλά έναν λόγο θα σου ειπώ, και ομόνω μέγαν όρκο, ναι, μα το σκήπτρο τούτ’
όπου κλαδί δεν βγάζ’ ή φύλλα, καθώς αφήκε τον κορμόν στα όρη εκεί που εκόπη, και
δεν θ’ αναχλωράνει, αφού τα φύλλα και το φλούδι γύρω του ελέπισε ο χαλκός, και
το φορούν στο χέρι οι δικαιοκρίτες Αχαιοί τους νόμους να φυλάγουν, όπως τους
έδωκεν ο Ζευς, και θά’ ναι μέγας όρκος, θ’ αποζητήσουν οι Αχαιοί μιά μέρα τον
Πηλείδη όλοι και συ περίλυπος την δύναμη δεν θάχεις να τους βοηθείς, όταν
πολλούς θα στρώσει χάμω η λόγχη του ανθρωποφόνου Έκτορος και θα σε τρώγει ο
πόνος, που αψήφησες των Αχαιών τον πρώτο πολεμάρχον. Είπε και χάμω επέταξε το
χρυσοκαρφωμένοσκήπτρο και πάλι εκάθησε». (Ιλιάδα Α 233-246).
Επιορκία Αυτοκατάρες
Η επιορκία, το να πατήσεις τον όρκο σου αποτελεί παράπτωμα εναντίον των θεών.
Τα αντίποινα σε αυτήν την περίπτωση δεν επιβάλλονται από τους ανθρώπους αλλά από
τις θεϊκές δυνάμεις, εφόσον εκείνες καλούνται να παίξουν τον ρόλο των εγγυητών
του όρκου. Κανένας αρχαίος κώδικας δεν προβλέπει ποινή για την επιορκία, η
τιμωρία της επιορκίας είναι υπόθεση των θεών. Το να δεσμεύεται κανείς με όρκο,
σημαίνει πως εκ των προτέρων εγκαταλείπεται στην θεϊκή εκδίκηση, εφόσον καλεί
τους θεούς να είναι παρόντες στην πράξη που δεσμεύει.
Ο Ησίοδος στην Θεογονία θεωρεί
την επιορκία το κατεξοχήν παράπτωμα, υπαίτια της αυστηρότερης δυνατής ποινής που
επιφυλάσσουν στον άνθρωπο οι θεοί:
«και τον όρκο, που αλήθεια αυτός τις
πιο πολλές έχει σωριάσει συφορές του ανθρώπου, γιατί αλλοί και τρισαλλοί σ’ αυτό
που ψεύτικα τον πάρει» (Θεογονία)
Όταν περιγράφει την προοδευτική έκπτωση
και παρακμή του ανθρώπινου γένους γράφει:
«Καμία τιμή δεν θάχει πια τον λόγο
όποιος κρατάει και μήτε ο δίκαιος και ο αγαθός, μα τον κακούργο πιο πολύ και τον
ανήθικο θέ να τιμήσουν. Το μόνο δίκαιο θάναι η δύναμη, και η συναίσθηση του
αληθινού δικαίου δεν θα υπάρχει. Και θα συντρίβει ο δειλός τον γενναίο άνδρα,
δόλια λόγια πλέκοντας, κι όρκο γι αυτά θα παίρνει» (Εργα και Ημέραι
190-194).
Όταν ορκίζονταν οι Μολοσσοί, έφερναν ένα βόδι και ένα κύπελλο γεμάτο κρασί.
Κατόπι τεμάχιζαν το βόδια σε μικρά κομμάτια και εύχονταν έτσι να κομματιαστούν
οι επίορκοι. Άδειαζαν την κούπα και εύχονταν έτσι να χυθεί το αίμα του
επίορκου.
Ο βασιλιάς της Θράκης Λυκούργος πρόδωσε την συμμαχική σύμβαση που είχε
συνάψει με μάρτυρα τον θεό Διόνυσο και εξοργισμένος ο θεός τον τιμωρεί άγρια
τυφλώνοντας και βασανίζοντάς τον προτού τον θανατώσει. Ο βασιλιάς της Κρήτης
Μίνωας τάζει στον Ποσειδώνα, δωρητή του ταύρου που έγινε αιτία να σφετεριστεί
την βασιλική εξουσία, να του θυσιάσει το ζώο. Αθετεί όμως την υπόσχεσή του και ο
Ποσειδώνας τρελαίνει τον ταύρο. Η Πασιφάη τρελαίνεται για το ζώο ενώνεται μαζί
του και αποκτά τον Μινώταυρο.
Στο έργο του Ξενοφώντα «Κύρου ανάβαση» ο
Κλέαρχος συζητά με τον Τισσαφέρνη λέγοντας:
«εγώ Τισσαφέρνη, γνωρίζω ότι οι μεταξύ μας όρκοι έχουν γίνει και χειραψίες
έχουν ανταλλαγεί με διαβεβαιώσεις ότι δεν θα θελήσομε να βλάψομε οι μεν τους δε.
Πρώτον δηλαδή και αυτό είναι το σπουδαιότερο, οι προς τους θεούς όρκοι μας
εμποδίζουν να είμαστε εχθροί μεταξύ μας. Άνθρωπο που έχει την συναίσθηση ότι
έχει φανεί αδιάφορος προς τους θεούς, αυτόν εγώ ποτέ δεν θα τον χαρακτήριζα ως
ευτυχή. γιατί στον πόλεμο με τους θεούς δεν ξέρω ούτε ποιού είδους ταχύτητα και
να χρησιμοποιεί κάποιος μπορεί να ξεφύγει, ούτε σε ποιού είδους σκοτάδι μπορεί
να κρυφτεί για να σωθεί. Γιατί όλα παντού και πάντα είναι στους θεούς υποχείρια
και όλα παντού και πάντα οι θεοί εξουσιάζουν. Σχετικά λοιπόν με τους θεούς και
τους όρκους αυτά φρονώ». (Βιβλ. Β’ Κεφ. Ε)
Οι όρκοι περιέχουν μία
αυτοκατάρα
Αυτός που ορκίζεται και καλεί
τους θεούς για μάρτυρες γι αυτό, καταριέται τον εαυτό του σε περίπτωση που
αθετήσει τον όρκο του. Διαβάζουμε στον όρκο του Ιπποκράτη
«Όσο τον όρκο μου αυτόν θα κρατώ και
δεν θα τον πατάω, άμποτε να χαίρομαι την ζωή και την τέχνη μου, έχοντας πάντα
καλό όνομα ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν όμως παραβώ τον όρκο μου και τον πατήσω,
να μου συμβούν ακριβώς τα αντίθετα»
Στην Ιλιάδα βλέπουμε τον Αγαμέμνονα να ορίζει τους όρους της συνθήκης μεταξύ
Αχαιών και Τρώων και να θυσιάζει τα κριάρια, ενώ οι Αχαιοί και οι Τρώες
παίρνοντας με τα ποτήρια τους κρασί και χύνοντάς το στην γη, εύχονται στους
θεούς και ορκίζονται με την σειρά τους:
και αυτές προφέρναν τές ευχές: «Ω
ύψιστε Κρονίδη, και όλοι οι αθάνατοι θεοί, των δολερών που πρώτοι επιορκήσουν ο
μυελός να ρεύσει καθώς ρέει τούτ’ όπου χύνω το κρασί, και αυτών και των παιδιών
τους και αγκάλες άλλων να χαρούν τα έρμα θηλυκά τους». (Ιλ. Γ 297-301).
Αργότερα η συνηθισμένη κατάρα ήταν να βρει τον επίορκο και μαζί και όλη την
γενιά του πλήρης καταστροφή (εξώλεια), το ξερίζωμα της οικογένειας, που
αντιστοιχεί στον ευνουχισμό. Η προσωποποίηση ή και η πραγματοποίηση του όρκου
από την μυθική φαντασία, που τον αναπαριστά άλλοτε με την μορφή αυτόνομης
θεότητας, άγριας και καταστρεπτικής, άλλοτε πάλι με την μορφή αντικειμένου
προικισμένου με δύναμη που τιμωρεί την επιορκία, είναι μία ένδειξη του ιερού και
μυστικιστικού χαρακτήρα που αποδίδεται στον όρκο.
Ο θεσμός αυτός παίζει σημαντικότατο ρόλο στην φιλοσοφία του Εμπεδοκλή, της
οποίας αποτελεί ουσιαστικό στήριγμα, θεωρούμενος ως θεμέλιο των παγκόσμιων
νόμων. Συχνά οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται στο παρακάτω απόσπασμα του
Εμπεδοκλή. Το βρίσκουμε ολόκληρο πλατειά σχολιασμένο στον
Πλούταρχο:
[Είναι κάποιος χρησμός της Ειμαρμένης,
πανάρχαιο και αιώνιο ψήφισμα των θεών, σφραγισμένο με μεγάλους όρκους, αν κάποια
ψυχή, που της έλαχε ο κλήρος της ζωής, αμαρτήσει και μιανθεί με φονικό αίμα ή
γίνει επίορκη, να περιπλανιέται για δέκα
χιλιάδες χρόνια μακριά από τους Μακαρίους, και να ξαναγεννιέται μέσα
στον χρόνο, παίρνοντας όλες τις θνητές μορφές και αλλάζοντας όλους τους
πολυστέναχτους δρόμους της ζήσης.
Γι αυτό η δύναμη του Αιθέρα τη βυθίζει
μέσα στην θάλασσα, η θάλασσα την ξερνάει πάνω στη Γη, η Γη τη ρίχνει μέσα στις
φλόγες του πύρινου Ήλιου, και την ξανατινάζει μέσα στην άβυσσο του Αιθέρα. Ο
ένας την παίρνει από τον άλλο και όλοι την αποδιώχνουν με βδελυγμία. Μία τέτοια
ψυχή είμαι τώρα κι εγώ, εξόριστος από τους θεούς και πλανήτης, γιατί παρασύρθηκα
από το μαινόμενο Μίσος]
Ερινύες Μοίρα Δίκη
Οι Ερινύες ενδιαφέρονται για τον όρκο ήδη από την στιγμή που δίνεται,
προειδοποιεί ο Ησίοδος:
«Τίς Πέμπτες του μήνα να φυλάγεσαι,
γιατί είναι φοβερές και κακορίζικες. Είναι η Πέμπτη μέρα καθώς λένε, η μέρα που
τριγυρίζουν οι Ερινύες τη γέννηση του Όρκου, που η Έριδα τον γέννησε, κακό
μεγάλο στους επίορκους».
Στην Ιλιάδα βλέπουμε τον όρκο του
Αγαμέμνονα που αναφέρεται σε αυτές:
«κι έσυρε ο Ατρείδης μάχαιραν οπού σιμά
στην θήκην του ξίφους είχε πάντοτε, και αφού απαρχές του χοίρου τές τρίχες έκοψε
μ’ αυτήν, κι υψώνοντας τα χέρια προς τον Κρονίδη εύχονταν, και όλοι τον βασιλέα
ήσυχοι άκουαν αυτού με τάξιν οι Αργείοι. Και αυτός τον μέγαν ουρανό κοιτάζοντας
ευχόνταν: Μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος, ο πρώτος, η Γη και ο Ήλιος και
οι θεές, οπού στα καταχθόνια τους επιόρκους τιμωρούν, οι μαύρες Ερινύες, που
χέρι εγώ δεν άπλωσα στην κόρη του Βρισέως της κλίνης το αγκάλιασμα, είτ’ άλλο ν’
απολαύσω αλλ’ έμεινεν αμάλακτη κει μέσα στές σκηνές μου, και αν ψεύδομαι από
τους θεούς να πάθ’ ότι παθαίνει ο ασεβής που ψεύτικα το όνομά τους λέγει».
Οι Μοίρες και οι Ερινύες σχετίζονται στενά
στην Ελληνική Μυθολογία.
Ο Αισχύλος λέει πως τον κόσμο τον κυβερνούσαν στην αρχή οι τρεις Μοίρες και
οι αλησμόνητες Ερινύες, που ήταν πιο δυνατές από τον Δία. -Και ποίος ορίζει το
τιμόνι της ανάγκης;
-Οι τρεις θεές οι Ερινύες που δεν ξεχνούνε
-Ώστε απ’ τις μοίρες πιο αδύνατος ο Δίας; (Αισχ. Προμηθέας 531-534)
Οι Ερινύες ξεχωριστή τους ασχολία έχουν να
τιμωρούν, την ψευδορκία, την άστοργη διαγωγή των παιδιών, την
αφιλοξενία τον φόνο ενός συγγενή. Τα τρία πρώτα αδικήματα αντιστοιχούν στους
τρεις άγραφους νόμους των Ελευσινίων και Ορφικών Μυστηρίων:
«Τίμα τους Θεούς, τίμα τους γονείς σου, τίμα τον ξένο». Οι ποινές που βάζανε
ήταν φρενόκρουσμα, πείνα, στειρότητα, θανατικό. Αρχικά πίστευαν πως ενεργούσαν
άμεσα προκαλώντας τον θάνατο του αδικητή. Αυτό εξηγά τον ρόλο τους στην
θεοκρισία με όρκο, που λεγόταν ότι είχε θεσπιστεί από τον Ραδάμανθυ, τον μυθικό
νομοθέτη της Μινωικής Κρήτης. Ο κατηγορούμενος ξεφωνούσε μία κατάρα ενάντια στον
ίδιο του τον εαυτό, δεόταν αν ήταν ένοχος να χαθεί μαζί με το γένος του.
Οι Ερινύες προβάλουν χτυπητά στον μύθο του
Οιδίποδα, που ανήκε στον οίκο του Κάδμου. Από τον πατέρα του τον Λάιο
κληρονόμησαν αυτός, και οι γιοι του ύστερα από αυτόν μία κατάρα, σωματωμένη στην
Ερινύα, που στο τέλος κατάστρεψε την δυναστεία. Αυτή ήταν η Δελφική
παράδοση.
Οι Ερινύες συνταιριαζόταν με την Δήμητρα και την Περσεφόνη. Στον Όμηρο
μοιράζονται με την Περσεφόνη το καθήκον να τιμωρούν τις ψυχές των επιόρκων.
Στην Ιλιάδα λέει ο Φοίνικας στον
Αχιλλέα:
«Το νόησε ο πατέρας μου κι επρόφερε
κατάρα, στην κεφαλήν μου τές φρικτές καλώντας Ερινύες, στα γόνατά του, σπέρμα
μου ποτέ να μην καθίσει κι ενέργησαν οι αθάνατοι την πατρική κατάρα ο χθόνιος
Ζευς κι ή άσπονδη στον Άδη Περσεφόνη (Ιλ. Ι 453-457)
Η Αρκαδική Δήμητρα ονομαζόταν
«Ερινύς». Οι Ερινύες είναι οι Μοίρες της Μινωικής Κρήτης. Η λέξη
«ερινύς» περιλαμβάνει την σημασία της τρέλας, όπως δείχνεται από την λατινική
λέξη Furia και την ελληνική λέξη «ερινύω = φρενιάζω».
Ο Ηράκλειτος έλεγε πως αν ο Ήλιος ξεπερνούσε τα
ορισμένα «μέτρα» του θα τον έβρισκαν οι Ερινύες βοηθοί της Δίκης. Η Ιδέα του Μέτρου είναι μεθομηρική εξέλιξη της
«Μοίρας». Η Δίκη έχει αναλάβει τις λειτουργίες της Μοίρας και οι δύο
σχετίζονται με τις Ερινύες. H φύση της σχέσης φαίνεται πως είναι ότι, κάθε φορά
που η μοίρα προσβάλλεται με το ξεπέρασμα των ορίων που τάχθηκαν στην ανθρώπινη
διαγωγή, η πραγματική τιμωρία του άδικου, αφήνεται στις Ερινύες. Οι
Μοίρες προστάζουν
και οι Ερινύες εκτελούν
«Κι όποιον χτυπήσει το κακό δεν θάχει
να σηκώσει κατάρα Ω Δίκη θεά, των Ερινύων εκδίκηση (Αισχ. Ευμένιδες 514)
Για αυτό στην Ιλιάδα είναι οι Ερινύες που κάνουν το άλογο του Αχιλλέα να
σωπάσει, αφού είπε όλα όσα ήταν μοιραμένο να πει.
«κι ως είπε τούτου την φωνή του κόψαν οι Ερινύες» (Ιλ. Τ 417)
Η λέξη
Δίκη χρησιμοποιείται στον
Όμηρο για να σημάνει έναν «τρόπο» ή «συνήθειο», ή ακόμα μία «κρίση». Η σημασία
της ρίζας του «δίκη» είναι «μονοπάτι». Συγγενεύει με το δείκνυμι (λατινικά
dico)=»προσδιορίζω» ή «δείχνω»- «δείχνω τον δρόμο». Δίκην διώκω τινά σημαίνει,
στην κυριολεξία, «κυνηγώ έναν άνθρωπο στο μονοπάτι», «τον αποδιώχνω».
Η ανεύρεση του δρόμου είναι σημαντικό πράγμα και στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες
η λέξεις για το «μονοπάτι» είναι πολύ παλιές. Το ξεστράτισμα από τον πατημένο
δρόμο ήταν επικίνδυνο και στην παλιά Αττική καταριόταν εκείνους που αρνιόταν να
δείξουν στους ξένους τον δρόμο. Το πέρασμα από τον «δρόμο», με την σημασία της
στράτας, στον «δρόμο» με την σημασία του «δάρμα», είναι μία λογική πρόοδος από
το συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Μια ίσια κρίση είναι ένδικος, «στο δρόμο», μία
στραβή είναι έκδικος «έξω από τον δρόμο».
Έτσι η προσωποποίηση της Δίκης σαν θεά της τιμωρίας ή της κρίσης φέρνει στην
διατύπωση της αφηρημένης ιδέας της δικαιοσύνης.
Η Δικαιοσύνη είναι η Αρετή που όταν την έχει
κανείς είναι σαν να έχει όλες τις αρετές μαζί (ΜΑΑΤ). Αυτήν την Δικαιοσύνη
διεκδικεί αυτός που Ορκίζεται.
Ο Ησίοδος στα Έργα και Ημέραι
αναφέρει:
«Η δικαιοσύνη όταν έρθει η ώρα της θριαμβεύει ενάντια στην
αδικία, μα σαν το πάθει πια κανείς και άμυαλος να είναι το καταλαβαίνει. Αμέσως
βρίσκεται επί τόπου Όρκος, τρέχοντας στ’ αχνάρια των άδικων κρίσεων, ενώ το
κλάμα υψώνεται της Δικαιοσύνης που εδώ κι εκεί σέρνεται, όπου την οδηγούν
εκείνοι που καταβροχθίζουνε τα δώρα και λύνουνε τα διάφορα με τις κρισοδικιές
τις άδικες». (219-221)
Ο Δίας έδωσε για τους έλληνες την
Δικαιοσύνη στους ανθρώπους που είναι πιο
πολύ και πάνω από όλα, το πρώτο από τα αγαθά. Είναι ο θεός που διατηρεί τις
ανθρώπινες κοινωνίες, προστατεύει τους νόμους που πάνω σ’ αυτούς οι κοινωνίες
στηρίζονται. Ο Όρκος προσωποποιημένος είναι ο θεϊκός θεσμός που δόθηκε στους
ανθρώπους από τον Δία. Οι συμφωνίες ανάμεσα στους ανθρώπους γίνονται
υποχρεωτικές με μία ιερή υποχρέωση μόλις τοποθετηθούν με τον όρκο κάτω από την
επίβλεψη μεγάλων θεοτήτων και ιδιαίτερα του Δία, που συχνά υποδείχνεται με τα
επίθετα Ορκιος και Πίστιος, δηλ. θεός προστάτης του νόμου και του λόγου που
επισφραγίστηκαν με όρκο:
«Και όμως θα μιλήσω και μάλιστα ενώπιον του Ορκίου Δία» λέει ο Νεοπτόλεμος
στον Φιλοκτήτη, και σε μία άλλη τραγωδία του Σοφοκλή ο Θησέας βεβαιώνει: «και
ταύτα ο θεός (δαίμων) τ’ άκουσε απ’ το στόμα μας κι ο όρκος του Δία που τα πάντα
ακούει». (Στο αρχαίο κείμενο ο Όρκος με κεφαλαίο, ταυτίζεται με τον γυιό του
Δία).
Ατη και Λήθη
Υπάρχουν δύο δυνάμεις που παρασύρουν τον άνθρωπο στην επιορκία και στον χαμό
του. Είναι
η Ατη και η Λήθη. Δύο
Οντότητες που ανήκουν στην γενιά της Νύχτας και έχουν συγγένεια με το Σκότος,
αφού και οι δύο εκφράζουν το σκοτεινό σύννεφο που πέφτει πάνω στον ανθρώπινο
νου, τον τυλίγει μονομιάς με σκοτάδια. του κρύβει τον σωστό δρόμο της Αλήθειας
και της Δικαιοσύνης και τον παρασέρνει στον χαμό του.
Η Ατη και η Λήθη δεν είναι μόνο λησμονιά και σφαλερό πνεύμα: είναι συνάμα και
το αμάρτημα, καθώς και το μίασμα, η τιμωρία και ο θάνατος που πηγάζουν από αυτό.
Στους Καθαρμούς του Εμπεδοκλή η
ψυχή που
περιπλανιέται εξόριστη στο λιβάδι της Ατης είναι ένας δαίμων που
αμαρτήσας κηλιδώθηκε με φοβερό μίασμα:
ή έχυσε αίμα ή έδωσε ψεύτικο
όρκο. Και στις δύο περιπτώσεις η σημασία του αμαρτήματος είναι η ίδια:
μία έριδα, μία φιλονεικία (νείκος) γεννήθηκε στον κόσμο των θεών που πρέπει να
γνωρίζει μόνο την καθαρή «φιλία». Εκείνοι που δόθηκαν για μία στιγμή στο μίσος
και υποχώρησαν στο «νείκος» γκρεμίστηκαν σ’ αυτό το λιβάδι της Ατης, που όλα τα
στοιχεία μισούν το ένα το άλλο.
Όρκος των μυστών της Ίσιδος
Μία άλλη μαρτυρία από την Αίγυπτο, που σώζεται σε δύο παραλλαγές, είναι ο
όρκος μυστικότητας που αποσπάται από τους μύστες στην τελετή μυήσεως και
ονομάστηκε όρκος των μυστών της Ίσιδος από τον Merkelbach. O στερεότυπος τύπος
του όρκου κάνει εντυπωσιακή έκκληση στον δημιουργό θεό «ο οποίος χώρισε τη γη
από τον ουρανό, το σκοτάδι από το φως» και ούτω καθεξής και απροσδόκητα
προσθέτει:
«Ορκίζομαι επίσης στο όνομα των θεών που
τιμώ». οι ερμηνευτές προσπάθησαν να προσεγγίσουν τους θεούς αυτούς,
υποδεικνύοντας άλλους Αιγυπτίους θεούς, όπως τον Αρποκράτη (θεό της μυστηριακής
σιωπής), τον Αννουβι ή τον Θώτ. Η προσέγγιση αυτή παραβλέπει την παράδοση του
τυπικού των όρκων, το οποίο έχει παρόμοιες διατάξεις από την αρχαιότητα: κάθε
εταίρος πρέπει να ορκιστεί τον μεγαλύτερο «τοπικό όρκο», διότι μόνο ένας τέτοιος
όρκος στους οικείους για τον καθένα θεούς «τους οποίους τιμώ», αποτελεί σοβαρή
υποχρέωση. Ο μυστηριακός όρκος, συμμορφώνεται με το έθιμο αυτό.
Την θεά Εστία την επικαλούνταν σαν μάρτυρα
των όρκων, συνάμα με τον Δία. Στην Ρώμη, οι Ιέρειες της ορκισμένες με
όρκους αγνότητας είχαν την βαριά ευθύνη να μην αφήσουν να σβήσει η ιερή φωτιά
στο ναό της Εστίας. Σε όλα τα δημόσια καθήκοντα που επιτελούσαν υπήρχε μία
πρωταρχική ιδέα ότι τα τρόφιμα και η διατροφή του κράτους, που η ιερή φωτιά ήταν
το σύμβολό του εξαρτιόταν από την ακριβή εκτέλεση των καθηκόντων τους, που θα
επέτρεπε και την διατήρηση του κράτους. Αλλά η διατήρηση αυτή βασιζόταν και στον
όρκο αγνότητάς τους, επειδή η αγνότητα των Εστιάδων ήταν ένδειξη και εγγύηση για
την υγεία και την σωτηρία της ίδιας της Ρώμης. Η Εστιάδα που παραβίαζε τον όρκο
αγνότητας θαβόταν ζωντανή.
Οι Αθηναίοι, ορκίζονταν στον Δία, τον
Απόλλωνα, και την Δήμητρα: «Ορκίζομαι στον Δία, στον Απόλλωνα, στη
Δήμητρα. Αν μείνω πιστός στον όρκο μου να είμαι ευτυχισμένος. Αν παραβώ τον όρκο
μου κατάρα να πέσει επάνω μου και επάνω στην οικογένειά μου»,ή στον Δία, στην
Αθηνά, στον Ποσειδώνα και στην Δήμητρα. Ο Όρκος των Αθηναίων εφήβων, επικαλείται
ένα μεγάλο κατάλογο μαρτύρων : την Αγλαυρο, στο Ιερό της οποίας γίνεται η
ορκωμοσία (ήταν αρχαία κουροτρόφος θεότητα), την Εστία (το κέντρο της πόλης),
τους πολεμικούς θεούς για την έναρξη της στρατιωτικής υπηρεσίας, την Ενυώ και
τον Ενυάλιο, τον Άρη και την Αρεία Αθηνά. Κατόπιν τον Δία, την Θαλλώ και την
Αυξώ (βλάστηση και Αύξηση), ως δυνάμεις που προστατεύουν τους εφήβους. Την
Ηγεμόνη και τον Ηρακλή, το μέγιστο πρότυπο του ανθρώπου που βρήκε τον δρόμο του
μέσα στον κόσμο με την δική του μόνο δύναμη.
Στο τέλος «τα σύνορα της πατρικής γης, το σιτάρι, το κριθάρι, τους αμπελώνες,
τις ελιές, τις συκιές, δηλ. το σύνολο της γόνιμης πατρογονικής γης». Δίνοντας
όρκο που θα τους κάνει οπλίτες επικαλούνται τα ορόσημα της μεθορίου που
διαχωρίζουν την πόλη από τους γείτονες και στα σύμβολα αυτά προστίθεται και ο
κόσμος της καλλιεργημένης γης. Επίσης ο νέος Αθηναίος ορκίζεται ότι
«δεν θα εγκαταλείψω ποτέ τον σύντροφό μου στην
γραμμή».
Το έθιμο της ορκωμοσίας απαντάται σε πολλές αδελφότητες της Δύσης, στους
Κέλτες, στους Ναίτες στα Ιπποτικά Εσωτερικά Τάγματα και συχνά επισφραγίζεται με
ανταλλαγή αίματος (αδελφοποίηση). Χαρακτηριστική είναι η ορκωμοσία με ανταλλαγή
αίματος στην Άπω Ανατολή. οι ορεισίβιοι του Βορρά στην Καμπότζη και στο Νότιο
Βιετνάμ την χρησιμοποιούν ακόμη.
Ο Όρκος και η Κατάρα
Ο όρκος στην αντίληψη της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας είναι η μεγαλύτερη
κατάρα και τούτο φαίνεται από δύο συγκεκριμένα παραδείγματα. Ο Πλούταρχος στους
Βίους Παράλληλους αναφέρει την περίπτωση του Κάλλιππου από τις Συρακούσες. Ο
Κάλλιππος συνομωτούσε ενάντια στον φίλο του Δίωνα. Όταν έγινε αντιληπτός από τη
γυναίκα του Δίωνα, προκειμένου να καθησυχάσει τις υποψίες τους, δέχθηκε να δώσει
τον μεγάλο όρκο.
Ο μεγάλος όρκος γινόταν στο τέμενος των Θεσμοφόρων. Εκείνος που δίνει τον
όρκο φορά τον πορφυρό μανδύα της θεάς, εδώ της Κόρης, και αφού τελέσει
συγκεκριμένες τελετουργίες, αποποιείται ενόρκως (απομήμνυσι) τις κατηγορίες,
κρατώντας αναμμένο πυρσό στα χέρια του. Ανάλογος όρκος, βέβαια, συνδέεται και με
τις σύγχρονες δικαιϊκές πρακτικές.
Η καταπάτησή του επισύρει την κατηγορία της ψευδορκίας. Στην περίπτωση του
Κάλλιππου έχουμε καταπάτηση του μεγάλου όρκου και συνεπώς ιεροδικία, αφού τελικά
θυσίασε το θύμα του στη γιορτή των Κορείων, τη γιορτή της θεάς στην οποία
ορκίστηκε.
Η κατάρα είναι η καθιέρωση ή αφοσίωση
άλλων. Ο όρκος, όπως και η απτή μορφή του, η δοκιμασία, είναι η
αφιέρωση του ίδιου του καταρώμενου . Συνεπώς η άσκηση του όρκου είναι μια πράξη
βαρύνουσας σημασίας στην ελληνική αρχαιότητα, είτε εφαρμόζεται ως μέσο πρόκλησης
των αντιδίκων, είτε ως τρόπος άρνησης μιας κατηγορίας, ή ως σημειολογία της
μυστικότητας των δρώμενων στα μυστήρια.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στην τελευταία περίπτωση έχουμε μαρτυρίες δικαστικών
περιπτώσεων για κατηγορίες παράβασης του όρκου περί μυστικότητας. Η μία είναι η
γνωστή περίπτωση του Αισχύλου, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι εισήγαγε δρώμενα των
Ελευσίνιων Μυστηρίων στη θεατρική σκηνή. Βέβαια, αν και είχε γεννηθεί στην
Ελευσίνα, ο Αισχύλος ήταν γνωστός για το γεγονός ότι δεν ήταν μυημένος. Έτσι,
κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά του και να απαλλαγεί, καθώς δεν μπορούσε
σκόπιμα, ως μη μυημένος, να είχε μιμηθεί τα ιερά δρώμενα.
Μια άλλη διάσημη περίπτωση είναι εκείνη του Ανδοκίδη, πάλι με επίκεντρο τα
Ελευσίνια Μυστήρια. Ο λόγος του Περί των Μυστηρίων γράφτηκε το 400 π.κ.ε. ως
απολογία ενάντια στην κύρια κατηγορία ότι είχε παραβεί το νόμο, παρακολουθώντας
τα Ελευσίνια, ενώ πρότερα είχε κατηγορηθεί για ασέβεια. Η υπερασπιστική γραμμή
που ακολουθεί για τον εαυτό του στηρίζεται στο γεγονός ότι ο νόμος με τον οποίο
τον κατηγορούν δεν είναι έγκυρος, το 400 π.κ.ε. άρα δεν μπορεί να ισχύει για
κάτι που έγινε το 415 Π.Κ.Ε. οπότε είχε παρακολουθήσει τα Μυστήρια.
Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούσαν
οι
κατάδεσμοι μεταξύ αντιδίκων στο δικαστήριο όπου οι κατάρες έρχονταν επομένως ως
αρωγοί της προσδοκίας για δικαιοσύνη. Ενδιαφέρον έχει, όπως επισημαίνει
ο κ. Χανιώτης, ότι αρχικώς καμία από αυτές τις τελετουργίες δεν έκανε διάκριση
ανάμεσα στο δίκαιο και στο άδικο. Κάτι που άρχισε να αλλάζει από την Κλασική
εποχή με τον Ευριπίδη να είναι ο πρώτος που διακρίνει την καθαρότητα του σώματος
από την καθαρότητα της ψυχής. «Τα χέρια μου είναι καθαρά μα η ψυχή μου έχει
μίασμα» όπως λέει χαρακτηριστικά η Φαίδρα στον Ιππόλυτο. Οι λόγοι αλλαγής της
νοοτροπίας δεν ήταν ωστόσο θρησκευτικοί αλλά κοινωνικοί.
Άλλη μία ιδιαίτερη κατηγορία κατάρων είναι αυτές που έχουν βρεθεί σε μικρά
μολύβδινα ελάσματα στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας και αφορούν την απόδοση
των αθλητών στα διάφορα αγωνίσματα. Πολλά από αυτά έχουν βρεθεί στο γυμνάσιο και
στον ιππόδρομο κάτω από το έδαφος.
Οι αντίπαλοι αθλητές, αλλά θα προσθέσω και άλλοι που μπορεί να είχαν συμφέρον
(όπως στοιχήματα) έγραφαν κατάρες στα ελάσματα για να προκαλέσουν κάποιο ατύχημα
στον αντίπαλό τους ή στα άλογά του την μέρα των αγώνων και κατόπιν τα έθαβαν
στον αγωνιστικό χώρο.
Από τα τέλη του 7ου αιώνα π.Κ.Ε. ο Δράκων έχει κάνει τη διάκριση μεταξύ του
φόνου εκ προμελέτης και του φόνου εξ αμελείας και σιγά σιγά η ικεσία γίνεται
ισχυρή όταν συνοδεύεται με το επιχείρημα της δικαιοσύνης. Σε όλες τις άλλες
περιπτώσεις όμως η μαγεία ουδεμία είχε σχέση με το δίκαιον. Διατηρώντας έναν
δικό της χώρο μέσα στις λαϊκές παραδόσεις κατόρθωσε να επιζήσει και στην εποχή
του Χριστιανισμού αναπροσαρμοζόμενη κάθε φορά στις νέες συνθήκες.
Η κυριότερη μορφή κατάρων κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων του
Χριστιανισμού είναι αυτές που συναντάμε σε επιταφίους, όπου ο νεκρός
προειδοποιεί, αλλά και συχνά καταριέται όποιον θα διαταράξει τον «ύπνο» του για
να χρησιμοποιήσει στο μέλλον τον δικό του τάφο.
ΔΕΣ: Επιτρέπεται ο Χριστιανός να ορκίζεται επάνω στην Αγία γραφή;