Ο Πυθαγόρας ήταν αυτός που ανακάλυψε το συμπαντικό νόμο της αλληλεξάρτησης και της αμοιβαίας έλξης, για τον οποίο χρησιμοποίησε τον απλό όρο φιλία. Η φιλία είναι η παγκόσμια δύναμη που έλκει όλα τα στοιχεία της Φύσης σε αρμονικές σχέσεις. Βοηθά να διατηρείται η τάξη των πλανητών καθώς αυτοί κινούνται στο στερέωμα και ενθαρρύνει τους άντρες και τις γυναίκες, αφού καθαρθούν οι ψυχές τους, να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον.
Κάθε άτομο έχει μια ευθύνη, δίδασκε ο Πυθαγόρας, να παρατηρεί το νόμο της φιλίας σε κάθε άποψη της ζωής. Οι μαθητές του καλλιεργούσαν τη φιλία μεταξύ των θεών και των ανθρώπων, για παράδειγμα, μέσα από αναίμακτες θυσίες και άλλες τελετές, και αυτήν μεταξύ του σώματος και των τριών μερών της ψυχής μέσα από τη φιλοσοφική έρευνα. Τη φιλία μεταξύ των πολιτών και μεταξύ των κρατών τη διατηρούσαν μέσα από νόμους και συνθήκες, και αυτήν ανάμεσα σε σύζυγο, γυναίκα, παιδιά και γείτονες μέσα από μια αναγνώριση του κοινού τους σκοπού.
Ο Πυθαγόρας θεωρούσε όλους όσους ενστερνίζονταν αυτόν τον τρόπο ζωής φίλους και συντρόφους. Τους αγαπούσε και δίδασκε στους μαθητές του να κάνουν το ίδιο μέσα από επιγραμματικές φράσεις όπως «Τα αγαθά των φίλων είναι κοινά» και «Ο φίλος μου είναι το άλλο μου μισό». Όσο οι φίλοι του ήταν υγιείς, αντλούσε ευχαρίστηση από τη συντροφιά τους και από τη συζήτηση μαζί τους. Αν αρρώσταιναν, τους περιέθαλπε. Αν ήταν αποθαρρυνμένοι ή στενοχωρημένοι, τους παρηγορούσε με τραγούδια και ψαλμωδίες. Τόσο γνωστοί ήταν οι μαθητές του για την φροντίδα του ενός προς τον άλλον, που μέχρι την εποχή του Χριστιανισμού οι Έλληνες αποκαλούσαν κάθε άτομο εξαιρετικής ευγένειας «Πυθαγόρειο».
Ο Πυθαγόρας δίδασκε ότι η αντιζηλία και, πάνω απ’ όλα, ο θυμός πρέπει να εκλείπουν από τη φιλία. Η κριτική έπρεπε να ασκείται μόνο από τους μεγαλύτερους προς τους νεότερους, πάντα με προσοχή και με καθαρή πρόθεση. Επίσης, η εμπιστοσύνη ενός φίλου δεν έπρεπε ποτέ να βεβηλώνεται, ούτε ακόμη για αστεία, διότι αν γινόταν αυτό μια φορά, δεν θα μπορούσε ποτέ να επανορθωθεί.
Το ότι ο Πυθαγόρας τιμούσε τόσο πολύ τη φιλία φαίνεται από την ακόλουθη ιστορία.
Ο Φιντίας, ένας πυθαγόρειος από τις Συρακούσες, γνωστός για τον καλό του χαρακτήρα, κατηγορήθηκε ότι συνωμότησε στην απόπειρα δολοφονίας του τυρράννου Διονυσίου. Οι πολιτικοί αντίπαλοι συσπειρώθηκαν για να φέρουν ψευδείς αποδείξεις εναντίον του. Ο Διονύσιος είχε συλλάβει τον Φιντία, ισχυρίστηκε ότι είχε αδιάτρητες αποδείξεις για την εγκληματική του ενέργεια και τον καταδίκασε σε θάνατο. Ο Φιντίας αποκρίθηκε ότι η εκτέλεσή του ήταν αναπόφευκτη και θα εκτιμούσε, ως τελευταίο αίτημα, αν του δινόταν άδεια για το υπόλοιπο της ημέρας έτσι ώστε να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του. Πρότεινε ως εγγυητή το φίλο του Δάμωνα, έναν Πυθαγόρειο, με τον οποίο είχε ζήσει και μοιραστεί τα πάντα.
Ο Διονύσιος εξεπλάγη από αυτό το αίτημα και ρώτησε γιατί ο Δάμωνας ή οποιοσδήποτε άλλος θα ήταν πρόθυμος να δεχτεί να φυλακιστεί, με την πιθανότητα να εκτελεστεί στη θέση κάποιου άλλου. Ο Φιντίας τον διαβεβαίωσε ότι θα το έκανε, και ο Δάμωνας ήρθε. Μόλις έμαθε την κατάσταση, αμέσως συμφώνησε να παραμείνει υπό φρούρηση μέχρι να ταχτοποιήσει ο Φιντίας τις υποθέσεις του.
Καθώς η μέρα περνούσε, οι εχθροί του Φιντία προσπάθησαν να αποθαρρύνουν τον φυλακισμένο τους λέγοντας ότι ο φίλος του είχε φύγει απ’ την πόλη, ο Δάμωνας όμως έμενε ανεπηρέαστος. Τότε, καθώς πλησίαζε η δύση του ήλιου, ο Φιντίας ήρθε για να πεθάνει. Ο Διόνυσος ένιωσε τόση κατάπληξη από αυτή την επίδειξη απίστευτης αφοσίωσης που αγκάλιασε τους δύο άνδρες και, αφού ελευθέρωσε τον Φιντία, ρώτησε αν θα μπορούσε να γίνει δεκτός ως τρίτο μέλος στη φιλία τους. Εκείνοι… αρνήθηκαν το αίτημά του και επέστρεψαν σπίτι σώοι.
Κάποια άλλη αρχαία ιστορία δείχνει πως οι Πυθαγόρειοι συμπεριφέρονταν ιδιαίτερα φιλικά στους άλλους της ομάδας τους, ακόμα και αν αυτοί ήταν ξένοι.
Καθώς έκανε ένα μακρύ ταξίδι, μόνος και πεζός, ένας Πυθαγόρειος σταμάτησε σ’ ένα πανδοχείο, όπου έπεσε βαριά άρρωστος και για πολύ καιρό. Τελικά ξόδεψε όλα τα χρήματά που είχε, αλλά ο πανδοχέας, όχι μόνο από ευγένεια, τον φρόντισε και του παρείχε οτιδήποτε χρειαζόταν. Συνειδητοποιώντας ότι επρόκειτο να πεθάνει, ο Πυθαγόρειος σχεδίασε μια εικόνα της Τετρακτύος σε μια πλάκα και ζήτησε απ’ τον πανδοχέα, σε περίπτωση που πεθάνει, να την κρεμάσει έξω κοντά στο δρόμο. «Κάθε άτομο που αναγνωρίζει αυτό το σύμβολο», είπε, «θα σου ξεπληρώσει όλη τη βοήθεια που μου προσέφερες».
Ο Πυθαγόρειος πέθανε λίγο μετά και ο πανδοχέας ανέλαβε τις λεπτομέρειες της κηδείας του χωρίς καμία προσδοκία ανταλλάγματος. Από σεβασμό προς το αίτημα του νεκρού, τοποθέτησε το σύμβολο έξω από το πανδοχείο του παράλληλα προς το δημόσιο δρόμο.
Πέρασαν πολλά χρόνια, ώσπου μια μέρα έτυχε να περάσει από αυτόν τον δρόμο κάποιος άλλος Πυθαγόρειος. Μόλις είδε το σύμβολο αμέσως κατάλαβε και πήγε στον πανδοχέα για να μάθει ποιος είχε τοποθετήσει την πλάκα εκεί. Όταν έμαθε τι είχε συμβεί, πλήρωσε τον ξενοδόχο γενναιόδωρα, με ποσό πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ο τελευταίος είχε ξοδέψει.
Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα για την πυθαγόρεια φιλία, που δείχνουν τις λειτουργίες ενός συμπαντικού νόμου που όχι μόνο οδηγεί τους άντρες και τις γυναίκες να υπηρετούν ο ένας τον άλλον, αλλά επίσης ενώνει πλανήτη με πλανήτη και τον ουρανό με τη Γη. «Κανείς δεν θα βρει», δίδασκε ο Πυθαγόρας, «ούτε σε λέξεις ούτε σε τρόπους ζωής τίποτε τελειότερο από αυτό».
Σάββατο 21 Μαΐου 2022
Να παραμένεις ευγενικός, ο κόσμος να χαλάει
Η ευγένεια είναι μεγαλείο ψυχής, απόρροια παιδείας και πνευματικότητας.
Όταν ο κόσμος χτίζεται στην δράση – αντίδραση, δεν υπάρχει χώρος για καλούς τρόπους;
Ασφαλώς και υπάρχει. Όταν κάποιος προβεί σε κάποιου είδους λεκτικής επίθεσης, ή αγένειας το μόνο σοφό που έχεις να κάνεις είναι να απαντήσεις με αγάπη, και ευγένεια! Με αυτόν τον τρόπο χτίζεις μια νέα συνθήκη στη δράση – αντίδραση.
Ο κόσμος αποτελείται από πολλές ομάδες ανθρώπων, για να μπορεί να μένει λειτουργικός και παραγωγικός, έχουμε το μερίδιο ευθύνης να κουβαλάμε κατά κύριο λόγο, αγάπη και φως. Όταν νιώσουμε πως κάτι μέσα μας δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, μπορούμε να πάρουμε για μια στιγμή τον χωροχρόνο μας και να επαναπροσδιοριστούμε, αντί να μαλώσουμε, να ρίξουμε ευθύνες, να γκρινιάξουμε. Πριν προβούμε σε μια ανακύκλωση αρνητικών συναισθημάτων, θα πρέπει να σκεφτούμε που θα μας βοηθήσει στο υπόλοιπο της μέρας μας να συνεχίσουμε με αυτή τη διάθεση; Ποιος θα γίνει καλύτερα μέσα από μια τέτοια συχνότητα;
Θυμήσου πως ένιωσες όταν κάποιος σου μίλησε άσχημα, όταν σε έστησε στον τοίχο. Θυμήσου πως ένιωσες όταν κατηγόρησες κάποιον ή όταν του ύψωσες τη φωνή σου. Μάλλον άσχημα σε όλες αυτές τις περιπτώσεις.
Θυμήσου τώρα πως ένιωσες όταν κάποιος σου χαμογέλασε και σου είπε καλημέρα, όταν βοήθησες κάποιον να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, ή όταν αγκάλιασες κάποιον. Μάλλον θα ένιωσες κάποιου είδους ψυχικής ανάτασης. Κι αυτό είναι το ζητούμενο!
Όταν κάποιος από κεκτημένη ταχύτητα ή από μειωμένη προσωπική δουλειά με τον εαυτό του, ξεκινήσει λογομαχίες, να είσαι ο τοίχος που θα τον αγκαλιάσει. Εάν πιστεύεις πως δεν έχεις την ψυχραιμία και το σθένος, σε εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή, απλά οριοθετήσου και πάρε λίγη απόσταση με διακριτικότητα.
Κανένας δεν έχει την δύναμη να σου χαλάσει την στιγμή εάν εσύ δεν το επιτρέψεις. Είναι αστείο να λογομαχούμε με ανθρώπους ενώ απλά μπορούμε να μοιραστούμε όμορφες στιγμές μαζί τους. Να σπαταλιέται φαιά ουσία για αρνητικότητα ,όπου δεν βελτιώνει κανέναν. Είναι απλώς η εύκολη λύση, να διοχετεύσουμε με κάποιον τρόπο αυτό που έχουμε μέσα μας. Που στην πραγματικότητα δεν είναι η λύση, αλλά η διαιώνιση του ‘’προβλήματος’’. Η λύση είναι η κατανόηση, η δουλειά με τον εαυτό μας, η ευγένεια και η αποφόρτιση μας, με επωφελείς τρόπους.
Η καθημερινότητα μας δεν είναι ένα ξέσπασμα και μια οργή. Είναι ομορφιά, δημιουργία, ευγένεια, χαρά και σοφία. Αφουγκράσου όλες αυτές τις έννοιες. Απαλλάξου από μικρότητες και συμπεριφορές που σε πηγαίνουν πίσω ή σε αφήνουν στάσιμο. Πέρνα στο επόμενο στάδιο μέρα με τη μέρα. Μάθε να ζεις με ομορφιά και θετικότητα. Βοήθησε τους ανθρώπους γύρω σου και μην τους κάνεις πιο δύσκολο το έργο της προσωπικής τους δουλειάς! Είσαι εδώ ως κρίκος της αλυσίδας και όχι ως τροχός.
Όταν ο κόσμος χτίζεται στην δράση – αντίδραση, δεν υπάρχει χώρος για καλούς τρόπους;
Ασφαλώς και υπάρχει. Όταν κάποιος προβεί σε κάποιου είδους λεκτικής επίθεσης, ή αγένειας το μόνο σοφό που έχεις να κάνεις είναι να απαντήσεις με αγάπη, και ευγένεια! Με αυτόν τον τρόπο χτίζεις μια νέα συνθήκη στη δράση – αντίδραση.
Ο κόσμος αποτελείται από πολλές ομάδες ανθρώπων, για να μπορεί να μένει λειτουργικός και παραγωγικός, έχουμε το μερίδιο ευθύνης να κουβαλάμε κατά κύριο λόγο, αγάπη και φως. Όταν νιώσουμε πως κάτι μέσα μας δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, μπορούμε να πάρουμε για μια στιγμή τον χωροχρόνο μας και να επαναπροσδιοριστούμε, αντί να μαλώσουμε, να ρίξουμε ευθύνες, να γκρινιάξουμε. Πριν προβούμε σε μια ανακύκλωση αρνητικών συναισθημάτων, θα πρέπει να σκεφτούμε που θα μας βοηθήσει στο υπόλοιπο της μέρας μας να συνεχίσουμε με αυτή τη διάθεση; Ποιος θα γίνει καλύτερα μέσα από μια τέτοια συχνότητα;
Θυμήσου πως ένιωσες όταν κάποιος σου μίλησε άσχημα, όταν σε έστησε στον τοίχο. Θυμήσου πως ένιωσες όταν κατηγόρησες κάποιον ή όταν του ύψωσες τη φωνή σου. Μάλλον άσχημα σε όλες αυτές τις περιπτώσεις.
Θυμήσου τώρα πως ένιωσες όταν κάποιος σου χαμογέλασε και σου είπε καλημέρα, όταν βοήθησες κάποιον να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, ή όταν αγκάλιασες κάποιον. Μάλλον θα ένιωσες κάποιου είδους ψυχικής ανάτασης. Κι αυτό είναι το ζητούμενο!
Όταν κάποιος από κεκτημένη ταχύτητα ή από μειωμένη προσωπική δουλειά με τον εαυτό του, ξεκινήσει λογομαχίες, να είσαι ο τοίχος που θα τον αγκαλιάσει. Εάν πιστεύεις πως δεν έχεις την ψυχραιμία και το σθένος, σε εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή, απλά οριοθετήσου και πάρε λίγη απόσταση με διακριτικότητα.
Κανένας δεν έχει την δύναμη να σου χαλάσει την στιγμή εάν εσύ δεν το επιτρέψεις. Είναι αστείο να λογομαχούμε με ανθρώπους ενώ απλά μπορούμε να μοιραστούμε όμορφες στιγμές μαζί τους. Να σπαταλιέται φαιά ουσία για αρνητικότητα ,όπου δεν βελτιώνει κανέναν. Είναι απλώς η εύκολη λύση, να διοχετεύσουμε με κάποιον τρόπο αυτό που έχουμε μέσα μας. Που στην πραγματικότητα δεν είναι η λύση, αλλά η διαιώνιση του ‘’προβλήματος’’. Η λύση είναι η κατανόηση, η δουλειά με τον εαυτό μας, η ευγένεια και η αποφόρτιση μας, με επωφελείς τρόπους.
Η καθημερινότητα μας δεν είναι ένα ξέσπασμα και μια οργή. Είναι ομορφιά, δημιουργία, ευγένεια, χαρά και σοφία. Αφουγκράσου όλες αυτές τις έννοιες. Απαλλάξου από μικρότητες και συμπεριφορές που σε πηγαίνουν πίσω ή σε αφήνουν στάσιμο. Πέρνα στο επόμενο στάδιο μέρα με τη μέρα. Μάθε να ζεις με ομορφιά και θετικότητα. Βοήθησε τους ανθρώπους γύρω σου και μην τους κάνεις πιο δύσκολο το έργο της προσωπικής τους δουλειάς! Είσαι εδώ ως κρίκος της αλυσίδας και όχι ως τροχός.
Η αλήθεια είναι η μεγαλύτερη ελευθερία
Όταν δεν έχεις τι να πεις, πες την αλήθεια. Όταν έχεις τι να πεις, πες την αλήθεια. Όταν δεν ξέρεις τι να κάνεις, κάνε την αλήθεια. Κι όταν δεν ξέρεις πού να πας, πήγαινε στην αλήθεια.
Άκου τι έχεις μέσα σου, άκου βαθιά, στον πυρήνα της ύπαρξής σου ποιος είσαι. Ποιος πραγματικά είσαι. Μείνε μέσα στη στιγμή και αφουγκράσου. Πώς νιώθεις σχετικά με την κατάσταση / τον άνθρωπο / το θέμα; Ποιος είσαι εσύ απέναντι σ’ αυτό; Ποιος θέλεις να είσαι εσύ απέναντι σ’ αυτό; Κάνε στον εαυτό σου μικρές ερωτήσεις, δώσε μικρές απαντήσεις και άσε τον εαυτό σου να οδηγηθεί βήμα βήμα στην εσωτερική σου αλήθεια. Βρες τη, δες τη, έκφρασέ τη με τιμή και δόξασέ τη. Γιατί η αλήθεια σου εκφράζει το ποιος είσαι τη δεδομένη στιγμή. Η αλήθεια σου είναι η στιγμιαία συμβολή σου στον κόσμο.
Λένε ότι η αλήθεια πληγώνει. Λέω ότι η αλήθεια απελευθερώνει.
Λένε ότι η αλήθεια πολλές φορές πονάει. Λέω πως η αλήθεια είναι ο μόνος δρόμος. Ο δρόμος πίσω στον εαυτό μας. Γιατί θέλει θάρρος και δύναμη για να μπορέσεις να σταθείς απέναντι στην ίδια σου την ύπαρξη, να της πεις την αλήθεια και να είσαι εντάξει μ’ αυτό. Μα είναι ο μόνος δρόμος.
Τίμησε το ποιος είσαι λέγοντας την αλήθεια σου σε κάθε στιγμή του τώρα. Τίμησε τους άλλους λέγοντάς τους την αλήθεια σου και δίνοντάς τους την ευκαιρία να πουν κι εκείνοι τη δική τους.
Η αλήθεια σημαίνει αυτοσεβασμός και αγάπη. Η αλήθεια σημαίνει ακούω και δέχομαι τον εαυτό μου γιατί είναι υπέροχος. Μη φοβάσαι πως λέγοντας τι πραγματικά νιώθεις και τι πραγματικά θες θα πληγώσεις αυτόν που έχεις απέναντί σου ή δε θα του κάνεις καλό. Έκφρασέ την με αγάπη και κατανόηση και εκείνη θα κάνει το θαύμα της. Η αλήθεια είναι η μεγαλύτερη ελευθερία.
Άκουσέ την και μείνε μαζί της σε κάθε δύσκολη στιγμή, σε κάθε στιγμή που δεν μπορείς να αποφασίσεις, που φοβάσαι, που διστάζεις. Γίνε φίλος μαζί της, αγάπησέ τη. Είναι αυτό που είσαι. Και είσαι αυτό που είναι.
Άκου τι έχεις μέσα σου, άκου βαθιά, στον πυρήνα της ύπαρξής σου ποιος είσαι. Ποιος πραγματικά είσαι. Μείνε μέσα στη στιγμή και αφουγκράσου. Πώς νιώθεις σχετικά με την κατάσταση / τον άνθρωπο / το θέμα; Ποιος είσαι εσύ απέναντι σ’ αυτό; Ποιος θέλεις να είσαι εσύ απέναντι σ’ αυτό; Κάνε στον εαυτό σου μικρές ερωτήσεις, δώσε μικρές απαντήσεις και άσε τον εαυτό σου να οδηγηθεί βήμα βήμα στην εσωτερική σου αλήθεια. Βρες τη, δες τη, έκφρασέ τη με τιμή και δόξασέ τη. Γιατί η αλήθεια σου εκφράζει το ποιος είσαι τη δεδομένη στιγμή. Η αλήθεια σου είναι η στιγμιαία συμβολή σου στον κόσμο.
Λένε ότι η αλήθεια πληγώνει. Λέω ότι η αλήθεια απελευθερώνει.
Λένε ότι η αλήθεια πολλές φορές πονάει. Λέω πως η αλήθεια είναι ο μόνος δρόμος. Ο δρόμος πίσω στον εαυτό μας. Γιατί θέλει θάρρος και δύναμη για να μπορέσεις να σταθείς απέναντι στην ίδια σου την ύπαρξη, να της πεις την αλήθεια και να είσαι εντάξει μ’ αυτό. Μα είναι ο μόνος δρόμος.
Τίμησε το ποιος είσαι λέγοντας την αλήθεια σου σε κάθε στιγμή του τώρα. Τίμησε τους άλλους λέγοντάς τους την αλήθεια σου και δίνοντάς τους την ευκαιρία να πουν κι εκείνοι τη δική τους.
Η αλήθεια σημαίνει αυτοσεβασμός και αγάπη. Η αλήθεια σημαίνει ακούω και δέχομαι τον εαυτό μου γιατί είναι υπέροχος. Μη φοβάσαι πως λέγοντας τι πραγματικά νιώθεις και τι πραγματικά θες θα πληγώσεις αυτόν που έχεις απέναντί σου ή δε θα του κάνεις καλό. Έκφρασέ την με αγάπη και κατανόηση και εκείνη θα κάνει το θαύμα της. Η αλήθεια είναι η μεγαλύτερη ελευθερία.
Άκουσέ την και μείνε μαζί της σε κάθε δύσκολη στιγμή, σε κάθε στιγμή που δεν μπορείς να αποφασίσεις, που φοβάσαι, που διστάζεις. Γίνε φίλος μαζί της, αγάπησέ τη. Είναι αυτό που είσαι. Και είσαι αυτό που είναι.
Ο πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας στην ευτυχία μας είναι αυτό που είμαστε- η προσωπικότητά μας
To μέτρο της δυνατής ευτυχίας του καθενός είναι προκαθορισμένο από την ατομικότητά του. Ιδιαίτερα οι πνευματικές δυνάμεις του είναι εκείνες που καθορίζουν μια για πάντα την ικανότητά του για υψηλού επιπέδου απολαύσεις. Εάν η πνευματική του δυνατότητα είναι περιορισμένη, οποιαδήποτε προσπάθεια έξω από τον ίδιο, οτιδήποτε κι αν κάνουν οι άνθρωποι ή η μοίρα γι’ αυτόν, δεν θα καταφέρει να τον ανυψώσει πάνω από το συνηθισμένο επίπεδο της ανθρώπινης ευτυχίας και απόλαυσης – που έχει μέσα της και κάτι το ζωώδες. Το μόνο πράγμα που τον ευχαριστεί είναι η ικανοποίηση των αισθήσεων -στην καλύτερη περίπτωση μια άνετη και χαρούμενη οικογενειακή ζωή- χαμηλού επιπέδου παρέα και χυδαία διασκέδαση. Ακόμα και η εκπαίδευση, γενικά, λίγα μπορεί να προσφέρει -αν όχι τίποτα- για τη διεύρυνση των οριζόντων του. Διότι οι απολαύσεις που είναι ανώτερες, πιο ποικίλες και διαρκούν περισσότερο είναι οι πνευματικές, όσο και εάν τα νιάτα μάς οδηγούν παραπλανητικά προς άλλη κατεύθυνση. Οι πνευματικές απολαύσεις όμως εξαρτώνται κυρίως, από τη δύναμη του πνεύματος. Επομένως, είναι σαφές ότι η ευτυχία μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτό που είμαστε, από την ατομικότητά μας, ενώ η τύχη και η μοίρα μας, σε γενικές γραμμές, σηματοδοτούν μόνο αυτό που έχουμε, ή αυτό που είμαστε για τους άλλους. Με την έννοια αυτή, η τύχη μας μπορεί να βελτιωθεί· όμως δεν περιμένουμε και πολλά από αυτήν αν έχουμε εσωτερικό πλούτο. Από την άλλη, ένας ανόητος θα παραμείνει ανόητος και χοντροκέφαλος μέχρι το τέλος της ζωής του, ακόμη και εάν έζησε περιστοιχισμένος από ουρί του παραδείσου.
Η κοινή εμπειρία αποδεικνύει πως για την ευτυχία και την ικανοποίησή μας το υποκειμενικό στοιχείο στη ζωή είναι ασύγκριτα πιο σημαντικό από το αντικειμενικό – αυτό επιβεβαιώνεται. Η υγεία βαραίνει περισσότερο απ’ όλα τα άλλα αγαθά, σε βαθμό που μπορεί να πει κανείς πως ένας υγιής ζητιάνος είναι πιο ευτυχισμένος από έναν φιλάσθενο βασιλιά. Ένας ήσυχος και πρόσχαρος χαρακτήρας που χαίρεται και απολαμβάνει ένα εύρωστο σώμα, ένας καθαρός νους που διεισδύει στα πράγματα και τα προσλαμβάνει ως έχουν, μια μετρημένη και ευγενική βούληση, και συνεπώς μια καλή συνείδηση: αυτά είναι προνόμια που καμία κοινωνική θέση και καμία περιουσία δεν μπορούν να αναπληρώσουν ή να αντικαταστήσουν. Διότι αυτό που είναι ένας άνθρωπος μέσα του, αυτό που τον συνοδεύει ακόμη και όταν είναι μόνος του, αυτό που κανένας δεν μπορεί να του προσφέρει ή να του στερήσει είναι δίχως άλλο πιο σημαντικό για εκείνον από οτιδήποτε έχει σχέση με υλικά αγαθά, ακόμα και από το τι πιστεύουν οι άλλοι γι’ αυτόν. Ένας διανοούμενος σε πλήρη μοναξιά ψυχαγωγείται θαυμάσια με τη δική του σκέψη και φαντασία, τη στιγμή που καμία ποικιλία στην κοινωνική ζωή —τα θέατρα, οι εκδρομές και οι ψυχαγωγίες – δεν μπορούν να διώξουν την ανία από έναν αμβλύνου. Ένας καλός, ήπιος και ευγενικός χαρακτήρας μπορεί να είναι ικανοποιημένος ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες, ενώ ένας άπληστος, ζηλόφθονος και κακεντρεχής άνθρωπος, ακόμα και με όλα τα πλούτη του κόσμου, θα είναι δυστυχισμένος.
Επομένως, ο πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας στηv ευτυχία μας είναι αυτό που είμαστε – η προσωπικότητά μας- καθώς έρχεται συνεχώς στο προσκήνιο υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Άλλωστε, η προσωπικότητά μας δεν είναι παιχνίδι της μοίρας, ούτε κανείς μπορεί να μας τη στερήσει. Έτσι, η αξία της είναι απόλυτη, και όχι σχετική. Συνεπώς, είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι φανταζόμαστε να επηρεαστεί ένας άνθρωπος από τις εξωτερικές συνθήκες. Εδώ, όμως, ο πανίσχυρος παράγοντας, ο Χρόνος, έρχεται να διεκδικήσει τα δικαιώματά του- υπό τη δική του επήρεια τα σωματικά και πνευματικά χαρίσματα αρχίζουν σταδιακά να φθίνουν. Μόνο ο ηθικός χαρακτήρας μένει απρόσβλητος από τον χρόνο.
Η κοινή εμπειρία αποδεικνύει πως για την ευτυχία και την ικανοποίησή μας το υποκειμενικό στοιχείο στη ζωή είναι ασύγκριτα πιο σημαντικό από το αντικειμενικό – αυτό επιβεβαιώνεται. Η υγεία βαραίνει περισσότερο απ’ όλα τα άλλα αγαθά, σε βαθμό που μπορεί να πει κανείς πως ένας υγιής ζητιάνος είναι πιο ευτυχισμένος από έναν φιλάσθενο βασιλιά. Ένας ήσυχος και πρόσχαρος χαρακτήρας που χαίρεται και απολαμβάνει ένα εύρωστο σώμα, ένας καθαρός νους που διεισδύει στα πράγματα και τα προσλαμβάνει ως έχουν, μια μετρημένη και ευγενική βούληση, και συνεπώς μια καλή συνείδηση: αυτά είναι προνόμια που καμία κοινωνική θέση και καμία περιουσία δεν μπορούν να αναπληρώσουν ή να αντικαταστήσουν. Διότι αυτό που είναι ένας άνθρωπος μέσα του, αυτό που τον συνοδεύει ακόμη και όταν είναι μόνος του, αυτό που κανένας δεν μπορεί να του προσφέρει ή να του στερήσει είναι δίχως άλλο πιο σημαντικό για εκείνον από οτιδήποτε έχει σχέση με υλικά αγαθά, ακόμα και από το τι πιστεύουν οι άλλοι γι’ αυτόν. Ένας διανοούμενος σε πλήρη μοναξιά ψυχαγωγείται θαυμάσια με τη δική του σκέψη και φαντασία, τη στιγμή που καμία ποικιλία στην κοινωνική ζωή —τα θέατρα, οι εκδρομές και οι ψυχαγωγίες – δεν μπορούν να διώξουν την ανία από έναν αμβλύνου. Ένας καλός, ήπιος και ευγενικός χαρακτήρας μπορεί να είναι ικανοποιημένος ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες, ενώ ένας άπληστος, ζηλόφθονος και κακεντρεχής άνθρωπος, ακόμα και με όλα τα πλούτη του κόσμου, θα είναι δυστυχισμένος.
Επομένως, ο πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας στηv ευτυχία μας είναι αυτό που είμαστε – η προσωπικότητά μας- καθώς έρχεται συνεχώς στο προσκήνιο υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Άλλωστε, η προσωπικότητά μας δεν είναι παιχνίδι της μοίρας, ούτε κανείς μπορεί να μας τη στερήσει. Έτσι, η αξία της είναι απόλυτη, και όχι σχετική. Συνεπώς, είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι φανταζόμαστε να επηρεαστεί ένας άνθρωπος από τις εξωτερικές συνθήκες. Εδώ, όμως, ο πανίσχυρος παράγοντας, ο Χρόνος, έρχεται να διεκδικήσει τα δικαιώματά του- υπό τη δική του επήρεια τα σωματικά και πνευματικά χαρίσματα αρχίζουν σταδιακά να φθίνουν. Μόνο ο ηθικός χαρακτήρας μένει απρόσβλητος από τον χρόνο.
Χαλίλ Γκιμπράν – To βουβό ζώο
Το δειλινό μιας όμορφης μέρας, κάποια παράξενη διάθεση έπιασε την ψυχή μου και βγήκα από τα σύνορα της πόλης και περιδιάβασα γύρω στα ερείπια ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού, πού μόνο οι γκρεμισμένες πέτρες του είχαν μείνει.
Πάνω σ’ αυτές τις πέτρες, είδα ένα σκύλο ξαπλωμένο ανάμεσα στις βρωμιές και τις στάχτες. Είχε πληγές πάνω στο δέρμα του κι ή αρρώστια σακάτευε το ισχνό κορμί του. Αντικρίζοντας πότε πότε τον ήλιο πού βασίλευε, τα γεμάτα θλίψη μάτια του φανέρωναν την ταπείνωση, την απελπισία, και τη δυστυχία του.
Βάδισα αργά και τον πλησίασα και ήθελα να ’ξέρα τη γλώσσα των ζώων για να μπορούσα να τον παρηγορήσω με τη συμπόνια μου. ’Αλλά ό σκύλος, μόνο πού τρόμαξε από το πλησίασμά μου, και προσπάθησε να σταθεί στα τρεμάμενα πόδια του. Έπεσε όμως, και μού έριξε ένα βλέμμα όπου ανακατεύονταν ή αδύναμη οργή, και ή ικεσία. Το βλέμμα αυτό μιλούσε πιο καθαρά από τα λόγια ενός άντρα και πιο συγκινητικά από τα δάκρυα μιας γυναίκας. Και να τί ένιωσα πώς μού είπε,
«’Άνθρωπε, υποφέρω από την αρρώστια πού μού έφερε η δική σου κτηνωδία και καταδίωξη. ’Έφυγα μακριά από τα πόδια σου πού με κλωτσούσαν και βρήκα καταφύγιο εδώ, γιατί το χώμα κι οι στάχτες είναι πιο καλότροπα από τού ανθρώπου την καρδιά, κι αυτά τα ερείπια λιγότερο μελαγχολικά από την ψυχή τού ανθρώπου. Φύγε, εσύ, πού ήρθες από τον κόσμο της αδικίας και της τυραννίας. ’Εγώ είμαι ένα άθλιο πλάσμα πού υπηρέτησε πιστά και υπάκουα το γιο τού Αδάμ. Ήμουν ό πιστός σύντροφος του ανθρώπου, τον φρουρούσα μέρα και νύχτα. Λυπόμουν όταν ήταν μακριά, και τον καλωσόριζα με χαρά όταν γύριζε. Ευχαριστιόμουν με τα ψίχουλα πού έπεφταν από το τραπέζι του και χαιρόμουν με τα κόκαλα πού εκείνος είχε φάει όλο το κρέας τους. “Όταν όμως γέρασα κι αρρώστησα, μ’ έδιωξε από το σπίτι του και με παράτησε στ’ άσπλαχνα παιδιά τού δρόμου.
’Ώ, γιε τού Αδάμ, βλέπω την ομοιότητα ανάμεσα σε μένα και στους συνανθρώπους σου όταν τα γερατειά τούς κάνουν ανήμπορους. Βλέπω τούς στρατιώτες πού πολέμησαν για την πατρίδα τους όταν ήταν ακόμα στο ανθό της ζωής τους, και πού αργότερα καλλιεργούσαν τα χωράφια της. Τώρα όμως πού ήρθε ό χειμώνας της ζωής τους και δεν είναι πια χρήσιμοι, πετιούνται στην άκρη.
Και βλέπω ακόμα την ομοιότητα ανάμεσα στη δική μου μοίρα και στη μοίρα της γυναίκας, πού στα χρόνια της όμορφης νιότης έδινε χαρά στην καρδιά τού νέου άντρα’ και πού μετά, σα μητέρα, αφιέρωσε τη ζωή της στα παιδιά της. ’Αλλά τώρα, γριά πια, την αγνοούν και την αποφεύγουν. Πόσο σκληρός και τυραννικός είσαι, ώ, γιε τού Αδάμ, και πόσο βάναυσος!»
’Έτσι μίλησε το βουβό ζώο πού ή καρδιά μου το κατάλαβε.
Χαλίλ Γκιμπράν, Σκέψεις και διαλογισμοί
Πάνω σ’ αυτές τις πέτρες, είδα ένα σκύλο ξαπλωμένο ανάμεσα στις βρωμιές και τις στάχτες. Είχε πληγές πάνω στο δέρμα του κι ή αρρώστια σακάτευε το ισχνό κορμί του. Αντικρίζοντας πότε πότε τον ήλιο πού βασίλευε, τα γεμάτα θλίψη μάτια του φανέρωναν την ταπείνωση, την απελπισία, και τη δυστυχία του.
Βάδισα αργά και τον πλησίασα και ήθελα να ’ξέρα τη γλώσσα των ζώων για να μπορούσα να τον παρηγορήσω με τη συμπόνια μου. ’Αλλά ό σκύλος, μόνο πού τρόμαξε από το πλησίασμά μου, και προσπάθησε να σταθεί στα τρεμάμενα πόδια του. Έπεσε όμως, και μού έριξε ένα βλέμμα όπου ανακατεύονταν ή αδύναμη οργή, και ή ικεσία. Το βλέμμα αυτό μιλούσε πιο καθαρά από τα λόγια ενός άντρα και πιο συγκινητικά από τα δάκρυα μιας γυναίκας. Και να τί ένιωσα πώς μού είπε,
«’Άνθρωπε, υποφέρω από την αρρώστια πού μού έφερε η δική σου κτηνωδία και καταδίωξη. ’Έφυγα μακριά από τα πόδια σου πού με κλωτσούσαν και βρήκα καταφύγιο εδώ, γιατί το χώμα κι οι στάχτες είναι πιο καλότροπα από τού ανθρώπου την καρδιά, κι αυτά τα ερείπια λιγότερο μελαγχολικά από την ψυχή τού ανθρώπου. Φύγε, εσύ, πού ήρθες από τον κόσμο της αδικίας και της τυραννίας. ’Εγώ είμαι ένα άθλιο πλάσμα πού υπηρέτησε πιστά και υπάκουα το γιο τού Αδάμ. Ήμουν ό πιστός σύντροφος του ανθρώπου, τον φρουρούσα μέρα και νύχτα. Λυπόμουν όταν ήταν μακριά, και τον καλωσόριζα με χαρά όταν γύριζε. Ευχαριστιόμουν με τα ψίχουλα πού έπεφταν από το τραπέζι του και χαιρόμουν με τα κόκαλα πού εκείνος είχε φάει όλο το κρέας τους. “Όταν όμως γέρασα κι αρρώστησα, μ’ έδιωξε από το σπίτι του και με παράτησε στ’ άσπλαχνα παιδιά τού δρόμου.
’Ώ, γιε τού Αδάμ, βλέπω την ομοιότητα ανάμεσα σε μένα και στους συνανθρώπους σου όταν τα γερατειά τούς κάνουν ανήμπορους. Βλέπω τούς στρατιώτες πού πολέμησαν για την πατρίδα τους όταν ήταν ακόμα στο ανθό της ζωής τους, και πού αργότερα καλλιεργούσαν τα χωράφια της. Τώρα όμως πού ήρθε ό χειμώνας της ζωής τους και δεν είναι πια χρήσιμοι, πετιούνται στην άκρη.
Και βλέπω ακόμα την ομοιότητα ανάμεσα στη δική μου μοίρα και στη μοίρα της γυναίκας, πού στα χρόνια της όμορφης νιότης έδινε χαρά στην καρδιά τού νέου άντρα’ και πού μετά, σα μητέρα, αφιέρωσε τη ζωή της στα παιδιά της. ’Αλλά τώρα, γριά πια, την αγνοούν και την αποφεύγουν. Πόσο σκληρός και τυραννικός είσαι, ώ, γιε τού Αδάμ, και πόσο βάναυσος!»
’Έτσι μίλησε το βουβό ζώο πού ή καρδιά μου το κατάλαβε.
Χαλίλ Γκιμπράν, Σκέψεις και διαλογισμοί
Η θρησκευτική πολιτική αυτοκράτορα Κωνσταντίνου
«Νομίζω ότι είναι σε όλους σαφές ότι τίποτα πολυτιμότερο δεν έχω προ οφθαλμών από τη θρησκεία», είχε δηλώσει σε μια επιστολή του ο Κωνσταντίνος, ο πρώτος αυτοκράτορας αυτόκλητος προστάτης του χριστιανισμού. Στις 28 Οκτωβρίου του 312 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος κέρδισε μια αποφασιστική μάχη εναντίον του συνδιεκδικητή του ρωμαϊκού θρόνου Μαξέντιου, στη Μουλβία γέφυρα του ποταμού Τίβερη, δεκαέξι χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη. Πριν από τη μάχη, ο Μαξέντιος, ακολουθώντας τη ρωμαϊκή συνήθεια, συμβουλεύθηκε τα Σιβυλλικά Βιβλία για να λάβει πρόβλεψη για την έκβαση της μάχης, τα οποία ανέφεραν ότι θα χανόταν ο εχθρός της Ρώμης. Ο Μαξέντιος ερμήνευσε το χρησμό προς όφελός του, διαψεύστηκε όμως οικτρά. Ο Μαξέντιος κατατροπώθηκε από τον Κωνσταντίνο και το πτώμα του ρίχτηκε στον ποταμό Τίβερη σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Στη συνέχεια, το πτώμα ανασύρθηκε, αποκόπηκε το κεφάλι και τοποθετήθηκε σε μια λόγχη που οι νικητές περιέφεραν στην πόλη προς επιβεβαίωση και επίδειξη του θριάμβου τους.
Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον ότι ο Κωνσταντίνος ερμήνευσε την αναμέτρησή του με τον Μαξέντιο ως αναμέτρηση ανάμεσα στον χριστιανικό Θεό και στην παλιά παραδοσιακή θρησκεία. Ο Κωνσταντίνος, χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό, αντιλήφθηκε τη δράση του ως σταυροφορία και απέδωσε τη νίκη του, όπως και όλες τις μεταγενέστερες επιτυχίες του, στην προστασία του μοναδικού αληθινού Θεού, του Θεού των χριστιανών.
Όπως πίστευε, ο Θεός τού είχε αποκαλυφθεί σε όραμα και σε όνειρο, το οποίο αργότερα διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια στον εκκλησιαστικό ιστορικό και βιογράφο του Ευσέβιο και μάλιστα ορκίστηκε για την αλήθεια των λεγομένων του. Την παραμονή της μάχης του με τον Μαξέντιο, την ώρα του δειλινού, ο Κωνσταντίνος καθόταν έξω από τη σκηνή του και αναλογιζόταν το σχέδιο της μάχης που θα ακολουθούσε όταν, ξαφνικά, είδε στον ουρανό το χριστόγραμμα, δηλαδή τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματος του Χριστού, συνοδευμένο από την επιγραφή hoc signo victor es, ή στην ελληνική του απόδοση που μας παρέχει ο Ευσέβιος, τούτω νίκα. Σε όνειρο έλαβε την οδηγία να χαράξει το χριστόγραμμα και την επιγραφή στις ασπίδες των στρατιωτών του και να τα αποτυπώσει στα λάβαρά του ως αλέξημα, δηλαδή ως αποτροπαϊκό σύμβολο για την προστασία τους. Ο Κωνσταντίνος πρόθυμα υπάκουσε και αυτό πίστευε ότι του εξασφάλισε την εύνοια του παντοδύναμου Θεού και την τελική επικράτηση. Η απρόσμενη νίκη εδραίωσε μια για πάντα τη χριστιανική του πίστη. Από ευτυχή συγκυρία έχει σωθεί το κράνος του Κωνσταντίνου με χαραγμένο πάνω του το χριστόγραμμα. Ας σημειωθεί ότι συναντούμε το σύμβολο ΧΡ σε παπύρους της εποχής καθώς χρησιμοποιούνταν από ελληνόφωνους Αιγύπτιους εμπόρους για να δείξουν ότι ένα προϊόν ήταν χρηστόν (=χρήσιμο), δηλαδή καλό. Για πρώτη φορά ο Κωνσταντίνος το χρησιμοποίησε ως χριστιανικό σύμβολο. Ήταν ιδέα του αυτοκράτορα να μετατρέψει τη σύντμηση αυτή σε προστατευτικό σύμβολο του Θεού του.
Αυτό που είδε ο Κωνσταντίνος στον ουρανό και εντυπωσιάστηκε, όπως υποστηρίζουν πολλοί σήμερα, δεν ήταν τα δύο πρώτα γράμματα της λέξης Χριστός, παρά μια σπάνια, αλλά επιστημονικά εξακριβωμένη μορφή του φαινομένου της άλω. Καθώς οι ακτίνες του ήλιου συναντούν παγοκρυστάλλους δημιουργείται ένα θεαματικό πρόσκαιρο σχήμα φωτεινού σταυρού με τον ήλιο στο κέντρο, όπως το ουράνιο τόξο εμφανίζεται όταν οι ακτίνες του ήλιου ενώνονται με σταγόνες βροχής. Οποιαδήποτε εκδοχή κι αν βρίσκουμε πειστική, αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Κωνσταντίνος εξέλαβε την εμπειρία του ως μεταφυσική και, αμέσως μετά, θέλησε να μάθει περισσότερα για το χριστιανισμό. Έτσι, άρχισε να μελετάει συστηματικά χριστιανικά κείμενα, να συναναστρέφεται τακτικά με χριστιανούς ιερείς και να τους έχει συνδαιτυμόνες και συνοδούς στα ταξίδια του.
Η ειλικρίνεια της μεταστροφής του Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό αμφισβητήθηκε έντονα σχεδόν αμέσως μόλις έγινε αντιληπτή η σημασία της. Ακόμη και σήμερα συνεχίζεται η διένεξη για το αν ο εκχριστιανισμός του αυτοκράτορα ήταν ζήτημα πολιτικής σκοπιμότητας ή αν πήγαζε από αγνά θρησκευτικά κίνητρα. Προσωπικά θεωρώ την αποδοχή της χριστιανικής πίστης από τον Κωνσταντίνο απόλυτα ειλικρινή. Στις επιστολές του ίδιου του αυτοκράτορα, που σώζονται μέχρι σήμερα, διακηρύσσει με σαφήνεια την παταγώδη αποτυχία των παραδοσιακών θεών και την ακράδαντη πίστη του ότι η παντοδυναμία του Θεού των χριστιανών θα φέρει αμέτρητα αγαθά στο κράτος που ηγείται. Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι ο χριστιανισμός στην εποχή του Κωνσταντίνου δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος, οι χριστιανοί αποτελούσαν τότε μια μικρή μόνο μερίδα του πληθυσμού, μια ασήμαντη και ανίσχυρη ομάδα με λίγους μόνο φίλους στις ισχυρές ανώτερες τάξεις, οπότε δεν ήταν καθόλου αυτονόητη ούτε αναπόφευκτη η υποστήριξή τους από έναν αυτοκράτορα. Αμέσως μετά τον εκχριστιανισμό του Κωνσταντίνου, η κατάσταση άλλαξε ριζικά και σημειώθηκε ραγδαία άνοδος των μεταστροφών στο χριστιανισμό. Δεν αποκλείεται, βέβαια, το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος αναγνώρισε την ασύγκριτη δυναμική του χριστιανικού κινήματος, την ξεχωριστή μαχητικότητα των οπαδών του και την πρωτόγνωρη για τον αρχαίο κόσμο οργάνωση του κλήρου, και ότι κατόρθωσε να διαβλέψει τη λαμπρή πορεία του. Έχει μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε πότε ακριβώς ο Κωνσταντίνος έλαβε την απόφαση να υποστηρίξει το χριστιανισμό και να τον χρησιμοποιήσει ως συνεκτική ιδεολογία της αυτοκρατορίας και σε ποια χρονική στιγμή αντιλήφθηκαν οι σύγχρονοί του, χριστιανοί και εθνικοί, τη ρηξικέλευθη απόφασή του.
Ο Κωνσταντίνος υποστήριξε έμπρακτα το χριστιανισμό. Απάλλαξε τον κλήρο από φορολογικές υποχρεώσεις, παραχώρησε το δικαίωμα ιδιοκτησίας και αποδοχής κληρονομιών στην Εκκλησία, καθιέρωσε την Κυριακή ως επίσημη ημέρα ανάπαυσης (από την οποία εξαίρεσε μόνο τους αγρότες που μπορούσαν, αν το επιθυμούσαν, να συνεχίσουν τις εργασίες τους, για να μην διακινδυνεύσουν καταστροφή της σοδειάς τους, και τις απελευθερώσεις δούλων ως μια καλή πράξη που μπορούσε να γίνει ακόμα και σε αργίες), αναγνώρισε όλες τις χριστιανικές εορτές ως κρατικές, αποτύπωσε χριστιανικά σύμβολα στα νομίσματά του και ανέγειρε εντυπωσιακές εκκλησίες με χρήματα του αυτοκρατορικού ταμείου σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια.
Ωστόσο η πολιτική του Κωνσταντίνου απέναντι στο χριστιανισμό ήταν αντιφατική. Ο Κωνσταντίνος δεν απέβαλε ποτέ την ιδιότητα του pontifex maximus (= του υπάτου αρχιερέα) της παραδοσιακής θρησκείας των Ρωμαίων, δεν εξαφάνισε τα εθνικά σύμβολα από τα νομίσματά του (για παράδειγμα, στα νομίσματά του εμφανίζονται οι θεοί Δίας Σωτήρ, Άρης Σωτήρ, Ηρακλής Νικητής, Ήλιος, Ίσιδα, Σέραπις και Άνουβις), ενώ παράλληλα κυκλοφορούσαν και νομίσματα με χριστιανικά σύμβολα, στην Αψίδα του αυτοκράτορα στη Ρώμη, που ανήγειρε προς τιμήν του η ρωμαϊκή Σύγκλητος σε ανάμνηση της μάχης του 312, δεν κατονομάζεται ξεκάθαρα ο χριστιανικός Θεός ως ο προστάτης του, παρά υπάρχει μια παράσταση του θεού Ήλιου και η μονοθεϊστική ασαφής επιγραφή instinctu divinitatis (= με την έμπνευση της θεότητας νικά ο αυτοκράτορας). Ταυτόχρονα, ο Κωνσταντίνος συμβουλευόταν μάντεις και αστρολόγους μέχρι το τέλος της ζωής του και επέτρεπε στους υπηκόους του να καταφεύγουν στη μαγεία για τη θεραπεία ασθενειών ή την αποτροπή ανεπιθύμητων καιρικών φαινομένων, αποδέχτηκε πρόθυμα εθνικές τιμές από τους πολίτες της Αθήνας, πλήρωσε τα ταξιδιωτικά έξοδα ενός εθνικού ιερέα για προσκύνημα στην Αίγυπτο, ενίσχυσε οικονομικά τα Ελευσίνια Μυστήρια και, το κυριότερο ίσως, ποτέ δεν καταπίεσε εθνικούς.
Κάποιοι χαρακτηρίζουν τον Κωνσταντίνο ρεαλιστή και διπλωμάτη και θεωρούν ότι συνειδητά δεν ήθελε να προσβάλει τους εθνικούς υπηκόους του αλλά να τους προσφέρει μια γέφυρα να περάσουν ήπια, σταδιακά και ανώδυνα στο χριστιανισμό, ή ερμηνεύουν τις εθνικές του συνήθειες ως εξωτερικές τυπικές εκδηλώσεις που αναμένονταν από έναν αυτοκράτορα αλλά που είχαν χάσει το εθνικό τους νόημα για πολλούς από τους ανθρώπους της εποχής (και σίγουρα για τον Κωνσταντίνο), αποδίδουν τη φαινομενικά αλλόκοτη και συγκεχυμένη συμπεριφορά του σε απλή άγνοια ή σε γραφειοκρατική αδράνεια, και την περιοδική εμφάνιση μονοθεϊστικών συμβόλων και το δισταγμό να κατονομαστεί ξεκάθαρα ο Θεός των χριστιανών σε πρωτοβουλία των συγχρόνων του εθνικών Συγκλητικών (οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων και την κυκλοφορία νομισμάτων) που είχαν αντιληφθεί τη μεταστροφή του αυτοκράτορά τους αλλά ένιωθαν αιφνιδιασμένοι και αμήχανοι για να την ομολογήσουν απροκάλυπτα. Ο Κωνσταντίνος δίνει την εντύπωση ότι δεν είχε τους ενδοιασμούς που του αποδίδονται. Είχε τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης, ήταν αυθόρμητος, αλλά και σίγουρος για τις θρησκευτικές επιλογές του, τις οποίες, σε καμιά περίπτωση, δεν έκρυβε. Απλώς η μεταστροφή σε κάτι νέο δεν σημαίνει απαραίτητα ουσιαστική ρήξη με το παρελθόν, ούτε πάντα αυτόματη εγκατάλειψη των παλιών συνηθειών, τουλάχιστον όχι σε τόσο απόλυτο βαθμό όσο τείνουμε να πιστεύουμε. Ο Κωνσταντίνος δεν θεωρούσε ότι ενεργούσε κατά τρόπο αντιφατικό ή προβληματικό, όπως εμείς σήμερα.
Το πρώτο και κυριότερο βήμα του Κωνσταντίνου, που σήμανε την οριστική ρήξη με το εθνικό παρελθόν, ήταν η αναγνώριση του δικαιώματος ύπαρξης του χριστιανισμού και η διακήρυξη της αρχής της ανεξιθρησκίας για τους όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Το 311 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος έπεισε τον συναυτοκράτορά του Λικίνιο να δημοσιεύσουν από κοινού το Διάταγμα των Μεδιολάνων (στο σημερινό Μιλάνο) που όριζε τα ακόλουθα: «Όταν εγώ ο Κωνσταντίνος ο Αύγουστος και εγώ ο Λικίνιος ο Αύγουστος είχαμε την ευτυχία να συναντηθούμε στα Μεδιόλανα και να συζητήσουμε όλα τα σχετικά με το κοινό συμφέρον και όφελος, κρίναμε ότι μεταξύ των άλλων ζητημάτων που θα ωφελούσαν τους πάντες, πρώτο και κύριο επιβαλλόταν να ρυθμιστεί εκείνο που σχετίζεται με το σεβασμό προς το Θείο, δηλαδή να χορηγήσουμε στους χριστιανούς καθώς και σε όλους τους άλλους την ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία επιθυμεί ο καθένας, ώστε οποιαδήποτε και αν είναι η θεότητα και η ουράνια δύναμη να διάκειται ευμενώς απέναντί μας και απέναντι σε όλους εκείνους που βρίσκονται υπό την εξουσία μας. Κατά συνέπεια αποφασίσαμε να καταργηθούν όλοι οι σχετικοί με τους χριστιανούς προγενέστεροι περιορισμοί και από τώρα και στο εξής όποιος επιθυμεί να ακολουθήσει τη θρησκεία των χριστιανών είναι απεριόριστα ελεύθερος άνευ παρεμβάσεων ή ενοχλήσεων να την ακολουθήσει. Παραχωρήσαμε στους εν λόγω χριστιανούς απόλυτη ελευθερία να ασκούν τη λατρεία τους. Εφόσον τους παραχωρήσαμε αυτό το δικαίωμα και οι άλλοι ομοίως έχουν, προς χάριν της ειρήνης της βασιλείας μας, απόλυτη ελευθερία να εκλέγουν και να τιμούν όποια θρησκεία θέλουν. Και τούτο αποφασίστηκε για να μη φανεί ότι μειώνουμε οποιαδήποτε θρησκεία ή λατρεία». Ακολουθούν διαταγές για την άμεση απόδοση στις χριστιανικές κοινότητες των τόπων λατρείας και της υπόλοιπης περιουσίας τους που είχαν βίαια αποσπαστεί κατά τη διάρκεια των διωγμών, είτε βρισκόταν ακόμη αυτή στην κατοχή του δημοσίου ταμείου, είτε είχε εκποιηθεί ή παραχωρηθεί σε ιδιώτες. Στους αγοραστές και τους δωρεοδόχους δινόταν η υπόσχεση ότι τελικά θα αποζημιώνονταν από το δημόσιο ταμείο. «Έτσι ώστε, όπως εξηγήσαμε, η Θεία Εύνοια την οποία γνωρίσαμε σε τόσο μεγάλα συμβάντα, να εξακολουθήσει να μας στηρίζει εσαεί, για την δική μας επιτυχία και την ευτυχία του λαού» (μετάφραση δική μου και από Jones Arnold, Ο Κωνσταντίνος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, μετ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα χ.χ., σ. 88-89). Ο Κωνσταντίνος δεν όρισε το χριστιανισμό ως μόνη επίσημη θρησκεία του κράτους. Αυτό έγινε το 380 μ.Χ. με διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Α΄.
Τίποτα δεν προμήνυε τη δημόσια μεταστροφή του Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό. Η μεταστροφή του αυτοκράτορα ήταν μια απρόσμενη ευχάριστη έκπληξη που οι χριστιανοί αμέσως αγκάλιασαν και αξιοποίησαν προς όφελός τους. Ο Κωνσταντίνος αδιαφόρησε επιδεικτικά για τη θρησκευτική παράδοση αιώνων και έδωσε προτεραιότητα στο χριστιανισμό. Μία από τις πρώτες του ενέργειες όταν ανέβηκε στο θρόνο το 312 ήταν να επανορθώσει τις απώλειες που είχαν υποστεί οι χριστιανοί από τους προκατόχους του. Οι χριστιανοί εξόριστοι επαναπατρίστηκαν, οι καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα, ορυχεία και πορνεία απελευθερώθηκαν και ανέκτησαν την προηγούμενη νομική τους θέση, και οι δημευμένες περιουσίες, ιδιωτικές και εκκλησιαστικές, επιστράφηκαν, ενώ –το σημαντικότερο ίσως όλων– οι χριστιανοί έπαψαν να νιώθουν ντροπή και ανασφάλεια για την επιλογή τους.
Όταν ο Κωνσταντίνος ισχυροποίησε τη θέση του στο θρόνο υποστήριξε, σε μεγάλο βαθμό, τους στυλοβάτες της νέας θρησκείας, τους χριστιανούς ιερείς. Οι χριστιανοί ιερείς απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση ανάληψης δυσβάσταχτων δημοτικών αξιωμάτων. Ο Ευσέβιος ομολογεί ότι αυτό το μέτρο ώθησε πολλούς να ξεκινήσουν μια σταδιοδρομία στην Εκκλησία, παρακινημένοι όχι τόσο από θρησκευτικά κίνητρα αλλά για να αποφύγουν τα ανεπιθύμητα βάρη που συνεπάγονταν τα δημοτικά αξιώματα. Προς το τέλος της ζωής του, το 326, ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε την κατάχρηση του μέτρου και έθεσε περιορισμούς στις χειροτονίες κληρικών που δεν έπρεπε να ξεπερνούν τις ανάγκες των πόλεων. Η θέση ενός δημοτικού συμβούλου, που παραδοσιακά μεταβιβαζόταν από πατέρα σε γιο, υποχρέωνε τον κάτοχό της να ξοδέψει χρήματα για την πόλη του, να οργανώσει μεγαλοπρεπή θεάματα και εορτές, να ανεγείρει ή να επισκευάσει επιβλητικά δημόσια οικοδομήματα, ή το οδικό δίκτυο, και να συγκεντρώσει τους φόρους, και υπήρξε ένα εξαιρετικά τιμητικό καθήκον για τους επιφανείς πολίτες μιας πόλης από την κλασική εποχή έως και την αρχή της ρωμαϊκής περιόδου. Στην ύστερη αρχαιότητα η θέση δεν ήταν πλέον καθόλου ελκυστική, καθώς έπαψε να αποτελεί αξία για τις ανώτερες τάξεις η καταβολή χρημάτων προς όφελος των συμπολιτών με αντάλλαγμα την εξασφάλιση τιμής και κύρους στον τόπο διαμονής. Οι πλούσιοι δεν ήταν πια διατεθειμένοι να αποχωριστούν τον πλούτο τους με τον ίδιο τρόπο όπως παλιά. Οι χριστιανοί, τελικά, τους έπεισαν να διοχετεύουν το περίσσευμά τους σε φιλανθρωπικές πράξεις με αντάλλαγμα τη σωτηρία της ψυχής τους.
Ταυτόχρονα, ο Κωνσταντίνος φρόντισε οι επίσκοποι να αποκτήσουν το δικαίωμα να ενεργούν ως δικαστές, η εκκλησιαστική περιουσία να μην φορολογείται, οι επαρχιακοί διοικητές υποχρεώθηκαν να διαθέτουν πόρους για την κατασκευή χριστιανικών ναών στις περιοχές της αρμοδιότητάς τους και να διανέμουν τρόφιμα στους χριστιανούς, χρηματοδοτήθηκαν μοναστήρια και εκκλησιαστικά ιδρύματα, δημεύτηκαν περιουσίες εθνικών ιερών και επιτράπηκαν κατεδαφίσεις εθνικών ιερών. Δεν άργησε να γίνει αντιληπτό ότι ο Κωνσταντίνος προωθούσε τους χριστιανούς αξιωματούχους και ότι η ομολογία της χριστιανικής πίστης ήταν ένα σίγουρο μέσο απόκτησης της εύνοιας του αυτοκράτορα. Ο Ευσέβιος με θλίψη αναφέρει ότι πολλοί καιροσκόποι προσποιούνταν τους ευλαβείς χριστιανούς με σκοπό να επωφεληθούν με χρήματα, τίτλους και διευκολύνσεις.
Η νομοθετική πολιτική του Κωνσταντίνου επηρεάστηκε από τους χριστιανούς συμβούλους του. Οι διατάξεις για την έκδοση διαζυγίων, που ήταν σχετικά απλές κατά τη διάρκεια της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, έγιναν πιο αυστηρές και δεν επιτρεπόταν πια στις γυναίκες να καταθέτουν αίτηση διαζυγίου με την αιτιολογία ότι οι σύζυγοί τους ήταν μέθυσοι, άπιστοι ή μη σοβαροί, μπορούσαν να τους χωρίσουν μόνο εάν ήταν δολοφόνοι, μάγοι ή τυμβωρύχοι, ενώ οι άνδρες μπορούσαν να χωρίσουν μόνο σε περίπτωση μοιχείας, φαρμακείας ή πορνείας της συζύγου. Επιπλέον, απαγορεύτηκε στους δουλοκτήτες η διάλυση των οικογενειών των δούλων και επιτράπηκαν οι χειραφετήσεις δούλων μέσα σε εκκλησίες. Στο σημείο αυτό εξαντλήθηκε η συμπόνια του Κωνσταντίνου απέναντι στους δούλους. Αν ένας δούλος πέθαινε από κακομεταχείριση στα χέρια του δεσπότη του, ο δεσπότης δεν θα διωκόταν, εκτός και αν το έπραξε εσκεμμένα, κάτι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί. Ακόμα και μετά την απελευθέρωση δούλου ο δεσπότης διατηρούσε το δικαίωμα να επανακτήσει το δούλο του, αν κρινόταν ότι ο δούλος είχε επιδείξει αγνωμοσύνη ή αυθάδεια εναντίον του. Τέλος, ο Κωνσταντίνος απαγόρευσε ρητά στους δούλους να διατηρούν ερωτικές σχέσεις με ελεύθερες γυναίκες.
Ο Κωνσταντίνος επιδίωξε, αλλά δεν πέτυχε, κατάργηση των αγώνων των μονομάχων και διέταξε να σταλούν στα ορυχεία οι κατάδικοι που προορίζονταν για το αμφιθέατρο (οι διάδοχοί του χρειάστηκε να νομοθετήσουν προς αυτή την κατεύθυνση επανειλημμένα), κατάργησε τη θανάτωση με σταύρωση, που οι Ρωμαίοι επεφύλασσαν ως τιμωρία για τους εγκληματίες που προέρχονταν από τις κατώτερες τάξεις και για τους ενόχους εσχάτης προδοσίας κατά του ρωμαϊκού κράτους, καθώς την έκρινε βάναυση και καθώς εξαιτίας της υπέφερε ο Ιησούς, απαγόρευσε το στιγματισμό στο πρόσωπο ως ποινή, διέταξε να χορηγηθούν χρήματα, τρόφιμα και ρούχα από το δημόσιο ταμείο στους φτωχούς γονείς που αλλιώτικα θα έμπαιναν στον πειρασμό να πουλήσουν ή να εγκαταλείψουν έκθετα τα παιδιά τους (συνηθισμένη πρακτική για τα ανεπιθύμητα βρέφη σε εποχές με περιορισμένες μεθόδους αντισύλληψης, όπως η ελληνική και η ρωμαϊκή αρχαιότητα) και κατάργησε τις ρωμαϊκές νομοθετικές διακρίσεις εναντίον των άγαμων και των άκληρων.
Η ηθική απασχολούσε τον Κωνσταντίνο ώστε νομοθέτησε εναντίον τής απαγωγής και του βιασμού. Οι απαγωγείς και οι βιαστές θα καίγονταν ζωντανοί και δεν θα είχαν δικαίωμα έφεσης. Οι γυναίκες που συναινούσαν στο έγκλημα θα τιμωρούνταν με την ίδια ποινή. Οι γυναίκες που δεν συναίνεσαν αλλά και που δεν προέβαλαν σπουδαία αντίσταση, με γοερά κλάματα και φωνές, προκειμένου να σπεύσουν οι συγγενείς και οι γείτονες να τις σώσουν, θα έχαναν την περιουσία τους. Οι δούλοι που θα συνεργούσαν θα τιμωρούνταν με ρίψη καυτού μολυβιού στο λαιμό τους. Οι γονείς που θα έμεναν άπραγοι θα εξορίζονταν. Οι δούλοι που θα κατάγγελλαν το γεγονός θα αποκτούσαν την ιδιότητα του πολίτη. Τέλος, οι άρρενες κηδεμόνες κοριτσιών τάχθηκαν υπεύθυνοι για την προστασία της παρθενίας τους και αν αποκαλυπτόταν ότι οι ίδιοι ευθύνονταν για την απώλειά της θα εξορίζονταν και θα δημευόταν η περιουσία τους. Τέλος, οι έγγαμοι άνδρες απαγορευόταν να διατηρούν παλλακίδες.
Ας σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος δεν στράφηκε με τη νομοθεσία του εναντίον των Ιουδαίων και καταδίκαζε μόνο τους Ιουδαίους που δεν ανέχονταν τη μεταστροφή στο χριστιανισμό και λιθοβολούσαν όσους εκχριστιανίζονταν, ενώ δεν τους συμπαθούσε ιδιαίτερα και δεν επιθυμούσε τη διάδοση της θρησκείας τους, όπως δήλωνε επανειλημμένα στις επιστολές του, ενώ τιμώρησε σκληρά τους Ιουδαίους που προσπάθησαν να επισκευάσουν τον Ναό του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα. Ο Κωνσταντίνος δεν καταπίεσε συστηματικά Ιουδαίους, μόνο τους στέρησε το δικαίωμα απαλλαγής από τα δημοτικά συμβούλια. Ο Ιωσήφ ήταν ένας Ιουδαίος που εκχριστιανίστηκε και ο εκχριστιανισμός του προκάλεσε την οργή της ιουδαϊκής κοινότητας. Ο Κωνσταντίνος τον πήρε υπό την προστασία του και τον αντάμειψε με τον τίτλο του κόμητα και με ένα επίδομα από το αυτοκρατορικό ταμείο και όρισε ότι όσοι χειροδικούσαν εναντίον πρώην εθνικών ή Ιουδαίων που εκχριστιανίζονταν θα τιμωρούνταν με θάνατο στην πυρά.
Ο Κωνσταντίνος δεν καταπίεσε εθνικούς. Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά: «Ας μην ενοχλεί κανείς τον πλησίον του. Ας έχει και ας απολαμβάνει ο καθένας ό,τι επιθυμεί η ψυχή του. Όσοι είναι σώφρονες πρέπει να είναι βέβαιοι ότι μόνον αυτοί θα ζήσουν μια αγνή και αγιασμένη ζωή, αυτοί που Εσύ καλείς να στηριχθούν στους αγίους νόμους Σου. Αλλά εκείνοι που μένουν μακριά Σου, ας έχουν αν το επιθυμούν τους ναούς του ψεύδους. Εμείς έχουμε τον ένδοξο οίκο της αλήθειας Σου» (μετάφραση από Jones, Κωνσταντίνος και εκχριστιανισμός, ό.π., σ. 203). Μόνο στο τέλος της ζωής του απαγόρευσε την τέλεση δημόσιων θυσιών, έκλεισε εθνικούς ναούς, όπως το ναό του Ασκληπιού των Αιγών της Κιλικίας και τους ναούς στα Άφακα και στην Ηλιούπολη της Φοινίκης, που ήταν φημισμένα κέντρα λατρευτικής πορνείας, και δήμευσε τις περιουσίες τους.
Προς το τέλος της ζωής του ο Κωνσταντίνος σχεδίαζε να βαπτιστεί χριστιανός στον ποταμό Ιορδάνη, όπως ο Ιησούς, έκρινε όμως ότι δεν επαρκούσαν οι δυνάμεις του για ένα τέτοιο ταξίδι και έτσι βαπτίστηκε σε μια εκκλησία σε ένα χωριό κοντά στη Νικομήδεια από τον επίσκοπο της πόλης Ευσέβιο (συνονόματο του βιογράφου του). Σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, ο Κωνσταντίνος βαπτίστηκε γυμνός και μετά τη βάπτισή του φόρεσε λευκά ενδύματα (το εθιμοτυπικό προέβλεπε να φοράει ο νεοφώτιστος λευκά ενδύματα για μια εβδομάδα μετά τη βάπτισή του), και αποσύρθηκε στην οικία του στο Αχύριο κοντά στη Νικομήδεια, ξάπλωσε σε ένα λευκό άνετο κάθισμα και άφησε εκεί την τελευταία του πνοή το 337 (Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου 4.65-70). Η αργοπορία της βάπτισης του αυτοκράτορα προκαλεί έντονο προβληματισμό σε όσους αμφισβητούν τη γνησιότητα της μεταστροφής του και τα κίνητρά του στην απόφασή του να υποστηρίξει το χριστιανισμό. Οι αμφισβητίες ωστόσο παραβλέπουν, ή αγνοούν, το γεγονός ότι την εποχή εκείνη ο νηπιοβαπτισμός δεν είχε ακόμη καθιερωθεί (ο νηπιοβαπτισμός καθιερώθηκε λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του τέταρτου αιώνα). Οι πρώτοι χριστιανοί πίστευαν ότι η βάπτιση λυτρώνει την ψυχή από τις αμαρτίες, οπότε προτιμούσαν να την αναβάλουν μέχρι το τέλος της ζωής τους, ώστε να ελαχιστοποιήσουν το ποσοστό των αμαρτιών που θα ακολουθούσαν μετά τη βάπτιση και να μην διακινδυνεύσουν, έτσι, να χάσουν τη θέση τους στον παράδεισο από βιασύνη και κακό υπολογισμό. Η άποψη ότι ο Κωνσταντίνος δεν έκρινε απαραίτητη τη βάπτιση γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ήδη τέλειο χριστιανό, δεν υποστηρίζεται επαρκώς από τις πηγές της εποχής.
Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον ότι ο Κωνσταντίνος ερμήνευσε την αναμέτρησή του με τον Μαξέντιο ως αναμέτρηση ανάμεσα στον χριστιανικό Θεό και στην παλιά παραδοσιακή θρησκεία. Ο Κωνσταντίνος, χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό, αντιλήφθηκε τη δράση του ως σταυροφορία και απέδωσε τη νίκη του, όπως και όλες τις μεταγενέστερες επιτυχίες του, στην προστασία του μοναδικού αληθινού Θεού, του Θεού των χριστιανών.
Όπως πίστευε, ο Θεός τού είχε αποκαλυφθεί σε όραμα και σε όνειρο, το οποίο αργότερα διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια στον εκκλησιαστικό ιστορικό και βιογράφο του Ευσέβιο και μάλιστα ορκίστηκε για την αλήθεια των λεγομένων του. Την παραμονή της μάχης του με τον Μαξέντιο, την ώρα του δειλινού, ο Κωνσταντίνος καθόταν έξω από τη σκηνή του και αναλογιζόταν το σχέδιο της μάχης που θα ακολουθούσε όταν, ξαφνικά, είδε στον ουρανό το χριστόγραμμα, δηλαδή τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματος του Χριστού, συνοδευμένο από την επιγραφή hoc signo victor es, ή στην ελληνική του απόδοση που μας παρέχει ο Ευσέβιος, τούτω νίκα. Σε όνειρο έλαβε την οδηγία να χαράξει το χριστόγραμμα και την επιγραφή στις ασπίδες των στρατιωτών του και να τα αποτυπώσει στα λάβαρά του ως αλέξημα, δηλαδή ως αποτροπαϊκό σύμβολο για την προστασία τους. Ο Κωνσταντίνος πρόθυμα υπάκουσε και αυτό πίστευε ότι του εξασφάλισε την εύνοια του παντοδύναμου Θεού και την τελική επικράτηση. Η απρόσμενη νίκη εδραίωσε μια για πάντα τη χριστιανική του πίστη. Από ευτυχή συγκυρία έχει σωθεί το κράνος του Κωνσταντίνου με χαραγμένο πάνω του το χριστόγραμμα. Ας σημειωθεί ότι συναντούμε το σύμβολο ΧΡ σε παπύρους της εποχής καθώς χρησιμοποιούνταν από ελληνόφωνους Αιγύπτιους εμπόρους για να δείξουν ότι ένα προϊόν ήταν χρηστόν (=χρήσιμο), δηλαδή καλό. Για πρώτη φορά ο Κωνσταντίνος το χρησιμοποίησε ως χριστιανικό σύμβολο. Ήταν ιδέα του αυτοκράτορα να μετατρέψει τη σύντμηση αυτή σε προστατευτικό σύμβολο του Θεού του.
Αυτό που είδε ο Κωνσταντίνος στον ουρανό και εντυπωσιάστηκε, όπως υποστηρίζουν πολλοί σήμερα, δεν ήταν τα δύο πρώτα γράμματα της λέξης Χριστός, παρά μια σπάνια, αλλά επιστημονικά εξακριβωμένη μορφή του φαινομένου της άλω. Καθώς οι ακτίνες του ήλιου συναντούν παγοκρυστάλλους δημιουργείται ένα θεαματικό πρόσκαιρο σχήμα φωτεινού σταυρού με τον ήλιο στο κέντρο, όπως το ουράνιο τόξο εμφανίζεται όταν οι ακτίνες του ήλιου ενώνονται με σταγόνες βροχής. Οποιαδήποτε εκδοχή κι αν βρίσκουμε πειστική, αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Κωνσταντίνος εξέλαβε την εμπειρία του ως μεταφυσική και, αμέσως μετά, θέλησε να μάθει περισσότερα για το χριστιανισμό. Έτσι, άρχισε να μελετάει συστηματικά χριστιανικά κείμενα, να συναναστρέφεται τακτικά με χριστιανούς ιερείς και να τους έχει συνδαιτυμόνες και συνοδούς στα ταξίδια του.
Η ειλικρίνεια της μεταστροφής του Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό αμφισβητήθηκε έντονα σχεδόν αμέσως μόλις έγινε αντιληπτή η σημασία της. Ακόμη και σήμερα συνεχίζεται η διένεξη για το αν ο εκχριστιανισμός του αυτοκράτορα ήταν ζήτημα πολιτικής σκοπιμότητας ή αν πήγαζε από αγνά θρησκευτικά κίνητρα. Προσωπικά θεωρώ την αποδοχή της χριστιανικής πίστης από τον Κωνσταντίνο απόλυτα ειλικρινή. Στις επιστολές του ίδιου του αυτοκράτορα, που σώζονται μέχρι σήμερα, διακηρύσσει με σαφήνεια την παταγώδη αποτυχία των παραδοσιακών θεών και την ακράδαντη πίστη του ότι η παντοδυναμία του Θεού των χριστιανών θα φέρει αμέτρητα αγαθά στο κράτος που ηγείται. Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι ο χριστιανισμός στην εποχή του Κωνσταντίνου δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος, οι χριστιανοί αποτελούσαν τότε μια μικρή μόνο μερίδα του πληθυσμού, μια ασήμαντη και ανίσχυρη ομάδα με λίγους μόνο φίλους στις ισχυρές ανώτερες τάξεις, οπότε δεν ήταν καθόλου αυτονόητη ούτε αναπόφευκτη η υποστήριξή τους από έναν αυτοκράτορα. Αμέσως μετά τον εκχριστιανισμό του Κωνσταντίνου, η κατάσταση άλλαξε ριζικά και σημειώθηκε ραγδαία άνοδος των μεταστροφών στο χριστιανισμό. Δεν αποκλείεται, βέβαια, το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος αναγνώρισε την ασύγκριτη δυναμική του χριστιανικού κινήματος, την ξεχωριστή μαχητικότητα των οπαδών του και την πρωτόγνωρη για τον αρχαίο κόσμο οργάνωση του κλήρου, και ότι κατόρθωσε να διαβλέψει τη λαμπρή πορεία του. Έχει μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε πότε ακριβώς ο Κωνσταντίνος έλαβε την απόφαση να υποστηρίξει το χριστιανισμό και να τον χρησιμοποιήσει ως συνεκτική ιδεολογία της αυτοκρατορίας και σε ποια χρονική στιγμή αντιλήφθηκαν οι σύγχρονοί του, χριστιανοί και εθνικοί, τη ρηξικέλευθη απόφασή του.
Ο Κωνσταντίνος υποστήριξε έμπρακτα το χριστιανισμό. Απάλλαξε τον κλήρο από φορολογικές υποχρεώσεις, παραχώρησε το δικαίωμα ιδιοκτησίας και αποδοχής κληρονομιών στην Εκκλησία, καθιέρωσε την Κυριακή ως επίσημη ημέρα ανάπαυσης (από την οποία εξαίρεσε μόνο τους αγρότες που μπορούσαν, αν το επιθυμούσαν, να συνεχίσουν τις εργασίες τους, για να μην διακινδυνεύσουν καταστροφή της σοδειάς τους, και τις απελευθερώσεις δούλων ως μια καλή πράξη που μπορούσε να γίνει ακόμα και σε αργίες), αναγνώρισε όλες τις χριστιανικές εορτές ως κρατικές, αποτύπωσε χριστιανικά σύμβολα στα νομίσματά του και ανέγειρε εντυπωσιακές εκκλησίες με χρήματα του αυτοκρατορικού ταμείου σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια.
Ωστόσο η πολιτική του Κωνσταντίνου απέναντι στο χριστιανισμό ήταν αντιφατική. Ο Κωνσταντίνος δεν απέβαλε ποτέ την ιδιότητα του pontifex maximus (= του υπάτου αρχιερέα) της παραδοσιακής θρησκείας των Ρωμαίων, δεν εξαφάνισε τα εθνικά σύμβολα από τα νομίσματά του (για παράδειγμα, στα νομίσματά του εμφανίζονται οι θεοί Δίας Σωτήρ, Άρης Σωτήρ, Ηρακλής Νικητής, Ήλιος, Ίσιδα, Σέραπις και Άνουβις), ενώ παράλληλα κυκλοφορούσαν και νομίσματα με χριστιανικά σύμβολα, στην Αψίδα του αυτοκράτορα στη Ρώμη, που ανήγειρε προς τιμήν του η ρωμαϊκή Σύγκλητος σε ανάμνηση της μάχης του 312, δεν κατονομάζεται ξεκάθαρα ο χριστιανικός Θεός ως ο προστάτης του, παρά υπάρχει μια παράσταση του θεού Ήλιου και η μονοθεϊστική ασαφής επιγραφή instinctu divinitatis (= με την έμπνευση της θεότητας νικά ο αυτοκράτορας). Ταυτόχρονα, ο Κωνσταντίνος συμβουλευόταν μάντεις και αστρολόγους μέχρι το τέλος της ζωής του και επέτρεπε στους υπηκόους του να καταφεύγουν στη μαγεία για τη θεραπεία ασθενειών ή την αποτροπή ανεπιθύμητων καιρικών φαινομένων, αποδέχτηκε πρόθυμα εθνικές τιμές από τους πολίτες της Αθήνας, πλήρωσε τα ταξιδιωτικά έξοδα ενός εθνικού ιερέα για προσκύνημα στην Αίγυπτο, ενίσχυσε οικονομικά τα Ελευσίνια Μυστήρια και, το κυριότερο ίσως, ποτέ δεν καταπίεσε εθνικούς.
Κάποιοι χαρακτηρίζουν τον Κωνσταντίνο ρεαλιστή και διπλωμάτη και θεωρούν ότι συνειδητά δεν ήθελε να προσβάλει τους εθνικούς υπηκόους του αλλά να τους προσφέρει μια γέφυρα να περάσουν ήπια, σταδιακά και ανώδυνα στο χριστιανισμό, ή ερμηνεύουν τις εθνικές του συνήθειες ως εξωτερικές τυπικές εκδηλώσεις που αναμένονταν από έναν αυτοκράτορα αλλά που είχαν χάσει το εθνικό τους νόημα για πολλούς από τους ανθρώπους της εποχής (και σίγουρα για τον Κωνσταντίνο), αποδίδουν τη φαινομενικά αλλόκοτη και συγκεχυμένη συμπεριφορά του σε απλή άγνοια ή σε γραφειοκρατική αδράνεια, και την περιοδική εμφάνιση μονοθεϊστικών συμβόλων και το δισταγμό να κατονομαστεί ξεκάθαρα ο Θεός των χριστιανών σε πρωτοβουλία των συγχρόνων του εθνικών Συγκλητικών (οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων και την κυκλοφορία νομισμάτων) που είχαν αντιληφθεί τη μεταστροφή του αυτοκράτορά τους αλλά ένιωθαν αιφνιδιασμένοι και αμήχανοι για να την ομολογήσουν απροκάλυπτα. Ο Κωνσταντίνος δίνει την εντύπωση ότι δεν είχε τους ενδοιασμούς που του αποδίδονται. Είχε τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης, ήταν αυθόρμητος, αλλά και σίγουρος για τις θρησκευτικές επιλογές του, τις οποίες, σε καμιά περίπτωση, δεν έκρυβε. Απλώς η μεταστροφή σε κάτι νέο δεν σημαίνει απαραίτητα ουσιαστική ρήξη με το παρελθόν, ούτε πάντα αυτόματη εγκατάλειψη των παλιών συνηθειών, τουλάχιστον όχι σε τόσο απόλυτο βαθμό όσο τείνουμε να πιστεύουμε. Ο Κωνσταντίνος δεν θεωρούσε ότι ενεργούσε κατά τρόπο αντιφατικό ή προβληματικό, όπως εμείς σήμερα.
Το πρώτο και κυριότερο βήμα του Κωνσταντίνου, που σήμανε την οριστική ρήξη με το εθνικό παρελθόν, ήταν η αναγνώριση του δικαιώματος ύπαρξης του χριστιανισμού και η διακήρυξη της αρχής της ανεξιθρησκίας για τους όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Το 311 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος έπεισε τον συναυτοκράτορά του Λικίνιο να δημοσιεύσουν από κοινού το Διάταγμα των Μεδιολάνων (στο σημερινό Μιλάνο) που όριζε τα ακόλουθα: «Όταν εγώ ο Κωνσταντίνος ο Αύγουστος και εγώ ο Λικίνιος ο Αύγουστος είχαμε την ευτυχία να συναντηθούμε στα Μεδιόλανα και να συζητήσουμε όλα τα σχετικά με το κοινό συμφέρον και όφελος, κρίναμε ότι μεταξύ των άλλων ζητημάτων που θα ωφελούσαν τους πάντες, πρώτο και κύριο επιβαλλόταν να ρυθμιστεί εκείνο που σχετίζεται με το σεβασμό προς το Θείο, δηλαδή να χορηγήσουμε στους χριστιανούς καθώς και σε όλους τους άλλους την ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία επιθυμεί ο καθένας, ώστε οποιαδήποτε και αν είναι η θεότητα και η ουράνια δύναμη να διάκειται ευμενώς απέναντί μας και απέναντι σε όλους εκείνους που βρίσκονται υπό την εξουσία μας. Κατά συνέπεια αποφασίσαμε να καταργηθούν όλοι οι σχετικοί με τους χριστιανούς προγενέστεροι περιορισμοί και από τώρα και στο εξής όποιος επιθυμεί να ακολουθήσει τη θρησκεία των χριστιανών είναι απεριόριστα ελεύθερος άνευ παρεμβάσεων ή ενοχλήσεων να την ακολουθήσει. Παραχωρήσαμε στους εν λόγω χριστιανούς απόλυτη ελευθερία να ασκούν τη λατρεία τους. Εφόσον τους παραχωρήσαμε αυτό το δικαίωμα και οι άλλοι ομοίως έχουν, προς χάριν της ειρήνης της βασιλείας μας, απόλυτη ελευθερία να εκλέγουν και να τιμούν όποια θρησκεία θέλουν. Και τούτο αποφασίστηκε για να μη φανεί ότι μειώνουμε οποιαδήποτε θρησκεία ή λατρεία». Ακολουθούν διαταγές για την άμεση απόδοση στις χριστιανικές κοινότητες των τόπων λατρείας και της υπόλοιπης περιουσίας τους που είχαν βίαια αποσπαστεί κατά τη διάρκεια των διωγμών, είτε βρισκόταν ακόμη αυτή στην κατοχή του δημοσίου ταμείου, είτε είχε εκποιηθεί ή παραχωρηθεί σε ιδιώτες. Στους αγοραστές και τους δωρεοδόχους δινόταν η υπόσχεση ότι τελικά θα αποζημιώνονταν από το δημόσιο ταμείο. «Έτσι ώστε, όπως εξηγήσαμε, η Θεία Εύνοια την οποία γνωρίσαμε σε τόσο μεγάλα συμβάντα, να εξακολουθήσει να μας στηρίζει εσαεί, για την δική μας επιτυχία και την ευτυχία του λαού» (μετάφραση δική μου και από Jones Arnold, Ο Κωνσταντίνος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, μετ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα χ.χ., σ. 88-89). Ο Κωνσταντίνος δεν όρισε το χριστιανισμό ως μόνη επίσημη θρησκεία του κράτους. Αυτό έγινε το 380 μ.Χ. με διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Α΄.
Τίποτα δεν προμήνυε τη δημόσια μεταστροφή του Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό. Η μεταστροφή του αυτοκράτορα ήταν μια απρόσμενη ευχάριστη έκπληξη που οι χριστιανοί αμέσως αγκάλιασαν και αξιοποίησαν προς όφελός τους. Ο Κωνσταντίνος αδιαφόρησε επιδεικτικά για τη θρησκευτική παράδοση αιώνων και έδωσε προτεραιότητα στο χριστιανισμό. Μία από τις πρώτες του ενέργειες όταν ανέβηκε στο θρόνο το 312 ήταν να επανορθώσει τις απώλειες που είχαν υποστεί οι χριστιανοί από τους προκατόχους του. Οι χριστιανοί εξόριστοι επαναπατρίστηκαν, οι καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα, ορυχεία και πορνεία απελευθερώθηκαν και ανέκτησαν την προηγούμενη νομική τους θέση, και οι δημευμένες περιουσίες, ιδιωτικές και εκκλησιαστικές, επιστράφηκαν, ενώ –το σημαντικότερο ίσως όλων– οι χριστιανοί έπαψαν να νιώθουν ντροπή και ανασφάλεια για την επιλογή τους.
Όταν ο Κωνσταντίνος ισχυροποίησε τη θέση του στο θρόνο υποστήριξε, σε μεγάλο βαθμό, τους στυλοβάτες της νέας θρησκείας, τους χριστιανούς ιερείς. Οι χριστιανοί ιερείς απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση ανάληψης δυσβάσταχτων δημοτικών αξιωμάτων. Ο Ευσέβιος ομολογεί ότι αυτό το μέτρο ώθησε πολλούς να ξεκινήσουν μια σταδιοδρομία στην Εκκλησία, παρακινημένοι όχι τόσο από θρησκευτικά κίνητρα αλλά για να αποφύγουν τα ανεπιθύμητα βάρη που συνεπάγονταν τα δημοτικά αξιώματα. Προς το τέλος της ζωής του, το 326, ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε την κατάχρηση του μέτρου και έθεσε περιορισμούς στις χειροτονίες κληρικών που δεν έπρεπε να ξεπερνούν τις ανάγκες των πόλεων. Η θέση ενός δημοτικού συμβούλου, που παραδοσιακά μεταβιβαζόταν από πατέρα σε γιο, υποχρέωνε τον κάτοχό της να ξοδέψει χρήματα για την πόλη του, να οργανώσει μεγαλοπρεπή θεάματα και εορτές, να ανεγείρει ή να επισκευάσει επιβλητικά δημόσια οικοδομήματα, ή το οδικό δίκτυο, και να συγκεντρώσει τους φόρους, και υπήρξε ένα εξαιρετικά τιμητικό καθήκον για τους επιφανείς πολίτες μιας πόλης από την κλασική εποχή έως και την αρχή της ρωμαϊκής περιόδου. Στην ύστερη αρχαιότητα η θέση δεν ήταν πλέον καθόλου ελκυστική, καθώς έπαψε να αποτελεί αξία για τις ανώτερες τάξεις η καταβολή χρημάτων προς όφελος των συμπολιτών με αντάλλαγμα την εξασφάλιση τιμής και κύρους στον τόπο διαμονής. Οι πλούσιοι δεν ήταν πια διατεθειμένοι να αποχωριστούν τον πλούτο τους με τον ίδιο τρόπο όπως παλιά. Οι χριστιανοί, τελικά, τους έπεισαν να διοχετεύουν το περίσσευμά τους σε φιλανθρωπικές πράξεις με αντάλλαγμα τη σωτηρία της ψυχής τους.
Ταυτόχρονα, ο Κωνσταντίνος φρόντισε οι επίσκοποι να αποκτήσουν το δικαίωμα να ενεργούν ως δικαστές, η εκκλησιαστική περιουσία να μην φορολογείται, οι επαρχιακοί διοικητές υποχρεώθηκαν να διαθέτουν πόρους για την κατασκευή χριστιανικών ναών στις περιοχές της αρμοδιότητάς τους και να διανέμουν τρόφιμα στους χριστιανούς, χρηματοδοτήθηκαν μοναστήρια και εκκλησιαστικά ιδρύματα, δημεύτηκαν περιουσίες εθνικών ιερών και επιτράπηκαν κατεδαφίσεις εθνικών ιερών. Δεν άργησε να γίνει αντιληπτό ότι ο Κωνσταντίνος προωθούσε τους χριστιανούς αξιωματούχους και ότι η ομολογία της χριστιανικής πίστης ήταν ένα σίγουρο μέσο απόκτησης της εύνοιας του αυτοκράτορα. Ο Ευσέβιος με θλίψη αναφέρει ότι πολλοί καιροσκόποι προσποιούνταν τους ευλαβείς χριστιανούς με σκοπό να επωφεληθούν με χρήματα, τίτλους και διευκολύνσεις.
Η νομοθετική πολιτική του Κωνσταντίνου επηρεάστηκε από τους χριστιανούς συμβούλους του. Οι διατάξεις για την έκδοση διαζυγίων, που ήταν σχετικά απλές κατά τη διάρκεια της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, έγιναν πιο αυστηρές και δεν επιτρεπόταν πια στις γυναίκες να καταθέτουν αίτηση διαζυγίου με την αιτιολογία ότι οι σύζυγοί τους ήταν μέθυσοι, άπιστοι ή μη σοβαροί, μπορούσαν να τους χωρίσουν μόνο εάν ήταν δολοφόνοι, μάγοι ή τυμβωρύχοι, ενώ οι άνδρες μπορούσαν να χωρίσουν μόνο σε περίπτωση μοιχείας, φαρμακείας ή πορνείας της συζύγου. Επιπλέον, απαγορεύτηκε στους δουλοκτήτες η διάλυση των οικογενειών των δούλων και επιτράπηκαν οι χειραφετήσεις δούλων μέσα σε εκκλησίες. Στο σημείο αυτό εξαντλήθηκε η συμπόνια του Κωνσταντίνου απέναντι στους δούλους. Αν ένας δούλος πέθαινε από κακομεταχείριση στα χέρια του δεσπότη του, ο δεσπότης δεν θα διωκόταν, εκτός και αν το έπραξε εσκεμμένα, κάτι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί. Ακόμα και μετά την απελευθέρωση δούλου ο δεσπότης διατηρούσε το δικαίωμα να επανακτήσει το δούλο του, αν κρινόταν ότι ο δούλος είχε επιδείξει αγνωμοσύνη ή αυθάδεια εναντίον του. Τέλος, ο Κωνσταντίνος απαγόρευσε ρητά στους δούλους να διατηρούν ερωτικές σχέσεις με ελεύθερες γυναίκες.
Ο Κωνσταντίνος επιδίωξε, αλλά δεν πέτυχε, κατάργηση των αγώνων των μονομάχων και διέταξε να σταλούν στα ορυχεία οι κατάδικοι που προορίζονταν για το αμφιθέατρο (οι διάδοχοί του χρειάστηκε να νομοθετήσουν προς αυτή την κατεύθυνση επανειλημμένα), κατάργησε τη θανάτωση με σταύρωση, που οι Ρωμαίοι επεφύλασσαν ως τιμωρία για τους εγκληματίες που προέρχονταν από τις κατώτερες τάξεις και για τους ενόχους εσχάτης προδοσίας κατά του ρωμαϊκού κράτους, καθώς την έκρινε βάναυση και καθώς εξαιτίας της υπέφερε ο Ιησούς, απαγόρευσε το στιγματισμό στο πρόσωπο ως ποινή, διέταξε να χορηγηθούν χρήματα, τρόφιμα και ρούχα από το δημόσιο ταμείο στους φτωχούς γονείς που αλλιώτικα θα έμπαιναν στον πειρασμό να πουλήσουν ή να εγκαταλείψουν έκθετα τα παιδιά τους (συνηθισμένη πρακτική για τα ανεπιθύμητα βρέφη σε εποχές με περιορισμένες μεθόδους αντισύλληψης, όπως η ελληνική και η ρωμαϊκή αρχαιότητα) και κατάργησε τις ρωμαϊκές νομοθετικές διακρίσεις εναντίον των άγαμων και των άκληρων.
Η ηθική απασχολούσε τον Κωνσταντίνο ώστε νομοθέτησε εναντίον τής απαγωγής και του βιασμού. Οι απαγωγείς και οι βιαστές θα καίγονταν ζωντανοί και δεν θα είχαν δικαίωμα έφεσης. Οι γυναίκες που συναινούσαν στο έγκλημα θα τιμωρούνταν με την ίδια ποινή. Οι γυναίκες που δεν συναίνεσαν αλλά και που δεν προέβαλαν σπουδαία αντίσταση, με γοερά κλάματα και φωνές, προκειμένου να σπεύσουν οι συγγενείς και οι γείτονες να τις σώσουν, θα έχαναν την περιουσία τους. Οι δούλοι που θα συνεργούσαν θα τιμωρούνταν με ρίψη καυτού μολυβιού στο λαιμό τους. Οι γονείς που θα έμεναν άπραγοι θα εξορίζονταν. Οι δούλοι που θα κατάγγελλαν το γεγονός θα αποκτούσαν την ιδιότητα του πολίτη. Τέλος, οι άρρενες κηδεμόνες κοριτσιών τάχθηκαν υπεύθυνοι για την προστασία της παρθενίας τους και αν αποκαλυπτόταν ότι οι ίδιοι ευθύνονταν για την απώλειά της θα εξορίζονταν και θα δημευόταν η περιουσία τους. Τέλος, οι έγγαμοι άνδρες απαγορευόταν να διατηρούν παλλακίδες.
Ας σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος δεν στράφηκε με τη νομοθεσία του εναντίον των Ιουδαίων και καταδίκαζε μόνο τους Ιουδαίους που δεν ανέχονταν τη μεταστροφή στο χριστιανισμό και λιθοβολούσαν όσους εκχριστιανίζονταν, ενώ δεν τους συμπαθούσε ιδιαίτερα και δεν επιθυμούσε τη διάδοση της θρησκείας τους, όπως δήλωνε επανειλημμένα στις επιστολές του, ενώ τιμώρησε σκληρά τους Ιουδαίους που προσπάθησαν να επισκευάσουν τον Ναό του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα. Ο Κωνσταντίνος δεν καταπίεσε συστηματικά Ιουδαίους, μόνο τους στέρησε το δικαίωμα απαλλαγής από τα δημοτικά συμβούλια. Ο Ιωσήφ ήταν ένας Ιουδαίος που εκχριστιανίστηκε και ο εκχριστιανισμός του προκάλεσε την οργή της ιουδαϊκής κοινότητας. Ο Κωνσταντίνος τον πήρε υπό την προστασία του και τον αντάμειψε με τον τίτλο του κόμητα και με ένα επίδομα από το αυτοκρατορικό ταμείο και όρισε ότι όσοι χειροδικούσαν εναντίον πρώην εθνικών ή Ιουδαίων που εκχριστιανίζονταν θα τιμωρούνταν με θάνατο στην πυρά.
Ο Κωνσταντίνος δεν καταπίεσε εθνικούς. Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά: «Ας μην ενοχλεί κανείς τον πλησίον του. Ας έχει και ας απολαμβάνει ο καθένας ό,τι επιθυμεί η ψυχή του. Όσοι είναι σώφρονες πρέπει να είναι βέβαιοι ότι μόνον αυτοί θα ζήσουν μια αγνή και αγιασμένη ζωή, αυτοί που Εσύ καλείς να στηριχθούν στους αγίους νόμους Σου. Αλλά εκείνοι που μένουν μακριά Σου, ας έχουν αν το επιθυμούν τους ναούς του ψεύδους. Εμείς έχουμε τον ένδοξο οίκο της αλήθειας Σου» (μετάφραση από Jones, Κωνσταντίνος και εκχριστιανισμός, ό.π., σ. 203). Μόνο στο τέλος της ζωής του απαγόρευσε την τέλεση δημόσιων θυσιών, έκλεισε εθνικούς ναούς, όπως το ναό του Ασκληπιού των Αιγών της Κιλικίας και τους ναούς στα Άφακα και στην Ηλιούπολη της Φοινίκης, που ήταν φημισμένα κέντρα λατρευτικής πορνείας, και δήμευσε τις περιουσίες τους.
Προς το τέλος της ζωής του ο Κωνσταντίνος σχεδίαζε να βαπτιστεί χριστιανός στον ποταμό Ιορδάνη, όπως ο Ιησούς, έκρινε όμως ότι δεν επαρκούσαν οι δυνάμεις του για ένα τέτοιο ταξίδι και έτσι βαπτίστηκε σε μια εκκλησία σε ένα χωριό κοντά στη Νικομήδεια από τον επίσκοπο της πόλης Ευσέβιο (συνονόματο του βιογράφου του). Σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, ο Κωνσταντίνος βαπτίστηκε γυμνός και μετά τη βάπτισή του φόρεσε λευκά ενδύματα (το εθιμοτυπικό προέβλεπε να φοράει ο νεοφώτιστος λευκά ενδύματα για μια εβδομάδα μετά τη βάπτισή του), και αποσύρθηκε στην οικία του στο Αχύριο κοντά στη Νικομήδεια, ξάπλωσε σε ένα λευκό άνετο κάθισμα και άφησε εκεί την τελευταία του πνοή το 337 (Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου 4.65-70). Η αργοπορία της βάπτισης του αυτοκράτορα προκαλεί έντονο προβληματισμό σε όσους αμφισβητούν τη γνησιότητα της μεταστροφής του και τα κίνητρά του στην απόφασή του να υποστηρίξει το χριστιανισμό. Οι αμφισβητίες ωστόσο παραβλέπουν, ή αγνοούν, το γεγονός ότι την εποχή εκείνη ο νηπιοβαπτισμός δεν είχε ακόμη καθιερωθεί (ο νηπιοβαπτισμός καθιερώθηκε λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του τέταρτου αιώνα). Οι πρώτοι χριστιανοί πίστευαν ότι η βάπτιση λυτρώνει την ψυχή από τις αμαρτίες, οπότε προτιμούσαν να την αναβάλουν μέχρι το τέλος της ζωής τους, ώστε να ελαχιστοποιήσουν το ποσοστό των αμαρτιών που θα ακολουθούσαν μετά τη βάπτιση και να μην διακινδυνεύσουν, έτσι, να χάσουν τη θέση τους στον παράδεισο από βιασύνη και κακό υπολογισμό. Η άποψη ότι ο Κωνσταντίνος δεν έκρινε απαραίτητη τη βάπτιση γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ήδη τέλειο χριστιανό, δεν υποστηρίζεται επαρκώς από τις πηγές της εποχής.
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
12.12. Ροντέν και Αρχαιότητα
«Αγαπώ την Αρχαιότητα με πάθος. Αντιπροσωπεύει για μένα την ύψιστη ομορφιά», διακηρύσσει ο Ροντέν, ένας από τους τελευταίους γλύπτες με κεντρικό θέμα τον άνθρωπο. Ο Ροντέν θα ανανεώσει τους πολυχρησιμοποιημένους και εξαντλημένους πλέον αρχαίους μύθους με μια δική του προσέγγιση: επιλέγει υπαρξιακά θέματα, που εξαίρουν τη γυναίκα, τον έρωτα, τον θάνατο, οριακές καταστάσεις της ανθρώπινης συνείδησης. Μελετά ζωντανά κινούμενα μοντέλα και διαμορφώνει την πλαστική του γλώσσα συγκεντρώνοντας την προσοχή του στο γυμνό σώμα ως σύμβολο της αρχετυπικής ουσίας του μύθου. Η Αρχαιότητα δεν είναι γι᾽ αυτόν «ένα ορυχείο μυθικών θεμάτων, αλλά ένας κόσμος που οδήγησε την τέχνη στην πιο υψηλή της έκφραση» (Μ. Λαμπράκη-Πλάκα). Γι᾽ αυτό και αναζητεί σε αυτή αισθητικές αρχές και πλαστικές λύσεις και όχι το ανέκδοτο ή έναν ανέκφραστο κλασικιστικό ιδεαλισμό. Συνομιλώντας με τον ιστορικό Πολ Γκσελ εξομολογείται ότι σε όλη του τη ζωή ταλαντεύτηκε ανάμεσα σε δύο τάσεις της πλαστικής: ανάμεσα στην αντίληψη του Φειδία, που σημαίνει ισορροπία, λόγο και χάρη, και στην αντίληψη του Μιχαήλ Αγγέλου (των Φλωρεντινών) που σημαίνει στροφή προς τα μέσα, αναδίπλωση, κίνηση της μορφής προς τον εαυτό της. «Η αρχαία τέχνη είναι τέχνη της αλήθειας και της απλότητας και δεν μπορεί να διδαχθεί. Τι πιο εξωφρενικό από τον Κένταυρο; Γνωρίζετε ωστόσο τίποτε ωραιότερο από τους Κενταύρους της Ολυμπίας και του Παρθενώνα; Αυτοί οι γλύπτες ήξεραν τόσο καλά τη φύση, ώστε τελικά γίνονται συνεργοί της, δημιουργούν πλάσματα ζωντανά». Πίστευε ότι οι Έλληνες πήραν τα σχήματα των αγγείων τους από φυσικές μορφές. Έτσι σχεδιάζει ένα γονατιστό γυναικείο γυμνό (περ. 1900) με τον τίτλο Η γέννηση του ελληνικού αγγείου. Το 1905 στο βιβλίο του για τους καθεδρικούς ναούς της Γαλλίας, Les cathedrales de France (1914, σ. 8, 88) διαβάζουμε τη γνώμη του για τον Παρθενώνα: «Ο Παρθενώνας συνοψίζει όλη την Ελλάδα υπερασπίστηκε την Ελλάδα καλύτερα και από τους σοφούς πολιτικούς της».
Το κυριακάτικο προσκύνημα του Ροντέν στο Λούβρο αρχίζει με την επίσκεψη στη Νίκη της Σαμοθράκης: «Η Νίκη των Ελλήνων ήταν η Ελευθερία τους». Το 1910 γράφει τον "ύμνο" για την Αφροδίτη της Μήλου. «Όλη η ζωή πηγάζει από ένα κέντρο και διαχέεται από μέσα προς τα έξω. Έτσι στην καλή γλυπτική μαντεύουμε μια ρωμαλέα εσωτερική ώθηση. Αυτό είναι το μυστικό της αρχαίας τέχνης. Η Αφροδίτη της Μήλου μένει στα μάτια των προσκυνητών της ακέραιη και ας είναι ακρωτηριασμένη. Ένα κομμάτι της ομορφιάς είναι η ομορφιά ολόκληρη». Ο πρώτος που παρατήρησε ότι το άγαλμα κερδίζει από τον ακρωτηριασμό του ήταν ήδη το 1874 ο Ζαν Λικάρ: «Αλήθεια αν η Αφροδίτη της Μήλου έφτανε ως εμάς ακέραιη, άμωμη, κρατώντας ακόμη το ένδοξο μήλο, δεν θα κυρίευε το σύγχρονο πνεύμα τόσο έντονα… Τι παράξενο! Χάνοντας ακριβώς το σύμβολο που την έκανε στα μάτια των αρχαίων ενσάρκωση της γυναίκας, κατόρθωσε να γίνει η έκφραση του αιώνιου θηλυκού για μας τους μοντέρνους». Ο Ροντέν λίγο μετά (1877) φτιάχνει έργα όπως ο Άνθρωπος που βαδίζει (χωρίς κεφάλι), τα οποία όμως θα παρουσιάσει στο κοινό αργότερα, μετά το 1900. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συλλογή αρχαιοτήτων του Ροντέν περιλάμβανε κυρίως ακρωτηριασμένα έργα. Την αισθητική επανεκτίμηση των ακρωτηριασμένων έργων την είχε προετοιμάσει ο ρομαντισμός με την αγάπη των ερειπίων και του non finito στην τέχνη. Η προτίμηση του Ροντέν στο θέμα του torso (κορμός χωρίς κεφάλι και άκρα), που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε γαλλικό σαλόν στα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν η φυσική εξέλιξη αυτής της διαδρομής.
«Αγαπώ την Αρχαιότητα με πάθος. Αντιπροσωπεύει για μένα την ύψιστη ομορφιά», διακηρύσσει ο Ροντέν, ένας από τους τελευταίους γλύπτες με κεντρικό θέμα τον άνθρωπο. Ο Ροντέν θα ανανεώσει τους πολυχρησιμοποιημένους και εξαντλημένους πλέον αρχαίους μύθους με μια δική του προσέγγιση: επιλέγει υπαρξιακά θέματα, που εξαίρουν τη γυναίκα, τον έρωτα, τον θάνατο, οριακές καταστάσεις της ανθρώπινης συνείδησης. Μελετά ζωντανά κινούμενα μοντέλα και διαμορφώνει την πλαστική του γλώσσα συγκεντρώνοντας την προσοχή του στο γυμνό σώμα ως σύμβολο της αρχετυπικής ουσίας του μύθου. Η Αρχαιότητα δεν είναι γι᾽ αυτόν «ένα ορυχείο μυθικών θεμάτων, αλλά ένας κόσμος που οδήγησε την τέχνη στην πιο υψηλή της έκφραση» (Μ. Λαμπράκη-Πλάκα). Γι᾽ αυτό και αναζητεί σε αυτή αισθητικές αρχές και πλαστικές λύσεις και όχι το ανέκδοτο ή έναν ανέκφραστο κλασικιστικό ιδεαλισμό. Συνομιλώντας με τον ιστορικό Πολ Γκσελ εξομολογείται ότι σε όλη του τη ζωή ταλαντεύτηκε ανάμεσα σε δύο τάσεις της πλαστικής: ανάμεσα στην αντίληψη του Φειδία, που σημαίνει ισορροπία, λόγο και χάρη, και στην αντίληψη του Μιχαήλ Αγγέλου (των Φλωρεντινών) που σημαίνει στροφή προς τα μέσα, αναδίπλωση, κίνηση της μορφής προς τον εαυτό της. «Η αρχαία τέχνη είναι τέχνη της αλήθειας και της απλότητας και δεν μπορεί να διδαχθεί. Τι πιο εξωφρενικό από τον Κένταυρο; Γνωρίζετε ωστόσο τίποτε ωραιότερο από τους Κενταύρους της Ολυμπίας και του Παρθενώνα; Αυτοί οι γλύπτες ήξεραν τόσο καλά τη φύση, ώστε τελικά γίνονται συνεργοί της, δημιουργούν πλάσματα ζωντανά». Πίστευε ότι οι Έλληνες πήραν τα σχήματα των αγγείων τους από φυσικές μορφές. Έτσι σχεδιάζει ένα γονατιστό γυναικείο γυμνό (περ. 1900) με τον τίτλο Η γέννηση του ελληνικού αγγείου. Το 1905 στο βιβλίο του για τους καθεδρικούς ναούς της Γαλλίας, Les cathedrales de France (1914, σ. 8, 88) διαβάζουμε τη γνώμη του για τον Παρθενώνα: «Ο Παρθενώνας συνοψίζει όλη την Ελλάδα υπερασπίστηκε την Ελλάδα καλύτερα και από τους σοφούς πολιτικούς της».
Το κυριακάτικο προσκύνημα του Ροντέν στο Λούβρο αρχίζει με την επίσκεψη στη Νίκη της Σαμοθράκης: «Η Νίκη των Ελλήνων ήταν η Ελευθερία τους». Το 1910 γράφει τον "ύμνο" για την Αφροδίτη της Μήλου. «Όλη η ζωή πηγάζει από ένα κέντρο και διαχέεται από μέσα προς τα έξω. Έτσι στην καλή γλυπτική μαντεύουμε μια ρωμαλέα εσωτερική ώθηση. Αυτό είναι το μυστικό της αρχαίας τέχνης. Η Αφροδίτη της Μήλου μένει στα μάτια των προσκυνητών της ακέραιη και ας είναι ακρωτηριασμένη. Ένα κομμάτι της ομορφιάς είναι η ομορφιά ολόκληρη». Ο πρώτος που παρατήρησε ότι το άγαλμα κερδίζει από τον ακρωτηριασμό του ήταν ήδη το 1874 ο Ζαν Λικάρ: «Αλήθεια αν η Αφροδίτη της Μήλου έφτανε ως εμάς ακέραιη, άμωμη, κρατώντας ακόμη το ένδοξο μήλο, δεν θα κυρίευε το σύγχρονο πνεύμα τόσο έντονα… Τι παράξενο! Χάνοντας ακριβώς το σύμβολο που την έκανε στα μάτια των αρχαίων ενσάρκωση της γυναίκας, κατόρθωσε να γίνει η έκφραση του αιώνιου θηλυκού για μας τους μοντέρνους». Ο Ροντέν λίγο μετά (1877) φτιάχνει έργα όπως ο Άνθρωπος που βαδίζει (χωρίς κεφάλι), τα οποία όμως θα παρουσιάσει στο κοινό αργότερα, μετά το 1900. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συλλογή αρχαιοτήτων του Ροντέν περιλάμβανε κυρίως ακρωτηριασμένα έργα. Την αισθητική επανεκτίμηση των ακρωτηριασμένων έργων την είχε προετοιμάσει ο ρομαντισμός με την αγάπη των ερειπίων και του non finito στην τέχνη. Η προτίμηση του Ροντέν στο θέμα του torso (κορμός χωρίς κεφάλι και άκρα), που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε γαλλικό σαλόν στα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν η φυσική εξέλιξη αυτής της διαδρομής.
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΤΕΧΝΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗ
ΑΡΙΣΤ Ρητ 1382a20–1383b10
Όλα τα πράγματα που προκαλούν φόβο γίνονται ακόμη πιο φοβερά όταν οφείλονται σε σφάλματα που δεν επιδέχονται επανόρθωση, είτε γιατί αυτή είναι τελείως αδύνατη είτε γιατί δεν είναι πια στο χέρι αυτών που τα διέπραξαν αλλά στο χέρι των αντιπάλων τους. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που δεν υπάρχει καμιά βοήθεια ή η βοήθεια δεν είναι εύκολη. (25) Με δυο λόγια: φόβο προκαλούν τα πράγματα που προκαλούν τον οίκτο όταν συμβαίνουν ή είναι να συμβούν σε κάποιον άλλον.
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα πιο σημαντικά από τα πράγματα που προξενούν φόβο και τα φοβούνται οι άνθρωποι. Ας μιλήσουμε λοιπόν τώρα για τη γενικότερη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι που φοβούνται. Αν ο φόβος συνοδεύεται, όπως είπαμε, από την προσδοκία κάποιου καταστρεπτικού κακού, (30) είναι φανερό ότι κανείς δεν φοβάται όταν πιστεύει πως δεν υπάρχει περίπτωση να πάθει οτιδήποτε: δεν φοβάται ούτε πράγματα για τα οποία πιστεύει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τα πάθει, ούτε πρόσωπα από τα οποία θεωρεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πάθει οτιδήποτε, ούτε χρονικές στιγμές κατά τις οποίες πιστεύει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πάθει οτιδήποτε. Κατανάγκην λοιπόν φοβούνται εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορεί να πάθουν κάτι, και μάλιστα από συγκεκριμένα πρόσωπα, συγκεκριμένα πράγματα και σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές. Δεν πιστεύουν ότι μπορεί να πάθουν κάτι [1383a] α) όσοι βρίσκονται ή θεωρούν ότι βρίσκονται σε περίοδο μεγάλης εύνοιας της τύχης (αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι αυτοί είναι αναιδείς και προσβλητικοί, περιφρονητές και θρασείς ― έτσι τους κάνει ο πλούτος, η σωματική δύναμη, ο μεγάλος αριθμός φίλων, η δύναμη), β) αυτοί που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πράγμα που να μη το έχουν πάθει και, γιαυτό, το μέλλον τούς αφήνει ψυχρά αδιάφορους, ακριβώς όπως αυτούς που υφίστανται το μαρτύριο της μαστίγωσης μέχρι θανάτου: (5) για να εξακολουθήσει να υπάρχει φόβος χρειάζεται να υπάρχει κάποια ελπίδα σωτηρίας από αυτό που προκαλεί την αγωνία· ιδού και το σημάδι: ο φόβος κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται και να μελετούν τα πράγματα με προσοχή, και φυσικά κανείς δεν σκέφτεται προσεκτικά ούτε συζητάει με επιμονή πράγματα για τα οποία δεν υπάρχει ελπίδα.
Συμπέρασμα: Όταν είναι προτιμότερο οι ακροατές να αισθανθούν φόβο, ο ρήτορας πρέπει να τους κάνει να πιστέψουν πως είναι πολύ πιθανό να πάθουν κάποιο κακό (αφού και άλλοι, ανώτεροί τους, το έπαθαν)· (10) να τους δείξει, επίσης, καθαρά ότι άνθρωποι σαν κι αυτούς παθαίνουν αυτή τη στιγμή κάποιο κακό ή ότι το έχουν ήδη πάθει, προσθέτοντας ότι το κακό αυτό το έπαθαν από ανθρώπους από τους οποίους δεν το περίμεναν, με έναν τρόπο και σε μια χρονική στιγμή που επίσης δεν το περίμεναν.
Αφού έγινε φανερό τι είναι ο φόβος, ποια είναι τα πράγματα που τον προκαλούν και ποια είναι η γενικότερη κατάσταση του κάθε επιμέρους ατόμου που αισθάνεται φόβο, γίνεται τώρα, από όλα αυτά, φανερό τι είναι, επίσης, το θάρρος, (15) τι λογής πράγματα αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι με θάρρος και ακόμη ποια είναι η γενικότερη κατάστασή τους όταν έχουν θάρρος· γιατί και το θάρρος είναι το αντίθετο του φόβου, και αυτό που προκαλεί θάρρος είναι το αντίθετο αυτού που προκαλεί φόβο. Λογική συνέπεια: η ελπίδα για τα πράγματα που μπορεί να μας σώσουν συνοδεύεται από την ιδέα ότι αυτά βρίσκονται πολύ κοντά μας και ότι τα πράγματα που προκαλούν φόβο ή δεν υπάρχουν ή βρίσκονται μακριά μας. Θάρρος μας δίνουν και τα φοβερά πράγματα, αν βρίσκονται μακριά μας, (20) και τα σωτήρια, αν είναι κοντά μας. Επίσης αν υπάρχουν τρόποι θεραπείας και διάφορες βοήθειες ― πολλές ή μεγάλες ή και τα δύο μαζί. Επίσης αν δεν έχουμε υποστεί ούτε έχουμε κάνει αδικία. Επίσης αν δεν έχουμε καθόλου ανταγωνιστές, ή αν έχουμε ανταγωνιστές, δίχως όμως καμιά δύναμη, ή αν οι ανταγωνιστές μας έχουν δύναμη, είναι όμως φίλοι μας, είτε γιατί μας έχουν ευεργετήσει είτε γιατί τους έχουμε ευεργετήσει, ή αν αυτοί που έχουν το ίδιο με εμάς συμφέρον είναι πιο πολλοί ή πιο δυνατοί ή και τα δύο μαζί.
(25) Θάρρος έχουν οι άνθρωποι που βρίσκονται στην ακόλουθη, γενικά, κατάσταση: Αν πιστεύουν ότι πέτυχαν πολλά και δεν έπαθαν τίποτε, ή αν βρέθηκαν πολλές φορές μπροστά στον κίνδυνο και όμως τον ξέφυγαν· γιατί οι άνθρωποι γίνονται άφοβοι με δύο τρόπους: είτε γιατί δεν έχουν ποτέ δοκιμάσει κίνδυνο είτε γιατί έχουν την αναγκαία βοήθεια, (30) ακριβώς όπως στους κινδύνους της θάλασσας αντιμετωπίζουν με θάρρος την έκβαση των πραγμάτων από τη μια όσοι ποτέ ως τότε δεν είχαν ζήσει μια μεγάλη φουρτούνα και από την άλλη όσοι, λόγω πείρας, κατέχουν τρόπους αντιμετώπισής της. Επίσης αν πρόκειται για πράγμα που δεν προκαλεί φόβο ούτε στους ομοίους τους ούτε στους κατωτέρους τους ούτε σ' αυτούς από τους οποίουςθεωρούν πως είναι ανώτεροι (θεωρούν πως είναι ανώτεροι από αυτούς που οι ίδιοι τούς έχουν νικήσει ― ή αυτούς τους ίδιους ή τους ανωτέρους τους ή τους ομοίους τους). (35) Επίσης αν πιστεύουν ότι έχουν πιο πολλά και πιο μεγάλα πλεονεκτήματα: η υπεροχή που τα πλεονεκτήματα αυτά τους προσφέρουν τους κάνει να προκαλούν τον φόβο· [1383b] αυτά είναι η αφθονία του χρήματος, η σωματική δύναμη, η δύναμη των φίλων, η ισχύς της χώρας και η υπεροχή της πολεμικής προπαρασκευής (στο σύνολό της ή στα βασικότερα μέρη της). Επίσης όσοι δεν έχουν αδικήσει κανέναν, ή όχι πολλούς, ή όχι αυτούς τους οποίους φοβούνται. (5) Γενικά, θάρρος έχουν όσοι έχουν καλές σχέσεις με τους θεούς, από κάθε βέβαια άποψη, ιδίως όμως σε ό,τι αφορά στους οιωνούς και τους χρησμούς: η οργή είναι κάτι που δίνει θάρρος· το να μην κάνει λοιπόν κανείς αδικίες, να υφίσταται όμως αδικίες είναι κάτι που προκαλεί οργή, και το θείον θεωρείται ότι βοηθάει τους αδικούμενους. Έχουν επίσης θάρρος όσοι πιστεύουν ότι σε ό,τι επιχειρήσουν δεν υπάρχει πιθανότητα να αποτύχουν, ή ότι σίγουρα δεν θα αποτύχουν, ή ότι θα πετύχουν.
(10) Είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε για τα πράγματα που προκαλούν φόβο και γι' αυτά που προκαλούν θάρρος.
ΑΡΙΣΤ Ρητ 1382a20–1383b10
(ΑΡΙΣΤ Ρητ 1380b35–1383b10: Λόγος περὶ παθῶν)
Φόβος και θάρρος
Ποῖα δὲ φοβοῦνται καὶ τίνας καὶ πῶς ἔχοντες, ὧδ’ ἔσται
φανερόν. ἔστω δὴ ὁ φόβος λύπη τις ἢ ταραχὴ ἐκ φαντασίας
μέλλοντος κακοῦ φθαρτικοῦ ἢ λυπηροῦ· οὐ γὰρ πάντα τὰ
κακὰ φοβοῦνται, οἷον εἰ ἔσται ἄδικος ἢ βραδύς, ἀλλ’ ὅσα
λύπας μεγάλας ἢ φθορὰς δύναται, καὶ ταῦτα ἐὰν μὴ πόρρω
(25) ἀλλὰ σύνεγγυς φαίνηται ὥστε μέλλειν. τὰ γὰρ πόρρω σφόδρα
οὐ φοβοῦνται· ἴσασι γὰρ πάντες ὅτι ἀποθανοῦνται, ἀλλ’ ὅτι
οὐκ ἐγγύς, οὐδὲν φροντίζουσιν. εἰ δὴ ὁ φόβος τοῦτ’ ἐστίν,
ἀνάγκη τὰ τοιαῦτα φοβερὰ εἶναι ὅσα φαίνεται δύναμιν ἔχειν
μεγάλην τοῦ φθείρειν ἢ βλάπτειν βλάβας εἰς λύπην μεγάλην
(30) συντεινούσας· διὸ καὶ τὰ σημεῖα τῶν τοιούτων φοβερά· ἐγγὺς
γὰρ φαίνεται τὸ φοβερόν· τοῦτο γάρ ἐστι κίνδυνος, φοβεροῦ
πλησιασμός. τοιαῦτα δὲ ἔχθρα τε καὶ ὀργὴ δυναμένων ποιεῖν
τι (δῆλον γὰρ ὅτι βούλονταί τε καὶ δύνανται, ὥστε ἐγγύς εἰσιν
τοῦ ποιεῖν), καὶ ἀδικία δύναμιν ἔχουσα· τῷ προαιρεῖσθαι γὰρ ὁ
[1382b] ἄδικος ἄδικος. καὶ ἀρετὴ ὑβριζομένη δύναμιν ἔχουσα (δῆλον
γὰρ ὅτι προαιρεῖται μὲν ὅταν ὑβρίζηται, ἀεί, δύναται δὲ νῦν),
καὶ φόβος τῶν δυναμένων τι ποιῆσαι· ἐν παρασκευῇ γὰρ ἀνάγκη
εἶναι καὶ τὸν τοιοῦτον· ἐπεὶ δ’ οἱ πολλοὶ χείρους καὶ ἥττους τοῦ
(5) κερδαίνειν καὶ δειλοὶ ἐν τοῖς κινδύνοις, φοβερὸν ὡς ἐπὶ τὸ
πολὺ τὸ ἐπ’ ἄλλῳ αὐτὸν εἶναι, ὥστε οἱ συνειδότες πεποιηκότι
τι δεινὸν φοβεροὶ ἢ κατειπεῖν ἢ ἐγκαταλιπεῖν. καὶ οἱ δυνάμενοι
ἀδικεῖν τοῖς δυναμένοις ἀδικεῖσθαι· ὡς γὰρ ἐπὶ τὸ πολὺ
ἀδικοῦσιν οἱ ἄνθρωποι ὅταν δύνωνται. καὶ οἱ ἠδικημένοι ἢ
(10) νομίζοντες ἀδικεῖσθαι· ἀεὶ γὰρ τηροῦσι καιρόν. καὶ οἱ ἠδικη-
κότες, ἂν δύναμιν ἔχωσι, φοβεροί, δεδιότες τὸ ἀντιπαθεῖν·
ὑπέκειτο γὰρ τὸ τοιοῦτο φοβερόν. καὶ οἱ τῶν αὐτῶν ἀνταγω-
νισταί, ὅσα μὴ ἐνδέχεται ἅμα ὑπάρχειν ἀμφοῖν· ἀεὶ γὰρ
πολεμοῦσι πρὸς τοὺς τοιούτους. καὶ οἱ τοῖς κρείττοσιν αὐτῶν
(15) φοβεροί· μᾶλλον γὰρ ἂν δύναιντο βλάπτειν αὐτούς, εἰ καὶ τοὺς
κρείττους. καὶ οὓς φοβοῦνται οἱ κρείττους αὐτῶν, διὰ ταὐτό.
καὶ οἱ τοὺς κρείττους αὐτῶν ἀνῃρηκότες, καὶ οἱ τοῖς ἥττοσιν
αὐτῶν ἐπιτιθέμενοι· ἢ γὰρ ἤδη φοβεροὶ ἢ αὐξηθέντες. καὶ
τῶν ἠδικημένων καὶ ἐχθρῶν ἢ ἀντιπάλων οὐχ οἱ ὀξύθυμοι καὶ
(20) παρρησιαστικοί, ἀλλὰ οἱ πρᾶοι καὶ εἴρωνες καὶ πανοῦργοι·
ἄδηλοι γὰρ εἰ ἐγγύς, ὥστε οὐδέποτε φανεροὶ ὅτι πόρρω. πάντα
δὲ τὰ φοβερὰ φοβερώτερα ὅσα ἁμαρτάνουσιν ἐπανορθώσασθαι
μὴ ἐνδέχεται, ἀλλ’ ἢ ὅλως ἀδύνατα, ἢ μὴ ἐπ’ αὐτοῖς ἀλλ’ ἐπὶ
τοῖς ἐναντίοις. καὶ ὧν βοήθειαι μή εἰσιν ἢ μὴ ῥᾴδιαι. ὡς δ’
(25) ἁπλῶς εἰπεῖν, φοβερά ἐστιν ὅσα ἐφ’ ἑτέρων γιγνόμενα ἢ μέλ-
λοντα ἐλεεινά ἐστιν.
τὰ μὲν οὖν φοβερὰ καὶ ἃ φοβοῦνται σχεδὸν ὡς εἰπεῖν τὰ
μέγιστα ταῦτ’ ἐστίν, ὡς δὲ διακείμενοι αὐτοὶ φοβοῦνται, νῦν
λέγωμεν. εἰ δή ἐστιν ὁ φόβος μετὰ προσδοκίας τινὸς τοῦ πεί-
(30) σεσθαί τι φθαρτικὸν πάθος, φανερὸν ὅτι οὐδεὶς φοβεῖται τῶν
οἰομένων μηδὲν ἂν παθεῖν, οὐδὲ ταῦτα ἃ μὴ οἴονται <ἂν> παθεῖν
οὐδὲ τούτους ὑφ’ ὧν μὴ οἴονται, οὐδὲ τότε ὅτε μὴ οἴονται.
ἀνάγκη τοίνυν φοβεῖσθαι τοὺς οἰομένους τι παθεῖν ἄν, καὶ
τοὺς ὑπὸ τούτων καὶ ταῦτα καὶ τότε. οὐκ οἴονται δὲ παθεῖν
[1383a] ἂν οὔτε οἱ ἐν εὐτυχίαις μεγάλαις ὄντες καὶ δοκοῦντες (διὸ
ὑβρισταὶ καὶ ὀλίγωροι καὶ θρασεῖς, ποιεῖ δὲ τοιούτους πλοῦ-
τος ἰσχὺς πολυφιλία δύναμις), οὔτε οἱ ἤδη πεπονθέναι πάντα
νομίζοντες τὰ δεινὰ καὶ ἀπεψυγμένοι πρὸς τὸ μέλλον, ὥσπερ
(5) οἱ ἀποτυμπανιζόμενοι ἤδη· ἀλλὰ δεῖ τινα ἐλπίδα ὑπεῖναι
σωτηρίας, περὶ οὗ ἀγωνιῶσιν. σημεῖον δέ· ὁ γὰρ φόβος
βουλευτικοὺς ποιεῖ, καίτοι οὐδεὶς βουλεύεται περὶ τῶν ἀνελ-
πίστων· ὥστε δεῖ τοιούτους παρασκευάζειν, ὅταν ᾖ βέλτιον
τὸ φοβεῖσθαι αὐτούς, ὅτι τοιοῦτοί εἰσιν οἷον παθεῖν (καὶ γὰρ
(10) ἄλλοι μείζους ἔπαθον), καὶ τοὺς τοιούτους δεικνύναι πάσχον-
τας ἢ πεπονθότας, καὶ ὑπὸ τοιούτων ὑφ’ ὧν οὐκ ᾤοντο, καὶ
ταῦτα <ἃ> καὶ τότε ὅτε οὐκ ᾤοντο.
ἐπεὶ δὲ περὶ φόβου φανερὸν τί ἐστιν, καὶ τῶν φοβερῶν,
καὶ ὡς ἕκαστοι ἔχοντες δεδίασι, φανερὸν ἐκ τούτων καὶ τὸ
(15) θαρρεῖν τί ἐστι, καὶ περὶ ποῖα θαρραλέοι εἰσὶ καὶ πῶς διακεί-
μενοι θαρραλέοι εἰσίν· τό τε γὰρ θάρσος τὸ ἐναντίον τῷ
<φόβῳ, καὶ τὸ θαρραλέον τῷ> φοβερῷ, ὥστε μετὰ φαντασίας ἡ
ἐλπὶς τῶν σωτηρίων ὡς ἐγγὺς ὄντων, τῶν δὲ φοβερῶν <ὡς> ἢ
μὴ ὄντων ἢ πόρρω ὄντων. ἔστι δὲ θαρραλέα τά τε δεινὰ πόρρω
(20) ὄντα καὶ τὰ σωτήρια ἐγγύς, καὶ ἐπανορθώσεις ἂν ὦσι καὶ βοή-
θειαι πολλαὶ ἢ μεγάλαι ἢ ἄμφω, καὶ μήτε ἠδικημένοι μήτε
ἠδικηκότες ὦσιν, ἀνταγωνισταί τε ἢ μὴ ὦσιν ὅλως, ἢ μὴ
ἔχωσιν δύναμιν, ἢ δύναμιν ἔχοντες ὦσι φίλοι ἢ πεποιηκότες
εὖ ἢ πεπονθότες, ἢ ἂν πλείους ὦσιν οἷς ταὐτὰ συμφέρει,
(25) ἢ κρείττους, ἢ ἄμφω. αὐτοὶ δ’ οὕτως ἔχοντες θαρραλέοι
εἰσίν, ἂν πολλὰ κατωρθωκέναι οἴωνται καὶ μὴ πεπονθέναι, ἢ
ἐὰν πολλάκις ἐληλυθότες εἰς τὰ δεινὰ καὶ διαπεφευγότες
ὦσι· διχῶς γὰρ ἀπαθεῖς γίγνονται οἱ ἄνθρωποι, ἢ τῷ μὴ
πεπειρᾶσθαι ἢ τῷ βοηθείας ἔχειν, ὥσπερ ἐν τοῖς κατὰ
(30) θάλατταν κινδύνοις οἵ τε ἄπειροι χειμῶνος θαρροῦσι τὰ
μέλλοντα καὶ οἱ βοηθείας ἔχοντες διὰ τὴν ἐμπειρίαν. καὶ
ὅταν τοῖς ὁμοίοις φοβερὸν μὴ ᾖ, μηδὲ τοῖς ἥττοσι καὶ ὧν
κρείττους οἴονται εἶναι· οἴονται δὲ ὧν κεκρατήκασιν ἢ αὐτῶν
ἢ τῶν κρειττόνων ἢ τῶν ὁμοίων. καὶ ἂν ὑπάρχειν αὑτοῖς
(35) οἴωνται πλείω καὶ μείζω, οἷς ὑπερέχοντες φοβεροί εἰσιν·
[1383b] ταῦτα δέ ἐστι πλῆθος χρημάτων καὶ ἰσχὺς σωμάτων καὶ
φίλων καὶ χώρας καὶ τῶν πρὸς πόλεμον παρασκευῶν, ἢ πασῶν
ἢ τῶν μεγίστων. καὶ ἐὰν μὴ ἠδικηκότες ὦσιν μηδένα ἢ μὴ
πολλοὺς ἢ μὴ τούτους παρ’ ὧν φοβοῦνται, καὶ ὅλως ἂν τὰ πρὸς
(5) τοὺς θεοὺς αὐτοῖς καλῶς ἔχῃ, τά τε ἄλλα καὶ τὰ ἀπὸ σημείων
καὶ λογίων· θαρραλέον γὰρ ἡ ὀργή, τὸ δὲ μὴ ἀδικεῖν ἀλλ’ ἀδι-
κεῖσθαι ὀργῆς ποιητικόν, τὸ δὲ θεῖον ὑπολαμβάνεται βοηθεῖν
τοῖς ἀδικουμένοις. καὶ ὅταν ἐπιχειροῦντες ἢ μηδὲν ἂν παθεῖν
[μηδὲ πείσεσθαι] ἢ κατορθώσειν οἴωνται. καὶ περὶ μὲν τῶν
(10) φοβερῶν καὶ θαρραλέων εἴρηται.
Ποῖα δὲ φοβοῦνται καὶ τίνας καὶ πῶς ἔχοντες, ὧδ’ ἔσται
φανερόν. ἔστω δὴ ὁ φόβος λύπη τις ἢ ταραχὴ ἐκ φαντασίας
μέλλοντος κακοῦ φθαρτικοῦ ἢ λυπηροῦ· οὐ γὰρ πάντα τὰ
κακὰ φοβοῦνται, οἷον εἰ ἔσται ἄδικος ἢ βραδύς, ἀλλ’ ὅσα
λύπας μεγάλας ἢ φθορὰς δύναται, καὶ ταῦτα ἐὰν μὴ πόρρω
(25) ἀλλὰ σύνεγγυς φαίνηται ὥστε μέλλειν. τὰ γὰρ πόρρω σφόδρα
οὐ φοβοῦνται· ἴσασι γὰρ πάντες ὅτι ἀποθανοῦνται, ἀλλ’ ὅτι
οὐκ ἐγγύς, οὐδὲν φροντίζουσιν. εἰ δὴ ὁ φόβος τοῦτ’ ἐστίν,
ἀνάγκη τὰ τοιαῦτα φοβερὰ εἶναι ὅσα φαίνεται δύναμιν ἔχειν
μεγάλην τοῦ φθείρειν ἢ βλάπτειν βλάβας εἰς λύπην μεγάλην
(30) συντεινούσας· διὸ καὶ τὰ σημεῖα τῶν τοιούτων φοβερά· ἐγγὺς
γὰρ φαίνεται τὸ φοβερόν· τοῦτο γάρ ἐστι κίνδυνος, φοβεροῦ
πλησιασμός. τοιαῦτα δὲ ἔχθρα τε καὶ ὀργὴ δυναμένων ποιεῖν
τι (δῆλον γὰρ ὅτι βούλονταί τε καὶ δύνανται, ὥστε ἐγγύς εἰσιν
τοῦ ποιεῖν), καὶ ἀδικία δύναμιν ἔχουσα· τῷ προαιρεῖσθαι γὰρ ὁ
[1382b] ἄδικος ἄδικος. καὶ ἀρετὴ ὑβριζομένη δύναμιν ἔχουσα (δῆλον
γὰρ ὅτι προαιρεῖται μὲν ὅταν ὑβρίζηται, ἀεί, δύναται δὲ νῦν),
καὶ φόβος τῶν δυναμένων τι ποιῆσαι· ἐν παρασκευῇ γὰρ ἀνάγκη
εἶναι καὶ τὸν τοιοῦτον· ἐπεὶ δ’ οἱ πολλοὶ χείρους καὶ ἥττους τοῦ
(5) κερδαίνειν καὶ δειλοὶ ἐν τοῖς κινδύνοις, φοβερὸν ὡς ἐπὶ τὸ
πολὺ τὸ ἐπ’ ἄλλῳ αὐτὸν εἶναι, ὥστε οἱ συνειδότες πεποιηκότι
τι δεινὸν φοβεροὶ ἢ κατειπεῖν ἢ ἐγκαταλιπεῖν. καὶ οἱ δυνάμενοι
ἀδικεῖν τοῖς δυναμένοις ἀδικεῖσθαι· ὡς γὰρ ἐπὶ τὸ πολὺ
ἀδικοῦσιν οἱ ἄνθρωποι ὅταν δύνωνται. καὶ οἱ ἠδικημένοι ἢ
(10) νομίζοντες ἀδικεῖσθαι· ἀεὶ γὰρ τηροῦσι καιρόν. καὶ οἱ ἠδικη-
κότες, ἂν δύναμιν ἔχωσι, φοβεροί, δεδιότες τὸ ἀντιπαθεῖν·
ὑπέκειτο γὰρ τὸ τοιοῦτο φοβερόν. καὶ οἱ τῶν αὐτῶν ἀνταγω-
νισταί, ὅσα μὴ ἐνδέχεται ἅμα ὑπάρχειν ἀμφοῖν· ἀεὶ γὰρ
πολεμοῦσι πρὸς τοὺς τοιούτους. καὶ οἱ τοῖς κρείττοσιν αὐτῶν
(15) φοβεροί· μᾶλλον γὰρ ἂν δύναιντο βλάπτειν αὐτούς, εἰ καὶ τοὺς
κρείττους. καὶ οὓς φοβοῦνται οἱ κρείττους αὐτῶν, διὰ ταὐτό.
καὶ οἱ τοὺς κρείττους αὐτῶν ἀνῃρηκότες, καὶ οἱ τοῖς ἥττοσιν
αὐτῶν ἐπιτιθέμενοι· ἢ γὰρ ἤδη φοβεροὶ ἢ αὐξηθέντες. καὶ
τῶν ἠδικημένων καὶ ἐχθρῶν ἢ ἀντιπάλων οὐχ οἱ ὀξύθυμοι καὶ
(20) παρρησιαστικοί, ἀλλὰ οἱ πρᾶοι καὶ εἴρωνες καὶ πανοῦργοι·
ἄδηλοι γὰρ εἰ ἐγγύς, ὥστε οὐδέποτε φανεροὶ ὅτι πόρρω. πάντα
δὲ τὰ φοβερὰ φοβερώτερα ὅσα ἁμαρτάνουσιν ἐπανορθώσασθαι
μὴ ἐνδέχεται, ἀλλ’ ἢ ὅλως ἀδύνατα, ἢ μὴ ἐπ’ αὐτοῖς ἀλλ’ ἐπὶ
τοῖς ἐναντίοις. καὶ ὧν βοήθειαι μή εἰσιν ἢ μὴ ῥᾴδιαι. ὡς δ’
(25) ἁπλῶς εἰπεῖν, φοβερά ἐστιν ὅσα ἐφ’ ἑτέρων γιγνόμενα ἢ μέλ-
λοντα ἐλεεινά ἐστιν.
τὰ μὲν οὖν φοβερὰ καὶ ἃ φοβοῦνται σχεδὸν ὡς εἰπεῖν τὰ
μέγιστα ταῦτ’ ἐστίν, ὡς δὲ διακείμενοι αὐτοὶ φοβοῦνται, νῦν
λέγωμεν. εἰ δή ἐστιν ὁ φόβος μετὰ προσδοκίας τινὸς τοῦ πεί-
(30) σεσθαί τι φθαρτικὸν πάθος, φανερὸν ὅτι οὐδεὶς φοβεῖται τῶν
οἰομένων μηδὲν ἂν παθεῖν, οὐδὲ ταῦτα ἃ μὴ οἴονται <ἂν> παθεῖν
οὐδὲ τούτους ὑφ’ ὧν μὴ οἴονται, οὐδὲ τότε ὅτε μὴ οἴονται.
ἀνάγκη τοίνυν φοβεῖσθαι τοὺς οἰομένους τι παθεῖν ἄν, καὶ
τοὺς ὑπὸ τούτων καὶ ταῦτα καὶ τότε. οὐκ οἴονται δὲ παθεῖν
[1383a] ἂν οὔτε οἱ ἐν εὐτυχίαις μεγάλαις ὄντες καὶ δοκοῦντες (διὸ
ὑβρισταὶ καὶ ὀλίγωροι καὶ θρασεῖς, ποιεῖ δὲ τοιούτους πλοῦ-
τος ἰσχὺς πολυφιλία δύναμις), οὔτε οἱ ἤδη πεπονθέναι πάντα
νομίζοντες τὰ δεινὰ καὶ ἀπεψυγμένοι πρὸς τὸ μέλλον, ὥσπερ
(5) οἱ ἀποτυμπανιζόμενοι ἤδη· ἀλλὰ δεῖ τινα ἐλπίδα ὑπεῖναι
σωτηρίας, περὶ οὗ ἀγωνιῶσιν. σημεῖον δέ· ὁ γὰρ φόβος
βουλευτικοὺς ποιεῖ, καίτοι οὐδεὶς βουλεύεται περὶ τῶν ἀνελ-
πίστων· ὥστε δεῖ τοιούτους παρασκευάζειν, ὅταν ᾖ βέλτιον
τὸ φοβεῖσθαι αὐτούς, ὅτι τοιοῦτοί εἰσιν οἷον παθεῖν (καὶ γὰρ
(10) ἄλλοι μείζους ἔπαθον), καὶ τοὺς τοιούτους δεικνύναι πάσχον-
τας ἢ πεπονθότας, καὶ ὑπὸ τοιούτων ὑφ’ ὧν οὐκ ᾤοντο, καὶ
ταῦτα <ἃ> καὶ τότε ὅτε οὐκ ᾤοντο.
ἐπεὶ δὲ περὶ φόβου φανερὸν τί ἐστιν, καὶ τῶν φοβερῶν,
καὶ ὡς ἕκαστοι ἔχοντες δεδίασι, φανερὸν ἐκ τούτων καὶ τὸ
(15) θαρρεῖν τί ἐστι, καὶ περὶ ποῖα θαρραλέοι εἰσὶ καὶ πῶς διακεί-
μενοι θαρραλέοι εἰσίν· τό τε γὰρ θάρσος τὸ ἐναντίον τῷ
<φόβῳ, καὶ τὸ θαρραλέον τῷ> φοβερῷ, ὥστε μετὰ φαντασίας ἡ
ἐλπὶς τῶν σωτηρίων ὡς ἐγγὺς ὄντων, τῶν δὲ φοβερῶν <ὡς> ἢ
μὴ ὄντων ἢ πόρρω ὄντων. ἔστι δὲ θαρραλέα τά τε δεινὰ πόρρω
(20) ὄντα καὶ τὰ σωτήρια ἐγγύς, καὶ ἐπανορθώσεις ἂν ὦσι καὶ βοή-
θειαι πολλαὶ ἢ μεγάλαι ἢ ἄμφω, καὶ μήτε ἠδικημένοι μήτε
ἠδικηκότες ὦσιν, ἀνταγωνισταί τε ἢ μὴ ὦσιν ὅλως, ἢ μὴ
ἔχωσιν δύναμιν, ἢ δύναμιν ἔχοντες ὦσι φίλοι ἢ πεποιηκότες
εὖ ἢ πεπονθότες, ἢ ἂν πλείους ὦσιν οἷς ταὐτὰ συμφέρει,
(25) ἢ κρείττους, ἢ ἄμφω. αὐτοὶ δ’ οὕτως ἔχοντες θαρραλέοι
εἰσίν, ἂν πολλὰ κατωρθωκέναι οἴωνται καὶ μὴ πεπονθέναι, ἢ
ἐὰν πολλάκις ἐληλυθότες εἰς τὰ δεινὰ καὶ διαπεφευγότες
ὦσι· διχῶς γὰρ ἀπαθεῖς γίγνονται οἱ ἄνθρωποι, ἢ τῷ μὴ
πεπειρᾶσθαι ἢ τῷ βοηθείας ἔχειν, ὥσπερ ἐν τοῖς κατὰ
(30) θάλατταν κινδύνοις οἵ τε ἄπειροι χειμῶνος θαρροῦσι τὰ
μέλλοντα καὶ οἱ βοηθείας ἔχοντες διὰ τὴν ἐμπειρίαν. καὶ
ὅταν τοῖς ὁμοίοις φοβερὸν μὴ ᾖ, μηδὲ τοῖς ἥττοσι καὶ ὧν
κρείττους οἴονται εἶναι· οἴονται δὲ ὧν κεκρατήκασιν ἢ αὐτῶν
ἢ τῶν κρειττόνων ἢ τῶν ὁμοίων. καὶ ἂν ὑπάρχειν αὑτοῖς
(35) οἴωνται πλείω καὶ μείζω, οἷς ὑπερέχοντες φοβεροί εἰσιν·
[1383b] ταῦτα δέ ἐστι πλῆθος χρημάτων καὶ ἰσχὺς σωμάτων καὶ
φίλων καὶ χώρας καὶ τῶν πρὸς πόλεμον παρασκευῶν, ἢ πασῶν
ἢ τῶν μεγίστων. καὶ ἐὰν μὴ ἠδικηκότες ὦσιν μηδένα ἢ μὴ
πολλοὺς ἢ μὴ τούτους παρ’ ὧν φοβοῦνται, καὶ ὅλως ἂν τὰ πρὸς
(5) τοὺς θεοὺς αὐτοῖς καλῶς ἔχῃ, τά τε ἄλλα καὶ τὰ ἀπὸ σημείων
καὶ λογίων· θαρραλέον γὰρ ἡ ὀργή, τὸ δὲ μὴ ἀδικεῖν ἀλλ’ ἀδι-
κεῖσθαι ὀργῆς ποιητικόν, τὸ δὲ θεῖον ὑπολαμβάνεται βοηθεῖν
τοῖς ἀδικουμένοις. καὶ ὅταν ἐπιχειροῦντες ἢ μηδὲν ἂν παθεῖν
[μηδὲ πείσεσθαι] ἢ κατορθώσειν οἴωνται. καὶ περὶ μὲν τῶν
(10) φοβερῶν καὶ θαρραλέων εἴρηται.
***
Τι είδους πράγματα φοβούνται οι άνθρωποι, ποιους φοβούνται και ποια είναι η γενικότερη κατάστασή τους όταν φοβούνται, όλα αυτά θα γίνουν φανερά στη συνέχεια. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι ο φόβος είναι εκείνη η λύπη ή ταραχή που γεννιέται από το ότι έχουμε ζωντανή μέσα μας την παρουσία ενός επικείμενου κακού, που έχει τη δύναμη να προκαλέσει καταστροφή ή λύπη. Δεν φοβούνται, πράγματι, όλα τα κακά οι άνθρωποι (κανείς π.χ. δεν φοβάται το ενδεχόμενο να γίνει άδικος ή βραδύνους), αλλά μόνο αυτά που έχουν την ιδιότητα να μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες λύπες ή καταστροφές ― και αυτά μόνο (25) αν φαίνονται ότι δεν είναι μακρινά, αλλά κοντινά, τόσο που να είναι επικείμενα. Πραγματικά, τα πολύ μακρινά οι άνθρωποι δεν τα φοβούνται: όλοι ξέρουν ότι θα πεθάνουν, επειδή όμως αυτό δεν είναι κάτι κοντινό, τους αφήνει τελείως αδιάφορους. Αν λοιπόν αυτό είναι ο φόβος, τότε πράγματα που προκαλούν φόβο δεν μπορεί παρά να είναι όσα φαίνεται να έχουν μεγάλη δύναμη να προξενούν καταστροφές ή βλάβες που επιφέρουν μεγάλη λύπη. (30) Αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και τα σημάδια που προαναγγέλλουν τέτοιου είδους πράγματα προκαλούν και αυτά φόβο· γιατί το πράγμα που προκαλεί τον φόβο μοιάζει πολύ κοντινό ― αυτό δεν είναι ο κίνδυνος, να έρχονται δηλαδή κοντά μας τα πράγματα που μας προκαλούν φόβο; Τέτοια είναι η έχθρα και η οργή αυτών που έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι κακό (ότι το θέλουν είναι φανερό, άρα βρίσκονται πολύ κοντά στο να το κάνουν). Είναι επίσης η άδικη πρόθεση, αν συνοδεύεται από δύναμη γιατί ο άδικος είναι άδικος εξαιτίας μιας προτίμησης και τάσης του. [1382b] Αλλά και η αρετή, όταν δέχεται προσβολές ― με τον όρο, βέβαια, ότι έχει δύναμη. Γιατί είναι φανερό ότι ένα πρόσωπο που η αρετή του δέχεται προσβολές έχει πάντοτε την τάση να αντιδράσει ― τώρα έχει και τη δύναμη. Επίσης ο φόβος αυτών που έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι κακό· γιατί ένα τέτοιο πρόσωπο δεν μπορεί παρά να είναι πάντοτε έτοιμο και αυτό να δράσει. Και καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι είναι μάλλον κακοί παρά καλοί, (5) δέσμιοι του κέρδους και δειλοί στους κινδύνους, η εξάρτηση από κάποιον άλλον είναι συνήθως κάτι που προκαλεί φόβο· αποτέλεσμα: αυτοί που έκαναν κάτι κακό φοβούνται ότι οι συνεργοί τους σ' αυτό ή θα τους καταδώσουν ή θα τους εγκαταλείψουν. Επίσης αυτοί που μπορούν να διαπράξουν αδικία προκαλούν φόβο σ' αυτούς που υπόκεινται σε αδικίες γιατί συνήθως, όταν μπορούν οι άνθρωποι, αδικούν. Προκαλούν επίσης φόβο οι άνθρωποι που έχουν αδικηθεί ή πιστεύουν πως έχουν αδικηθεί: (10) οι άνθρωποι αυτοί καραδοκούν πάντοτε να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία. Φόβο όμως προκαλούν, επίσης, και αυτοί που έχουν διαπράξει μια αδικία ―αν έχουν δύναμη―, επειδή φοβούνται τα αντίποινα ― δεν το δεχτήκαμε ήδη ως κάτι που προκαλεί φόβο; Φόβο, επίσης, προκαλούν ο ένας στον άλλον όσοι διεκδικούν τα ίδια πράγματα ― στην περίπτωση, φυσικά, που δεν είναι δυνατό να τα έχουν συγχρόνως και οι δύο γιατί με αυτού του είδους τους ανταγωνιστές οι άνθρωποι βρίσκονται σε αδιάλειπτη μάχη. Φοβούνται, επίσης, οι άνθρωποι όσους προκαλούν φόβο σε άτομα που είναι πιο δυνατά από αυτούς: (15) από τη στιγμή που μπορούν να βλάψουν άτομα πιο δυνατά από αυτούς, μπορούν, φυσικά, να βλάψουν και αυτούς ακόμη περισσότερο. Όσους, επίσης, φοβούνται οι πιο δυνατοί από αυτούς ― για τον ίδιο λόγο. Αυτούς, επίσης, που εξουθένωσαν άτομα πιο δυνατά από αυτούς. Αλλά και όσους επιτίθενται σε άτομα πιο αδύναμα από αυτούς· γιατί οι άνθρωποι αυτοί ή είναι ήδη από τώρα επικίνδυνοι ή θα γίνουν επικίνδυνοι μόλις αυξηθεί η δύναμή τους. Μεταξύ, επίσης, αυτών που έχουν αδικηθεί από τους ίδιους και είναι εχθροί ή αντίπαλοί τους οι άνθρωποι φοβούνται πιο πολύ όχι τους οξύθυμους και αυτούς που έχουν το θάρρος να πουν ανοιχτά τις σκέψεις τους, (20) αλλά τους μαλακούς, αυτούς που κρύβουν τις σκέψεις τους, τους ύπουλους· γιατί με τους ανθρώπους αυτούς δεν μπορείς να είσαι βέβαιος αν είναι κοντά η στιγμή που θα δράσουν και, επομένως, ποτέ δεν είναι φανερό ότι αυτό είναι κάτι το απομακρυσμένο.Όλα τα πράγματα που προκαλούν φόβο γίνονται ακόμη πιο φοβερά όταν οφείλονται σε σφάλματα που δεν επιδέχονται επανόρθωση, είτε γιατί αυτή είναι τελείως αδύνατη είτε γιατί δεν είναι πια στο χέρι αυτών που τα διέπραξαν αλλά στο χέρι των αντιπάλων τους. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που δεν υπάρχει καμιά βοήθεια ή η βοήθεια δεν είναι εύκολη. (25) Με δυο λόγια: φόβο προκαλούν τα πράγματα που προκαλούν τον οίκτο όταν συμβαίνουν ή είναι να συμβούν σε κάποιον άλλον.
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα πιο σημαντικά από τα πράγματα που προξενούν φόβο και τα φοβούνται οι άνθρωποι. Ας μιλήσουμε λοιπόν τώρα για τη γενικότερη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι που φοβούνται. Αν ο φόβος συνοδεύεται, όπως είπαμε, από την προσδοκία κάποιου καταστρεπτικού κακού, (30) είναι φανερό ότι κανείς δεν φοβάται όταν πιστεύει πως δεν υπάρχει περίπτωση να πάθει οτιδήποτε: δεν φοβάται ούτε πράγματα για τα οποία πιστεύει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τα πάθει, ούτε πρόσωπα από τα οποία θεωρεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πάθει οτιδήποτε, ούτε χρονικές στιγμές κατά τις οποίες πιστεύει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πάθει οτιδήποτε. Κατανάγκην λοιπόν φοβούνται εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορεί να πάθουν κάτι, και μάλιστα από συγκεκριμένα πρόσωπα, συγκεκριμένα πράγματα και σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές. Δεν πιστεύουν ότι μπορεί να πάθουν κάτι [1383a] α) όσοι βρίσκονται ή θεωρούν ότι βρίσκονται σε περίοδο μεγάλης εύνοιας της τύχης (αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι αυτοί είναι αναιδείς και προσβλητικοί, περιφρονητές και θρασείς ― έτσι τους κάνει ο πλούτος, η σωματική δύναμη, ο μεγάλος αριθμός φίλων, η δύναμη), β) αυτοί που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πράγμα που να μη το έχουν πάθει και, γιαυτό, το μέλλον τούς αφήνει ψυχρά αδιάφορους, ακριβώς όπως αυτούς που υφίστανται το μαρτύριο της μαστίγωσης μέχρι θανάτου: (5) για να εξακολουθήσει να υπάρχει φόβος χρειάζεται να υπάρχει κάποια ελπίδα σωτηρίας από αυτό που προκαλεί την αγωνία· ιδού και το σημάδι: ο φόβος κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται και να μελετούν τα πράγματα με προσοχή, και φυσικά κανείς δεν σκέφτεται προσεκτικά ούτε συζητάει με επιμονή πράγματα για τα οποία δεν υπάρχει ελπίδα.
Συμπέρασμα: Όταν είναι προτιμότερο οι ακροατές να αισθανθούν φόβο, ο ρήτορας πρέπει να τους κάνει να πιστέψουν πως είναι πολύ πιθανό να πάθουν κάποιο κακό (αφού και άλλοι, ανώτεροί τους, το έπαθαν)· (10) να τους δείξει, επίσης, καθαρά ότι άνθρωποι σαν κι αυτούς παθαίνουν αυτή τη στιγμή κάποιο κακό ή ότι το έχουν ήδη πάθει, προσθέτοντας ότι το κακό αυτό το έπαθαν από ανθρώπους από τους οποίους δεν το περίμεναν, με έναν τρόπο και σε μια χρονική στιγμή που επίσης δεν το περίμεναν.
Αφού έγινε φανερό τι είναι ο φόβος, ποια είναι τα πράγματα που τον προκαλούν και ποια είναι η γενικότερη κατάσταση του κάθε επιμέρους ατόμου που αισθάνεται φόβο, γίνεται τώρα, από όλα αυτά, φανερό τι είναι, επίσης, το θάρρος, (15) τι λογής πράγματα αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι με θάρρος και ακόμη ποια είναι η γενικότερη κατάστασή τους όταν έχουν θάρρος· γιατί και το θάρρος είναι το αντίθετο του φόβου, και αυτό που προκαλεί θάρρος είναι το αντίθετο αυτού που προκαλεί φόβο. Λογική συνέπεια: η ελπίδα για τα πράγματα που μπορεί να μας σώσουν συνοδεύεται από την ιδέα ότι αυτά βρίσκονται πολύ κοντά μας και ότι τα πράγματα που προκαλούν φόβο ή δεν υπάρχουν ή βρίσκονται μακριά μας. Θάρρος μας δίνουν και τα φοβερά πράγματα, αν βρίσκονται μακριά μας, (20) και τα σωτήρια, αν είναι κοντά μας. Επίσης αν υπάρχουν τρόποι θεραπείας και διάφορες βοήθειες ― πολλές ή μεγάλες ή και τα δύο μαζί. Επίσης αν δεν έχουμε υποστεί ούτε έχουμε κάνει αδικία. Επίσης αν δεν έχουμε καθόλου ανταγωνιστές, ή αν έχουμε ανταγωνιστές, δίχως όμως καμιά δύναμη, ή αν οι ανταγωνιστές μας έχουν δύναμη, είναι όμως φίλοι μας, είτε γιατί μας έχουν ευεργετήσει είτε γιατί τους έχουμε ευεργετήσει, ή αν αυτοί που έχουν το ίδιο με εμάς συμφέρον είναι πιο πολλοί ή πιο δυνατοί ή και τα δύο μαζί.
(25) Θάρρος έχουν οι άνθρωποι που βρίσκονται στην ακόλουθη, γενικά, κατάσταση: Αν πιστεύουν ότι πέτυχαν πολλά και δεν έπαθαν τίποτε, ή αν βρέθηκαν πολλές φορές μπροστά στον κίνδυνο και όμως τον ξέφυγαν· γιατί οι άνθρωποι γίνονται άφοβοι με δύο τρόπους: είτε γιατί δεν έχουν ποτέ δοκιμάσει κίνδυνο είτε γιατί έχουν την αναγκαία βοήθεια, (30) ακριβώς όπως στους κινδύνους της θάλασσας αντιμετωπίζουν με θάρρος την έκβαση των πραγμάτων από τη μια όσοι ποτέ ως τότε δεν είχαν ζήσει μια μεγάλη φουρτούνα και από την άλλη όσοι, λόγω πείρας, κατέχουν τρόπους αντιμετώπισής της. Επίσης αν πρόκειται για πράγμα που δεν προκαλεί φόβο ούτε στους ομοίους τους ούτε στους κατωτέρους τους ούτε σ' αυτούς από τους οποίουςθεωρούν πως είναι ανώτεροι (θεωρούν πως είναι ανώτεροι από αυτούς που οι ίδιοι τούς έχουν νικήσει ― ή αυτούς τους ίδιους ή τους ανωτέρους τους ή τους ομοίους τους). (35) Επίσης αν πιστεύουν ότι έχουν πιο πολλά και πιο μεγάλα πλεονεκτήματα: η υπεροχή που τα πλεονεκτήματα αυτά τους προσφέρουν τους κάνει να προκαλούν τον φόβο· [1383b] αυτά είναι η αφθονία του χρήματος, η σωματική δύναμη, η δύναμη των φίλων, η ισχύς της χώρας και η υπεροχή της πολεμικής προπαρασκευής (στο σύνολό της ή στα βασικότερα μέρη της). Επίσης όσοι δεν έχουν αδικήσει κανέναν, ή όχι πολλούς, ή όχι αυτούς τους οποίους φοβούνται. (5) Γενικά, θάρρος έχουν όσοι έχουν καλές σχέσεις με τους θεούς, από κάθε βέβαια άποψη, ιδίως όμως σε ό,τι αφορά στους οιωνούς και τους χρησμούς: η οργή είναι κάτι που δίνει θάρρος· το να μην κάνει λοιπόν κανείς αδικίες, να υφίσταται όμως αδικίες είναι κάτι που προκαλεί οργή, και το θείον θεωρείται ότι βοηθάει τους αδικούμενους. Έχουν επίσης θάρρος όσοι πιστεύουν ότι σε ό,τι επιχειρήσουν δεν υπάρχει πιθανότητα να αποτύχουν, ή ότι σίγουρα δεν θα αποτύχουν, ή ότι θα πετύχουν.
(10) Είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε για τα πράγματα που προκαλούν φόβο και γι' αυτά που προκαλούν θάρρος.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)