[487e] Πῶς οὖν, ἔφη, εὖ ἔχει λέγειν ὅτι οὐ πρότερον κακῶν παύσονται αἱ πόλεις, πρὶν ἂν ἐν αὐταῖς οἱ φιλόσοφοι ἄρξωσιν, οὓς ἀχρήστους ὁμολογοῦμεν αὐταῖς εἶναι;Ἐρωτᾷς, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐρώτημα δεόμενον ἀποκρίσεως δι᾽ εἰκόνος λεγομένης.
Σὺ δέ γε, ἔφη, οἶμαι οὐκ εἴωθας δι᾽ εἰκόνων λέγειν.
Εἶεν, εἶπον· σκώπτεις ἐμβεβληκώς με εἰς λόγον οὕτω [488a] δυσαπόδεικτον; ἄκουε δ᾽ οὖν τῆς εἰκόνος, ἵν᾽ ἔτι μᾶλλον ἴδῃς ὡς γλίσχρως εἰκάζω. οὕτω γὰρ χαλεπὸν τὸ πάθος τῶν ἐπιεικεστάτων, ὃ πρὸς τὰς πόλεις πεπόνθασιν, ὥστε οὐδ᾽ ἔστιν ἓν οὐδὲν ἄλλο τοιοῦτον πεπονθός, ἀλλὰ δεῖ ἐκ πολλῶν αὐτὸ συναγαγεῖν εἰκάζοντα καὶ ἀπολογούμενον ὑπὲρ αὐτῶν, οἷον οἱ γραφῆς τραγελάφους καὶ τὰ τοιαῦτα μειγνύντες γράφουσιν. νόησον γὰρ τοιουτονὶ γενόμενον εἴτε πολλῶν νεῶν πέρι εἴτε μιᾶς· ναύκληρον μεγέθει μὲν καὶ [488b] ῥώμῃ ὑπὲρ τοὺς ἐν τῇ νηὶ πάντας, ὑπόκωφον δὲ καὶ ὁρῶντα ὡσαύτως βραχύ τι καὶ γιγνώσκοντα περὶ ναυτικῶν ἕτερα τοιαῦτα, τοὺς δὲ ναύτας στασιάζοντας πρὸς ἀλλήλους περὶ τῆς κυβερνήσεως, ἕκαστον οἰόμενον δεῖν κυβερνᾶν, μήτε μαθόντα πώποτε τὴν τέχνην μέτε ἔχοντα ἀποδεῖξαι διδάσκαλον ἑαυτοῦ μηδὲ χρόνον ἐν ᾧ ἐμάνθανεν, πρὸς δὲ τούτοις φάσκοντας μηδὲ διδακτὸν εἶναι, ἀλλὰ καὶ τὸν λέγοντα ὡς διδακτὸν ἑτοίμους κατατέμνειν, αὐτοὺς δὲ αὐτῷ ἀεὶ τῷ [488c] ναυκλήρῳ περικεχύσθαι δεομένους καὶ πάντα ποιοῦντας ὅπως ἂν σφίσι τὸ πηδάλιον ἐπιτρέψῃ, ἐνίοτε δ᾽ ἂν μὴ πείθωσιν ἀλλὰ ἄλλοι μᾶλλον, τοὺς μὲν ἄλλους ἢ ἀποκτεινύντας ἢ ἐκβάλλοντας ἐκ τῆς νεώς, τὸν δὲ γενναῖον ναύκληρον μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ἤ τινι ἄλλῳ συμποδίσαντας τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῦσι, καὶ πίνοντάς τε καὶ εὐωχουμένους πλεῖν ὡς τὸ εἰκὸς τοὺς τοιούτους, πρὸς δὲ τούτοις [488d] ἐπαινοῦντας ναυτικὸν μὲν καλοῦντας καὶ κυβερνητικὸν καὶ ἐπιστάμενον τὰ κατὰ ναῦν, ὃς ἂν συλλαμβάνειν δεινὸς ᾖ ὅπως ἄρξουσιν ἢ πείθοντες ἢ βιαζόμενοι τὸν ναύκληρον, τὸν δὲ μὴ τοιοῦτον ψέγοντας ὡς ἄχρηστον, τοῦ δὲ ἀληθινοῦ κυβερνήτου πέρι μηδ᾽ ἐπαΐοντες, ὅτι ἀνάγκη αὐτῷ τὴν ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι ἐνιαυτοῦ καὶ ὡρῶν καὶ οὐρανοῦ καὶ ἄστρων καὶ πνευμάτων καὶ πάντων τῶν τῇ τέχνῃ προσηκόντων, εἰ μέλλει τῷ ὄντι νεὼς ἀρχικὸς ἔσεσθαι, ὅπως δὲ κυβερνήσει [488e] ἐάντε τινες βούλωνται ἐάντε μή, μήτε τέχνην τούτου μήτε μελέτην οἰόμενοι δυνατὸν εἶναι λαβεῖν ἅμα καὶ τὴν κυβερνητικήν. τοιούτων δὴ περὶ τὰς ναῦς γιγνομένων τὸν ὡς ἀληθῶς κυβερνητικὸν οὐχ ἡγῇ ἂν τῷ ὄντι μετεωροσκόπον [489a] τε καὶ ἀδολέσχην καὶ ἄχρηστόν σφισι καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἐν ταῖς οὕτω κατεσκευασμέναις ναυσὶ πλωτήρων;
Καὶ μάλα, ἔφη ὁ Ἀδείμαντος.
Οὐ δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, οἶμαι δεῖσθαί σε ἐξεταζομένην τὴν εἰκόνα ἰδεῖν, ὅτι ταῖς πόλεσι πρὸς τοὺς ἀληθινοὺς φιλοσόφους τὴν διάθεσιν ἔοικεν, ἀλλὰ μανθάνειν ὃ λέγω.
Καὶ μάλ᾽, ἔφη.
Πρῶτον μὲν τοίνυν ἐκεῖνον τὸν θαυμάζοντα ὅτι οἱ φιλόσοφοι οὐ τιμῶνται ἐν ταῖς πόλεσι δίδασκέ τε τὴν εἰκόνα καὶ πειρῶ πείθειν ὅτι πολὺ ἂν θαυμαστότερον ἦν [489b] εἰ ἐτιμῶντο.
Ἀλλὰ διδάξω, ἔφη.
Καὶ ὅτι τοίνυν τἀληθῆ λέγεις, ὡς ἄχρηστοι τοῖς πολλοῖς οἱ ἐπιεικέστατοι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ· τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι, ἀλλὰ μὴ τοὺς ἐπιεικεῖς. οὐ γὰρ ἔχει φύσιν κυβερνήτην ναυτῶν δεῖσθαι ἄρχεσθαι ὑφ᾽ αὑτοῦ οὐδὲ τοὺς σοφοὺς ἐπὶ τὰς τῶν πλουσίων θύρας ἰέναι, ἀλλ᾽ ὁ τοῦτο κομψευσάμενος ἐψεύσατο, τὸ δὲ ἀληθὲς πέφυκεν, ἐάντε πλούσιος ἐάντε πένης κάμνῃ, ἀναγκαῖον [489c] εἶναι ἐπὶ ἰατρῶν θύρας ἰέναι καὶ πάντα τὸν ἄρχεσθαι δεόμενον ἐπὶ τὰς τοῦ ἄρχειν δυναμένου, οὐ τὸν ἄρχοντα δεῖσθαι τῶν ἀρχομένων ἄρχεσθαι, οὗ ἂν τῇ ἀληθείᾳ τι ὄφελος ᾖ. ἀλλὰ τοὺς νῦν πολιτικοὺς ἄρχοντας ἀπεικάζων οἷς ἄρτι ἐλέγομεν ναύταις οὐχ ἁμαρτήσῃ, καὶ τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας τοῖς ὡς ἀληθῶς κυβερνήταις.
Ὀρθότατα, ἔφη.
Ἔκ τε τοίνυν τούτων καὶ ἐν τούτοις οὐ ῥᾴδιον εὐδοκιμεῖν τὸ βέλτιστον ἐπιτήδευμα ὑπὸ τῶν τἀναντία ἐπιτηδευόντων· [489d] πολὺ δὲ μεγίστη καὶ ἰσχυροτάτη διαβολὴ γίγνεται φιλοσοφίᾳ διὰ τοὺς τὰ τοιαῦτα φάσκοντας ἐπιτηδεύειν, οὓς δὴ σὺ φῂς τὸν ἐγκαλοῦντα τῇ φιλοσοφίᾳ λέγειν ὡς παμπόνηροι οἱ πλεῖστοι τῶν ἰόντων ἐπ᾽ αὐτήν, οἱ δὲ ἐπιεικέστατοι ἄχρηστοι, καὶ ἐγὼ συνεχώρησα ἀληθῆ σε λέγειν. ἦ γάρ;
Ναί.
Οὐκοῦν τῆς μὲν τῶν ἐπιεικῶν ἀχρηστίας τὴν αἰτίαν διεληλύθαμεν;
Καὶ μάλα.
Τῆς δὲ τῶν πολλῶν πονηρίας τὴν ἀνάγκην βούλει τὸ μετὰ τοῦτο διέλθωμεν, καὶ ὅτι οὐδὲ τούτου φιλοσοφία αἰτία, [489e] ἂν δυνώμεθα, πειραθῶμεν δεῖξαι;
Πάνυ μὲν οὖν.
Ἀκούωμεν δὴ καὶ λέγωμεν ἐκεῖθεν ἀναμνησθέντες, ὅθεν διῇμεν τὴν φύσιν οἷον ἀνάγκη φῦναι τὸν καλόν τε κἀγαθὸν [490a] ἐσόμενον. ἡγεῖτο δ᾽ αὐτῷ, εἰ νῷ ἔχεις, πρῶτον μὲν ἀλήθεια, ἣν διώκειν αὐτὸν πάντως καὶ πάντῃ ἔδει ἢ ἀλαζόνι ὄντι μηδαμῇ μετεῖναι φιλοσοφίας ἀληθινῆς.
Ἦν γὰρ οὕτω λεγόμενον.
Οὐκοῦν ἓν μὲν τοῦτο σφόδρα οὕτω παρὰ δόξαν τοῖς νῦν δοκουμένοις περὶ αὐτοῦ;
Καὶ μάλα, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν δὴ οὐ μετρίως ἀπολογησόμεθα ὅτι πρὸς τὸ ὂν πεφυκὼς εἴη ἁμιλλᾶσθαι ὅ γε ὄντως φιλομαθής, καὶ οὐκ [490b] ἐπιμένοι ἐπὶ τοῖς δοξαζομένοις εἶναι πολλοῖς ἑκάστοις, ἀλλ᾽ ἴοι καὶ οὐκ ἀμβλύνοιτο οὐδ᾽ ἀπολήγοι τοῦ ἔρωτος, πρὶν αὐτοῦ ὃ ἔστιν ἑκάστου τῆς φύσεως ἅψασθαι ᾧ προσήκει ψυχῆς ἐφάπτεσθαι τοῦ τοιούτου —προσήκει δὲ συγγενεῖ— ᾧ πλησιάσας καὶ μιγεὶς τῷ ὄντι ὄντως, γεννήσας νοῦν καὶ ἀλήθειαν, γνοίη τε καὶ ἀληθῶς ζῴη καὶ τρέφοιτο καὶ οὕτω λήγοι ὠδῖνος, πρὶν δ᾽ οὔ;
Ὡς οἷόν τ᾽, ἔφη, μετριώτατα.
Τί οὖν; τούτῳ τι μετέσται ψεῦδος ἀγαπᾶν ἢ πᾶν τοὐναντίον μισεῖν;
[490c] Μισεῖν, ἔφη.
Ἡγουμένης δὴ ἀληθείας οὐκ ἄν ποτε οἶμαι φαμὲν αὐτῇ χορὸν κακῶν ἀκολουθῆσαι.
Πῶς γάρ;
Ἀλλ᾽ ὑγιές τε καὶ δίκαιον ἦθος, ᾧ καὶ σωφροσύνην ἕπεσθαι.
Ὀρθῶς, ἔφη.
Καὶ δὴ τὸν ἄλλον τῆς φιλοσόφου φύσεως χορὸν τί δεῖ πάλιν ἐξ ἀρχῆς ἀναγκάζοντα τάττειν; μέμνησαι γάρ που ὅτι συνέβη προσῆκον τούτοις ἀνδρεία, μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη· καὶ σοῦ ἐπιλαβομένου ὅτι πᾶς μὲν [490d] ἀναγκασθήσεται ὁμολογεῖν οἷς λέγομεν, ἐάσας δὲ τοὺς λόγους, εἰς αὐτοὺς ἀποβλέψας περὶ ὧν ὁ λόγος, φαίη ὁρᾶν αὐτῶν τοὺς μὲν ἀχρήστους, τοὺς δὲ πολλοὺς κακοὺς πᾶσαν κακίαν, τῆς διαβολῆς τὴν αἰτίαν ἐπισκοποῦντες ἐπὶ τούτῳ νῦν γεγόναμεν, τί ποθ᾽ οἱ πολλοὶ κακοί, καὶ τούτου δὴ ἕνεκα πάλιν ἀνειλήφαμεν τὴν τῶν ἀληθῶς φιλοσόφων φύσιν καὶ ἐξ ἀνάγκης ὡρισάμεθα.
[490e] Ἔστιν, ἔφη, ταῦτα.
Ταύτης δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, τῆς φύσεως δεῖ θεάσασθαι τὰς φθοράς, ὡς διόλλυται ἐν πολλοῖς, σμικρὸν δέ τι ἐκφεύγει, οὓς δὴ καὶ οὐ πονηρούς, ἀχρήστους δὲ καλοῦσι· καὶ μετὰ [491a] τοῦτο αὖ τὰς μιμουμένας ταύτην καὶ εἰς τὸ ἐπιτήδευμα καθισταμένας αὐτῆς, οἷαι οὖσαι φύσεις ψυχῶν εἰς ἀνάξιον καὶ μεῖζον ἑαυτῶν ἀφικνούμεναι ἐπιτήδευμα, πολλαχῇ πλημμελοῦσαι, πανταχῇ καὶ ἐπὶ πάντας δόξαν οἵαν λέγεις φιλοσοφίᾳ προσῆψαν.
Τίνας δέ, ἔφη, τὰς διαφθορὰς λέγεις;
Ἐγώ σοι, εἶπον, ἂν οἷός τε γένωμαι, πειράσομαι διελθεῖν. τόδε μὲν οὖν οἶμαι πᾶς ἡμῖν ὁμολογήσει, τοιαύτην φύσιν καὶ πάντα ἔχουσαν ὅσα προσετάξαμεν νυνδή, εἰ τελέως [491b] μέλλοι φιλόσοφος γενέσθαι, ὀλιγάκις ἐν ἀνθρώποις φύεσθαι καὶ ὀλίγας. ἢ οὐκ οἴει;
Σφόδρα γε.
Τούτων δὴ τῶν ὀλίγων σκόπει ὡς πολλοὶ ὄλεθροι καὶ μεγάλοι.
Τίνες δή;
Ὃ μὲν πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι, ὅτι ἓν ἕκαστον ὧν ἐπῃνέσαμεν τῆς φύσεως ἀπόλλυσι τὴν ἔχουσαν ψυχὴν καὶ ἀποσπᾷ φιλοσοφίας. λέγω δὲ ἀνδρείαν, σωφροσύνην καὶ πάντα ἃ διήλθομεν.
Ἄτοπον, ἔφη, ἀκοῦσαι.
***
[487e] Πώς λοιπόν είναι σωστό να υποστηρίζεις πως δε θ᾽ απαλλαχτούν πριν από την κακή κατάντια τους οι πολιτείες, παρ᾽ αφού πάρουν στα χέρια τους την εξουσία οι φιλόσοφοι, που παραδεχόμαστε πως είναι ολότελα άχρηστοι γι᾽ αυτές;
Μου κάνεις μια ερώτηση που έχει ανάγκη να σου απαντήσω με μια παραβολή.
Μα εσύ, νομίζω, δε συνηθίζεις να μιλάς με παραβολές.
Πολύ καλά· με κοροϊδεύεις, βλέπω, τώρα, αφού μ᾽ έριξες μες σ᾽ ένα τόσο [488a] δυσκολοαπόδεικτο ζήτημα· άκουσε οπωσδήποτε την παρομοίωσή μου, για να δεις ακόμα καλύτερα πόσο λίγο επιδέξιος είμαι σ᾽ αυτό το είδος. Αυτό, λέγω, που παθαίνουν οι ξεχωριστοί εκείνοι άνθρωποι από τις πόλεις των είναι τόσο βαρύ, που δεν υπάρχει κανένα άλλο πάθημα να το συγκρίνεις και για να δώσει την εικόνα του ένας που θα αναλάβει και την απολογία τους πρέπει να την συνθέσει από πολλά πράγματα, όπως κάνουν οι ζωγράφοι που ζωγραφίζουν τους τραγελάφους και τα παρόμοια. Φαντάσου λοιπόν το ίδιο να γίνεται με ένα ή με περισσότερα πλοία: ο καραβοκύρης πρώτα να είναι πιο σωματώδης και [488b] πιο δυνατός απ᾽ όλους που είναι μες στο καράβι, μα να είναι μαζί και κάπως κουφός, να μη βλέπει και πολύ καλά και να μην καταλαβαίνει και πάρα πολλά πράγματα από τη ναυτική τέχνη· οι ναύτες να μαλώνουν μεταξύ τους για την κυβέρνηση του πλοίου και να έχει ο καθένας την αξίωση να την πάρει αυτός απάνω του, χωρίς ποτέ του να έχει μάθει την τέχνη κι ούτε να μπορεί να πει μήτε με ποιό δάσκαλο μήτε ποιόν καιρό την έμαθε, αλλά μάλιστα και να υποστηρίζει πως αυτό δεν είναι πράγμα που διδάσκεται, κι αν κανείς λέει το εναντίον, να είναι έτοιμοι να τον κομματιάσουν· φαντάσου τους ακόμα να κρέμουνται όλοι τους [488c] απάνω στον καραβοκύρη και να τον παρακαλούν και να κάνουν το παν για να τους δώσει στο χέρι το τιμόνι, κι αν δεν το επιτύχουν και προτιμηθούν άλλοι, να τους σκοτώνουν και να τους ρίχτουν στη θάλασσα, έπειτα να μεθύσουν τον καλό μας τον καραβοκύρη ή να τον ποτίσουν με κανένα ναρκωτικό ή να τον ξεφορτωθούν με όποιον άλλο τρόπο και τότε πια να γίνουν αυτοί κύριοι του καραβιού, να ριχτούν στις προμήθειές του και να το στρώσουν στο φαγοπότι και στο γλέντι, ενώ το καράβι θα πηγαίνει όπως φαντάζεται πια κανείς πως θα πηγαίνει· κι εκτός απ᾽ αυτά, [488d] να επαινούν και να ονομάζουν άξιο ναυτικό και κυβερνήτη και έμπειρο σ᾽ όλα τα ζητήματα της τέχνης εκείνον που τα καταφέρνει μια χαρά να τους βοηθήσει να πάρουν με το καλό ή με το κακό τη διοίκηση από τα χέρια του καραβοκύρη, ενώ κάθε άλλον που δεν είναι τέτοιος τον κατηγορούν γι᾽ άχρηστο, χωρίς να είναι σε θέση να καταλάβουν πως ο αληθινός κυβερνήτης πρέπει να το᾽ χει δουλειά του να ξέρει τα γυρίσματα της χρονιάς, τις ώρες και τις εποχές, τον ουρανό, τ᾽ άστρα, τους ανέμους και ό,τι άλλο σχετίζεται με την τέχνη, αν πρόκειται να είναι στ᾽ αλήθεια κυβερνήτης του καραβιού· πώς όμως θα το κυβερνήσει, [488e] είτε θέλουν είτε δεν θέλουν μερικοί από το πλήρωμα, αυτό νομίζουν πως δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη μάθηση ή τέχνη που να μπορεί να την αποκτήσει κανείς εκτός από την καθαυτό κυβερνητική· σ᾽ ένα λοιπόν καράβι που συμβαίνουν όλ᾽ αυτά και βρίσκονται σ᾽ αυτή την κατάσταση τα πληρώματα, ποιάν ιδέα νομίζεις πως θα είχαν οι ναύτες για έναν αληθινό κυβερνήτη; [489a] δε θα τον ονόμαζαν πραγματικά μωρολόγο άνθρωπο και μετεωροσκόπο και άχρηστο γι᾽ αυτούς;
Βεβαιότατα, είπε ο Αδείμαντος.
Δεν πιστεύω λοιπόν πως είναι ανάγκη να επιμείνω περισσότερο στην παρομοίωσή μου, για να δεις πως μοιάζει απαράλλαχτα με τη διάθεση που έχουν οι πόλεις απέναντι στους αληθινούς φιλοσόφους, γιατί και μόνος σου καταλαβαίνεις βέβαια αυτό που θέλω να πω.
Και πολύ μάλιστα.
Εξήγησε λοιπόν πρώτα αυτή την παρομοίωση σε κείνον που παραξενεύεται γιατί δεν έχουν καμιά υπόληψη οι φιλόσοφοι μέσα στις πολιτείες και προσπάθησε να τον πείσεις πως θα ήταν πολύ πιο παράξενο [489b] αν τους είχαν σε τιμή.
Μάλιστα, θα το κάμω.
Και πως έχει λοιπόν δίκιο να λέει πως είναι άχρηστοι για τους πολλούς αυτοί που πραγματικά ξεχωρίζουν ανάμεσα στους φιλοσόφους· μπάσε τους όμως και μες στο κεφάλι τους πως υπεύθυνοι για την αχρηστία τους δεν είναι οι ξεχωριστοί αυτοί φιλόσοφοι, αλλά εκείνοι που δεν τους χρησιμοποιούν. Γιατί δεν είναι πράγμα φυσικό να παρακαλεί ο κυβερνήτης τους ναύτες να τον κάμουν αρχηγό τους, ούτε οι σοφοί να πηγαίνουν στις πόρτες των πλουσίων και να τους παρακαλούν· είναι γελασμένος εκείνος που το είπε αυτό το αστείο, ενώ η αλήθεια είναι, είτε πλούσιος είτε φτωχός αρρωστήσει, [489c] αυτός να πηγαίνει στους γιατρούς, και όσοι έχουν ανάγκη από έναν άλλο για να κυβερνηθούν να πηγαίνουν στους ικανούς να κυβερνήσουν και όχι ο άρχοντας που αληθινά αξίζει αυτό το όνομα να παρακαλεί τους άλλους να δεχτούν να τους διοικήσει. Όπως όμως είναι τώρα τα πράματα, δε θα γελαστείς αν παρομοιάσεις τους σημερινούς πολιτικούς άρχοντες με τους ναύτες που λέγαμε κι αυτούς που τους έλεγαν φλύαρους, μετεωροσκόπους και άχρηστους, με αληθινούς κυβερνήτες.
Πολύ σωστά.
Μέσα λοιπόν σε μια τέτοια κατάσταση και μέσα σε τέτοιους ανθρώπους καθόλου εύκολο δεν είναι να έχει καμιά πέραση το καλύτερο επάγγελμα από μέρους εκείνων που ακολουθούν ολωσδιόλου αντίθετο δρόμο· [489d] κι οι μεγαλύτερες και χειρότερες συκοφαντίες που ακούει η φιλοσοφία τις χρωστά σε κείνους που λένε πως έχουν τάχα επάγγελμά τους τη φιλοσοφία και που δίνουν αφορμή σε κείνον τον κατήγορό της να λέει πως οι περισσότεροι που καταγίνονται μ᾽ αυτήν είναι πανάθλιοι, και οι καλύτεροι μεταξύ τους άχρηστοι, πράγμα που κι εγώ συμφώνησα μαζί σου να το παραδεχτώ. Ή όχι;
Μάλιστα.
Δεν αναπτύξαμε λοιπόν την αιτία της αχρηστίας των αληθινών φιλοσόφων;
Και πολύ αρκετά.
Θέλεις λοιπόν τώρα να εξετάσομε και γιατί αναγκαστικά οι περισσότεροί τους είναι πανάθλιοι και ν᾽ αποδείξουμε, [489e] αν μπορέσουμε, πως ούτε γι᾽ αυτό δεν είναι υπεύθυνη η φιλοσοφία;
Και βέβαια θέλω.
Ας γυρίσουμε λοιπόν εκεί που εκάναμε λόγο για τα φυσικά προτερήματα, κι ας ξαναθυμηθούμε να πούμε και ν᾽ ακούσομε πώς λέγαμε ότι πρέπει να είναι προικισμένος από τη φύση ο πραγματικά [490a] τέλειος άνθρωπος. Μπροστά μπροστά απ᾽ όλα πήγαινε γι᾽ αυτόν, αν το θυμάσαι, η αλήθεια, που παντού και πάντα έπρεπε να την κυνηγά καταπόδι, γιατί αλλιώς θα ήταν ένας μωρόσοφος και ψευτοπερήφανος που δε θα είχε καμιά σχέση με την αληθινή φιλοσοφία.
Ναι, αυτό είναι που λέγαμε.
Σ᾽ αυτό όμως ίσα ίσα επάνω, δεν υπάρχει σήμερα η πιο μεγάλη και παράδοξη διαφορά με τη δική μας αντίληψη;
Χωρίς αμφιβολία.
Δε θα ήταν όμως με το μέτρο ικανοποιητική η δική μας απολογία, αν λέγαμε πως ο πραγματικός φίλος της σοφίας είναι πλασμένος από τη φύση να βάζει όλα τα δυνατά του για να φτάσει το καθαυτό ον και δε [490b] σταματά στα πράματα που τα παίρνει για πολλά η δοξασία, αλλά τραβά πάντα ίσα στο σκοπό του, χωρίς τίποτα να μπορεί να στομώσει το ζήλο του ούτε να μαράνει τον έρωτά του, πριν να ενωθεί με τη φύση τού κάθε καθαυτό όντος μ᾽ κείνο το μέρος της ψυχής του που, επειδή συγγενεύουν μαζί, τού ταιριάζει αυτή η ένωση κι αφού το πλησιάσει και σμίξει πραγματικά με το πραγματικό το ον, και γεννήσει νου και αλήθεια, τότε πια αποκτά την αληθινή γνώση, τότε πια αρχίζει αληθινά να ζει και να τρέφεται κι έτσι τελειώνουν γι᾽ αυτόν οι πόνοι της γέννας, όχι όμως πριν;
Δε θα μπορούσαμε πραγματικώς να τους απολογηθούμε καλύτερα.
Τί λοιπόν; θα μπορεί ποτέ ένας τέτοιος ν᾽ αγαπά το ψέμα ή ολωσδιόλου το εναντίον θα το μισεί;
[490c] Θα το μισεί.
Κι αφού έτσι σύρει πρώτη το χορό η αλήθεια, δεν μπορεί ποτέ, υποθέτω, να πούμε πως θ᾽ ακολουθούν πίσω της σωρός οι κακίες.
Πώς είναι δυνατό;
Μα απεναντίας, άκακο και δίκαιο ήθος, που θα τ᾽ ακολουθά και η σωφροσύνη.
Σωστά.
Αλλά τίς η ανάγκη να πιάνουμε πάλι εξαρχής να παρατάξουμε στο χορό τις αρετές της φιλοσοφικής φύσης; Γιατί θυμάσαι βέβαια πως μείναμε σύμφωνοι να παραδεχτούμε σαν απαραίτητες ιδιότητές της την αντρεία, τη μεγαλοπρέπεια, την ευμάθεια, τη μνήμη· και σ᾽ αυτά απάνω μάς διέκοψες εσύ, Αδείμαντε, λέγοντας πως ο καθένας βέβαια [490d] θ᾽ αναγκαζόταν να συμφωνήσει σ᾽ αυτά μαζί μας, αν άφηνε όμως τα λόγια κι εγύριζε τα μάτια σ᾽ αυτούς που κάναμε λόγο, θα μπορούσε να πει πως βλέπει άλλους απ᾽ αυτούς άχρηστους και τους περισσότερούς των γεμάτους από κάθε κακία και πονηρία· κι εμείς εξετάζοντας την αφορμή της κατηγορίας, εφτάσαμε τώρα σ᾽ αυτό: να δούμε για ποιό τάχα λόγο οι περισσότεροι φιλόσοφοι είναι κακοί, και γι᾽ αυτό είναι που αναγκαστήκαμε πάλι να ξαναγυρίσουμε στη φύση των αληθινών φιλοσόφων και να την ορίσουμε.
[490e] Πραγματικώς, αυτό έγινε.
Αυτή λοιπόν τη φύση πρέπει να δούμε τώρα πώς διαφθείρεται μέσα στους περισσότερους και μονάχα γλιτώνει από τη διαφθορά ένα μικρό της μέρος, αυτοί δα που τους λένε όχι πονηρούς, αλλά άχρηστους· κι ύστερ᾽ [491a] απ᾽ αυτό να εξετάσομε και τη φύση εκείνων που μιμούνται τους πραγματικούς φιλοσόφους, τί λογής είναι η ψυχή των και σφετερίζονται ένα επάγγελμα ανώτερο από τις δυνάμεις των και που δεν τους αξίζει, κι έτσι πέφτοντας σε μύρια ατοπήματα γίνονται αφορμή να δυσφημίζεται γενικώς και απ᾽ όλους, καθώς λες, η φιλοσοφία.
Και ποιές είναι οι αφορμές αυτής της διαφθοράς;
Εγώ θα προσπαθήσω, αν σταθώ ικανός, να σου τις αναπτύξω. Σ᾽ αυτό όμως θα μείνει, υποθέτω, σύμφωνος ο καθένας μαζί μας, πως μια τέτοια φύση που θα έχει όλ᾽ αυτά τα προσόντα που της ορίσαμε τώρα δα, αν πρόκειται [491b] να γίνει τέλειος φιλόσοφος, πολύ σπάνια παρουσιάζεται ανάμεσα στους ανθρώπους και σε πολύ μικρό αριθμό· ή δεν το παραδέχεσαι;
Και πολύ μάλιστα.
Κι αυτές πάλι οι λίγες πρόσεξε σε τί πολλούς και μεγάλους κινδύνους καταστροφής είναι εκτεθειμένες.
Σε ποιούς;
Εκείνο που θα σου φανεί το πιο παράξενο ν᾽ ακούσεις είναι πως καθεμιά από τις ιδιότητες της φιλοσοφικής φύσης που επαινέσαμε διαφθείρει την ψυχή που τις έχει και την αποσπά από τη φιλοσοφία· η αντρεία λέγω και η σωφροσύνη και όλα τ᾽ άλλα που αναφέραμε.
Πολύ παράξενο, αλήθεια, να τ᾽ ακούσει κανείς.