Το τέλος της γραμμικής Β
Είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι το σύστημα με το οποίο καταγράφηκε για πρώτη φορά η ελληνική γλώσσα ήταν δανεισμένο από έναν παλιότερο πολιτισμό που δεν ήταν ελληνόφωνος, τον μινωικό, και ότι αυτό το σύστημα είχε χαρακτήρα συλλαβικό, τα σημεία δηλαδή που χρησιμοποιούσε αντιπροσώπευαν συλλαβές. Είδαμε επίσης ότι αυτό το σύστημα γραφής (η γραμμική Β) υιοθετήθηκε από τους μυκηναίους άρχοντες για να εξυπηρετήσει τις λογιστικές ανάγκες των διοικητικών μηχανισμών τους, που έδρευαν στα παλάτια τους, στις Μυκήνες, τη Θήβα, την Πύλο . Στην εποχή μεταξύ 13ου και 12ου αιώνα π.Χ. τα μυκηναϊκά παλάτια καταστρέφονται για λόγους άγνωστους σε μας. Έτσι, φτάνει στο τέλος του ο κόσμος των Μυκηναίων και μαζί του χάνεται και η γραφή, η γραμμική Β. Από τη στιγμή που καταστρέφεται ο σύνθετος διοικητικός μηχανισμός των παλατιών, που είχε ανάγκη ενός συστήματος καταγραφής της πληροφορίας, παύει να υπάρχει και ο κύριος λόγος ύπαρξης αυτού του συστήματος γραφής. Το τέλος, επομένως, του μυκηναϊκού πολιτισμού «παίρνει» μαζί του και τη γνώση και τη χρήση της γραμμικής Β.
Άλλωστε, όπως είπαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αυτό το σύστημα «δούλευε» με ειδικούς της γραφής και με ειδικούς αναγνώστες: κατέγραφε έναν περιορισμένο, ειδικό τύπο πληροφορίας (λογιστικά κείμενα), που αφορούσε μια περιορισμένη, ειδική κατηγορία, τους άρχοντες. Και αυτό εξηγεί σε σημαντικό βαθμό τον ελλειπτικό τρόπο της καταγραφής της πληροφορίας στο σύστημα αυτό. Θυμηθείτε αυτό που λέγαμε για τα σημερινά λογιστικά κείμενα: και αυτά προϋποθέτουν ειδικούς που τα γράφουν (λογιστές) και ειδικούς αναγνώστες (επιχειρηματίες, εφοριακούς κλπ.). Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο τρόπος καταγραφής της πληροφορίας και σε αυτού του είδους τα σημερινά λογιστικά κείμενα είναι ελλειπτικός. Η εξαφάνιση των ειδικών αναγνωστών (των αρχόντων) που χρειάζονταν, για τις ανάγκες της εξουσίας τους, ειδικούς της γραφής οι οποίοι κατέγραφαν τις σχετικές πληροφορίες, οδηγεί και στην εξαφάνιση των ειδικών γραφέων και της χρήσης του συστήματος γραφής, της γραμμικής Β.
Η αλφαβητική γραφή
Θα χρειαστεί να περάσουν τέσσερις περίπου αιώνες για να ξανασυναντήσουμε γραπτά κείμενα της ελληνικής γλώσσας. Γύρω στο 750 π.Χ. βρίσκουμε τις πρώτες επιγραφές , που χρησιμοποιούν όμως πια ένα άλλο σύστημα γραφής, το αλφαβητικό, αυτό που χρησιμοποιούμε σήμερα. Το αλφαβητικό σύστημα διαφέρει από το συλλαβικό στο ότι καταγράφει όχι συλλαβές αλλά φθόγγους ή, καλύτερα, φωνήματα, δηλαδή τα μικρά κομμάτια ήχου χωρίς νόημα τα οποία, σε διάφορους συνδυασμούς, κατασκευάζουν την τεράστια ποικιλία των λέξεων, των μονάδων της γλώσσας που έχουν νόημα, σημασία. Και η ανακάλυψη του αλφαβήτου σημαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν ανακαλύψει το «μυστικό» της γλώσσας, το «μυστικό» της δομής της: ότι «κατασκευάζεται», όπως λέγαμε στο πρώτο κεφάλαιο, από έναν περιορισμένο αριθμό μονάδων ήχου χωρίς νόημα (και αυτές τις μονάδες παριστάνουν τα γράμματα του αλφαβήτου), οι οποίες συνδυαζόμενες μεταξύ τους δημιουργούν την ποικιλία των μονάδων με νόημα, των λέξεων.
Η ανακάλυψη του αλφαβήτου σημαδεύει το τέλος μιας μακρόχρονης πορείας. Η ανάγκη για τη γραφή γεννήθηκε, όπως είδαμε, από την ανάγκη των ανθρώπινων κοινωνιών να δώσουν στον λόγο και στην πληροφορία μονιμότητα, διάρκεια πέρα από τη στιγμή της εκφώνησης. Και η μονιμότητα αυτή ήταν απαραίτητη από τη στιγμή που οι ανθρώπινες κοινωνίες έγιναν πιο σύνθετες: μόνιμες εγκαταστάσεις και πόλεις, γεωργία, εμπόριο, κοινωνική ιεραρχία. Έτσι, λοιπόν, γεννήθηκαν τα συστήματα γραφής, εικονογραφικά, σημασιογραφικά, συλλαβικά, με κατάληξη το αλφαβητικό σύστημα.
Η ανακάλυψη της αλφαβητικής γραφής ήταν μια πραγματική επανάσταση. Και αυτό γιατί είναι ένα σύστημα που καταγράφει με ακρίβεια τον λόγο, αφού βασίζεται στην ίδια τη δομή του: σε κάθε φώνημα αντιστοιχεί ένα γράμμα. Ταυτόχρονα είναι οικονομικό. Σκεφτείτε αυτό που λέγαμε για τα εικονογραφικά/σημασιογραφικά συστήματα (π.χ. τα κινέζικα): πόσες χιλιάδες ιδεογράμματα χρειάζονται για να δηλωθούν σημασίες. Αλλά και στην περίπτωση των συλλαβικών συστημάτων, ο αριθμός των σημείων που χρειάζονται για να δηλωθούν οι συλλαβές είναι μεγάλος, 90-100 περίπου στην περίπτωση της γραμμικής Β. Και είναι μεγάλος γιατί ο αριθμός των συλλαβών σε κάθε γλώσσα είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό των φωνημάτων.
Στην περίπτωση του αλφαβήτου (αυτού του συστήματος γραφής που βασίζεται στην ανακάλυψη του μεγάλου μυστικού της γλώσσας) ο αριθμός των σημείων μειώνεται δραματικά - θυμηθείτε τα 24 γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Μειώνεται δραματικά, ακριβώς γιατί κάθε γλώσσα «δουλεύει» με έναν περιορισμένο αριθμό φωνημάτων. Τί σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι για πρώτη φορά οι άνθρωποι διαθέτουν ένα σύστημα που μπορεί να το μάθει κανείς εύκολα και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Έτσι διευρύνεται κατά πολύ ο αριθμός των χρηστών. Δεν χρειάζονται πια ούτε μια «ξέχωρη» τάξη ειδικευμένων γραφέων ούτε ειδικευμένους αναγνώστες, όπως με τα άλλα, παλιότερα συστήματα γραφής. Η πρόσβαση στην πληροφορία δεν αφορά πια τους πολύ λίγους, αλλά είναι ανοιχτή και στους πολλούς - αρκεί να έχουν την ευκαιρία και τη δυνατότητα να μάθουν να γράφουν. Χωρίς την αλφαβητική γραφή δεν θα υπήρχε η εκπαίδευση για τους πολλούς, όπως υπάρχει μέχρι σήμερα. Μπορεί λοιπόν να πει κανείς ότι η ανακάλυψη του αλφαβήτου δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια πιο δημοκρατική σχέση με τη γραφή και τη γνώση.
Πότε ανακαλύφθηκε η αλφαβητική γραφή
Αλλά πότε ανακαλύφθηκε το αλφάβητο στην Ελλάδα; Η ανάγκη για ένα σύστημα γραφής που να καταγράφει με ακρίβεια τους ήχους της γλώσσας (τα φωνήματα) γεννήθηκε νωρίς, σε εποχές που ακόμη κυριαρχούσαν τα εικονογραφικά/σημασιογραφικά συστήματα. Και αυτό γιατί υπάρχουν όψεις της γλώσσας που δεν μπορούν να καταγραφούν με τέτοια συστήματα. Ένα παράδειγμα είναι τα κύρια ονόματα. Δεν υπάρχει τρόπος να καταγραφούν με έναν εικονογραφικό/σημασιογραφικό τρόπο, γιατί δεν έχουν σημασία. Συγκρίνετε τη λέξη Γιάννης με τις λέξεις παιδί, πρόβατο κλπ. Έτσι, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, πολύ πριν ανακαλυφθεί η αλφαβητική γραφή, χρησιμοποιούσαν έναν αλφαβητικό τρόπο μόνο για την καταγραφή των κύριων ονομάτων. Είχαν δηλαδή σημάδια για να δηλώνουν τους φθόγγους των κύριων ονομάτων, αλλά όχι όλους· μόνο τα σύμφωνα. Έτσι, για να δώσουμε ένα τεχνητό παράδειγμα, το κύριο όνομα Νίκος θα δηλωνόταν με τρία σημάδια: ένα για το ν, ένα για το κ και ένα για το ς, δηλαδή νκς.
Οι πιο παλιές αλφαβητικές επιγραφές προέρχονται από τη χερσόνησο του Σινά. Εκεί σε ένα αρχαίο αιγυπτιακό ορυχείο χαλκού βρέθηκαν το 1905 επιγραφές που δεν ήταν ιερογλυφικές αιγυπτιακές - οι περισσότερες μάλιστα είναι χαραγμένες σαν τα σημερινά γκράφιτι στους τοίχους. Οι ειδικοί που τις μελέτησαν πιστεύουν ότι γράφτηκαν από εργάτες που δεν ήταν Αιγύπτιοι αλλά Σημίτες και μιλούσαν μια σημιτική γλώσσα. Σημιτικές γλώσσες είναι τα εβραϊκά, τα αραμαϊκά τα φοινικικά (θα ξαναγυρίσουμε σε αυτά), τα αραβικά . Το σημαντικό είναι ότι οι επιγραφές αυτές, που χρονολογούνται γύρω στο 1600 π.Χ., είναι αλφαβητικές, καταγράφουν δηλαδή φωνήματα και όχι συλλαβές ή σημασίες. Σε μία μάλιστα από αυτές, που είναι χαραγμένη πάνω σε ένα κομμάτι από κεραμίδι (ο επιστημονικός όρος είναι «όστρακο»), διακρίνει κανείς μια σειρά γραμμάτων που μοιάζει πολύ με αλφαβητάρι. Προσέξτε τα γράμματα που θυμίζουν τα ΑΒΓΔΕ. Οι επιγραφές αυτές, που λέγονται πρωτοσιναϊτικές , θεωρούνται ως τα πρώτα δείγματα του φοινικικού αλφαβήτου, από το οποίο, όπως θα δούμε, προέρχεται από το ελληνικό αλφάβητο.
Πριν μιλήσουμε για το φοινικικό αλφάβητο, πρώτα δείγματα του οποίου είναι οι πρωτοσιναϊτικές επιγραφές για τις οποίες μόλις μιλήσαμε, θα πρέπει να αναφερθούμε σε μια άλλη περίπτωση αλφαβήτου που αναπτύχθηκε στην ίδια περίπου περιοχή δύο ή τρεις αιώνες αργότερα (γύρω στο 1370-1350 π.Χ.), στην πόλη της Ουγκαρίτ (σημερινή Ras Shamra, στην ακτή της Συρίας απέναντι από την Κύπρο). Ο βασιλιάς της πόλης αυτής Νικμαντού Β' αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο αρχείο με όλα τα κείμενα τα σχετικά με τους μύθους και τις παραδόσεις του βασιλείου του. Το αρχείο αυτό βρέθηκε στις ανασκαφές και είναι γνωστό με το όνομα «Βιβλίο του Μεγάλου Ιερέα». Στο αρχείο αυτό χρησιμοποιήθηκε ένα αλφαβητικό σύστημα καταγραφής που αποτελείται από τριάντα σημεία (γράμματα), τα οποία προέρχονται από την παράδοση της σφηνοειδούς γραφής, για την οποία μιλήσαμε νωρίτερα. Το αλφαβητικό αυτό σύστημα χρησιμοποιήθηκε στην περιοχή της Ουγκαρίτ μέχρι τον 12ο αιώνα π.Χ. Μετά την εποχή αυτή, που σημαδεύεται από τις καταστροφές που συνδέονται με τις επιδρομές των λεγόμενων «Λαών της Θάλασσας », το αλφαβητικό αυτό σύστημα παύει να χρησιμοποιείται και επικρατεί το φοινικικό αλφαβητικό σύστημα - αυτό που ξεκινάει με τις πρωτοσιναϊτικές επιγραφές που συζητήσαμε λίγο νωρίτερα.
Οι Φοίνικες και το αλφάβητο τους
Οι Φοίνικες ήταν ένας λαός που κατοικούσε στα ανατολικά παράλια της Μεσογείου, στις ακτές της σημερινής Συρίας, του Λιβάνου, του Ισραήλ . Μιλούσαν μια σημιτική γλώσσα, συγγενική με τα εβραϊκά, τα αραμαϊκά και τα αραβικά. Λίγο πριν και λίγο μετά το 1000 π.Χ. αναπτύσσουν έναν σημαντικό πολιτισμό με κέντρα πόλεις όπως η Τύρος, η Σιδώνα, η Βύβλος, και μια σημαντική εμπορική δραστηριότητα σε όλη τη Μεσόγειο . Δημιουργούν μικρά βασίλεια στην Κύπρο, «οργώνουν» το Αιγαίο και αφήνουν εκεί, όπως θα δούμε σε λίγο, σημάδια της παρουσίας τους. Ταξιδεύουν στις ακτές της Β. Αφρικής, όπου ιδρύουν την Καρχηδόνα, και φτάνουν ως την Ισπανία.
Στις εμπορικές αυτές περιπλανήσεις τους θα έρθουν σε επαφή με τους Έλληνες. Αυτή η συνάντηση θα οδηγήσει (θα δούμε σε λίγο πού και πώς) σε έναν νέο δανεισμό: θα δανειστούν από τους Έλληνες που χρησιμοποιούν και θα προσαρμόσουν στις ανάγκες της γλώσσας τους το αλφαβητικό σύστημα γραφής. Η γραφή, όπως λέγαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, είναι μια γέφυρα που ενώνει πολιτισμούς.
Οι Φοίνικες δημιούργησαν ένα αλφαβητικό σύστημα καταγραφής της γλώσσας τους, πρόγονος του οποίου μοιάζει να είναι το σύστημα με το οποίο γράφτηκαν οι πρωτοσιναϊτικές επιγραφές του 1600 π.Χ. Το σύστημα αυτό αποτελείται από 22 σημεία, δηλαδή γράμματα . Αλλά τα γράμματα αυτά δηλώνουν μόνο τα σύμφωνα της φοινικικής γλώσσας. Αυτό, όπως ξέρετε, δεν συμβαίνει στο ελληνικό αλφάβητο, που έχει γράμματα τόσο για τα σύμφωνα όσο και για τα φωνήεντα.
Το φοινικικό αλφάβητο είναι λοιπόν ελλειπτικό. Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης πρέπει να συμπληρώσει τα φωνήεντα που λείπουν για να κατανοήσει το κείμενο που διαβάζει. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό απαιτεί έναν ασκημένο αναγνώστη. Με αυτή την έννοια, το φοινικικό αλφάβητο δεν έχει μπει ακόμη σε αυτό που ονομάσαμε νωρίτερα δημοκρατία της γραφής και της πληροφορίας. Αυτό το «δημοκρατικό» σύστημα δημιουργηθηκε όπως θα δούμε, από το ελληνικό αλφάβητο, ένα πλήρες αλφαβητικό σύστημα είναι αυτό που καταγράφει όλα τα φωνήματα. Το φοινικικό αλφαβητικό σύστημα δεν είναι πλήρες (γιατί καταγράφει μόνο τα σύμφωνα), ενώ το ελληνικό αλφαβητικό σύστημα είναι πλήρες γιατί καταγράφει φωνήεντα και σύμφωνα.
Το φοινικικό αλφάβητο: μια γραφή μόνο με σύμφωνα
Γιατί άραγε οι Φοίνικες περιορίστηκαν σε ένα αλφαβητικό σύστημα που καταγράφει μόνο τα σύμφωνα, ενώ οι Έλληνες δημιουργούν, ένα αλφαβητικό σύστημα που καταγράφει όλους τους φθόγγους; Σκεφτείτε τί θα γινόταν αν διαβάζατε τα τρία γράμματα κπς και προσπαθούσατε να καταλάβετε ποια ελληνική λέξη «κρύβουν»: κήπος, κάπως, κόπος; Χωρίς τα φωνήεντα είναι κανείς «χαμένος». Δεν μπορεί να βγάλει νόημα. Δεν είναι το ίδιο στα φοινικικά και γενικότερα στις σημιτικές γλώσσες. Εκεί τα σύμφωνα «κουβαλούν» τη σημασία. Έτσι, όταν ο αναγνώστης συναντά στη γραφή μια λέξη με τρία σύμφωνα και χωρίς φωνήεντα (π.χ. kps, για να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια σύμφωνα με το ελληνικό παράδειγμα) μπορεί να καταλάβει για ποια σημασία πρόκειται και δεν έχει το πρόβλημα που δημιουργείται στο ελληνικό παράδειγμα που δώσαμε. Η προσθήκη διαφορετικών φωνηέντων στην υποθετική αυτή λέξη kps δεν αλλάζει ριζικά τη σημασία, όπως στα ελληνικά, ή την αλλάζει πολύ λιγότερο και δεν την κάνει απρόβλεπτη. Έτσι, για να δώσουμε πάλι ένα υποθετικό παράδειγμα, αν η λέξη kapas στα φοινικικά σημαίνει 'δυνατός', η λέξη kipas, με διαφορετικό φωνήεν στην πρώτη συλλαβή, θα σήμαινε 'δύναμη' και η λέξη kupus 'δυνατότερος'. Όπως βλέπετε, η αλλαγή φωνηέντων δεν αλλάζει τη βασική σημασία που «κουβαλούν» τα τρία σύμφωνα kps (κάτι που δεν συμβαίνει στα ελληνικά) και έτσι το φοινικικό αλφαβητικό σύστημα «δουλεύει», αν και ελλειπτικό, παρόλο που καταγράφει μόνο τα σύμφωνα.
Αυτή η ελλειπτικότητα, ωστόσο, προϋποθέτει, όπως λέγαμε, έναν «ασκημένο» αναγνώστη που θα καταβάλει κάποιον κόπο για να κατανοήσει το γραμμένο κείμενο. Για να αποφευχθεί αυτό, θα προστεθούν αργότερα σε αλφάβητα που προέρχονται από το φοινικικό (όπως το εβραϊκό) σημάδια και για τα φωνήεντα, έτσι ώστε η αλφαβητική καταγραφή να είναι πλήρης. Θα έχετε ίσως δει τον τρόπο που γράφονται τα αραβικά - σημιτική γλώσσα και αυτά. Θα προσέξατε ίσως ότι πάνω και κάτω από το κυρίως «σώμα» του γραμμένου κειμένου (αυτά είναι τα σύμφωνα) υπάρχουν μικρά σημαδάκια (τελείες και άλλα): αυτά είναι τα φωνήεντα.
Τί μας λένε οι πρώτες αλφαβητικές επιγραφές
Όπως έχουμε ήδη πει, οι πρώτες αλφαβητικές επιγραφές που έχουν βρεθεί μέχρι τώρα στην ελληνική γλώσσα χρονολογούνται γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. Το ενδιαφέρον είναι ότι τα πρώτα αυτά κείμενα είναι όλα ιδιωτικού χαρακτήρα. Σε ένα από αυτά, χαραγμένο πάνω σε ένα αγγείο (οινοχόη του Δίπυλου, στην Αττική, διαβάζουμε, από τα δεξιά προς τα αριστερά: «Όποιος από τους χορευτές χορεύει πιο ελαφρά…» Η συνέχεια είναι δυσανάγνωστη αλλά το πιθανότερο είναι ότι έλεγε «θα πάρει το βραβείο», δηλαδή το αγγείο. Σε ένα άλλο πάλι αγγείο της ίδιας εποχής από το νησί Πιθηκούσες διαβάζουμε, πάλι από τα δεξιά προς τα αριστερά: «Είμαι το γλυκόπιοτο ποτήρι του Νέστορα. Όποιος πιει από τούτο το ποτήρι, αυτόν αμέσως θα τον κυριέψει ο πόθος της Αφροδίτης με το όμορφο στεφάνι.» Σε άλλο αγγείο από την Κόρινθο διαβάζουμε: «Πολύτερπος. Πυρρίας, επικεφαλής του χορού· αυτουνού είναι το αγγείο.»
Στη μακρινή Αίγυπτο οι φαραώ χρησιμοποιούσαν Έλληνες μισθοφόρους, δηλαδή επαγγελματίες στρατιώτες. Σε μια εκστρατεία του φαραώ Ψαμμήτιχου του Β΄ (595-589 π.Χ.) στη Νουβία το 591 π.Χ., έλληνες στρατιώτες χάραξαν τα ονόματά τους στα πόδια κολοσσιαίων αγαλμάτων του φαραώ Ραμσή Β' μπροστά στον ναό του Αμπού Σιμπέλ στη Νουβία. Σε άλλα, τέλος, αγγεία διαβάζουμε τα ονόματα του τεχνίτη που τα έκανε. Απλοί άνθρωποι χαράζουν απλά μηνύματα. Κανένας από αυτούς δεν μοιάζει να είναι επαγγελματίας γραφέας, όπως στις παλαιότερες εποχές όπου η γραφή ήταν το προνόμιο ειδικών γραφέων και ειδικών αναγνωστών.
Η ελληνική αλφαβητική γραφή: από το ιδιωτικό στο δημόσιο
Τα πρώτα αυτά αλφαβητικά κείμενα της ελληνικής γλώσσας λες και διαλαλούν από μόνα τους, με τους ταπεινούς «συγγραφείς» τους και τα ταπεινά καθημερινά περιεχόμενά τους, τη δημοκρατία της γραφής και της πληροφορίας, που φέρνει η αλφαβητική επανάσταση. Σύντομα, βέβαια, η αλφαβητική γραφή θα κληθεί να υπηρετήσει τους θεσμούς της αρχαίας δημοκρατίας: νόμοι, ψηφίσματα, αποφάσεις αλλά και επιγραφές πάνω σε τάφους, επιγραφές που τιμούν τους θεούς. Και η αποκορύφωση αυτής της δημόσιας χρήσης συνδέεται με την πιο σημαντική δημοκρατία της αρχαιότητας, την Αθήνα. Από την Αθήνα της κλασικής εποχής (5ος-4ος αιώνας π.Χ.) προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των επιγραφών της αρχαιότητας που σώθηκε. Η αλφαβητική γραφή, που προσφέρεται για γενική χρήση γιατί μαθαίνεται εύκολα, θα γενικευθεί μέσα στις συνθήκες της αρχαίας δημοκρατίας: η υπόσχεση της δημοκρατίας της γραφής και της πληροφορίας, που κλείνει μέσα της η αλφαβητική γραφή, θα αρχίσει να εκπληρώνεται μέσα στις συνθήκες της αρχαίας πολιτικής δημοκρατίας .
Πώς γράφονταν και πώς διαβάζονταν τα κείμενα
Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα αρχαία κείμενα γράφονταν χωρίς διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, με κεφαλαία μόνο και χωρίς τόνους. Τα μικρά γράμματα, ο χωρισμός των λέξεων, οι τόνοι και τα πνεύματα θα έρθουν πολύ αργότερα, από τα χρόνια των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου και μετά. Η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας σε ένα τεράστιο γεωγραφικό εύρος και η εκμάθησή της από αλλόγλωσσους οδηγούν σε «βελτιώσεις» (μικρά γράμματα, χωρισμός των λέξεων, τόνοι/πνεύματα) που βοηθούν στην εκμάθηση της γλώσσας, ιδίως από ξένους. Αλλά οι «βελτιώσεις» αυτές υπηρετούσαν και έναν άλλο στόχο: την επαφή και τη μελέτη παλαιότερων κειμένων της ελληνικής γλώσσας, π.χ. του Ομήρου. Ο χωρισμός των λέξεων, οι τόνοι και τα πνεύματα βοηθούσαν να γίνουν κατανοητά (με τη βοήθεια των φιλολόγων και, στο σχολείο, των δασκάλων) αυτά τα σημαντικά παλαιά κείμενα, που ήταν πια δυσνόητα γιατί η γλώσσα είχε αλλάξει.
Πώς διάβαζαν οι αρχαίοι; Ξέρουμε ότι δεν διάβαζαν σιωπηλά αλλά «φωναχτά», όπως ακόμη και σήμερα κάνουν άνθρωποι που δεν έχουν ιδιαίτερη εξοικείωση με τον γραπτό λόγο: ο όρος που χρησιμοποιούσαν, και ο οποίος επιζεί στη λέξη ανάγνωση, ήταν αναγιγνώσκω . Το ρήμα αυτό σημαίνει 'αποκτώ μια γνώση, γνωρίζω με προσπάθεια', και η προσπάθεια αφορούσε, βέβαια, την αναγνώριση των γραπτών σημείων και την κατανόησή τους. Χρησιμοποιούσαν επίσης για την ανάγνωση (το διάβασμα) και το ρήμα νέμω, που σημαίνει 'διανέμω, μοιράζω'. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Υπονοεί ότι η πληροφορία, η γνώση που κερδίζεται από την ανάγνωση, δεν αφορά μόνο τον αναγνώστη αλλά μοιράζεται και στους άλλους. Ακούστε τώρα, για να κλείσουμε, πώς περιγράφει ο Πλάτωνας (στον διάλογο Πρωταγόρας) πώς «μάθαιναν γράμματα » τα παιδιά:
Οι δάσκαλοι χαράζουν γραμμές με τη γραφίδα τους για τα παιδιά που δεν ξέρουν ακόμη να γράφουν. Μετά τους δίνουν στο χέρι τον μικρό πίνακα και τους καθοδηγούν να γράφουν ακολουθώντας τις γραμμές.
Έχουν σωθεί αρκετές τέτοιες ξύλινες πινακίδες, ιδιαίτερα από την Αίγυπτο.
Το ελληνικό αλφαβητικό σύστημα καταγράφει όλους τους φθόγγους: φωνήεντα και σύμφωνα.
Η δημιουργία του αλφαβήτου δημιουργεί τους όρους για μια δημοκρατία της γραφής, της πληροφορίας, της γνώσης. Και αυτό γιατί το αλφάβητο μαθαίνεται εύκολα και προσφέρεται για γενική χρήση. Δεν προϋποθέτει ειδικούς της γραφής και ειδικούς της ανάγνωσης Η πρώτη αξιοποίηση αυτών των δημοκρατικών δυνατοτήτων του αλφαβήτου θα γίνει από τις αρχαίες ελληνικές δημοκρατίες. Και η πιο σημαντική από αυτές είναι η Αθήνα.