ΑΛ. εὐφημεῖν χρὴ καὶ στόμα κλείειν καὶ μαρτυριῶν ἀπέχεσθαι,
καὶ τὰ δικαστήρια συγκλείειν, οἷς ἡ πόλις ἥδε γέγηθεν,
ἐπὶ καιναῖσιν δ᾽ εὐτυχίαισιν παιωνίζειν τὸ θέατρον.
ΧΟ. ὦ ταῖς ἱεραῖς φέγγος Ἀθήναις καὶ ταῖς νήσοις ἐπίκουρε,
1320 τίν᾽ ἔχων φήμην ἀγαθὴν ἥκεις, ἐφ᾽ ὅτῳ κνισῶμεν ἀγυιάς;
ΑΛ. τὸν Δῆμον ἀφεψήσας ὑμῖν καλὸν ἐξ αἰσχροῦ πεπόηκα.
ΧΟ. καὶ ποῦ ᾽στιν νῦν, ὦ θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐπινοίας;
ΑΛ. ἐν ταῖσιν ἰοστεφάνοις οἰκεῖ ταῖς ἀρχαίαισιν Ἀθήναις.
ΧΟ. πῶς ἂν ἴδοιμεν; ποίαν ‹τιν᾽› ἔχει σκευήν; ποῖος γεγένηται;
1325 ΑΛ. οἷός περ Ἀριστείδῃ πρότερον καὶ Μιλτιάδῃ ξυνεσίτει.
ὄψεσθε δέ· καὶ γὰρ ἀνοιγνυμένων ψόφος ἤδη τῶν προπυλαίων·
ἀλλ᾽ ὀλολύξατε φαινομέναισιν ταῖς ἀρχαίαισιν Ἀθήναις
καὶ θαυμασταῖς καὶ πολυύμνοις, ἵν᾽ ὁ κλεινὸς Δῆμος ἐνοικεῖ.
ΧΟ. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀριζήλωτοι Ἀθῆναι,
1330 δείξατε τὸν τῆς Ἑλλάδος ἡμῖν καὶ τῆς γῆς τῆσδε μόναρχον.
ΑΛ. ὅδ᾽ ἐκεῖνος ὁρᾶν τεττιγοφόρος, τἀρχαίῳ σχήματι λαμπρός·
οὐ χοιρινῶν ὄζων, ἀλλὰ σπονδῶν, σμύρνῃ κατάλειπτος.
ΧΟ. χαῖρ᾽, ὦ βασιλεῦ τῶν Ἑλλήνων· καί σοι ξυγχαίρομεν ἡμεῖς·
τῆς γὰρ πόλεως ἄξια πράττεις καὶ τοῦ ᾽ν Μαραθῶνι τροπαίου.
1335 ΔΗ. ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν, ἐλθὲ δεῦρ᾽, Ἀγοράκριτε.
ὅσα με δέδρακας ἀγάθ᾽ ἀφεψήσας. ΑΛ. ἐγώ;
ἀλλ᾽, ὦ μέλ᾽, οὐκ οἶσθ᾽ οἷος ἦσθ᾽ αὐτὸς πάρος,
οὐδ᾽ οἷ᾽ ἔδρας· ἐμὲ γὰρ νομίζοις ἂν θεόν.
ΔΗ. τί δ᾽ ἔδρων πρὸ τοῦ, κάτειπε, καὶ ποῖός τις ἦν;
1340 ΑΛ. πρῶτον μέν, ὁπότ᾽ εἴποι τις ἐν τἠκκλησίᾳ·
«ὦ Δῆμ᾽, ἐραστής εἰμι σὸς φιλῶ τέ σε
καὶ κήδομαί σου καὶ προβουλεύω μόνος»,
τούτοις ὁπότε χρήσαιτό τις προοιμίοις,
ἀνωρτάλιζες κἀκερουτίας. ΔΗ. ἐγώ;
1345 ΑΛ. εἶτ᾽ ἐξαπατήσας σ᾽ ἀντὶ τούτων ᾤχετο.
ΔΗ. τί φῄς; ταυτί μ᾽ ἔδρων, ἐγὼ δὲ τοῦτ᾽ οὐκ ᾐσθόμην;
ΑΛ. τὰ γὰρ ὦτά σου, νὴ ‹τὸν› Δί᾽, ἐξεπετάννυτο
ὥσπερ σκιάδειον καὶ πάλιν ξυνήγετο.
ΔΗ. οὕτως ἀνόητος ἐγεγενήμην καὶ γέρων;
1350 ΑΛ. καὶ νὴ Δί᾽ εἴ γε δύο λεγοίτην ῥήτορε,
ὁ μὲν ποεῖσθαι ναῦς μακράς, ὁ δ᾽ ἕτερος αὖ
καταμισθοφορῆσαι τοῦθ᾽, ὁ τὸν μισθὸν λέγων
τὸν τὰς τριήρεις παραδραμὼν ἂν ᾤχετο.
οὗτος, τί κύπτεις; οὐχὶ κατὰ χώραν μενεῖς;
1355 ΔΗ. αἰσχύνομαί τοι ταῖς πρότερον ἁμαρτίαις.
ΑΛ. ἀλλ᾽ οὐ σὺ τούτων αἴτιος, μὴ φροντίσῃς,
ἀλλ᾽ οἵ σε ταῦτ᾽ ἐξηπάτων. νῦν δὴ φράσον·
ἐάν τις εἴπῃ βωμολόχος ξυνήγορος·
«οὐκ ἔστιν ὑμῖν τοῖς δικασταῖς ἄλφιτα,
1360 εἰ μὴ καταγνώσεσθε ταύτην τὴν δίκην»,
τοῦτον τί δράσεις, εἰπέ, τὸν ξυνήγορον;
ΔΗ. ἄρας μετέωρον εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλῶ,
ἐκ τοῦ λάρυγγος ἐκκρεμάσας Ὑπέρβολον.
ΑΛ. τουτὶ μὲν ὀρθῶς καὶ φρονίμως ἤδη λέγεις·
1365 τὰ δ᾽ ἄλλα, φέρ᾽ ἴδω, πῶς πολιτεύσει; φράσον.
***
(Επιστρέφει ο Αλλαντοπώλης και απαγγέλλει με ύφος τελετουργικό:)
ΑΛΛ. Σωπάστε ευλαβικά, κλείστε το στόμα σας, σταματήστε τις καταθέσεις μαρτύρων και κλείστε τα δικαστήρια, που είναι η χαρά αυτής της πόλης. Κι όλοι οι θεατές να ψέλνουν νικητήριο παιάνα για τις πρωτόφαντες ευτυχίες μας.
ΧΟΡ. Ω εσύ, ουράνιο λαμποκόπημα για τη θεόχτιστη Αθήνα και προστάτη των νησιών,
[1320] ποιό καλό μήνυμα έρχεσαι να μας φέρεις, τέτοιο που να γεμίσουμε τους δρόμους με κνίσα από θυσίες;
ΑΛΛ. Πέρασα μια βράση τον Δήμο και σας τον έκανα, από άσχημος που ήταν, όμορφο.
ΧΟΡ. Και πού βρίσκεται τώρα; Πες μας εσύ, που το μυαλό σου αναβρύζει ιδέες θαυμαστές.
ΑΛΛ. Κατοικεί στην αρχαία, τη στεφανωμένη με βιολέτες Αθήνα.
ΧΟΡ. Πώς θα γίνει να τον δούμε; Ποιό το ντύσιμό του; Τί άνθρωπος έχει γίνει;
ΑΛΛ. Ξανάγινε τέτοιος που ήταν τα παλιά χρόνια, όταν έπαιρνε συσσίτιο μαζί με τον Αριστείδη και τον Μιλτιάδη. Και νά, θα τον δείτε· ο θόρυβος είναι απ᾽ τα Προπύλαια που ανοίγουν. Εμπρός, υψώστε κραυγή θριάμβου, που εμφανίζεται η αρχαία Αθήνα, η θαυμαστή και χιλιοτραγουδημένη, του ξακουστού μας Δήμου η κατοικία.
ΧΟΡ. Ω Αθήνα, λιόλαμπρη και ιοστέφανη και ζηλεμένη όσο καμιά,
[1330] δείξε μας τον αυτοκράτορα της Ελλάδας και του τόπου μας. (Εμφανίζεται ο Δήμος, ανανεωμένος και λαμπρός).
ΑΛΛ. Νά τος, μπρος στα μάτια σας εκείνος, με το χρυσό τζιτζίκι στην κόμη, λάμπει μες στην παραδοσιακή του στολή. Δεν μυρίζει πια κοχλίδια, ψήφους δικαστικούς, αλλά σταλαγμούς ειρήνης, μυρωμένος πλούσια με σμύρνα.
ΧΟΡ. Χαίρε, των Ελλήνων ο βασιλιάς! κι η χαρά σου χαρά μας· γιατί η ευτυχία σου είναι βραβείο που τ᾽ άξιζε η πόλη και το τρόπαιο του Μαραθώνα.
ΔΗΜ. Έλα κοντά μου, Αγοράκριτε, που αξίζεις την αγάπη μου πάνω απ᾽ όλους. Πόσο μ᾽ ευεργέτησες με τη βράση που με πέρασες!
ΑΛΛ. Εγώ; Αλλά, καλέ μου φίλε, δεν ξέρεις τί άνθρωπος ήσουνα πριν ούτε τί έκανες. Γιατί αν το ᾽ξερες, θα με λάτρευες σαν θεό.
ΔΗΜ. Πες μου λοιπόν, τί έκανα ως τώρα και τί άνθρωπος ήμουνα;
ΑΛΛ. [1340] Πρώτα πρώτα, κάθε φορά που κάποιος έλεγε, στη συνέλευση: «Δήμε μου, είμ᾽ ερωτευμένος μαζί σου και σ᾽ αγαπώ και νοιάζομαι για σένα και το συμφέρο σου υπηρετώ, μόνο εγώ», κάθε φορά που κάποιος ξεκινούσε μ᾽ αυτό το προοίμιο, φτεροκοπούσες σαν κοκοράκι κι όρθωνες τα κέρατα σαν το ελάφι.
ΔΗΜ. Εγώ;
ΑΛΛ. Κι ύστερα, αφού με κάτι τέτοια σ᾽ εξαπατούσε ο ρήτορας, γινόταν καπνός.
ΔΗΜ. Τί λες; Αυτά μου κάνανε κι εγώ δεν έπαιρνα μυρουδιά!
ΑΛΛ. Επειδή, μά τον Δία, τ᾽ αυτιά σου άνοιγαν πέρα-πέρα σαν ομπρέλα κι ύστερα ξαναμαζεύονταν.
ΔΗΜ. Τόσο ανόητος και γεροξεκούτης είχα καταντήσει;
ΑΛΛ. [1350] Κι ακόμα, μά τον Δία, αν ανέβαιναν στο βήμα δυο ρήτορες κι ο ένας έλεγε να ναυπηγήσουμε πολεμικά πλοία κι ο άλλος να σκορπίσουμε τα χρήματα ως την τελευταία δεκάρα σε επιδοτήσεις, αυτός που μιλούσε για επιδοτήσεις άφηνε πίσω στη στιγμή εκείνον που μιλούσε για τριήρεις. Φίλε, γιατί σκύβεις το κεφάλι; Κρατήσου στα πόδια σου!
ΔΗΜ. Ντρέπομαι για τις περασμένες μου γκάφες.
ΑΛΛ. Μη το παίρνεις κατάκαρδα, το φταίξιμο δεν είναι δικό σου, αλλά όσων σ᾽ εξαπατούσαν με τέτοιο τρόπο. Τώρα λοιπόν πες μου· αν κάποιος μαλαγάνας δημόσιος κατήγορος πει· «Δικαστές, δεν έχει ψωμί για σας,
[1360] αν η απόφαση που θα βγάλετε τώρα δεν θα ᾽ναι καταδικαστική», πες μου, τί θα τον κάνεις αυτόν τον δημόσιο κατήγορο;
ΔΗΜ. Θα τον πάρω σηκωτό κι ύστερα θα τον ρίξω στο βάραθρο της Ακρόπολης, αφού κρεμάσω στον λαιμό του τον Υπέρβολο.
ΑΛΛ. Νά που κιόλας αυτά τα λες καλά και γνωστικά. Γιά να δούμε όμως ποιά θα ᾽ναι η πολιτική σου στα υπόλοιπα. Λέγε.
καὶ τὰ δικαστήρια συγκλείειν, οἷς ἡ πόλις ἥδε γέγηθεν,
ἐπὶ καιναῖσιν δ᾽ εὐτυχίαισιν παιωνίζειν τὸ θέατρον.
ΧΟ. ὦ ταῖς ἱεραῖς φέγγος Ἀθήναις καὶ ταῖς νήσοις ἐπίκουρε,
1320 τίν᾽ ἔχων φήμην ἀγαθὴν ἥκεις, ἐφ᾽ ὅτῳ κνισῶμεν ἀγυιάς;
ΑΛ. τὸν Δῆμον ἀφεψήσας ὑμῖν καλὸν ἐξ αἰσχροῦ πεπόηκα.
ΧΟ. καὶ ποῦ ᾽στιν νῦν, ὦ θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐπινοίας;
ΑΛ. ἐν ταῖσιν ἰοστεφάνοις οἰκεῖ ταῖς ἀρχαίαισιν Ἀθήναις.
ΧΟ. πῶς ἂν ἴδοιμεν; ποίαν ‹τιν᾽› ἔχει σκευήν; ποῖος γεγένηται;
1325 ΑΛ. οἷός περ Ἀριστείδῃ πρότερον καὶ Μιλτιάδῃ ξυνεσίτει.
ὄψεσθε δέ· καὶ γὰρ ἀνοιγνυμένων ψόφος ἤδη τῶν προπυλαίων·
ἀλλ᾽ ὀλολύξατε φαινομέναισιν ταῖς ἀρχαίαισιν Ἀθήναις
καὶ θαυμασταῖς καὶ πολυύμνοις, ἵν᾽ ὁ κλεινὸς Δῆμος ἐνοικεῖ.
ΧΟ. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀριζήλωτοι Ἀθῆναι,
1330 δείξατε τὸν τῆς Ἑλλάδος ἡμῖν καὶ τῆς γῆς τῆσδε μόναρχον.
ΑΛ. ὅδ᾽ ἐκεῖνος ὁρᾶν τεττιγοφόρος, τἀρχαίῳ σχήματι λαμπρός·
οὐ χοιρινῶν ὄζων, ἀλλὰ σπονδῶν, σμύρνῃ κατάλειπτος.
ΧΟ. χαῖρ᾽, ὦ βασιλεῦ τῶν Ἑλλήνων· καί σοι ξυγχαίρομεν ἡμεῖς·
τῆς γὰρ πόλεως ἄξια πράττεις καὶ τοῦ ᾽ν Μαραθῶνι τροπαίου.
1335 ΔΗ. ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν, ἐλθὲ δεῦρ᾽, Ἀγοράκριτε.
ὅσα με δέδρακας ἀγάθ᾽ ἀφεψήσας. ΑΛ. ἐγώ;
ἀλλ᾽, ὦ μέλ᾽, οὐκ οἶσθ᾽ οἷος ἦσθ᾽ αὐτὸς πάρος,
οὐδ᾽ οἷ᾽ ἔδρας· ἐμὲ γὰρ νομίζοις ἂν θεόν.
ΔΗ. τί δ᾽ ἔδρων πρὸ τοῦ, κάτειπε, καὶ ποῖός τις ἦν;
1340 ΑΛ. πρῶτον μέν, ὁπότ᾽ εἴποι τις ἐν τἠκκλησίᾳ·
«ὦ Δῆμ᾽, ἐραστής εἰμι σὸς φιλῶ τέ σε
καὶ κήδομαί σου καὶ προβουλεύω μόνος»,
τούτοις ὁπότε χρήσαιτό τις προοιμίοις,
ἀνωρτάλιζες κἀκερουτίας. ΔΗ. ἐγώ;
1345 ΑΛ. εἶτ᾽ ἐξαπατήσας σ᾽ ἀντὶ τούτων ᾤχετο.
ΔΗ. τί φῄς; ταυτί μ᾽ ἔδρων, ἐγὼ δὲ τοῦτ᾽ οὐκ ᾐσθόμην;
ΑΛ. τὰ γὰρ ὦτά σου, νὴ ‹τὸν› Δί᾽, ἐξεπετάννυτο
ὥσπερ σκιάδειον καὶ πάλιν ξυνήγετο.
ΔΗ. οὕτως ἀνόητος ἐγεγενήμην καὶ γέρων;
1350 ΑΛ. καὶ νὴ Δί᾽ εἴ γε δύο λεγοίτην ῥήτορε,
ὁ μὲν ποεῖσθαι ναῦς μακράς, ὁ δ᾽ ἕτερος αὖ
καταμισθοφορῆσαι τοῦθ᾽, ὁ τὸν μισθὸν λέγων
τὸν τὰς τριήρεις παραδραμὼν ἂν ᾤχετο.
οὗτος, τί κύπτεις; οὐχὶ κατὰ χώραν μενεῖς;
1355 ΔΗ. αἰσχύνομαί τοι ταῖς πρότερον ἁμαρτίαις.
ΑΛ. ἀλλ᾽ οὐ σὺ τούτων αἴτιος, μὴ φροντίσῃς,
ἀλλ᾽ οἵ σε ταῦτ᾽ ἐξηπάτων. νῦν δὴ φράσον·
ἐάν τις εἴπῃ βωμολόχος ξυνήγορος·
«οὐκ ἔστιν ὑμῖν τοῖς δικασταῖς ἄλφιτα,
1360 εἰ μὴ καταγνώσεσθε ταύτην τὴν δίκην»,
τοῦτον τί δράσεις, εἰπέ, τὸν ξυνήγορον;
ΔΗ. ἄρας μετέωρον εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλῶ,
ἐκ τοῦ λάρυγγος ἐκκρεμάσας Ὑπέρβολον.
ΑΛ. τουτὶ μὲν ὀρθῶς καὶ φρονίμως ἤδη λέγεις·
1365 τὰ δ᾽ ἄλλα, φέρ᾽ ἴδω, πῶς πολιτεύσει; φράσον.
***
(Επιστρέφει ο Αλλαντοπώλης και απαγγέλλει με ύφος τελετουργικό:)
ΑΛΛ. Σωπάστε ευλαβικά, κλείστε το στόμα σας, σταματήστε τις καταθέσεις μαρτύρων και κλείστε τα δικαστήρια, που είναι η χαρά αυτής της πόλης. Κι όλοι οι θεατές να ψέλνουν νικητήριο παιάνα για τις πρωτόφαντες ευτυχίες μας.
ΧΟΡ. Ω εσύ, ουράνιο λαμποκόπημα για τη θεόχτιστη Αθήνα και προστάτη των νησιών,
[1320] ποιό καλό μήνυμα έρχεσαι να μας φέρεις, τέτοιο που να γεμίσουμε τους δρόμους με κνίσα από θυσίες;
ΑΛΛ. Πέρασα μια βράση τον Δήμο και σας τον έκανα, από άσχημος που ήταν, όμορφο.
ΧΟΡ. Και πού βρίσκεται τώρα; Πες μας εσύ, που το μυαλό σου αναβρύζει ιδέες θαυμαστές.
ΑΛΛ. Κατοικεί στην αρχαία, τη στεφανωμένη με βιολέτες Αθήνα.
ΧΟΡ. Πώς θα γίνει να τον δούμε; Ποιό το ντύσιμό του; Τί άνθρωπος έχει γίνει;
ΑΛΛ. Ξανάγινε τέτοιος που ήταν τα παλιά χρόνια, όταν έπαιρνε συσσίτιο μαζί με τον Αριστείδη και τον Μιλτιάδη. Και νά, θα τον δείτε· ο θόρυβος είναι απ᾽ τα Προπύλαια που ανοίγουν. Εμπρός, υψώστε κραυγή θριάμβου, που εμφανίζεται η αρχαία Αθήνα, η θαυμαστή και χιλιοτραγουδημένη, του ξακουστού μας Δήμου η κατοικία.
ΧΟΡ. Ω Αθήνα, λιόλαμπρη και ιοστέφανη και ζηλεμένη όσο καμιά,
[1330] δείξε μας τον αυτοκράτορα της Ελλάδας και του τόπου μας. (Εμφανίζεται ο Δήμος, ανανεωμένος και λαμπρός).
ΑΛΛ. Νά τος, μπρος στα μάτια σας εκείνος, με το χρυσό τζιτζίκι στην κόμη, λάμπει μες στην παραδοσιακή του στολή. Δεν μυρίζει πια κοχλίδια, ψήφους δικαστικούς, αλλά σταλαγμούς ειρήνης, μυρωμένος πλούσια με σμύρνα.
ΧΟΡ. Χαίρε, των Ελλήνων ο βασιλιάς! κι η χαρά σου χαρά μας· γιατί η ευτυχία σου είναι βραβείο που τ᾽ άξιζε η πόλη και το τρόπαιο του Μαραθώνα.
ΔΗΜ. Έλα κοντά μου, Αγοράκριτε, που αξίζεις την αγάπη μου πάνω απ᾽ όλους. Πόσο μ᾽ ευεργέτησες με τη βράση που με πέρασες!
ΑΛΛ. Εγώ; Αλλά, καλέ μου φίλε, δεν ξέρεις τί άνθρωπος ήσουνα πριν ούτε τί έκανες. Γιατί αν το ᾽ξερες, θα με λάτρευες σαν θεό.
ΔΗΜ. Πες μου λοιπόν, τί έκανα ως τώρα και τί άνθρωπος ήμουνα;
ΑΛΛ. [1340] Πρώτα πρώτα, κάθε φορά που κάποιος έλεγε, στη συνέλευση: «Δήμε μου, είμ᾽ ερωτευμένος μαζί σου και σ᾽ αγαπώ και νοιάζομαι για σένα και το συμφέρο σου υπηρετώ, μόνο εγώ», κάθε φορά που κάποιος ξεκινούσε μ᾽ αυτό το προοίμιο, φτεροκοπούσες σαν κοκοράκι κι όρθωνες τα κέρατα σαν το ελάφι.
ΔΗΜ. Εγώ;
ΑΛΛ. Κι ύστερα, αφού με κάτι τέτοια σ᾽ εξαπατούσε ο ρήτορας, γινόταν καπνός.
ΔΗΜ. Τί λες; Αυτά μου κάνανε κι εγώ δεν έπαιρνα μυρουδιά!
ΑΛΛ. Επειδή, μά τον Δία, τ᾽ αυτιά σου άνοιγαν πέρα-πέρα σαν ομπρέλα κι ύστερα ξαναμαζεύονταν.
ΔΗΜ. Τόσο ανόητος και γεροξεκούτης είχα καταντήσει;
ΑΛΛ. [1350] Κι ακόμα, μά τον Δία, αν ανέβαιναν στο βήμα δυο ρήτορες κι ο ένας έλεγε να ναυπηγήσουμε πολεμικά πλοία κι ο άλλος να σκορπίσουμε τα χρήματα ως την τελευταία δεκάρα σε επιδοτήσεις, αυτός που μιλούσε για επιδοτήσεις άφηνε πίσω στη στιγμή εκείνον που μιλούσε για τριήρεις. Φίλε, γιατί σκύβεις το κεφάλι; Κρατήσου στα πόδια σου!
ΔΗΜ. Ντρέπομαι για τις περασμένες μου γκάφες.
ΑΛΛ. Μη το παίρνεις κατάκαρδα, το φταίξιμο δεν είναι δικό σου, αλλά όσων σ᾽ εξαπατούσαν με τέτοιο τρόπο. Τώρα λοιπόν πες μου· αν κάποιος μαλαγάνας δημόσιος κατήγορος πει· «Δικαστές, δεν έχει ψωμί για σας,
[1360] αν η απόφαση που θα βγάλετε τώρα δεν θα ᾽ναι καταδικαστική», πες μου, τί θα τον κάνεις αυτόν τον δημόσιο κατήγορο;
ΔΗΜ. Θα τον πάρω σηκωτό κι ύστερα θα τον ρίξω στο βάραθρο της Ακρόπολης, αφού κρεμάσω στον λαιμό του τον Υπέρβολο.
ΑΛΛ. Νά που κιόλας αυτά τα λες καλά και γνωστικά. Γιά να δούμε όμως ποιά θα ᾽ναι η πολιτική σου στα υπόλοιπα. Λέγε.