Στον πιο γοητευτικό, τον πιο γνωστό –αν θέλετε–, τον πιο «σκανδαλιστικό» από μια πλευρά, δρόμο που συστήνει ο Πλάτων προς τη φιλοσοφία, εννοώ τον «δρόμο του έρωτα», αφού ο Πλάτων είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος του έρωτα. Είναι ο φιλόσοφος που έχει εντάξει ως λειτουργικό στοιχείο, μεταφορά αν θέλετε, στη φιλοσοφία το ερωτικό στοιχείο.
Ερωτισμός υπάρχει σε πολλούς πλατωνικούς διαλόγους, και στους πρώιμους και στους μέσους, υποχωρεί λίγο στο ύστερο έργο του, ο Χαρμίδης ας πούμε, που είναι τυπικά ένας διάλογος περί σωφροσύνης, έχει μια από τις πιο προκλητικές εισαγωγές. Ο Σωκράτης γυρίζει από τον πόλεμο, είμαστε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και στρατεύεται ο Σωκράτης, και μάλιστα έχει και ιδιαίτερα καλές επιδόσεις στις μάχες σώζει τον Αλκιβιάδη, ας πούμε– και γυρίζοντας, έχοντας λείψει δύο χρόνια απ’ την Αθήνα, το πρώτο που τον ενδιαφέρει [είναι να] πηγαίνει στα γυμναστήρια να δει ποιοι ωραίοι νέοι έχουν εμφανιστεί στην αθηναϊκή κοινωνία. Και έρχεται σε επαφή, συζητάει με τον νεαρό Χαρμίδη, ο οποίος είναι ιδιαίτερα ωραίο παιδί και από καλή οικογένεια και καλές προδιαθέσεις και άρα έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που οι αρχαίοι θα λέγανε «καλὸς κἀγαθός», δηλαδή και ωραίος και αγαθός και καλός χαρακτήρας και άρα έχει μέλλον στην πολιτική ζωή της Αθήνας – ένα μέλλον που δεν ήταν και τόσο καλό τελικά αφού σκοτώνεται ο Χαρμίδης, όντας κομμάτι της τυραννίας, ένα μέλος της τυραννίας των Τριάκοντα.
Συμπόσιο
Αυτή η ατμόσφαιρα θα μετασχηματιστεί σε θέμα πια διαλόγου στο Συμπόσιο, που είναι για κάποιους ο ωραιότερος πλατωνικός διάλογος. Στο Συμπόσιο, το οποίο δεν μοιάζει πολύ με τους άλλους διαλόγους, έχουμε μια ανταλλαγή λόγων, διαδοχικούς λόγους που εκφωνούν έξι φίλοι οι οποίοι με αφορμή τη νίκη στους δραματικούς αγώνες –αγώνες θεάτρου– του Αγάθωνα, ενός μέλους της παρέας του Σωκράτη, μαζεύονται για να γιορτάσουν λοιπόν τη νίκη και το πιο λογικό θέμα συζήτησης που θέτουν είναι ο έρωτας –αναγνωρίζοντας μια σχέση τέχνης και έρωτος– και συμφωνούν να εκφωνήσει ο καθένας από τους συμποσιαστές με τη σειρά του τη δικιά του αντίληψη περί έρωτα.
Να πω προκαταβολικά ότι, όταν μιλάμε για έρωτα στην αρχαία κοινωνία και στα αρχαία ελληνικά, εννοούμε αποκλειστικά τη σεξουαλική έλξη. Δεν εννοούμε αυτό που αργότερα θα μπορεί να ονομαστεί «αγάπη» ας πούμε, η χριστιανική αγάπη δεν έχει καμία σχέση με αυτό, ούτε με τη φιλία έχει σχέση ο έρωτας· ο έρωτας είναι η δύναμη που ενώνει δύο αντίθετα ή δύο συμπληρωματικά όντα και ξεκινάει από την ανάγκη της αναπαραγωγής. Έτσι, στον Ησίοδο ας πούμε,
στη Θεογονία, ο Έρωτας είναι από τις τρεις αρχέγονες θεότητες, δεν τον γεννάει κανένας ούτε ο ίδιος γεννάει κάτι, αλλά μεσολαβεί για να γεννηθούν όλοι οι άλλοι θεοί. Είναι δηλαδή η ένωση, η σεξουαλική ένωση που σε πρωτογενές επίπεδο γεννάει ένα καινούργιο ον, ένα παιδί, και σε ένα συμβολικό επίπεδο γεννάει μια καινούργια ιδέα, ένα καινούργιο έργο τέχνης, μια καινούργια θεωρία κ.ο.κ.
Παίρνουν λοιπόν με τη σειρά τους οι φίλοι τον λόγο, σε μια κορύφωση, ας πούμε, ενδιαφέροντος και σημασίας. Τελευταίος θα μιλήσει φυσικά ο Σωκράτης, και από τους προηγούμενους ο πιο ενδιαφέρων λόγος είναι ο λόγος που βγάζει ο Αριστοφάνης· είναι παρών στην παρέα ο Αριστοφάνης –ο κωμικός ποιητής– από τη διήγηση του οποίου έχει βγει η έννοια του «ἑτέρου ἡμίσεως». Ο Αριστοφάνης πλάθει μια εικόνα, έναν μύθο, ο οποίος έχει στοιχεία κωμικά, ότι κάποτε ήμασταν «διπλοί», ενωμένοι δηλαδή δύο όντα μαζί, είχαμε δύο πλευρές, μας κόψανε οι θεοί για κάποιους λόγους και από τότε αναζητούμε απεγνωσμένα το μισό μας που χάθηκε, είτε ήταν ετερόφυλο είτε ήταν ομόφυλο.
Βάζω το θέμα της ομοφυλοφιλίας διότι –χωρίς αυτό να είναι καθοριστικό για το νόημα του διαλόγου– ο Πλάτων στο Συμπόσιο και ο Σωκράτης και οι υπόλοιποι αναφέρονται κατά κύριο λόγο στον έρωτα ανάμεσα σε δύο άνδρες· και αυτό έχει προκαλέσει βέβαια μεγάλη συζήτηση. Το θέμα είναι ανοικτό όσον αφορά την ιστορική του διάσταση – πόσο διαδεδομένο ήταν αυτό το φαινόμενο και τι ρόλο έπαιζε. Όπως παρουσιάζεται στο κείμενο του Πλάτωνα και σε παράλληλα κείμενα της εποχής, φαινόταν αυτή η σχέση ανάμεσα σε έναν –δεν ήταν ποτέ ίδιας ηλικίας τα άτομα– ώριμο άνδρα και σε έναν νέο να είναι και μια σχέση μύησης στη ζωή, δηλαδή κάποιος αναλάμβανε να μυήσει τον νεότερο και ήταν κάτι αποδεκτό από την αριστοκρατική τουλάχιστον πλευρά της κοινωνίας της Αθήνας ή διαδεδομένο σε καθεστώτα όπου οι άνδρες ζούσαν μεταξύ τους, όπως ήταν στη Σπάρτη, στον Ιερό Λόχο των Θηβαίων κ.ο.κ. Νομίζω όμως ότι με καθαρό μυαλό όποιος διαβάσει αυτό το κείμενο θα καταλάβει ότι αυτό είναι δευτερεύον στοιχείο. Δηλαδή ό,τι λέει ο Πλάτων για αυτό το θέμα μπορεί κάλλιστα να το μεταφέρει κανείς στις δικές του ερωτικές προτιμήσεις χωρίς να μείνει στο πλαίσιο που τίθεται η κουβέντα. Άλλωστε θα δούμε ότι συνεχίζοντας αυτό το θέμα στον Φαίδρο, ο Πλάτων μιλάει για μια καθαρά πνευματική σχέση και όχι σωματική· στο Συμπόσιο δεν είναι έτσι.
Μετά από αυτή την παρένθεση πάμε στον λόγο πια
του Σωκράτη, που έρχεται στο τέλος, και ο Σωκράτης διηγείται ότι όταν ήταν νεότερος γνώρισε μια ιέρεια, τη Διοτίμα –είναι περίεργο ότι ήταν γυναίκα αυτή που δίδαξε τον Σωκράτη, δεν εμφανίζονται συχνά γυναίκες στα πλατωνικά κείμενα–, και αυτή του έμαθε τι είναι έρωτας και αυτή την εικόνα, αυτή τη γνώση, τη μεταφέρει και αυτός με τη σειρά του στους φίλους του. Ο έρωτας λοιπόν για τον Σωκράτη –άρα για τον Πλάτωνα, γιατί και αυτό είναι κείμενο πλατωνικό σαφώς– είναι κάτι κοντά στον φιλόσοφο. Όπως ο φιλόσοφος εξ ορισμού είναι φίλος της σοφίας, δεν την κατέχει τη σοφία δηλαδή, αν κατέχει τη σοφία ο φιλόσοφος παύει να είναι φιλόσοφος και γίνεται σοφός, γίνεται Θεός· μόνο ο Θεός ή ο απολύτως σοφός τα ξέρει όλα. Ο φιλόσοφος έχει κίνητρο να μάθει, άρα είναι ανάμεσα στην άγνοια και στη σοφία και όλη του τη ζωή την αφιερώνει σε αυτή τη μετάβαση ακριβώς, από την άγνοια στη γνώση. Με την ίδια έννοια ο έρωτας είναι εξ ορισμού ανικανοποίητος, είναι ένας δαίμονας που παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και στην πλήρωση, ανάμεσα στην ασχήμια και στην ωραιότητα –δεν είναι ωραίος ο έρωτας ας πούμε– ανάμεσα στη θνητότητα και στην αθανασία. Μάλιστα στη διήγηση του Σωκράτη είναι γιος –λέει– ως θεός (δαίμων μάλλον, κατώτερος θεός) του Πόρου (που είναι ο θεός της επίνοιας, της εφευρετικότητας) και από την άλλη μεριά της Πενίας (Πενία είναι η ζητιάνα θεά που της λείπουν τα πάντα) και αντλεί την αντιφατική του φύση από τους δύο του γονείς, δηλαδή είναι φτωχός, άσχημος, σκληρός –όπως λέει ο Σωκράτης–, ανυπόδητος, άστεγος, αλλά είναι ταυτοχρόνως γενναίος, ενεργητικός, εφευρετικός, γητευτής, πολυμήχανος, κυνηγός του ωραίου, αιωνίως ανικανοποίητος.
Το ίδιο (ομοίως), η ενδιάμεση αυτή η φύση του ορίζει και τη σχέση του με τη γνώση και τη σοφία: και ο έρωτας, όπως ο φιλόσοφος, βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια. Οι θεοί, που είναι γνώστες, δεν φιλοσοφούν γιατί κατέχουν τη γνώση, ούτε όμως και οι ανόητοι φιλοσοφούν γιατί δεν συνειδητοποιούν καν την άγνοιά τους. Άρα έλκονται από τη σοφία μόνο αυτοί που αντιλαμβάνονται την αξία και έχουν ένα κίνητρο να φτάσουν προς τα εκεί και αυτή η τάση τους είναι μια ερωτική τάση. Ο Έρως λοιπόν, όπως λέει ο Σωκράτης, ως κυνηγός του ωραίου ρέπει προς τη φιλοσοφία, είναι ο ίδιος φιλόσοφος. Το αντικείμενο του έρωτα είναι το Ωραίο και μάλιστα ο «τόκος», δηλαδή η γέννηση, η δημιουργία μέσα στην ωραιότητα, «ὁ τόκος ἐν τῷ καλῷ». Στόχος του είναι η κατάκτηση της αθανασίας· αθανασία σωματική, που επιτυγχάνεται με τη σεξουαλική αναπαραγωγή, με το ότι κάνω παιδιά και άρα συνεχίζω την ύπαρξή μου, κυρίως όμως αθανασία πνευματική, αφού ο έρωτας θα οδηγήσει τον άνθρωπο που είναι σωστά μέσα στον έρωτα στην παραγωγή έργων, ωραίων έργων που θα τον ξεπεράσουν, θα του δώσουν μια αθανασία, μια αιωνιότητα.
Και ο Πλάτων σκιαγραφεί μια κλίμακα ερωτικής ανάβασης η οποία ξεκινά από την πραγματική ζωή. Στην αρχή λέει ερωτευόμαστε κυρίως ένα σώμα. Μας αρέσει ένας άνθρωπος και αυτό ερωτευόμαστε, το σώμα του. Στη συνέχεια καταλαβαίνουμε –ή καταλαβαίνει ο Πλάτων, δεν ξέρω πόσοι το καταλαβαίνουν– ότι δεν έχει νόημα να έλκεσαι μόνο προς ένα ωραίο σώμα αλλά προς περισσότερα ωραία σώματα. Μετά αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η ψυχή των ανθρώπων, των ερωτικών αντικειμένων, και όχι τα σωματικά τους προσόντα, και κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι ίδια είναι η έλξη προς τους ανθρώπους, τις ψυχές των ανθρώπων, και η έλξη προς τις ωραίες πράξεις και τις ωραίες δημιουργίες, ας πούμε προς το έργο τέχνης. Ο καλλιτέχνης βρίσκεται σε μια ερωτική έξαρση όταν καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ωραίο έργο τέχνης. Αυτό κατά τον Πλάτωνα είναι μόνο ένα στάδιο, ακόμα ωραιότερη και μεγαλύτερη και σημαντικότερη είναι η ερωτική σου τάση προς μια «μάθηση», προς μια επιστήμη θα λέγαμε σήμερα εμείς, προς μια κατάκτηση πνευματική. Και τελικά αυτή η κλίμακα, αυτή η ανάβαση τελειώνει όταν καταλάβεις ότι κίνητρο του έρωτα δεν είναι τα επί μέρους πράγματα και οι επί μέρους δημιουργίες, αλλά η ταύτιση του εραστή, του «ἐρῶντος», με το ιδεατό Ωραίο, με την Ιδέα του ωραίου, με την ίδια την Ωραιότητα.
Όποιος λοιπόν, [τελειώνει ο Σωκράτης τη διήγησή του], διαπαιδαγωγηθεί στην ερωτική τέχνη και μάθει να βλέπει σωστά τη μια μετά την άλλη τις διάφορες μορφές του ωραίου, όταν φθάσει στο τέρμα της ερωτικής μυσταγωγίας, θα αντικρίσει ξαφνικά ένα κάλλος αξιοθαύμαστο – εκείνο ακριβώς το κάλλος χάριν του οποίου καταβλήθηκαν όλες οι προηγούμενες προσπάθειες… Αυτό το Ωραίο [με κεφαλαίο] είναι κάτι αυθύπαρκτο, ενιαίο στη μορφή, αιώνιο· όλα τα άλλα ωραία πράγματα μετέχουν σ’ αυτό [με την έννοια της μετοχής] με τέτοιον τρόπο, ώστε ενώ εκείνα γεννιούνται και πεθαίνουν, αυτό ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται ούτε υφίσταται την παραμικρή αλλαγή. Όταν λοιπόν χάρη στο «ὀρθῶς παιδεραστεῖν» ανεβεί από τα φαινόμενα αυτού του κόσμου και αρχίσει να βλέπει το ίδιο το Ωραίο, έχει σχεδόν φθάσει στο τέλος. Γιατί αυτή είναι η σωστή ερωτική οδός που πρέπει να πάρει κανείς μόνος του ή να οδηγηθεί από [κάποιον] άλλον. (Πλάτων, Συμπόσιον 210e-211b)
Αυτή είναι η γενική σύλληψη του Πλάτωνα στο Συμπόσιο. Ο έρωτας –και εδώ δεν είναι συμβολικό, είναι πραγματικός έρωτας, αφού αρχίζει από τον σωματικό έρωτα–, αν καταφέρεις να τον μετασχηματίσεις σε δημιουργία μέσα στο καλό, δημιουργία ωραίων δημιουργημάτων, τα οποία περιλαμβάνουν τόσο τις πράξεις μας –που και αυτές μπορεί να είναι ωραίες–, όσο τις δημιουργίες μας – και η συνήθης δημιουργία είναι ένα έργο τέχνης, και ανώτερη ακόμα κατά τον Πλάτωνα είναι μια γνώση... Ο Πλάτων λοιπόν μας αποκαλύπτει ότι ίδια είναι η λειτουργία των ανθρώπων όταν είναι δημιουργικοί· είτε όταν είναι δημιουργικοί για να παραγάγουν ένα παιδί, είτε όταν είναι δημιουργικοί για να παραγάγουν ένα έργο τέχνης, είτε όταν είναι δημιουργικοί για να παραγάγουν μια γνώση. Στην ανώτερη δυνατή βαθμίδα, «ἐξαίφνης» λέει ο Σωκράτης, με ένα άλμα δηλαδή, αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχει κάτι ενοποιητικό σε όλα αυτά, είναι η ιδέα του Ωραίου, την οποία αν τη συλλάβεις, τότε θα καταλάβεις τι ήταν αυτό που σε καθοδηγούσε σε όλη αυτή την πορεία.
Αυτή η εικόνα έχει μια διαχρονικότητα. Δεν έχει να κάνει καθόλου με τις συνθήκες της εποχής, εκφράζει μια αντίληψη για το Ωραίο, τον έρωτα του Ωραίου, που θα τη δούμε ή την είδαμε πάρα πολλές φορές στην ιστορία της σκέψης, στην ιστορία της δημιουργίας, να βγαίνει και να ξαναβγαίνει. Επομένως το κείμενο αυτό του Πλάτωνα μπορεί να διαβαστεί ακόμα και σήμερα και να επιδράσει στον αναγνώστη του με τον ίδιο τρόπο που επέδρασε όταν γράφηκε πρώτη φορά.
Το Συμπόσιο είναι ένα αριστούργημα, αλλά νομίζω δεν το οφείλει μόνο στους λόγους των έξι φίλων· κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, το πιο ωραίο σημείο του διαλόγου και μια ωραία επινόηση του Πλάτωνα είναι ότι δεν τελειώνει με το τέλος του λόγου του Σωκράτη, αλλά υπάρχει ένα επεισόδιο στο τέλος του συμποσίου: ο Αλκιβιάδης (δεν ήταν στους έξι αρχικούς φίλους) εισέρχεται μεθυσμένος στην αίθουσα του συμποσίου και δεν αντιλαμβάνεται στην αρχή ότι είναι ο Σωκράτης παρών. Υποτίθεται πως ο Αλκιβιάδης είχε μία ειδική σχέση με τον Σωκράτη –που ήταν ερωτικής φύσης– και εξιστορεί στους υπολοίπους το πώς γνώρισε τον Σωκράτη, πώς άλλαξε η ζωή του γνωρίζοντάς τον.
Και είναι ένα τέχνασμα του Πλάτωνα σε δύο επίπεδα. Πρώτα απ’ όλα βρίσκει τρόπο να μας δώσει μια περιγραφή του Σωκράτη όπως τον φαντάζεται ο ίδιος – που δεν είναι εύκολο να το κάνεις σε ένα κείμενο που ο ίδιος ο Σωκράτης πρωταγωνιστεί. Δηλαδή, μιλώντας κάποιος με τον Σωκράτη και αναλύοντας ένα θέμα, δεν μπορεί να ξεφύγει από τη συζήτηση και να κάνει μια αναδρομή στο «τι είναι ο Σωκράτης», αφού ο Σωκράτης είναι παρών. Εδώ λοιπόν υπάρχει αυτό το τέχνασμα, ότι ο μεθυσμένος Αλκιβιάδης αρχίζει να περιγράφει τη σχέση του με τον Σωκράτη σαν να μην υπήρχε ο Σωκράτης δίπλα του, και αυτό που περιγράφει –και αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο– είναι η προσωποποίηση του έρωτα. Ο Σωκράτης δηλαδή που περιγράφει ο Αλκιβιάδης είναι ό,τι έχει πει ο Σωκράτης πριν για τον έρωτα. Με τους ίδιους περίπου όρους, παρουσιάζει τον υπαρκτό Σωκράτη (που γνώρισε αυτός και τον οποίον κατά μία έννοια ερωτεύτηκε) ως προσωποποίηση του «σωστού» έρωτα, όπως τον είχε περιγράψει ο Σωκράτης πριν.
Έτσι έχουμε μια μετάβαση από την καθαρή θεωρία (όπως αναπτύχθηκε από τον Σωκράτη) στην πραγματικότητα, και ταυτοχρόνως έχουμε την πιο ζωντανή εικόνα από πλατωνικό κείμενο για το τι ήταν ο Σωκράτης. Η σχέση αυτή δεν ευοδώθηκε ποτέ, αλλά ο Αλκιβιάδης ακόμα είναι επηρεασμένος από τον Σωκράτη, έχει αλλάξει η ζωή του· θεωρούσε ότι μπορούσε να πάει και καλύτερα, αλλά δεν έγινε. Υπονοείται στο κείμενο ότι ο Αλκιβιάδης θα πάρει άλλο δρόμο, και όχι τον δρόμο που θα μπορούσε να πάρει εάν είχε μείνει κοντά στον Σωκράτη.
Αυτή –εμμέσως– η αδυναμία του Αλκιβιάδη, ο οποίος καταλαβαίνει ότι ο Σωκράτης είναι η μεγάλη τύχη στη ζωή του (ότι τον συνάντησε), αλλά ωστόσο δεν τον ακολουθεί –ακολουθεί την πορεία που ξέρουμε από την ιστορία της Αθήνας, που δείχνει μία αδυναμία τιθάσευσης, αν θέλετε, των παθών, της φιλοδοξίας κ.λπ. απέναντι στη φιλοσοφία–, είναι ενδιαφέρουσα, γιατί συνήθως δεν εμφανίζεται στα πλατωνικά κείμενα και ούτε στο Συμπόσιο εμφανίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο: δεν λέει ρητώς ο Αλκιβιάδης ότι «έπρεπε να κάνω άλλο, ήξερα τι έπρεπε να κάνω, αλλά έκανα αυτό που μου επέβαλε το πάθος μου και η φιλοδοξία μου», αλλά στην ουσία αυτή είναι η εικόνα.
Αυτή λοιπόν η διαμάχη θα λέγαμε, με όρους πλατωνικούς, επιθυμητικού από τη μια μεριά και λογιστικού από την άλλη –νόησης από τη μια μεριά, γνώσης: ξέρω τι πρέπει να κάνω, ξέρω τι είναι σωστό, από την άλλη έχω επιθυμίες και έχω πάθη, άρα θέλω και την ηδονή, θέλω την ευχαρίστηση και δεν κάνω αυτό που πρέπει, «αυτό που ξέρω ότι πρέπει»–, ονομάζεται στην αρχαία φιλοσοφία «ακρασία», το αντίθετο της εγκράτειας. Δεν είμαι εγκρατής, είμαι ακρατής άνθρωπος, δεν μπορώ να μείξω, να αναμείξω (από κει βγαίνει το κρασί)... η ανάμειξη δηλαδή των σωστών στοιχείων μέσα στον χαρακτήρα μου – την οποία δέχονται ο Αριστοτέλης ας πούμε, όλοι οι φιλόσοφοι. Ο Πλάτων προσπαθεί να την αποκρύψει κατά κάποιον τρόπο, να την εκμηδενίσει. Αυτό σημαίνει η πρόταση η πλατωνική στην οποία αναφερθήκαμε, ότι «η αρετή είναι γνώση». Αν πεις ότι η αρετή είναι γνώση, σημαίνει ότι αν έχεις γνώση του τι είναι σωστό, θα το κάνεις κιόλας· και αυτή είναι η τάση του Πλάτωνα. Θα ’θελε οι άνθρωποι –γι’ αυτό χτίζει μία πολιτεία και ανθρώπους όπως τους φαντάζεται– να κάνουν στη ζωή τους, και να θεωρούν ότι πρέπει να κάνουν στη ζωή τους, αυτό που γνωρίζουν ότι είναι σωστό. Στην πράξη όμως –και ο Αλκιβιάδης είναι ένα καλό παράδειγμα– δεν γίνεται αυτό.
Φαίδρος
Στον Φαίδρο, λοιπόν, που έρχεται μετά το Συμπόσιο, παρομοιάζει την ανθρώπινη ψυχή –σε έναν μύθο καταπληκτικό επίσης– με έναν ηνίοχο με ένα άρμα που έχει δύο άλογα: ένα μαύρο και ένα άσπρο. Ο ηνίοχος να φανταστείτε ότι είναι η νόηση, το λογιστικό στοιχείο της ψυχής μας, προσπαθεί να βάλει τάξη στα άλογά του. Το ένα άλογο είναι οι επιθυμίες και το άλλο άλογο είναι ο θυμός. Άρα το ένα άλογο είναι –θα λέγαμε– το «κακό» και το άλλο είναι το «καλό». Στην ανάβαση τώρα την ερωτική, τη γνωστική και τη φιλοσοφική, θα ήθελε ο ηνίοχος –γιατί το άρμα είναι πτερωτό– να ανέβουν τα άλογά του προς τα πάνω· προς τον ουρανό, προς τ’ αστέρια, προς τον ήλιο, προς τους θεούς.
Το μεν μαύρο άλογο λοιπόν, που είναι οι επιθυμίες, θέλει να πάει προς τα κάτω και τραβάει το άρμα προς τα κάτω, το άσπρο άλογο τραβάει, συμμορφώνεται με τον ηνίοχο και προσπαθεί να πάει προς τα πάνω.
Αν λοιπόν επικρατήσει –λέει ο Πλάτων– ο ηνίοχος με το καλό άλογο, τότε η ψυχή γεμίζει ερωτική μανία (με την καλή έννοια) και ανεβαίνει προς τα πάνω, προς τα αστέρια, προς τη γνώση. Αν ωστόσο επικρατήσουν οι επιθυμίες –το σώμα δηλαδή–, θα τραβηχτεί προς τα κάτω το άλογο. Είναι η πρώτη φορά σε πλατωνικό κείμενο, έστω μέσα σ’ έναν μύθο, που φαίνεται καθαρά αυτή η διαμάχη: ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο η νόησή του, αλλά είναι μια διαμάχη νόησης και επιθυμίας, φρόνησης και επιθυμίας, και άλλοτε επικρατεί το ένα και άλλοτε επικρατεί το άλλο.
Στον Φαίδρο, λοιπόν, ξαναμιλάει για τον έρωτα ο Πλάτωνας και δίνει μια ελαφρώς τροποποιημένη εικόνα απ’ το Συμπόσιο. Απ’ τη στιγμή που το μαύρο άλογο καταπιεστεί, δείχνει σαν να πιστεύει ο Πλάτων ότι ο έρωτας με βάση την επιθυμία, τη σεξουαλική έλξη –όχι ότι δεν υπάρχει–, ότι δεν είναι η σωστή μορφή έρωτα. Η σωστή μορφή έρωτα, που οδηγεί στη γνώση, είναι αυτή όπου χαράζει τον δρόμο το αθάνατο μέρος της ψυχής. Ίσως απ’ αυτό το κείμενο –που διαβάστηκε κι αυτό– να βγήκε η έκφραση «πλατωνικός έρωτας», που σημαίνει ακριβώς ένας έρωτας που δεν έχει μέσα το σαρκικό στοιχείο, το σεξουαλικό στοιχείο· το αντίθετο δηλαδή (περίπου) από αυτό που περιγράφεται στο Συμπόσιο ή που δείχνεται στον Χαρμίδη και σ’ άλλους πρώιμους διαλόγους. Στον Φαίδρο μοιάζει να εξαγνίζεται ο έρωτας, να βγαίνει αρκετά απ’ το σωματικό του σκέλος.
Στον Φαίδρο μετά τον μύθο της γραφής, ο Πλάτων μας μίλησε για το πώς αντιλαμβάνεται τη φιλοσοφία, την οποία ακριβώς όρισε σαν μια διαδικασία μάθησης όπου ο φιλόσοφος προσπαθεί να ανακαλύψει την κατάλληλη ψυχή, να τη βρει, να έρθει σ’ επαφή μαζί της και να σπείρει μέσα της τον σπόρο της γνώσης, ο οποίος και παράγει στην ψυχή του μαθητή αποτελέσματα, και ο μαθητής με τη σειρά του μπορεί αυτό το σχήμα να το συνεχίσει, και έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, η φιλοσοφία να προχωρήσει.
Κάλλιστα μπορεί κανείς να συσχετίσει τη φιλοσοφική γνώση, που προϋποθέτει δύο άνισους πόλους όπως λέγαμε (τον φιλόσοφο και τον μαθητή, την κατάλληλη ψυχή και τη σπορά), με την ερωτική σχέση, η οποία προϋποθέτει πάλι δύο ανισότιμους πόλους (τον εραστή και τον ερώμενο ή την ερωμένη), όπου η προσπάθεια του εραστή είναι να μυήσει τον νέο ή τη νέα στα μυστικά, κατά κάποιον τρόπο, της ζωής, που είναι ακριβώς η σχέση με το Ωραίο, η προσπάθεια να αντιληφθεί κάποιος ότι η βασική ερωτική τάση (επιθυμία) οδηγεί στην ίδια την Ιδέα της ωραιότητας.
Εκεί λοιπόν καταλαβαίνει κανείς, ίσως γιατί δίνει τόση σημασία στον έρωτα ο Πλάτωνας· είναι εκείνο το κομμάτι της πραγματικής μας ζωής, που είναι η καλύτερη εικόνα για να φανταστούμε πώς λειτουργεί και η διαδικασία της γνώσης. Αν ο έρωτας είναι φιλόσοφος και ο φιλόσοφος έρωτας, λειτουργούν περίπου με τον ίδιο τρόπο· έχουν τάση, έχουν δύναμη, έχουν ορμή προς έναν σκοπό. Ο σκοπός του εραστή είναι η κατάκτηση της ερωμένης ή του ερωμένου, ο σκοπός του δασκάλου είναι η κατάκτηση της ψυχής του μαθητή ή του μαθητευομένου. Επομένως υπάρχει «κοινότητα» ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο διαδρομές.
Μάλιστα στον Φαίδρο λέει ο Σωκράτης ότι η μόνη Ιδέα (κανονικά οι Ιδέες είναι σ’ έναν άλλο κόσμο, νοητό, δεν εμφανίζονται στην πραγματική ζωή), η μόνη Ιδέα που ξεχωρίζει από τις άλλες και που έχεις έναν πιο άμεσο τρόπο να τη συλλάβεις στην πραγματική σου ζωή, είναι το Ωραίο· και αυτό είναι πολύ βαθιά σκέψη. Το Ωραίο, δηλαδή, μπορεί κανείς να το συλλάβει εκεί που δεν περιμένει: σ’ ένα ηλιοβασίλεμα, σε μια φυσική κατάσταση, σ’ ένα τοπίο, σ’ ένα έργο τέχνης, σ’ έναν άνθρωπο –στη μορφή ενός ανθρώπου ή στην ψυχή ενός ανθρώπου–, σε μια γνώση. Αυτό είναι στην πραγματική ζωή, δεν χρειάζεται να είσαι φιλόσοφος. Άρα, ενώ ας πούμε τη Δικαιοσύνη είναι δύσκολο να τη δεις πραγματωμένη, την Ωραιότητα μπορείς να τη δεις.
Άρα, ο έρως που έχει να κάνει με την κατάκτηση της Ωραιότητας, είναι μια προνομιακή διαδρομή προς τις Ιδέες, προς την κατάκτηση αυτού που σε άλλα κείμενα θα ονομάσει Αγαθό, φως, ήλιο κ.ο.κ.