Η λέξη σωφροσύνη έχει σχεδόν εξαφανιστεί από το σημερινό λεξιλόγιο, αλλά στην αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν μια από τις σπουδαιότερες αρετές που μπορούσε κάποιος να αποκτήσει. Η σωφροσύνη συνδέεται με τις έννοιες σύνεση, εγκράτεια, αυτοκυριαρχία, προνοητικότητα, φρονιμάδα, αγνότητα, αποχή από ακρότητες, ταπεινότητα, με την έλλειψη εκδικητικών τάσεων, και συχνά αντιπαραβάλλεται στην έννοια «ύβρης». Οι Ρωμαίοι την αφομοίωσαν σαν «temperantia» (και καμιά φορά σαν «continentia» ή «sobrietas»). Αυτή ακριβώς η ασάφεια είναι που οδηγεί τον Σωκράτη να προσπαθήσει να την ορίσει, για να μπορέσει να την καταλάβει και έτσι ίσως να την αποκτήσει.
Αφορμή για τον διάλογο είναι ένα πεζό περιστατικό όπως άλλοτε στο Συμπόσιο ο λόξυγκας του Αριστοφάνη έδωσε έναυσμα στον Ερυξίμαχο να παρέμβει με το δικό του εγκώμιο στον έρωτα ή όταν τα κακότεχνα ποιήματα του Ιπποθάλη προς τον Λύσι που ενοχλούσαν τους φίλους του ξεκίνησαν μια συζήτηση περί της φιλίας. Εδώ, έναυσμα αποτελεί ο πονοκέφαλος του Χαρμίδη που ο Σωκράτης καλείται να γιατρέψει, καθώς έχει μόλις προμηθευτεί συνταγές και ξόρκια από έναν Θρακιώτη. Όμως «το σώμα δεν πρέπει να θεραπεύεται χωριστά από την ψυχή»156e, γιατί όλα ξεκινούν από αυτήν, καλά και κακά. Ο τρόπος θεραπείας της είναι «ορισμένα μαγικά ξόρκια, κι αυτά τα ξόρκια είναι οι καλοί λόγοι»157a, από τους οποίους γεννιέται η σωφροσύνη.
Παρεμβαίνει ο Κριτίας, λέγοντας πως ο Χαρμίδης είναι ένας σώφρον νέος, υπερέχοντας από τους υπόλοιπους νέους όχι μόνο στην ομορφιά, αλλά και στις αρετές της ψυχής. Ο Σωκράτης θεωρεί πως σε αυτήν την περίπτωση δεν θα χρειαστούν τα «ξόρκια» του, και ζητάει από τον νεαρό να του πει, αφού είναι ήδη σώφρον και θα πρέπει να ξέρει, τι είναι η σωφροσύνη και ποια τα γνωρίσματά της.
Ο νεαρός του απαντάει: «Σωφροσύνη σημαίνει το να ενεργεί κάποιος με κοσμιότητα και ηρεμία»159b. Η σωφροσύνη πρέπει να είναι κάτι καλό, και η ηρεμία όντως είναι χάρισμα αν αντιπαρατεθεί στην βιασύνη της επιπολαιότητας. Ίσως ο Χαρμίδης υπονοεί την επιφυλακτικότητα και την αυτοκυριαρχία ή την εγκράτεια, αλλά ακόμα κι αν αγνοήσουμε τις όποιες αμφιβολίες για τον απόλυτο χαρακτήρα του «καλού» αυτών των ιδιοτήτων, η ηρεμία υποδηλώνει βραδύτητα, και έτσι πρέπει να απορριφθεί από τον Σωκράτη. Καλό είναι αυτό που γίνεται εύκολα και γρήγορα, όχι δύσκολα και αργά. Όταν κάποιος μορφώνεται στη γραφή και στην ανάγνωση, είναι ωραιότερο να μπορεί να γράφει και να διαβάζει γρήγορα. Το ίδιο και όταν μαθαίνει κάποιο μουσικό όργανο ή μια αθλητική τέχνη˙ είναι ωραιότερο και καλύτερο να επιδίδεται στις αντίστοιχες κινήσεις γρήγορα, όχι αργά. Αλλά και η κατανόηση των διδαγμάτων ενός δασκάλου, δηλαδή η οξύνοια, είναι ένα είδος έντασης, όχι ηρεμίας. Επομένως όσον αφορά το σώμα, αλλά και την ψυχή, ωραιότερη είναι η ταχύτητα και όχι η ηρεμία. Άρα η ηρεμία δεν είναι σωφροσύνη, που σαν αρετή πρέπει να είναι ωραία και καλή. Ο ορισμός λοιπόν του Χαρμίδη, που ούτως ή άλλως θα αφορούσε ένα εξωτερικό γνώρισμα της σωφροσύνης, δεν είναι σωστός.
Η δεύτερη προσπάθειά του να την ορίσει αφορά το πνεύμα αυτού που την έχει: «η σωφροσύνη κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται και να δείχνει ντροπαλός, επομένως η σωφροσύνη είναι ένα είδος ντροπής»160e. Η ντροπή φυσικά είναι κάτι καλό όταν μετριάζει την έπαρση, αλλά όπως είπε και ο Όμηρος «δεν είναι καλό να ντρέπεται άνδρας που έχει ανάγκη»161a, ή αλλιώς, η σεμνοτυφία στον ζητιάνο δεν είναι προσόν. Εφόσον λοιπόν η ντροπή είναι άλλοτε καλή και άλλοτε κακή, και η σωφροσύνη πάντα καλή, απορρίπτεται και ο δεύτερος ορισμός.
Ο Χαρμίδης τώρα επικαλείται κάτι που άκουσε για τη σωφροσύνη, ότι είναι «να κάνει κάποιος ό,τι τον αφορά»161b, ή αλλιώς «να κάνει κανείς τα δικά του». Το θράσος σίγουρα είναι ελάττωμα, και το να «κοιτάζεις τη δουλειά σου» χάρισμα, όπως είναι και η διακριτικότητα. Ο ορισμός αυτός όμως είναι τόσο ασαφής που μοιάζει με αίνιγμα, καθώς είναι προφανές πως κάποιος μπορεί να κάνει κάτι καλό και ωφέλιμο με το να βοηθάει τον συνάνθρωπο ή να του προσφέρει υπηρεσίες, δηλαδή το αντίθετο του «να κάνει τα δικά του». Ο δάσκαλος που διδάσκει την γραφή, την διδάσκει σε άλλους, και ο υφαντής υφαίνει τα ρούχα άλλων. Θα ήταν παράλογο να πούμε ότι θα έπρεπε ο καθένας να παράγει μόνος του τα προϊόντα που χρειάζεται και ότι κάτι διαφορετικό θα ήταν βλαβερό για το άτομο ή την κοινωνία. Άρα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ούτε αυτός ο ορισμός, ο οποίος στην πραγματικότητα προέρχεται από τον Κριτία. Αυτός είναι που παρεμβαίνει τώρα στη συζήτηση, λέγοντας ότι εννοούσε κάτι άλλο.
Διαχωρίζει την έννοια πράξη και έργο και επικαλείται τον Ησίοδο λέγοντας «καμιά εργασία δεν είναι ντροπή». Έργο λοιπόν για τον Κριτία, είναι κάτι που γίνεται με τρόπο ωραίο και ωφέλιμο, και πράξεις είναι οι κατασκευές των έργων αυτών. Και όταν λέει ότι πρέπει ο σώφρον να κάνει «ό,τι τον αφορά» εννοεί αυτά που του είναι οικεία. Αφού όμως μιλάμε για κάποιον σώφρονα, τα οικεία του θα είναι και καλά. Άρα θέλει να πει ότι σωφροσύνη είναι η πράξη καλών πραγμάτων. Η θεραπεία μιας ασθένειας από τον γιατρό, είναι μια πράξη του δικού του επαγγέλματος (έργου). Το έργο όμως, είπαμε ότι πρέπει να είναι ωφέλιμο. Αλλά ένας γιατρός, λέει ο Σωκράτης, δεν μπορεί να είναι σίγουρος πότε η θεραπευτική αγωγή είναι ωφέλιμη, ούτε ένας τεχνίτης αν πρόκειται να ωφεληθεί από την εργασία του. Για αυτήν την άγνοια μιλάει και στον διάλογο Λάχης, και εννοεί ότι ο γιατρός μπορεί να ξέρει ποιο φάρμακο πρέπει να δώσει για να καταπολεμήσει μια ασθένεια, αλλά δεν μπορεί να ξέρει αν η χορήγησή του θα είναι κάτι τελικά ωφέλιμο, αφού μπορεί, π.χ., να προκαλέσει πιο βλαβερά συμπτώματα από την αρρώστια, ή να παρατείνει μια αναξιοπρεπή ζωή, από την οποία θα ήταν καλύτερος ο θάνατος. Άρα λοιπόν, ο γιατρός ξέρει ποιο είναι το φάρμακο (ξέρει την επιστήμη του), αλλά δεν ξέρει αν το έργο του είναι καλό. Όσο για τους ασθενείς του (εν τέλει και για τον ίδιο), άλλοτε θα ωφελούνται από τις πράξεις του και άλλοτε όχι. Άρα μπορεί κάποιος να ενεργεί ωφέλιμα, αλλά αυτό να μην το ξέρει από πριν, ή να ενεργεί βλαβερά ενώ νόμιζε ότι έκανε κάτι ωφέλιμο. Άρα, καταλήγει ο Σωκράτης, κάποιος μπορεί να είναι σώφρον χωρίς να το γνωρίζει.
Ο Κριτίας δεν το αποδέχεται αυτό (το να υπάρχει σώφρον άνθρωπος που αγνοεί τον εαυτό του), και ανασκευάζει τα λεγόμενά του, δίνοντας τον τέταρτο ορισμό «εγώ ίσα ίσα αυτό υποστηρίζω πως είναι σωφροσύνη, το να γνωρίζει κάποιος τον εαυτό του»164d. Επικροτεί μάλιστα αυτόν που έγραψε την φράση «γνώθι σαυτόν» στην είσοδο του ναού των Δελφών, την οποία ταυτίζει με την αυτογνωσία και τη σωφροσύνη, κάτι που στην αρχαία Ελλάδα (σύμφωνα με τον Taylor) ήταν η κοινώς παραδεκτή άποψη. Αν σκεφτούμε ότι η αυτογνωσία έχει να κάνει με το να ξέρουμε τις δυνάμεις μας αλλά και τα όριά μας, τη θέση μας στην κοινωνία και τον ρόλο που καλούμαστε να επωμιστούμε μέσα σε αυτήν, τότε η ταύτιση της αυτογνωσίας και της σωφροσύνης ίσως δεν ακούγεται τόσο ξένη όσο στο πρώτο άκουσμα.
Ο Σωκράτης απαντάει ότι αν η σωφροσύνη είναι γνώση, πρέπει να έχει κάποιο αντικείμενο και αφού είναι αρετή πρέπει να έχει κάποιο όφελος, όπως η ιατρική είναι γνώση του υγιεινού και μας προσφέρει ωφέλεια, δίνοντάς μας υγεία. Η αριθμητική έχει ως αντικείμενο, π.χ., το άρτιο και το περιττό, αλλά το άρτιο και το περιττό είναι διαφορετικό από την αριθμητική. Ποιο είναι το αντικείμενο λοιπόν της σωφροσύνης που θα είναι διαφορετικό από αυτήν και ποια η προσφορά της; Ο Κριτίας αποκρίνεται ότι η σωφροσύνη διαφέρει από όλες τις άλλες μορφές γνώσης, στο ότι είναι η μόνη που αποτελεί γνώση του εαυτού της και των άλλων γνώσεων. Και αφού είναι γνώση της γνώσης άρα θα είναι και γνώση της άγνοιας. Ο σώφρον λοιπόν θα ξέρει τι γνωρίζει και τι δεν γνωρίζει, και θα μπορεί να εξετάζει τι γνωρίζουν οι άλλοι και τι όχι.
Πρέπει τώρα να εξετάσουμε «αν είναι δυνατό ή όχι να ξέρει κάποιος ότι γνωρίζει όσα γνωρίζει και ότι δεν γνωρίζει όσα δεν γνωρίζει»167b. Αυτά που λέει ο Κριτίας φαίνονται παράλογα στον Σωκράτη, με τον ίδιο τρόπο που θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε κάποια όραση που δεν βλέπει χρώματα αλλά την ίδια την όραση, μια ακοή που ακούει τον εαυτό της, ή οποιαδήποτε άλλη «αίσθηση των αισθήσεων». Όλες οι επιθυμίες είναι επιθυμίες για κάποια απόλαυση, όχι για τον εαυτό τους ή για άλλες επιθυμίες. Έχουν δηλαδή κάποιο αντικείμενο διαφορετικό από αυτές. Το ίδιο και η βούληση (για αγαθά), ο έρωτας (για το ωραίο), ο φόβος (για τα φοβερά) κτλ.
Ακόμα όμως και να δεχτούμε ότι υπάρχει γνώση της γνώσης (να ξέρει κάποιος τι γνωρίζει και τι δεν γνωρίζει), κάτι που ο Κριτίας αποτυγχάνει να αποδείξει, πρέπει να βρούμε αν αυτού του είδους η γνώση μας είναι ωφέλιμη. Αν δεν είναι, σίγουρα δεν ταυτίζεται με τη σωφροσύνη.
Έστω ότι ο Α είναι σώφρον (δηλαδή έχει αυτογνωσία) και ο Β είναι γιατρός (αλλά δεν είναι σώφρον). Ο Β ξέρει τα της ιατρικής αλλά δεν ξέρει ότι τα ξέρει, αφού δεν τον υποθέτουμε και σώφρονα. Ο Α το μόνο που ξέρει είναι να ξεχωρίζει ότι το ένα πράγμα είναι γνώση και ότι το άλλο δεν είναι. Αν λοιπόν θέλει να ελέγξει τον Β αν όντως ξέρει αυτά που πρέπει να ξέρει για να λέγεται γιατρός, πρέπει να τον εξετάσει αν ξέρει τα της ιατρικής. Ο μόνος τρόπος για να τα εξετάσει όμως θα ήταν να τα ξέρει και ο ίδιος. Αλλά αυτό θα έκανε και τον ίδιο γιατρό! Δεν μπορεί κάποιος να ξέρει αν κάτι είναι γνώση αν δεν γνωρίζει αυτήν την γνώση. Αν λοιπόν «η σωφροσύνη είναι μόνο γνώση της γνώσης και της άγνοιας, δεν θα μπορεί να διακρίνει τον γιατρό που ξέρει την τέχνη του από εκείνον που δεν την ξέρει»171c, και άρα δεν υπάρχει ωφέλεια.
Δεν μπορεί να ισχύει λοιπόν, ούτε ότι η σωφροσύνη είναι αυτογνωσία, ούτε ότι η αυτογνωσία είναι μία ανεξάρτητη «γνώση της γνώσης», αφού από μόνη της δεν παράγει ωφέλιμο έργο και στην πραγματικότητα είναι άχρηστη. Αν ίσχυε, αυτός που είναι σώφρον θα έπρεπε να γνωρίζει τα πάντα για να αναγνωρίσει τι από όλα τα πράγματα είναι γνώση και τι δεν είναι. Σαν αποτέλεσμα, πάντα θα έβρισκε ποιος ξέρει τι, και θα ανέθετε σε αυτούς που ξέρουν μια γνώση το αντίστοιχο επάγγελμα, και θα αποφεύγονταν τα λάθη. Κανένας δεν θα τον εξαπατούσε και δεν θα τον επηρέαζε η άγνοια. Ο ίδιος και όλοι θα λειτουργούσαν πάντα σύμφωνα με την επιστήμη.
Προφανώς τέτοιος παντογνώστης δεν υπάρχει, άρα δεν είναι αυτή η σημασία και η ωφέλεια της σωφροσύνης. Μήπως όμως υπάρχει ωφέλεια στο «ότι όποιος την κατέχει θα μάθει ευκολότερα ό,τι κι αν θελήσει να μάθει και θα του φαίνονται σαφέστερα, διότι καθετί που θα μαθαίνει θα το βλέπει και με τούτη τη γνώση;»172b. Ακόμα κι έτσι όμως ο Σωκράτης δεν δέχεται ότι η σωφροσύνη θα οδηγούσε στην ευτυχία. Έχει την υποψία («όνειρο» όπως λέει) ότι ακόμα κι αν κάποιος ήξερε τα πάντα και ζούσε σύμφωνα με τη γνώση, από το να διαλέξει τον καλύτερο υποδηματοποιό μέχρι τον καλύτερο άρχοντα, δεν θα σήμαινε αναγκαστικά ότι θα γινόταν ευτυχισμένος.
Πρέπει όμως να υπάρχει κάποια από τις γνώσεις που να οδηγεί στην ευτυχία. Όλες το ίδιο άραγε, ή κάποια περισσότερο; Σίγουρα όχι οι γνώσεις που αφορούν τεχνικά θέματα όπως η χαλκουργία, η επεξεργασία μαλλιού κτλ. Ούτε όμως η γνώση της μαντικής, της αριθμητικής ή της υγείας (που συντελεί περισσότερο από τις άλλες αλλά δεν αρκεί). Ο Κριτίας αναφέρει τη γνώση του καλού και του κακού (το να ξέρουμε τι είναι καλό και τι είναι κακό) σαν τη σημαντικότερη για την εξασφάλιση της ευτυχίας, σε ξεχωριστή θέση από τις υπόλοιπες. Αν αυτή η γνώση όμως είναι ωφέλιμη ως προς αυτό, τότε όλες οι άλλες, όπως η γνώση της ιατρικής, δεν θα ωφελούν στην περίπτωση που αυτή λείπει. Γιατί αν δεν ξέρουμε τι είναι καλό, δεν θα ξέρουμε τον καλό τρόπο να εξασκούμε την ιατρική, αλλά ούτε και την υποδηματοποιεία ούτε την υφαντουργία ούτε τίποτα άλλο. Ολόκληρο το σύνολο των υπόλοιπων γνώσεων λοιπόν δεν είναι αρκετό για να κατακτήσουμε την ευδαιμονία, αν δεν γνωρίζουμε τι είναι καλό. Από την άλλη, αν το μόνο που ξέρουμε είναι το τι είναι καλό, αλλά μας λείπουν τα άλλα είδη γνώσεων, όπως η ιατρική, τότε πάλι δεν θα έχουμε ωφέλεια, αφού δεν θα μπορούμε να αποκτούμε τα οφέλη της ιατρικής και των υπόλοιπων γνώσεων.
Άρα η σωφροσύνη σαν γνώση της γνώσης δεν μπορεί να έχει κάποια ωφέλεια, τουλάχιστον όχι από μόνη της, αλλά μόνο αν προϋποθέτει την ύπαρξη και άλλων ειδών γνώσης. Αν δεν έχει ωφέλεια όμως, δεν είναι αρετή. Έτσι, δεν μπορεί να ταυτιστεί με την αυτογνωσία.
Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο αλλά ο Σωκράτης θέλει να μας πει ότι η αρετή της σωφροσύνης δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις άλλες αρετές, όπως και η αυτογνωσία από τη συνολική γνώση. Ο μόνος τρόπος να ωφεληθούμε, πόσο μάλλον να ωφεληθούμε με κάθε δυνατό τρόπο και να κατακτήσουμε την ευτυχία, είναι να γίνουμε παντογνώστες, πράγμα αδύνατο. Και ο μόνος τρόπος να γίνουμε ενάρετοι, είναι να αποκτήσουμε όλες τις αρετές. Η ενότητα της αρετής με την γνώση ήταν δεδομένη για τον Σωκράτη, αφού για να κάνουμε κάτι καλό (αρετή) πρέπει να ξέρουμε τι είναι καλό και τον τρόπο να το κάνουμε (γνώση).
Όσο για την αποτυχία του Σωκράτη να ορίσει τι είναι η σωφροσύνη, ο ίδιος δηλώνει νικημένος και «κακός ερευνητής», αλλά παραμένει πεπεισμένος «πως η σωφροσύνη είναι μεγάλο αγαθό και, αν την έχεις, είσαι μακάριος»175e. Είναι πολλοί εξ άλλου οι πλατωνικοί διάλογοι που τελειώνουν χωρίς θετικό συμπέρασμα για το τι είναι αυτό που μελετάται, αλλά τουλάχιστον έχει ανακαλυφθεί τι δεν είναι, κάτι που μας χαρίζει γνώση την άγνοιά μας, και αποτελεί το πρώτο, και απαραίτητο, βήμα για την αναζήτηση της αλήθειας.
--------------------
Χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση από το:
Πλάτων – Χαρμίδης ή περί σωφροσύνης (εκδ. Κάκτος, 1993)
Για ιστορικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν:
Alfred-Edward Taylor – Πλάτων, ο Άνθρωπος και το Έργο του (εκδ. ΜΙΕΤ, 2009)