[94] Οὔπω τοίνυν τοῦτ᾽ ἐστὶ δεινόν, εἰ καιροὶ πέπρανται τηλικοῦτοι καὶ συνεδρίαι καὶ συντάξεις, ἀλλὰ πολὺ τούτου δεινότερον φανήσεται ὃ μέλλω λέγειν. Εἰς γὰρ τοῦτο προήχθη Καλλίας μὲν ὁ Χαλκιδεὺς ὕβρεως καὶ πλεονεξίας, Δημοσθένης δέ, ὃν ἐπαινεῖ Κτησιφῶν, δωροδοκίας, ὥστε τὰς ἐξ Ὠρεοῦ συντάξεις καὶ τὰς ἐξ Ἐρετρίας, τὰ δέκα τάλαντα, ζώντων φρονούντων βλεπόντων ἔλαθον ὑμῶν ὑφελόμενοι, καὶ τοὺς ἐκ τῶν πόλεων τούτων συνέδρους παρ᾽ ὑμῶν μὲν ἀνέστησαν, πάλιν δὲ εἰς Χαλκίδα καὶ τὸ καλούμενον Εὐβοϊκὸν συνέδριον συνήγαγον. Ὃν δὲ τρόπον καὶ δι᾽ οἵων κακουργημάτων, ταῦτ᾽ ἤδη ἄξιόν ἐστιν ἀκοῦσαι.
[95] Ἀφικνεῖται γὰρ πρὸς ὑμᾶς οὐκέτι δι᾽ ἀγγέλων, ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ Καλλίας, καὶ παρελθὼν εἰς τὴν ἐκκλησίαν λόγους διεξῆλθε κατεσκευασμένους ὑπὸ Δημοσθένους. Εἶπε γὰρ ὡς ἥκοι ἐκ Πελοποννήσου νεωστὶ σύνταγμα συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον ἐπὶ Φίλιππον, καὶ διελογίζετο ὅσον ἑκάστους ἔδει συντελεῖν, Ἀχαιοὺς μὲν πάντας καὶ Μεγαρέας ἑξήκοντα τάλαντα, τὰς δ᾽ ἐν Εὐβοίᾳ πόλεις ἁπάσας τετταράκοντα·
[96] ἐκ δὲ τούτων τῶν χρημάτων ὑπάρξειν καὶ ναυτικὴν καὶ πεζὴν δύναμιν· εἶναι δὲ πολλοὺς καὶ ἄλλους τῶν Ἑλλήνων οὓς βούλεσθαι κοινωνεῖν τῆς συντάξεως, ὥστε οὔτε χρημάτων οὔτε στρατιωτῶν ἀπορίαν ἔσεσθαι. Καὶ ταῦτα μὲν δὴ τὰ φανερά· ἔφη δὲ καὶ πράξεις πράττειν ἑτέρας δι᾽ ἀπορρήτων, καὶ τούτων εἶναί τινας μάρτυρας τῶν ἡμετέρων πολιτῶν, καὶ τελευτῶν ὀνομαστὶ παρεκάλει Δημοσθένην καὶ συνειπεῖν ἠξίου.
[97] Ὁ δὲ σεμνῶς πάνυ παρελθών, τόν τε Καλλίαν ὑπερεπῄνει, τό τε ἀπόρρητον προσεποιήσατο εἰδέναι, τὴν δ᾽ ἐκ Πελοποννήσου πρεσβείαν ἣν ἐπρέσβευσε, καὶ τὴν ἐξ Ἀκαρνανίας ἔφη βούλεσθαι ὑμῖν ἀπαγγεῖλαι. Ἦν δ᾽ αὐτῷ κεφάλαιον τῶν λόγων πάντας μὲν Πελοποννησίους ὑπάρχειν, πάντας δ᾽ Ἀκαρνᾶνας συντεταγμένους ἐπὶ Φίλιππον ὑφ᾽ ἑαυτοῦ, εἶναι δὲ τὸ σύνταγμα χρημάτων μὲν εἰς ἑκατὸν νεῶν ταχυναυτουσῶν πληρώματα καὶ εἰς πεζοὺς στρατιώτας μυρίους καὶ ἱππέας χιλίους,
[98] ὑπάρξειν δὲ πρὸς τούτοις καὶ τὰς πολιτικὰς δυνάμεις, ἐκ Πελοποννήσου μὲν πλέον ἢ δισχιλίους ὁπλίτας, ἐξ Ἀκαρνανίας δὲ ἑτέρους τοσούτους· δεδόσθαι δὲ ἁπάντων τούτων τὴν ἡγεμονίαν ὑμῖν· πραχθήσεσθαι δὲ αὐτὰ οὐκ εἰς μακράν, ἀλλ᾽ εἰς τὴν ἕκτην ἐπὶ δέκα τοῦ ἀνθεστηριῶνος μηνός· εἰρῆσθαι γὰρ ἐν ταῖς πόλεσιν ὑφ᾽ ἑαυτοῦ καὶ παρηγγέλθαι πάντας ἥκειν συνεδρεύσοντας Ἀθήναζε εἰς τὴν πανσέληνον. Καὶ γὰρ τοῦτο ἅνθρωπος ἴδιον καὶ οὐ κοινὸν ποιεῖ.
[99] Οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι ἀλαζόνες, ὅταν τι ψεύδωνται, ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ πειρῶνται λέγειν, φοβούμενοι τὸν ἔλεγχον· Δημοσθένης δ᾽ ὅταν ἀλαζονεύηται πρῶτον μὲν μεθ᾽ ὅρκου ψεύδεται, ἐξώλειαν ἐπαρώμενος ἑαυτῷ, δεύτερον δέ, ἃ εὖ οἶδεν οὐδέποτε ἐσόμενα, τολμᾷ λέγειν ἀριθμῶν εἰς ὁπότ᾽ ἔσται, καὶ ὧν τὰ σώματα οὐχ ἑώρακε, τούτων τὰ ὀνόματα λέγει, κλέπτων τὴν ἀκρόασιν καὶ μιμούμενος τοὺς τἀληθῆ λέγοντας. Ἧι καὶ σφόδρα ἄξιός ἐστι μισεῖσθαι, ὅτι πονηρὸς ὢν καὶ τὰ τῶν χρηστῶν σημεῖα διαφθείρει.
[100] Ταῦτα δ᾽ εἰπὼν δίδωσιν ἀναγνῶναι ψήφισμα τῷ γραμματεῖ μακρότερον μὲν τῆς Ἰλιάδος, κενότερον δὲ τῶν λόγων οὓς εἴωθε λέγειν, καὶ τοῦ βίου ὃν βεβίωκε, μεστὸν δ᾽ ἐλπίδων οὐκ ἐσομένων καὶ στρατοπέδων οὐδέποτε συλλεγησομένων. Ἀπαγαγὼν δ᾽ ὑμᾶς ἄπωθεν ἀπὸ τοῦ κλέμματος καὶ ἀνακρεμάσας ἀπὸ τῶν ἐλπίδων, ἐνταῦθ᾽ ἤδη συστρέψας γράφει καὶ κελεύει ἑλέσθαι πρέσβεις εἰς Ἐρέτριαν οἵτινες δεήσονται τῶν Ἐρετριέων, πάνυ γὰρ ἔδει δεηθῆναι, μηκέτι διδόναι τὴν σύνταξιν ὑμῖν, τὰ πέντε τάλαντα, ἀλλὰ Καλλίᾳ, καὶ πάλιν ἑτέρους εἰς Ὠρεὸν πρὸς τοὺς Ὠρείτας πρέσβεις οἵτινες δεήσονται τὸν αὐτὸν Ἀθηναίοις καὶ φίλον καὶ ἐχθρὸν νομίζειν εἶναι.
[101] Ἔπειτα ἀναφαίνεται περὶ ἅπαντ᾽ ὢν ἐν τῷ ψηφίσματι πρὸς τῷ κλέμματι, γράψας καὶ τὰ πέντε τάλαντα τοὺς πρέσβεις ἀξιοῦν τοὺς Ὠρείτας μὴ ὑμῖν, ἀλλὰ Καλλίᾳ διδόναι. Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, ἀφελὼν τὸν κόμπον καὶ τὰς τριήρεις καὶ τὴν ἀλαζονείαν, ἀνάγνωθι καὶ τοῦ κλέμματος ἅψαι ὃ ὑφείλετο ὁ μιαρὸς καὶ ἀνόσιος ἄνθρωπος ὅν φησι Κτησιφῶν ἐν τῷδε τῷ ψηφίσματι διατελεῖν λέγοντα καὶ πράττοντα τὰ ἄριστα τῷ δήμῳ τῶν Ἀθηναίων.
ΨΗΦΙΣΜΑ
[102] Οὐκοῦν τὰς μὲν τριήρεις καὶ τὴν πεζὴν στρατιὰν καὶ τὴν πανσέληνον καὶ τοὺς συνέδρους λόγῳ ἠκούσατε, τὰς δὲ συντάξεις τῶν συμμάχων, τὰ δέκα τάλαντα, ἔργῳ ἀπωλέσατε.
[103] Ὑπόλοιπον δ᾽ εἰπεῖν ἐστί μοι ὅτι λαβὼν τρία τάλαντα μισθὸν τὴν γνώμην ταύτην ἔγραψε Δημοσθένης, τάλαντον μὲν ἐκ Χαλκίδος παρὰ Καλλίου, τάλαντον δ᾽ ἐξ Ἐρετρίας παρὰ Κλειτάρχου τοῦ τυράννου, τάλαντον δ᾽ ἐξ Ὠρεοῦ, δι᾽ ὃ καὶ καταφανὴς ἐγένετο, δημοκρατουμένων τῶν Ὠρειτῶν καὶ πάντα πραττόντων μετὰ ψηφίσματος. Ἐξανηλωμένοι γὰρ ἐν τῷ πολέμῳ καὶ παντελῶς ἀπόρως διακείμενοι, πέμπουσι πρὸς αὐτὸν Γνωσίδημον τὸν Χαριγένους υἱὸν τοῦ δυναστεύσαντός ποτε ἐν Ὠρεῷ, δεησόμενον τὸ μὲν τάλαντον ἀφεῖναι τῇ πόλει, ἐπαγγελλόμενον δ᾽ αὐτῷ χαλκῆν εἰκόνα σταθήσεσθαι ἐν Ὠρεῷ.
[104] Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο τῷ Γνωσιδήμῳ ὅτι ἐλαχίστου χαλκοῦ οὐδὲν δέοιτο, τὸ δὲ τάλαντον διὰ τοῦ Καλλίου εἰσέπραττεν. Ἀναγκαζόμενοι δὲ οἱ Ὠρεῖται καὶ οὐκ εὐποροῦντες, ὑπέθεσαν αὐτῷ τοῦ ταλάντου τὰς δημοσίας προσόδους, καὶ τόκον ἤνεγκαν Δημοσθένει τοῦ δωροδοκήματος δραχμὴν τοῦ μηνὸς τῆς μνᾶς, ἕως τὸ κεφάλαιον ἀπέδοσαν.
[105] Καὶ ταῦτ᾽ ἐπράχθη μετὰ ψηφίσματος τοῦ δήμου. Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω, λαβέ μοι τὸ ψήφισμα τῶν Ὠρειτῶν.
ΨΗΦΙΣΜΑ
Τοῦτ᾽ ἐστὶ τὸ ψήφισμα, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, αἰσχύνη μὲν τῆς πόλεως, ἔλεγχος δὲ οὐ μικρὸς τῶν Δημοσθένους πολιτευμάτων, φανερὰ δὲ κατηγορία Κτησιφῶντος· τὸν γὰρ οὕτως αἰσχρῶς δωροδοκοῦντα οὐκ ἔστιν ἄνδρα γεγονέναι ἀγαθὸν, ἃ τετόλμηκεν οὗτος ἐν τῷ ψηφίσματι γράψαι.
***
[94] Ότι τυχαίνει να έχουν ξεπουληθεί τόσο μεγάλες ευκαιρίες για την πόλη, συμμετοχές σε συνέδρια και συνεισφορές, δεν είναι αυτό το φοβερό, αλλά πολύ πιο φοβερό από αυτό θα φανεί αυτό που πρόκειται να πω. Ο Καλλίας λοιπόν από τη Χαλκίδα οδηγήθηκε σε τέτοιο σημείο ιταμότητας και πλεονεξίας, και ο Δημοσθένης, που επαινεί ο Κτησιφών, σε τέτοιο βαθμό δωροδοκίας, ώστε υπεξαίρεσαν τις εισφορές από τον Ωρεό και την Ερέτρια, τα δέκα τάλαντα, χωρίς να το αντιληφθείτε, ενώ ζούσατε, είχατε μυαλό και μάτια, και πήραν από σας τους συνέδρους αυτών των πόλεων, τους πήγαν πάλι στη Χαλκίδα και συγκάλεσαν το αποκαλούμενο Ευβοϊκό συνέδριο. Με ποιο τρόπο όμως και με ποια τερατουργήματα, αξίζει να ακούσετε τώρα αυτά.
[95] Έρχεται λοιπόν εδώ ο Καλλίας, όχι μέσω αντιπροσώπων αλλά προσωπικά ο ίδιος. Παρουσιάστηκε στην Εκκλησία του Δήμου και έβγαλε λόγο φτιαγμένο από τον Δημοσθένη. Είπε ότι είχε έρθει πρόσφατα από την Πελοπόννησο, όπου έκανε έρανο, για να συγκεντρωθούν εκατό τάλαντα εναντίον του Φιλίππου. Υπολόγιζε και τι ποσό έπρεπε να συνεισφέρει ο καθένας τους· όλοι οι Αχαιοί μαζί με τους Μεγαρείς εξήντα τάλαντα και όλες μαζί οι πόλεις της Εύβοιας σαράντα.
[96] Με τα χρήματα αυτά, έλεγε, θα εξοπλιζόταν μια δύναμη τόσο σε στόλο όσο και σε στρατό ξηράς· προσέθετε ακόμη ότι υπάρχουν και πολλοί άλλοι Έλληνες που επιθυμούν να συνεισφέρουν· συνεπώς, δεν θα υπάρξει πρόβλημα ούτε χρημάτων ούτε στρατιωτών. Αυτά ήταν όσα τάχα αποκάλυψε· γιατί είπε ότι είχε και άλλες συνεννοήσεις, μυστικές, για τις οποίες μάρτυρες είναι κάποιοι δικοί μας συμπολίτες· τελειώνοντας μάλιστα, καλούσε ονομαστικά τον Δημοσθένη και του ζητούσε να επιβεβαιώσει τα λόγια του.
[97] Ο Δημοσθένης, αφού ανέβηκε στο βήμα με πολλή σοβαρότητα, άρχισε να εκθειάζει τον Καλλία, προσποιήθηκε ότι γνώριζε τις μυστικές επαφές και είπε ότι επιθυμούσε να σας ενημερώσει για τα αποτελέσματα από τη διπλωματική αποστολή σας στην Πελοπόννησο, στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος, και για τις εντυπώσεις του από την Ακαρνανία. Σε γενικές γραμμές, είπε ότι με δικές του ενέργειες ήταν στο πλευρό τους όλοι οι Πελοποννήσιοι, ότι είχε καταφέρει να συνεισφέρουν χρήματα όλοι οι Ακαρνάνες εναντίον του Φιλίππου και ότι το ποσό των χρημάτων από τις συνεισφορές ήταν αρκετό για την επάνδρωση εκατό ταχύπλοων σκαφών και για τη δημιουργία στρατεύματος δέκα χιλιάδων πεζικάριων και χιλίων ιππέων·
[98] επιπλέον, θα είχαν στη διάθεσή τους τις δυνάμεις των ντόπιων πολιτών, από την Πελοπόννησο περισσότερους από δύο χιλιάδες οπλίτες και άλλους τόσους από την Ακαρνανία. Η ηγεσία όλων αυτών των δυνάμεων είχε τάχα δοθεί σε σας· όλα αυτά, έλεγε, δεν θα αργούσαν να πραγματοποιηθούν· ως τις 16 κιόλας του Ανθεστηριώνα θα είχαν γίνει, γιατί ο ίδιος είχε μιλήσει στις πόλεις και είχε δώσει εντολή να έρθουν με την πανσέληνο όλοι οι σύνεδροι στην Αθήνα. Αυτός εδώ ο άνθρωπος ενεργεί όχι όπως όλοι αλλά με έναν δικό του αποκλειστικά τρόπο.
[99] Οι άλλοι απατεώνες δηλαδή, όταν λένε ψέματα, προσπαθούν να μιλήσουν αόριστα και με ασάφεια, επειδή φοβούνται τον έλεγχο. Ο Δημοσθένης όμως, όταν εξαπατά, αρχίζει με όρκο για τα ψέματα που λέει και καταριέται να καταστραφεί αν λέει ψέματα· εν συνεχεία, για όσα είναι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ, έχει το θράσος να μιλάει γι᾽ αυτά, προσδιορίζοντας ακριβώς πότε θα γίνουν, και αναφέρει ονόματα ανθρώπων, των οποίων τα πρόσωπα δεν έχει δει ποτέ, εξαπατώντας τους ακροατές καθώς μιμείται αυτούς που λένε την αλήθεια. Έτσι, του αξίζει πολύ μεγάλο μίσος και γι᾽ αυτό ακριβώς, για το ότι, καθώς είναι απατεώνας, καταστρέφει και τα σημάδια από τα οποία αναγνωρίζονται οι καλοί άνθρωποι.
[100] Αυτά είπε και έδωσε στον γραμματέα να διαβάσει ψήφισμα μακροσκελέστερο από την Ιλιάδα αλλά πιο κενό από τα όσα συνήθως λέει και από τη ζωή που έχει ζήσει, γεμάτο ελπίδες από πράγματα που δεν επρόκειτο να συμβούν και για στρατεύματα που δεν θα συγκεντρώνονταν ποτέ. Αφού με αυτά απομάκρυνε την προσοχή σας από την κλοπή που είχε κατά νου και σας κρέμασε από αυτές τις ελπίδες, τότε πλέον, αφού σας παγίδεψε, εισηγείται ψήφισμα και προτείνει να εκλέξετε αντιπροσώπους για την Ερέτρια, με σκοπό να ζητήσουν από τους Ερετριείς —ήταν δηλαδή μεγάλη ανάγκη να τους παρακαλέσουν— να μην καταβάλλουν στο εξής τη συνεισφορά των πέντε ταλάντων σε σας αλλά στον Καλλία· πρότεινε επίσης να εκλέξετε άλλους αντιπροσώπους για τον Ωρεό, που θα σταλούν στους Ωρείτες για να ζητήσουν από αυτούς να έχουν τους ίδιους φίλους και εχθρούς με τους Αθηναίους.
[101] Εδώ, εξάλλου, σ᾽ αυτό το ψήφισμα, φαίνεται πως είναι εντελώς βυθισμένος στην απάτη, αφού πρότεινε να αξιώσουν οι αντιπρόσωποι από τους Ωρείτες να καταβάλλουν τα πέντε τάλαντα όχι σε σας αλλά στον Καλλία. Για την αλήθεια των όσων λέω, διάβασε, γραμματέα, το ψήφισμα και, παραλείποντας τα μεγάλα λόγια, τις τριήρεις και τις καυχησιές του, περιορίσου στα σχετικά με την κλοπή που έκανε ο βρομερός και ανόσιος αυτός άνθρωπος, για τον οποίο ο Κτησιφών, σε αυτό εδώ το ψήφισμα, υποστηρίζει πως δεν παύει να λέει και να κάνει το καλύτερο για το λαό των Αθηναίων.
ΨΗΦΙΣΜΑ
[102] Οι τριήρεις λοιπόν, το πεζικό, η πανσέληνος και οι σύνεδροι ήταν μόνο λόγια· στην πράξη όμως εκείνο που χάσατε ήταν οι συνεισφορές των συμμάχων, τα δέκα τάλαντα.
[103] Μου υπολείπεται να αναφέρω ότι, για να εισηγηθεί αυτή την πρόταση ο Δημοσθένης, πήρε αμοιβή τρία τάλαντα, ένα από τη Χαλκίδα από τον Καλλία, ένα άλλο από την Ερέτρια από τον Κλείταρχο τον τύραννο, και το τρίτο από τον Ωρεό. Από το τελευταίο μάλιστα αποκαλύφθηκε, επειδή οι Ωρείτες είχαν δημοκρατικό πολίτευμα και προέβαιναν σε όλες τους τις ενέργειες με ψηφίσματα. Καθώς λοιπόν ήταν εξαντλημένοι οικονομικά από τον πόλεμο και είχαν περιέλθει σε εντελώς δύσκολη κατάσταση, έστειλαν στον Δημοσθένη τον Γνωσίδημο, τον γιο του Χαριγένη, ισχυρού παράγοντα στον Ωρεό κατά το παρελθόν, για να τον παρακαλέσει να χαρίσει το τάλαντο στην πόλη, με την υπόσχεση ότι θα του έστηναν χάλκινο ανδριάντα στον Ωρεό.
[104] Εκείνος όμως απάντησε στον Γνωσίδημο ότι το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν ο χαλκός, και προσπαθούσε να εισπράξει το τάλαντο μέσω του Καλλία. Οι Ωρείτες, κάτω από την πίεση της ανάγκης και μην έχοντας πόρους, υποθήκευσαν σ᾽ αυτόν για το τάλαντο τα έσοδα του δημοσίου και πλήρωσαν στον Δημοσθένη για τη δωροδοκία τόκο μία δραχμή τον μήνα για κάθε μνα, εωσότου αποπλήρωσαν το κεφάλαιο.
[105] Και αυτό έγινε με ψήφισμα του λαού. Ότι λέω την αλήθεια, πιάσε μου το ψήφισμα των Ωρειτών.
ΨΗΦΙΣΜΑ
Αυτό το ψήφισμα, πολίτες Αθηναίοι, αποτελεί ντροπή για την πόλη μας· ωστόσο, είναι μεγάλη απόδειξη της πολιτικής του Δημοσθένη και φανερή κατηγορία εναντίον του Κτησιφώντα. Γιατί όποιος τόσο αδιάντροπα δωροδοκείται είναι αδύνατο να υπήρξε ενάρετος πολίτης, πράγμα που έχει το θράσος να γράψει στο ψήφισμά του ο Κτησιφών.
[95] Ἀφικνεῖται γὰρ πρὸς ὑμᾶς οὐκέτι δι᾽ ἀγγέλων, ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ Καλλίας, καὶ παρελθὼν εἰς τὴν ἐκκλησίαν λόγους διεξῆλθε κατεσκευασμένους ὑπὸ Δημοσθένους. Εἶπε γὰρ ὡς ἥκοι ἐκ Πελοποννήσου νεωστὶ σύνταγμα συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον ἐπὶ Φίλιππον, καὶ διελογίζετο ὅσον ἑκάστους ἔδει συντελεῖν, Ἀχαιοὺς μὲν πάντας καὶ Μεγαρέας ἑξήκοντα τάλαντα, τὰς δ᾽ ἐν Εὐβοίᾳ πόλεις ἁπάσας τετταράκοντα·
[96] ἐκ δὲ τούτων τῶν χρημάτων ὑπάρξειν καὶ ναυτικὴν καὶ πεζὴν δύναμιν· εἶναι δὲ πολλοὺς καὶ ἄλλους τῶν Ἑλλήνων οὓς βούλεσθαι κοινωνεῖν τῆς συντάξεως, ὥστε οὔτε χρημάτων οὔτε στρατιωτῶν ἀπορίαν ἔσεσθαι. Καὶ ταῦτα μὲν δὴ τὰ φανερά· ἔφη δὲ καὶ πράξεις πράττειν ἑτέρας δι᾽ ἀπορρήτων, καὶ τούτων εἶναί τινας μάρτυρας τῶν ἡμετέρων πολιτῶν, καὶ τελευτῶν ὀνομαστὶ παρεκάλει Δημοσθένην καὶ συνειπεῖν ἠξίου.
[97] Ὁ δὲ σεμνῶς πάνυ παρελθών, τόν τε Καλλίαν ὑπερεπῄνει, τό τε ἀπόρρητον προσεποιήσατο εἰδέναι, τὴν δ᾽ ἐκ Πελοποννήσου πρεσβείαν ἣν ἐπρέσβευσε, καὶ τὴν ἐξ Ἀκαρνανίας ἔφη βούλεσθαι ὑμῖν ἀπαγγεῖλαι. Ἦν δ᾽ αὐτῷ κεφάλαιον τῶν λόγων πάντας μὲν Πελοποννησίους ὑπάρχειν, πάντας δ᾽ Ἀκαρνᾶνας συντεταγμένους ἐπὶ Φίλιππον ὑφ᾽ ἑαυτοῦ, εἶναι δὲ τὸ σύνταγμα χρημάτων μὲν εἰς ἑκατὸν νεῶν ταχυναυτουσῶν πληρώματα καὶ εἰς πεζοὺς στρατιώτας μυρίους καὶ ἱππέας χιλίους,
[98] ὑπάρξειν δὲ πρὸς τούτοις καὶ τὰς πολιτικὰς δυνάμεις, ἐκ Πελοποννήσου μὲν πλέον ἢ δισχιλίους ὁπλίτας, ἐξ Ἀκαρνανίας δὲ ἑτέρους τοσούτους· δεδόσθαι δὲ ἁπάντων τούτων τὴν ἡγεμονίαν ὑμῖν· πραχθήσεσθαι δὲ αὐτὰ οὐκ εἰς μακράν, ἀλλ᾽ εἰς τὴν ἕκτην ἐπὶ δέκα τοῦ ἀνθεστηριῶνος μηνός· εἰρῆσθαι γὰρ ἐν ταῖς πόλεσιν ὑφ᾽ ἑαυτοῦ καὶ παρηγγέλθαι πάντας ἥκειν συνεδρεύσοντας Ἀθήναζε εἰς τὴν πανσέληνον. Καὶ γὰρ τοῦτο ἅνθρωπος ἴδιον καὶ οὐ κοινὸν ποιεῖ.
[99] Οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι ἀλαζόνες, ὅταν τι ψεύδωνται, ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ πειρῶνται λέγειν, φοβούμενοι τὸν ἔλεγχον· Δημοσθένης δ᾽ ὅταν ἀλαζονεύηται πρῶτον μὲν μεθ᾽ ὅρκου ψεύδεται, ἐξώλειαν ἐπαρώμενος ἑαυτῷ, δεύτερον δέ, ἃ εὖ οἶδεν οὐδέποτε ἐσόμενα, τολμᾷ λέγειν ἀριθμῶν εἰς ὁπότ᾽ ἔσται, καὶ ὧν τὰ σώματα οὐχ ἑώρακε, τούτων τὰ ὀνόματα λέγει, κλέπτων τὴν ἀκρόασιν καὶ μιμούμενος τοὺς τἀληθῆ λέγοντας. Ἧι καὶ σφόδρα ἄξιός ἐστι μισεῖσθαι, ὅτι πονηρὸς ὢν καὶ τὰ τῶν χρηστῶν σημεῖα διαφθείρει.
[100] Ταῦτα δ᾽ εἰπὼν δίδωσιν ἀναγνῶναι ψήφισμα τῷ γραμματεῖ μακρότερον μὲν τῆς Ἰλιάδος, κενότερον δὲ τῶν λόγων οὓς εἴωθε λέγειν, καὶ τοῦ βίου ὃν βεβίωκε, μεστὸν δ᾽ ἐλπίδων οὐκ ἐσομένων καὶ στρατοπέδων οὐδέποτε συλλεγησομένων. Ἀπαγαγὼν δ᾽ ὑμᾶς ἄπωθεν ἀπὸ τοῦ κλέμματος καὶ ἀνακρεμάσας ἀπὸ τῶν ἐλπίδων, ἐνταῦθ᾽ ἤδη συστρέψας γράφει καὶ κελεύει ἑλέσθαι πρέσβεις εἰς Ἐρέτριαν οἵτινες δεήσονται τῶν Ἐρετριέων, πάνυ γὰρ ἔδει δεηθῆναι, μηκέτι διδόναι τὴν σύνταξιν ὑμῖν, τὰ πέντε τάλαντα, ἀλλὰ Καλλίᾳ, καὶ πάλιν ἑτέρους εἰς Ὠρεὸν πρὸς τοὺς Ὠρείτας πρέσβεις οἵτινες δεήσονται τὸν αὐτὸν Ἀθηναίοις καὶ φίλον καὶ ἐχθρὸν νομίζειν εἶναι.
[101] Ἔπειτα ἀναφαίνεται περὶ ἅπαντ᾽ ὢν ἐν τῷ ψηφίσματι πρὸς τῷ κλέμματι, γράψας καὶ τὰ πέντε τάλαντα τοὺς πρέσβεις ἀξιοῦν τοὺς Ὠρείτας μὴ ὑμῖν, ἀλλὰ Καλλίᾳ διδόναι. Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, ἀφελὼν τὸν κόμπον καὶ τὰς τριήρεις καὶ τὴν ἀλαζονείαν, ἀνάγνωθι καὶ τοῦ κλέμματος ἅψαι ὃ ὑφείλετο ὁ μιαρὸς καὶ ἀνόσιος ἄνθρωπος ὅν φησι Κτησιφῶν ἐν τῷδε τῷ ψηφίσματι διατελεῖν λέγοντα καὶ πράττοντα τὰ ἄριστα τῷ δήμῳ τῶν Ἀθηναίων.
ΨΗΦΙΣΜΑ
[102] Οὐκοῦν τὰς μὲν τριήρεις καὶ τὴν πεζὴν στρατιὰν καὶ τὴν πανσέληνον καὶ τοὺς συνέδρους λόγῳ ἠκούσατε, τὰς δὲ συντάξεις τῶν συμμάχων, τὰ δέκα τάλαντα, ἔργῳ ἀπωλέσατε.
[103] Ὑπόλοιπον δ᾽ εἰπεῖν ἐστί μοι ὅτι λαβὼν τρία τάλαντα μισθὸν τὴν γνώμην ταύτην ἔγραψε Δημοσθένης, τάλαντον μὲν ἐκ Χαλκίδος παρὰ Καλλίου, τάλαντον δ᾽ ἐξ Ἐρετρίας παρὰ Κλειτάρχου τοῦ τυράννου, τάλαντον δ᾽ ἐξ Ὠρεοῦ, δι᾽ ὃ καὶ καταφανὴς ἐγένετο, δημοκρατουμένων τῶν Ὠρειτῶν καὶ πάντα πραττόντων μετὰ ψηφίσματος. Ἐξανηλωμένοι γὰρ ἐν τῷ πολέμῳ καὶ παντελῶς ἀπόρως διακείμενοι, πέμπουσι πρὸς αὐτὸν Γνωσίδημον τὸν Χαριγένους υἱὸν τοῦ δυναστεύσαντός ποτε ἐν Ὠρεῷ, δεησόμενον τὸ μὲν τάλαντον ἀφεῖναι τῇ πόλει, ἐπαγγελλόμενον δ᾽ αὐτῷ χαλκῆν εἰκόνα σταθήσεσθαι ἐν Ὠρεῷ.
[104] Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο τῷ Γνωσιδήμῳ ὅτι ἐλαχίστου χαλκοῦ οὐδὲν δέοιτο, τὸ δὲ τάλαντον διὰ τοῦ Καλλίου εἰσέπραττεν. Ἀναγκαζόμενοι δὲ οἱ Ὠρεῖται καὶ οὐκ εὐποροῦντες, ὑπέθεσαν αὐτῷ τοῦ ταλάντου τὰς δημοσίας προσόδους, καὶ τόκον ἤνεγκαν Δημοσθένει τοῦ δωροδοκήματος δραχμὴν τοῦ μηνὸς τῆς μνᾶς, ἕως τὸ κεφάλαιον ἀπέδοσαν.
[105] Καὶ ταῦτ᾽ ἐπράχθη μετὰ ψηφίσματος τοῦ δήμου. Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω, λαβέ μοι τὸ ψήφισμα τῶν Ὠρειτῶν.
ΨΗΦΙΣΜΑ
Τοῦτ᾽ ἐστὶ τὸ ψήφισμα, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, αἰσχύνη μὲν τῆς πόλεως, ἔλεγχος δὲ οὐ μικρὸς τῶν Δημοσθένους πολιτευμάτων, φανερὰ δὲ κατηγορία Κτησιφῶντος· τὸν γὰρ οὕτως αἰσχρῶς δωροδοκοῦντα οὐκ ἔστιν ἄνδρα γεγονέναι ἀγαθὸν, ἃ τετόλμηκεν οὗτος ἐν τῷ ψηφίσματι γράψαι.
***
[94] Ότι τυχαίνει να έχουν ξεπουληθεί τόσο μεγάλες ευκαιρίες για την πόλη, συμμετοχές σε συνέδρια και συνεισφορές, δεν είναι αυτό το φοβερό, αλλά πολύ πιο φοβερό από αυτό θα φανεί αυτό που πρόκειται να πω. Ο Καλλίας λοιπόν από τη Χαλκίδα οδηγήθηκε σε τέτοιο σημείο ιταμότητας και πλεονεξίας, και ο Δημοσθένης, που επαινεί ο Κτησιφών, σε τέτοιο βαθμό δωροδοκίας, ώστε υπεξαίρεσαν τις εισφορές από τον Ωρεό και την Ερέτρια, τα δέκα τάλαντα, χωρίς να το αντιληφθείτε, ενώ ζούσατε, είχατε μυαλό και μάτια, και πήραν από σας τους συνέδρους αυτών των πόλεων, τους πήγαν πάλι στη Χαλκίδα και συγκάλεσαν το αποκαλούμενο Ευβοϊκό συνέδριο. Με ποιο τρόπο όμως και με ποια τερατουργήματα, αξίζει να ακούσετε τώρα αυτά.
[95] Έρχεται λοιπόν εδώ ο Καλλίας, όχι μέσω αντιπροσώπων αλλά προσωπικά ο ίδιος. Παρουσιάστηκε στην Εκκλησία του Δήμου και έβγαλε λόγο φτιαγμένο από τον Δημοσθένη. Είπε ότι είχε έρθει πρόσφατα από την Πελοπόννησο, όπου έκανε έρανο, για να συγκεντρωθούν εκατό τάλαντα εναντίον του Φιλίππου. Υπολόγιζε και τι ποσό έπρεπε να συνεισφέρει ο καθένας τους· όλοι οι Αχαιοί μαζί με τους Μεγαρείς εξήντα τάλαντα και όλες μαζί οι πόλεις της Εύβοιας σαράντα.
[96] Με τα χρήματα αυτά, έλεγε, θα εξοπλιζόταν μια δύναμη τόσο σε στόλο όσο και σε στρατό ξηράς· προσέθετε ακόμη ότι υπάρχουν και πολλοί άλλοι Έλληνες που επιθυμούν να συνεισφέρουν· συνεπώς, δεν θα υπάρξει πρόβλημα ούτε χρημάτων ούτε στρατιωτών. Αυτά ήταν όσα τάχα αποκάλυψε· γιατί είπε ότι είχε και άλλες συνεννοήσεις, μυστικές, για τις οποίες μάρτυρες είναι κάποιοι δικοί μας συμπολίτες· τελειώνοντας μάλιστα, καλούσε ονομαστικά τον Δημοσθένη και του ζητούσε να επιβεβαιώσει τα λόγια του.
[97] Ο Δημοσθένης, αφού ανέβηκε στο βήμα με πολλή σοβαρότητα, άρχισε να εκθειάζει τον Καλλία, προσποιήθηκε ότι γνώριζε τις μυστικές επαφές και είπε ότι επιθυμούσε να σας ενημερώσει για τα αποτελέσματα από τη διπλωματική αποστολή σας στην Πελοπόννησο, στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος, και για τις εντυπώσεις του από την Ακαρνανία. Σε γενικές γραμμές, είπε ότι με δικές του ενέργειες ήταν στο πλευρό τους όλοι οι Πελοποννήσιοι, ότι είχε καταφέρει να συνεισφέρουν χρήματα όλοι οι Ακαρνάνες εναντίον του Φιλίππου και ότι το ποσό των χρημάτων από τις συνεισφορές ήταν αρκετό για την επάνδρωση εκατό ταχύπλοων σκαφών και για τη δημιουργία στρατεύματος δέκα χιλιάδων πεζικάριων και χιλίων ιππέων·
[98] επιπλέον, θα είχαν στη διάθεσή τους τις δυνάμεις των ντόπιων πολιτών, από την Πελοπόννησο περισσότερους από δύο χιλιάδες οπλίτες και άλλους τόσους από την Ακαρνανία. Η ηγεσία όλων αυτών των δυνάμεων είχε τάχα δοθεί σε σας· όλα αυτά, έλεγε, δεν θα αργούσαν να πραγματοποιηθούν· ως τις 16 κιόλας του Ανθεστηριώνα θα είχαν γίνει, γιατί ο ίδιος είχε μιλήσει στις πόλεις και είχε δώσει εντολή να έρθουν με την πανσέληνο όλοι οι σύνεδροι στην Αθήνα. Αυτός εδώ ο άνθρωπος ενεργεί όχι όπως όλοι αλλά με έναν δικό του αποκλειστικά τρόπο.
[99] Οι άλλοι απατεώνες δηλαδή, όταν λένε ψέματα, προσπαθούν να μιλήσουν αόριστα και με ασάφεια, επειδή φοβούνται τον έλεγχο. Ο Δημοσθένης όμως, όταν εξαπατά, αρχίζει με όρκο για τα ψέματα που λέει και καταριέται να καταστραφεί αν λέει ψέματα· εν συνεχεία, για όσα είναι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ, έχει το θράσος να μιλάει γι᾽ αυτά, προσδιορίζοντας ακριβώς πότε θα γίνουν, και αναφέρει ονόματα ανθρώπων, των οποίων τα πρόσωπα δεν έχει δει ποτέ, εξαπατώντας τους ακροατές καθώς μιμείται αυτούς που λένε την αλήθεια. Έτσι, του αξίζει πολύ μεγάλο μίσος και γι᾽ αυτό ακριβώς, για το ότι, καθώς είναι απατεώνας, καταστρέφει και τα σημάδια από τα οποία αναγνωρίζονται οι καλοί άνθρωποι.
[100] Αυτά είπε και έδωσε στον γραμματέα να διαβάσει ψήφισμα μακροσκελέστερο από την Ιλιάδα αλλά πιο κενό από τα όσα συνήθως λέει και από τη ζωή που έχει ζήσει, γεμάτο ελπίδες από πράγματα που δεν επρόκειτο να συμβούν και για στρατεύματα που δεν θα συγκεντρώνονταν ποτέ. Αφού με αυτά απομάκρυνε την προσοχή σας από την κλοπή που είχε κατά νου και σας κρέμασε από αυτές τις ελπίδες, τότε πλέον, αφού σας παγίδεψε, εισηγείται ψήφισμα και προτείνει να εκλέξετε αντιπροσώπους για την Ερέτρια, με σκοπό να ζητήσουν από τους Ερετριείς —ήταν δηλαδή μεγάλη ανάγκη να τους παρακαλέσουν— να μην καταβάλλουν στο εξής τη συνεισφορά των πέντε ταλάντων σε σας αλλά στον Καλλία· πρότεινε επίσης να εκλέξετε άλλους αντιπροσώπους για τον Ωρεό, που θα σταλούν στους Ωρείτες για να ζητήσουν από αυτούς να έχουν τους ίδιους φίλους και εχθρούς με τους Αθηναίους.
[101] Εδώ, εξάλλου, σ᾽ αυτό το ψήφισμα, φαίνεται πως είναι εντελώς βυθισμένος στην απάτη, αφού πρότεινε να αξιώσουν οι αντιπρόσωποι από τους Ωρείτες να καταβάλλουν τα πέντε τάλαντα όχι σε σας αλλά στον Καλλία. Για την αλήθεια των όσων λέω, διάβασε, γραμματέα, το ψήφισμα και, παραλείποντας τα μεγάλα λόγια, τις τριήρεις και τις καυχησιές του, περιορίσου στα σχετικά με την κλοπή που έκανε ο βρομερός και ανόσιος αυτός άνθρωπος, για τον οποίο ο Κτησιφών, σε αυτό εδώ το ψήφισμα, υποστηρίζει πως δεν παύει να λέει και να κάνει το καλύτερο για το λαό των Αθηναίων.
ΨΗΦΙΣΜΑ
[102] Οι τριήρεις λοιπόν, το πεζικό, η πανσέληνος και οι σύνεδροι ήταν μόνο λόγια· στην πράξη όμως εκείνο που χάσατε ήταν οι συνεισφορές των συμμάχων, τα δέκα τάλαντα.
[103] Μου υπολείπεται να αναφέρω ότι, για να εισηγηθεί αυτή την πρόταση ο Δημοσθένης, πήρε αμοιβή τρία τάλαντα, ένα από τη Χαλκίδα από τον Καλλία, ένα άλλο από την Ερέτρια από τον Κλείταρχο τον τύραννο, και το τρίτο από τον Ωρεό. Από το τελευταίο μάλιστα αποκαλύφθηκε, επειδή οι Ωρείτες είχαν δημοκρατικό πολίτευμα και προέβαιναν σε όλες τους τις ενέργειες με ψηφίσματα. Καθώς λοιπόν ήταν εξαντλημένοι οικονομικά από τον πόλεμο και είχαν περιέλθει σε εντελώς δύσκολη κατάσταση, έστειλαν στον Δημοσθένη τον Γνωσίδημο, τον γιο του Χαριγένη, ισχυρού παράγοντα στον Ωρεό κατά το παρελθόν, για να τον παρακαλέσει να χαρίσει το τάλαντο στην πόλη, με την υπόσχεση ότι θα του έστηναν χάλκινο ανδριάντα στον Ωρεό.
[104] Εκείνος όμως απάντησε στον Γνωσίδημο ότι το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν ο χαλκός, και προσπαθούσε να εισπράξει το τάλαντο μέσω του Καλλία. Οι Ωρείτες, κάτω από την πίεση της ανάγκης και μην έχοντας πόρους, υποθήκευσαν σ᾽ αυτόν για το τάλαντο τα έσοδα του δημοσίου και πλήρωσαν στον Δημοσθένη για τη δωροδοκία τόκο μία δραχμή τον μήνα για κάθε μνα, εωσότου αποπλήρωσαν το κεφάλαιο.
[105] Και αυτό έγινε με ψήφισμα του λαού. Ότι λέω την αλήθεια, πιάσε μου το ψήφισμα των Ωρειτών.
ΨΗΦΙΣΜΑ
Αυτό το ψήφισμα, πολίτες Αθηναίοι, αποτελεί ντροπή για την πόλη μας· ωστόσο, είναι μεγάλη απόδειξη της πολιτικής του Δημοσθένη και φανερή κατηγορία εναντίον του Κτησιφώντα. Γιατί όποιος τόσο αδιάντροπα δωροδοκείται είναι αδύνατο να υπήρξε ενάρετος πολίτης, πράγμα που έχει το θράσος να γράψει στο ψήφισμά του ο Κτησιφών.