Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (875-909)

875 ΧΟ. ὀτοτοτοῖ, στέναξον· ἀποκείρεται
σὸν ἄνθος πόλεος, ὁ Διὸς ἔκγονος.
μέλεος Ἑλλάς, ἃ τὸν εὐεργέταν
ἀποβαλεῖς, ὀλεῖς μανιάσιν λύσσαις
χορευθέντ᾽ ἀναύλοις.
880 βέβακεν ἐν δίφροισιν ἁ πολύστονος,
ἅρμασι δ᾽ ἐνδίδωσι
κέντρον ὡς ἐπὶ λώβαι
Νυκτὸς Γοργὼν ἑκατογκεφάλοις
ὄφεων ἰαχήμασι, Λύσσα μαρμαρωπός.
885 ταχὺ τὸν εὐτυχῆ μετέβαλεν δαίμων,
ταχὺ δὲ πρὸς πατρὸς τέκν᾽ ἐκπνεύσεται.
ἰώ μοι μέλεος,
ἰὼ Ζεῦ, τὸ σὸν γένος ἄγονον αὐτίκα
λυσσάδες ὠμοβρῶτες ἄδικοι δίκαι
890 κακοῖσιν ἐκπετάσουσιν. ἰὼ στέγαι.
κατάρχεται χόρευμα τυμπάνων ἄτερ,
οὐ βρομίωι κεχαρισμένα θύρσωι,
ἰὼ δόμοι.
πρὸς αἵματ᾽, οὐχὶ τᾶς Διονυσιάδος
895 βοτρύων ἐπὶ χεύμασι λοιβᾶς.
φυγῆι, τέκν᾽, ἐξορμᾶτε· δάιον τόδε
δάιον μέλος ἐπαυλεῖται.
κυναγετεῖ τέκνων διωγμόν·
οὔποτ᾽ ἄκραντα δόμοισι Λύσσα βακχεύσει.
900 αἰαῖ κακῶν.
αἰαῖ δῆτα τὸν γεραιὸν ὡς στένω
πατέρα τάν τε παιδοτρόφον, ἇι μάταν
τέκεα γεννᾶται.
ἰδοὺ ἰδού,
905 θύελλα σείει δῶμα, συμπίπτει στέγη.
ἢ ἢ τί δρᾶις, ὦ Διὸς παῖ; μελάθρων
τάραγμα ταρτάρειον ὡς
ἐπ᾽ Ἐγκελάδωι ποτέ, Παλλάς, ἐς δόμους πέμπεις.

***
ΧΟΡ. Στέναξε, αλί! κόβεται τ᾽ άνθος
της πόλης μας, του Διός ο γιος.
Δύστυχη Ελλάδα, που θα χάσεις
τον ευεργέτη από μανίας
λύσσα μεγάλη χορευμένον
δίχως σουραύλι!
Ανέβηκε στο διπλό αμάξι
880 η πολυστέναχτη και τ᾽ άλογα
κεντρίζει για καταστροφή
της Νύχτας η Γοργόνα με σφυρίγματα
εκατοκέφαλα φιδιών,
η Λύσσα η μαρμαρόθωρη.
Ω! γρήγορ᾽ άλλαξεν η τύχη
του ευτυχισμένου, και τα τέκνα
γοργά θα σκοτωθούν απ᾽ τον πατέρα.
Αλίμονό μου του άμοιρου,
ω Δία, τη γέννα σου άγονη
η λυσσασμένη κι ωμοφάγισσα
εκδίκηση θα συνεπάρει την
890 με δυστυχιές. Ωιμένα, ω στέγη,
τον χορόν αρχίζει δίχως
τούμπανα κι ούτε ομορφημένο
με του Βρομίου τον θύρσο,
για αίματα κι όχι για σπονδές
του Διονυσιακού χυμού.
Πάρετε το φευγιό, παιδιά·
ολέθριος παίζεται σκοπός.
Κυνηγάει τα παιδιά που φεύγουν.
Μάταια δεν θα βακχέψ᾽ η Λύσσα
900 μες στο παλάτι. Ω δυστυχιές,
ω! πώς θρηνώ τον γέροντα
πατέρα και την παιδοτρόφα
μάνα, που μάταια γέννησέ τα.
Νά, νά!
δρολάπι τα παλάτια σει και πέφτ᾽ η στέγη·
ή τί, τί κάμνεις, γιε του Διός; στα δώματα
ταρτάρειο στέλνεις τάραγμα,
καθώς η Παλλάδα κάποτε
ενάντια στον Εγκέλαδο.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της πρώιμης κλασικής εποχής

4.4. Πρωτότυπα και αντίγραφα: Μερικά σημαντικά αγάλματα των χρόνων 470-450 π.Χ.

4.4.1. Ο Απόλλων του Kassel

Είδαμε ότι τα περισσότερα μεγάλα έργα γλυπτικής που δημιουργήθηκαν μετά το 480 π.Χ. και ήταν χάλκινα δεν σώζονται, αλλά μερικά από αυτά τα γνωρίζουμε χάρη σε μαρμάρινα αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων. Ωστόσο, κάποια μεγάλα χάλκινα αγάλματα (όπως ο Ηνίοχος των Δελφών που εξετάσαμε) ήρθαν κατά καιρούς στο φως στα νεότερα χρόνια. Τα περισσότερα από αυτά βρέθηκαν σε ναυάγια πλοίων που τα μετέφεραν. Αξίζει να δούμε μερικά από αυτά τα έργα, πρωτότυπα και αντίγραφα.
 
Ένας αγαλματικός τύπος του Απόλλωνα, γνωστός από μεγάλο αριθμό αντιγράφων, που το πρωτότυπό του, πιθανότατα χάλκινο, ανάγεται στα χρόνια 460-450 π.Χ., είναι ο Απόλλων του Kassel. Το όνομα του τύπου οφείλεται στην πόλη Kassel της Γερμανίας, όπου βρίσκεται το πληρέστερα σωζόμενο αντίγραφο. Είναι προφανές ότι το άγαλμα εικονίζει τον θεό Απόλλωνα, ο οποίος αναγνωρίζεται από τα νεανικά του χαρακτηριστικά και τα μακριά μαλλιά του. Η φαρέτρα, την οποία ο αντιγραφέας απεικόνισε στο αναγκαίο στήριγμα του μαρμάρινου αντιγράφου, επιτρέπει και αυτή να ταυτίσουμε τον τοξότη θεό. Στο δεξί χέρι ο Απόλλων είχε τόξο και βέλος· τι κρατούσε στο αριστερό δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα, είναι όμως πιθανό από τη θέση των δαχτύλων ότι ήταν ένα μικρό έντομο, μια ακρίδα. Αν είναι έτσι το άγαλμα εικονίζει τον Απόλλωνα Παρνόπιο (επίθετο που προέρχεται από τη λέξη πάρνοψ, που στην αρχαία ελληνική σημαίνει ένα είδος ακρίδας), έργο του μεγάλου Αθηναίου γλύπτη Φειδία, που είδε στην Ακρόπολη ο περιηγητής Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 1.24.8):
 
«Αντίκρυ από τον ναό [τον Παρθενώνα] υπάρχει χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα που λένε πως είναι έργο του Φειδία· τον ονομάζουν Παρνόπιο, γιατί όταν κάποτε ο τόπος μαστιζόταν από ακρίδες [πάρνοπες] ο θεός είπε πως θα τις αποτρέψει από την Αττική και είναι γνωστό πως τις απέτρεψε, δεν σώζεται όμως παράδοση κατά κάποιον τρόπο.»
 
Ο μεγάλος αριθμός αντιγράφων που έχουμε δείχνει ότι το πρωτότυπο του Απόλλωνα του Kassel ήταν ένα σπουδαίο έργο, που το θαύμαζαν στα μεταγενέστερα χρόνια. Είδαμε ότι είναι πιθανόν το άγαλμα να ταυτίζεται με ένα έργο του Φειδία. Ο σπουδαίος αυτός Αθηναίος γλύπτης, ο πιο διάσημος της Αρχαιότητας, πρέπει να γεννήθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ίσως γύρω στο 490 π.Χ., και έγινε διάσημος κυρίως ως δημιουργός των δύο σημαντικότερων χρυσελεφάντινων αγαλμάτων της Αρχαιότητας, της Αθηνάς Παρθένου στον Παρθενώνα και του Δία στον μεγάλο ναό του στην Ολυμπία. Και τα δύο αυτά έργα τα κατασκεύασε ο Φειδίας σε σχετικά προχωρημένη ηλικία, μετά τα 50 του χρόνια, καθώς χρονολογούνται στη δεκαετία 440-430 π.Χ. Αντίθετα, το πρωτότυπο του Απόλλωνα του Kassel είναι παλαιότερο και, αν είναι έργο του Φειδία, θα το έφτιαξε στα 30 ή στα 35 του. Πρόκειται οπωσδήποτε για σημαντική καλλιτεχνική δημιουργία. Η ισορροπημένη στάση, η κλίση του κεφαλιού και η ελαφρά στροφή του κορμού δίνουν ζωντάνια στη μορφή. Το άγαλμα φανερώνει στον θεατή με αριστουργηματικό τρόπο τη νεανική ομορφιά του θεού και τη φροντίδα του για τους ανθρώπους.

Εγκώμιο στην αμφιβολία

Ευλογημένη να ‘ναι η αμφιβολία!

Σας συμβουλεύω να τιμάτε χαρούμενα και προσεχτικά εκείνον που το λόγο σας εξετάζει σαν κάλπικη μονάδα!

Άμποτε να ‘σαστε συνετοί και να μη δίνετε το λόγο σας με σιγουριά πάρα πολλή.

Την ιστορία διαβάστε και θα δείτε την ξέφρενη φυγή ανίκητων στρατών.

Παντού κάστρα απάτητα κυριεύονται και της Αρμάδας τα καράβια, που ήταν αμέτρητα σαν έκανε πανιά, στο γυρισμό εύκολα τα μετρούσες.

Έτσι μια μέρα στάθηκε ένας άνθρωπος στην απάτητη βουνοκορφή κι ένα πλεούμενο έφτασε στην άκρη της απέραντης της θάλασσας.

Α!, όμορφο που ‘ναι το κούνημα του κεφαλιού για τις «ατράνταχτες» αλήθειες!

Α!, θαρρετή που ‘ναι η φροντίδα του γιατρού για τον άρρωστο που γιατρεμό δεν έχει!

Μα απ’ όλες τις αμφιβολίες ομορφότερη είναι, σαν οι φοβισμένοι αδύναμοι σηκώνουν το κεφάλι και παύουν να πιστεύουν στων τυράννων τους τη δύναμη!

Α!, με πόσο κόπο καταχτήθηκε κείνο το σοφό αξίωμα!

Πόσες θυσίες κόστισε!

Πόσο δύσκολο στάθηκε να βρεθεί πως τα πράγματα ήταν έτσι κι όχι αλλιώς!

Με στεναγμό ανακούφισης το ‘γράψε ένας άνθρωπος μια μέρα στης Γνώσης το βιβλίο.

Καιρό πολύ έμεινε χαραγμένο εκεί μέσα και γενιές ολόκληρες ζήσανε μαζί του, το βλέπαν σαν αλήθεια αιώνια κι όσοι το ξέρανε καταφρονούσαν όσους τ’ αγνοούσαν.

Μα κάποτε, μια υποψία μπορεί να γεννηθεί, γιατί μια καινούρια εμπειρία τραντάζει το ατράνταχτο αξίωμα.

Ξυπνάει ή αμφιβολία.

Και μιαν άλλη μέρα ένας άλλος άνθρωπος στοχαστικά σβήνει απ’ το βιβλίο της Γνώσης το αξίωμα με μια μονοκοντυλιά.

Ενώ διαταγές τον ξεκουφαίνουν, ενώ τον εξετάζουν για τις φυσικές του ικανότητες γιατροί μουσάτοι, ενώ τον επι­θεωρούν λαμπερά υποκείμενα με χρυσά γαλόνια, ενώ τον κατηχούνε πανηγυριώτικοι παπάδες που του τριβελίζουνε τ’ αυτιά μ’ ένα βιβλίο γραμμένο απ’ το θεό τον ίδιο ενώ τον δασκαλεύουν ανελέητοι δάσκαλοι, ο φτωχός ακούει να του λένε πώς ο κόσμος μας είναι ό καλύτερος των κόσμων και πως την τρύπα στη σκεπή της κάμαράς του την έχει σχεδιάσει ο θεός αυτο­προσώπως.

Αληθινά, του είναι δύσκολο πολύ ν’ αμφιβάλει για τον κόσμο τούτο.

Ιδροκοπάει ο άνθρωπος χτίζοντας σπίτι όπου ποτέ του δε θα κατοικήσει.

Μα δεν ιδροκοπάει λιγότερο κι οποίος δικό του χτίζει σπίτι.

Να οι αστόχαστοι που ποτέ δεν αμφιβάλλουν.

Η χώνεψη τους είναι άψογη, κι η κρίση τους αλάθευτη.

Δεν πιστεύουν στα γεγονότα, πιστεύουν μόνο στον εαυτό τους.

Αν χρειαστεί πρέπει αυτούς τα γεγονότα να πιστέψουν.

Είναι απέραντα υπομονετικοί — με τον εαυτό τους.

Τα επιχειρήματα τ’ ακούνε με αυτί σπιούνου.

Στους αστόχαστους που ποτέ δεν αμφιβάλλουν, συνταιριάζουν οι στοχαστικοί που ποτέ δεν μπορούνε. Τούτοι αμφιβάλλουν όχι για να πάρουν μιαν απόφαση, αλλά για να μην πάρουν απόφαση καμιά.

Τα κεφάλια τους τα χρησιμοποιούνε μόνο για να τα κουνάνε.

Με σκοτισμένο πρόσωπο ειδοποιούν τούς επιβάτες των καραβιών που βουλιάζουν, πως το νερό είν’ επικίνδυνο.

Κάτω απ’ του δήμιου το μπαλτά αναρωτιούνται αν δεν είναι άνθρωπος κι αυτός.

Μουρμουρίζουν σκεφτικά πως «το θέμα δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα», και πηγαίνουνε να πέσουν.

Μοναδική τους δράση, ο δισταγμός.

Αγαπητή τους φράση: «Δεν είναι ακόμα ώριμο για συζήτηση».

Γι’ αυτό, αν παινεύεις την αμφιβολία μην παινέψεις την αμφιβολία που καταντάει απελπισία!

Τι ωφελεί η αμφιβολία εκείνον που δε μπορεί ν’ αποφασίσει;

Μπορεί να πράξει λάθος όποιος δε γυρεύει πολλούς λόγους για να δράσει.

Μα οποίος πάρα πολλούς γυρεύει, μένει άπραγος την ώρα του κινδύνου.

Εσύ, που είσαι αρχηγός, μην ξεχνάς πως έγινες ό,τι είσαι, επειδή είχες αμφιβάλει γι’ άλλους αρχηγούς!

'Aσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς ν’ αμφιβάλλουνε κι εκείνοι!

Η απόσταση της λογικής: από τον ορθό λόγο στον εξορθολογισμό

O ορθός λόγος είναι η λογική ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται χρησιμοποιώντας το μυαλό, τις αισθήσεις, και την αντίληψή του, «συλλαμβάνοντας» στο νοητικό του πεδίο και αποτυπώνοντας έννοιες, λέξεις και εικόνες. Ο ορθός λόγος είναι μια κατάκτηση των ανθρώπων έναντι των προλήψεων, των δεισιδαιμονιών και της οποιαδήποτε άνωθεν επιβαλλόμενης αυθεντίας και μοναδικής αλήθειας. Ο ορθός λόγος αγωνίζεται για την πνευματική ελευθερία, την ανεξιθρησκία και τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της έκφρασης γνώμης και άποψης.

Αυτά συμβαίνουν σε ατομικό επίπεδο, ενώ στο συλλογικό, ο ορθός λόγος είναι το «στήριγμα» στην αυτοδιάθεση των λαών, στην κατοχύρωση και στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και στην ελευθερία των ατόμων και των συλλογικοτήτων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ορθός λόγος αποκτάει οντότητα με το Διαφωτισμό, όμως ταλανίζεται και αναιρείται με τις αρνήσεις και τις εκτροπές του. Οι βάσεις του Διαφωτισμού τέθηκαν τον 17ο και τον 18ο αιώνα, όμως φιλοσοφικές σχολές που αναπτύχθηκαν αιώνες πριν, ήταν οι πρόδρομοι του ορθού λόγου και των διαφωτιστικών προταγμάτων. Δυστυχώς, έκτοτε ο ορθός λόγος πετάχτηκε στην πυρά αρκετές φορές, καθώς ο σκοταδισμός και οι πρακτικές και πολιτικές μεσαιωνικής προέλευσης και μεσσιανικού τύπου επικράτησαν, σπέρνοντας τον τρόμο και την καταστροφή.

Ο ορθολογισμός, ως λογικό επακόλουθο του ορθού λόγου, ήταν η φιλοσοφική θεώρηση που αποδέχτηκε ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσης, τη λογική σκέψη. Αναπτύχθηκε με το Διαφωτισμό και συνδέθηκε με την εισαγωγή των μαθηματικών μεθόδων στη φιλοσοφία, κατ’ αρχήν με το έργο του Καρτέσιου, του Λάιμπνιτς και του Σπινόζα και στη συνέχεια με τις μελέτες του Χέγκελ (ο τελευταίος πίστευε ότι με τον ορθό λόγο μπορεί να κατανοηθεί και να προβλεφθεί η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας). Ο Πλάτωνας ήταν ένας πρόδρομος του ορθολογισμού, υποστηρίζοντας ότι η ανθρώπινη γνώση βασίζεται στην ανάμνηση των ιδεών που έχει «αντικρίσει» η αθάνατη ψυχή προτού αυτή ενσαρκωθεί στο σώμα. Επίσης ο Επίκουρος, με την ηθική του αναγνώρισε το ορθολογικό και το ωφέλιμο, χωρίς να χρειάζεται το πρώτο να «απορροφάται» στο δεύτερο.

Οι δε Σοφιστές (Πρωταγόρας, Ιππίας, Κριτίας, Γοργίας) ασχολήθηκαν με τη γνώση και την αλήθεια, την αρετή, το πολιτικό σύστημα, τους θεσμούς, την κοινωνία και τη θρησκεία. Ο ορθολογισμός ήταν βασικό στοιχείο των φιλοσοφικών και πολιτικών τους θέσεων και βάση των αντιλήψεών τους. Αρχή του ορθολογισμού ήταν το «σκέφτομαι, άρα υπάρχω», όπου κατά τον Καρτέσιο το συμπερασματικό «άρα» δεν χρειαζόταν καθώς οι βασικές ιδέες του ανθρώπου προβάλλονται με άμεση βεβαιότητα στον νου και δεν αποτελούν συμπέρασμα μιας συλλογιστικής διαδικασίας. Παρόλα αυτά, οι αρχικές θέσεις του ορθολογισμού παρέμεναν θεολογικά «εγκλωβισμένες» καθώς θεωρούνταν ότι ο Θεός είχε εμφυτεύσει στον ανθρώπινο νου τις βασικές ιδέες και τα κριτήρια σαφήνειας και ευκρίνειας, για να υπάρχει ο εναργής άνθρωπος. Από το 19ο αιώνα και αργότερα, η υλιστική προσέγγιση του ορθολογισμού αναπτύχθηκε παραμερίζοντας τις θεολογικές του εκφάνσεις.

Όσον αφορά στην εκλογίκευση, αυτή είναι η προσπάθεια της ορθολογικής προσέγγισης της πραγματικότητας με την ταυτόχρονη απόρριψη των μυθολογικών ή των άλογων ερμηνειών που αναφέρονται σε αυτήν. Η εκλογίκευση αποτελεί δείγμα πειθαρχημένης και συγκροτημένης σκέψης. Στην ψυχολογία, ο όρος ταυτίζεται με την προσπάθεια του ανθρώπου να αποκρύψει τα πραγματικά κίνητρα της συμπεριφοράς του προσφέροντας «λογικοφανείς» εξηγήσεις. Μέσω αυτού του αμυντικού μηχανισμού, μια μη αποδεκτή συμπεριφορά δικαιολογείται με την αξιοποίηση της λογικής ή γίνεται συνειδητά ανεκτή με λογικές (αλλά μη ορθολογικές) εξηγήσεις. Η εκλογίκευση είναι ο τρόπος για να δικαιολογηθούν, κατ’ αρχήν από τον ίδιο τον άνθρωπο που αναζητά τη δικαιολόγηση των πράξεων και επιλογών του και στη συνέχεια από τους άλλους που βιώνουν, εμπλέκονται ή σχετίζονται με τα αποτελέσματα και τις συνέπειες αυτών των πράξεων και επιλογών. Πράξεις και ενέργειες «ενδύονται» με το μανδύα της λογικής και υποστηρίζονται με τη χρήση ενός ιδιότυπου και υποκειμενικώς καθοριζόμενου ορθού λόγου.

Τέλος, ο εξορθολογισμός είναι μια πράξη, μια διαδικασία, αλλά και το αποτέλεσμα της εκλογίκευσης. Είναι η προσπάθεια για να αποδοθούν λογικά στοιχεία και έννοιες σε μια μυθική δοξασία ή σε μια διήγηση. Ο εξορθολογισμός είναι η εξήγηση με σκοπό τη συμμόρφωση, βασισμένος στις αρχές της λογικής. Ο Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας διάκρινε δύο διατάσεις στον εξορθολογισμό: την επικοινωνιακή ορθολογικότητα και την εργαλειακή ορθολογικότητα. Η πρώτη στοχεύει στη διεύρυνση της αμοιβαίας κατανόησης μέσω του επικοινωνιακού λόγου και οδηγεί στην κοινωνική ανάπτυξη και στη επικράτηση της δημοκρατίας, ενώ η δεύτερη ασχολείται με τον υπολογισμό και την προσπάθεια για επίτευξη αποτελεσματικότητας. Η εργαλειακή ορθολογικότητα χρησιμοποιείται από την εξουσία και την άρχουσα τάξη.

Παραδείγματα εξορθολογισμού είναι η γραφειοκρατία, που αναπτύχθηκε για την εύρυθμη λειτουργία της κυβερνητικής λειτουργίας, καθώς και η σύγχρονη αρχιτεκτονική σπιτιών που στοχεύει στην εξοικονόμηση χώρων και στο σχεδιασμό της οικιστής πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο εξορθολογισμός έχει τις ρίζες του στον Καλβινσμό, άμεσα σχετιζόμενος με την Προτεσταντική Ηθική και την επιδίωξη κυριαρχίας του καπιταλισμού τόσο σε οικονομικό επίπεδο, όσο και σε κοινωνικό και αξιακό επίπεδο. Ο εξορθολογισμός είτε ως «απόκλιση» ή ως «παρέκκλιση», είτε ως οργανωμένη και μεθοδευμένη συμπεριφορά και πρακτική, θεωρήθηκε υπεύθυνος για ολοκληρωτικές λύσεις και για ανθρωποθυσίες. Εξορθολογίστηκαν οι εκκαθαρίσεις, το Ολοκαύτωμα, οι φυλετικές γενοκτονίες, οι εγκληματικές ενέργειες και οι στρατιωτικές επεμβάσεις και κατακτήσεις. Με τον εξορθολογισμό των πράξεων που αποφάσισαν οι έχοντες την εξουσία του χρήματος και των όπλων, εκλογίκευσαν τις αποφάσεις και τις αποτρόπαιες επιλογές τους. Στο όνομα του ορθού λόγου διαπράχθηκαν και συνεχίζονται να διαπράττονται ειδεχθή εγκλήματα.

Η απόσταση που διανύει η λογική είναι μία απόσταση από τον ορθό λόγο στον εξορθολογισμό. Αυτοί που αποφασίζουν να θυσιάσουν ανθρώπινες ζωές και να ποδοπατήσουν αξιοπρέπειες και ελευθερίες, κάνουν ένα βήμα· διανύουν μια μικρή απόσταση: από τον ορθό λόγο στον εξορθολογισμό. Φροντίζουν να πείθουν το λαό με τον εξορθολογισμό, χρησιμοποιώντας όπως τους βολεύει τον ορθό λόγο. Η λογική ακολουθεί τον ανθρώπινο παραλογισμό, κάνοντας το άσπρο-μαύρο και το φώς-σκοτάδι. Οι βομβαρδισμοί εκλογικεύονται, τα οικονομικά μέτρα εξορθολογίζονται και ο ορθός λόγος εκχυδαΐζεται από τους πολιτικούς ακροβατισμούς και τις αναλύσεις των τηλεοπτικών ειδημόνων. Επειδή τα χαράτσια μπορούν να εκλογικευτούν, οι σφαγές να εξορθολογιστούν και η κοινωνία να παρακολουθεί -μέσα από τα παράθυρα- τον παραλογισμό του ορθού λόγου.

Η αλήθεια είναι μια χώρα δίχως μoνoπάτι

Η παρατήρηση γίνεται η φλόγα που είναι η προσοχή και που μ' αυτήν τα ψυχολογικά τραύματα, οι πληγές, το μίσος, κατακαίγονται· φεύγουν.

Ο εγκέφαλος είναι προγραμματισμένος.

Αυτός ο προγραμματισμός του εγκεφάλου (η διαμόρφωση) γίνεται από την οικογένεια, το κοινωνικό περιβάλλον, την εκπαίδευση και κάνει το άτομο να ταυτίζεται με κάποια θρησκεία ή να γίνεται άθεο, να γίνεται οπαδός κάποιου πολιτικού κόμματος ή αναρχικός. Η σκέψη είναι μια υλική διαδικασία, είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας του εγκεφάλου η ίδια δεν έχει καμιά νοημοσύνη.

«Η αλήθεια είναι μια χώρα δίχως μονοπάτι». O άνθρωπος δεν μπορεί να τη φτάσει μέσα από οργανώσεις, μέσα από κάποια πίστη, μέσα από δόγματα, ιερωμένoυς ή τελετουργίες, ούτε και μέσα από κάποια φιλοσοφική γνώση ή ψυχολογική τεχνική. Πρέπει να τη βρει μέσα από τoν καθρέφτη των σχέσεων, μέσα από την κατανόηση τoυ περιεχομένου τoυ νoυ τoυ, με την παρατήρηση και όχι με διανoητική ψυχανάλυση ή ενδoσκοπική αυτοανάλυση.

O άνθρωπος έχει φτιάξει μέσα του σαν φράχτη προστασίας διάφορες εικόνες -θρησκευτικές, πολιτικές, προσωπικές. Αυτές εκδηλώνονται σαν σύμβολα, ιδέες, πίστεις. Τo βάρος αυτών των εικόνων κυριαρχεί πάνω στη σκέψη τoυ ανθρώπου, στις σχέσεις τoυ και στην καθημερινή τoυ ζωή. Αυτές oι εικόνες είναι oι αιτίες των προβλημάτων μας επειδή χωρίζουν τoν έναν άνθρωπo από τoν άλλoν.

Η αντίληψη πoυ έχει o άνθρωπος για τη ζωή διαμορφώνεται από τις έννοιες πoυ ήδη ενυπάρχουν στo νoυ τoυ. Τo περιεχόμενο της συνείδησής τoυ είναι όλη τoυ η ύπαρξη.

Αυτό τo περιεχόμενο είναι κoινό σε όλη την ανθρωπότητα. Η ατoμικότητα είναι τo όνομα, η μορφή και η επιφανειακή παιδεία πoυ αποκτά από την παράδοση και τo περιβάλλον τoυ. Η μοναδικότητα τoυ ανθρώπου δε βρίσκεται στην επιφάνεια, αλλά στην πλήρη ελευθερία από τo περιεχόμενα της συνείδησής τoυ, πoυ είναι κoινή για όλη την ανθρωπότητα. 'Ετσι, o άνθρωπoς δεν είναι ξεχωριστό άτομο.

Η ελευθερία δεν είναι αντίδραση· η ελευθερία δεν είναι επιλογή. Είναι ψεύτικος o ισχυρισμός τoυ ανθρώπου ότι είναι ελεύθερος, επειδή μπορεί να διαλέξει.

Ελευθερία είναι η καθαρή παρατήρηση, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς φόβο τιμωρίας ή ελπίδα ανταμοιβής.

Η ελευθερία δεν έχει κίνητρο η ελευθερία δε βρίσκεται στo τέλος της εξέλιξης τoυ ανθρώπου, αλλά υπάρχει στo πρώτο βήμα της ύπαρξής τoυ. Με την παρατήρηση αρχίζει κανείς να ανακαλύπτει την έλλειψη ελευθερίας. Η ελευθερία βρίσκεται στη χωρίς εκλογή επίγνωση της καθημερινής μας ζωής και δραστηριότητας.

Η σκέψη είναι χρόνος. Η σκέψη γεννιέται από την εμπειρία και τη γνώση, πoυ είναι αξεχώριστα δεμένες με τo χρόνo και τo παρελθόν. O ψυχολογικός χρόνoς είναι εχθρός τoυ ανθρώπoυ. Η δράση μας βασίζεται στη γνώση, άρα στo χρόνο, κι έτσι o άνθρωπος είναι πάντα σκλάβος στo παρελθόν.

Η σκέψη είναι πάντα περιορισμένη κι έτσι ζούμε σε συνεχή σύγκρουση και αγώνα. Δεν υπάρχει ψυχολογική εξέλιξη.'Oταν o άνθρωπος αποκτήσει επίγνωση της κίνησης των σκέψεών τoυ, θα δει τη διαίρεση ανάμεσα στoν σκεπτόμενο και τη σκέψη, στoν παρατηρητή και τo παρατηρούμενο, στoν εμπειρώμενo και την εμπειρία. Θα ανακαλύψει ότι αυτή η διαίρεση είναι ψευδαίσθηση.

Μόνο τότε υπάρχει καθαρή παρατήρηση, πoυ είναι άμεση αντίληψη χωρίς σκιά από τo παρελθόν ή από τo χρόνo. Αυτή η άχρoνη αντίληψη φέρνει μια βαθιά ριζική αλλαγή στo νoυ.

Η ολοκληρωτική άρνηση είναι η ουσία τoυ θετικoύ. 'Oταν υπάρχει άρνηση όλων εκείνων των πραγμάτων πoυ έχει γεννήσει ψυχολογικά η σκέψη, μόνο τότε υπάρχει αγάπη, πoυ είναι συμπόνια, πάθoς και νοημοσύνη.

Η ισορροπία στις σχέσεις κρύβεται στις σωστές αποστάσεις

Η ισορροπία στις σχέσεις κρύβεται στις σωστές αποστάσεις. Υπάρχουν σχέσεις που ισορροπούν σε λίγα μόνο εκατοστά, άλλες σε μερικά μέτρα και κάποιες άλλες σε χιλιόμετρα... και μάλιστα πολλά (μεταφορικά και κυριολεκτικά όλα αυτά βεβαίως).

Ο λαός λέει «από μακριά κι αγαπημένοι» και έχει δίκιο στις περισσότερες περιπτώσεις, αφού οι μεγάλες αποστάσεις αμβλύνουν συνήθως τα συναισθήματα, εξομαλύνοντας έτσι τις διαφορές – έστω επιφανειακά – ή μειώνοντας τις προστριβές και τις αντιθέσεις.

Η απόσταση δρα επουλωτικά δίνοντας τον απαιτούμενο χρόνο για επανορθωτικές κινήσεις και δίνοντας την ψευδαίσθηση μιας νέας αρχής, που πολλές φορές είναι η μόνη ελπίδα διατήρησης ή συντήρησης της σχέσης. Η απόσταση έχει το προσόν να καλύπτει προσωρινά τα σκοτεινά σημεία της σχέσης δύο ανθρώπων, λειτουργώντας σαν επικάλυψη ενός καμένου γλυκού από ζάχαρη άχνη. Πόσο γρήγορα ξεχνάς τι υπάρχει από κάτω αν έχεις υπογλυκαιμία και το αχνισμένο γλυκό μπροστά σου...

Όλες οι σχέσεις χρειάζονται απόσταση για να ισορροπούν. Μικρότερη ή μεγαλύτερη, ανάλογα με το βαθμό και το είδος των αντιθέσεων που τις εμποδίζουν να αναπτύξουν εγγύτητα, να ωριμάσουν και να αναπτυχθούν ουσιαστικά.

Υπάρχουν όμως κι εκείνες οι σχέσεις που δεν στηρίζουν στην απόσταση την ύπαρξή τους και την ισορροπία τους. Εκείνες που ισορροπούν σε απόσταση αναπνοής και το κάνουν με ευκολία. Είναι εκείνες οι λιγοστές που, αν δεν ζεις μια τέτοια κι εσύ, σε κάνουν να ζηλεύεις (στην καλύτερη περίπτωση) ή να κατηγορείς (στη χειρότερη) σαν την αλεπού αυτά που δεν μπορούσε να φτάσει. Εκείνες οι λιγοστές, που ισορροπούν κρατώντας τόση απόσταση μόνο, όση είναι απαραίτητη για την ισορροπία του καθενός ξεχωριστά ώστε να μη γίνεται βάρος ο ένας στον άλλο. Μα μέχρι εκεί.

Δεν είναι όλες οι σχέσεις φυσικά ικανές για την ίδια απόσταση. Ίσως όμως θα έπρεπε να παρατηρούμε την κάθε μία ξεχωριστά και να ελέγχουμε τις αιτίες των αποστάσεων που βάζουμε ανάμεσά μας, ειδικά σε εκείνες που μας είναι σημαντικές. Γιατί όπως λέει και ο Χαλίλ Γκιμπράν: «Οι κολώνες του ναού πρέπει να στέκουν σε απόσταση η μία από την άλλη για να είναι σταθερό το οικοδόμημα». Όσο πιο μακριά όμως είναι η μία από την άλλη (θα μου επιτραπεί να συμπληρώσω), τόσο πιο δύσκολο γίνεται να μείνει σταθερό το οικοδόμημα αυτό.

Ο άνθρωπος επαναστάτης και ο επαναστατημένος άνθρωπος

Κάθε προορισμό μακρινό ή κοντινό, ορεινό ή πεδινό, θαλάσσιο ή εναέριο υπάρχουν πάντα δύο τρόποι για να τον προσεγγίσεις. Ο δρόμος και ο παράδρομος. Το σύνηθες και το αλλιώτικο - να σημειωθεί πως παρά το πλήθος των συνήθων και των αλλιώτικων, η επιλογή περιορίζεται στις δύο αυτές κατηγορίες- για να γενικεύσουμε και λίγο. Κατά αυτό το μοτίβο λοιπόν λειτουργεί ο κόσμος, η φύση εν ευρεία εννοία. Ο αέρας ή θα φυσήξει ή θα σιγήσει. Ο σκύλος ή θα κυνηγήσει την γάτα ή θα συζεί μαζί της. Ο παπαγάλος ή θα επαναλάβει αυτό που θα ακούσει ή θα σιωπήσει.

Και του ανθρώπου βέβαια η φύση δεν διαφοροποιείται από τον παραπάνω δίλημμα του άσπρου-μαύρου. Μόνο που εμείς οι άνθρωποι τείνουμε να υφαίνουμε αξιολογικά πουλόβερ σε συμπεριφορές, φαινόμενα και παραδρόμους. Έτσι λοιπόν έχουμε δύο λογής ανθρώπους, τον άνθρωπο που θα επαναστατήσει και τον άνθρωπο που θα επαναστατηθεί, τον επαναστατημένο άνθρωπο κατά Καμύ.

Προτού ξετυλίξουμε το κουβάρι, οφείλουμε όμως να ξεμπλέξουμε τα μπλεξίματα. Να εξαγνίσουμε τον όρο επανάσταση από την σχεδόν κακουργηματικής φύσεως ταύτιση του πρωτίστως με την πολιτική και δευτερευόντως με την συλλογικότητα. Αφενός ο όρος επανάσταση είναι μια αμιγώς προσωπική υπόθεση- η επανάσταση του ενός απέχει από την επανάσταση του άλλου στην καλύτερη των περιπτώσεων, όσο απέχει ο Πλούτωνας από τον Άρη- και αφετέρου η πολιτική δεν είναι παρά ένας προσωρινός ξενώνας για τον επαναστάτη. Ο άνθρωπος που επιλέγει να επαναστατήσει κατά κυριολεξία, δεν καλουπώνεται σε μια δήθεν ιδεοληψία του, ούτε και όμως προφασίζεται μια αντι-συνταγματική/λαϊκη/εθνική πολιτική για να κατασκευάσει δικαιολογητικά επί των πράξεων του.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με τον επαναστατημένο-επιλογή προβοκατόρικη, αναγκαία όμως για την μεθοδολογική πορεία της σκέψης-, τον άνθρωπο που εν ολίγοις εθίζεται στο να λέει ναι σε όσα του προκαλούν δυστυχία και όχι σε όσα του προκαλούν χαρά. Ας σκεφτούμε λοιπόν έναν άνθρωπο με χειροπέδες που ενώ έχει τα κλειδιά, συνεχίζει να περπατά με τα χέρια του δεμένα. Έτσι λοιπόν και ο επαναστατημένος άνθρωπος καθημερινά ενώ παραπονιέται ότι του λείπει ο ελεύθερος χρόνος, καταπνίγει τον εαυτό του με δουλειές που τον εξαντλούν. Ενώ ποθεί το πράσινο, επιλέγει συνειδητά να ζει στο άστυ. Δεν αγαπάει την γυναίκα του, όμως συνεχίζει να είναι μαζί της. Γκρινιάζει γιατί τον ενοχλούν τα στενά παντελόνια, αλλά αγοράζει μόνο τέτοια. και πάει λέγοντας… Η κατρακύλα δεν έχει τελειωμό. Ο άνθρωπος αυτός στερείται και στερεί. Στερεί από τον εαυτό του τις επιθυμίες του και συνάμα στερείται την ευτυχία. Ο άνθρωπος αυτός επαναστατήθηκε ολικά, καθώς υπόκυψε νοητικά αλλά και σωματικά σε μια ανώτερη από αυτόν θέληση, μονολεξί συμβιβάστηκε.

Τώρα στην άλλη πλευρά της όχθης συναντάμε έναν άνθρωπο τρομερό. Μια από τις φιγούρες που ενδέχεται κανείς να παρατηρήσει αν κοιτάξει προσεκτικά την κόλαση του Δάντη. Το αμάρτημα του εκδηλώνεται με την χρήση ενός επιθετικού προσδιορισμού και είναι από αυτά που καμία θρησκεία δεν τολμάει να συγχωρήσει. Ασυμβίβαστος. Με το επίθετο αυτό επιχειρούμε να περιγράψουμε τον άνθρωπο αυτόν. Περιφρονεί αλλά και οικτίρει τους πρεπισμούς και υποβιβάζει το προσήκον σε ανούσιο. Αρνείται συνειδητά να συμμετάσχει σε μια στυφνή πολιτική συζήτηση, ενώ ονειροπολεί παραλίες και ταξίδια με τα μάτια ανοικτά κατά την διάρκεια μιας βαρετής εργασιακής σύσκεψης. Λέει όχι από αίσθηση καθήκοντος στην τυπολογία του ‘’ευχαριστώ’’ και του ‘’συγγνώμη’’ και επιλέγει να μετουσιώνει τις λέξεις αυτές σε πράξεις. Το λεπτό που θα αντιληφθεί ότι η ζωή του ‘’ανιαριεύει’’ θα κινήσει γη και ουρανό για να το αποτρέψει. Άρχει και άρχεται. Άρχει επί της πραγματικότητας που τον περιλούζει ενώ άρχεται από την συνείδηση του. Αδιαφορεί για την κοινωνική κατακραυγή, την ώρα που υπερβαίνει το σύμπλεγμα της απραγίας. Ομοιάζει με τον υπεράνθρωπο του Νίτσε.

Τις δύο αυτές αντικρουόμενες προσωπικότητες, ένα κοινό στοιχείο της συνθέτει, μολονότι γίνεται δύσκολα ανιχνεύσιμο, ακόμα και αν χρησιμοποιήσεις μικροσκόπιο. Το στοιχείο αυτό ακούει στο όνομα ρίσκο. Ο πρώτος παίρνει το ρίσκο για τις παραλείψεις του και γίνεται υπόλογος της αδράνειας του, ενώ ο δεύτερος ρισκάρει για τις πράξεις του και κρίνεται περί της φυσιογνωμίας του.

Έκαστος χάνει και νικά ταυτόχρονα.

Χάμσα, το Πνευματικό Χέρι της Φατιμά

Τι συμβολίζει το περίφημο χέρι χάμσα, που αλλιώς ονομάζεται και Χέρι της Φατιμά; Ποιές είναι οι πνευματικές του ιδιότητες;

Το χέρι της Φατιμά

Μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστό ως προς την σημασία του, ωστόσο φέτος το καλοκαίρι σίγουρα έγινε πολύ γνωστό μιας και υπήρχε σε μπλούζες, σκουλαρίκια, βραχιολάκια ενώ έγινε πολύ της μόδας και ως τατού. Ναι, μιλάμε για το χέρι της Φατιμά. Παρακάτω θα δούμε τι ακριβώς πρεσβεύει το συγκεκριμένο σύμβολο.


Αρχαϊκό σύμβολο

Το χέρι της Φατιμά έχει πολλές ονομασίες, ανάλογα την γεωγραφική περιοχή και τον εκάστοτε πολιτισμό. Αν και έγινε δάνειο από τις αβρααμικές θρησκείες, προϋπήρχε αυτών τόσο στη Μέση Ανατολή, όσο και στον αφρικανικό κόσμο.

Η πρώιμη μορφή του εντοπίζεται στην Μεσοποταμία (σημερινό Ιράκ) και αποτελεί φυλαχτό της Ιστάρ/ Ινάνα. Παράλληλα συναντάται και σε απεικονίσεις του Βούδα ξανά ως σύμβολο προστασίας.

Αίγυπτος

Όσον αφορά τον αιγυπτιακό κόσμο, το σύμβολο αυτό συνδέεται με το Mano Pantea γνωστό ως Χέρι όλων των Θεών. Τα δύο δάχτυλα αντιπροσωπεύουν την Ίσιδα και τον Όσιρι, ενώ ο αντίχειρας το παιδί τους τον Ώρο. Λόγω αυτού μάλιστα, αρκετοί είναι που συνδέουν την Χάμσα με το Μάτι του Ώρου, ακόμα ένα πολύ δυνατό αιγυπτιακό σύμβολο.

Αβρααμικές θρησκείες

Το ανοιχτό χεράκι με το μάτι στη μέση της παλάμης ονομάζεται Χάμσα, στα αραβικά σημαίνει ακριβώς πέντε δάκτυλα.

Στο Ισλάμ συναντάται με την πιο γνωστή του ονομασία «Χέρι της Φατιμά» εις τιμή της κόρης του Μωάμεθ. Ονομάζεται επίσης «Καφ» λόγω της ανοιχτής παλάμης. Το πέντε συμβολίζει του Πέντε Στύλους Τήρησης του Ισλάμ. Παρόμοια με τον αιγυπτιακό συμβολισμό, ο αντίχειρας συμβολίζει τον Μωάμεθ, ο δείκτης και ο μέσος την Φατιμά και τον σύζυγο της αντίστοιχα, ενώ τα δύο τελευταία δάχτυλα τους δυο γιούς της.

Στον Ιουδαϊσμό αποκαλείται «Χέρι της Μύριαμ» της αδελφής του Μωϋσή με παρόμοιο συμβολισμό των πέντε δακτύλων.

Τέλος, για τον Χριστιανισμό αναγνωρίζεται ως «Χέρι της Παναγίας».

Σε κάθε του μορφή ωστόσο το σύμβολο έχει την ίδια ισχύ. Είναι ένα πανίσχυρο φυλαχτό από κάθε αρνητική ενέργεια. Το σύμβολο με τα δάχτυλα ανοιχτά αποκρούει κάθε κακό, ενώ με τα δάχτυλα κλειστά φέρνει καλοτυχία.

Σήμερα

Δεν είναι δύσκολο να συνδέσουμε όλα τα παραπάνω με αυτό που λέγαμε ως παιδιά «σου κάνω καθρεφτάκι». Το καθρεφτάκι που δείχναμε ήταν ακριβώς αυτό. Σηκώναμε το χέρι μας και φέρναμε την παλάμη μας με κλειστά δάχτυλα μπροστά από αυτόν που μας κορόιδευε ή μας κακολογούσε.

Η παράδοση πανάρχαια, πράτταμε κάτι ασυναίσθητα χωρίς κάποιος από μας να γνωρίζει το γιατί. Ήταν οι γιαγιάδες μας, το ακούγαμε ως μικρά κάπου? Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι καθόλου, παρόλο που ξέρω πως το έκανα πάρα πολλές φορές.

Η γυναικεία φύση

Το σύμβολο αυτό εμπεριέχει και την γυναικεία φύση. Μη ξεχνάμε ότι το αρχέτυπο του δημιουργήθηκε σε μια περίοδο που η θηλυκή φύση και ενέργεια όχι μόνο δεν είχαν δαιμονοποιηθεί, αλλά λατρεύονταν ως θεία. Το χέρι της γυναίκας σε όλες της μητριαρχικές θρησκείες συμβολίζει ακριβώς την προσοχή, την φροντίδα, την προστασία. Είναι το μητρικό χάδι, η μητρική στοργή, η μητρική προστασία από κάθε τι κακό, γιατί η μαμά αυτό κάνει’ προστατεύει τα παιδιά της από κάθε κακό.

Έτσι ξεκινώντας από την Ιστάρ, το σύμβολο αυτό πήρε αυτήν την έννοια, η οποία έμεινε τόσο δυνατή ακόμα και στις μετέπειτα ανδροκρατούμενες θρησκείες όπως π.χ το Ισλάμ. Παρόλο που η θέση της γυναίκας είναι πολύ υποδεέστερη στο Ισλάμ, το χεράκι της Φατιμά τιμάται και θεωρείται ίσως από τα πιο ισχυρά φυλαχτά ακόμα και σήμερα. Παρόλο που είναι γυναικείο, παρόλο που εκφράζει το γυναικείο φύλο.

Μαθημένη απελπισία

Η αποτυχία είναι αναπόφευκτη, το ίδιο και τα αρνητικά γεγονότα στη ζωή. Αλλά το πώς τα διαχειριζόμαστε, καθορίζει την ανθεκτικότητά μας και τον τρόπο που προσεγγίζουμε μελλοντικούς στόχους.

Οι ψυχικά υγιείς άνθρωποι θεωρούν ότι έχουν τη δύναμη να αλλάξουν μια στρεσογόνα κατάσταση· ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Γιατί ορισμένες φορές νιώθουμε ότι κουβαλάμε για πολύ καιρό το βάρος και κουραζόμαστε. Μας φαίνεται ότι οι προσπάθειές μας δεν έχουν κάνει καμία διαφορά, οπότε παλεύαμε χωρίς αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, παραιτούμαστε με έντονη την αίσθηση της απελπισίας.

Έρευνα πάνω στη μαθημένη απελπισία έχει δείξει πως όταν οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε ότι δεν έχουμε έλεγχο σε ό,τι συμβαίνει, τα παρατάμε και δεχόμαστε ό,τι βρεθεί στο δρόμο μας. Τι είναι όμως η μαθημένη απελπισία;

Περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1967 από τους ψυχολόγους J. Bruce Overmier και Martin E. P. Seligman. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που συμβαίνει όταν ένα άτομο αντιμετωπίζει επανειλημμένως ανεξέλεγκτες, στρεσογόνες καταστάσεις. Μετά από μια σειρά ατυχών γεγονότων, αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε αβοήθητοι και δεν προσπαθούμε πια να αλλάξουμε τίποτα. «Μαθαίνουμε» ότι δεν υπάρχουν επιλογές και συνεπώς χάνουμε τον έλεγχο που τελικά είχαμε πάνω στα πράγματα.

Η μαθημένη απελπισία κατακερματίζει την αυτοπεποίθηση και μας κάνει να χάνουμε τα κίνητρα αλλά και τις ευκαιρίες που εμφανίζονται. Το φαινόμενο έχει επίσης συσχετιστεί με κατάθλιψη, άγχος και φοβίες.

Γιατί εμφανίζεται;

Η μαθημένη απελπισία μπορεί να ξεκινήσει πολύ νωρίς στη ζωή. Για παράδειγμα, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ιδρυματοποιημένα περιβάλλοντα ή εκείνα με ιστορικό κακοποίησης και παραμέλησης, συχνά εμφανίζουν συμπτώματα απελπισίας.

Όταν ένα παιδί αποτυγχάνει σε μια απλή εργασία ξανά και ξανά και δεν υπάρχει κανείς δίπλα του να το ενθαρρύνει να συνεχίσει, το παιδί μπορεί να μάθει ότι δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση. Είναι πιθανό αυτή η συμπεριφορά να επιμείνει και στην ενήλικη ζωή.

Όμως, αν το άτομο δεν βιώσει κάτι τέτοιο σε νεαρή παιδική ηλικία, ένας παράγοντας που συνεισφέρει στη μαθημένη απελπισία είναι αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν «επεξηγηματικός τρόπος». Πρόκειται για τον τρόπο που το άτομο αφηγείται μια εμπειρία και παίζει σημαντικό ρόλο στο να καθορίσει αν κάποιος μπορεί να επηρεαστεί από την μαθημένη απελπισία.

Για παράδειγμα τα άτομα με έναν πεσιμιστικό επεξηγηματικό τρόπο είναι πιθανότερο να την αναπτύξουν. Τείνουν να θεωρούν ότι οι καταστάσεις είναι αναπόφευκτες και συχνά παίρνουν την ευθύνη για όσα κακά τους συμβαίνουν.

Μια σειρά τραυματικών γεγονότων μπορεί επίσης να πυροδοτήσει τη μαθημένη απελπισία. Είναι φυσιολογικό να νιώθουμε ότι θέλουμε να τα παρατήσουμε όταν τα πράγματα δεν είναι καθόλου με το μέρος μας, αλλά ο βαθμός στον οποίο επιτρέπουμε στον εαυτό μας να βιώσει τέτοια συναισθήματα κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε μια κακή μέρα και σε μια κακή ζωή.

Πώς να ξεπεράσουμε τη μαθημένη απελπισία

Όπως μαρτυρά και το όνομά της, η απελπισία αποτελεί μαθημένη συμπεριφορά, οπότε τα καλά νέα είναι ότι μπορούμε να την ξε-μάθουμε. Αυτό ασφαλώς απαιτεί χρόνο και κόπο, αλλά τόσο η βραχυπρόθεσμη όσο και η μακροπρόθεσμη μαθημένη απελπισία μπορούν να μειωθούν.

Αυτή η συμπεριφορά μαθαίνεται μέσω συσχετίσεων και αποκρίσεων στο περιβάλλον. Έχει να κάνει με την ανταμοιβή και την τιμωρία. Αν ανταμειβόμαστε, είναι πιθανότερο να επαναλάβουμε μια συμπεριφορά και αν τιμωρούμαστε, θα προσπαθούμε να το αποφύγουμε στο μέλλον.

Αρχικά, πρέπει να ξεκινήσετε με το να θέτετε ερωτήσεις στον εαυτό σας που θα σας βοηθήσουν να αναγνωρίσετε και να αποδεχτείτε τη συμπεριφορά σας. Πότε ξεκινήσατε να νιώθετε απελπισμένοι; Ποιο είναι το βασικό ερέθισμα που συνεισφέρει στον σημερινό σας τρόπο σκέψης;

Επίσης, χρειάζεται να δώσετε προσοχή στο πώς μιλάτε στον ίδιο σας τον εαυτό. Είστε αυστηρός κριτής του ή έχετε κάποιο βαθμό αυτο-ενσυναίσθησης; Μην τον μαστιγώνετε για τα λάθη που κάνει, αλλά αναρωτηθείτε τι μπορείτε να κάνετε την επόμενη φορά για να βελτιωθείτε. Επιπροσθέτως, χρειάζεται να υιοθετήσετε ένα πιο αισιόδοξο επεξηγηματικό τρόπο. Τέλος, αν είναι αναγκαίο, αλλάξτε το περιβάλλον σας.

Μπορεί ο τόπος, η εργασία, οι άνθρωποι με τους οποίους αλληλεπιδράτε να συνεισφέρουν στη μαθημένη απελπισία. Βγείτε από την ζώνη άνεσής σας και αναζητήστε υγιέστερο περιβάλλον.

Γιατί οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από γη και ουρανό.

Βλέποντας το πρόσωπο της Ελένης στο φεγγάρι όλα έγιναν φανερά στο Θαλή. Η Ελένη ήταν η ίδια η θεά του φεγγαριού. Γι’ αυτό χανόταν και πάλι εμφανιζόταν. Γι’ αυτό κανείς ποτέ δεν την κράτησε, ούτε ακόμα κι ο Θησέας. Αυτό ήταν το μυστικό της γέννησής της. Και πώς αλλιώς; Αφού και οι δυο γονείς της ήταν αθάνατοι θεοί. Γι’ αυτό και δεν ήταν δυνατόν να την έχει ούτε ο Μενέλαος ούτε ο Πάρης. Ούτε ακόμα κι ο Θησέας, ήρωας πιο μεγάλος από τους άλλους δύο, δε στάθηκε δυνατόν να την κρατήσει κοντά του. Όμως, αυτό θα ήταν από την αρχή και για πάντα το νόημα στον πόλεμο που έγινε για χάρη της:

Ο αγώνας των ανθρώπων για το καλύτερο, για να κάνουν δικό τους το καλύτερο και χάρη σε αυτό να πάνε ψηλά, όλο και πιο ψηλά… Γιατί οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από γη και ουρανό και μέσα τους αυτά τα δύο στοιχεία συνυπάρχουν, πότε πολεμώντας το ένα το άλλο και πότε συμφιλιωμένα σε γόνιμη αρμονία. Η γη τους καλεί να ζήσουν τη ζωή τους εδώ κάτω, να αδράξουν την κάθε τους ημέρα σαν να είναι η πρώτη τους και συνάμα η τελευταία τους. Ο ουρανός που έχουν μέσα τους τούς καλεί να παλέψουν για να κρατήσουν στο δικό τους κόσμο την αθάνατη ομορφιά, που μόνο στους θεούς ανήκει.

Ο Θαλής τώρα, που είχε πια αποκρυπτογραφήσει το μυστικό του τρίποδα, έβλεπε με κάπως διαφορετικό τρόπο το μεγάλο κίνδυνο που απειλούσε τη Μίλητο, αλλά και την Ελλάδα ολόκληρη. Εξακολουθούσε, βέβαια, να ανησυχεί για την ανεξέλεγκτη επέκταση του κράτους των Περσών, όμως ήξερε πια, χάρη σε εκείνο το μήνυμα από το παρελθόν, πως οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από γη και ουρανό. Και δεν υπάρχει τίποτα, απολύτως που να μπορεί να σκλαβώσει τη γη, τον ουρανό.

Λιμοκτονούν ηθικά οι άνθρωποι που δεν βρίσκουν μέσα στην παιδεία τα στοιχεία που θα θρέψουν το πνεύμα τους

Cultura (Kultur) ονομάζεται στη διεθνή γλώσσα, ως εξαντικειμενικευμένο πνεύμα (objektiver
Geist), το ιστορικό περιβάλλον. Στην ελληνική μεταφράζαμε τον όρο με τη λέξη «πολιτισμός»
(πλάσμα των αρχών του 19ου αιώνα)∙ θα προτιμούσα όμως στη θέση της την αρχαία ελληνική παιδεία (που καταχρηστικά τη μεταχειριζόμαστε σήμερα για να δηλώσομε αυτό που κυριολεκτικά πρέπει να ονομάζεται εκπαίδευση—instruction).

Την παιδεία αποτελούν τα δοκιμασμένα και κατακυρωμένα από το χρόνο προϊόντα της πνευματικής παραγωγής του ανθρώπου ως όντος κατ’ εξοχήν κοινωνικού. Συγκεκριμένα:

1. Η γλώσσα και οι κανόνες της σκέψης
2. Ο μύθος και οι τύποι της λατρείας
3. Τα έθιμα του οικογενειακού βίου
4. Οι πολιτικοί θεσμοί και το δίκαιο
5. Οι μέθοδοι της εργασίας και της συναλλαγής
6. Οι καλαισθητικές και οι ηθικές αποτιμήσεις
7. Οι τρόποι της κοινωνικής συμπεριφοράς.

(Επισημαίνω τα κυριότερα στοιχεία. Η σειρά δεν είναι ένδειξη αξιολογικής προτεραιότητας).

Με το νόημα τούτο η παιδεία είναι ένα κεφάλαιο από πνευματικά αγαθά που σχηματίζεται
σιγά ‐ σιγά μέσα στην ιστορία και από την ιστορία ενός λαού (ή μιας οικογένειας λαών) και
καθώς περνάει από γενεά σε γενεά μεγαλώνει σαν τη χιονόσφαιρα, ή συμπιέζεται και φθίνει.
Στις εποχές της πνευματικής στειρότητας το κεφάλαιο τούτο, μένοντας ανεκμετάλλευτο,
φθείρεται, λιγοστεύει, χάνει ένα μικρό ή μεγάλο μέρος της αξίας του. Όταν πάλι μπαίνουν
στον ιστορικό στίβο γενεές με πνεύμα γενναίο και δημιουργικό, που όχι μόνο «παίρνουν»
από την παιδεία του λαού τους, αλλά και της «δίνουν» με τη φαντασία, την ευαισθησία, την
οξύνοια, την πρωτοβουλία τους, το κεφάλαιο πολλαπλασιάζεται, επενδύεται σε αξίες
υψηλότερου επιπέδου, και τότε είναι τυχερώτερες οι επερχόμενες γενεές, γιατί θα ζήσουν
μέσα σ’ ένα ευνοϊκότερο για την προκοπή τους πνευματικό περιβάλλον, στους κόλπους μιας
παιδείας πλουσιότερης, βαθύτερης, λεπτότερης. Είναι λοιπόν αγαθή τύχη και δώρο ακριβό
για ένα λαό, για μια γενεά, ή για ένα άτομο να διατρέξει την τροχιά της ζωής του μέσα στον
κύκλο ενός μεγάλου πολιτισμού, και δύστηνος εκείνος που ο χώρος και ο χρόνος του τον
ανάγκασαν να γίνει τρόφιμος μιας παιδείας αποτελματωμένης, φτωχής και ανάπηρης. Όπως
ένας οργανισμός αρρωσταίνει ή φυτοζωεί όταν δεν βρίσκει στο φυσικό περιβάλλον τις ουσίες
που χρειάζεται για να συντηρηθεί και να ευδοκιμήσει, έτσι και λιμοκτονούν ηθικά οι
άνθρωποι που δεν βρίσκουν μέσα στην παιδεία του τόπου και του καιρού των τα στοιχεία
που θα θρέψουν το πνεύμα τους, για να δυναμώσει και ν’ ακτινοβολήσει. Ακόμη και εκλεκτά
άτομα δεν μπορούν κατά το μέγεθός τους να λάμψουν στο θολό στερέωμα μιας
μισοσβησμένης παιδείας. Έχει και σ’ αυτή την περίπτωση εφαρμογή η παρατήρηση του
Θεμιστοκλή: ούτε ο Σίφνιος στην Αθήνα ούτε αυτός στη Σίφνο θ’ αξιωνόταν να τελέσει τα
έργα που τον εδόξασαν.

Άγιοι καταστροφείς: Άγιος Ακάκιος

Άγιοι της χριστιανοσύνης που φέρονται ως καταστροφείς του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ή των αντιπάλων τους ή και δολοφόνοι!

Ένας από τους γνωστούς ισχυρισμούς των χριστιανών απολογητών είναι ότι: "Οι χριστιανοί δεν έκαναν καταστροφές, ο ελληνικός πολιτισμός κατέπεσε από μόνος του και αν έγιναν κάποιες ελάχιστες καταστροφές από κάποιους φανατικούς· αυτό έγινε λόγω των διωγμών που υπέστησαν από τους εθνικούς". Θα δούμε αν ευσταθεί αυτός ο πολύ συχνός ισχυρισμός τους, με βάση τα δικά τους κείμενα που είναι τα συναξάρια των αγίων, από τα οποία θα δούμε αποσπάσματα καταστροφών, όπως και από την ιστορία, τι αναφέρει για όσους από αυτούς τους αγίους, έχουμε ιστορικά στοιχεία.

Τα Συναξάρια είναι οι βιογραφίες των αγίων του Χριστιανισμού, άσχετα αν περιλαμβάνουν πλήθος μυθικών και υπερφυσικών στοιχείων, ή πολλές από αυτές είναι δημιουργήματα μεταγενέστερης ανάγκης για ύπαρξη πληθώρας μαρτύρων.

Τα σχετικά με καταστροφές αποσπάσματα που ακολουθούν, είναι κυρίως από την συλλογή του Άγιου Νικόδημου του Αγιορείτη. Ακολουθεί ο "σύνδεσμος 1" στο πρωτότυπο. Ο δεύτερος "σύνδεσμος 2", είναι ένα διαδομένο συναξάρι στο Διαδίκτυο, που έχει μεταφρασμένα τα κείμενα, και ίσως πληροφορίες και από άλλα συναξάρια, αλλά όπως θα διαπιστώσετε και αρκετά αλλοιωμένα. Όταν ο δεύτερος σύνδεσμος είναι σε παρένθεση, υπάρχει αλλοίωση που συνήθως σημειώνεται δίπλα του σε παρένθεση. Για τα ιστορικά πρόσωπα χρησιμοποιήθηκαν και άλλες πηγές.

Άγιος Ακάκιος (εορτάζει για την Εκκλησία στις 28 Ιουλίου).

Eκεί δε εμβαίνωντας εις τον ναόν των ειδώλων, επρόσταξεν αυτά να πέσουν κάτω εις την γην. Όθεν ευθύς πεσόντα, εσυντρίφθησαν. Φερθείς δε εις άλλον ειδωλικόν ναόν, έκαμε και εκεί το ίδιον"
σύνδεσμος

Η αλήθεια είναι ότι τα συναξάρια είναι σε απίστευτο βαθμό μυθολογήματα και εφόσον δεν μπορούμε να δεχτούμε ως αληθή τα εξόφθαλμα θαύματα που περιέχουν, άλλο τόσο και τις ιστορίες τους. Αυτά όμως μαζί και με τις πράξεις των ιστορικών αγίων, αλλά και ότι έχουμε δει ήδη για το πως επικράτησε ο Χριστιανισμός, δείχνουν την ιδεολογία των χριστιανών διαχρονικά στο πως έβλεπαν τις άλλες θρησκείες και το μίσος τους για τις θεωρήσεις των άλλων που δεν άντεχαν, κυρίως των αρχαίων Ελλήνων που τους θεωρούσαν "μιαρούς", και "διεφθαρμένους". Αντικατοπτρίζουν τελικά το ποιοι κατέστρεφαν τα αρχαία ιερά, επίσης αντικατοπτρίζει τον πραγματικό λόγο που έγιναν οι σχετικά λίγοι διωγμοί των χριστιανών: Έγιναν εξαιτίας της επιθετικής τους δράσης κατά της αρχαίας θρησκείας, αφού εκείνη την εποχή και μέχρι να επικρατήσουν, υπήρχε πραγματική ανεξιθρησκεία.

Βλέπετε, για τους χριστιανούς τότε δεν εθεωρείτο κακό να καταστρέψεις τον ναό μιας άλλης θρησκείας ή τα αγάλματα της, υπήρχαν άλλωστε και οι κανόνες του Δευτερονομίου που δεν φαίνεται κανείς στον Χριστιανισμό να τους θεωρεί ως άκυρους, το αντίθετο. Υπάρχουν επίσης και οι εντολές του ίδιου του Ιησού, που είπε: ότι όποιος δεν είναι μαζί του είναι εναντίον του, ότι θα φέρει διχόνοια και ότι όποιος είναι έξω από την διδασκαλία του, πρέπει να αποβληθεί και να ριφθεί στην φωτιά. Έτσι δεν μας κάνουν εντύπωση τα κατορθώματα και οι καταστροφές αγίων χριστιανών, αφού συμφωνούν και με την θεωρία του. Μια θεωρία που η σύγχρονη Εκκλησία θέλει να ξεχάσει ή να συμβολοποιήσει.

Η μελέτη αυτή μπήκε για να ξεκαθαρίσουμε άλλη μια φορά, ότι ο Χριστιανισμός στην ουσία του και συχνά με την πράξη του, δεν έχει καμιά σχέση με την αγάπη και την ειρήνη που δήθεν θέλει να μας πει, ειδικά στον τρόπο που εξαπλώθηκε. Ήταν φονταμενταλιστικός, δηλαδή επικροτούσε και εφάρμοσε την βία στους άλλους όπως κάνουν τώρα οι μουσουλμάνοι, το προβάλει αυτό σαν επίτευγμα στα κείμενα αλλά και σε εικόνες του. Έτσι εξαπλώθηκε και δυστυχώς δεν υπάρχει καμιά διασφάλιση ότι δεν μπορεί να ξαναγίνει κάποια στιγμή το ίδιο.

ΔΕΣ: Άγιοι καταστροφείς

Καθοδόν προς τον κόσμο των Προσωκρατικών

Η γένεση της προσωκρατικής φιλοσοφίας

§1. Ανήκει στη μοίρα του ανθρώπου να ταξιδεύει μέσα στο χρόνο και να επισταθμεύει σε περιόδους, που κυοφορούν μια φωτεινή απαρχή της ανθρώπινης σκέψης, παρά και ενάντια ενίοτε στο σκοταδισμό των καιρών. Αυτό είναι εξάλλου το κύριο χαρακτηριστικό της ιστορίας, που παρηγορεί την απαρηγόρητη, κατά τα άλλα, ανθρώπινη ζωή. Μια τέτοια περίοδος είναι εκείνη της γένεσης της ελληνικής φιλοσοφίας, που μας διανοίγει ολοταχώς προς την ζωοδότρα εστία της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Η τελευταία αρχίζει να αναδύεται στην ιστορική σκηνή, κατά τον 6ο αι. π.Χ., ως ορθολογικός στοχασμός ορισμένων διανοητών έναντι του ασύντακτου, αλλά άκρως παντοδύναμου ακόμη μυθολογικού τρόπου σκέψης. Υπόσχεται να καθιδρύσει ένα νέο σκέπτεσθαι στη ζωή του ανθρώπου και του πολιτισμού του, που να συνδυάζει θεωρητική ερμηνεία του σύμπαντος κόσμου και πρακτική αντιμετώπιση καίριων ζητημάτων της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης του ανθρώπινου κόσμου. Γι’ αυτό και ο λόγος των προσωκρατικών διανοητών δεν εκτυλίσσεται ερήμην του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι, αλλά σε συνδυασμό με πρακτικές τους συμβολές για τη θεσμική συγκρότηση της πόλεως, για τη χάραξη αποτελεσματικής πολιτικής στρατηγικής, για την αντιμετώπιση δυσοίωνων καταστάσεων, για μια στοχαστική θεώρηση του θείου κ.λπ. Πρόκειται για ένα ανεπανάληπτο επίτευγμα της ιστορίας, το οποίο όμως δεν προέκυψε στιγμιαία και αιφνίδιαˑ κυοφορήθηκε καθ’ όλο τον προηγούμενο χρόνο και δέσποσε στο κέντρο της ζωής, ευθύς με την ωρίμανση όλων των υλικών και πνευματικών συνθηκών. Παρόμοιο επίτευγμα πάνω σε ελληνικό έδαφος και από αληθινούς δημιουργούς είναι και εκείνο της δημοκρατίας.

§2. Γενέθλιος τόπος της δημοκρατίας είναι η Αθήναˑ όχι όμως και της ελληνικής φιλοσοφίας. Γενέθλιος τόπος της τελευταίας, υπό τη μορφή του προσωκρατικού στοχασμού, είναι οι ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας, με βασική κοιτίδα τη Μίλητο, από όπου κατάγονται οι τρεις Μιλήσιοι διανοητές: Θαλής, Αναξίμανδρος και Αναξιμένης. Επίσης η Κολοφώνα, πατρίδα του Ξενοφάνη, η Έφεσος (Ηράκλειτος), η Σάμος (Πυθαγόρας-Μέλισσος), οι Κλαζομενές (Αναξαγόρας) τα Άβδηρα (Λεύκιππος και Δημόκριτος) κ.α. ή ακόμη και οι εποικισμένες περιοχές της κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, η Ελέα και ο Ακράγαντας (Ζήνων, Παρμενίδης, Εμπεδοκλής). Ωστόσο, η Αθήνα αναδείχτηκε, στα μετέπειτα χρόνια, σε κέντρο πνευματικών ζυμώσεων, οι οποίες δεν θα έπρεπε να αμφισβητούν τα καθιερωμένα όρια του υγιούς κοινού νου. Κάθε υπέρβαση του status της μαζικής κουλτούρας τιμωρούνταν με θάνατο ή εξορία, όπως συνέβη με τον Σωκράτη, τον Αναξαγόρα, τον Πρωταγόρα κ.α., και θα συνέβαινε επίσης με τον Αριστοτέλη, μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, εάν δεν έφευγε από την Αθήνα. Τέτοια φαινόμενα αποτελούν ιστορικά τεκμήρια για το πώς η φιλοσοφία, χωρίς να εχθρεύεται την καθημερινότητα, είναι το ευθέως αντίθετο προς την επιδερμική, τη λεγόμενη μαζική, κουλτούρα αυτής της καθημερινότητας. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, η φιλοσοφία θεωρείται για τον κοινό νου μια ανεστραμμένη Λογική. Η καλλιέργεια συνεπώς της φιλοσοφίας, πολύ περισσότερο δε η άσκησή της, εκκινεί από την αναγκαιότητα να δίνει νέα πνοή στο πνεύμα της εποχής (Zeitgeist) και να το ανυψώνει σε αυθεντικό θεωρεῖν, που σημαίνει: σε εποπτική σκέψη, σε κατανοητική ερμήνευση του πραγματικού. Εδώ έγκειται και η μεγάλη αξία του γεμάτου ελληνική ιδιοφυία συμβάντος της σκέψης, που ονομάζεται προσωκρατική φιλοσοφία.

§3. Για τον άνθρωπο, επομένως, που θέλει να φιλοσοφεί αληθινά, η φιλοσοφία δεν αποτελεί μια απλώς επαγγελματική απασχόληση, δικαιολογητική για υποχθόνιες σκοπιμότητες και ιδιοτελείς υπολογισμούς, όπως συμβαίνει κατά πολύ σήμερα με ορισμένους κηφήνες, που από καθέδρας ασχολούνται με τη φιλοσοφία ως διορισμένοι υπάλληλοι των διαφόρων κέντρων ή παράκεντρων εξουσίας, εκείνα δηλαδή που ο Σαρτρ αποκαλούσε παρακράτος. Η τάση της ελληνικής φιλοσοφίας, από τις απαρχές της ακόμη, αποβλέπει στην υπηρέτηση θεωρητικών σκοπών, στενά συνυφασμένων με πρακτικούς σκοπούς. Αυτή είναι η χαρακτηριστική κορυφογραμμή της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Δυνάμει αυτής της γραμμής, η φιλοσοφία επανέρχεται στην επι-φάνεια της ανθρώπινης πραγματικότητας ως αληθινή φιλοσοφία, ως η διαλεκτική ερμηνεία του κόσμου. Όπως μας λέει ο Πλάτων, ο αληθινός φιλόσοφος δεν έχει καμιά σχέση με εκείνον τον τύπο ανθρώπου, που ασωτεύει αχαλίνωτα, ενίοτε μάλιστα μεταμφιέζεται σε φιλομαθή και διαλαλεί πως τάχα του αρέσει η φιλοσοφία, την ίδια στιγμή που η «ακρόπολη της ψυχής του … είναι άδεια από γνώσεις και ωραίες ενασχολήσεις και από αληθινούς στοχασμούς» (Πολιτεία 560b). Απεναντίας, ο πραγματικός φίλος της σοφίας [=φιλό-σοφος] αντιμετωπίζει το ρεύμα της ζωής μέσα από την πιο βαθιά γνωριμία με την ιδέα του αγαθού, ώστε να αγαπά τη σοφία και να την αγαπά ολοκληρωτικά. Προς τούτο καλλιεργεί την έμφυτη ορμή της φιλομάθειας –έμφυτη σε κάθε άνθρωπο– εξευγενίζει ενθουσιαστικά την ψυχή του ως τα απώτερα ύψη και βάθη της, για να επιτύχει τελικά, σε κάποια ευλογημένη στιγμή, την πλήρη ταύτισή του με τη φιλοσοφία. Μια τέτοια ταύτιση σημαίνει πως ο φιλομαθής μετουσιώνει σε ύψιστη αρχή του βίου του τη διαλεκτική και μάλιστα ως την πιο ακαταμάχητη ερμηνευτική δύναμη.

§4. Εάν λοιπόν ο Πλάτων έφτασε να συλλάβει σε μια εντελή μορφή τη διαλεκτική, είναι γιατί προηγήθηκε όλη η, κατά την ορολογία του Νίτσε, προπλατωνική, κοινώς προσωκρατική φιλοσοφία, της οποίας ο Λόγος εν γένει σμιλεύτηκε με εξόχως διαλεκτικό τρόπο, ανεξάρτητα, εάν η έννοια της διαλεκτικής δεν είχε εισαχθεί ακόμη ως αντικείμενο έρευνας. Πώς εξηγείται αυτή η διαλεκτική αφύπνιση του Λόγου, χωρίς την προ-απαιτούμενη διανοητική/φιλοσοφική προπαιδεία. Εξηγείται από το γεγονός ότι αυτή τούτη η διαλεκτική δεν αντανακλά απλώς έναν τρόπο εξωτερικής επικοινωνίας, κοινής συνομιλίας ή εμπειρικής αποτίμησης, αλλά τη βαθύτερη ουσία του ανθρωπίνως υπάρχειν. Πώς έχει αυτό το υπάρχειν στα χρόνια γένεσης της ελληνικής φιλοσοφίας; Σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής είναι ενεργές ποικίλες θεολογικές δοξασίες, όχι σπάνια με τη μορφή Θεογονιών και Κοσμογονιών, και αποτελούν την πρωταρχική ύλη για την εξήγηση της καταγωγικής αρχής των όντων. Το σύνολο σχεδόν των δοξασιών του ελληνικού κόσμου διέπεται από την παντοκρατορία του μύθου, που αποτελεί αστείρευτη πηγή ερεθισμάτων, εμπνεύσεων, φαντασιακών εκλεπτύνσεων ή παρορμήσεων για υψηλή ποίηση (π.χ. Όμηρος ή Ησιοδος), για μεταφυσικές, ήτοι μυστικιστικές συλλήψεις (π.χ. Ορφισμός), ή για εξυμνήσεις του ήθους ή του θείου. Στην δομική ενδοχώρα ωστόσο του μυθολογικού πλούτου μπορεί να εντοπίσει κανείς και κάποια φιλοσοφικά προμηνύματα, που προοιωνίζονται, κατά κάποιο τρόπο, την έλευση του φιλοσοφικού στοχασμού των προσωκρατικών. Πάντως, το κύριο γνώρισμα αυτού του στοχασμού είναι η τιτάνια προσπάθεια να δώσει ορθολογικές εξηγήσεις στα φαινόμενα της φύσης και του κόσμου σε συνδυασμό πάντα και με ένα πρότυπο κοινωνικοπολιτικής ηθικής. Έτσι, όταν η προσωκρατική σκέψη εκκινεί από την ερμηνεία της φύσης, νοούμενης ως οντολογικής αρχής του κόσμου, δεν παραλείπει να ασχοληθεί και με συναφή οντολογικά, γνωσιοθεωρητικά ή ηθικά προβλήματα, σχετικά με τη δημόσια ή ιδιωτική ζωή των ανθρώπων, ως ζωτικών μελών της πόλεως, και να κατανοήσει την ενδότερη Λογική κίνηση της εν λόγω πραγματικότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναπτύσσει έναν Λόγο, που ενσαρκώνει, κατά το δυνατόν, αυτή την κίνηση και αποστέργει μυθολογικές εξηγήσεις. Βέβαια, μια τέτοια δυναμική εκδίπλωση του προσωκρατικού Λόγου δεν ήταν ούτε μπορούσε να είναι ενιαίαˑ ήταν ωστόσο κατ’ εξοχήν διεισδυτική και διαλεκτική.

ΠΛΑΤΩΝ: Λύσις (218c-220b)

Καὶ δὴ καὶ αὐτὸς ἐγὼ πάνυ ἔχαιρον, ὥσπερ θηρευτής τις, ἔχων ἀγαπητῶς ὃ ἐθηρευόμην. κἄπειτ᾽ οὐκ οἶδ᾽ ὁπόθεν μοι ἀτοπωτάτη τις ὑποψία εἰσῆλθεν ὡς οὐκ ἀληθῆ εἴη τὰ ὡμολογημένα ἡμῖν, καὶ εὐθὺς ἀχθεσθεὶς εἶπον· Βαβαῖ, ὦ Λύσι τε καὶ Μενέξενε, κινδυνεύομεν ὄναρ πεπλουτηκέναι.
[218d] Τί μάλιστα; ἔφη ὁ Μενέξενος.
Φοβοῦμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, μὴ ὥσπερ ἀνθρώποις ἀλαζόσιν λόγοις τισὶν τοιούτοις [ψευδέσιν] ἐντετυχήκαμεν περὶ τοῦ φίλου.
Πῶς δή; ἔφη.
Ὧδε, ἦν δ᾽ ἐγώ, σκοπῶμεν· φίλος ὃς ἂν εἴη, πότερόν ἐστίν τῳ φίλος ἢ οὔ; ―Ἀνάγκη, ἔφη. ―Πότερον οὖν οὐδενὸς ἕνεκα καὶ δι᾽ οὐδέν, ἢ ἕνεκά του καὶ διά τι; ―Ἕνεκά του καὶ διά τι. ―Πότερον φίλου ὄντος ἐκείνου τοῦ πράγματος, οὗ ἕνεκα φίλος ὁ φίλος τῷ φίλῳ, ἢ οὔτε φίλου οὔτε ἐχθροῦ; [218e] ―Οὐ πάνυ, ἔφη, ἕπομαι. ―Εἰκότως γε, ἦν δ᾽ ἐγώ· ἀλλ᾽ ὧδε ἴσως ἀκολουθήσεις, οἶμαι δὲ καὶ ἐγὼ μᾶλλον εἴσομαι ὅτι λέγω. ὁ κάμνων, νυνδὴ ἔφαμεν, τοῦ ἰατροῦ φίλος· οὐχ οὕτως; ―Ναί. ―Οὐκοῦν διὰ νόσον ἕνεκα ὑγιείας τοῦ ἰατροῦ φίλος; ―Ναί. ―Ἡ δέ γε νόσος κακόν; ―Πῶς δ᾽ οὔ; ―Τί δὲ ὑγίεια; ἦν δ᾽ ἐγώ· ἀγαθὸν ἢ κακὸν ἢ οὐδέτερα; ―Ἀγαθόν, [219a] ἔφη. ―Ἐλέγομεν δ᾽ ἄρα, ὡς ἔοικεν, ὅτι τὸ σῶμα, οὔτε ἀγαθὸν οὔτε κακὸν ‹ὄν›, διὰ τὴν νόσον, τοῦτο δὲ διὰ τὸ κακόν, τῆς ἰατρικῆς φίλον ἐστίν, ἀγαθὸν δὲ ἰατρική· ἕνεκα δὲ τῆς ὑγιείας τὴν φιλίαν ἡ ἰατρικὴ ἀνῄρηται, ἡ δὲ ὑγίεια ἀγαθόν. ἦ γάρ; ―Ναί. ―Φίλον δὲ ἢ οὐ φίλον ἡ ὑγίεια; ―Φίλον. ―Ἡ δὲ νόσος ἐχθρόν. ―Πάνυ γε. ―Τὸ οὔτε κακὸν οὔτε [219b] ἀγαθὸν ἄρα διὰ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἐχθρὸν τοῦ ἀγαθοῦ φίλον ἐστὶν ἕνεκα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ φίλου. ―Φαίνεται. ―Ἕνεκα ἄρα τοῦ φίλου ‹τοῦ φίλου› τὸ φίλον φίλον διὰ τὸ ἐχθρόν. ―Ἔοικεν.
Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ. ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἥκομεν, ὦ παῖδες, πρόσσχωμεν τὸν νοῦν μὴ ἐξαπατηθῶμεν. ὅτι μὲν γὰρ φίλον τοῦ φίλου τὸ φίλον γέγονεν, ἐῶ χαίρειν, καὶ τοῦ ὁμοίου γε τὸ ὅμοιον φίλον γίγνεται, ὅ φαμεν ἀδύνατον εἶναι· ἀλλ᾽ ὅμως τόδε σκεψώμεθα, μὴ ἡμᾶς ἐξαπατήσῃ τὸ νῦν λεγόμενον. [219c] ἡ ἰατρική, φαμέν, ἕνεκα τῆς ὑγιείας φίλον. ―Ναί. ―Οὐκοῦν καὶ ἡ ὑγίεια φίλον; ―Πάνυ γε. ―Εἰ ἄρα φίλον, ἕνεκά του. ―Ναί. ―Φίλου γέ τινος δή, εἴπερ ἀκολουθήσει τῇ πρόσθεν ὁμολογίᾳ. ―Πάνυ γε. ―Οὐκοῦν καὶ ἐκεῖνο φίλον αὖ ἔσται ἕνεκα φίλου; ―Ναί. ―Ἆρ᾽ οὖν οὐκ ἀνάγκη ἀπειπεῖν ἡμᾶς οὕτως ἰόντας ἢ ἀφικέσθαι ἐπί τινα ἀρχήν, ἣ οὐκέτ᾽ ἐπανοίσει ἐπ᾽ ἄλλο φίλον, ἀλλ᾽ ἥξει ἐπ᾽ ἐκεῖνο ὅ ἐστιν [219d] πρῶτον φίλον, οὗ ἕνεκα καὶ τὰ ἄλλα φαμὲν πάντα φίλα εἶναι; ―Ἀνάγκη. ―Τοῦτο δή ἐστιν ὃ λέγω, μὴ ἡμᾶς τἆλλα πάντα ἃ εἴπομεν ἐκείνου ἕνεκα φίλα εἶναι, ὥσπερ εἴδωλα ἄττα ὄντα αὐτοῦ, ἐξαπατᾷ, ᾖ δ᾽ ἐκεῖνο τὸ πρῶτον, ὃ ὡς ἀληθῶς ἐστι φίλον. ἐννοήσωμεν γὰρ οὑτωσί· ὅταν τίς τι περὶ πολλοῦ ποιῆται, οἷόνπερ ἐνίοτε πατὴρ ὑὸν ἀντὶ πάντων τῶν ἄλλων χρημάτων προτιμᾷ, ὁ δὴ τοιοῦτος ἕνεκα τοῦ τὸν [219e] ὑὸν περὶ παντὸς ἡγεῖσθαι ἆρα καὶ ἄλλο τι ἂν περὶ πολλοῦ ποιοῖτο; οἷον εἰ αἰσθάνοιτο αὐτὸν κώνειον πεπωκότα, ἆρα περὶ πολλοῦ ποιοῖτ᾽ ἂν οἶνον, εἴπερ τοῦτο ἡγοῖτο τὸν ὑὸν σώσειν; ―Τί μήν; ἔφη. ―Οὐκοῦν καὶ τὸ ἀγγεῖον, ἐν ᾧ ὁ οἶνος ἐνείη; ―Πάνυ γε. ―Ἆρ᾽ οὖν τότε οὐδὲν περὶ πλείονος ποιεῖται, κύλικα κεραμέαν ἢ τὸν ὑὸν τὸν αὑτοῦ, οὐδὲ τρεῖς κοτύλας οἴνου ἢ τὸν ὑόν; ἢ ὧδέ πως ἔχει· πᾶσα ἡ τοιαύτη σπουδὴ οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν ἐσπουδασμένη, ἐπὶ τοῖς ἕνεκά του παρασκευαζομένοις, ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ἐκείνῳ οὗ ἕνεκα πάντα τὰ [220a] τοιαῦτα παρασκευάζεται. οὐχ ὅτι πολλάκις λέγομεν ὡς περὶ πολλοῦ ποιούμεθα χρυσίον καὶ ἀργύριον· ἀλλὰ μὴ οὐδέν τι μᾶλλον οὕτω τό γε ἀληθὲς ἔχῃ, ἀλλ᾽ ἐκεῖνό ἐστιν ὃ περὶ παντὸς ποιούμεθα, ὃ ἂν φανῇ ὄν, ὅτου ἕνεκα καὶ χρυσίον καὶ πάντα τὰ παρασκευαζόμενα παρασκευάζεται. ἆρ᾽ οὕτως φήσομεν; ―Πάνυ γε. ―Οὐκοῦν καὶ περὶ τοῦ φίλου ὁ αὐτὸς λόγος; ὅσα γάρ φαμεν φίλα εἶναι ἡμῖν ἕνεκα φίλου [220b] τινὸς ἑτέρου, ῥήματι φαινόμεθα λέγοντες αὐτό· φίλον δὲ τῷ ὄντι κινδυνεύει ἐκεῖνο αὐτὸ εἶναι, εἰς ὃ πᾶσαι αὗται αἱ λεγόμεναι φιλίαι τελευτῶσιν. ―Κινδυνεύει οὕτως, ἔφη, ἔχειν. ―Οὐκοῦν τό γε τῷ ὄντι φίλον οὐ φίλου τινὸς ἕνεκα φίλον ἐστίν; ―Ἀληθῆ.

***
Αλλά κι εγώ είχα μεγάλη χαρά, σαν τον κυνηγό που χαίρεται γι᾽ αυτό που πάει να πιάσει. Ύστερα όμως, δεν ξέρω πώς, άρχισε να περνά από το μυαλό μου μια παράξενη υποψία, ότι τα συμπεράσματα, στα οποία είχαμε καταλήξει, δεν ήταν σωστά, και τούτο με γέμισε αμέσως λύπη. Τους είπα τότε, Πω πω, Λύσι και Μενέξενε, μου φαίνεται ότι ο θησαυρός που βρήκαμε είναι άνθρακας.
[218d] Γιατί αυτό; ρώτησε ο Μενέξενος.
Φοβάμαι, είπα εγώ, ότι όσα είπαμε για το φιλικό πράγμα μοιάζουν με κούφιους ανθρώπους.
Πώς αυτό; είπε.
Ας το δούμε έτσι, είπα. Εκείνος που είναι φίλος, είναι φίλος κάτινος ή όχι; ―Αναγκαστικά, είπε. ―Ακόμη: είναι φίλος χωρίς να αποβλέπει σε τίποτε και χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος να είναι φίλος ή, απεναντίας, είναι φίλος για χάρη κάποιου σκοπού και εξαιτίας κάποιου πράγματος; ―Για χάρη κάποιου σκοπού και εξαιτίας κάποιου πράγματος. ―Εκείνο το πράγμα, που για χάρη του ο φίλος είναι φίλος του φίλου, είναι κι αυτό φιλικό ή δεν είναι ούτε φιλικό ούτε εχθρικό; [218e] ―Δεν μπορώ, είπε, να σε παρακολουθήσω. ―Φυσικά, είπα εγώ. Ίσως το καταλάβεις αν το διατυπώσω ως εξής, νομίζω άλλωστε ότι έτσι θα καταλάβω κι εγώ πιο καλά τί θέλω να πω. Τώρα δα λέγαμε ότι ο άρρωστος είναι φίλος του γιατρού· έτσι δεν είναι; ―Ναι. ―Είναι λοιπόν φίλος του γιατρού εξαιτίας κάποιας αρρώστιας και για χάρη της υγείας; ―Ναι. ―Η αρρώστια είναι κάτι κακό; ―Ασφαλώς. ―Και η υγεία; ρώτησα εγώ· είναι καλό, κακό ή ούτε το ένα ούτε το άλλο; ―Καλό, [219a] είπε. ―Λέγαμε λοιπόν, μου φαίνεται, ότι εξαιτίας της αρρώστιας, δηλαδή εξαιτίας του κακού, το σώμα, που καθαυτό δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό, γίνεται φίλο της ιατρικής, η οποία είναι κάτι καλό. Κι από την άλλη μεριά ότι η ιατρική έχει κατακτήσει αυτή τη φιλία του σώματος χάρη της υγείας, που κι αυτή είναι κάτι καλό. Δεν είναι έτσι; ―Ναι. ―Και η υγεία είναι ή δεν είναι κάτι φιλικό και αγαπητό; ―Είναι. ―Η αρρώστια όμως είναι κάτι για το οποίο αισθανόμαστε απέχθεια. ―Βεβαιότατα. ―Επομένως, αυτό που δεν είναι ούτε κακό ούτε [219b] αγαθό αισθάνεται φιλία για το αγαθό εξαιτίας του κακού και του μισητού και για χάρη του αγαθού και του φιλικού. ―Είναι φανερό. ―Συνεπώς το φιλικό είναι φιλικό για χάρη του φιλικού και εξαιτίας του εχθρικού. ―Έτσι φαίνεται.
Πολύ καλά, είπα εγώ. Μια και φτάσαμε ως εδώ ας προσέξουμε, παιδιά, μην πέσουμε σε πλάνη. Καταρχήν αφήνω κατά μέρος ότι η συζήτησή μας κατέληξε στο συμπέρασμα πως το φιλικό είναι φιλικό του φιλικού — που σημαίνει δηλαδή πως ένα όμοιο πράγμα είναι φιλικό με το όμοιό του, ενώ προηγουμένως είπαμε ότι αυτό είναι αδύνατο. Ας εξετάσουμε όμως το εξής, για να μη μας παραπλανήσει αυτό που λέμε τώρα. [219c] Υποστηρίζουμε ότι η ιατρική είναι αγαπητή για χάρη της υγείας. ―Ναι. ―Αλλά η υγεία δεν είναι κι αυτή κάτι φιλικό; ―Βεβαιότατα. ―Κι αφού είναι φιλικό, θα είναι φιλικό για χάρη κάτινος άλλου. ―Ναι. ―Που κι αυτό θα είναι φιλικό, εφόσον βέβαια θα ισχύσουν όσα δεχτήκαμε προηγουμένως. ―Βεβαιότατα. ―Δεν θα είναι όμως κι εκείνο με τη σειρά του φιλικό για χάρη κάποιου άλλου φιλικού και αγαπητού πράγματος; ―Ναι. ―Δεν είναι, λοιπόν, αναγκαίο είτε να αποκάμουμε ακολουθώντας αδιάκοπα αυτόν το δρόμο είτε να καταλήξουμε σε μια πρώτη αρχή που δεν θα χρειάζεται πια να αναχθεί σε κάποιο άλλο φιλικό πράγμα, αλλά θα έχει φτάσει [219d] στο πρωταρχικά φιλικό, σ᾽ αυτό που για χάρη του είναι φιλικά όλα εκείνα τα άλλα, στα οποία δώσαμε αυτό το χαρακτηρισμό; ―Κατανάγκη. ―Αυτό ακριβώς λέω: Φοβάμαι, δηλαδή μήπως όλα τα άλλα που για χάρη εκείνου τα χαρακτηρίσαμε αγαπητά και φιλικά, καθώς είναι κάτι σαν απεικονίσεις και ομοιώματά του, μας εξαπατούν, ενώ στην πραγματικότητα αληθινά φιλικό και αγαπητό είναι εκείνο, το πρωταρχικό. Ας δούμε το ζήτημα από την εξής πλευρά: Όταν κάποιος αποδίδει μεγάλη σημασία σε κάτι, όπως λ.χ. συμβαίνει καμιά φορά με έναν πατέρα, για τον οποίο τίποτε απολύτως δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το παιδί του. Δεν είναι δυνατό ο πατέρας αυτός να θεωρήσει πολύ σημαντικό και κάτι άλλο, [219e] ακριβώς επειδή το παιδί του είναι γι᾽ αυτόν το παν; Αν λ.χ. έβλεπε ότι ο γιος του είχε πιει κώνειο, άραγε δεν θα θεωρούσε πολύτιμο το κρασί, εφόσον πίστευε ότι το κρασί θα σώσει το παιδί του; ―Ασφαλώς, είπε. ―Και δεν θα γινόταν το ίδιο και με το κύπελλο, στο οποίο θα ήταν το κρασί; ―Βέβαια, είπε. ―Σ᾽ αυτή την περίπτωση, λοιπόν, δεν θα έκανε καμία διάκριση ανάμεσα σ᾽ ένα πήλινο ποτήρι και στο γιο του, ή ανάμεσα σε μια μικρή ποσότητα κρασιού και στο γιο του; Ή μήπως το πράγμα έχει ως εξής: όλη αυτή η εκτίμηση δεν απευθύνεται στα πράγματα που γίνονται για χάρη κάτινος άλλου, αλλά σ᾽ εκείνο ακριβώς το άλλο που για χάρη του [220a] γίνονται όλα αυτά. Και λέμε, βέβαια, συχνά ότι αποδίδουμε πολλή αξία στο χρυσάφι ή στο ασήμι, ίσως όμως τούτο δεν είναι αλήθεια, αλλά ουσιαστικά πάνω απ᾽ όλα τα άλλα βάζουμε εκείνο —οτιδήποτε κι αν είναι αυτό— για χάρη του οποίου χρησιμοποιούμε και το χρυσάφι και όλα τα άλλα αντικείμενα. Συμφωνούμε; ―Και πολύ μάλιστα. ―Δεν μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι το ίδιο ισχύει και για τη φιλία; Όταν, δηλαδή, λέμε ότι ένα πράγμα μάς είναι αγαπητό και φιλικό για χάρη κάποιου άλλου πράγματος [220b] που κι αυτό είναι αγαπητό, φαίνεται ότι τούτο είναι μόνο και μόνο τρόπος του λέγειν· γιατί αληθινά φιλικό και αγαπητό φαίνεται ότι είναι αποκλειστικά εκείνο, στο οποίο καταλήγουν όλες αυτές οι ας τις πούμε φιλίες. ―Φαίνεται, είπε, ότι έτσι είναι. ―Συνεπώς το αληθινό αγαπητό και φιλικό δεν είναι αγαπητό για χάρη κάποιου άλλου αγαπητού πράγματος. ―Σωστά.