Καὶ δὴ καὶ αὐτὸς ἐγὼ πάνυ ἔχαιρον, ὥσπερ θηρευτής τις, ἔχων ἀγαπητῶς ὃ ἐθηρευόμην. κἄπειτ᾽ οὐκ οἶδ᾽ ὁπόθεν μοι ἀτοπωτάτη τις ὑποψία εἰσῆλθεν ὡς οὐκ ἀληθῆ εἴη τὰ ὡμολογημένα ἡμῖν, καὶ εὐθὺς ἀχθεσθεὶς εἶπον· Βαβαῖ, ὦ Λύσι τε καὶ Μενέξενε, κινδυνεύομεν ὄναρ πεπλουτηκέναι.
[218d] Τί μάλιστα; ἔφη ὁ Μενέξενος.
Φοβοῦμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, μὴ ὥσπερ ἀνθρώποις ἀλαζόσιν λόγοις τισὶν τοιούτοις [ψευδέσιν] ἐντετυχήκαμεν περὶ τοῦ φίλου.
Πῶς δή; ἔφη.
Ὧδε, ἦν δ᾽ ἐγώ, σκοπῶμεν· φίλος ὃς ἂν εἴη, πότερόν ἐστίν τῳ φίλος ἢ οὔ; ―Ἀνάγκη, ἔφη. ―Πότερον οὖν οὐδενὸς ἕνεκα καὶ δι᾽ οὐδέν, ἢ ἕνεκά του καὶ διά τι; ―Ἕνεκά του καὶ διά τι. ―Πότερον φίλου ὄντος ἐκείνου τοῦ πράγματος, οὗ ἕνεκα φίλος ὁ φίλος τῷ φίλῳ, ἢ οὔτε φίλου οὔτε ἐχθροῦ;
[218e] ―Οὐ πάνυ, ἔφη, ἕπομαι. ―Εἰκότως γε, ἦν δ᾽ ἐγώ· ἀλλ᾽ ὧδε ἴσως ἀκολουθήσεις, οἶμαι δὲ καὶ ἐγὼ μᾶλλον εἴσομαι ὅτι λέγω. ὁ κάμνων, νυνδὴ ἔφαμεν, τοῦ ἰατροῦ φίλος· οὐχ οὕτως; ―Ναί. ―Οὐκοῦν διὰ νόσον ἕνεκα ὑγιείας τοῦ ἰατροῦ φίλος; ―Ναί. ―Ἡ δέ γε νόσος κακόν; ―Πῶς δ᾽ οὔ; ―Τί δὲ ὑγίεια; ἦν δ᾽ ἐγώ· ἀγαθὸν ἢ κακὸν ἢ οὐδέτερα; ―Ἀγαθόν,
[219a] ἔφη. ―Ἐλέγομεν δ᾽ ἄρα, ὡς ἔοικεν, ὅτι τὸ σῶμα, οὔτε ἀγαθὸν οὔτε κακὸν ‹ὄν›, διὰ τὴν νόσον, τοῦτο δὲ διὰ τὸ κακόν, τῆς ἰατρικῆς φίλον ἐστίν, ἀγαθὸν δὲ ἰατρική· ἕνεκα δὲ τῆς ὑγιείας τὴν φιλίαν ἡ ἰατρικὴ ἀνῄρηται, ἡ δὲ ὑγίεια ἀγαθόν. ἦ γάρ; ―Ναί. ―Φίλον δὲ ἢ οὐ φίλον ἡ ὑγίεια; ―Φίλον. ―Ἡ δὲ νόσος ἐχθρόν. ―Πάνυ γε. ―Τὸ οὔτε κακὸν οὔτε
[219b] ἀγαθὸν ἄρα διὰ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἐχθρὸν τοῦ ἀγαθοῦ φίλον ἐστὶν ἕνεκα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ φίλου. ―Φαίνεται. ―Ἕνεκα ἄρα τοῦ φίλου ‹τοῦ φίλου› τὸ φίλον φίλον διὰ τὸ ἐχθρόν. ―Ἔοικεν.
Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ. ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἥκομεν, ὦ παῖδες, πρόσσχωμεν τὸν νοῦν μὴ ἐξαπατηθῶμεν. ὅτι μὲν γὰρ φίλον τοῦ φίλου τὸ φίλον γέγονεν, ἐῶ χαίρειν, καὶ τοῦ ὁμοίου γε τὸ ὅμοιον φίλον γίγνεται, ὅ φαμεν ἀδύνατον εἶναι· ἀλλ᾽ ὅμως τόδε σκεψώμεθα, μὴ ἡμᾶς ἐξαπατήσῃ τὸ νῦν λεγόμενον.
[219c] ἡ ἰατρική, φαμέν, ἕνεκα τῆς ὑγιείας φίλον. ―Ναί. ―Οὐκοῦν καὶ ἡ ὑγίεια φίλον; ―Πάνυ γε. ―Εἰ ἄρα φίλον, ἕνεκά του. ―Ναί. ―Φίλου γέ τινος δή, εἴπερ ἀκολουθήσει τῇ πρόσθεν ὁμολογίᾳ. ―Πάνυ γε. ―Οὐκοῦν καὶ ἐκεῖνο φίλον αὖ ἔσται ἕνεκα φίλου; ―Ναί. ―Ἆρ᾽ οὖν οὐκ ἀνάγκη ἀπειπεῖν ἡμᾶς οὕτως ἰόντας ἢ ἀφικέσθαι ἐπί τινα ἀρχήν, ἣ οὐκέτ᾽ ἐπανοίσει ἐπ᾽ ἄλλο φίλον, ἀλλ᾽ ἥξει ἐπ᾽ ἐκεῖνο ὅ ἐστιν
[219d] πρῶτον φίλον, οὗ ἕνεκα καὶ τὰ ἄλλα φαμὲν πάντα φίλα εἶναι; ―Ἀνάγκη. ―Τοῦτο δή ἐστιν ὃ λέγω, μὴ ἡμᾶς τἆλλα πάντα ἃ εἴπομεν ἐκείνου ἕνεκα φίλα εἶναι, ὥσπερ εἴδωλα ἄττα ὄντα αὐτοῦ, ἐξαπατᾷ, ᾖ δ᾽ ἐκεῖνο τὸ πρῶτον, ὃ ὡς ἀληθῶς ἐστι φίλον. ἐννοήσωμεν γὰρ οὑτωσί· ὅταν τίς τι περὶ πολλοῦ ποιῆται, οἷόνπερ ἐνίοτε πατὴρ ὑὸν ἀντὶ πάντων τῶν ἄλλων χρημάτων προτιμᾷ, ὁ δὴ τοιοῦτος ἕνεκα τοῦ τὸν
[219e] ὑὸν περὶ παντὸς ἡγεῖσθαι ἆρα καὶ ἄλλο τι ἂν περὶ πολλοῦ ποιοῖτο; οἷον εἰ αἰσθάνοιτο αὐτὸν κώνειον πεπωκότα, ἆρα περὶ πολλοῦ ποιοῖτ᾽ ἂν οἶνον, εἴπερ τοῦτο ἡγοῖτο τὸν ὑὸν σώσειν; ―Τί μήν; ἔφη. ―Οὐκοῦν καὶ τὸ ἀγγεῖον, ἐν ᾧ ὁ οἶνος ἐνείη; ―Πάνυ γε. ―Ἆρ᾽ οὖν τότε οὐδὲν περὶ πλείονος ποιεῖται, κύλικα κεραμέαν ἢ τὸν ὑὸν τὸν αὑτοῦ, οὐδὲ τρεῖς κοτύλας οἴνου ἢ τὸν ὑόν; ἢ ὧδέ πως ἔχει· πᾶσα ἡ τοιαύτη σπουδὴ οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν ἐσπουδασμένη, ἐπὶ τοῖς ἕνεκά του παρασκευαζομένοις, ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ἐκείνῳ οὗ ἕνεκα πάντα τὰ
[220a] τοιαῦτα παρασκευάζεται. οὐχ ὅτι πολλάκις λέγομεν ὡς περὶ πολλοῦ ποιούμεθα χρυσίον καὶ ἀργύριον· ἀλλὰ μὴ οὐδέν τι μᾶλλον οὕτω τό γε ἀληθὲς ἔχῃ, ἀλλ᾽ ἐκεῖνό ἐστιν ὃ περὶ παντὸς ποιούμεθα, ὃ ἂν φανῇ ὄν, ὅτου ἕνεκα καὶ χρυσίον καὶ πάντα τὰ παρασκευαζόμενα παρασκευάζεται. ἆρ᾽ οὕτως φήσομεν; ―Πάνυ γε. ―Οὐκοῦν καὶ περὶ τοῦ φίλου ὁ αὐτὸς λόγος; ὅσα γάρ φαμεν φίλα εἶναι ἡμῖν ἕνεκα φίλου
[220b] τινὸς ἑτέρου, ῥήματι φαινόμεθα λέγοντες αὐτό· φίλον δὲ τῷ ὄντι κινδυνεύει ἐκεῖνο αὐτὸ εἶναι, εἰς ὃ πᾶσαι αὗται αἱ λεγόμεναι φιλίαι τελευτῶσιν. ―Κινδυνεύει οὕτως, ἔφη, ἔχειν. ―Οὐκοῦν τό γε τῷ ὄντι φίλον οὐ φίλου τινὸς ἕνεκα φίλον ἐστίν; ―Ἀληθῆ.
***
Αλλά κι εγώ είχα μεγάλη χαρά, σαν τον κυνηγό που χαίρεται γι᾽ αυτό που πάει να πιάσει. Ύστερα όμως, δεν ξέρω πώς, άρχισε να περνά από το μυαλό μου μια παράξενη υποψία, ότι τα συμπεράσματα, στα οποία είχαμε καταλήξει, δεν ήταν σωστά, και τούτο με γέμισε αμέσως λύπη. Τους είπα τότε, Πω πω, Λύσι και Μενέξενε, μου φαίνεται ότι ο θησαυρός που βρήκαμε είναι άνθρακας.
[218d] Γιατί αυτό; ρώτησε ο Μενέξενος.
Φοβάμαι, είπα εγώ, ότι όσα είπαμε για το φιλικό πράγμα μοιάζουν με κούφιους ανθρώπους.
Πώς αυτό; είπε.
Ας το δούμε έτσι, είπα. Εκείνος που είναι φίλος, είναι φίλος κάτινος ή όχι; ―Αναγκαστικά, είπε. ―Ακόμη: είναι φίλος χωρίς να αποβλέπει σε τίποτε και χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος να είναι φίλος ή, απεναντίας, είναι φίλος για χάρη κάποιου σκοπού και εξαιτίας κάποιου πράγματος; ―Για χάρη κάποιου σκοπού και εξαιτίας κάποιου πράγματος. ―Εκείνο το πράγμα, που για χάρη του ο φίλος είναι φίλος του φίλου, είναι κι αυτό φιλικό ή δεν είναι ούτε φιλικό ούτε εχθρικό;
[218e] ―Δεν μπορώ, είπε, να σε παρακολουθήσω. ―Φυσικά, είπα εγώ. Ίσως το καταλάβεις αν το διατυπώσω ως εξής, νομίζω άλλωστε ότι έτσι θα καταλάβω κι εγώ πιο καλά τί θέλω να πω. Τώρα δα λέγαμε ότι ο άρρωστος είναι φίλος του γιατρού· έτσι δεν είναι; ―Ναι. ―Είναι λοιπόν φίλος του γιατρού εξαιτίας κάποιας αρρώστιας και για χάρη της υγείας; ―Ναι. ―Η αρρώστια είναι κάτι κακό; ―Ασφαλώς. ―Και η υγεία; ρώτησα εγώ· είναι καλό, κακό ή ούτε το ένα ούτε το άλλο; ―Καλό,
[219a] είπε. ―Λέγαμε λοιπόν, μου φαίνεται, ότι εξαιτίας της αρρώστιας, δηλαδή εξαιτίας του κακού, το σώμα, που καθαυτό δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό, γίνεται φίλο της ιατρικής, η οποία είναι κάτι καλό. Κι από την άλλη μεριά ότι η ιατρική έχει κατακτήσει αυτή τη φιλία του σώματος χάρη της υγείας, που κι αυτή είναι κάτι καλό. Δεν είναι έτσι; ―Ναι. ―Και η υγεία είναι ή δεν είναι κάτι φιλικό και αγαπητό; ―Είναι. ―Η αρρώστια όμως είναι κάτι για το οποίο αισθανόμαστε απέχθεια. ―Βεβαιότατα. ―Επομένως, αυτό που δεν είναι ούτε κακό ούτε
[219b] αγαθό αισθάνεται φιλία για το αγαθό εξαιτίας του κακού και του μισητού και για χάρη του αγαθού και του φιλικού. ―Είναι φανερό. ―Συνεπώς το φιλικό είναι φιλικό για χάρη του φιλικού και εξαιτίας του εχθρικού. ―Έτσι φαίνεται.
Πολύ καλά, είπα εγώ. Μια και φτάσαμε ως εδώ ας προσέξουμε, παιδιά, μην πέσουμε σε πλάνη. Καταρχήν αφήνω κατά μέρος ότι η συζήτησή μας κατέληξε στο συμπέρασμα πως το φιλικό είναι φιλικό του φιλικού — που σημαίνει δηλαδή πως ένα όμοιο πράγμα είναι φιλικό με το όμοιό του, ενώ προηγουμένως είπαμε ότι αυτό είναι αδύνατο. Ας εξετάσουμε όμως το εξής, για να μη μας παραπλανήσει αυτό που λέμε τώρα.
[219c] Υποστηρίζουμε ότι η ιατρική είναι αγαπητή για χάρη της υγείας. ―Ναι. ―Αλλά η υγεία δεν είναι κι αυτή κάτι φιλικό; ―Βεβαιότατα. ―Κι αφού είναι φιλικό, θα είναι φιλικό για χάρη κάτινος άλλου. ―Ναι. ―Που κι αυτό θα είναι φιλικό, εφόσον βέβαια θα ισχύσουν όσα δεχτήκαμε προηγουμένως. ―Βεβαιότατα. ―Δεν θα είναι όμως κι εκείνο με τη σειρά του φιλικό για χάρη κάποιου άλλου φιλικού και αγαπητού πράγματος; ―Ναι. ―Δεν είναι, λοιπόν, αναγκαίο είτε να αποκάμουμε ακολουθώντας αδιάκοπα αυτόν το δρόμο είτε να καταλήξουμε σε μια πρώτη αρχή που δεν θα χρειάζεται πια να αναχθεί σε κάποιο άλλο φιλικό πράγμα, αλλά θα έχει φτάσει
[219d] στο πρωταρχικά φιλικό, σ᾽ αυτό που για χάρη του είναι φιλικά όλα εκείνα τα άλλα, στα οποία δώσαμε αυτό το χαρακτηρισμό; ―Κατανάγκη. ―Αυτό ακριβώς λέω: Φοβάμαι, δηλαδή μήπως όλα τα άλλα που για χάρη εκείνου τα χαρακτηρίσαμε αγαπητά και φιλικά, καθώς είναι κάτι σαν απεικονίσεις και ομοιώματά του, μας εξαπατούν, ενώ στην πραγματικότητα αληθινά φιλικό και αγαπητό είναι εκείνο, το πρωταρχικό. Ας δούμε το ζήτημα από την εξής πλευρά: Όταν κάποιος αποδίδει μεγάλη σημασία σε κάτι, όπως λ.χ. συμβαίνει καμιά φορά με έναν πατέρα, για τον οποίο τίποτε απολύτως δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το παιδί του. Δεν είναι δυνατό ο πατέρας αυτός να θεωρήσει πολύ σημαντικό και κάτι άλλο,
[219e] ακριβώς επειδή το παιδί του είναι γι᾽ αυτόν το παν; Αν λ.χ. έβλεπε ότι ο γιος του είχε πιει κώνειο, άραγε δεν θα θεωρούσε πολύτιμο το κρασί, εφόσον πίστευε ότι το κρασί θα σώσει το παιδί του; ―Ασφαλώς, είπε. ―Και δεν θα γινόταν το ίδιο και με το κύπελλο, στο οποίο θα ήταν το κρασί; ―Βέβαια, είπε. ―Σ᾽ αυτή την περίπτωση, λοιπόν, δεν θα έκανε καμία διάκριση ανάμεσα σ᾽ ένα πήλινο ποτήρι και στο γιο του, ή ανάμεσα σε μια μικρή ποσότητα κρασιού και στο γιο του; Ή μήπως το πράγμα έχει ως εξής: όλη αυτή η εκτίμηση δεν απευθύνεται στα πράγματα που γίνονται για χάρη κάτινος άλλου, αλλά σ᾽ εκείνο ακριβώς το άλλο που για χάρη του
[220a] γίνονται όλα αυτά. Και λέμε, βέβαια, συχνά ότι αποδίδουμε πολλή αξία στο χρυσάφι ή στο ασήμι, ίσως όμως τούτο δεν είναι αλήθεια, αλλά ουσιαστικά πάνω απ᾽ όλα τα άλλα βάζουμε εκείνο —οτιδήποτε κι αν είναι αυτό— για χάρη του οποίου χρησιμοποιούμε και το χρυσάφι και όλα τα άλλα αντικείμενα. Συμφωνούμε; ―Και πολύ μάλιστα. ―Δεν μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι το ίδιο ισχύει και για τη φιλία; Όταν, δηλαδή, λέμε ότι ένα πράγμα μάς είναι αγαπητό και φιλικό για χάρη κάποιου άλλου πράγματος
[220b] που κι αυτό είναι αγαπητό, φαίνεται ότι τούτο είναι μόνο και μόνο τρόπος του λέγειν· γιατί αληθινά φιλικό και αγαπητό φαίνεται ότι είναι αποκλειστικά εκείνο, στο οποίο καταλήγουν όλες αυτές οι ας τις πούμε φιλίες. ―Φαίνεται, είπε, ότι έτσι είναι. ―Συνεπώς το αληθινό αγαπητό και φιλικό δεν είναι αγαπητό για χάρη κάποιου άλλου αγαπητού πράγματος. ―Σωστά.