ΟΡ. σοφόν τι χρῆμα τοῦ διδάξαντος βροτοὺς
λόγους ἀκούειν τῶν ἐναντίων πάρα.
ἐγὼ γὰρ εἰδὼς τῶνδε σύγχυσιν δόμων
960 ἔριν τε τὴν σὴν καὶ γυναικὸς Ἕκτορος
φυλακὰς ἔχων ἔμιμνον, εἴτ᾽ αὐτοῦ μενεῖς
εἴτ᾽ ἐκφοβηθεῖσ᾽ αἰχμαλωτίδος φόνῳ
γυναικὸς οἴκων τῶνδ᾽ ἀπηλλάχθαι θέλεις.
ἦλθον δὲ σὰς μὲν οὐ σέβων ἐπιστολάς,
965 εἰ δ᾽ ἐνδιδοίης, ὥσπερ ἐνδίδως, λόγον,
πέμψων σ᾽ ἀπ᾽ οἴκων τῶνδ᾽. ἐμὴ γὰρ οὖσα πρὶν
σὺν τῷδε ναίεις ἀνδρὶ σοῦ πατρὸς κάκῃ,
ὃς πρὶν τὰ Τροίας ἐσβαλεῖν ὁρίσματα
γυναῖκ᾽ ἐμοί σε δοὺς ὑπέσχεθ᾽ ὕστερον
970 τῷ νῦν σ᾽ ἔχοντι, Τρῳάδ᾽ εἰ πέρσοι πόλιν.
ἐπεὶ δ᾽ Ἀχιλλέως δεῦρ᾽ ἐνόστησεν γόνος,
σῷ μὲν συνέγνων πατρί, τὸν δ᾽ ἐλισσόμην
γάμους ἀφεῖναι σούς, ἐμὰς λέγων τύχας
καὶ τὸν παρόντα δαίμον᾽, ὡς φίλων μὲν ἂν
975 γήμαιμ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν, ἔκτοθεν δ᾽ οὐ ῥᾳδίως,
φεύγων ἀπ᾽ οἴκων ἃς ἐγὼ φεύγω φυγάς.
ὁ δ᾽ ἦν ὑβριστὴς ἔς τ᾽ ἐμῆς μητρὸς φόνον
τάς θ᾽ αἱματωποὺς θεὰς ὀνειδίζων ἐμοί.
κἀγὼ ταπεινὸς ὢν τύχαις ταῖς οἴκοθεν
980 ἤλγουν μὲν ἤλγουν, συμφορὰς δ᾽ ἠνειχόμην,
σῶν δὲ στερηθεὶς ᾠχόμην ἄκων γάμων.
νῦν οὖν, ἐπειδὴ περιπετεῖς ἔχεις τύχας
καὶ ξυμφορὰν τήνδ᾽ ἐσπεσοῦσ᾽ ἀμηχανεῖς,
ἄξω σ᾽ ἐς οἴκους καὶ πατρὸς δώσω χερί.
985 τὸ συγγενὲς γὰρ δεινόν, ἔν τε τοῖς κακοῖς
οὐκ ἔστιν οὐδὲν κρεῖσσον οἰκείου φίλου.
ΕΡ. νυμφευμάτων μὲν τῶν ἐμῶν πατὴρ ἐμὸς
μέριμναν ἕξει, κοὐκ ἐμὸν κρίνειν τόδε.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα τῶνδέ μ᾽ ἔκπεμψον δόμων,
990 μὴ φθῇ με προσβὰς δῶμα καί μολὼν πόσις,
ἢ πρέσβυς οἴκους μ᾽ ἐξερημοῦσαν μαθὼν
Πηλεὺς μετέλθῃ πωλικοῖς διώγμασιν.
ΟΡ. θάρσει γέροντος χεῖρα· τὸν δ᾽ Ἀχιλλέως
μηδὲν φοβηθῇς παῖδ᾽, ὅσ᾽ εἰς ἔμ᾽ ὕβρισεν.
995 τοία γὰρ αὐτῷ μηχανὴ πεπλεγμένη
βρόχοις ἀκινήτοισιν ἕστηκεν φόνου
πρὸς τῆσδε χειρός· ἣν πάρος μὲν οὐκ ἐρῶ,
τελουμένων δὲ Δελφὶς εἴσεται πέτρα.
ὁ μητροφόντης δ᾽, ἢν δορυξένων ἐμῶν
1000 μείνωσιν ὅρκοι Πυθικὴν ἀνὰ χθόνα,
δείξω γαμεῖν σφε μηδέν᾽ ὧν ἐχρῆν ἐμέ.
πικρῶς δὲ πατρὸς φόνιον αἰτήσει δίκην
ἄνακτα Φοῖβον· οὐδέ νιν μετάστασις
γνώμης ὀνήσει θεῷ διδόντα νῦν δίκας,
1005 ἀλλ᾽ ἔκ τ᾽ ἐκείνου διαβολαῖς τε ταῖς ἐμαῖς
κακῶς ὀλεῖται· γνώσεται δ᾽ ἔχθραν ἐμήν.
ἐχθρῶν γὰρ ἀνδρῶν μοῖραν εἰς ἀναστροφὴν
δαίμων δίδωσι κοὐκ ἐᾷ φρονεῖν μέγα.
***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σοφός ήταν ο λόγος εκεινού που δίδαξε
ότι θα πρέπει κανείς ν᾽ ακούει το καθετί
από το ίδιο το στόμα των ανθρώπων
που έχουνε τις διαφορές. Γνωρίζοντας κι εγώ
την αναστάτωση που υπάρχει μες σ᾽ αυτό το σπίτι,
960 την έχθρα ανάμεσα σε σένα και τη σύζυγο
του Έκτορα, περίμενα για να δω τί θα κάνεις,
αν θα μείνεις στο σπίτι ετούτο, ή μήπως, φοβισμένη
από το φέρσιμο της σκλάβας, θα ᾽θελες να φύγεις.
Κι ήρθα χωρίς να περιμένω μήνυμά σου
για να σε στείλω απ᾽ το παλάτι ετούτο μακριά,
αν μου ᾽δινες, όπως και μου ᾽δωσες, την αφορμή
με τα ίδια σου τα λόγια.
Ήσουνα κάποτε γυναίκα μου, κι αν τώρα
συγκατοικείς εδώ μ᾽ αυτόν τον άντρα,
αίτιος είναι ο κακόπιστος πατέρας σου,
που πριν να πάει στην Τροία, σ᾽ έδωσε σε μένα,
κι ύστερα σ᾽ έταξε σ᾽ αυτόν που σ᾽ έχει σήμερα
970 αν θα κατόρθωνε να πάρει την Τρωάδα.
Κι όταν ο γιος του Αχιλλέα εγύρισε,
δεν κράτησα κακία στον πατέρα σου,
παρακαλούσα όμως τον άλλον να παραιτηθεί
από ένα τέτοιο πάντρεμα, και του ανιστόρησα
τις συμφορές μου και τη μοίρα μου, και του είπα
πως μόνο απ᾽ τη δική μας τη φαμίλια
και δύσκολα από ξένες οικογένειες
θα μπορούσα να πάρω γυναίκα,
διωγμένος καθώς είμαι από το σπίτι μου.
Μα εκείνος μ᾽ έβριζε για της μητέρας μου τον φόνο,
με χλεύαζε μιλώντας για τις Ερινύες,
κι εγώ, ταπεινωμένος απ᾽ τις συμφορές
του σπιτιού μου, πονούσα, ναι, πονούσα,
980 μα έκανα υπομονή στη δυστυχία μου
κι όταν στερήθηκα κι εσένα, είπα να φύγω.
Τώρα λοιπόν που κακοτύχησες και βυθισμένη
σε τέτοια συμφορά, δεν ξέρεις τί να πράξεις,
θα σε πάρω από δω και θα σε παραδώσω
στα χέρια του πατέρα σου. Είναι μεγάλη
της συγγένειας η δύναμη και μες στη δυστυχία
τίποτα πιο πολύτιμο απ᾽ τον καλό συγγενή.
ΕΡΜΙΟΝΗ
Για τις παντρειές μου θα νοιαστεί ο πατέρας μου,
εγώ δεν επιτρέπεται ν᾽ αποφασίσω.
Μα όσο μπορείς πιο γρήγορα, να με στείλεις μακριά,
990 μη με προλάβει ο άντρας μου γυρίζοντας,
ή μη με κυνηγήσει ο γέροντας Πηλέας,
με τα γοργά του τ᾽ άλογα, όταν μάθει
ότι παράτησα το σπίτι του παιδιού του.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Το χέρι ενός γέροντα μην το φοβάσαι. Κι ούτε
του Αχιλλέα τον γιο, που αδιάντροπα μου μίλησε.
Το χέρι αυτό που βλέπεις του έστησε,
με γερά βρόχια, φονική παγίδα,
που τώρα δεν θα φανερώσω. Μα όταν γίνει
αυτό που είναι να γίνει, θα το μάθει
ο βράχος των Δελφών. Εγώ,
ο μητροκτόνος, θα του μάθω, —αν μείνουν
πιστοί στον όρκο τους οι φίλοι μου
1000 στη χώρα της Πυθίας—
να μην κοιτάει να πάρει σύζυγό του εκείνην
που έχει δοθεί σ᾽ εμένανε με υπόσχεση.
Πικρά θα μετανιώσει, που αποτόλμησε
να ζητήσει τον λόγο απ᾽ τον Απόλλωνα
για του πατέρα του τον φόνο. Κι ούτε θα ωφελήσει
που άλλαξε γνώμη και κοιτάζει τώρα
να εξιλεώσει τον θεό· από κείνον,
αλλά και για το φέρσιμό του προς εμένα,
θα βρει τέλος κακό. Θα δει τότε
ποιόν είχε εχθρό. Την τύχη των ανθρώπων
οι οργισμένοι θεοί μεταλλάζουνε
και η έπαρση θα βρει την τιμωρία της.
(Φεύγει με την Ερμιόνη.)
λόγους ἀκούειν τῶν ἐναντίων πάρα.
ἐγὼ γὰρ εἰδὼς τῶνδε σύγχυσιν δόμων
960 ἔριν τε τὴν σὴν καὶ γυναικὸς Ἕκτορος
φυλακὰς ἔχων ἔμιμνον, εἴτ᾽ αὐτοῦ μενεῖς
εἴτ᾽ ἐκφοβηθεῖσ᾽ αἰχμαλωτίδος φόνῳ
γυναικὸς οἴκων τῶνδ᾽ ἀπηλλάχθαι θέλεις.
ἦλθον δὲ σὰς μὲν οὐ σέβων ἐπιστολάς,
965 εἰ δ᾽ ἐνδιδοίης, ὥσπερ ἐνδίδως, λόγον,
πέμψων σ᾽ ἀπ᾽ οἴκων τῶνδ᾽. ἐμὴ γὰρ οὖσα πρὶν
σὺν τῷδε ναίεις ἀνδρὶ σοῦ πατρὸς κάκῃ,
ὃς πρὶν τὰ Τροίας ἐσβαλεῖν ὁρίσματα
γυναῖκ᾽ ἐμοί σε δοὺς ὑπέσχεθ᾽ ὕστερον
970 τῷ νῦν σ᾽ ἔχοντι, Τρῳάδ᾽ εἰ πέρσοι πόλιν.
ἐπεὶ δ᾽ Ἀχιλλέως δεῦρ᾽ ἐνόστησεν γόνος,
σῷ μὲν συνέγνων πατρί, τὸν δ᾽ ἐλισσόμην
γάμους ἀφεῖναι σούς, ἐμὰς λέγων τύχας
καὶ τὸν παρόντα δαίμον᾽, ὡς φίλων μὲν ἂν
975 γήμαιμ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν, ἔκτοθεν δ᾽ οὐ ῥᾳδίως,
φεύγων ἀπ᾽ οἴκων ἃς ἐγὼ φεύγω φυγάς.
ὁ δ᾽ ἦν ὑβριστὴς ἔς τ᾽ ἐμῆς μητρὸς φόνον
τάς θ᾽ αἱματωποὺς θεὰς ὀνειδίζων ἐμοί.
κἀγὼ ταπεινὸς ὢν τύχαις ταῖς οἴκοθεν
980 ἤλγουν μὲν ἤλγουν, συμφορὰς δ᾽ ἠνειχόμην,
σῶν δὲ στερηθεὶς ᾠχόμην ἄκων γάμων.
νῦν οὖν, ἐπειδὴ περιπετεῖς ἔχεις τύχας
καὶ ξυμφορὰν τήνδ᾽ ἐσπεσοῦσ᾽ ἀμηχανεῖς,
ἄξω σ᾽ ἐς οἴκους καὶ πατρὸς δώσω χερί.
985 τὸ συγγενὲς γὰρ δεινόν, ἔν τε τοῖς κακοῖς
οὐκ ἔστιν οὐδὲν κρεῖσσον οἰκείου φίλου.
ΕΡ. νυμφευμάτων μὲν τῶν ἐμῶν πατὴρ ἐμὸς
μέριμναν ἕξει, κοὐκ ἐμὸν κρίνειν τόδε.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα τῶνδέ μ᾽ ἔκπεμψον δόμων,
990 μὴ φθῇ με προσβὰς δῶμα καί μολὼν πόσις,
ἢ πρέσβυς οἴκους μ᾽ ἐξερημοῦσαν μαθὼν
Πηλεὺς μετέλθῃ πωλικοῖς διώγμασιν.
ΟΡ. θάρσει γέροντος χεῖρα· τὸν δ᾽ Ἀχιλλέως
μηδὲν φοβηθῇς παῖδ᾽, ὅσ᾽ εἰς ἔμ᾽ ὕβρισεν.
995 τοία γὰρ αὐτῷ μηχανὴ πεπλεγμένη
βρόχοις ἀκινήτοισιν ἕστηκεν φόνου
πρὸς τῆσδε χειρός· ἣν πάρος μὲν οὐκ ἐρῶ,
τελουμένων δὲ Δελφὶς εἴσεται πέτρα.
ὁ μητροφόντης δ᾽, ἢν δορυξένων ἐμῶν
1000 μείνωσιν ὅρκοι Πυθικὴν ἀνὰ χθόνα,
δείξω γαμεῖν σφε μηδέν᾽ ὧν ἐχρῆν ἐμέ.
πικρῶς δὲ πατρὸς φόνιον αἰτήσει δίκην
ἄνακτα Φοῖβον· οὐδέ νιν μετάστασις
γνώμης ὀνήσει θεῷ διδόντα νῦν δίκας,
1005 ἀλλ᾽ ἔκ τ᾽ ἐκείνου διαβολαῖς τε ταῖς ἐμαῖς
κακῶς ὀλεῖται· γνώσεται δ᾽ ἔχθραν ἐμήν.
ἐχθρῶν γὰρ ἀνδρῶν μοῖραν εἰς ἀναστροφὴν
δαίμων δίδωσι κοὐκ ἐᾷ φρονεῖν μέγα.
***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σοφός ήταν ο λόγος εκεινού που δίδαξε
ότι θα πρέπει κανείς ν᾽ ακούει το καθετί
από το ίδιο το στόμα των ανθρώπων
που έχουνε τις διαφορές. Γνωρίζοντας κι εγώ
την αναστάτωση που υπάρχει μες σ᾽ αυτό το σπίτι,
960 την έχθρα ανάμεσα σε σένα και τη σύζυγο
του Έκτορα, περίμενα για να δω τί θα κάνεις,
αν θα μείνεις στο σπίτι ετούτο, ή μήπως, φοβισμένη
από το φέρσιμο της σκλάβας, θα ᾽θελες να φύγεις.
Κι ήρθα χωρίς να περιμένω μήνυμά σου
για να σε στείλω απ᾽ το παλάτι ετούτο μακριά,
αν μου ᾽δινες, όπως και μου ᾽δωσες, την αφορμή
με τα ίδια σου τα λόγια.
Ήσουνα κάποτε γυναίκα μου, κι αν τώρα
συγκατοικείς εδώ μ᾽ αυτόν τον άντρα,
αίτιος είναι ο κακόπιστος πατέρας σου,
που πριν να πάει στην Τροία, σ᾽ έδωσε σε μένα,
κι ύστερα σ᾽ έταξε σ᾽ αυτόν που σ᾽ έχει σήμερα
970 αν θα κατόρθωνε να πάρει την Τρωάδα.
Κι όταν ο γιος του Αχιλλέα εγύρισε,
δεν κράτησα κακία στον πατέρα σου,
παρακαλούσα όμως τον άλλον να παραιτηθεί
από ένα τέτοιο πάντρεμα, και του ανιστόρησα
τις συμφορές μου και τη μοίρα μου, και του είπα
πως μόνο απ᾽ τη δική μας τη φαμίλια
και δύσκολα από ξένες οικογένειες
θα μπορούσα να πάρω γυναίκα,
διωγμένος καθώς είμαι από το σπίτι μου.
Μα εκείνος μ᾽ έβριζε για της μητέρας μου τον φόνο,
με χλεύαζε μιλώντας για τις Ερινύες,
κι εγώ, ταπεινωμένος απ᾽ τις συμφορές
του σπιτιού μου, πονούσα, ναι, πονούσα,
980 μα έκανα υπομονή στη δυστυχία μου
κι όταν στερήθηκα κι εσένα, είπα να φύγω.
Τώρα λοιπόν που κακοτύχησες και βυθισμένη
σε τέτοια συμφορά, δεν ξέρεις τί να πράξεις,
θα σε πάρω από δω και θα σε παραδώσω
στα χέρια του πατέρα σου. Είναι μεγάλη
της συγγένειας η δύναμη και μες στη δυστυχία
τίποτα πιο πολύτιμο απ᾽ τον καλό συγγενή.
ΕΡΜΙΟΝΗ
Για τις παντρειές μου θα νοιαστεί ο πατέρας μου,
εγώ δεν επιτρέπεται ν᾽ αποφασίσω.
Μα όσο μπορείς πιο γρήγορα, να με στείλεις μακριά,
990 μη με προλάβει ο άντρας μου γυρίζοντας,
ή μη με κυνηγήσει ο γέροντας Πηλέας,
με τα γοργά του τ᾽ άλογα, όταν μάθει
ότι παράτησα το σπίτι του παιδιού του.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Το χέρι ενός γέροντα μην το φοβάσαι. Κι ούτε
του Αχιλλέα τον γιο, που αδιάντροπα μου μίλησε.
Το χέρι αυτό που βλέπεις του έστησε,
με γερά βρόχια, φονική παγίδα,
που τώρα δεν θα φανερώσω. Μα όταν γίνει
αυτό που είναι να γίνει, θα το μάθει
ο βράχος των Δελφών. Εγώ,
ο μητροκτόνος, θα του μάθω, —αν μείνουν
πιστοί στον όρκο τους οι φίλοι μου
1000 στη χώρα της Πυθίας—
να μην κοιτάει να πάρει σύζυγό του εκείνην
που έχει δοθεί σ᾽ εμένανε με υπόσχεση.
Πικρά θα μετανιώσει, που αποτόλμησε
να ζητήσει τον λόγο απ᾽ τον Απόλλωνα
για του πατέρα του τον φόνο. Κι ούτε θα ωφελήσει
που άλλαξε γνώμη και κοιτάζει τώρα
να εξιλεώσει τον θεό· από κείνον,
αλλά και για το φέρσιμό του προς εμένα,
θα βρει τέλος κακό. Θα δει τότε
ποιόν είχε εχθρό. Την τύχη των ανθρώπων
οι οργισμένοι θεοί μεταλλάζουνε
και η έπαρση θα βρει την τιμωρία της.
(Φεύγει με την Ερμιόνη.)