Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 2. ΤΟ ΟΝΟΜΑ

ΕΙΣΑΓΩΓH

§2.0. Η κατηγορία του ονόματος περιλαμβάνει το ουσιαστικό και το επίθετο, τα οποία στην αρχαία Ελληνική προσδιορίζονται από τις γραμματικές κατηγορίες του γένους, του αριθμού και της πτώσης. Στην συνέχεια θα εξεταστεί η συντακτική λειτουργία των ονομάτων σε συνάρτηση με τα τρία αυτά χαρακτηριστικά τους. 

Κάποια στοιχεία για τη λειτουργία ορισμένων πτώσεων έχουν ήδη προκαταβληθεί στις παραγράφους για το υποκείμενο και το κατηγορούμενο, ενώ η χρήση των πτώσεων ως αντικειμένων του ρήματος θα ενταχθεί στο κεφάλαιο για το ρήμα.

ΓΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

§2.1. Μορφολογία των γενών. Τα αρχαία ελληνικά, όπως και τα νέα ελληνικά, ταξινομούν τα ονόματα ως προς το γένος τους σε τρεις κατηγορίες: αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο. Το γένος των ονομάτων δηλώνεται σε αρκετές περιπτώσεις από τη μορφολογία τους, π.χ. τα τρικατάληκτα επίθετα διαθέτουν τρεις διαφορετικές καταλήξεις για κάθε γένος: δίκαιος, δικαία, δίκαιον· ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθόν· ἡδύς, ἡδεῖα, ἡδύ· πᾶς, πᾶσα, πᾶν. Το ίδιο ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τα ουσιατικά: οι καταλήξεις -ος, -της, -εύς, στην ονομαστική των ουσιαστικών δηλώνουν συνήθως αρσενικό γένος, ενώ οι καταλήξεις -α, -η, -ις, -ότης, -ύτης, θηλυκό. Υπάρχουν επίσης αρκετά ζεύγη ουσιαστικών που το θηλυκό τους σχηματίστηκε από το αρσενικό με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων (-τρια, -ειρα, -αινα, -ισσα, -ιδ-, κ.ά.), π.χ. ὁ πολίτης - ἡ πολῖτις, ὁ προφήτης - ἡ προφῆτις, ὁ σωτὴρ - ἡ σώτειρα, ὁ βασιλεὺς - ἡ βασίλισσα, ὁ θεράπων - ἡ θεράπαινα. Η μορφολογία όμως δεν είναι πάντοτε ενδεικτική του γένους, όπως φαίνεται σε πολυάριθμες περιπτώσεις, π.χ. ὁδός, νῆσος (θηλυκά), νεφεληγερέτα, ἱππότα (αρσενικά), και από τα δικατάληκτα επίθετα τα οποία διαθέτουν μία κοινή κατάληξη για το αρσενικό και θηλυκό, π.χ. ὁ ἀθάνατος, ἡ ἀθάνατος.

§2.2. Σημασιολογία των γενών. Για την ταξινόμηση των ουσιαστικών σε γένη σημαντικό ρόλο παίζει η σημασία τους. Ειδικότερα, στην κατηγορία του ουδετέρου εντάσσονται κυρίως άψυχα όντα με εξαίρεση τα ουδέτερα υποκοριστικά που σχηματίζονται από αρσενικά ή θηλυκά με τις παραγωγικές καταλήξεις -ιον, -ίδιον, -άριον κ.ά.: παιδίον, θυγάτριον, μειράκιον, ἀνθρώπιον, παιδάριον. Η κατηγορία του αρσενικού και του θηλυκού καλύπτει τόσο έμψυχα όσο και άψυχα όντα, τα οποία ταξινομούνται στο ένα ή στο άλλο γένος είτε με βάση το βιολογικό τους φύλο, π.χ. ὁ πατὴρ - ἡ μήτηρ, είτε των κοινωνικών και πολιτιστικών αντιλήψεων που αντανακλούν, π.χ. το γένος των λέξεων οὐρανὸς - γῆ καθορίζεται από τη μυθολογική απεικόνιση των δύο ως θεϊκού ζεύγους και από την αντίληψη ότι ο ουρανός με τη βροχή γονιμοποιεί τη γη, ενώ τα περισσότερα ονόματα φυτών και δέντρων είναι θηλυκά γιατί γίνονται αντιληπτά ως παραγωγικές δυνάμεις που γεννούν. Συνήθως όμως είναι αδύνατο να ανασυστήσουμε το ιδεολογικό πλαίσιο που υπήρξε καθοριστικό γαι την ταξινόμηση μιας λέξης σε ένα συγκεκριμένο γένος. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο για τον καθορισμό του γένους παίζουν οι ομαδοποιήσεις λέξεων καθώς και η εξάρτηση των ειδικότερων εννοιών από το γένος της γενικότερης έννοιας στην οποία εντάσσονται· έτσι τα περισσότερα ονόματα νησιών στην αρχαία ελληνική είναι θηλυκά, ενώ των ανέμων και των ποταμών αρσενικά, εξαιτίας του γένους των λέξεων νῆσος, ἄνεμος και ποταμός.

§2.3. Εξέλιξη των γενών. Οι μορφολογικές αντιθέσεις που διαφοροποιούν τα γένη είναι σαφές ότι δεν αναπτύσσονται ανάμεσα και στα τρια γένη συγχρόνως· αντιθετικές σχέσεις υφίστανται ανάμεσα στο αρσενικό και στο θηλυκό, ενώ σ' αυτά αντιτίθεται το ουδέτερο, όπως δηλώνει και το όνομά του (αυτό που δεν είναι ούτε αρσενικό, ούτε θηλυκό). Οι συγκεκριμένες σχέσεις ανάμεσα στα τρία γένη εξηγούνται από την ιστορία τους. Είναι πολύ πιθανό ότι αρχικά η ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, από την οποία προήλθε η αρχαία ελληνική, διέθετε μόνο τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε έμψυχο και άψυχο. Σε μεταγενέστερη φάση αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της κατηγορίας του εμψύχου η αντίθεση ανάμεσα σε αρσενικό και θηλυκό. Η αρχαία ελληνική διατηρεί ακόμη αρκετά κατάλοιπα αυτής της προγενέστερης δυαδικής διαφοροποίησης ανάμεσα σε έμψυχο και άψυχο, π.χ. υπάρχουν ουσιαστικά που χρησιμοποιούνται αδιαφοροποίητα μορφολογικά για να δηλώσουν τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό: ὁ παῖς, ἡ παῖς· ὁ βοῦς, ἡ βοῦς· ὁ κόλαξ, ἡ κόλαξ κλπ., ενώ μεγάλος αριθμός επιθέτων είναι δικατάληκτα: ὁ, ἡ ἔρημος, τὸ ἔρημον· ὁ, ἡ ἄδικος, τὸ ἄδικον· ὁ, ἡ εὔνους, τὸ εὔνουν· ὁ, ἡ εὐδαίμων, τὸ εὔδαιμον· ὁ, ἡ ἀληθής, τὸ ἀληθές· ὁ, ἡ ἄχαρις, τὸ ἄχαρι κλπ. Επίσης, εντοπίζονται και ζεύγη ουσιαστικών στα οποία η διαφορά αρσενικού-θηλυκού δεν δηλώνεται από τις διαφορετικές καταλήξεις, αλλά από τη διαφορά των θεμάτων, όπως συμβαίνει και σε όλες τις γλώσσες που δεν διαφοροποιούν μορφολογικά το αρσενικό από το θηλυκό: πατὴρ - μήτηρ, υἱὸς - θυγάτηρ, ἀνὴρ - γυνή.

§2.4. Ιδιαιτερότητες στη δήλωση του γένους. Όταν πρόκειται να συνδηλωθεί το αρσενικό και το θηλυκό με μία λέξη, χρησιμοποιείται το αρσενικό γένος, ιδιαίτερα σε λέξεις πληθυντικού αριθμού, όπως οἱ γονεῖς, οἱ παῖδες, οἱ ἀδελφοί. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που δηλώνεται πρόσωπο στη γενικότητά του χωρίς να προσδιορίζεται αν είναι αρσενικό ή θηλυκό.

ΠΛ Νομ 835d εἶδον νέους τε καὶ νέας ὁμιλοῦντας φιλοφρόνως ἀλλήλοις || είδα νέους και νέες να συναναστρέφονται φιλικά μεταξύ τους.

ΑΝΔΟΚ 1.47 ἡ μήτηρ <ἡ> ἐκείνου καὶ ὁ πατὴρ ὁ ἐμὸς ἀδελφοί || η μητέρα εκείνου κι ο πατέρας μου είναι αδέλφια.

ΞΕΝ Οικ 7.30 ὁ νόμος <τοῦ οἴκου> κοινωνοὺς καθίστησι (τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα) || ο νόμος καθιστά τον άντρα και τη γυναίκα συνεργάτες στο σπιτικό.

ΠΛ Νομ 868b ἐὰν δέ τις θυμῷ δοῦλος δεσπότην αὑτοῦ κτείνῃ, || αν κάποιος δούλος πάνω στον θυμό του σκοτώσει τον αφέντη του (χωρίς να ενδιαφέρει αν ο δουλος ή ο αφέντης είναι άντρας ή γυναίκα).

ΕΥΡ Ανδρ 711-712 οὐκ ἀνέξεται τίκτοντας ἄλλους, οὐκ ἔχουσ᾽ αὐτὴ τέκνα || επειδή η ίδια είναι άτεκνη, δεν θα μπορέσει να αντέξει οι άλλοι να γεννάνε παιδιά.

Μερικές φορές το σημασιολογικό και όχι το γραμματικό γένος ενός ουσιαστικού καθορίζει το γένος του επιθέτου ή της μέτοχής που το προσδιορίζει.

ΠΛ Λαχ 180e τὰ γὰρ μειράκια τάδε πρὸς ἀλλήλους οἴκοι διαλεγόμενοι θαμά || οι νεαροί αυτοί εδώ συζητώντας συχνά μεταξύ τους στο σπίτι.

ΕΥΡ Τρ 740 ὦ περισσὰ τιμηθεὶς τέκνον || πολυτιμημένο μου παιδί.

Στην τραγωδία, όταν οι γυναίκες χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους πληθυντικό μεγαλοπρέπειας, τότε τα επίθετα ή οι μετοχές που τις προσδιορίζουν συχνά τίθενται σε αρσενικό και όχι σε θηλυκό γένος.

ΕΥΡ Αλκ 383 ἀρκοῦμεν ἡμεῖς (= ἡ Ἄλκηστις) οἱ προθνήισκοντες σέθεν || είναι αρκετό που πεθαίνω εγώ στη θέση σου.

ΣΟΦ Αντ 926 παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες (ἡμεῖς ἡ Ἀντιγόνη) || έχοντας υποφέρει θα ομολογούσα ότι έκανα σφάλμα.

ΕΥΡ Μηδ 314-315 καὶ γὰρ ἠδικημένοι σιγησόμεσθα (ἡμεῖς ἡ Μήδεια), κρεισσόνων νικώμενοι || παρόλο που έχω αδικηθεί θα σιωπήσω, υποκύπτοντας στους πιο δυνατούς.

§2.5. Αριθμοί των ονομάτων. Στην αρχαία ελληνική τα ονόματα διαθέτουν τρεις αριθμούς: ενικό, πληθυντικό και δυϊκό. Ένα ουσιαστικό σε ενικό αριθμό καθίσταται αντιληπτό ως ενότητα, ενώ στον πληθυντικό ως πολλαπλότητα. Ο δυϊκός αριθμός χρησιμοποιείται για ζεύγη πραγμάτων. Ωστόσο, η χρήση των αριθμών παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες.

§2.6. Περιλητπικός ενικός. Ένα ουσιαστικό σε ενικό αριθμό μπορεί να δηλώνει ένα σύνολο πραγμάτων. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά με τα εθνικά ονόματα, π.χ. ὁ Μῆδος (οι Μήδοι), τὸ Ἑλληνικόν (οι Έλληνες), τὸ βαρβαρικόν (οι βάρβαροι).

ΛΥΚΟΥΡ Λεωκ 79 τρία γάρ ἐστιν ἐξ ὧν ἡ πολιτεία συνέστηκεν, ὁ ἄρχων, ὁ δικαστής, ὁ ἰδιώτης || τρία είναι τα συστατικά στοιχεία της πολιτείας, οι άρχοντες, οι δικαστές και οι απλοί πολίτες.

ΘΟΥΚ 6.24.3 ὁ δὲ πολὺς ὅμιλος καὶ στρατιώτης || το πλήθος του κόσμου και τα μέλη του εκστρατευτικού σώματος.

ΘΟΥΚ 5.10.9 ἡ Χαλκιδικὴ ἵππος || το Χαλκιδικό ιππικό (= οι Χαλκιδείς ιππείς).

ΘΟΥΚ 2.4.2 λίθοις τε καὶ κεράμῳβαλλόντων || πετώντας πέτρες και κεραμίδια.

§2.7. Διανεμητικός ενικός. Ο ενικός μέσω των συμφραζομένων του μπορεί να αποκτήσει διανεμητική σημασία, καθώς αυτό που σημαίνει κατανέμεται σε μια σειρά προσώπων, π.χ. στη φράση ὁ οἶκος ἑκάστου τῶν πολιτῶν ο ενικός οἶκος δηλώνει μια σειρά σπιτιών που κατανέμονται στον κάθε πολίτη.

ΘΟΥΚ 3.22.3 ψιλοὶ δώδεκα ξὺν ξιφιδίῳ καὶ θώρακι || δώδεκα ελαφρά οπλισμένοι με μικρό ξίφος και θώρακα.

ΞΕΝ ΚΑναβ 2.3.15 θαυμάσιαι τοῦ κάλλους καὶ μεγέθους || εκπληκτικές για την ομορφιά και το μέγεθός τους.

ΠΛ Απολ 41d ὅσοι τῶν ἡμιθέων δίκαιοι ἐγένοντο ἐν τῷ ἑαυτῶν βίῳ || όσοι από τους ήρωες υπήρξαν δίκαιοι στη ζωή τους.

§2.8. Περιληπτικός πληθυντικός. Ο πληθυντικός αριθμός των κυρίων ονομάτων, των ουσιαστικών που δηλώνουν κάποιο υλικό (π.χ. οἶνοι, τόξα, κρέα, ὕδατα, αἵματα, ἄλφιτα κλπ.) και των αφηρημένων ουσιαστικών μπορεί να λειτουργεί περιληπτικά, όταν δηλώνει επιμέρους τμήματα ή είδη του υλικού και διαφορετικές μορφές ή κατηγορίες της αφηρημένης έννοιας.

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1104a16-17 τὰ ποτὰ καὶ τὰ σιτία πλείω καὶ ἐλάττω γινόμενα φθείρει τὴν ὑγίειαν || τα διάφορα ποτά και οι τροφές, όταν λαμβάνονται σε πολύ μεγάλες ή πολύ μικρές ποσότητες, φθείρουν την υγεία.

ΞΕΝ Οικ 8.9 ἡ δ' ἀταξία ὅμοιόν τί μοι δοκεῖ εἶναι οἷόνπερ εἰ γεωργὸς ὁμοῦ ἐμβάλοι κριθὰς καὶ πυροὺς καὶ ὄσπρια || η αταξία μοιάζει με την περίπτωση που κάποιος γεωργός αποθηκεύει ανακατεμένα κριθάρι, σιτάρι και όσπρια.

ΘΟΥΚ 7.87.1 οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον || τους βασάνιζαν αρχικά οι καυτές μέρες και η πνιγηρή ζέστη, επειδή δεν είχαν κάποιο στέγαστρο για σκιά.

ΛΥΣ 16.11 τῶν νεωτέρων ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους ἢ [περὶ] τὰς τοιαύτας ἀκολασίας τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοι, πάντας αὐτοὺς ὄψεσθέ μοι διαφόρους ὄντας || όσοι από τους νέους χάνουν τον καιρό τους σε τυχερά παιχνίδια ή οινοποσίες ή τέτοιου είδους ακολασίες, όλοι αυτοί θα διαπιστώσετε ότι είναι εχθροί μου.

ΑΡΙΣΤ Πολ 1283a28-29 ἀνάγκη πάσας εἶναι τὰς τοιαύτας πολιτείας περεκβάσεις || κατ' ανάγκη όλες αυτές οι μορφές πολιτέυματος είναι παρεκκλίσεις (από τα ορθά πολιτεύματα).

ΙΣΟΚΡ 4.132 καίτοι χρὴ τοὺς φύσει καὶ μὴ διὰ τύχην μέγα φρονοῦντας τοιούτοις ἔργοις ἐπιχειρεῖν || κι όμως αυτοί που αισθάνονται υπερήφανοι για τα φυσικά τους προτερήματα και όχι εξαιτίας της εύνοιας της τύχης τους, έχουν υποχρέωση να καταπιάνονται με τέτοιου είδους έργα.

Τα αφηρημένα ουσιαστικά, όταν χρησιμοποιούνται στον πληθυντικό, μπορούν να γίνουν συγκεκριμένα.

ΘΟΥΚ 2.34.1 δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο τῶν ἐν τῷδε τῷ πολέμῳ πρώτων ἀποθανόντων || έθαψαν με δημόσια ταφή τους πρώτους που σκοτώθηκαν σ' αυτόν εδώ τον πόλεμο.

§2.9. Διανεμητικός πληθυντικός. Λειτουργεί όπως και ο διανεμητικός ενικός και εξαρτάται επίσης από τα συμφραζόμενα.

ΠΛ Πολ 425a σιγάς τε τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις || η σιωπή των νεότερων ενώπιον των γεροντότερων.

ΠΛ Νομ 625bκυπαρίττων τε ἐν τοῖς ἄλσεσιν ὕψη καὶκάλλη || το ύψος και η ομορφιά των κυπαρισσιών στα άλση.

§2.10. Πληθυντικός μεγαλοπρεπείας. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην ποίηση για υφολογικούς κυρίως λόγους, καθώς προσδίδει όγκο και μεγαλοπρέπεια, π.χ. θρόνοι, μέγαρα, σκῆπτρα, θῦραι, δόμοι, δώματα, θάλαμοι, λέκτρα, γάμοι, ταφαί, κλπ. Σε πολλές περιπτώσεις όμως στην ποίηση, η χρήση συγκεκριμένων ουσιαστικών στον πληθυντικό αριθμό έγινε συμβατική, π.χ. δόμοι, δώματα, λέκτρα κλπ.

ΣΟΦ Αντ 1181-1182 ἐκ δὲ δωμάτων ἤτοι κλύουσα παιδὸς ἢ τύχῃ περᾷ || έρχεται από το παλάτι, είτε επειδή άκουσε κάτι για το παιδί της, είτε τυχαία.

ΣΟΦ Αντ 173-174 ἐγὼ κράτη δὴ πάντα καὶ θρόνους ἔχω γένους κατ' ἀγχιστεῖα τῶν ὀλωλότων || εγώ πήρα την εξουσία και τον θρόνο, λόγω της συγγένειάς μου με τους σκοτωμένους.

ΣΟΦ Αντ 575 Ἅιδης ὁ παύσων τούσδε τοὺς γάμους ἐμοί || ο θάνατος θα είναι αυτός που θα χαλάσει, για χάρη μου, αυτόν τον γάμο.

Η Μιζέρια

Μια φορά έφτασε στη ζούγκλα µια κουκουβάγια που είχε ζήσει αιχμάλωτη και εξήγησε σε όλα τα ζώα τις συνήθειες των ανθρώπων.

Έλεγε, για παράδειγμα, ότι στις πόλεις οι άνθρωποι ταξινομούσαν τους καλλιτέχνες µε βάση τη δεξιοτεχνία τους, µε στόχο να ξεχωρίσουν τους καλύτερους σε κάθε τομέα – ζωγραφική, σχέδιο, γλυπτική, τραγούδι …

Η ιδέα να υιοθετήσουν τις ανθρώπινες συνήθειες κέρδισε τα ζώα και ίσως γι’ αυτό οργάνωσαν αμέσως ένα διαγωνισμό τραγουδιού. Δήλωσαν αμέσως συμμετοχή όλοι οι παρόντες, από το καναρίνι ως το ρινόκερο.

Με την καθοδήγηση της κουκουβάγιας που είχε εκπαιδευτεί στην πόλη, αποφάσισαν ότι ο διαγωνισμός θα γινόταν µε γενική μυστική ψηφοφορία όλων των διαγωνιζομένων. Δηλαδή, η κριτική επιτροπή θα ήταν οι ίδιοι οι διαγωνιζόμενοι.

Έτσι κι έγινε. Όλα τα ζώα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, ανέβηκαν στο βάθρο και τραγούδησαν κερδίζοντας ένα μικρό ή μεγάλο χειροκρότημα του κοινού. Μετά, έγραψαν την προτίμησή τους σ’ ένα χαρτάκι και το έριξαν, διπλωμένο, σε µια μεγάλη κάλπη που τη φύλαγε η κουκουβάγια.

Όταν ήρθε η στιγμή της καταμέτρησης, η κουκουβάγια ανέβηκε στην πρόχειρη σκηνή και, µε τη βοήθεια δύο ηλικιωμένων πιθήκων, άνοιξε την κάλπη για να βγει το αποτέλεσμα εκείνης της «αδιάβλητης εκλογικής διαδικασίας», της γενικής και μυστικής ψηφοφορίας- που ήταν «υπόδειγμα δημοκρατίας», όπως είχε ακούσει να λένε οι πολιτικοί στις πόλεις.

Ένας από τους δύο γέροντες τράβηξε το πρώτο ψηφοδέλτιο και η κουκουβάγια, µπρος στη γενική συγκίνηση, φώναξε:

«Η πρώτη ψήφος, αδέρφια, είναι για τον φίλο µας το … γάιδαρο!»

Έπεσε σιωπή και ακολούθησαν μερικά διστακτικά χειροκροτήματα. «Δεύτερη ψήφος: Ο γάιδαρος!» Γενική σαστιμάρα.

«Τρίτη: Ο γάιδαρος!»

Οι παρόντες άρχισαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, έκπληκτοι στην αρχή, µε βλέμμα επιτιμητικό ύστερα και τέλος, όταν συνέχισαν να βγαίνουν ψήφοι υπέρ του γαϊδάρου, όλο και πιο ντροπιασμένοι. Αισθάνονταν ένοχοι για την ψήφο τους.

Όλοι ήξεραν ότι δεν υπήρχε χειρότερη φωνή από το απαίσιο γκάρισμά του κι ωστόσο, η µία μετά την άλλη, οι ψήφοι τον εξέλεγαν καλύτερο τραγουδιστή.

Κι έτσι, τελικά, μόλις τελείωσε η καταμέτρηση, βγήκε η απόφαση ύστερα από «ελεύθερη απόφαση της αδέκαστης επιτροπής κριτών» ότι ο γάιδαρος µε το παράτονο και ενοχλητικό γκάρισμα ήταν ο νικητής.

Και ανακηρύχτηκε ως «η καλύτερη φωνή της ζούγκλας και των περιχώρων».

Η κουκουβάγια εξήγησε μετά τι είχε συμβεί. Κάθε διαγωνιζόμενος, θεωρώντας τον εαυτό του αδιαμφισβήτητο νικητή, είχε δώσει την ψήφο του στον χειρότερο του διαγωνισμού, που δεν θα αποτελούσε απειλή για τη νίκη του.

Η εκλογή ήταν σχεδόν ομόφωνη. Μόνο δύο ψήφοι δεν ήταν για το γάιδαρο. Η µία ήταν η δική του. Επειδή πίστευε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει, ψήφισε µε ειλικρίνεια τη γαλιάντρα. Η άλλη, ήταν του ανθρώπου ο οποίος, φυσικά, είχε ψηφίσει τον εαυτό του…

Βλέπεις λοιπόν. Αυτό σημαίνει μιζέρια στην κοινωνία µας. Όταν νιώθουμε τόσο σπουδαίοι και δεν αφήνουμε χώρο για τους άλλους, όταν πιστεύουμε ότι αξίζουμε πολλά και δεν μπορούμε να δούμε πέρα από τη μύτη µας, όταν φανταζόμαστε πως είμαστε υπέροχοι και δεν δεχόμαστε σε καμία περίπτωση να μείνει απραγματοποίητη η επιθυμία µας, τότε πολύ συχνά, η ματαιοδοξία, η μικροψυχία, η ηλιθιότητα και η ποταπότητα µας κάνουν μίζερους. Όχι εγωϊστές, αλλά μίζερους. Μί-ζε-ρους!

Η Αίσθηση της Ιδιοδεκτικότητας

Εισαγωγή

O Ludwig Wittgenstein, ένας φιλόσοφος του 20ου αιώνα, ισχυρίστηκε ότι οι πιο σημαντικές πτυχές της ζωής ενός ατόμου αποκρύπτονται συνεχώς από αυτές. Τα άτομα δεν σκέφτονται πολύ τις πιο θεμελιώδεις αντιλήψεις και σκέψεις τους. Οι νευρολόγοι ανακάλυψαν ότι εκτός από τις πέντε παραδοσιακές αισθήσεις, οι άνθρωποι διαθέτουν και μια έκτη αίσθηση. Αυτή η «έκτη αίσθηση», την οποία οι επιστήμονες έχουν ονομάσει «ιδιοδεκτικότητα», είναι η ικανότητα να αισθάνεται κανείς το σώμα του ως δικό του και να αντιλαμβάνεται μια συνεχή ροή μεταξύ του σώματος και του εξωτερικού περιβάλλοντος. Αυτό το συναίσθημα είναι τόσο θεμελιώδες που το θεωρούμε δεδομένο. Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι η μεταγενέστερη φιλοσοφία του Wittgenstein ασχολείται με το τι θα συνέβαινε εάν οι άνθρωποι έχαναν την ιδιοδεκτικότητα και αναγκάζονταν να εξετάσουν τις πιο θεμελιώδεις συνήθειές τους.

Αναφερόμενη στο βιβλίο του Oliver Sacks «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο» αναλύεται η μελέτη περίπτωσης «Η ασώματη γυναίκα», στην οποία θα αναφερθώ προκειμένου να γίνει αντιληπτή η αίσθηση της Ιδιοδεκτικότητας.

Ο Σακς συζητά με τη Χριστίνα, ένα άτομο που εργαζόταν ως προγραμματίστρια υπολογιστών. Νοσηλεύτηκε σε ηλικία είκοσι επτά ετών για να της αφαιρέσουν τη χοληδόχο κύστη. Η Χριστίνα βίωσε έναν εφιάλτη το βράδυ πριν από την εγχείρησή της (ενώ κοιμόταν στο νοσοκομείο) στον οποίο δεν μπόρεσε να ελέγξει το σώμα της που πέφτει. Οι γιατροί ένιωσαν ότι η Χριστίνα ήταν ανήσυχη για την επερχόμενη εγχείρησή της. Ωστόσο, την ημέρα του χειρουργείου, ισχυρίστηκε ότι ένιωσε άγχος και ενημέρωσε τους γιατρούς της ότι δεν αισθανόταν το σώμα της.

Ο Όλιβερ Σακς κλήθηκε από γιατρούς να εξετάσει την Χριστίνα. Η Χριστίνα είχε χάσει κάθε ιδιοδεκτικότητα. Μπορούσε ακόμα να χρησιμοποιήσει τις πέντε αισθήσεις της, αλλά δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα στους μύες ή τις αρθρώσεις της, που σημαίνει ότι δεν είχε σωματική επίγνωση. Η Χριστίνα ήξερε ότι για να προσαρμοστεί, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τις άλλες αισθήσεις της για να αποκαταστήσει την «αίσθηση» του σώματός της όταν ο Σακς της είπε ότι είχε χάσει την ιδιοδεκτικότητα. Αντί να ξέρει αμέσως πού ήταν το χέρι της, για παράδειγμα, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τα μάτια της για να το βρει.

Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, ο Σακς και οι συνάδελφοί του βοήθησαν την Χριστίνα να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της στο περπάτημα. Η πλειονότητα των ατόμων είναι σε θέση να ρυθμίσει τον τόνο και την ένταση με βάση μια διαισθητική επίγνωση των φωνητικών οργάνων τους, η οποία τους επιτρέπει να διαχειρίζονται τις φωνές τους ιδιοδεκτικά. Ωστόσο, ο Σακς παρατήρησε ότι η Χριστίνα βασιζόταν τώρα στην ακοή της για να ρυθμίσει την ένταση και τον τόνο της ομιλίας της. Έπρεπε επίσης να ξαναμάθει θεμελιώδεις συνήθειες όπως η ομιλία, το περπάτημα και το φαγητό. Η Χριστίνα μπορούσε ακόμα να αντιλαμβάνεται επιφανειακές αισθήσεις, όπως το αεράκι στο σώμα και το πρόσωπό της. Όπως και στα έργα του Wittgenstein, αναγκάστηκε να αναλύσει και να μην εμπιστευτεί το αίσθημα της σωματικής της σύνδεσης. Τα επόμενα χρόνια, έμαθε να αντισταθμίζει την έλλειψη ιδιοδεκτικότητας με τις άλλες αισθήσεις της, αλλά παρέμεινε «ασώματη» (Litcharts.com, 2022).

Ανάλυση

Ο Σακς δεν μπορεί να επιδιορθώσει την απώλεια της ιδιοδεκτικότητας της Χριστίνας, αλλά μπορεί να τη μάθει να «δουλεύει» γύρω από τη νευρολογική της αναπηρία. Η Χριστίνα περνά το υπόλοιπο της ζωής της αβέβαιη για το σώμα της (ή, όπως θα έλεγε ο Βιτγκενστάιν, «αμφιβάλλοντας» το σώμα της). Ωστόσο, μαθαίνει να χρησιμοποιεί τις άλλες πέντε αισθήσεις της για να περιηγηθεί στον κόσμο και να ζήσει μια κάπως φυσιολογική και ευτυχισμένη ύπαρξη (Litcharts.com, 2022).

Επομένως, τι είναι η ιδιοδεκτικότητα; Είναι η αίσθηση που μας δίνει τη δυνατότητα να νιώσουμε και να βρούμε τα σωματικά μας συστατικά. Κλείστε τα μάτια σας, ζητήστε από κάποιον να μετακινήσει το δεξί σας πόδι και θα ξέρετε ακόμα πού βρίσκεται. Χάρη στην ενσωμάτωση από το νευρολογικό σύστημα νευροφυσιολογικών σημάτων από αισθητήρες – ιδιοϋποδοχείς – στους μύες, τους τένοντες, τις αρθρώσεις και το δέρμα που είναι ευαίσθητα στο μήκος και τη δύναμη των μυών, την περιστροφή των αρθρώσεων και την τοπική κάμψη του δέρματος, μπορείτε πραγματικά να καθορίσετε τη θέση του σώματός σας. Η ιδιοδεκτικότητα είναι αναπόσπαστο μέρος του «παγκόσμιου συστήματος εντοπισμού θέσης» μας, το οποίο είναι ζωτικής σημασίας για την καθημερινή μας ζωή, αφού πρέπει να γνωρίζουμε πού βρισκόμαστε για να κινηθούμε. Η ιδιοδεκτικότητα μας επιτρέπει να διακρίνουμε τη θέση, την ταχύτητα και την κατεύθυνση κάθε συστατικού του σώματος ακόμα και όταν δεν μπορούμε να τα δούμε, επιτρέποντας στον εγκέφαλο να ελέγχει τις κινήσεις μας (Sarlegnaetal, 2021).

Προκειμένου να κατανοήσουν τη λειτουργία της ιδιοδεκτικότητας, οι ερευνητές εξέτασαν άτομα με παθήσεις των περιφερικών νεύρων που την στερούνται. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να εκτελούν συγχρονισμένες κινήσεις. Όταν ένας ασθενής απαντά “Σίγουρα, γιατρέ, μόλις τα εντοπίσω” ως απάντηση στο αίτημα ενός νευρολόγου να κινήσει τα πόδια, η αιτία της κινητικής βλάβης γίνεται προφανής.

Η αφήγηση του Ian Waterman για το «χαμένο σώμα» του ενέπνευσε το ντοκιμαντέρ του BBC “The Man Who Lost His Body”, το οποίο προβλήθηκε το 1997. Έχει εμφανιστεί σε δύο έργα του Peter Brook, The Man Who (1993) και The Valley of Astonishment (2014), και σε δύο μυθιστορήματα του Τζόναθαν Κόουλ, Pride and a Daily Marathon (1995) και Losing Touch: A Man without His Body (1999). (Sarlegna et al, 2021).

Ο Ian έχασε την ιδιοδεκτικότητα και το άγγιγμα σε ηλικία 19 ετών λόγω μιας αυτοάνοσης απόκρισης σε μια ιογενή ασθένεια. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τον αισθητηριακό του περιορισμό, αφού δεν μπορεί να αναπαραχθεί με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να γίνει μια οπτική ή ακοή, καλύπτοντας τα μάτια ή κλείνοντας τα αυτιά. Το πιο κοντινό που φτάνουμε σε αυτό είναι όταν είμαστε υπό αναισθησία, σε πολύ κρύο καιρό όταν δεν νιώθουμε τα δάχτυλά μας ή όταν βιώνουμε ένα “νεκρό μέλος” λόγω άβολης τοποθέτησης που διακόπτει τη ροή του αίματος στους αισθητήρες. Ωστόσο, κανένα από αυτά δεν συγκρίνεται με την μη αναστρέψιμη απώλεια του Ian.

Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΜΑΣ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ Η ΙΔΙΟΔΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της συμπεριφοράς του είναι αυτόματη και ασυνείδητη. Ωστόσο, η σημασία της ιδιοδεκτικότητας στην καθημερινή ζωή μπορεί να αποδειχθεί από τη μελέτη θεμάτων όπως ο Ian (Sarlegnaetal, 2021).

Ιδεοδεκτικότητα

Εκτός της Όρασεως, της Αφής, της Όσφρησης, της Γεύσης, της Ακοής έχουμε και την Ιδιοδεκτικότητα!! Λίγοι είναι εξοικειωμένοι με αυτή την έννοια, παρά το γεγονός ότι οι πρωτοποριακές της μελέτες τον 19ο αιώνα διεξήχθησαν από μερικούς από τους γίγαντες της νευροεπιστήμης: τον Claude Bernard, του οποίου το όνομα δόθηκε σε ένα γαλλικό πανεπιστήμιο, ο Sir Charles Bell και ο Sir Charles Sherrington ο οποίος επινόησε τον όρο ιδιοδεκτικότητα και κέρδισε το Νόμπελ Φυσιολογίας/Ιατρικής το 1932 (Sarlegnaetal, 2021).

Οι υποδοχείς ιδιοδεκτικότητας υπάρχουν στο δέρμα, τους μύες και τις αρθρώσεις. Πληθυσμοί προσαγωγών, παρά μεμονωμένοι υποδοχείς, παράγουν πληροφορίες σχετικά με τη θέση και την κίνηση των άκρων. Κατά τη διάρκεια μιας κίνησης, τα σήματα προσαγωγών υποβάλλονται σε επεξεργασία για να κωδικοποιήσουν τη θέση του τελικού σημείου ενός άκρου. Για να καθοριστεί η θέση των άκρων στο διάστημα, οι προσαγωγές πληροφορίες συνδέονται με έναν κεντρικό σωματικό χάρτη. Τα άκρα φαντάσματα που κατασκευάζονται στο εργαστήριο μπλοκάροντας τα περιφερικά νεύρα έχουν δείξει ότι οι κινητικές περιοχές του εγκεφάλου μπορεί να δημιουργήσουν συνειδητές εμπειρίες μετατόπισης και κίνησης των άκρων απουσία αισθητηριακής εισροής. Τα τενοντιακά όργανα και πιθανώς επίσης οι μυϊκές άτρακτοι συμβάλλουν στην αίσθηση δύναμης και βάρους στα φυσιολογικά άκρα. Η διαταραχή της ιδιοδεκτικότητας από την άσκηση έχει συνέπειες για μυοσκελετικά προβλήματα. Η επιδείνωση των παλαιότερων ιδιοδεκτικών αισθήσεων, ιδιαίτερα της θέσης και της κίνησης των άκρων, συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο πτώσεων. Οι πιο πρόσφατες γνώσεις σχετικά με την ιδιοδεκτικότητα έχουν βελτιώσει την κατανόησή μας για τους υποκείμενους μηχανισμούς αυτών των αισθήσεων και έχουν προσφέρει νέες γνώσεις για μια ποικιλία κλινικών διαταραχών (Proske&Gandevia, 2012).

Οι μελέτες νευροαπεικόνισης έχουν εντοπίσει περιοχές που ενεργοποιούνται από διάφορα χαρακτηριστικά της ιδιοδεκτικότητας και τη σύνδεσή τους με την αναπαράσταση του σώματος. Αυτές περιλαμβάνουν πολυτροπικές περιοχές στον βρεγματικό φλοιό και τμήματα πιο διασκορπισμένων δικτύων, όπως ο μετωπιαίος φλοιός και η νησίδα. Υπάρχουν περιοχές του εγκεφάλου που ανταποκρίνονται επιλεκτικά στην παρακολούθηση ανθρώπινων σωμάτων, εξαιρουμένου του προσώπου, ενώ άλλες ανταποκρίνονται κατά προτίμηση στην παρακολούθηση του προσώπου. Η εξωστρεφής περιοχή του σώματος σχετίζεται με την αναγνώριση της ιδιοκτησίας διακριτών μερών του σώματος όπως τα δάχτυλα. Δίπλα σε αυτό βρίσκεται η ατρακτοειδής περιοχή του σώματος, η οποία εμφανίζει επίσης μια επιλεκτική απόκριση στο να βλέπει το σώμα, αλλά φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για την κίνηση μεγάλων εξαρτημάτων του σώματος όπως ο κορμός. Στο κέντρο της ατράκτου γύρου, η επιλεκτική περιοχή του προσώπου επικαλύπτεται εν μέρει με την περιοχή του ατρακτόμορφου σώματος. Η ινιακή περιοχή είναι η δεύτερη περιοχή του προσώπου. Ακόμη και ο πρωτογενής σωματοαισθητικός φλοιός, ο οποίος ιστορικά έχει θεωρηθεί ως χάρτης του πραγματικού σώματος, εμπλέκεται σε ψευδείς ιδιοδεκτικές παραμορφώσεις του άκρου (Proske&Gandevia, 2012).

Οι βλάβες του αριστερού βρεγματικού τοιχώματος συνδέονται με μια αλλαγή στην επίγνωση του σώματος κατά την οποία οι ασθενείς δεν μπορούν να δείξουν λεκτικά σημεία του σώματός τους, αλλά είναι σε θέση να αντιδράσουν σε λεκτικές εντολές για να μετακινήσουυν αυτό το μέρος προς ένα εξωτερικό αντικείμενο (π.χ. “αγγίξτε το πεντάλ αυτού του ποδήλατου» (Proske & Gandevia, 2012).

Αυτά τα άτομα έχουν χάσει την ικανότητα να αντιλαμβάνονται τις σχέσεις μεταξύ των σωματικών μερών, όπως το να αναγνωρίζουν ότι το στόμα βρίσκεται μεταξύ της μύτης και των ματιών (Felicianetal, 2009).

Συμπέρασμα

Μια ποικιλία χωριστών περιοχών του εγκεφάλου εμπλέκονται στην αναγνώριση σώματος και προσώπου, υποδηλώνοντας ότι υπάρχουν περισσότερα από δύο «σώματα στον εγκέφαλο». Σημαντικές περιοχές περιλαμβάνουν τον οπίσθιο βρεγματικό φλοιό, την πρόσθια νησίδα και την περιοχή του εξωστρώματος. Υπάρχουν και στα δύο ημισφαίρια, αν και η πλειονότητα των μελετών υποδεικνύει κυριαρχία του δεξιού ημισφαιρίου σε πολλά στοιχεία της επίγνωσης του σώματος, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν τμήματα του πρωτογενούς σωματοαισθητικού φλοιού.

Με τον τρόπο της ζωής μας κάνουμε την επανάσταση

Γίνεται πολύς λόγος για επανάσταση. Πρέπει να αντιδράσουμε λοιπόν, να υψώσουμε το ανάστημά μας, να παρέμβουμε στον ρου του συλλογικού πεπρωμένου. Τι είναι όμως στα αλήθεια η επανάσταση; Σίγουρα δεν είναι το να νιώθουμε ήσυχοι με τη συνείδησή μας μόνο και μόνο επειδή συμμετείχαμε σε μια πορεία.

Επανάσταση είναι κυρίως ο τρόπος που επιλέγουμε να ζούμε, οι φορές που αγωνιστήκαμε για τα ιδανικά μας, τα βιβλία που διαβάσαμε, οι στιγμές που υψώσαμε τη φωνή μας για το δίκιο του διπλανού μας.

Επανάσταση είναι το να αρνούμαστε τις φτηνές δικαιολογίες και να αποχωρούμε από τις αδιέξοδες σχέσεις, να μη συντηρούμε ψευδαισθήσεις και να μην αναπνέουμε για την εντύπωση που προκαλούμε στους γύρω μας, επίμονα να αναζητάμε την ουσία των πραγμάτων και τη λύση των προσωπικών μας αινιγμάτων.

Επανάσταση δεν είναι το «ο τάδε φίλος μου που σπούδασε οικονομικά μου το είπε και άρα ισχύει» αλλά η συνεχής επαγρύπνηση και η βαθιά επίγνωση πως μονάχα ο ενημερωμένος πολίτης ελέγχει την εξουσία και συνεπώς το ίδιο το πεπρωμένο του.

Επανάσταση είναι το να σεβόμαστε τον κόπο του διπλανού και να μην διατυμπανίζουμε το πόσο ψυχικά ράκος αισθανόμαστε που επιστρέφουμε στην εργασία μας ύστερα από τις τρίμηνες διακοπές μας σε κάποιον που το 12ωρο συνιστά τη μόνιμη ρουτίνα του.

Επανάσταση είναι το να βλέπουμε πέρα από τη μύτη μας και την καλοπέραση μας, να αντέχουμε τη μοναξιά των επιλογών μας, να προσπαθούμε για το παιδικό μας όραμα, να γινόμαστε φίλοι αληθινοί και όχι κάποιοι που έρχονται και φεύγουν αναλόγως των περιστάσεων.

Επανάσταση είναι το να εμπνέουμε: με τον λόγο και το παράδειγμά μας, με το φως που σκορπίζουμε και με το σκοτάδι μας που δεν κρύβουμε. Να μην κοιτάμε το ρολόι μας περιμένοντας το σχόλασμα από την δουλειά αλλά να δημιουργούμε και να καινοτομούμε, να αξιοποιούμε την ευκαιρία και να νικάμε τον χρόνο.

Επανάσταση είναι το να ερωτευόμαστε πνεύματα ασυμβίβαστα αντί να υποτασσόμαστε σε παχυλά πορτοφόλια και περισπούδαστους επαγγελματικούς τίτλους. Να μην επαναπαυόμαστε, διαρκώς να ρωτάμε, τους γύρω μας αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό: «Πού πάμε;»

Και επαναστάτης δεν είναι εκείνος που επέλεξε την εύκολη ζωή αλλά αυτός που ακολούθησε τον δύσκολο δρόμο, που διεκδίκησε τη θέση του στον κόσμο και αγωνίστηκε για το μεγάλο του όνειρο.

Γιατί τα όνειρα που εκπληρώνονται οδηγούν σε άτομα που αυτοπραγματώνονται και συνεπώς καθόλου δε συνιστούν εγωιστική υπόθεση αλλά πανανθρώπινο στοίχημα. Η αλλαγή εξάλλου απαιτεί ψυχές χορτάτες που αγαπούν την ευθύνη, όχι μικροαστούς που επιθυμούν να τη σκαπουλάρουν από τις υποχρεώσεις τους για λίγο ακόμη.

Επανάσταση είναι το να μηδενίζουμε το κοντέρ και να ξαναρχίζουμε, να μη φορτώνουμε τις δυσλειτουργίες μας σε τρίτους, να αναζητάμε τη διαφάνεια στις σχέσεις μας, να μην πασπαλίζουμε τις σκιές μας με φιλοσοφικά τσιτάτα αλλά γενναία να τις αντιμετωπίζουμε.

Επανάσταση είναι το να μη παγιδευόμαστε στις ίδιες μας τις συνήθειες και να μην ψέγουμε για έλλειψη ανεξαρτησίας τον διπλανό μας όταν η δική μας αυτάρκεια έχει πήλινα πόδια και λογαριασμούς πληρωμένους από τον μπαμπά στην πρώτη στραβή.

Επανάσταση είναι όχι μόνο οι αεροπορικές πτήσεις που προγραμματίσαμε αλλά και οι πνευματικές υπερβάσεις που πέτυχαμε, οι φορές που είδαμε πίσω από τις γραμμές, οι εποχές που αποχωριστήκαμε τη μάσκα μας και προτιμήσαμε τη βροχή από την ασφαλή ομπρέλα μας.

Επανάσταση είναι η αυθεντικότητα, η ειλικρίνεια, το πάθος, το κέφι και το πηγαίο ταλέντο. Το να φεύγουμε από τη χώρα που αγαπήσαμε μόνο και μόνο επειδή ο ρομαντισμός μας αρνείται να συνθηκολογήσει με τη φαιδρότητα του συστήματος ή, αντίθετα, να μένουμε και να αγωνιζόμαστε ηρωικά για την επική ανατροπή των δεδομένων.

Επανάσταση είναι η αφοσίωση στις αρχές μας, η επιμονή να τα καταφέρουμε παρά τις αντιξοότητες που συναντάμε, η εφηβική μας αφέλεια πως κάτι κάποτε θα αλλάξει, η διάθεση μας να επικροτήσουμε το ωραίο και εκείνο το σφύριγμά μας τα πρωινά που χρωματίζει με αισιοδοξία το μέλλον.

Επανάσταση δεν είναι το «δεν βαριέσαι, όλοι τα ίδια κάνουνε» αλλά ο όρκος να γίνουμε εμείς επιτέλους τόσο διαφορετικοί και αποφασισμένοι που δεν θα επιτρέψουμε στην ιστορία να επαναληφθεί ερήμην μας.

Επανάσταση είναι το να ταξιδεύουμε με συνοδοιπόρους φωτεινούς, που όταν η διαδήλωση τελειώσει δεν θα επιστρέψουν στη μίζερη θεσούλα τους αλλά με τον τρόπο ζωής τους θα συμβάλλουν δραστικά στη συλλογική μεταμόρφωση.

Και ο καναπές του βολέματος αντιστοιχεί τελικά στον δειλό εαυτό μας, που διαρκώς γυρεύει πρόχειρες απαντήσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξης, που αναλύει όμως δεν αναλύεται, που συμβιβάζεται σε ανέμπνευστες εργασίες και σε ασθμαίνουσες σχέσεις, που μετράει τι δίνει και τι παίρνει, που πηγαίνει στην πορεία μονάχα αν τυγχάνει να βρίσκεται στον δρόμο του και να συνδυάζεται με τη βόλτα του, που δεν αποχωρίζεται τη ζώνη ασφαλείας του και αρνείται τη θαρραλέα βουτιά στον ωκεανό της συνειδητής ζωής.

Μυκηναϊκός Στρατός: Η τελειότερη στρατιωτική μηχανή της εποχής στον τότε γνωστό κόσμο

Οι Έλληνες της μυκηναϊκής εποχής είχαν οργανώσει την τελειότερη στρατιωτική μηχανή στον τότε γνωστό κόσμο.

Ο Μυκηναϊκός Στρατός απαρτιζόταν από τα όπλα του πεζικού και του ιππικού. Το δεύτερο περιελάμβανε στις τάξεις του άρματα μάχης και αργότερα και ιππείς, με τη κλασική έννοια του όρου. Το πεζικό διακρινόταν σε ελαφρύ και βαρύ.

Στο βαρύ πεζικό θα πρέπει να ενταχθούν και τα τμήματα τοξοτών, τα οποία δεν πολεμούσαν σε διάταξη ακροβολισμού, αλλά σε πυκνή τάξη, εξαπολύοντας «ομοβροντίες» βελών.

Οι πρώτοι Έλληνες πολεμιστές της 6ης, 5ης και 4ης χιλιετίας π.Χ. ήταν εξοπλισμένοι με σφενδόνες, τόξα, ακόντια και δόρατα.

Το σπαθί εντάχθηκε λίγο αργότερα στο οπλοστάσιο τους, προερχόμενο από το εγχειρίδιο. Αντίθετα με όλους τους ανατολικούς λαούς, οι οποίοι αρχικά χρησιμοποίησαν δρεπανοειδή θλαστικά σπαθιά- ρομφαίες-οι Έλληνες χρησιμοποίησαν εξαρχής τον κλασικό τύπο του ίσιου σπαθιού.

Η ασπίδα εισήχθη επίσης αργότερα στους ελληνικούς στρατούς. Κατασκευαζόταν όμως από φθαρτά υλικά και έτσι δεν έχει διασωθεί κανένα δείγμα. Οι πρώτες ελληνικές ασπίδες για τις οποίες έχουμε σαφείς πληροφορίες, από τις τοιχογραφίες στις Κυκλάδες και στην Κρήτη, είναι οι πυργοειδείς, ποδήρεις «σάκοι».

Τα δόρατα επίσης εξελίχθηκαν και μεγάλωσαν δραματικά σε μήκος. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν φυσικά άσχετη με την ανάπτυξη των αρμάτων κρούσης, ως στοιχείου κρίσης της συμπλοκής.

Ο Μυκηναϊκός Στρατός απαρτιζόταν από τα όπλα του πεζικού και του ιππικού. Το δεύτερο περιελάμβανε στις τάξεις του άρματα μάχης και αργότερα και ιππείς. Το πεζικό διακρινόταν σε ελαφρύ και βαρύ. Στο βαρύ πεζικό θα πρέπει να ενταχθούν και τα τμήματα τοξοτών, τα οποία δεν πολεμούσαν σε διάταξη ακροβολισμού.

Όλοι οι πολίτες ελάμβαναν στρατιωτική ή «παραστρατιωτική» εκπαίδευση και ήταν υπόχρεοι παροχής στρατιωτικής υπηρεσίας.

Κάθε ηγεμόνας διέθετε έναν πυρήνα μονίμων «επαγγελματιών» στρατιωτών, κυρίως «αρματιστών», οι οποίοι αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα του στρατού. Τον πυρήνα αυτό πλαισίωναν μονάδες επιστράτων.

Η πολιτεία ήταν αυτή που παρείχε στους πολίτες τον κύριο όγκο των όπλων και των υλικών.

Μέσω ενός εξελιγμένου δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης (φρυκτωρίες, συνοριακοί περίπολοι), ο τοπικός άρχοντας ήταν σε θέση να ενημερώνεται άμεσα κάθε φορά για το μέγεθος και τη μορφή της απειλής που πλησίαζε στα εδάφη του.

Αναλόγως της απειλής κινητοποιούσε το σύνολο ή μέρος του στρατιωτικού του δυναμικού και έσπευδε κατά των πολεμίων.

Η ύπαρξη μόνιμου τακτικού στρατού σε εκείνους του τόσο πρώιμους χρόνους, προκαλεί ασφαλώς κατάπληξη. Καταπληκτικότερο όμως αυτού είναι το γεγονός ότι και οι επιστρατευμένες μονάδες ήταν οργανωμένες σε τακτικά συγκροτήματα, με συγκεκριμένους ηγέτες, στους οποίους ανατίθεντο η εξυπηρέτηση συγκεκριμένων αποστολών.

Επικεφαλής κάθε τοπικής στρατιωτικής δύναμης ήταν ο τοπικός βασιλιάς-διοικητής. Δεύτερος στην ιεραρχία ήταν ο «Λαφαγέτας», ο αρχιστράτηγος, ο ηγέτης του λαού, του στρατού (=Λαού ηγέτης).

Ακολουθούσαν οι Επέτες, οι πρόμαχοι, οι καλύτεροι πολεμιστές του στρατού. Αυτοί στην πρωτομυκηναϊκή περίοδο φαίνεται ότι πολεμούσαν κυρίως έφιπποι, επί αρμάτων. Αργότερα πολεμούσαν και πεζοί.

Ακολουθούσαν οι βαριά οπλισμένοι πεζοί, οι δορυφόροι, οι οποίοι συγκροτούσαν την πρώιμη φάλαγγα. Ήταν κυρίως ελεύθεροι μικροκαλιεργητές ή τεχνίτες, οι οποίοι είχαν την οικονομική άνεση να συνεισφέρουν στην αγορά των όπλων τους. Οι πλέον φτωχοί πολεμούσαν ως ψιλοί.

Για να μπορέσουμε να εξετάσουμε τον Μυκηναϊκό Στρατό θα πρέπει να χωρίσουμε την περίοδο δράσης του σε δύο χρονικές φάσεις. Η πρώτη αρχίζει από το 1.600 π.Χ. και ολοκληρώνεται γύρω στο 1.200 π.Χ.

Η δεύτερη ξεκινά από τη λήξη της προηγούμενης και φτάνει ως την πτώση του Μυκηναϊκού πολιτισμού, γύρω στο 1.100 π.Χ.

Ο Μυκηναϊκός Στρατός της πρώτης περιόδου είναι εν πολλοίς συνέχεια του κυκλαδικού-κρητικού, ενώ ο ύστερος είναι προϊόν της εμπειρίας των Μυκηναίων, από τις συγκρούσεις τους με τους γειτονικούς λαούς και από τις επαφές μαζί τους.

Στην Ιλιάδα γίνεται λόγος για παλαιές και νέες τακτικές, για παλαιές και νέες μεθόδους.

Προφανώς ο Τρωικός Πόλεμος έλαβε χώρα σε μια εποχή μετάβασης από το παλαιό στο νέο καθεστώς, όπου και οι δύο τύποι μονάδων συνυπήρχαν και συνδύαζαν τη δράση τους για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος.

Ο Πρωτομυκηναϊκός Στρατός (όπως και οι «πρόγονοι» του Κυκλαδικός και Μινωικός), σχημάτιζε τριπλή γραμμή μάχης. Αναλόγως του εδάφους, της ισχύος και της συνθέσεως του αντιπάλου στρατού, και των αναλόγων φίλιων στοιχείων, ο στρατός τάσσονταν με τα άρματα, το ελαφρύ και το βαρύ πεζικό, σε ξεχωριστές γραμμές.

Ωστόσο και τα τρία διαφορετικά «όπλα» του στρατού, συνεργάζονταν αρμονικά μεταξύ τους και συνδύαζαν τη δράση τους.

Η αποστολή που το κάθε τμήμα θα αναλάμβανε να φέρει σε πέρας εξαρτάτο αποκλειστικά από τις επικρατούσες στο πεδίο της μάχης συνθήκες και μόνο.

Οι Έλληνες δεν υπήρξαν ποτέ δογματικοί, ούτε καν στον πόλεμο. Ανέκαθεν αυτοσχεδίαζαν, παραπλανώντας έτσι τον αντίπαλο. Η κατώτερη τακτική υπομονάδα ήταν η δεκαρχία.

Στις πινακίδες Γραμμικής Β’ της Πύλου, αναφέρονται και άλλες στρατιωτικές μονάδες (ο-κα), οι οποίες όμως δεν γνωρίζουμε τι αντιπροσώπευαν.

Κάθε υπομονάδα είχε έναν επικεφαλής, υπαξιωματικό θα λέγαμε σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Έχοντας ως οργανωτική βάση τη δεκαρχία, θα μπορούσαμε παρακινδυνευμένα να υποθέσουμε, ότι η κάθε δεκαρχία θα αποτελούσε έναν στοίχο της φάλαγγας ή πιο απλά ότι η μυκηναϊκή φάλαγγα του βαρέως πεζικού τασσόταν σε βάθος 10 ζυγών.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και στους κλασικούς και στους αλεξανδρινούς χρόνους, ο στοίχος της φάλαγγας αποτελούσε την μικρότερη της τακτική υπομονάδα.

Εφόσον λοιπόν ακόμα και η οπλιτική φάλαγγα δεν προήλθε ασφαλώς από παρθενογένεση, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι κάτι παρόμοιο ίσχυε και στη μυκηναϊκή φάλαγγα των οπλισμένων με μακρά δόρατα-σάρισσες πολεμιστών.

Απέναντι στην πρώιμη αυτή «μακεδονική φάλαγγα» κανείς ελαφρύτερος σχηματισμός δεν είχε ελπίδες επικράτησης.

Οι μεγάλες ασπίδες τύπου «σάκου» καθιστούσαν τους δορυφόρους άτρωτους, σχεδόν, από τα εχθρικά βλήματα, ενώ κανένα μη αναλόγως οπλισμένο τμήμα δεν μπορούσε να πλησιάσει το δάσος λογχών της πρωτομυκηναϊκής φάλαγγας, χωρίς να υποστεί συντριπτικές απώλειες.

Τα βαριά και ισχυρά μακρά δόρατα, μήκους μεγαλυτέρου των 3 μέτρων, έφεραν ορειχάλκινη αιχμή μήκους ως και 60 εκατοστών.

Η διατρητική του ικανότητα ήταν τέτοια ώστε να του εξασφαλίζει τη διάτρηση δερμάτινων ασπίδων αμορριτικού τύπου, οι οποίες ήταν κυρίως σε χρήση στους ανατολικούς στρατούς.

Αν και ο ωθισμός δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί, ο «συνασπισμός» ήταν και εφαρμοζόταν κατά κόρο. Οι ασπίδες των ανδρών συνάπτονταν, σχηματίζοντας ένα πραγματικό κινούμενο τείχος.

Σε πολύ πυκνό σχηματισμό (διάστημα ανά άνδρα της τάξης των 60 περίπου εκατοστών) οι άνδρες των δύο πρώτων ζυγών της φάλαγγας είχαν τη δυνατότητα να προτάξουν τα δόρατα τους κατευθείαν εμπρός. Οι άνδρες των υπολοίπων ζυγών κρατούσαν τα δόρατα τους υπό γωνία 45ο.

Η φάλαγγα όμως ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί και ως εξέδρα εκτόξευσης πυρών. Στα κενά διαστήματα μεταξύ δύο ανδρών εισχωρούσε ένας τοξότης , ο οποίος έβαλε καλυμμένος από τις ασπίδες των δορυφόρων.

Η συγκεκριμένη τακτική της «ανάμιξης» τμημάτων ανδρών οπλισμένων με αγχέμαχα και εκηβόλα όπλα ήταν πρωτοποριακή για την εποχή.

Αργότερα υιοθετήθηκε από όλους τους στρατούς της Ανατολής (Ασσυριακό, Βαβυλωνιακό, Περσικό) αλλά και από τον Αλέξανδρο στην «πειραματική φάλαγγα», την οποία συγκρότησε λίγο πριν τον θάνατο του και η οποία δεν δοκιμάστηκε ποτέ σε συνθήκες μάχης.

Όλα όμως άλλαξαν με την, άγνωστο πότε ακριβώς, υιοθέτηση από του Μυκηναίους φαλαγγίτες, της οκτώσχημης ασπίδας. Το όπλο αυτό ήταν επίσης πρωτοποριακής σύλληψης για την εποχή του και προσέδωσε ακόμα μεγαλύτερη ισχύ στους άνδρες που το χρησιμοποιούσαν.

Η οκτώσχημη ασπίδα είχε το ίδιο σχεδόν μέγεθος με την πυργόσχημη ποδήρη ασπίδα ήταν όμως κοίλη και ο πολεμιστής κυριολεκτικά μπορούσε να εισέλθει εντός της βρίσκοντας απόλυτη κάλυψη.

Ήταν επίσης κατασκευασμένη από στρώσεις δερμάτων επί πλεγμένου με ξύλο λυγαριάς σκελετού.

Διέθετε όμως λαβή και σχήμα, με κεντρική ισχυρή ξύλινη νεύρωση, που της επέτρεπε να ωθήσει τον αντίπαλο πολεμιστή και να ανοίξει πέρασμα στο εχθρικό τείχος ασπίδων.

Ήταν η πρώτη ασπίδα παγκοσμίως που όχι μόνο επέτρεπε στον μαχητή να τη χρησιμοποιήσει σε τακτικές ωθισμού, αλλά μάλλον του το επέβαλε.

Η οκτώσχημη ασπίδα ,για κάποιους λόγους άγνωστους σε εμάς, έφτασε να θεωρείτε ακόμα και λατρευτικό σύμβολο. Ίσως η λατρεία αυτή των Μυκηναίων να πήγαζε από τη χρησιμότητα της ως όπλου και από τις νίκες που τυχόν τους είχε χαρίσει.

Ένα άλλο ερώτημα που γεννάται, είναι το γιατί οι Μυκηναίοι δορυφόροι έφτασαν να χρησιμοποιούν τόσο μακρά δόρατα ,τη στιγμή που κανένα αντίπαλό τους έθνος δεν χρησιμοποιούσε παρόμοια όπλα. Η υιοθέτηση των μακρών δοράτων έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με τον ρόλο των αρμάτων στο πεδίο μάχης της εποχής.

Οι Χετταίοι, οι Μινωίτες, οι Μυκηναίοι και σε μικρότερο βαθμό οι Σουμέριοι, παλαιότερα, ήταν οι μόνοι που χρησιμοποίησαν τα άρματα τους ως όργανα κρούσης και κρίσης του αγώνα. Η επέλαση των αρμάτων ήταν ένα τρομακτικό θέαμα και σπάνια υπήρχαν πεζοί αρκετά ψύχραιμοι και αναλόγως οπλισμένοι ώστε να ανταπεξέλθουν σε αυτήν. Συνήθως το πεζικό έχανε την ψυχραιμία του και «έσπαγε» τους ζυγούς του λίγο πριν την επαφή.

Συνέπεια τούτου ήταν να κατακόπτονται οι πεζοί, κυριολεκτικά ως στάχια, από τα αντίπαλα άρματα. Έπρεπε να εξοπλιστεί το πεζικό με ένα όπλο που θα επέτρεπε στον πεζό να διατηρεί την ψυχραιμία του, απέναντι στα εχθρικά άρματα, ένα όπλο στο οποίο ο πεζός θα μπορούσε να εναποθέσει τις ελπίδες επιβίωσης του. Ο πόλεμος άλλωστε από τότε ήταν και παραμένει πρωτίστως ένα ψυχολογικό «παιγνίδι».

Χάρη στο μακρύ του δόρυ, το «έγχος» λοιπόν, ο Μυκηναίος πεζός είχε και την πρακτική αλλά και την ψυχολογική ικανότητα να αντισταθεί στην επέλαση των εχθρικών αρμάτων κρούσης. Με καλυμμένα τα πλευρά της η μυκηναϊκή φάλαγγα ήταν σχεδόν αδύνατο να διασπαστεί ακόμα και από τέτοια επέλαση.

Εξάλλου οι ίπποι των εχθρικών αρμάτων ήταν βέβαιο ότι θα αρνούντο κατηγορηματικά – χάρη στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης- να επελάσουν κατά του δάσους λογχών που παρουσίαζε η φάλαγγα.

Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν το μακρύ έγχος υιοθετήθηκε ως αντίδοτο απέναντι στην πληγή των εχθρικών αρμάτων κρούσης.

Παράλληλα όμως προσέδιδε στον Μινωίτη και στον Μυκηναίο πεζό ένα εξίσου σημαντικό πλεονέκτημα στον αγώνα του κατά του εχθρικού πεζικού, τα αγχέμαχα όπλα του οποίου ήταν σαφώς μικρότερου μήκους.

Ακόμα και η επίλεκτη βασιλική φρουρά του Χετταίου αυτοκράτορα δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει, επί ίσοις όροις, ένα κοινό τμήμα Μυκηναίων φαλαγγιτών.

Ο ηρωικός ημεροδρόμος Ευχίδας: Ο δρομέας που έφερε το ιερό πυρ των Δελφών στις Πλαταιές

 

Καλοκαίρι του 479 π.Χ. και η Μάχη των Πλαταιών μόλις έχει τελειώσει. Οι Έλληνες για μια φορά ακόμα κατάφεραν να αναχαιτίσουν τους Πέρσες εισβολείς. Οι εναπομείναντες Πέρσες παίρνουν την άγουσα για την επιστροφή αφήνοντας πίσω αφήνοντας πίσω τους ερειπωμένους Ναούς, καμένα Ιερά Άλση και κατεστραμμένους Βωμούς.

Οι Έλληνες με κοινό ψήφισμα αποφασίζουν για πενήντα χρόνια να μην τα αναστηλώσουν ώστε οι επόμενες γενιές να μην ξεχάσουν την βαρβαρότητα τους... Οι Πλαταιείς όμως πρέπει να εξαγνίσουν την Πόλη από το μίασμα που άφησαν πίσω τους οι βάρβαροι. έχουν μολύνει το πυρ που έκαιγε στον βωμό της. Το μίασμα θα φέρει κακοτυχία, λιμούς, δεινά.

Οι τελετές δεν θα έχουν αποτέλεσμα, οι Θεοί θα αποστρέψουν το προστατευτικό βλέμμα Τους από την ακάθαρτη Πόλη. Θα παραμείνει κατακτημένη και χωρίς τους βαρβάρους. Οι Πλαταιείς πολίτες θεωρούν ότι ο τόπος τους μολύνθηκε από την παρουσία των βαρβάρων εισβολέων και συμφωνούν στο ότι το άσβεστο πυρ της πόλης θα πρέπει να αντικατασταθεί με νέο από τους Δελφούς.

Οι άρχοντες της Πόλεως καλούν αμέσως μετά την μάχη τον οπλίτη-ημεροδρόμο Ευχίδα. Δεν υπάρχει ούτε σκέψη να περιμένουν έστω και μια νύκτα για ξεκούραση. Το μίασμα είναι υψίστης προτεραιότητος. Κάθε καθυστέρηση εξαγνισμού αποτελεί ανόσια πράξη και ύβρη προς τους Θεούς της Πόλεως. Το έργο αναλαμβάνει ο οπλίτης ημεροδρόμος Ευχίδας, ο οποίος καλείται να πάει τρέχοντας μέχρι τους Δελφούς και να επιστρέψει φέρνοντας καθαρή καινούργια φωτιά, που θα την πάρει από το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς.

Ο Ευχίδας ήταν πολεμιστής στην μάχη των Πλαταιών, περίφημος για την ταχύτητά του στο τρέξιμο Ο Ευχίδας πρέπει να πάει στους Δελφούς και να φέρει εξαγνισμένο πυρ από τον Ναό του Απόλλωνος και να γυρίσει πίσω. Τρέχοντας, πρέπει να καλύψει μία απόσταση 1000 σταδίων, ισοδύναμη με 200 χιλιόμετρα μέσα από χαράδρες, στενά μονοπάτια, άλση και βουνά.

Η απόσταση είναι τεράστια, η κόπωση από την μάχη μεγάλη. Όμως είναι ο ημεροδρόμος της Πόλεως των Πλαταιών. Η φυσική του αντοχή σε μεγάλες αποστάσεις είναι μεγαλύτερη των συμπατριωτών του. Η αποστολή του Ιερή.

Ο Ευχίδας ξεκινά και περνώντας δάση, βουνά και ρεματιές, φτάνει στον προορισμό του, θα εξαγνιστεί στην Κασταλία Πηγή, θα φορέσει δάφνινο στεφάνι, θα πάρει το Ιερό Πυρ και θα επιστρέψει σε 24 ώρες στις Πλαταιές για να το παραδώσει.

Όταν άναψε το πυρ στον βωμό που είχε στηθεί για τον εορτασμό της νίκης στη μάχη, ασπάσθηκε τους συμπολεμιστές του και απεβίωσε.

Οι Πλαταιείς τον ενταφίασαν στο ιερό της Ευκλείας Αρτέμιδας, χαράζοντας επάνω στον τάφο του, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, το επίγραμμα: "Ευχίδας Πυθώδε τρέξας ήλθοε τώδ' αυθημερόν" (Πλουτάρχου Αριστείδης, 20)

 Ο ηρωικός ημεροδρόμος έτρεξε σύμφωνα με τις μαρτυρίες, περίπου 1.000 στάδια (δηλαδή περίπου 200 χιλιόμετρα!! Σήμερα, έχει θεσπισθεί και ο Ευχίδειος Άθλος, ιστορικός αγώνας υπεραποστάσεων, με πολύχρονη παρουσία στα αθλητικά δρώμενα της χώρας μας.

Οι Βιβλιοθήκες στην αρχαία Ελλάδα

Σε μια χώρα που γεννήθηκε το πνεύμα της επιστήμης και η φιλοσοφία, που η τέχνη έφτασε στο αποκορύφωμα της, που το θέατρο αποτέλεσε σχολείο υψηλού επιπέδου για όλες τις ηλικίες, σε μια χώρα που δεν υπήρξε πόλη χωρίς θέατρο – μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του πολιτισμού – δεν θα ήταν δυνατό να μην έχουν υπάρξει και αγαπηθεί και οι βιβλιοθήκες.

Υπήρχαν βιβλιοθήκες στις αρχαίες Ελληνικές πόλεις; Εκτός από σποραδικές περιπτώσεις, οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αναφέρονται στο θέμα αυτό. Υπάρχουν όμως, ευτυχώς, επιγραφικές πηγές που έρχονται να συμπληρώσουν το κενό.

Οι αρχαίοι Έλληνες που τόσο καλλιέργησαν τις τέχνες και τα γράμματα, ήταν επόμενο να εκτιμήσουν την επινόηση και τη χρήση του αλφαβήτου σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Σοφοκλής να βάλει στη χαμένη τραγωδία του «Αμφιάραος» ένα ηθοποιό να σχηματίζει με κινήσεις του χορού τα γράμματα, ενώ σε άλλη τραγωδία ­ επίσης χαμένη – του Αθηναίου Καλλία, 24 μέλη χορού υποδύονταν τα ισάριθμα γράμματα του αλφάβητου, χαρακτηριστική άλλωστε της γοητείας που είχε στους αρχαίους Έλληνες η χρήση των γραμμάτων είναι και η ωδή του Πινδάρου στο γράμμα Σ. Από χρόνους παλαιότατους πρώτοι οι τύραννοι ενδιαφέρθηκαν για τη διάδοση των ομηρικών επών, τα οποία φρόντισαν να περισυλλέξουν και να διασώσουν. Σ’ αυτούς ακριβώς τους χρόνους και μάλιστα στη διάρκεια της τυραννίδας, στην Αθήνα, του Πεισιστράτου, πρέπει να τοποθετηθεί και η ίδρυση των πρώτων βιβλιοθηκών στην Ελλάδα.

Όταν γίνεται λόγος για βιβλιοθήκες στην αρχαία Ελλάδα, η σκέψη μας ανατρέχει συνήθως στις γνωστές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, της Περγάμου και ίσως το πολύ – πολύ στις βιβλιοθήκες του Πανταίνου και του Αδριανού στην Αθήνα.Αλλά τόσο στην Αθήνα όσο και στις άλλες Ελληνικές πόλεις, όχι μόνο του μητροπολιτικού αλλά και του αποικιακού Ελληνισμού, υπήρξε ένας πολύ μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών, για τις οποίες δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε εκτός από την ύπαρξή τους. Την ύπαρξη αυτών των βιβλιοθηκών βεβαιώνουν περισσότερο επιγραφικές και λιγότερο φιλολογικές πηγές.Την ύπαρξη βιβλιοθηκών στην Αθήνα μαρτυρεί ο ιστορικός Πολύβιος μνημονεύοντας τον επίσης αρχαίο ιστορικό Τίμαιο. Λέει δηλαδή ο Πολύβιος ότι, όταν ο Τίμαιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Συρακούσες, για να αποφύγει την πίεση του τυράννου Αγαθοκλή, κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε 50 (!) χρόνια ερευνώντας τις βιβλιοθήκες της πόλης του Κέκροπα. Από άλλες σποραδικές πληροφορίες που βρίσκονται σε φιλολογικές πάλι πηγές συμπεραίνεται ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών στον εκτός της μητροπολιτικής Ελλάδας ελληνισμό.

Συγκεκριμένα στην Ασία είχαν βιβλιοθήκες οι Ελληνικές πόλεις Έφεσος, Μίλητος, Αλικαρνασσός, Ηράκλεια του Πόντου, Κνίδος, Μύλασα, Νύσσα, Πέργαμος, Πριήνη, Προύσα, Σινώπη, Σμύρνη, Τέως, Αντιόχεια, Αφροδισιάδα, Καισαρεία, Ταρσός. Μαγνησία του Μαιάνδρου, Μαγνησία Σιπύλου, Ιασός, Θυάτειρα, Άσσος και Λάμψακος.Ανάλογες βιβλιοθήκες πρέπει να είχαν και οι ελληνικές αποικίες στη Δύση και στα παράλια της Β. Αφρικής. Κατά κάποια περίεργη όμως σύμπτωση δεν μνημονεύεται στις σωζόμενες επιγραφικές και φιλολογικές πηγές βιβλιοθήκη άλλη πλην εκείνης των Συρακουσών.Στην κυρίως Ελλάδα δεν υπήρχε πόλη χωρίς βιβλιοθήκη ή τουλάχιστον χωρίς δημόσιο αρχείο, συμπεριλαμβανομένων και των πιο μικρών πόλεων. Και είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρώτα συγγράμματα βιβλιοθηκονομίας γράφτηκαν από τον Έλληνα Αρτέμωνα, που καταγόταν από την Κασσάνδρεια. Ο Αρτέμων έγραψε δύο τέτοια συγγράμματα, που είχαν τίτλους «Περί βιβλίων συναγωγής» και «Περί βιβλίων χρήσεως».

Βιβλιοθήκες στην Αθήνα

Όπως προαναφέρθηκε από τη διήγηση του Πολύβιου για τον Τιμαίο εξάγεται έμμεσα το συμπέρασμα ότι στο «κλεινό άστυ» υπήρχε μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών. Ωστόσο, οι σχετικές πληροφορίες είναι πολύ λίγες.Η παλαιότερη βιβλιοθήκη στην Αθήνα ανάγεται στους χρόνους του Πεισιστράτου, ο οποίος εκτός του ενδιαφέροντος που εκδήλωσε για την περισυλλογή και για την ταξινόμηση των Ομηρικών Επών, ίδρυσε πρώτος στην Αθήνα και δημόσια βιβλιοθήκη. Οι Αθηναίοι την επαύξησαν αργότερα με μεγάλη επιμέλεια και φροντίδα.Όταν ο Ξέρξης κυρίευσε την Αθήνα, το 480 π.χ, λεηλάτησε τη βιβλιοθήκη του Πεισιστράτου και μετέφερε τα συγγράμματά της στην Περσία. Αλλά στα χρόνια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου ο Σέλευκος, ο Νικάνωρ, κατόρθωσε να ανεύρει τα συγγράμματα της βιβλιοθήκης του Πεισιστράτου και να τα ξαναστείλει στην Αθήνα.Στην πόλη της Παλλάδας υπήρξε ονομαστή βιβλιοθήκη και κατά τους χρόνους του Δημητρίου, του Φαληρέα, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και ζήλο για τα βιβλία. 

Ο Παυσανίας μνημονεύει την ίδρυση στην Αθήνα βιβλιοθήκης από τον αυτοκράτορα Αδριανό. Στην ίδρυση της βιβλιοθήκης αυτής αναφέρεται και ο Ευσέβιος.Η βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα ήταν πλούσια, επιβλητική και πολυτελής. Τα ερείπια και το μέγεθός της εντυπωσιάζουν και σήμερα τον επισκέπτη του χώρου της, που βρίσκεται στο τέλος της οδού Αιόλου.Από αρχαίες πηγές επιγραφικές, που επιβεβαιώθηκαν και από τις ανασκαφές του χώρου της Αγοράς των κλασικών χρόνων είναι γνωστή η ύπαρξη, στον επίσημο αυτό χώρο, της βιβλιοθήκης του Πανταίνου. Πρόκειται για 2 επιγραφές που αναφέρονται η μία στην ίδρυση και η άλλη στη λειτουργία αυτής της βιβλιοθήκης. Η πρώτη επιγραφή αναγράφει:

«Αθηνά Πυλιάδι … Αθηναίων ο ιερεύ Μουσών φιλοσόφων Τ. Φλάβιος Πάνταινος Φλαβίου Μενάνδρου διαδόχου υιός τας έξω στοάς, το περίστυλον, την βιβλιοθήκην μετά των βιβλίων, τον εν αυτοίς πάντα κόσμον, εκ των ιδιων … ανέθηκε.»

Η άλλη επιγραφή. που αποτελούσε μέρος του κανονισμού της βιβλιοθήκης αναγράφει:

«Βιβλίον ουκ εξενεχθησεται επεί ωμόσαμεν ανοιγήσεται από ώρας πρώτης μέχρι έκτης».

Η επιγραφή του 1ου αι.π.χ., που έχει δημοσιευτεί στο Inscriptiones Graecae ΙΙ, 1029. μας πληροφορεί για την ύπαρξη και λειτουργία και άλλης βιβλιοθήκης στην Αθήνα, γνωστής ως «εν Πτολεμαίω», ενώ η επιγραφή Ι.G.11.1009 προσφέρει ένδειξη ότι υπήρχε και στον Πειραιά βιβλιοθήκη.

Βιβλιοθήκες άλλων πόλεων στη μητροπολιτική Ελλάδα.

Εκτός από τις βιβλιοθήκες στην Αττική, υπήρχαν βιβλιοθήκες. όπως φαίνεται από σποραδικές πάντα πληροφορίες, τόσο στις φιλολογικές πηγές όσο και στις επιγραφικές και στις εξής πόλεις: Στους Δελφούς, όπως διαπιστώνεται από δελφική επιγραφή, η οποία αναφέρει ίδρυση βιβλιοθήκης από το Κοινό των Αμφικτυόνων (Bulletin de Correspodance Hellenique. 20, 1896, σ. 720), αλλά και στην Επίδαυρο υπήρχε βιβλιοθήκη, η οποία είχε αφιερωθεί στο θεό Ασκληπιό.Επίσης, έχει βρεθεί επιγραφή στη νήσο Δήλο, η οποία μνημονεύει οίκημα Ανδρίων, όπου υπήρχε συλλογή των έργων του ποιητή Αλκαίου. Εκτός από τη Δήλο είχαν βιβλιοθήκες και τα νησιά Σάμος, Ρόδος, Κως, Κρήτη και Κύπρος.Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Ρόδο διαπιστώνεται πάλι επιγραφικά από απόσπασμα καταλόγου που περιείχε γύρω στα 50 συγγράμματα. Μεταξύ τους αναφέρονται και 2 συγγράμματα με τους τίτλους «Προς Ευαγόραν κυπριακών» (αντίγραφα δύο) «Αλεξάνδρω Εγκώμιον» (αντίγραφο ένα) και «περί της Αθήνησι Νομοθεσίας» (αντίγραφα πέντε).

Για βιβλιοθήκη στη Σάμο δεν σώζεται καμία πληροφορία στις επιγραφικές πηγές. Ο συγγραφέας ωστόσο των δειπνοσοφιστών Αθηναίος, ο οποίος συχνότερα από κάθε άλλον αρχαίο συγγραφέα αναφέρεται στις βιβλιοθήκες και σε βιβλιόφιλους, κάνοντας λόγο για τους Έλληνες εκείνους που είχαν γίνει διάσημοι στον αρχαίο κόσμο εξαιτίας των Πλούσιων βιβλιοθηκών τους, αναφέρει τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη, τον Αθηναίο Ευκλείδη, το γνωστό Αθηναίο τύραννο Πεισίστρατο, τον Νικοκράτη, τον Κύπριο, τους βασιλιάδες της Περγάμου Απάλους και Ευμένηδες, τον Αριστοτέλη, τον Ευριπίδη, τον Θεόφραστο και τον Νηλέα, ο οποίος απέκτησε τα βιβλία που περιείχαν οι βιβλιοθήκες των δύο τελευταίων μεγάλων ανδρών, δηλαδή του περίφημου Σταγειρίτη φιλόσοφου και τον διάδοχό του στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής, Θεόφραστον.Βιβλιοθήκη στην Κω αναφέρει επιγραφή (δημοσιευμένη στο Bulletin de Correspondance Hellenique, 59. 1935, σ. 421-425) η οποία περιέχει τα ονόματα των δωρητών της βιβλιοθήκης.Μεταξύ αυτών αναφέρονται και ο Διοκλής και ο γιος του Απολλόδωρος, που από κοινού πρόσφεραν τη δαπάνη για την ανέγερση του κτιρίου της βιβλιοθήκης, καθώς και για την αγορά 100 βιβλίων. Αναφέρονται, επίσης ο Εκαταίος ως δωρητής 200 συγγραμμάτων, ο Αγησίας ως δωρητής 200 δραχμών, ο Ξενοκλής που δώρισε 200 δραχμές και 100 βιβλία και άλλοι δωρητές,

Στην Κρήτη υπήρχε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους βιβλιοθήκη δίπλα στο παλάτι της Κνωσού, όπως διαπιστώνεται από θραύσμα επιγραφής, που μνημονεύει τη βιβλιοθήκη αυτή. Στην Κύπρο αναφέρονται επίσης βιβλιοθήκες, τόσο από τον Αθήναιο όσο και από επιγραφή που μνημονεύει «επιμελητήν βιβλιοφυλακίου».Με βεβαιότητα διαπιστώνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης και στη Σπάρτη από φιλολογικές πηγές, ενώ από επιγραφικές πηγές συμπεραίνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Μεσσηνία. Από άλλη φιλολογική πηγή είναι γνωστή και η λειτουργία βιβλιοθήκης στην πόλη των Πατρών.

Όσον αφορά στη Β. Ελλάδα, πρέπει να υπήρχε βιβλιοθήκη στην Πέλλα. Από αυτή φαίνεται ότι ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος έφερε στη Ρώμη τον πρώτο μεγάλο αριθμό ελληνικών συγγραμμάτων, μετά τη νίκη του επί του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα.Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στην Πέλλα, που πρέπει να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιούσε και ο Μ. Αλέξανδρος, ως μαθητής του Αριστοτέλη, μας θυμίζει το σχετικό ενδιαφέρον που έδειξε ο νεαρός βασιλιάς με τη διαταγή που έδωσε μετά την κατάληψη της Περσίας, να ερευνηθούν τα ιερά περσικά βιβλία και όσα αναφέρονταν στη φιλοσοφία, την ιατρική, τη γεωργία και την αστρονομία να μεταφράζονταν στην ελληνική γλώσσα και να αποστέλλονταν στην Αλεξάνδρεια. Από άλλη, τέλος, αναθηματική επιγραφή της Μακεδονίας, που δημοσιεύτηκε στο B.C.H., 57,1933, σ. 316­320, διαπιστώνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης και στην πόλη των Φιλίππων.

Αναφερόμενοι στις βιβλιοθήκες που μπορούμε να επισημάνουμε από ενδείξεις φιλολογικές και επιγραφικές, δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε και τη βιβλιοθήκη της Περιπατητικής Σχολής.
Τα συγγράμματά της μετά το θάνατο του Αριστοτέλη, περιήλθαν στην ευθύνη του διαδόχου του Θεοφράστου. Τα συγγράμματα του Θεοφράστου, μαζί με τα βιβλία του Αριστοτέλη, περιήλθαν στους σωκρατικούς φιλοσόφους Έραστο, Κορίσκο και στο γιο του Κορισκου, Νηλέα. Ο Νηλέας, μαθητής του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου, κληρονόμησε τα βιβλία των δύο δασκάλων του και τα μετέφερε στην πόλη Σκήψη της Μ. Ασίας.Μετά το θάνατο του Νηλέα περιήλθαν σε ιδιώτες που τα είχαν αταξινόμητα και κατάκλειστα. Όταν οι τελευταίοι έμαθαν για το ζήλο, με τον οποίο οι βασιλιάδες της Περγάμου συγκέντρωναν βιβλία, τα έκρυψαν σε υπόγεια κρύπτη, όπου φθάρηκαν από την υγρασία και τα σκουλήκια. Οι απόγονοί τους τα πούλησαν σ’ αυτή την κατάσταση στον Απελλικώντα την Τηιο, ο οποίος, κατά τον Στράβωνα, ήταν «φιλόβιβλος μάλλον ή φιλόσοφος».

Για να αποκαταστήσει αυτός τα καταστραμμένα συγγράμματα, τα αντέγραψε εκ νέου ξαναγράφοντας από την αρχή ολόκληρα μέρη τους κι έτσι τα εξέδωσε γεμάτα λάθη. Κατά τον Αθήναιο, ωστόσο ο Νηλέας πούλησε τα βιβλία του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου στον Πτολεμαιο, τον Φιλάδελφο και έτσι αποτέλεσαν αργότερα το πρότυπο για την οργάνωση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Μετά το θάνατο του Απελλικώντα ο Σύλλας μετέφερε τα βιβλία του στη Ρώμη (Πλουτάρχου, Σύλλας 26,1-2).

Εκτός από τις δημόσιες βιβλιοθήκες υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα και πολλές ιδιωτικές. Ιδιωτική βιβλιοθήκη αξιόλογη είχε ο Ευριπίδης, καθώς και ο σύγχρονος του Πλάτωνα φιλόσοφος Μενέδημος, από την Ερέτρια. Ο Ισοκράτης (Αιγηνιτικός, 5) αναφέρεται σε κάποιο Θράσυλλο, που είχε σπουδαία συλλογή συγγραμμάτων περί μαντικής. Ο Πλούταρχος, τέλος, στη βιογραφία του Ζήνωνα, περιγράφει κατάστημα πωλητού βιβλίων στην Αθήνα, όπου οι πελάτες ερευνούσαν ή διάβαζαν τα συγγράμματα, όπως γινόταν και στις βιβλιοθήκες.

Γραφικές ύλες της αρχαίας Ελλάδας

Όταν ακούει κανείς για γραπτά κείμενα στην αρχαία Ελλάδα, σκέπτεται συνήθως επιγραφές σε μάρμαρο ή συγγράμματα γραμμένα σε παπύρους ή περγαμηνές. Υπήρχαν όμως και κείμενα γραμμένα επί ποικίλης ύλης.Οι νόμοι του Σόλωνα π.χ. είχαν γραφεί σε ξύλινους κυλίνδρους, που ονομάζονταν «άξονες», καθώς και σε τριγωνόμορφες πινακίδες, τις «κύρβεις» που είχαν στηθεί πάνω στην Ακρόπολη.Ο Πλίνιος κάνει λόγο για επιγραφές χαραγμένες σε πλάκες μολύβδου, σώθηκε δε και μια πλάκα ανεπίγραφη χαλκού και άλλη σιδήρου (Ι.G.Α.321και322).Ο Ιώσηπος αναφέρει μολύβδινους χάρτες και ο Πλούταρχος ιστορεί ότι η ποιήτρια Αριστομάχη αφιέρωσε στους Δελφούς σύγγραμμα, που είχε μορφή μεταλλικού ειληταρίου. Άλλη χάλκινη πινακίδα βρέθηκε στην Ολυμπία με χαραγμένο επάνω τις ένα κείμενο συνθήκης, που έγινε μεταξύ Ηλείων και αντιπάλων τους.

Χαράζονταν ακόμη επιγραφές πάνω σε πήλινες πλάκες (επί κεράμου), σε δέρματα, σε θαλασσινά όστρακα και σε οστά. Αλλά και πάνω σε ελάσματα χρυσού χαράσσονταν κείμενα, όπως π.χ. στα ορφικά χρυσά πλακίδια, τα γνωστά τόσο από την Κρήτη όσο και από την Ιταλία.Ως καθαρή όμως, Ελληνική επινόηση μπορούν να θεωρηθούν οι ξύλινες πινακίδες, οι επαλειμμένες με κερί. Οι πινακίδες αυτές επέτρεπαν τη συνεχή επανεγγραφή κειμένων μετά την απόσβεσή τους, γι’αυτό και τις χρησιμοποιούσαν κυρίως οι μαθητές για εξάσκηση.

Όλες αυτές οι πληροφορίες προκύπτουν από τη μελέτη των φιλολογικών και των επιγραφικών πηγών. Από τις επιγραφές έχουμε και την πληροφορία ότι οι βιβλιοθηκάριοι των αρχαίων ελληνικών βιβλιοθηκών ονομάζονταν γραμματείς και επιμελητές των βιβλιοφυλακίων.

Ζακλίν ντε Ρομιγί: Η παγκόσμια δύναμη των Ελληνικών λέξεων

Η Ζακλίν Ντε Ρομιγί, η μεγάλη Γαλλίδα Ελληνίστρια, έφυγε από τη ζωή το 2010 πλήρης ημερών, αφήνοντας πίσω της ένα πλουσιότατο και σημαντικότατο έργο, και για μας τους Έλληνες ιδιαιτέρως τιμητικό.

Ήταν η πρώτη γυναίκα στην έδρα της Επιγραφικής και της Φιλολογίας και η δεύτερη γυναίκα μετά τη Γιουρσενάρ, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, θαυμάστρια της ελληνικής σκέψης.

Λάτρης της Ελληνικής ιστορίας, η μεγάλη κυρία των κλασικών γραμμάτων και παθιασμένη διανοούμενη υπήρξε η πρώτη νεαρή γυναίκα που κέρδισε τον ετήσιο διαγωνισμό Concours Général της Γαλλίας, η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια του Collège de France, και η δεύτερη γυναίκα ακαδημαϊκός της Γαλλικής Ακαδημίας, μετά την Marguerite Yourcenar. Στις 5 Νοεμβρίου 2008, τιμήθηκε από τον πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, Κ. Δημήτρη Σιούφα, με το βραβείο του Ιδρύματος της Βουλής σε τελετή που έγινε στο Παρίσι. Το 1995, απέκτησε την Ελληνική υπηκοότητα ενώ, το 2000, ανακηρύχθηκε πρέσβειρα του Ελληνισμού.

Οι εργασίες της, που καλύπτουν όλο το φάσμα της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας: Όμηρο, Τραγικούς, σοφιστές, Θουκυδίδη, τον οποίο κατεξοχήν μετέφρασε, αποδεικνύουν τη σημασία που απέδιδε στα ελληνικά γράμματα. Γι’ αυτό άλλωστε το 1992 ίδρυσε την Ένωση για την Υπεράσπιση των Κλασικών Σπουδών.

Σ’ αυτήν ανήκει η φράση: «Αν η Ελλάδα μάς ζητούσε πίσω όλες τις λέξεις της που έχουμε δανειστεί, ο Δυτικός πολιτισμός θα κατέρρεε».

Στο βιβλίο της “Γιατί η Ελλάδα;”, παρά το γεγονός ότι αυτά που γράφει έχουν συμβεί πριν από είκοσι πέντε αιώνες, είναι εξαιρετικά επίκαιρα και η ανάγνωσή τους θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για τους Ευρωπαίους αλλά και για τους Έλληνες.

Το βιβλίο εξηγεί πώς η νεαρή Ζακλίν διάβασε στα σχολικά της χρόνια Θουκυδίδη και πώς η εντύπωση που της προκάλεσε ο ένας από τους δύο πατέρες της Ιστορίας (μαζί με τον Ηρόδοτο) κατεύθυνε την κλίση της στη μελέτη της κλασικής Ελλάδας, στην οποία θα αφιέρωνε τη ζωή της. Το δοκίμιο κάνει έναν απολογισμό, με τρόπο σαφή, ψυχαγωγικό και βαθύ –σπάνιος συνδυασμός για ειδικό– εκείνου του θαυμαστού 5ου αιώνα προ Κοινής Εποχής στον οποίο ιστορία, φιλοσοφία, τραγωδία, πολιτική, ρητορική, ιατρική, γλυπτική έφτασαν στο απόγειό τους στην Ελλάδα, και έθεσαν τα θεμέλια γι’ αυτό που τελικά θα ονομαζόταν δυτικός πολιτισμός.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα:

Κατ’ αρχήν κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε ότι ο άνθρωπος που εξύμνησαν οι Έλληνες ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. Αγαπούσε τη ζωή και τις γιορτές, τα συμπόσια, τον έρωτα, τη δόξα. Μερικοί συγγραφείς μίλησαν γι’ αυτό περισσότερο από άλλους: ό­πως ο Ησίοδος, οι λυρικοί, ο Αριστοφάνης. Από τον Όμηρο όμως ως τα χορικά των τραγωδιών, αυτή η πλευρά δεν λείπει ποτέ. Πρέπει να το θυμίσουμε έντονα -διότι κατ’ αρχήν αυτό είναι η εκπληκτική γοητεία της ελληνικής λογοτεχνίας, υστέρα διότι μια τέ­τοια αγάπη για τη ζωή ανυψώνει περισσότερο το τίμημα του πάθους για να την εννοήσουμε, να την κατακτήσουμε και να υψωθούμε από τα συγκεκριμένα αυτά θέλγητρα προς μία σκέψη αρμονική προς αυτά. Η μίξη αυτών των δύο καθιστά την Ελλάδα μοναδική.

Επιπλέον, ακόμα και αν αποκαταστήσουμε αυτή τη διάσταση – που ηθελημένα αφήσαμε κατά μέρος σε μία μελέτη αφιερωμένη σε ένα μόνο θέμα – διακινδυνεύουμε πάλι να ξεχάσουμε ότι η ανάλυση που περιέχεται στα κείμενα αντιπροσωπεύει μία μόνο όψη της ελληνικής κουλτούρας και του ελληνικού πολιτισμού.

Βεβαίως, η άποψη αυτή είναι η πιο αυθεντική. Διότι κανένας άλλος πολιτισμός δεν είχε τόσο πάθος για την τέχνη του λόγου, της απόδειξης και της ανάλυσης: και αυτό, χωρίς αμφιβολία, πα­ραμένει το πιο αξιοσημείωτο γεγονός του ελληνισμού. Η επιδίωξη όμως της καθολικότητας που μαρτυρούν τα κείμενα, αν είναι τόσο χαρακτηριστική, θα πρέπει να ξαναβρεθεί επίσης στην τέχνη, στη θρησκεία, στη ζωή και στα ήθη.

Θα χρειάζονταν ακόμη πολλά βιβλία για να αποδειχθεί ότι έ­τσι είναι, αν χρησιμοποιήσουμε αναλύσεις πιο αόριστες από αυ­τές που προσφέρουν τα κείμενα: μόνο τα κείμενα μας δείχνουν αυτό που έχουν να πουν χωρίς διφορούμενα. Και όμως μπορούμε να θυμίσουμε ότι, ως προς την τέχνη και τη θρησκεία, έχουν δοθεί σύντομες ενδείξεις όταν το απαιτούσε η ανάπτυξη του θέ­ματος. Και επιβεβαιώνουν το αποτέλεσμα της έρευνας που έγινε εδώ.

Η Ελληνική τέχνη είναι κατ’ αρχήν ιδιαίτερα ανθρώπινη. Αρκεί να σκεφτούμε την Αίγυπτο ή την Ινδία για να μετρήσουμε τη δια­φορά. Ακόμα και όταν παριστάνει γίγαντες και τέρατα, πλησιάζει όλο και περισσότερο την ανθρώπινη μορφή. Στις μάχες μεταξύ θεών και γιγάντων μόλις διακρίνουμε τους μεν από τους δε: όλοι μοιάζουν με ανθρώπους (όπως στο διάζωμα του θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς). Και όταν ένας θεός και ένας άνθρωπος βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλον, μόλις διακρίνουμε αν ο θεός είναι μεγαλύτερος από τον άνθρωπο: όπως στο διάζωμα του θησαυρού των Αθηναίων, πάντα στους Δελφούς. Η σκέψη μας πηγαίνει στις σχέσεις που έχουν οι ήρωες και οι θεοί στον Όμηρο…

Εξάλλου, η απεικόνιση ανθρώπινων μορφών, ιδιαίτερα κατά την αρχαϊκή εποχή, περιβάλλεται -όπως είδαμε- από μια γενίκευση και από μια συγκράτηση που αποκλείουν τα ατομικά χαρακτηριστικά και τα τονισμένα συναισθήματα. Αν αυτό συμβαίνει από έλλειψη πείρας ή από συνειδητή επιθυμία, δεν έχει σημασία: τα αγάλματα που μας υποδέχονται στα μουσεία έχουν την αγέ­ρωχη περίσκεψη του εξωπραγματικού και μας συγκινούν πολύ περισσότερο.

Τέλος, ο Ελληνικός ναός είναι από μόνος του ένα μνημείο με α­πέριττες γραμμές, στο οποίο η γλυπτική κατέχει μια πολύ οριοθετημένη θέση. Βρίσκεται στα μέτρα του ανθρώπου. Δεν έχει ούτε την έπαρση των πυραμίδων ούτε την πληθώρα των γλυπτών του Ανγκόρ. Είναι ίσως η ιδέα, παραπλανητική από πρώτη άποψη, που εκφράζει ο Περικλής στο Θουκυδίδη όταν δηλώνει: «Φιλοκαλούμεν γαρ μετ’ ευτελείας».

Έτσι, η ίδια επιδίωξη προς το γενικό, το ανθρώπινο, το καθολικό εκφράζεται και στην τέχνη όπως και στη λογοτεχνία.

Όσο για τη θρησκεία, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε άλλη πιο κοντά στον άνθρωπο. Ο ανθρωπομορφισμός είναι ο κανόνας. Και εάν στις απαρχές υπήρξαν ζώα που ταυτίστηκαν με τους θεούς, από το έπος του Ομήρου έγιναν απλά ευνοούμενα αυτών των θεών. Επιπλέον, οι θεοί είναι ποικίλοι και, εξαιτίας των συνεχών συγκρούσεων μεταξύ τους, ο άνθρωπος καταφεύγει στον ένα ή στον άλλον. Σίγουρα, οι θεοί μπορούν να χτυπούν, και ιδίως ο Δίας, ο βασιλιάς τους. Αλλά οι άνθρωποι, παρ’ ότι το ξέ­ρουν, δεν ζουν μέσα στον τρόμο ούτε στην υποταγή. Οι ποιητές κοροϊδεύουν τους θεούς όταν βρουν την ευκαιρία: εν τούτοις δεν καταποντίζονται στις καταστροφές. Οι άνθρωποι φοβούνται λι­γότερο τους θεούς όσο πιο ελεύθερα επικοινωνούν μαζί τους, ε­φόσον δεν έχουν ούτε δόγμα ούτε κλήρο. Και επιπλέον υπάρχουν οι ενδιάμεσοι και οι δυνατότητες επικοινωνίας -με τους ήρωες, που είναι σχεδόν ημίθεοι, και με τους χρησμούς από τους οποίους μπορούν να ζητήσουν συμβουλή. Αν προσθέσουμε ότι οι θεοί είναι πρόγονοι πολλών οικογενειών και οι προστάτες της μιας ή της άλ­λης πόλης, εκτιμούμε πόσο μειώνεται η απόσταση ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο. Το είδαμε όταν μιλήσαμε για τον Όμη­ρο. Αργότερα, οι δοξασίες επέτρεψαν πολύ πιο προσωπικές σχέ­σεις με τη θεότητα. Αυτό παρέμεινε αληθινό ως το τέλος του ελ­ληνισμού και διευκόλυνε, μερικές φορές, τις μεταλλαγές με το χρι­στιανισμό.

Επίσης, αυτοί οι πολλαπλοί θεοί, με τις αρκετά ελαστικές δι­καιοδοσίες, μπερδεύτηκαν στην Ελλάδα με πολλές προσφιλείς δραστηριότητες. Έτσι έγιναν και αυτοί ένα είδος συμβόλων με κα­θολική αξία. Για έναν Έλληνα της κλασικής εποχής, η Αφροδίτη εί­ναι η εικόνα του έρωτα, η Άρτεμις εικόνα της αγνότητας, ο Άρης του πολέμου. Έτσι ξαναβρίσκουμε, όπως αλλού, τη γλώσσα των συμβόλων, κατά την οποία κάθε οντότητα που ανήκει στο μύθο περιέχει μια σημασία πολύ γενική για τον άνθρωπο.

Αυτό ήταν, χωρίς αμφιβολία, ένας από τους λόγους που εξελί­χθηκαν τόσο άνετα οι ανταλλαγές και οι αφομοιώσεις με τις άλλες θρησκείες. Οπωσδήποτε η ελληνική θρησκεία δεν ήταν εθνική. Οι θεοί μπορούσαν να έχουν προνομιακούς δεσμούς με μία πόλη (ό­πως η Αθηνά με την Αθήνα): αυτό δεν τους εμπόδιζε να αναγνω­ρίζονται και να τιμώνται και αλλού -ενδεχομένως και στους βαρ­βάρους. Όταν είχαν άλλα ονόματα, οι Έλληνες έκριναν ότι υπήρ­χε κάποια παραλλαγή και η απόδειξη βρίσκεται στον Ηρόδοτο. Ήταν, γενικά, μία θρησκεία που αποδεχόταν και συγχρόνως γινό­ταν εύκολα αποδεκτή. Ο Glen Bowersock επέμεινε πρόσφατα στο ρόλο που είχε η ελληνική θρησκεία στην ενοποίηση του όψιμου παγανισμού. Αυτή η κουλ­τούρα, γράφει, «πρόσφερε στη γλώσσα το μύθο και την εικόνα, το μέσον να εκφραστούν οι τοπικές παραδόσεις με τρόπο εύληπτο και πιο καθολικά κατανοητό». Όπως πάντοτε, η άνοδος προς το καθολικό, στο διανοητικό πεδίο, διευκολύνει, πράγματι, το άνοιγ­μα προς το καθολικό, στο επίπεδο των ανθρωπίνων σχέσεων.

Αλλά οι ίδιες αυτές λέξεις τραβούν την προσοχή σε ένα τρίτο κενό, σοβαρότερο, στην ανάπτυξη που παρουσιάζουμε σε τούτο το βιβλίο. Και όμως είχαμε απομακρυθεί για καλά από τις ανθρώ­πινες σχέσεις! Από τις πρώτες σελίδες, με τον Όμηρο, είχαμε επι­σημάνει μία απίθανη διάθεση στην αποδοχή των άλλων -μια έλ­λειψη εθνοκεντρισμού, μια κατανόηση, μια εξαιρετική φιλοφροσύνη όχι μόνο κατά την αρχαϊκή εποχή αλλά σε όλες τις εποχές. Εί­δαμε στη συνέχεια ν’ ανατέλλει με τον Ηρόδοτο μια σπάνια ανε­κτικότητα. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε ερώτημα επειδή οι συγγραφείς μιλούσαν γι’ αυτό και μάλιστα με επιμονή. Αλλά, στο σύνολο, η έκταση της πνευματικής προσπάθειας που επιτελέ­σθηκε σε έναν αιώνα, έσβησε λίγο πολύ για μας τις ανθρώπινες α­ξίες. Και πώς να μιλήσουμε για έναν πολιτισμό χωρίς ν’ αναφέρουμε εκείνο που πρόσφερε σε αυτόν τον τομέα;

Καθένας γνωρίζει ότι η Ελλάδα πρόσφερε στον κόσμο την τέ­λεια και ιδανική έκφραση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Και δεν είναι λίγο! Αυτές οι δύο μεγάλες ιδέες προσήλκυσαν και άλλες κατά τη ροή τους. Προκάλεσαν σίγουρα το σεβασμό στους νό­μους (που συναντήσαμε μιλώντας για τη δημοκρατία), καθώς και τη φιλοπατρία και την έννοια της γενναιότητας. Αλλά προκάλε­σαν επίσης την επιθυμία να υποστηρίξουν τους καταπιεζόμενους, να απελευθερώσουν τα θύματα, ακόμα και να ριψοκινδυνεύσουν για την υπεράσπισή τους: είναι ένας από τους τίτλους τιμής που η Αθήνα δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί. Οι δύο αυτές ιδέ­ες συνυφασμένες αποδείχθηκαν ζωογόνες και ευρύτατες. Ήταν ήδη άνοιγμα προς τους άλλους.

Το λαμπρό όμως αυτό ξεκίνημα δεν πρέπει να μας κάνει να ξε­χνάμε εκείνο που, πέρα από το νόμο και τους κανόνες του, προ­χωρούσε προς την ίδια κατεύθυνση πιο διακριτικά.

Ο νόμος, γιατί; Τον συναντήσαμε εδώ στο πολιτικό πλαίσιο της δημοκρατίας: είναι καιρός ν’ ανατρέξουμε λίγο πιο πίσω. Με τους Έλληνες πρέπει πάντα να γίνει αυτή η κίνηση. Τότε εκτιμάμε ότι ο νόμος εσήμαινε γι’ αυτούς, πριν απ’ όλα, το αντίθετο της βίας. Οι Έλληνες δεν έπαψαν να ορθώνονται εναντίον της βίας. Εμίσησαν τον πόλεμο, την αυθαιρεσία, την αταξία. Για τον πόλεμο αυτό είναι γνωστό. Ήδη στον Όμηρο, ο πόλε­μος είναι χώρος του ηρωισμού, αλλά επίσης της οδύνης και του θανάτου. Ο Άρης, ο θεός του πολέμου, προκαλεί φρίκη ακόμα και στο Δία: «Είναι για μένα ο πιο μισητός από όλους τους θεούς, που μένουν στον Όλυμπο, γιατί πάντα του αρέσουν τα μαλώματα και οι πόλεμοι και οι μάχες».

Η καταδίκη του πολέμου διαπερνά πράγματι όλα τα ελληνικά κείμενα. Υπάρχει στον Ηρόδοτο, στον οποίον εμπνέει τη διάσημη φράση: «Διότι κανένας δεν είναι τόσον ανόητος, ώστε να προτι­μά τον πόλεμον από την ειρήνην, αφού κατ’ αυτήν μεν τα παιδιά θάπτουν τον πατέρα, ενώ κατά τον πόλεμον οι πατέρες τα παι­διά». Υπάρχει στον Αισχύλο, στα μεγάλα χορικά της οδύνης και στην εικόνα τη σχετική με τον πόλεμο της Τροίας: «Κι ο Άρης σω­μάτων αργυραμοιβός και ζυγιαστής των κονταριών στη μάχη, στέλνει από την Τροία στους δικούς βαρεία και πικροθρήνητη α­πό την πυρά μονάχη αντίς τον άντρα – βολικά γεμίζοντας ένα λεβέτι με μια φούχτα στάχτη». Βρίσκεται ιδιαίτερα στον Ευριπί­δη με τους φοβερούς μονόλογους των Ικέτιδων όπου ο κήρυκας λέει ότι οι άνθρωποι μέσα στην τρέλα τους «κυνηγάμε πολέμους και σκλαβώνουμε όποιους βρούμε πιο αδύνατους, άντρας τον ά­ντρα, η πόλη την άλλη πόλη». Υπάρχει επίσης στον Αριστο­φάνη. Υπάρχει παντού.

Εξάλλου, το κείμενο του Ευριπίδη που αναφέραμε δείχνει κα­θαρά ότι, πίσω από την καταδίκη του πολέμου για τα δεινά που προκαλεί, οι Έλληνες διέκριναν καθαρά ότι αυτός καθ’ εαυτός ο πόλεμος ήταν απαράδεκτος. Προϋπόθεση του ήταν αποκλειστι­κά η δύναμη. Το σκάνδαλο όμως της κυριαρχίας της δύναμης το εί­χαν αντιληφθεί από τις απαρχές. Ήδη ο Ησίοδος το απεικόνισε στο θαυμάσιο απόλογο με το γεράκι και το αηδόνι που αναφέρ­θηκε στο κεφάλαιο το σχετικό με τον Πίνδαρο.

Η ίδια διαμαρτυρία εμπνέει τον Προμηθέα του Αισχύλου όπου η αυθαιρεσία του Δία εκπροσωπείται από το Κράτος και τη Βία. Ξαναβρίσκεται σε όλες τις αναλύσεις τις σχετικές με την τυραννία και ιδιαίτερα με την τυραννία μεταξύ πόλεων, που είναι ο ιμπε­ριαλισμός: το να κυβερνάς με τη βία σημαίνει να κυβερνάς με εξα­ναγκασμό, αντίθετα προς τη θέληση των ανθρώπων. Ξαναβρί­σκεται στις θεωρητικές και ανελέητες αναλύσεις του Θουκυδίδη (στο διάλογο των Μηλίων, στο 5ο βιβλίο) και στον Πλάτωνα (με τον Καλλικλή στο Γοργία).

Η Ελλάδα ήταν σαν να είχε κινητοποιηθεί εναντίον της βίας και τούτο ενέπνευσε το φλογερό σεβασμό της προς το νόμο. Το συ­ναίσθημα όμως αυτό ερμηνεύτηκε επίσης με ευρύτερες μορφές διότι στη βία αντιτίθεται επίσης η πειθώ.

Με τις αναφορές που είναι συγκεντρωμένες σε τούτο το κε­φάλαιο του συμπεράσματος, ίσως εκπλαγούμε βλέποντας το κεί­μενο να αλλάζει ύφος, ενώ θα περιμέναμε γενικές ιδέες και περι­λήψεις, σχόλια και αναφορές. Είναι σχεδόν αδύνατο να κάνουμε διαφορετικά. Εάν θέλουμε να τονίσουμε, διατρέχοντας έστω βια­στικά, τη σημασία των αξιών που καθόρισε η Ελλάδα και κληρο­δότησε στο δυτικό κόσμο, πρέπει να προσφέρουμε στον ανα­γνώστη κάτι σαν ανθοδέσμη από αυτά τα κείμενα που έθρεψαν τον κόσμο επί αιώνες. Οι αξίες δηλώνουν ότι η απόδειξη είναι δυ­νατή και ότι οι επαληθεύσεις δεν είναι αδικαιολόγητες. Ιδίως με την πληθώρα τους αποδεικνύουν καθαρά ότι πρόκειται για αξίες πολύτιμες για όλους τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, ανεξάρτητα από διαφορετικές νοοτροπίες ή λογοτεχνικά είδη. Ίσως αφήσουν στο πέρασμα τους -ποιος ξέρει;- το θάμβος που προ­καλεί ένας ενθουσιασμός φωτεινός, και πάντα λίγο πολύ μεταδο­τικός. Και τέλος μια ανθοδέσμη: τι ωραιότερο να προσφέρει κα­νείς για να αποχωρήσει;

Κλείνοντας αυτή την παρένθεση, πρέπει να σπεύσουμε να συνδέσουμε το νόμο με την πειθώ, η οποία παρεμβαίνει παντού, όπου δεν κυβερνά ο νόμος. Διέπει τις συμφωνίες. Δεν κουράζεται να αντιτίθεται στη βία. Πώς να μη θυμηθούμε ότι όλα τα φονικά και όλες οι εκδικήσεις, που αποτελούν την Ορέστεια του Αισχύ­λου, συντρίβονται πάνω στη δίκαιη ανώτατη εξουσία ενός δικα­στηρίου, και ότι η Αθηνά, τότε, αναλαμβάνει να πείσει τις Ερινύες παρά να τις εξαναγκάσει, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ομολογία πίστης του ελληνισμού στο αποκορύφωμα του, όταν η Αθηνά ε­πικαλείται «τη θεία Πειθώ» που δίνει στο λόγο της «τη μαγική γλυκύτητα» (Ευμενίδες 885-886). Και για ν’ απαντήσουμε με αν­θρώπινη γλώσσα στα λόγια της θεάς, θα μπορούσαμε ν’ αναφέ­ρουμε το νεαρό Νεοπτόλεμο του Σοφοκλή που επεδίωκε να πεί­σει το Φιλοκτήτη παρά να τον εξαπατήσει επωφελούμενος από την πλεονεκτική του θέση. Να πείθεις: ήταν το κίνητρο αυτής της δημοκρατίας για την οποία ήταν τόσο υπερήφανοι οι Αθηναίοι, α­φήνοντας τον εξαναγκασμό στους τυράννους.

Θα έλεγε κανείς ότι τα λόγια αυτά δεν ταιριάζουν με τον ιμπε­ριαλισμό, που ήταν μια τυραννία. Αλλά ποιος μας το είπε, αν όχι οι Αθηναίοι, που είχαν συνείδηση αυτής της κατάστασης και ήταν ικανοί να την ελέγχουν με οξυδέρκεια. Ο Θουκυδίδης είπε και ο Ισοκράτης υπερθεμάτισε ότι ο τύραννος και το Κράτος-τύραννος είναι καταδικασμένα να καταστραφούν. Από αυτά τα δύο, απο­κάλυψαν το σχήμα αυτής της «ασθένειας» περιγράφοντας την με μία μορφή γενική που ισχύει για πάντα.

Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι μετά από μια τέτοια εμπει­ρία και τη σαφή αντίληψη του κακού, οι Έλληνες διέδωσαν επίσης την ιδέα όλων των δυνατών συμφωνιών μεταξύ Κρατών. Και, ό­πως η Αθήνα ήξερε να τα ξεχάσει όλα μετά τον εμφύλιο πόλεμο και να βρει για τη συμφιλίωση των πολιτών ένα υπόδειγμα που δεν ξεπεράστηκε ποτέ, το ίδιο οι Έλληνες ανακάλυψαν τη βασική αρχή για συμφωνίες, διαιτησίες, συνθήκες, συμμαχίες, ομοσπον­δίες και συνομοσπονδίες. Δεν κατάφεραν μεν να ενωθούν αλλά έ­θεσαν τις αρχές, υπέδειξαν τι έπρεπε να αποφευχθεί και ποιοί ή­σαν οι όροι που έπρεπε να τηρηθούν. Κι εδώ επίσης ζούμε από την κληρονομιά τους και από εκείνο που αυτή παρήγαγε.

Όλα αυτά όμως ανήκουν στην κατηγορία των διακανονισμών και του δικαίου. Οι Έλληνες δεν προχώρησαν πέρα από αυτά; Δεν είχαν τίποτα που να τους ωθήσει προς τους άλλους, προς εκείνους με τους οποίους δεν τους συνέδεε καμιά συνθήκη και καμιά γραπτή υποχρέωση; Η Αθήνα μιλούσε για ανοχή στις ιδιωτικές σχέσεις. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να ξεπερνά αυτό το πλαίσιο;

Και εδώ είναι το θαύμα: Γιατί ο λαός αυτός, που χαιρόταν τη γραπτή διατύπωση και τις σταθερές βάσεις που πρόσφερε σε ό­λους, ανακάλυψε εν τούτοις την ιδέα των άγραφων νόμων για ό­λα όσα υπήρχαν πέρα από τη δικαιοδοσία των νόμων. Οι άγραφοι αυτοί νόμοι είναι γνωστοί από το εγκώμιο του Σοφοκλή στην Αντιγόνη και στον Οιδίποδα Τύραννο. Επιβάλλουν, λόγου χάριν, το σεβασμό προς τους ικέτες και τους κήρυκες, την ταφή των νε­κρών και τη βοήθεια στους καταπιεζόμενους. Αντίθετα όμως με τους γραπτούς νόμους, το σημαντικό είναι ότι αυτοί οι νόμοι είναι παγκόσμιοι. Συχνά τους αποκαλούσαν «κοινούς νόμους των Ελλή­νων». Σε άλλα κείμενα υπάρχει η ιδέα ότι ισχύουν για όλους. Δια­βάζουμε γι’ αυτούς στον Ξενοφώντα ότι «εις κάθε τόπον δια τα ί­δια πράγματα τους παραδέχονται» και καλύτερα στον Ισοκράτη ότι είναι «ένας πατροπαράδοτος νόμος, που όλοι οι άνθρωποι τον τηρούν ανέκαθεν, γιατί νομίζουν, ότι δεν τον εθέσπισαν άνθρωποι παρά τον επέβαλε κάποια ανωτέρα δύναμις». Και ο Αριστο­τέλης προσδιορίζει ότι οι άγραφοι νόμοι αναγνωρίζονται από την κοινή αποδοχή.

Η Ελληνική αυτή επινόηση έγινε παγκόσμια: με αυτήν αρχί­ζουν καλύτερες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Είναι η ώρα που ο ίδιος ο Αριστοτέλης δίνει ξεχωριστή θέση στην ευθύτητα, μία ε­σωτερική διάθεση αρκετά ευέλικτη, δίπλα στη δικαιοσύνη, και στην οποία εκδηλώνονται σχεδόν παντού οι ιδέες της πραότητας, της κατανόησης και της επιείκιας.

Το άνοιγμα προς τους άλλους, που ξεκινούσε με τον αγώνα ε­ναντίον της βίας, ολοκληρώνεται εδώ για να ξεπεράσει όλο μαζί και το πλαίσιο της πόλης, ακόμα και της ίδιας της Ελλάδας και την αυστηρότητα των βασικών απαιτήσεων.

Η Ελλάδα της εποχής εκείνης δεν επινόησε τίποτα το τόσο ά­μεσο και συναισθηματικό όσο η χριστιανική αγάπη που αγκαλιά­ζει όλα τα πλάσματα στο όνομα του χριστιανικού μηνύματος. Αλλά η επιδίωξη της για την καθολικότητα την έκανε να βρει, μέ­σα στην κοινή ιδιότητα των ανθρώπων, την πηγή μιας αδελφικής επικοινωνίας. Όταν ο καθένας συνειδητοποιεί ότι είναι άνθρω­πος, τότε «μπαίνει στη θέση» των άλλων ανθρώπων. Και όπως η παγκοσμιότητα των ιδεών στον Πλάτωνα γίνεται πόλος έλξης και αντικείμενο χαράς ή επιθυμίας, κατά τον ίδιον τρόπο, η παγκο­σμιότητα των ανθρωπίνων καταστάσεων, στην οποία παραπέ­μπει πάντοτε η ελληνική σκέψη, γίνεται πηγή συμπάθειας και α­νεκτικότητας ως προς τους άλλους ανθρώπους.

Αυτό γίνεται αισθητό ήδη από τον 5ο αιώνα. Και μας συγκινεί όταν βλέπουμε στον Αίαντα του Σοφοκλή, τον Οδυσσέα να αρνείται να περιγελάσει τον εχθρό του, ακριβώς επειδή συνειδητά συμ­μερίζεται την κατάσταση του. Το λέει στην Αθηνά χωρίς έμφαση αλλά με πεποίθηση:

«Κανένα εγώ δεν ξέρω. Όμως με πιάνει θλίψη γι’ αυτόν τον έρμο, ας είναι εχθρός μου, που συμφορά φριχτή τον έ­χει ζώσει. Γιατί δε συλλογιέμαι τη δική του μόνο την τύχη, μα και τη δικιά μου, μια και το βλέπω ξάστερα πως άλλο τίπο­τα οι ζωντανοί δεν είμαστε, μονάχα κούφιες σκιές, φαντά­σματα κι αγέρας».

Λίγο αργότερα, ο Μένανδρος θα υπερθεματίσει και σε αυτόν πρέπει να αποδοθεί η ωραία φράση του Τερέντιου: «Είμαι άνθρω­πος και τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο».

Η αναφορά αυτή σε μια κοινή ανθρώπινη μοίρα δεν ήταν ήδη λανθάνουσα στον τρόπο με τον οποίον ο Όμηρος μιλούσε πάντα για τους «θνητούς»;

Οπωσδήποτε, συνετέλεσε, κατά την κλασική εποχή, στην εμ­φάνιση μιας καινούργιας λέξης για μια καινούργια αρετή. Η λέξη φιλανθρωπία, που δεν είχε πάρει ακόμα την έννοια της σημερινής «φιλανθρωπίας», ήταν η αγάπη για τους ανθρώπους, θα μπο­ρούσαμε να πούμε «ανθρωπισμός».

Φτάνουμε, πράγματι, σε μία τελείως διαφορετική σημασία του όρου αυτού. Γιατί έχει πολλές, που όλες προέρχονται από την Ελλάδα. Η λέξη «ανθρωπισμός» σημαίνει προφανώς την ανθρώπι­νη μοίρα, αυτήν που όλοι οι συγγραφείς θέλησαν να προσδιορί­σουν στο έπος, στην τραγωδία, στην ιστορία. Εξάλλου, επειδή η κατάσταση αυτή είναι κοινή σε όλους, η λέξη αποκτά αθροιστική έννοια που σημαίνει το σύνολο των ανθρώπων οι οποίοι συμμετέ­χουν σε αυτή την κατάσταση. Τέλος, επειδή η έννοια αυτής της συλλογικότητας προκαλεί την αλληλεγγύη, η λέξη γίνεται συνώνυ­μη της καλοσύνης για τους ανθρώπους. Ο όρος «απόδειξη αν­θρωπισμού» θυμίζει την αλληλεγγύη και την εφαρμογή της.

Θα θέλαμε να πούμε ότι οι σημασίες αυτές που μεταβιβάστη­καν με τα αρχαία κείμενα είναι παρούσες στην ονομασία που εί­χαν κάποτε οι κλασικές σπουδές όταν τις αποκαλούσαν «ανθρω­πιστικές».

Μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες τις εφάρμοσαν περισσό­τερο από άλλους λαούς; Ασφαλώς όχι. Παραβίαζαν τους γρα­πτούς και άγραφους νόμους, κατά περίσταση, όπως όλος ο κό­σμος. Είχαν σκλάβους που υπέταξαν με τη βία. Η Αθήνα υπήρξε μία αυτοκρατορία-τυραννία. Και η δημοκρατία ακόμα μετετράπη κάποτε -το λέει ο Αριστοτέλης- σε οχλοκρατία. Η έλλειψη ανοχής πολλαπλασίασε στην πόλη τις δίκες για ασέβεια, θανάτωσαν το Σωκράτη. Υπήρξαν περίοδοι εθνικών αντιθέσεων και εμφυλίων πολέμων όπως και σε μας. Οι Έλληνες όμως ήξεραν τουλάχιστον να πουν τι θα έπρεπε να είναι, να προσδιορίσουν αξίες και καμιά φορά να πεθάνουν γι’ αυτές.

Οπωσδήποτε δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ήταν οι μόνοι που το έκαναν. Οι αξίες που περιγράψαμε εδώ υπήρξαν χωρίς αμφι­βολία και αλλού. Ίσως μια μέρα το μάθουμε, ίσως όχι… Και εδώ α­κόμα, οι Έλληνες είχαν τη μοναδική αυτή τιμή -που απεικονίζει θαυμάσια την κυρίαρχη ιδέα του βιβλίου- να διατυπώσουν τις διάφορες αυτές αξίες, να τις ορίσουν, να προβάλλουν, από αόρι­στες εμπνεύσεις ή παραδόσεις, στις οποίες παραμένουν οι άλλοι, μια εικόνα σαφή, φωτεινή, παγκόσμια, η οποία, ζώντας μέσα στα κείμενα, μπορούσε να επικοινωνεί με τις άλλες ή ακόμα να ενι­σχύεται από αυτές, όταν εκείνες ήταν μόνο συγκεχυμένες και λαν­θάνουσες. Ασφαλώς, πολλοί λαοί θα είχαν παραδεχθεί ότι μια α­δελφή οφείλει να θάψει τον αδελφό της. Οι λαοί όμως αυτοί δεν έ­γραψαν μια Αντιγόνη. Τα αισθήματα αναπτύσσονται σε επαφή με τις λέξεις και τα παραδείγματα, όπως ένα φυτό που δέχεται το φως του ήλιου.

Και το αποτέλεσμα είναι ότι οι λέξεις και αυτά τα παραδείγ­ματα ογκώθηκαν και αυξήθηκαν σε όλους τους λαούς που βρέθηκαν σε άμεση ή έμμεση επαφή με την αρχαία Ελλάδα. Παρά τα μέ­τρα αποκλεισμού των τελευταίων δεκαετιών, η επιρροή συνεχίζε­ται. Μπορεί να μην αναγνωρίζουμε την προέλευση αλλά δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι υπήρξε και ότι έχει συμβάλει σε αυτό που είμαστε.

Είναι περίεργο να διαπιστώνουμε, στη σημερινή εποχή της άρνησης των ελληνικών σπουδών, ότι η επιρροή αυτή εκδηλώνεται με δύο μορφές πολύ διαφορετικές και άνισης σημασίας. Η πρώτη είναι ορατή και φαινομενικά τουλάχιστον πολύ επιφανειακή. Εκφράζεται με τη συνήθεια, με την προσφυγή σε κύρια ονόματα και σε αόριστους μυθολογικούς υπαινιγμούς. Ο μίτος της Αριάδνης, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι αναμνήσεις ελληνικές. Το ίδιο και οι Ολυμπιακοί αγώνες και ο Μαραθώνιος δρόμος. 

Η Ευρώπη που σφυρηλατούμε με γρήγορους ρυθμούς έχει ελληνικό όνομα και επικαλείται πρόθυμα μία ηρωίδα που απήγαγε ο Δίας, που ί­σως να μην είναι η σωστή. Όλοι οι θεατές της τηλεόρασης συνεχί­ζουν ν’ ακούν φράσεις όπως: «Η Αριάδνη θα συναντήσει τον Ερμή». Και οι πιο αμαθείς από τους νέους διανοούμενους χρησι­μοποιούν την Ελληνική λέξη έρως με περισσότερη διάθεση από την αντίστοιχη γαλλική.

Η συνήθεια αυτή με διασκεδάζει. Δεν βασίζεται σε καμιά σο­βαρή γνώση αλλά παρόλα αυτά είναι αποκαλυπτική. Προϋποθέ­τει, σε μερικές περιπτώσεις, το γεγονός ότι οι ελληνικές λέξεις διατηρούν τη δύναμη και τη λάμψη τους: ο έρως δεν είναι ούτε η φιλία ούτε η αγάπη: ο έρως είναι πραγματικά σαφέστερη έν­νοια από την αγάπη. Συχνότερα, αυτές οι χρήσεις προϋποθέτουν την ακτινοβολία των συμβόλων ακόμα και όταν έχουν απομα­κρυνθεί από το αρχικό τους νόημα και έχουν αποκοπεί από τις ρί­ζες τους: το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και ο Μαραθώνιος δεν θα ε­πιβίωναν εάν πάρα πολλές γενιές δεν είχαν ακούσει να γίνεται λό­γος γι’ αυτές τις οριακές σκηνές του φονικού και του κατορθώμα­τος. Και τέλος, θα διαπιστώσουμε ότι οι χρήσεις αυτές συνδέονται με την εξέλιξη της διεθνούς ζωής: τα ελληνικά σύμβολα ανήκουν σε όλους ή σε κανένα. Και, όπως σε πολλούς άλλους χώρους, η αρχαία Ελλάδα μας προσφέρει μια γλώσσα για την οποία θα πω, ακόμα μια φορά, ότι είναι οικουμενική.

Αλλά, εάν αυτές οι επιβιώσεις με διασκεδάζουν -μικρά παγό­βουνα που επιπλέουν χωρίς προορισμό, χωρίς να γνωρίζει πια κανείς γιατί βρίσκονται εκεί- υπάρχει μια άλλη επιβίωση πολύ πιο βαθειά και αγνοημένη σχεδόν από όλους. Είτε το θέλουμε είτε όχι, δημιουργήθηκε από ιδέες που βιώνουν μέσα μας χωρίς να το ξέ­ρουμε -σαν την καρδιά και το αίμα μας- και οι οποίες, μέσα από ποικίλα ενδιάμεσα προέρχονται από την αρχαία Ελλάδα. Πράγμα­τι, η ελληνική κληρονομιά, εδραιωμένη στην επιδίωξη του καθολι­κού, έγινε το ίδιο το πνεύμα του δικού μας δυτικού πολιτισμού. Η καταδίκη της βίας, η ανεκτικότητα, ο σεβασμός προς τη δικαιοσύ­νη, η αγάπη για την ελευθερία, είναι λίγο πολύ τα συνθήματα αυ­τών που επικαλούνται τη δημοκρατία. Και πίσω από τα συνθή­ματα κρύβονται ολοζώντανες δυνάμεις στις οποίες είναι επικίνδυ­νο σήμερα ν’ αντισταθούμε. Αντίθετα, την εποχή που δημιουργείται η Ευρώπη, νομίζουμε ότι δεν στερείται ενδιαφέροντος ν’ αναγνωρίσουμε αυτή την οφειλή που έχουμε την τάση να την ξεχνά­με.

Όταν βλέπουμε Τσέχους διαφωνούντες να επικαλούνται τα μαθήματα του Θουκυδίδη κατά της τυραννίας, υπάρχει ασφαλώς εκεί μια συμπύκνωση. Και οι περισσότεροι από αυτούς αγνοούν σίγουρα το Θουκυδίδη. Η στάση τους όμως είναι απόλυτα σύμ­φωνη με το δίδαγμα της Ελλάδας και δεν θα ήταν ίσως κατανοητή χωρίς την πρώτη ώθηση που δόθηκε εκεί πριν 25 αιώνες.

Και εδώ μιλάμε για πολιτική. Η ευαισθησία όμως στις χώρες μας, ο τρόπος της σκέψης, η προσπάθεια για διαύγεια, η επιστή­μη, η φιλοσοφία -αυτός ο αγώνας που σχεδόν δεν σταμάτησε πο­τέ από τότε- επαναφέρουν στα πρώτα τολμηρά βήματα της Ελλάδας στους διάφορους αυτούς τομείς.

Αλλά έστω και αν φτάνουνε σήμερα στο σημείο να κόβουμε την επαφή με εκείνη την προνομιακή στιγμή στην ιστορία της αν­θρωπότητας, δεν θα καταστρέψουμε αυτή τη μακρά ωρίμανση, η οποία στην πορεία της μας πρόσφερε τους καρπούς της. Μια τέτοια αποκοπή θα ήταν όμως παράλογη, ένοχη και επι­κίνδυνη. Προσπαθώντας ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα «Γιατί η Ελλάδα;», απαντάμε πάντα λίγο στην πιο πεζή και συνηθισμένη ε­ρώτηση: «Γιατί τα ελληνικά;»

Και σε τελική ανάλυση και σ’ αυτό ακόμα οι Αθηναίοι εκείνης της εποχής είχαν πλήρη συνείδηση του τι έπρατταν και του ρόλου που ήταν άξιοι να διαδραματίσουν. Ο Θουκυδίδης μας λέει, μέσω του Περικλή, ότι η Αθήνα είναι για την Ελλάδα ένα «ζωντανό δί­δαγμα», μία «αγωγή», μία «παίδευσις». Η Αθήνα υπήρξε για τους Έλληνες και οι Έλληνες για όλους εμάς: το γεγονός ότι είχε τόσο έ­ντονη την προαίσθηση, με ενθαρρύνει και με μαγεύει.

Οι Μοίρες στην Αρχαιότητα

Οι Μοίρες παριστάνονταν, συνήθως, ως τρεις γυναικείες μορφές που κλώθουν. Η κλωστή που κρατούν στα χέρια τους, είναι η ανθρώπινη ζωή· συμβολίζεται έτσι το πόσο μηδαμινή κι ασήμαντη αποδεικνύεται τελικά, αφού κόβεται με το παραμικρό, όπως μια κλωστή.

Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ, γνέθει το νήμα της ζωής, η δεύτερη, η Λάχεση, μοιράζει τους κλήρους, καθορίζει τι θα «λάχει» στον καθένα. Η τρίτη Μοίρα, τέλος, η Άτροπος, κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των ανθρώπων. Οι Μοίρες είναι επομένως οι δυνάμεις που ευθύνονται για τα καλά και τα κακά της ζωής του κάθε θνητού, από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του. Σε κάποιες περιπτώσεις οι άνθρωποι πίστευαν πως δεν ήταν τρεις, αλλά μία ή δύο, όπως, για παράδειγμα, συνέβαινε στο μαντείο των Δελφών, όπου λάτρευαν μόνο τη Μοίρα της Γέννησης και τη Μοίρα του Θανάτου.

Η λέξη «μοίρα» βγαίνει από το ρήμα «μοιράζω», είναι δηλαδή το «μερίδιο» και το «μερτικό», το κομμάτι που παίρνει ο καθένας από τη μοιρασιά ενός όλου. Έτσι, μοίρα σημαίνει πάνω απ' όλα το μερίδιο που διεκδικεί ο καθένας στη ζωή και την ευτυχία. Ας φανταστούμε τη μοιρασιά του κρέατος ενός ζώου. Τυχαίνει, καθώς το τεμαχίζουν, άλλος να πάρει μικρό ή μεγάλο «κομμάτι», με πολύ ή με λίγο λίπος· έτσι γίνεται και στη ζωή. Άλλοι ζουν πολλά χρόνια, άλλοι λιγότερα, άλλοι είναι ευτυχισμένοι κι άλλοι όχι.

Πίστευαν πως το νήμα της ζωής το έγνεθαν οι Μοίρες δυο φορές κατά τη διάρκειά της: μία κατά τη γέννηση και μία κατά το γάμο, γιατί ήταν δύο γεγονότα σημαντικά για την παραπέρα πορεία της. Ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλου, λόγου χάρη, αποτελούσε στην αρχαιότητα ένα ιδανικό ζωής, χάρη στην εύνοια της Μοίρας: έζησε πολύ και από το γάμο του απέκτησε πολλούς γιους. Η περίπτωση του Αχιλλέα αποτελεί, παράλληλα, χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίληψης ότι τα πολλά χρόνια ζωής δε σημαίνουν απαραίτητα πως αυτά είναι γεμάτα χαρά κι ευτυχία: Ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα μιλά για τη μοίρα του, που ξέρει πως είναι διπλή από τη μητέρα του τη Θέτιδα: μπορεί να έχει μια μακρόχρονη, αλλά ασήμαντη ζωή, αν γυρίσει στην πατρίδα του, ή να επιλέξει να μείνει και να πολεμήσει στην Τροία, να διακριθεί για τα πολεμικά του κατορθώματα, αλλά και να πεθάνει νέος. Το όνομά του θα συνδεθεί με τη δόξα κι όλοι θα τον θυμούνται σαν φοβερό ήρωα στο παρόν και στο μέλλον, όπως και έγινε τελικά.

Ενδεικτικός για το ρόλο που έπαιζαν οι Μοίρες στη γέννηση του ανθρώπου είναι ο μύθος του Μελέαγρου. Όταν μια γυναίκα θέλησε να μάθει την τύχη του νεογέννητου γιου της, παραφύλαξε τις Μοίρες, τη νύχτα που θα έρχονταν να αποφασίσουν για τη ζωή του μωρού· άκουσε λοιπόν από την Κλωθώ πως θα γίνει όμορφο και από τη Λάχεση πως θα γίνει δυνατό. Η Άτροπος όμως, φώναξε πως πρόκειται το παιδί να πεθάνει σε λίγο κι έδειξε ένα πυρωμένο ξύλο που καιγόταν στο τζάκι.

Έπειτα, είπε πως αυτό θα συμβεί μόλις το δαυλί αποκαεί. Αφού έφυγαν οι Μοίρες από την κάμαρα, η μητέρα άρπαξε το μισοκαρβουνιασμένο ξύλο, το έσβησε και το έχωσε βαθιά μέσα σε μια κασέλα. Κράτησε για χρόνια κρυφό το μυστικό της ζωής του γιου της κι εκείνος μεγάλωνε κι ομόρφαινε. Όταν κάποτε πήγε για κυνήγι μαζί με τον αδερφό της μητέρας του, μάλωσε μαζί του για τη μοιρασιά και, πάνω στο θυμό του, τον σκότωσε. Όταν εκείνη το έμαθε, έτρεξε αμέσως στην κασέλα, έβγαλε το δαυλί και το έριξε στη φωτιά. Μόλις κάηκε εντελώς, ο γιος της άφησε την τελευταία του πνοή.

Στον Τρωικό πόλεμο ο γιος του Δία, ο Σαρπηδόνας, μάχεται γενναία εναντίον του Πάτροκλου, ο οποίος όμως τον έχει σχεδόν νικήσει. Ο Δίας παρακολουθεί τη μονομαχία και πονάει για το γιο του· σκέφτεται λοιπόν ν' αντιταχτεί στη μοίρα και ν' αποφευχθεί ο θάνατος του Σαρπηδόνα, που πολύ τον αγαπούσε.

Εμπιστεύεται στην Ήρα τη σκέψη του ν' αλλάξει τα γραμμένα, εκείνη όμως τον συνεφέρει με τα λόγια της· υπενθυμίζει τη μεγάλη δυσαρέσκεια που θα προκαλέσει στους υπόλοιπους θεούς. Εκείνος, τελικά, υποχωρεί και ρίχνει στη γη ματωμένες ψιχάλες, για να δείξει τη λύπη του. Λίγο παρακάτω, όταν ο Έκτορας μονομαχεί με τον Αχιλλέα και πρόκειται σε λίγο να σκοτωθεί, ο Δίας εκμυστηρεύεται στην Αθηνά πόσο πολύ θα ήθελε να μπορούσαν όλοι οι θεοί να συμφωνήσουν, ώστε ν' αλλάξουν τη μοίρα του και να τον γλιτώσουν. Η Αθηνά του αποκρίνεται ακριβώς όπως και η Ήρα, οπότε ο Δίας συμμορφώνεται και πάλι.

Στην πιο κρίσιμη στιγμή, όμως, της αναμέτρησης, παίρνει μια χρυσή ζυγαριά, ώστε να κριθεί με αντικειμενικό τρόπο το ποιος θα επικρατήσει. Σε κάθε μεριά της βάζει από μια μοίρα του θανάτου και την ισορροπεί. Τελικά, βαραίνει η μεριά του Έκτορα που πρέπει τώρα να πεθάνει. Ο Απόλλωνας, που μέχρι τότε συνεχώς τον προστάτευε, τον εγκαταλείπει. Στα ομηρικά έπη, λοιπόν, η Μοίρα είναι κάτι το δεδομένο από την αρχή της ζωής. Οι Μοίρες όμως είναι απλώς το όργανο στην υπηρεσία των θεών, που εκτελούν τη θέλησή τους. Το νήμα της ζωής το γνέθουν ουσιαστικά εκείνοι, οι οποίοι καθορίζουν τα γεγονότα, τις περιπέτειες, τον πλούτο και το θάνατο για τον κάθε άνθρωπο. Οι θεοί μπορούν και έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη μοίρα, αφού οι ίδιοι την ορίζουν στην αρχή της ζωής των θνητών. Μια τέτοια αλλαγή όμως θα είχε πολύ άσχημες συνέπειες, γιατί θα διατάρασσε την αρμονία και την τάξη. Ο Δίας, λοιπόν, μπορεί ν' αλλάξει τη Μοίρα, μα προτιμά να μην το κάνει, γιατί κι οι άλλοι θεοί θα ζητούσαν να κάνουν το ίδιο για τους δικούς τους προστατευόμενους.

Η Μοίρα είναι πάνω απ' όλα ιδιοκτησία του, γι' αυτό και τον ονόμαζαν «Μοιραγέτη» (ηγέτη, οδηγό, αρχηγό των Μοιρών), παρόλο που εκείνη τον περιορίζει και αναγκάζεται να τη σεβαστεί. Η σύγκρουση αυτή είναι αναπόφευκτη, γιατί αφορά την ίδια τη ζωή κι αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ερωτηματικά της: ποιος είναι πιο πάνω, ο θεός ή «ότι είναι γραφτό να συμβεί;». Το ερώτημα απασχόλησε, όπως ήταν φυσικό, και όλους τους μεταγενέστερους ποιητές και φιλοσόφους.

Ήδη από την εποχή του Ησίοδου (7ος αιώνας) οι Μοίρες δεν είναι πια τα όργανα που εκτελούν τυφλά τη βούληση των θεών, μα έχουν και κάποιες δικές τους αρμοδιότητες και ρόλους. Παρόλα αυτά, ο Δίας είναι πάλι εκείνος που τους παραχώρησε την πολύ μεγάλη τους εξουσία, παραμένει δηλαδή «Μοιραγέτης». Αυτή η αντίληψη της παντοδυναμίας των θεών γενικά κυριαρχεί στην αρχαιότητα: οι θεοί υπακούν βέβαια στη Μοίρα, μόνο και μόνο όμως επειδή την έχουν οι ίδιοι ορίσει. Συναντάμε και σε μεταγενέστερες εποχές πολλές περιπτώσεις σύγκρουσης Μοίρας και θεών, όπου όμως τα γραμμένα καμιά φορά αλλάζουν· στην περίπτωση του Κροίσου, ο Απόλλωνας κατάφερε να πάρει για χάρη του από τις Μοίρες τρία χρόνια αναβολή, για την άλωση των Σάρδεων.

Ο Απόλλωνας, πάλι, επενέβη στην περίπτωση του Άδμητου, που έπρεπε να πεθάνει· μέθυσε τις Μοίρες και τις ξεγέλασε, ώστε να δεχτούν να πεθάνει η γυναίκα του, η Άλκηστη, αντί για κείνον. Ας δούμε τους ρόλους που με τον καιρό απέκτησαν οι Μοίρες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω: ο ποιητής Ησίοδος μας πληροφορεί πως υπήρχαν δύο εκδοχές για την καταγωγή τους. Σύμφωνα με την πρώτη, οι Μοίρες ήταν κόρες της Νύχτας, μοιράζουν τα καλά και τα κακά, μα και καταδιώκουν τους θεούς κι ανθρώπους για τα εγκλήματά τους, μέχρι να τους εκδικηθούν και να τους τιμωρήσουν με τρόπο φοβερό.

Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, ήταν κόρες του Δία και της Θέμιδας. Πρόσθεταν μάλιστα και μια τέταρτη αδερφή, την Τύχη, που θεωρούνταν ότι είχε και το μεγαλύτερο κύρος. Οι δύο αυτές εκδοχές συμβολίζουν και δύο διαφορετικούς ρόλους. Ως κόρες της Νύχτας είναι κακοποιές δυνάμεις, που συγγενεύουν με το σκοτάδι, τον Άδη και τον Κάτω Κόσμο. Από την άποψη αυτή, συνδέονται με τις Ερινύες, που επίσης είναι αδίστακτες τιμωροί των ανθρώπων. Ακριβώς όμως, επειδή οι πράξεις του ενός έχουν άμεσο αντίκτυπο στο σπίτι του και στους γύρω του, η κρίση των Μοιρών, που επιβάλλεται εντελώς αυθαίρετα και ανεξάρτητα από τους θεούς, φτάνει να αφορά και ολόκληρες οικογένειες, κάποτε για πολλές γενιές.

Άλλοτε φτάνουμε να μιλάμε και για μια ολόκληρη πόλη, όπου οι Μοίρες καλούνται να διαφυλάξουν και ν' αποκαταστήσουν την κοινωνική τάξη και τη δικαιοσύνη. Πρόκειται, πλέον, για το ρόλο τους σε επίπεδο κοινωνικό. Ως κόρες του Δία και της Θέμιδας, από την άλλη πλευρά, είναι δυνάμεις καλοπροαίρετες, ουράνιες και φωτεινές, που λαμπρύνουν με την παρουσία τους σημαντικά γεγονότα, όπως η ίδρυση των Ολυμπιακών αγώνων.

Είναι θεότητες της ευτυχίας και της ευλογίας, καθώς και όργανα της βούλησης των θεών. Μιλάμε, επομένως, για τα εντελώς αντίθετα απ' αυτά που αναφέραμε παραπάνω. Ο Πίνδαρος διηγούνταν πως εκείνες οδήγησαν με χρυσά άλογα τη Θέμιδα (που δεν ήταν όμως μητέρα τους, σύμφωνα με τον ποιητή) στον Όλυμπο, για να παντρευτεί τον Δία, επιβεβαιώνοντας έτσι την παραδοσιακή σχέση τους με το γάμο, ως θεότητες ευγονίας και ευτυχίας. Τις βρίσκουμε να τραγουδούν στους γάμους της Θέτιδας, καθώς και του Δία και της Ήρας.

Όταν μια κοπέλα στην αρχαία Αθήνα γινόταν νύφη, πρόσφερε τις κοτσίδες της στις Μοίρες και οι γυναίκες ορκίζονταν στο όνομά τους. Επίσης, έχοντας άμεση σχέση με τη γέννηση των ανθρώπων, γιατί η δύναμη τους κατά κύριο λόγο τότε φανερώνεται, είναι πολύ συχνά παρούσες στις γέννες ως βοηθοί, όπως για παράδειγμα στη γέννηση του Ασκληπιού. Γι' αυτό και συνήθιζαν να τις λατρεύουν κάποτε μαζί με θεές σχετικές με τον τοκετό, όπως η Άρτεμη και η Ειλειθυία (που έφερνε τους πόνους της γέννας). Τις Μοίρες τις συναντάμε μέχρι σήμερα διατηρημένες στη λαϊκή μας παράδοση: είναι πάντα τρεις γυναίκες, συνήθως γριές, που γνέθουν για τον καθένα το νήμα της ζωής, μέχρι να τελειώσει το μαλλί ή να κοπεί απότομα. Παρουσιάζονται συνήθως στη γέννηση του μωρού, τη νύχτα μετά την τρίτη μέρα.