Στις μέρες μας, σκεπτικιστές λέμε τους μονίμως δύσπιστους που σε όλους, και για ο,τιδήποτε, λένε, «Όχι» ή «Αμφιβάλλω» ή «Πώς το ξέρεις;» ή «Δεν σε πιστεύω» ή «Απόδειξέ το». Πάντως, σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της φιλοσοφίας, η φήμη των σκεπτικιστών κατά καιρούς υπήρξε ακόμα χειρότερη.
Οτιδήποτε είναι δυνατό κανείς να πιστέψει, κάποιος άλλος μπορεί να μη το πιστέψει· άλλος, πάλι, μπορεί να παραμείνει αβέβαιος ή αδιάφορος. Για έναν πιστό, οτιδήποτε έξω από την πίστη του είναι απιστία -και τούτη η «απιστία» περιλαμβάνει ολόκληρη εκείνη την ενδιαφέρουσα περιοχή που ξεκινά από την απερίφραστη άρνηση και εκτείνεται στον δισταγμό και τα ανάμικτα συναισθήματα, μέχρι και στην πλήρη αδιαφορία. Ο «σκεπτικισμός» κατέληξε να είναι ένας όρος που κλείνει μέσα του όλες αυτές τις διαφορετικές στάσεις. Σε μια δογματική κουλτούρα, ήταν φυσικό ο όρος να αποκτήσει σημασία μειωτική’ αναφερόταν σε κείνους που αμφέβαλαν, σε εποχές που η αμφιβολία προκαλούσε αγανάκτηση και αντιδράσεις.
1 Κι όμως, για τους αρχαίους εφευρέτες του,
τους Έλληνες Σκεπτικούς, ο «σκεπτικισμός» είχε μια ξεκάθαρη και ακριβή σημασία -κάθε άλλο παρά μειωτική.
Συγκρινόμενος με μη σκεπτικιστικές φιλοσοφικές θέσεις, ο σκεπτικισμός είναι πολύ απλός. Ευκολονόητος, αν και συνήθως συγχέεται με πράγματα άσχετα μ’ αυτόν. Λόγου χάρη, θρησκευτικός σκεπτικισμός δεν είναι η αθεΐα. Ούτε καν ο αγνωστικισμός. Κανένας γνήσιος Σκεπτικός δεν είναι αρνητικός ούτε απορριπτικός προς οποιαδήποτε θεωρία, οποιαδήποτε υπόθεση, οποιαδήποτε πεποίθηση. Μάλιστα, αυτό είναι και το μόνο εμπόδιο στο να καταλάβουμε σωστά τον σκεπτικισμό: το ότι νομίζουμε πως ήδη ξέρουμε περί τίνος πρόκειται· όμως πέφτουμε έξω. Και για τους Σκεπτικούς, τούτη η αβάσιμη αξίωσή μας ότι κατέχουμε κάτι, είναι από μόνη της ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα, και ονομάζεται ποικιλοτρόπως, απερισκεψία, έπαρση, περηφάνεια, προπέτεια, δογματισμός, θράσος και αξιοκατάκριτη άγνοια.
Για τους Έλληνες, «σκέψις»* σήμαινε εξέταση, και ο Σκεπτικός ήταν ένας ερευνητής. Αυτοαποκλήθηκαν Σκεπτικοί διότι η ουσία της θέσης τους δεν ήταν η αμφιβολία ή η άρνηση ή η απιστία, μα η συνεχής διερεύνηση. Λόγου χάρη, δεν πίστευαν ότι θεός υπάρχει πραγματικά, αλλά ούτε και το αρνούνταν. Ούτε υποστήριζαν – όπως οι αγνωστικιστές – ότι κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να μάθει με βεβαιότητα. Ο Σκεπτικός έλεγε: «Προσωπικά, και προς το παρόν, δεν το γνωρίζω – προσπαθώ όμως να το διαπιστώσω.»
Οι διαφορές ανάμεσα σ’ ετούτη τη θέση και στην αθεΐα, τον αγνωστικισμό και την απλή αδιαφορία δεν έχουν αποτρέψει τη σύγχιση. Και οι τρεις συνιστώσες της δήλωσης του Σκεπτικού είναι σημαντικές: (α) Μιλά μόνο εξ ονόματος του και ομολογεί μόνο τη δική του άγνοια, (β) Μιλά μόνο για το παρόν και δεν ισχυρίζεται ότι η άγνοιά του είναι κάτι αναπόδραστο. Και (γ) πάντα προσθέτει ότι παρά την -επί του παρόντος- άγνοιά του, ερευνά την αλήθεια πάνω στο ζήτημα. Δεν έχει εγκαταλείψει’ είναι αισιόδοξος -τουλάχιστον, τρέφει ελπίδες- ή, τουλάχιστον, δεν το βάζει κάτω, δεν έχει καμφθεί.
Ας πιστέψουμε τα λεγόμενά του’ άλλωστε, σ’ αυτά συνίσταται ο γνήσιος σκεπτικισμός. (Όποιος είναι ανειλικρινής έστω σε έναν από τους παραπάνω ισχυρισμούς, απλώς δεν είναι γνήσιος Σκεπτικός). Ή ας φανταστούμε μία Σκεπτική που είναι ειλικρινής όσον αφορά στους ισχυρισμούς αυτούς και ας την ονομάσουμε Nescio («Δεν ξέρω»). Πολλοί φιλόσοφοι που έχουν χαρακτηριστεί Σκεπτικοί δεν μοιάζουν με τη Nescio. Θα τους θεωρήσουμε δευτερεύοντες τύπους. Αρχέτυπό μας θα είναι ο σκεπτικιστικός τύπος της Nescio – ο πιο έντιμος, ο πιο ριζοσπαστικός και προκλητικός.
Ο Σέξτος Εμπειρικός – όπως θα δούμε μελετώντας τον προσεκτικά -, στην πραγματικότητα μας παρουσιάζει δύο λογιών Σκεπτικούς. Η Nescio είναι το ένα πρότυπο. Ο δεύτερος τύπος προτιμά την άγνοια από τη γνώση. Θα την ονομάσω Nesciam (:«Δεν θα μάθω»). Ενώ η Nescio προβάλλει τους τρεις ισχυρισμούς της σε μια ειλικρινή προσπάθεια να περιγράφει τις συνθήκες της αναζήτησής της, η Nesciam τούς εκφέρει περισσότερο σαν ένα πρόγραμμα που πρέπει να ακολουθήσει και να εκπληρώσει. Η ειλικρίνεια της Nescio στην αναζήτηση της γνώσης κάνει ώστε οι αποτυχίες τής αναζήτησης να προκαλούν έκπληξη και απογοήτευση. Ενώ η Nesciam, αποφασισμένη να μηχανευτεί την άγνοια, μετατρέπει το ίδιο αποτέλεσμα σε ένα είδος επιτυχίας. Η Nescio, από εντιμότητα, περιγράφει την άγνοιά της, ελπίζει να την ξεπεράσει και την υπομένει με ταπεινοφροσύνη. Η Nesciam το κάνει με ένα είδος προγραμματικής επιμονής, ελπίζει να την διατηρήσει, και την βιώνει με ένα είδος υπερηφάνειας.
(Στο εξής, όταν θα αναφέρομαι χωρίς άλλο ιδιαίτερο προσδιορισμό στους Πυρρώνειους ή τους Σκεπτικούς, έχω κατά νου τον τύπο της Nescio και όχι της Nesciam). Η Nescio ίσως να μην επιτύχει να βρει αυτό που πρόθυμα θα ονόμαζε αλήθεια· ή μπορεί και να επιτύχει. Αν αποτύχει, θα συνεχίσει να ψάχνει: αυτό εννοούμε όταν λέμε Σκεπτικός -στην κυριολεξία, ερευνητής. Αν επιτύχει, θα πάψει να δηλώνει άγνοια προβάλλοντας τους τρεις ισχυρισμούς, θα πάψει να είναι Σκεπτική, και θα αποφανθεί ότι το τάδε πράγμα είναι οριστικά αληθινό.
Η λογική και τα κίνητρα του Σκεπτικού
Η Nescio έχει οδηγηθεί στην θέση του Σκεπτικού αυτή εν μέρει από απλή εντιμότητα. Αν δεν γνωρίζει με βεβαιότητα την ύπαρξη του θεού, ή το αν υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες, ή αν όλα τα γεγονότα έχουν αίτια, ή αν θα πρέπει η πλειοψηφία να επιβάλει την ηθική της πάνω στη μειοψηφία, τότε η εντιμότητα την ωθεί να ομολογήσει την άγνοιά της. Το θεωρεί απερισκεψία και ανεντιμότητα, να πει ότι ξέρει πώς έχει το πράγμα, τη στιγμή που στην πραγματικότητα δεν ξέρει. Όπως επίσης θεωρεί απερισκεψία το να πει ότι αφού η ίδια δεν γνωρίζει την αλήθεια για κάτι, τότε κανείς δεν πρόκειται ποτέ να τη μάθει. Ενδέχεται, άλλοι να ξέρουν ήδη την απάντηση. Έτσι, όταν μιλούν οι άλλοι, η Nescio θα ακούει προσεκτικά. Όμως δεν αποκλείεται, οι άλλοι να μιλούν απερίσκεπτα’ γι’ αυτό θα τους ακούει με κριτική διάθεση. Κι αν η αλήθεια τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι πράγματι άγνωστη, εντούτοις μπορεί μελλοντικά να μαθευτεί– ίσως η αλήθεια να είναι προσιτή. Αν η Nescio αφοσιωθεί στην πειθαρχημένη έρευνα, ίσως να ανακαλύψει η ίδια την αλήθεια.
Το τελευταίο σημείο περιέχει μια σημαντική διαφορά. Η εντιμότητα υπαγορεύει στη Nescio να ομολογεί την άγνοιά της όταν δεν γνωρίζει, και να παραδέχεται ότι πιθανόν η άγνοια να είναι μόνο δική της, προσωρινή και θεραπεύσιμη. Αλλά η εντιμότητα από μόνη της δεν της υπαγορεύει να κάνει προσπάθεια να ξεφύγει από την άγνοια. Εκτός από την εντιμότητα, η Nescio οδηγείται και από αγάπη για την αλήθεια και -κάτι που είναι ελαφρώς διαφορετικό- από το φόβο του λάθους.
Το γιατί ο Σκεπτικός αγαπά την αλήθεια και φοβάται το λάθος είναι ένα σημαντικό ερώτημα. Πάντως, το γεγονός ότι οι Σκεπτικοί έχουν αυτά τα κίνητρα δεν δίνει λαβή για ενστάσεις κατά του σκεπτικισμού, εκτός αν το να έχεις οποιοδήποτε κίνητρο είναι κάτι που μπορεί να εγείρει ενστάσεις (πράγμα που θα ερευνήσουμε αργότερα). Το γιατί οι μη Σκεπτικοί αγαπούν την αλήθεια και φοβούνται το λάθος, είναι ένα εξίσου θεμιτό και σημαντικό ερώτημα. Μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι με την άγνοια; Το ερώτημα έχει εξεταστεί σοβαρά από το Σωκράτη, τον Έρασμο, τον Μονταίν, τον Κάμπελ και άλλους που είτε υπήρξαν Σκεπτικοί, είτε επηρεάστηκαν από τους Σκεπτικούς. Τα κατώτερα ζώα είναι συγκριτικά αδαή, και ωστόσο δείχνουν πιο ευχαριστημένα με την μοίρα τους απ’ ό,τι οι άνθρωποι, και δεν φαίνεται να ταράζονται από τις ανησυχίες και αγωνίες που ταλαιπωρούν εμάς. Λέμε βέβαια -και αυτό ύστερα από μακρόχρονη εμπειρία-, ότι η λίγη γνώση είναι επικίνδυνο πράγμα, αλλά, όπως και να ’χει, καλό είναι να μη δυσαρεστούμαστε με τα όσα βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό μας και τη δυνατότητά μας να τα αλλάξουμε· και η άγνοιά μας πάνω στα πολλά και μεγάλα ερωτήματα μάλλον εμπίπτει σ’ αυτήν την κατηγορία. Αν σε τελευταία ανάλυση η άγνοια είναι καλύτερη από τη γνώση -και εφ’ όσον το ξέρουμε αυτό-, τότε η εντιμότητα θα μπορούσε επίσης να μας ωθήσει να παραμείνουμε στην άγνοιά μας και να μην την ενοχλούμε με την έρευνα.
Όμως δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η άγνοια είναι καλύτερη απ’ τη γνώση, μέχρι να αποκτήσουμε τη γνώση. Οποιαδήποτε αστήριχτη επιλογή μεταξύ αυτών των δύο θα ήταν αλόγιστη και ανέντιμη. Αλλά πιο σημαντικό είναι πως, αν δεν ερευνούσαμε για την αληθινή γνώση όντας ανικανοποίητοι με την άγνοια, τότε θα καταντούσαμε θύματα της ευφυούς επιχειρηματολογίας που στηρίζει το ψεύδος. Και τότε θα εγειρόταν το ερώτημα, αν είναι καλύτερο να πιστεύει κανείς σε ψεύδη από το να εφησυχάζει στη μη πίστη. Μήπως πιστεύουμε (ή: μήπως θα έπρεπε να πιστεύουμε) σε οτιδήποτε, προκειμένου να μη πιστεύουμε σε τίποτα; Αυτό το θεμελιώδες ερώτημα έχει επίσης απασχολήσει σοβαρά τους Πασκάλ, Έρασμο, Χιουμ, Νίτσε, και Κάμπελ. Ίσως με την πειθαρχία θα μπορούσαμε να αντισταθούμε στα ψεύδη που στηρίζονται σε έξυπνη επιχειρηματολογία. Αλλά για να γίνει αυτό θα έπρεπε να αντισταθούμε σε όλα τα έξυπνα επιχειρήματα, γιατί, χωρίς να γνωρίζουμε την αλήθεια, δεν θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις έξυπνα διατυπωμένες αλήθειες από τα έξυπνα διατυπωμένα ψεύδη. Θα έπρεπε να αυτοδεσμευτούμε, να μείνουμε μακριά από κάθε πεποίθηση. Όμως αυτό δεν είναι ριζοσπαστικός σκεπτικισμός– είναι μηδενισμός και αγάπη της άγνοιας. Οι Σκεπτικοί δεν αγαπούν την άγνοια· αγαπούν την αλήθεια και φοβούνται το λάθος. Με όλα αυτά θέλουμε να πούμε ότι, ενώ η εντιμότητα της Nescio λειτουργεί ως κίνητρο για την αναζήτηση της αλήθειας, συνεπικουρείται από μία αδέσμευτη αγάπη για τη αλήθεια και την επιθυμία να την κατακτήσει.
Το να επιλέξουμε ανάμεσα στην άγνοια και τη γνώση, και ανάμεσα στο ψευδές και το αληθές, δεν μπορεί να γίνει έντιμα παρά μόνο αν κατέχουμε αληθινή γνώση που θα μας επιτρέψει να κάνουμε συγκρίσεις. Όμως η γνώση φαίνεται πως είναι από τα πράγματα που δύσκολα ξεχνιούνται και δύσκολα προσπερνιούνται σε περίπτωση που αποφασίσουμε, κατόπιν συγκρίσεως, ότι προτιμότερη είναι η άγνοια ή το ψεύδος. Προβλέποντάς το αυτό (χωρίς να το γνωρίζουν), οι Σκεπτικοί άνετα παραδέχονται πως θα μείνουν κολλημένοι στη γνώση, αν ποτέ ανακαλύψουν κάποια γνώση. Παρ’ ότι σκεπτικιστές, δεν ενοχλούνται από αυτό το ενδεχόμενο, επειδή αγαπούν την αλήθεια και θέλουν να τη γνωρίζουν. Φυσικά, δεν θα τους ενοχλούσε ούτε και αφού θα έπαυαν να είναι Σκεπτικοί.
Οι Σκεπτικοί αναζητούν την αλήθεια με ειλικρίνεια. Δεν λένε απερίσκεπτα ότι είναι δυνατή η γνώση της αλήθειας ούτε -εφ’ όσον είναι προσιτή η αλήθεια- ότι είναι προτιμότερη από την άγνοια ή το ψεύδος. Αλλά αναζητούν την αλήθεια με ειλικρίνεια ωσάν να ίσχυαν και τα δύο, δηλαδή ωσάν να ήταν και προσιτή και προτιμητέα. (Όπως όλοι όσοι ερευνούν, ελπίζουν ότι ο σκοπός της έρευνάς τους είναι εφικτός και ότι αξίζει να επιτευχθεί). Επειδή οι Σκεπτικοί δεν καταφέρνουν να βρουν κάποια αλήθεια, η ειλικρίνειά τους έχει αμφισβητηθεί από εκείνους που νομίζουν πως δεν είναι και τόσο δύσκολο να γνωρίσουμε κάποια αλήθεια, ή τουλάχιστον δεν είναι αδύνατο. Θα εξετάσουμε αυτή την κριτική αργότερα. Αλλά για την ώρα ας συγκρατήσουμε αυτό το κομμάτι -το κυριώτερο κομμάτι- του ορισμού του Σκεπτικού: ότι είναι ένας έντιμος και αφοσιωμένος ερευνητής της αληθινής γνώσης. Η εντιμότητα της Nescio την οδηγεί να ομολογήσει την τωρινή άγνοια της για κάποιο πράγμα, ενώ ο έρωτας για την αλήθεια την καθοδηγεί στην υπόλοιπη διαδρομή της και την κάνει να προσπαθεί τουλάχιστον να θεραπεύσει την άγνοιά της μέσω της έρευνας.
Μπορούμε να φανταστούμε ότι οι Σκεπτικοί αναζήτησαν την αλήθεια για καθένα από τους πολλούς λόγους που ωθούν και τους μη Σκεπτικούς στην αναζήτηση της αλήθειας, γιατί ο Σκεπτικός προσπαθεί να γίνει μη Σκεπτικός. Ο ουσιωδέστερος λόγος μπορεί να έχει δυσοίωνο και επιτακτικό χαρακτήρα. Είπε ο Πασκάλ: «Αν πεθάνεις χωρίς να δοξάσεις την αληθινή πρώτη αιτία, είσαι χαμένος».2 Ή μπορεί να είναι αόριστος, όπως ο εξής: «Από μια άποψη, είναι πάρα πολύ σπουδαίο να γνωρίζει κανείς την αλήθεια»· και επιπροσθέτως ότι, «θα αναγνωρίσουμε αυτή την σπουδαιότητα, όταν θα φτάσουμε στην αλήθεια». Παραδοσιακά θεωρήθηκε σημαντική η γνώση της αλήθειας, γιατί η αληθινή γνώση, ή τουλάχιστον η πεποίθηση που βασίζεται στην αλήθεια, είναι ένας αναγκαίος όρος για την ευτυχία, την ικανοποίηση, την αρετή, τη δικαιοσύνη, τη σοφία, τη μακαριότητα, τη σωτηρία, ή για οτιδήποτε έχει θεωρηθεί ως υπέρτατος σκοπός και τέλεια εκπλήρωση της ζωής.
Πύρρων και Πυρρωνισμός
Ιστορικά, ξέρουμε πως για ένα τέτοιο λόγο -και κατά ειρωνεία της τύχης-, η έρευνα για την αλήθεια απόκτησε αποφασιστική σπουδαιότητα για τον σκεπτικισμό. Οι Έλληνες κάποιες φορές ονόμαζαν πυρρωνισμό τον σκεπτικισμό -από τον Πύρρωνα, έναν σοβαρό δάσκαλο της γαλήνιας απεξάρτησης από κάθε λογής πεποιθήσεις. Ο ίδιος ο Πύρρων ίσως να μην ήταν γνήσιος Σκεπτικός με την επιστημολογική (γνωσιολογική) σημασία· όμως οι διδασκαλίες του οδήγησαν κατευθείαν σε ό,τι σήμερα ονομάζουμε σκεπτικισμό.
Όταν γεννήθηκε ο Πύρρων -κάπου εκατό χρόνια μετά τη γέννηση του Σωκράτη—, ο Πλάτων ήταν περίπου εξήντα ετών και ο Αριστοτέλης γύρω στα είκοσι, και όσο ζούσε είδε να πεθαίνουν και οι δύο. Έζησε για να δει την άνοδο και το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τους εμφυλίους πολέμους στην αυτοκρατορία του και το άνοιγμα του Ανατολικού κόσμου στη Δύση. Που σημαίνει ότι ο Πύρρων υπήρξε μάρτυρας του κατακερματισμού της φιλοσοφίας σε πολλές αντιμαχόμενες σχολές. Ταξίδεψε στην Ινδία με το στρατό του Αλέξανδρου και γνώρισε από κοντά τα καινοφανή για τους Έλληνες ανατολίτικα έθιμα -ολωσδιόλου διαφορετικά από τα ελληνικά αλλά επίσης πολιτισμένα και αλληλένδετα με μια στοχαστική φιλοσοφική παράδοση. Υπήρξε μάρτυρας του κοινωνικού και πολιτικού χάους, του πολέμου και της διαμάχης που ακολούθησαν το θάνατο και τη διαδοχή του Αλέξανδρου.
Κάποιοι μελετητές βρίσκουν ότι ο σκεπτικισμός του Πύρρωνα έχει πολιτική προέλευση, βασιζόμενοι στη θεωρία ότι οι τραυματικές εποχές φέρουν απογοήτευση, απώλεια των ψευδαισθήσεων και παραίτηση, την αποσύνθεση και το πάλιωμα παραδοσιακών πεποιθήσεων· παράλληλα επικρατεί ένας επίμονος σχετικισμός ως προς τις πεποιθήσεις, τις αρετές και τις συνήθειες -σε καμία από τις οποίες δεν εκχωρεί απόλυτη υπεροχή-, και γεννιέται η ανάγκη να βρεθούν νέοι τρόποι αντιμετώπισης των προβλημάτων σ’ έναν πολυτάραχο κόσμο.3
Πιθανό να υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτό, και φαίνεται πράγματι ότι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας ο σκεπτικισμός επανεμφανίζεται σε περιόδους μεγάλων ανακατατάξεων και διάλυσης. Όμως είναι άδικο για το σκεπτικισμό να τον υποβιβάσουμε σε ένα επίπεδο παιχνιδιού των ιστορικών δυνάμεων και να ξεχνούμε ότι έχει τους «εγγενείς λόγους» του, που προβάλλουν αξιώσεις στη ζωή όλων μας, ασχέτως των συνθηκών στις οποίες ζούμε. Με άλλα λόγια, οι φιλοσοφίες έχουν βάσεις, όχι μόνο αιτίες. Η ίδια η βιογραφία του Πύρρωνα, παρ’ ότι ελλιπής, δίνει μια εικόνα του τρόπου με τον οποίο οι «εγγενείς» αυτοί λόγοι επέδρασαν στη ζωή του.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ: Σωκράτης, 470-400 π.Χ.,, Πλάτων, 428-348 π.Χ.,, Αριστοτέλης, 384-322 π.Χ.·Πύρρων, 360-270 π.Χ.·Αλέξανδρος, 356-323 π.Χ.
Ο Πύρρων ξεκίνησε μαθητής των Στωικών, που δίδασκαν ότι η ψυχική γαλήνη ήταν ο υπέρτατος σκοπός στη ζωή και ότι χρειάζεται γνώση της αλήθειας για να επιτευχθεί και να διατηρηθεί τούτος ο σκοπός. Ο Πύρρων συνεπώς αναζητούσε την αλήθεια. Άκουσε όμως τους Στωικούς να λένε πως το τάδε πράγμα ήταν αληθές, τους Πυθαγόρειους να λένε πως κάτι άλλο ήταν αληθές, και τους Ατομικούς φυσικούς φιλοσόφους πάλι κάποιο άλλο. Άκουσε πολλές εκδοχές της πλατωνικής και αριστοτελικής αλήθειας. Άκουσε διαφωνίες μεταξύ των μαθητών του Αναξαγόρα, του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη, του Εμπεδοκλή, του Πρωταγόρα. Για κάθε φιλοσοφικό ζήτημα άκουσε να αντικρούεται η στωική θεωρία από μια ντουζίνα άλλες θεωρίες, που επίσης διέφεραν όλες μεταξύ τους. Και το χειρότερο απ’ όλα: κάθε μία είχε επιχειρήματα και αποδείξεις, που στήριζαν τη δική της άποψη και ανέτρεπαν και αναιρούσαν τις απόψεις των αντιπάλων της. Για τον Πύρρωνα, αυτό παραπήγαινε. Τα παράτησε απεγνωσμένος και παραδέχτηκε ότι δεν μπορούσε να επιλέξει ανάμεσα σ’ αυτές τις θεωρίες και ότι δεν γνώριζε ποια έλεγε την αλήθεια.
Ανακάλυψε ότι με την ομολογία της άγνοιάς του γαλήνευσε ο νους του! Κατά μία ειρωνεία της ιστορίας, πέτυχε το σκοπό όλων των Στωικών παραιτούμενος και αντιστρέφοντας τη μέθοδό τους. Βρήκε την γαλήνη της ψυχής ομολογώντας έντιμα την άγνοιά του. Επιπλέον, η δική του γαλήνη έμοιαζε το ίδιο ανθεκτική και διαρκής με την στωική -όρος της οποίας υποτίθεται ότι ήταν η αληθινή γνώση, που εξαιτίας της, μάλιστα, οι Στωικοί εμπλέκονταν σε ατελείωτες διαμάχες και συγκρούσεις.
Ο Σέξτος Εμπειρικός παρομοιάζει αυτή την ειρωνεία με την περίπτωση του ζωγράφου Απελλή ο οποίος, ενώ ζωγράφιζε ένα άλογο, δεν κατάφερνε να πετύχει σωστά τον αφρό στο στόμα του (Ι.28).4 Δοκίμασε με λεπτολογία τις τεχνικές που γνώριζε, αλλά δεν είχε το αποτέλεσμα που ήθελε. Απελπισμένος, εκσφενδόνισε το σφουγγάρι του πάνω στη ζωγραφιά, και εκεί, στο στόμα του αλόγου είδε να αποτυπώνεται η τέλεια απεικόνιση του αφρού.
Το ότι ο Πύρρων πέτυχε την αταραξία τυχαία και αναπάντεχα μπορεί να μην ήταν από μόνο του τυχαίο. Όπως θα δούμε, για να αποφύγει την ασυνέπεια ή για να μη σταθεί απερίσκεπτος ένας Σκεπτικός ίσως χρειαστεί να δηλώσει ότι η σύνδεση της ομολογίας άγνοιας με τη γαλήνη του νου είναι ad hoc συμπτωματική, απροσδόκητη -μια συνεχής έκπληξη. Με άλλα λόγια, η Nescio δεν θα περιμένει ποτέ την αταραξία ως επακόλουθο της ομολογίας άγνοιας (1.29), ακόμη κι αν πάντα διαπιστώνει ότι αυτό συμβαίνει. Ενώ αντίθετα η Nesciam προσδοκά μετά την επίτευξη της άγνοιας να επακολουθήσει η ψυχική αταραξία, και ακολουθεί το σκεπτικισμό για να την πετύχει (1.190,1.205,1.232). Όμως ούτε και η Nesciam δεν θα βιαστεί να ομολογήσει άγνοια αν της είναι προσιτή η γνώση, απλώς για να κοροϊδέψει τον εαυτό της με μια ψεύτικη ομολογία και με την ελπίδα ότι θα βρει τη γαλήνη.
Ο Πύρρων μπορεί να είχε πετύχει την ψυχική ηρεμία αναπάντεχα, ως συνέπεια του ότι ομολόγησε την άγνοιά του, όμως άλλοι το είδαν αυτό ως μια πνευματική αγωγή που θα μπορούσε κανείς να μιμηθεί. Η Nesciam φαίνεται ότι παρακινείται να ακολουθήσει τα ίχνη του Πύρρωνα από την ανάποδη, δηλαδή χωρίς το στοιχείο της έκπληξης. Η Nescio μπορεί να αναζητά τη γνώση και να βρίσκει την άγνοια και την ψυχική γαλήνη μέσω της αποτυχίας· αλλά η Nesciam αναζητά τη γαλήνη μέσω της επίτευξης της άγνοιας. Έτσι η αποφυγή του δογματισμού γίνεται ένα πρόγραμμα, όχι μια αποτυχία στην πορεία προς τη γνώση.
Ο Πύρρων ήξερε πως η άγνοια που ομολόγησε στον εαυτό του ήταν πολύ διαφορετική από την άγνοια που έχουν τα παιδιά, οι σκύλοι και οι πέτρες. Ήταν άγνοια εν γνώσει. Ήταν το αποτέλεσμα ευφυΐας και έρευνας ενός πνεύματος που προσπαθεί να μάθει και που αποτυγχάνει, ενός λόγου που θέτει ερωτήματα στον εαυτό του τα οποία δεν μπορεί να απαντήσει. Ήταν μια αναγνώριση των ορίων του και του εαυτού του, που έγινε με κόπο– δεν ήταν η στείρα άγνοια που ποτέ δεν προσπάθησε να ξεπεράσει τον εαυτό της. Από τότε που ο Σωκράτης δίδαξε ότι όλη η σοφία του ήταν η γνώση της άγνοιάς του,5 οι Σκεπτικοί αξιολόγησαν την εν γνώσει άγνοια ως το πρώτο βήμα στις έντιμες έρευνες με σκοπό την αλήθεια.
Η εν γνώσει άγνοια δεν είναι καθαυτή ένας τελικός σκοπός. Εντούτοις, σύμφωνα με την πείρα των Σκεπτικών, η έρευνα συνήθως αποτυγχάνει και, όταν αποτυγχάνει, οι έντιμοι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι αποτέλεσμα είναι η εν γνώσει άγνοια. Αλλά πριν μπορέσουμε να ξεκινήσουμε οποιαδήποτε σοβαρή έρευνα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν γνωρίζουμε. Η εν γνώσει άγνοια είναι ταπεινότητα, σεμνότητα και εντιμότητα, είναι το αντίθετο της απερίσκεπτης προκατάληψης, το θεμέλιο τουλάχιστον -αν όχι η συνέπεια- κάθε γνήσιας έρευνας.
Οι επίγονοι του Πύρρωνα συνειδητοποίησαν ότι η ψυχική γαλήνη (ή αταραξία) ήρθε μόνο μέσω της αναζήτησης της αλήθειας. Αυτός ίσως ήταν ο λόγος που συνέχιζαν πάντα να αναζητούν την αλήθεια· γιατί θα μπορούσαν να παραιτηθούν από την αναζήτηση της αλήθειας, μόλις θα κατακτούσαν την αταραξία. Όμως κανένας Σκεπτικός δεν το έκανε αυτό. Ένας άλλος λόγος μπορεί να ήταν το γεγονός ότι η ηρεμία που επιτυγχάνεται μέσω της εν γνώσει άγνοιας, ίσως να φαινόταν -ή πράγματι να ήταν- ανέντιμη, αν δεν την προκαλούσαν ακατάπαυστα και δεν την έτρεφαν με την αναζήτηση της αλήθειας. Είναι επίσης πιθανό ο Πύρρων και οι άλλοι Σκεπτικοί να έλπισαν ή να παραδέχτηκαν ότι είναι δυνατό να επιτευχτεί μια πιο σταθερά εδραιωμένη αταραξία μέσω της αληθούς γνώσης αντί μέσω της εν γνώσει άγνοιας. Όπως και να ’χει, ο κλασικός σκεπτικισμός έχει δυο σκοπούς: την αλήθεια και τη γαλήνη της ψυχής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αληθής γνώση ήταν ο θεωρητικός σκοπός του σκεπτικισμού, και η ψυχική γαλήνη ο πρακτικός σκοπός -αν και οι ίδιοι οι Σκεπτικοί ποτέ δεν έκαναν αυτή τη διάκριση.
Ο Σέξτος περιστασιακά εμφανίζει τον πρακτικό σκοπό ως πρωταρχικό για πολλούς Πυρρωνιστές, όπως ήταν για τον ίδιο τον Πύρρωνα (1.12,1.25,1.215). Ακόμη και μες στα πλαίσια της θεωρητικής και επιστημολογικής αναζήτησης, παρομοίως, κάποιοι Πυρρωνιστές προτιμούσαν την αποτυχία (δηλαδή τον συνεχιζόμενο σκεπτικισμό) από την επιτυχία (τον δογματισμό) στις έρευνές τους, στο μέτρο που η ομολογία άγνοιας είχε ως παρεπόμενο την ἀταραξίαν (Ι.30, Ι.100, Ι.204). Άλλοι πάλι παραδέχτηκαν ότι είναι πρόθυμοι να συναινέσουν σε ένα καλό επιχείρημα, αν τύχαινε να ακούσουν ένα καλό επιχείρημα (Π.251). Η Nescio ανήκει στους τελευταίους και προτιμά την αλήθεια από την αταραξία. Η Nesciam ανήκει στους πρώτους, προτιμά την αταραξία από την αλήθεια και πιστεύει ότι η άγνοια ή/και το να μην ισχυρίζεσαι ο,τιδήποτε οδηγεί στην αταραξία.
Σε ένα χωρίο που εμπεριέχει κάποια ειρωνεία αλλά και ειλικρίνεια, ο Σέξτος λέει ότι υπάρχει και ένας τρίτος σκοπός: «Ο Σκεπτικός, από αγάπη για τους ανθρώπους, θέλει, όσο περνάει από το χέρι του, να θεραπεύει με τον λόγο την οίηση και την προπέτεια των δογματικών» (ΙΙ.28ο-ι).6
Οι σύγχρονοι σκεπτικιστές έχουν παραιτηθεί από τον πρακτικό σκοπό (την ψυχική αταραξία) και επιζητούν την αλήθεια επίμονα. Γίνονται σκεπτικιστές εξαιτίας ενός αισθήματος επιστημολογικού καθήκοντος και ακολουθούν την έρευνα, ασχέτως πού θα οδηγηθούν συναισθηματικά. Τυπικό τους επίτευγμα είναι η απελπισία, όχι η γαλήνη. Κάποιοι απ’ τους λόγους που οδηγούν σ’ αυτό το αποτέλεσμα θα ερευνηθούν αργότερα.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΚΕΠΤΙΚΟΥ ΤΡΟΠΟΥ
Μερικοί τεχνικοί όροι των Σκεπτικών είναι απαραίτητοι για τη βαθύτερη κατανόηση της θέσης τους και των προβλημάτων της. Η πολύ μεγάλη -και μοναδική- συστηματική πηγή που έχουμε για αυτές τις θέσεις και τα λεπτά σημεία τους είναι η τετράτομη επιτομή του Πυρρωνισμού, γραμμένη από τον Σέξτο Εμπειρικό, έναν Έλληνα γιατρό που γεννήθηκε πάνω από πέντε αιώνες μετά τον Πύρρωνα. Πολλοί αρχαίοι Έλληνες Σκεπτικοί -όπως ο Σωκράτης, ο Πύρρων, ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης- δεν έγραψαν απολύτως τίποτε· άλλων, πάλι, τα κείμενα δεν σώθηκαν, όπως αυτά του Τίμωνα του Φλιάσιου και του Κλειτόμαχου. Ο Σέξτος είχε πρόσβαση σε πολλά από τα κείμενα που είναι χαμένα σήμερα και -κάτι που είναι σημαντικότερο- στις προφορικές διδασκαλίες των κληρονόμων και μαθητών των Σκεπτικών, η επιχειρηματολογία των οποίων είχε τελειοποιηθεί εξαιρετικά μέχρι την εποχή του.
Ο Σέξτος αρχίζει λέγοντας ότι το φυσικό αποτέλεσμα κάθε έρευνας για την οποιαδήποτε αλήθεια είναι: ο ερευνητής ισχυρίζεται ότι την έχει ανακαλύψει’ είτε ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να ανακαλυφθεί από κανέναν’ είτε ισχυρίζεται ότι προσωπικά έχει αποτύχει μέχρι τώρα να την ανακαλύψει και συνεχίζει την αναζήτηση.7 Αυτός που ισχυρίζεται ότι βρήκε κάποια αλήθεια ονομάζεται δογματικός· αυτός που αρνείται ότι μπορεί να την ανακαλύψει κανείς ονομάζεται Ακαδημεικός σκεπτικός· και ο γνήσιος ή Πυρρώνειος σκεπτικός είναι αυτός που συνεχίζει την αναζήτηση.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ: Πύρρων από την Ηλίδα, 360-270 π.Χ.· Τίμων ο Φλιάσιος, 325- 230 π.Χ.·Αρκεσίλαος από την Πιτάνη, 315-241 π.Χ.· Καρνεάδης ο Κυρηναίος, 213-129 π.Χ.· Κλειτόμαχος, 157-110 π.Χ.· Αινησίδημος, Ιος αι. μ.Χ.· Σέξτος Εμπειρικός, περ. 160-210 μ.Χ.
Ακαδημεικός σκεπτικισμός
Σύμφωνα με τη δεύτερη θέση, τουλάχιστον κάποιες αλήθειες είναι τελείως αδύνατο να τις γνωρίσουμε εμείς οι άνθρωποι. Οι Ακαδημεικοί σκεπτικοί ονομάστηκαν έτσι επειδή ανήκαν στην πλατωνική Ακαδημία, η οποία σταδιακά υιοθέτησε αυτή την άποψη, μετά το θάνατο του Πλάτωνα. Οι γνήσιοι ή Πυρρώνειοι σκεπτικοί δεν είναι Ακαδημεικοί σκεπτικοί. Οι Πυρρώνειοι σκεπτικοί δεν αρνούνται ότι η γνώση είναι δυνατή’ στην πραγματικότητα, ελπίζουν ότι είναι δυνατή. Οι Ακαδημεικοί αρνούνται με έμφαση, και κάποιες φορές δογματικά, ότι η γνώση είναι εφικτή’ πράγμα που τους καθιστά ευάλωτους στην εξής ανταπάντηση: «Γνωρίζετε ότι η γνώση είναι ανέφικτη; Ή δεν μπορείτε να το γνωρίζετε αυτό, ή κάποια γνώση είναι εφικτή». Τούτη η ανταπάντηση και οι παραλλαγές της είναι η πιο συνηθισμένη αντίρρηση του δογματισμού στο σκεπτικισμό. Ισχύει, όμως, για πολύ λίγους Ακαδημεικούς σκεπτικούς και για κανέναν απολύτως Πυρρώνειο. Κι όμως, οι περισσότεροι μορφωμένοι δογματικοί (μη Σκεπτικοί) πιστεύουν ότι ο σκεπτικισμός αυτοαναιρείται· ότι η μορφή του διαψεύδει το περιεχόμενό του· ότι ο σκεπτικισμός επανεπιβεβαιώνεται με δογματικό τρόπο’ ή τέλος, σύμφωνα με την καρτεσιανή εκδοχή της αντίρρησης, ότι η αμφιβολία δεν μπορεί να αμφιβάλλει για τον εαυτό της.
Οι Ακαδημεικοί σκεπτικοί είχαν υπ’ όψη τους τούτες τις ενστάσεις και δεν ήσαν μήτε θρασείς μήτε ανόητοι ώστε να παίζουν μ’ αυτές ανυπεράσπιστοι. Μερικοί -σε συμφωνία με τον Κικέρωνα-, ισχυρίζονταν ότι καμία γνώση δεν είναι δυνατή εκτός απ’ αυτή τη μοναδική αλήθεια ότι καμιά άλλη γνώση δεν είναι δυνατή. Τούτη η εξαίρεση μπορεί να είναι δύσκολο να στηριχτεί’ τουλάχιστον όμως, το να την υποστηρίζεις δεν φαίνεται να είναι αντιφατικό. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι αρκετή γνώση είναι εφικτή, δυστυχώς όμως, η τεράστια σφαίρα αυτών που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε περικλείει όλα τα πραγματικά σημαντικά ζητήματα, όπως η φύση των ανθρώπινων όντων και η ψυχή, οι θεοί, η αλλαγή, η πραγματικότητα, η ελευθερία, η αθανασία, το γιατί βρισκόμαστε εδώ και τι θα ’πρεπε να κάνουμε.
Σύμφωνα με τον Κικέρωνα, τουλάχιστον τέσσερις αρχαίοι ενστερνίστηκαν την πεποίθηση ότι τίποτε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκτός από την πρόταση ότι τίποτε (άλλο) δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Αυτοί ήταν ο Σωκράτης, ο Βάρρων, ο Αντίπατρος και ο ίδιος ο Κικέρων.8 Άλλοι, είτε από σκανταλιά είτε από κακώς εννοούμενη συνέπεια είτε από αφέλεια, υποστήριξαν ότι τίποτε δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, συμπεριλαμβανομένης και της πρότασης ότι τίποτε δε μπορούμε να γνωρίσουμε. Αυτοί ήταν ο Αρκεσίλαος, ο Καρνεάδης και ο Μητρόδωρος από τη Χίο.9
Η τελευταία θέση μοιάζει πολύ με αυτή που ο Σενέκας αποδίδει στον Πρωταγόρα:10
Ο Πρωταγόρας δηλώνει ότι πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα μπορεί κανείς να υιοθετήσει είτε τη μία είτε την άλλη άποψη και να την υπερασπιστεί εξίσου με επιτυχία -και αυτό ισχύει και για το ίδιο το ζήτημα, δηλαδή το αν μπορεί κανείς πάνω σε κάθε ζήτημα να υποστηρίξει δυο διαφορετικές απόψεις.
Αυτό σημαίνει ότι όλες οι θέσεις είναι ισοδύναμες με τις αντίθετες τους, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της θέσης. Είναι φανερό πως δεν πρόκειται για αντιφατική θέση– η συνέπειά της διατηρείται μέσω της αυτοακύρωσής της, όπως συμβαίνει με πολλά πυρρώνεια επιχειρήματα (βλ. παρακάτω).
Οι περισσότεροι Ακαδημεικοί υιοθέτησαν μία απ’ αυτές τις δύο θέσεις μαζί με μια τρίτη’ περιορίστηκαν στην άρνηση της δυνατότητας της πλήρους βεβαιότητας, και όχι της γνώσης καθ’ αυτής. Θα μπορούσαμε ίσως κάποτε να βρεθούμε κατά τύχη μπρος στην αληθινή εξήγηση κάποιου σημαντικού πράγματος, όμως δεν θα το αντιλαμβανόμασταν γιατί θα ήταν αβέβαιη και με κανέναν τρόπο δεν θα ξεχώριζε από τις ανταγωνιστικές της ψευδείς εξηγήσεις. Μερικές από τις αισθητηριακές εντυπώσεις και τις αντιλήψεις μας μπορεί να είναι ακριβείς, όμως δεν περιέχουν καμία εσωτερική ένδειξη που να τις διακρίνει από τις αναληθείς και απατηλές.11 Και επίσης καμία εξωτερική ένδειξη δεν είναι αξιόπιστη. (Η έννοια υπό την οποία και οι Πυρρώνειοι και οι Ακαδημεικοί σκεπτικοί μετατρέπουν την έρευνα για την αλήθεια σε αναζήτηση της απόλυτης βεβαιότητας, και το τίμημα αυτής της μετατροπής, θα συζητηθούν αργότερα).
Οι γνήσιοι ή Πυρρώνειοι σκεπτικοί δεν αρνούνται κατηγορηματικά τη δυνατότητα της γνώσης ή της πλήρους βεβαιότητας -είτε πάνω στα μεγάλα ζητήματα είτε για τα μικρά… Αλλά ούτε και την επιβεβαιώνουν κατηγορηματικά. Για την ακρίβεια, ο Πυρρώνειος ισχυρίζεται ότι, προς το παρόν, προσωπικά δεν γνωρίζει αν είναι ή δεν είναι εφικτή η γνώση ή η βεβαιότητα. Έτσι δεν είναι ευάλωτος σε καμία ανταπάντηση εκτός από την εξής: «Γνωρίζεις ότι δεν γνωρίζεις, προσωπικά και προς το παρόν, αν είναι ή δεν είναι κλπ Η απάντησή του σ’ αυτό είναι σύνθετη και θα εξεταστεί σε λίγο. Ο Πυρρώνειος αναζητά την πλήρη βεβαιότητα και τη γνώση σαν να ήταν εφικτές, πράγμα που μπορεί και να είναι η μόνη έντιμη στάση.
Μια δεύτερη μεγάλη διαφορά μεταξύ των Πυρρώνειων και των Ακαδημεικών είναι ότι οι τελευταίοι δέχονται την άποψη που ονομάστηκε «πιθανοκρατία». Ο Ακαδημεικός επιτρέπει στον εαυτό του να πει ότι κάποιες προτάσεις, αν και «δεν το γνωρίζουμε», είναι «πιο πειστικές» (πιθαναί) από τις αντίθετές τους, ενώ ο Πυρρώνειος δεν αποδέχεται την πιθανοκρατία. (Ι.222, 1.226 κ.ε., 1.231).
(Ο Σέξτος αντιπαραθέτει τον πυρρώνειο και τον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό στα χωρία 1.3,Ι.ΐ93> Ι·200,Ι.220-235, ειδικότερα στο 1.226. Αν λέμε ότι η Nesciam είναι πιο κοντά στον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό απ’ ό,τι στον πυρρώνειο, είναι μόνο γιατί αποφασίσαμε ότι η Nescio θα είναι το πυρρώνειο μοντέλο μας. Ο Σέξτος παραθέτει τον διττό χαρακτήρα Nescio-Nesciam ως πυρρώνειο, προβάλλοντάς τον κατ’ αντιδιαστολή προς τον Ακαδημεικό σκεπτικό).
Δογματισμός
Ο επόμενος σημαντικός όρος είναι ο δογματισμός, το αντίθετο του σκεπτικισμού. Προέρχεται από τη λέξη «δόγμα» -που σημαίνει γνώμη, πεποίθηση, θεωρία, έννοια, απόφαση, κρίση ή δημόσιο θέσπισμα.
Ο δογματικός είναι βέβαιος ότι η γνώση είναι εφικτή, γιατί είναι βέβαιος ότι κατέχει κάποια γνώση. Κάποιος παραμένει δογματικός ακόμη κι αν δεν είναι βέβαιος, αλλά συνεχίζει να υποστηρίζει ότι κάποια πράγματα αληθεύουν, είτε από προαίσθημα είτε από διαίσθηση είτε από μια αφθονία ενδείξεων είτε από μυστικιστική παρόρμηση είτε από κραυγαλέα προκατάληψη είτε από βλακεία είτε από κεκτημένη ταχύτητα. Γ ια να είναι δογματικός ένας στοχαστής, απλώς δεν χρειάζεται να πιστεύει ότι η γνώση προϋποθέτει την απόλυτη βεβαιότητα ή ότι οι περί της αλήθειας ισχυρισμοί προϋποθέτουν τη γνώση. Δεν χρειάζεται επίσης να πιστεύει, όπως ο Χέγκελ, ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν γνωστά’ μπορεί απλώς να πιστεύει, όπως ο Χιουμ και ο Καντ, ότι σχετικά πολύ λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν γνωστά, και να παραμένει δογματικός. Ο δογματικός δεν χρειάζεται να είναι ερευνητής’ μπορεί να έχει αποκτήσει τις πεποιθήσεις του από οποιαδήποτε πηγή, χωρίς καμιά απολύτως έρευνα. Έτσι, δογματικός είναι όποιος έχει οποιαδήποτε πεποίθηση. Για τον Σέξτο δογματικός είναι όποιος πρόθυμα υποστηρίζει ότι τουλάχιστον μια πρόταση αληθεύει (Ι.223).
Ο Σέξτος κάποιες φορές δίνει έναν κάπως ευρύτερο ορισμό, τον εξής: δογματικός είναι κάποιος που υποστηρίζει πως μια πρόταση είναι αληθής λόγω κάποιας αναλογίας ή απόδειξης (1.147) την οποία δέχεται ηθελημένα (Ι.230, πρβ. Ι.197) και η οποία αφορά σε κάτι «μη οφθαλμοφανές» (ἀδήλῳ συγκατάθεσις) (Ι.197,1.208,1. 233)· Κάποιοι απ’ αυτούς τους όρους θα συζητηθούν παρακάτω.
Έτσι, φυσικά, όλοι είμαστε δογματικοί. Καλύτερα λοιπόν να μη δίνουμε πολύ μειωτικές σημασίες στη λέξη. Οι Σκεπτικοί χρησιμοποίησαν τη λέξη με μιαν ουδέτερη, περιγραφική σημασία. Όμως οι περισσότεροι φιλόσοφοι -οι περισσότεροι δογματικοί φιλόσοφοι κατά τη σκεπτική έννοια- χρησιμοποιούν τη λέξη με μία κανονιστική και υποτιμητική σημασία, για να καταδείξουν τους στοχαστές εκείνους που αναγγέλλουν τις δήθεν αλήθειες τους χωρίς λογική επιχειρηματολογία ή αποδείξεις ή χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη τούς αντιτιθέμενους λόγους ή αποδείξεις περί του αντιθέτου’ ή για να τους προσάψουν αλαζονεία, προπέτεια και αδικαιολόγητη βεβαιότητα. Αυτή η σημασία του «δογματισμού» προφανώς δεν είναι άσχετη με την έννοια που του έδιναν οι Σκεπτικοί. Όμως θα χρησιμοποιήσουμε εδώ τον όρο χωρίς ίχνος υποτίμησης.
Για να αποσαφηνίσουμε ακόμη περισσότερο τη λέξη, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας σχεδόν όλοι οι μεγάλοι προπαγανδιστές, υποκινητές, κοινωνικοί μεταρρυθμιστές και μάρτυρες υπήρξαν μ’ έναν ακραίο τρόπο δογματικοί. Αυτό είναι αλήθεια, ακόμη κι αν ένα μεγάλο μέρος της επίδρασης που άσκησαν προήλθε από τα ανατρεπτικά ερωτήματα ή τις αμφισβητήσεις τους. Στη σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας, ο Σωκράτης είναι μια έξοχη αλλά σπάνια περίπτωση, που όλη σχεδόν η επίδρασή του οφειλόταν σε μια σκεπτική ιδιοσυγκρασία.
Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι οι Σκεπτικοί είναι το ίδιο αποτελεσματικοί στο εξίσου σημαντικό έργο καταστροφής των επικίνδυνα λανθασμένων ιδεών. Όσο για το ότι τελικά είναι ατελέσφοροι και ανίσχυροι, οι Σκεπτικοί θα έλεγαν ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι γι’ αυτό. Ο περιθωριακός του Ντοστογιέφσκι είπε πως πρέπει να ’ναι κανείς πολύ ηλίθιος για να πιστεύει πως οι πράξεις μας βασίζονται απαρέγκλιτα στην σκέψη.12 Είτε χρειάζεται ηλιθιότητα είτε πνευματική ανεντιμότητα, πάντως το κατηγορητήριο του Σκεπτικού εναντίον του δογματικού ανθρώπου της δράσης μπορεί να εξισορροπηθεί από την αντέγκληση του δογματικού -για παράδειγμα τα λόγια του Edmund Burke- ότι το μόνο που χρειάζεται το κακό για να θριαμβεύσει, είναι το να μην κάνουν τίποτα οι καλοί άνθρωποι. Φυσικά, αυτή η διαμάχη δεν θα πάψει ποτέ. Αλλά πριν επικρίνουμε το σκεπτικισμό για σχετική αδράνεια, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι οι Σκεπτικοί μπορούν και αυτοί να δρουν (όπως θα δούμε), και θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι η κριτική αμφισβήτηση είναι μια δύναμη στην ιστορία εξίσου ισχυρή με την στρατιωτική δράση· και τέλος θα πρέπει να ανιχνεύσουμε την μακρά ιστορία των καλών και κακών αποτελεσμάτων που επέφεραν στον κόσμο οι δογματικοί.
Εποχή Ο δογματικός ισχυρίζεται πως κατέχει κάποια αλήθεια. Διατυπώνει κρίσεις που είναι πρόθυμος να υποστηρίξει. Ο Σκεπτικός αναστέλλει την κρίση του’ δεν τοποθετείται και περιμένει μέχρι να βεβαιωθεί, πράγμα που μπορεί και να μη συμβεί ποτέ. Η αναστολή της κρίσης, η -προς το παρόν- μη τοποθέτηση (στα αρχαία ελληνικά, εποχή), και όχι η αμφιβολία και η άρνηση, είναι η χαρακτηριστική στάση του Σκεπτικού. Πρόκειται για σημαντικό τεχνικό όρο. Η αρχαία λέξη εποχή σημαίνει: ανακόπτω, διακόπτω, αναστέλλω, συγκρατώ, σταματώ ή παύω κάποια δραστηριότητα που διαφορετικά ή κανονικά θα συνεχιζόταν. Οι Σκεπτικοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη εποχή για τη διατύπωση κρίσης, ενώ αλλού οι Έλληνες τη χρησιμοποίησαν για το φως του ήλιου (στη διάρκεια των εκλείψεων), για την εμμηνόρροια (στη διάρκεια της εγκυμοσύνης), για την αποπληρωμή χρέους (παράλειψη πληρωμής), για τις μουσικές δονήσεις μιας χορδής (στο νεκρό σημείο δόνησης) και για το πέρασμα του χρόνου (στις μεταβατικές φάσεις ή τις «εποχές»). Η φράση «αναστολή της κρίσης» (αγγλ. suspension of judgement) συλλαμβάνει την ουσία της σκεπτικής έννοιας σωστά, αλλά χάνει το άρωμα που έχει μια κοινή λέξη με πολλές εφαρμογές, που αποκτά και φιλοσοφική χρησιμότητα.
Ο Σέξτος χρησιμοποιεί και δύο άλλους όρους στενά συνδεδεμένους με την ἐποχήν. Ο πρώτος είναι η ἀρρεψία (Ι.190): η ισορροπία μιας ζυγαριάς που δε γέρνει (δεν ρέπει) προς καμιά πλευρά. Ο δεύτερος είναι η ἀοριστία (1. 108): το να μην έχεις οριστικές απόψεις και να παραμένεις διστακτικός, αναποφάσιστος, αβέβαιος.
Δηλώνοντας αναστολή ή παύση μιας δραστηριότητας που διαφορετικά θα συνεχιζόταν, η εποχή υπαινίσσεται μια κατάσταση αναμονής έως ότου διατυπωθεί μια κρίση. Έτσι φαίνεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες που χρησιμοποίησαν αυτή τη λέξη αντί για κάποια άλλη (όπως π.χ. την απορία), έλπιζαν πως η αλήθεια ήταν εφικτή. Αυτό στηρίζει την ερμηνεία μας, ότι δηλαδή ο γνήσιος πυρρώνειος τύπος ταιριάζει περισσότερο στη Nescio παρά στη Nesciam, γιατί τοποθετεί την αλήθεια υπεράνω της αταραξίας ως τελικό σκοπό του σκεπτικισμού.
Ο Σκεπτικός απέχει από κάθε κρίση. Δεν τοποθετείται και συνεχίζει να ερευνά. Η αμφιβολία διαφέρει από την ἐποχήν, καθώς υποδηλώνει μια κλίση προς την άρνηση. Η ἐποχή δεν κλίνει προς καμιά συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η ἐποχή είναι η χαρακτηριστική πνευματική στάση του Σκεπτικού. Ο Σέξτος δεν θα πει ότι είναι καλύτερη από τη συναίνεση, αν και θα πει ότι φαίνεται να είναι καλύτερη.
Η αμφιβολία φαίνεται να χρειάζεται βάσεις ή λόγους που να δικαιώνουν τον αρνητικό της χαρακτήρα. Η αμφιβολία μπορεί κάλλιστα να είναι η κρίση εκείνη που λέει ότι κάτι είναι αμφισβητήσιμο ή αβέβαιο. Το αν η εποχή είναι «αβάσιμη» είναι ένα μπερδεμένο ερώτημα, όπως φαίνεται από τη δογματική αντιρρητική:
Κάποιοι δογματικοί αντιτάσσουν ότι οι Σκεπτικοί πρέπει να έχουν ορισμένους λόγους ή ότι κάπου θα πρέπει να στηρίζονται για να αναστέλλουν την κρίση τους σε ένα δεδομένο ζήτημα’ αλλιώς, ο δισταγμός τους είναι σημάδι ξεροκεφαλιάς και αυθαιρεσίας, είναι ανέντιμος. Όμως -συνεχίζουν οι δογματικοί-, οι Σκεπτικοί, αν όντως αναστέλλουν την κρίση τους, δεν μπορούν να αποδέχονται κανέναν απολύτως λόγο. Αυτό όμως το δίλημμα είναι πλαστό για τον γνήσιο Σκεπτικό. Εξετάζοντας ένα ζήτημα και αρκετές αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις επ’ αυτού, ένας Ακαδημεικός σκεπτικός θα έλεγε (για κάποιο λόγο) ότι το ζήτημα δεν μπορεί να κριθεί, όχι μόνο απ’ αυτόν και όχι μόνο προς το παρόν, αλλά και από κανέναν άλλον ποτέ. Θα μπορούσαμε να του ζητήσουμε το λόγο μιας τόσο αξιοσημείωτης δήλωσης. Αν μας έδινε ένα λόγο, θα μπορούσαμε να τον κατηγορήσουμε για την πίστη του σ’ αυτόν το λόγο, ακόμη κι αν μπαίναμε στον πειρασμό να συμφωνήσουμε μαζί του. Γιατί θα ήταν ασυνεπής με την ακραία θέση του περί γνώσης και απόλυτης βεβαιότητας.
Η Nescio όμως δεν πιάνεται σε τέτοιο δίχτυ. Η ἐποχή της δεν είναι αυθαίρετη και δεν οφείλεται σε ξεροκεφαλιά, ούτε βασίζεται σε λόγους με τους οποίους θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη και εξ αιτίας των οποίων να κατηγορηθεί για δογματισμό και ασυνέπεια. Πρώτ’ απ’ όλα, όπως όλοι οι Πυρρώνειοι, αναστέλλει την κρίση της μόνο αφού εξετάσει όλες τις προτεινόμενες απαντήσεις που μπορεί να βρει. Θυμηθείτε, αναζητά την αλήθεια και θέλει να τη βρει. Εξετάζει όλα τα επιχειρήματα και τις μαρτυρίες που στηρίζουν τις απαντήσεις ώστε να μπορέσει να αποφασίσει ανάμεσα σ’ αυτά, με τρόπο νοήμονα. Αν βρει μια απάντηση που να υποστηρίζεται καλύτερα από τις άλλες, και αφού πρώτα εξετάσει τα πλεονεκτήματα των εναλλακτικών προτάσεων και τις αντιρρήσεις των αντιπάλων, τότε θα συναινέσει και θα γίνει δογματική. Οποιαδήποτε άλλη τακτική θα ήταν πνευματικά ανέντιμη.
Όμως αν βρει ότι όλα τα επιχειρήματα και οι αποδείξεις ισορροπούν και καταργούν το ένα το άλλο, έτσι ώστε να μη μπορεί να δεχτεί μόνο ένα απ’ αυτά χωρίς να είναι αυθαίρετη και ανέντιμη, τότε και μόνο τότε θα αναστείλει την κρίση της. Θα πει: «Δεν ξέρω ποια απ’ αυτές τις απαντήσεις λέει την αλήθεια, αν κάποια λέει την αλήθεια. Εξακολουθώ να αγνοώ και πρέπει να συνεχίσω την έρευνα.»
Ο Σκεπτικός αναστέλλει την τοποθέτησή του, επειδή βρίσκει πως δεν υπάρχει ισχυρός λόγος που να του επιτρέπει να τοποθετηθεί. Επειδή κανένας από τους λόγους που θα επικαλούνταν δεν θα μπορούσε να είναι αδιαφιλονίκητος και απρόσβλητος, αρνείται να εκφέρει κρίση. Δεν υπάρχει εδώ μήτε πείσμα μήτε αυθαιρεσία, αντίθετα, η διαδικασία είναι πολύ λογική. Κι αν δεχτούμε ότι ο Σκεπτικός δεν θα δίσταζε να τοποθετηθεί σε περίπτωση που πράγματι μπορούσε να θεμελιώσει την τοποθέτησή του -δηλαδή ότι με ειλικρίνεια αναζητά την αλήθεια και είναι πρόθυμος και ανυπομονεί (κάποιες φορές απελπισμένα) να γίνει δογματικός-, τότε, και πάλι, το ότι αναστέλλει την τοποθέτησή του έχοντας μπροστά του επιχειρήματα που εξισορροπούνται, είναι η μόνη έντιμη στάση.
Ισοσθένεια
Οι Σκεπτικοί ονομάζουν αυτή την ισορροπία ἰσοσθένεια, δηλαδή ίση δύναμη. Η ισοσθένεια δεν ορίστηκε και τόσο καλά από τον Σέξτο Εμπειρικό, ίσως γιατί είναι από τη φύση της μια άτυπη και ανακριβής έννοια. Δεν είναι ξεκάθαρο αν η ισοσθένεια έχει να κάνει μόνο με δογματικούς ισχυρισμούς (1.193) ή αν αφορά εξίσου και στις εντυπώσεις των αισθήσεων, τις απλές σκέψεις, τις θεωρίες και τα επιχειρήματα (1.8 κ.ε., 1.197,1.201). Μπορούμε να πούμε ότι η ισοσθένεια είναι η προφανής ισορροπία βεβαιότητας, πιθανότητας, ευλογοφάνειας, αξιοπιστίας και λογικότητας δύο ή περισσοτέρων συγκρουόμενων ιδεών -ή η προφανής ισορροπία αβεβαιότητας, απιθανότητας, ατοπίας, αναξιοπιστίας και παραλογισμού. Ισοσθένεια είναι η προφανής ισοδυναμία όλων των όρων που θέτουμε προκειμένου να αποδεχτούμε μια ιδέα. Για τους Σκεπτικούς αρκεί η ισοσθένεια ώστε να κρατηθούν σε απόσταση και να αναστείλουν την κρίση τους, να τηρήσουν στάση αναμονής αναζητώντας συγχρόνως περισσότερα στοιχεία που ίσως ανατρέψουν την ισορροπία.
Σημειώστε ότι η ισοσθένεια δεν σημαίνει μια πραγματική ή αντικειμενική ισορροπία δύναμης, αλλά μόνο μια ισορροπία που -επί του παρόντος- φαίνεται σ’ εμάς ως τέτοια (Ι.196). Για τον ίδιο λόγο που η ισοσθένεια δεν μπορεί να είναι αντικειμενική, δεν μπορεί να είναι και ακριβής. Ο Σέξτος λέει ότι τα ευλογοφανή {πιθανά) επιχειρήματα και των δυο πλευρών αρκούν. Μια τέλεια ή ακριβής ισορροπία δεν θα μπορούσε ίσως να ανακύψει ή ακόμη και να αναγνωριστεί. Όμως είναι αρκετό να δηλώνουμε ότι οι ιδέες είναι ισοδύναμες, κάθε φορά που είμαστε ανίκανοι να προχωρήσουμε σε μία και μόνη αποκλειστική επιλογή, χωρίς προκατάληψη, χωρίς απερισκεψία ή χωρίς κάποιο βαθμό αυθαίρετης προτίμησης. Στην πράξη, λοιπόν, η ισοσθένεια για μας -ή για μένα και επί του παρόντος- είναι εκ των πραγμάτων πιο ακριβής και πιο χρήσιμη από την ισοσθένεια per se.
Είναι πολύ σημαντικό αυτή τη στιγμή να σημειώσουμε ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πούμε πως η ισοσθένεια εξουδετερώνει ή δεν εξουδετερώνει ένα σύνολο θεωριών, αν πρώτα δεν τις έχουμε εξετάσει όλες αμερόληπτα και αν δεν το έχουμε ερευνήσει από μόνοι μας. Η ισοσθένεια πρέπει να αναζητηθεί’ δεν θα ξεπηδήσει από μόνη της. Θα ήταν απερισκεψία και ανεντιμότητα να θεωρούμε ως δεδομένο ότι μια συγκεκριμένη άποψη είναι το ίδιο αποδεκτή με όλες τις εναλλακτικές της. Για να είναι κανείς έντιμος ερευνητής, θα πρέπει να είναι ανοιχτός, πρόθυμος να διαπιστώσει κάποια ανισορροπία, να δει ότι κάποια πρόταση στηρίζεται καλύτερα από τις εναλλακτικές της. (Περιττεύει να το πούμε αυτό στους δογματικούς ερευνητές, οι οποίοι είναι υπέρ το δέον πρόθυμοι για τέτοιες διαπιστώσεις. Είναι όμως μια απαραίτητη συμβουλή για τον Σκεπτικό ερευνητή, που μπορεί πολύ εύκολα να αδιαφορήσει πεισματικά για τις λεπτές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους τύπους επιχειρηματολογίας, τις μαρτυρίες, τα αποδεικτικά στοιχεία και την στήριξη απόψεων). Προκατάληψη δεν είναι μόνο το να θεωρείς ως δεδομένο, πριν το ερευνήσεις, ότι μόνο μια συγκεκριμένη θεωρία αληθεύει· είναι και το να θεωρείς ως δεδομένο, πριν το ερευνήσεις, ότι υπάρχει ισοσθένεια.
Έτσι η Nescio ερευνά και επέχει, αν και μόνο αν ανακαλύπτει την ισοσθένεια των αντιτιθέμενων απόψεων, που φρενάρει κάθε έντιμη κρίση. Καταπιάνεται με την έρευνα θέλοντας και επιζητώντας να κρίνει’ αν τελικά δεν κρίνει, αυτό οφείλεται μόνο στο ότι εμποδίστηκε. Η ίδια δεν έχει καμιά ιδιαίτερη κλίση στην άρνηση ή στην κατάφαση. Ούτε αμφισβητίας είναι ούτε εύπιστη. Είναι πνευματικά έντιμη και ομολογουμένως αδαής. Αν οι λόγοι και τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της δεν την ωθούν προς την συναίνεση ή την άρνηση, τότε ούτε θα συναινέσει ούτε θα αρνηθεί’ θα αναστείλει την κρίση της και θα συνεχίσει να ερευνά.
Μέχρις εδώ, ο σκεπτικισμός μοιάζει να ’ναι η πιο ακίνδυνη και πιο καλόβουλη απ’ όλες τις προσεγγίσεις σ’ ένα φιλοσοφικό ζήτημα. Κανείς δεν θα είχε δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί για τον κανόνα, να ομολογούμε την άγνοια μας όταν αγνοούμε και να μην παριστάνουμε ότι έχουμε κάποια γνώση ή βεβαιότητα την οποία δεν έχουμε. Το να αγαπάς την αλήθεια και να φοβάσαι το λάθος, και να ενεργείς αναλόγως, είναι μια υγιής στάση. Πολύ λίγοι θα διαφωνούσαν ότι πρέπει να αναστέλλουμε την κρίση μας όταν δεν μπορούμε να τη στηρίξουμε επαρκώς. Μάλιστα, τέτοιες πρακτικές που εκφράζουν πνευματική εντιμότητα, είναι όχι απλώς παραδεκτές αλλά αξιέπαινες.13
Το βασικό θέμα
Ωστόσο, αυτό που έχει ανησυχήσει κάποιους πολύ έντιμους δογματικούς είναι η συνήθης κατάληξη αυτής της ταπεινής αφετηρίας. Η υιοθέτηση της πρακτικής του Σκεπτικού, μοιάζει να είναι το μόνο καθήκον όλων των φιλοσόφων, όλων των επιστημόνων και κάθε λογής ερευνητών· και το ’χουν πει πολλοί. Όμως πολλοί δογματικοί θα ήθελαν να γράφουν πάνω απ’ αυτό το μονοπάτι την προειδοποίηση που βρήκε ο Δάντης γραμμένη στην είσοδο της Κόλασης:
Εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα όσοι μπαίνετε εδώ.
Κι αυτό διότι συμβαίνει απλώς να καταλήγουν οι Πυρρώνειοι σκεπτικοί στο να μη πιστεύουν σε τίποτα εκτός από το ότι τα φαινόμενα φαίνονται (Ι.19) -που κι αυτό μπορεί να μην αποτελεί καν πεποίθηση. Μερικές φορές εμφανίζονται να αναστέλλουν την κρίση τους ακόμα και για το αν τα φαινόμενα φαίνονται (ΙΙ.50, ΙΙ.70), αλλά σε κάθε περίπτωση λένε ότι μόνο οι ψυχικές καταστάσεις γίνονται αντιληπτές (1.215: τά πάθη μόνα καταλαμβάνεσθαι. πρβ. ΙΙ.72). Δεν αντιτίθενται στα ίδια τα φαινόμενα, αλλά μόνο στις ερμηνείες που δίνονται για τα φαινόμενα (Ι.15,1.19,1-22,1.59,1-78,1-87,1-93, κλπ). Και απλώς συμβαίνει να αναστέλλουν την κρίση τους (επειδή διαπίστωσαν ισοσθένεια) πάνω σε κάθε ερμηνεία και εξήγηση των φαινομένων.
Θα πρέπει ίσως να πιστέψουμε τους αρχαίους, ότι αυτό τούς οδηγούσε σε μια βαθιά ψυχική γαλήνη. Δεν συνέβη το ίδιο και με τους μοντέρνους. Κάτι έχει αλλάξει στην κουλτούρα μας, και αυτή η ριζοσπαστική εν γνώσει άγνοια έχει οδηγήσει τους σύγχρονους στοχαστές -τουλάχιστον από τον Πασκάλ, από τον 170 αι. και μετά-, στην απελπισία. Απ’ όλες τις αλλαγές που σημειώθηκαν στο πνεύμα των καιρών, μια από τις πιο ενδεικτικές είναι το ότι η αβεβαιότητα των πραγμάτων, με την οποία κάνουν τη δουλειά τους οι Σκεπτικοί, δεν είναι πια ένα θέμα απλής μελέτης, αλλά αιτία για θρήνο. Κανείς δεν εφησυχάζει στην αβεβαιότητα. Αντί για αταραξία, η αβεβαιότητα φέρνει ανησυχία– αντί για γαλήνη, αμηχανία· δεν είναι κάθαρση αλλά ατέλεια.
Είπα ότι «απλώς συμβαίνει» ο Σκεπτικός να οδηγείται σε μια ουσιαστικά καθολική ἐποχήν. Γιατί, ακριβώς όπως η Nescio δεν θα περιμένει σώνει και καλά ύστερα από την ἐποχήν της να επακολουθήσει η αταραξία, με τον ίδιο τρόπο δεν θα περιμένει, η έρευνα να της αποκαλύψει οπωσδήποτε την ισοσθένεια ανάμεσα σε όλες τις απαντήσεις που είναι δυνατό να δοθούν σε κάθε ερώτημα. Απλώς συμβαίνει έτσι. Το να λες εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να βρεθεί καμία πρόταση πιο βέβαιη από τις αντίθετες της, είναι ανεντιμότητα και απερισκεψία. Όμως, κοιτάζοντας πίσω, διαπιστώνουμε πως αυτή είναι η εμπειρία των Σκεπτικών. (Στην περίπτωση της Nescio, απλώς συμβαίνει η προσεκτική εξέταση να οδηγεί στην ἐποχήν· στην περίπτωση της Nesciam, βλέπουμε ότι η θέληση και η ευρηματικότητα δίνουν αγκωνιές και σπρώχνουν σ’ αυτή την κατεύθυνση).
Αυτό που θέλουν να ξέρουν οι δογματικοί, είναι: γιατί η έρευνα της Nescio χαρακτηριστικά οδηγεί στην ισοσθένεια και στην ἐποχήν, ενώ οι δικές τους έρευνες οδηγούν σε ανακαλύψεις και κρίσεις και παραδοχές και προτιμήσεις; Η απάντηση βρίσκεται στην αγάπη της Nescio για την αλήθεια και στον ταυτόχρονο φόβο της για το λάθος -και στην εντιμότητα της. Όπως είδαμε, η Nescio ειλικρινά θέλει την αλήθεια και τη βέβαιη γνώση, κι έτσι δίνει προσοχή σ’ αυτούς που ισχυρίζονται ότι τις κατέχουν, και τους κατανοεί’ έτσι λειτουργεί η αγάπη της για αλήθεια. Αλλά ο φόβος της για το λάθος την κάνει να ακούει κριτικά. Είναι κάτι σαν πνευματική της υποχρέωση να ελέγχει αυστηρά τις ιδέες: όχι να τις καταρρίπτει ή να τις ανασκευάζει, αλλά να τις τοποθετεί απέναντι στις αντίθετές τους και να συγκρίνει τις δυνάμεις των επιχειρημάτων και των αποδείξεων που τις στηρίζουν. Θέλει την αλήθεια, και αν κάποιος προσπαθήσει να της διδάξει μια κίβδηλη αλήθεια, η Nescio έχει υποχρέωση απέναντι στον εαυτό της να αφήσει τη ματιά της να την διαπεράσει· να ελέγξει κάθε παρόρμησή της που την ωθεί να συναινέσει· να εξετάσει τα υπέρ και τα κατά των άλλων εκδοχών· να βρει αν υπάρχει ισοσθένεια’ να αναστείλει την κρίση της’ και να συνεχίσει να ερευνά.
Οι τρόποι
Η παραπάνω τακτική είναι αβλαβής όσο και αξιέπαινη. Όμως, οι Σκεπτικοί, για να βοηθηθούν στο κριτικό τους έργο, ανέπτυξαν σταδιακά ένα οπλοστάσιο επιχειρημάτων, που ανατρέπουν σχεδόν όλες τις θέσεις που θα εύχονταν ποτέ να διατυπώσουν επί οιουδήποτε θέματος οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες. Αυτά τα επιχειρήματα ονομάστηκαν Τρόποι. Το πολύτομο χρονικό του αρχαίου σκεπτικισμού, γραμμένο από τον Σέξτο Εμπειρικό, είναι σχεδόν ολόκληρο αφιερωμένο σ’ αυτά τα επιχειρήματα. Για πολλούς αυτό το έργο είναι μια εγκυκλοπαίδεια της άρνησης. Αν χρειάζεσαι γερές βάσεις για να αρνηθείς μια πεποίθηση την οποία δεν μπορείς να ανασκευάσεις από μόνος σου, αναζήτησέ τις στο έργο του Σέξτου Εμπειρικού. Δογματικοί όλων των εποχών το έχουν χρησιμοποιήσει επιλεκτικά και το βρήκαν χρήσιμο για την καταστροφή των αντιπάλων. Το πρόβλημα είναι η ακεραιότητα των τρόπων και η ευλογοφάνειά τους. Από τη μια απαιτούν την αποδοχή μας, και από την άλλη εξολοθρεύουν όλες τις πεποιθήσεις μας.
Τι είναι αυτοί οι σκεπτικοί τρόποι της καθολικής ερήμωσης;
Διάφοροι Σκεπτικοί οργάνωσαν τους τρόπους σε διάφορες ομάδες με ποικίλο μέγεθος και περιεχόμενο, αλλά σε κάθε περίπτωση το σύνολο ήταν μια ολοκληρωτική επίθεση ενάντια σε κάθε ισχυρισμό περί γνώσης και βεβαιότητας. Κάποιες ομάδες τρόπων είναι μεγάλες και παραθέτουν πολλά παραδείγματα (διαφόρων ζώων με διαφορετικές αισθήσεις, διαφόρων πολιτισμών με διαφορετικά έθιμα, διαφόρων καταστάσεων υγείας που παράγουν διαφορετικές ψυχολογικές διαθέσεις και αντιλήψεις). Κάποιοι τρόποι υπογραμμίζουν τη σχετικότητα ως προς τη σκοπιά απ’ την οποία βλέπει κανείς κάποια πράγματα, που κάνει ώστε όλες οι αντιλήψεις, οι κρίσεις και οι αξιολογήσεις να ακυρώνονται από άλλες που γίνονται από διαφορετικές σκοπιές. Άλλοι πάλι επεισέρχονται σε οδυνηρές λεπτομέρειες συγκεκριμένων θεμελιωδών ζητημάτων, όπως ο νους και η ύλη, η αλλαγή και η αιτιότητα, η ελευθερία, η αρετή και ο θεός.
Όμως οι πιο ενδιαφέροντες είναι εκείνοι που (αυτο)περιορίζονται στις λογικές της στήριξης και της δικαιολόγησης, και χωρίς τίποτα να ισχυρίζονται ρητά ή δογματικά, φέρνουν όλους τους δογματικούς αντιμέτωπους με το παράδοξο και βυθίζουν στην αβεβαιότητα τόσο εκείνους που έχουν να προβάλουν λογικά επιχειρήματα όσο και τους υπόλοιπους.
Για παράδειγμα, υπάρχει το παράδοξο του κριτηρίου: του γνώμονα με τον οποίο ελπίζουμε να αναγνωρίσουμε την αλήθεια όταν τη συναντήσουμε, ή να απορρίψουμε κάποια ενδεχόμενα ως ψευδή. Πολλοί δογματικοί λένε ότι υπάρχει κριτήριο της αλήθειας, άλλοι, πάλι, λένε ότι δεν υπάρχει. Αυτό είναι το πρώτο πρόβλημα. Για να αποφασίσουμε ανάμεσα στα δύο, προφανώς χρειαζόμαστε πρώτα ένα κριτήριο. Δεν μπορούμε λοιπόν ν’ αποφασίσουμε, χωρίς πρώτα να δεχτούμε ως αληθή μία μη αποδειχθείσα πρόταση. Η κυκλική συλλογιστική δεν είναι αναγνωρίσιμα άκυρη· αλλά κάθε τι που υποστηρίζεται από αυτήν, υποστηρίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα μπορούσε να υποστηριχθεί και το αντίθετό του, πράγμα που δημιουργεί ισοσθένεια, η οποία απαιτεί να αναστείλουμε την κρίση μας.
Αλλά αν δεχτούμε, «χάριν συζήτησης», πως υπάρχουν κριτήρια, τότε πρέπει να ρωτήσουμε ποιο κριτήριο αληθεύει. (Παρεμπιπτόντως, ο Σέξτος αρέσκεται να υποχωρεί «χάριν συζήτησης» μπροστά σε δογματικές προτάσεις -για να τις καταρρίπτει με κύματα αντιρρήσεων’ επίσης ισχυρίζεται ότι δεν ξέρει αν αρκεί μία οποιαδήποτε μεμονωμένη αντίρρηση). Μπορούμε μόνο να επικυρώσουμε ή να πιστοποιήσουμε ένα κριτήριο ως το σωστό κριτήριο, ή ακόμη ως εύλογο ή χρήσιμο κριτήριο, χρησιμοποιώντας ένα άλλο κριτήριο για το τι σημαίνει καλό κριτήριο.
Όμως εδώ αντιμετωπίζουμε ένα κλασικό και επαναλαμβανόμενο σκεπτικό δίλημμα. Είτε το πρώτο μας κριτήριο αυτοεπιβεβαιώνεται (κυκλική συλλογιστική), είτε ένα δεύτερο κριτήριο επιβεβαιώνει το πρώτο -οπότε θα χρειαστούμε ένα τρίτο για να επιβεβαιώσει το δεύτερο, και ούτω καθ’ εξής επ’ άπειρον (η λεγόμενη εἰς ἄπειρον ἐκβολή). Όπως φαίνεται, είτε θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την κυκλική συλλογιστική είτε θα πέσουμε στην εἰς ἄπειρον ἐκβολήν.
Δε μένει παρά να παραιτηθούμε από κάθε στήριξη και απλά να ισχυριστούμε (να συνομολογήσουμε ή να υποθέσουμε) ότι το κριτήριο είναι σοβαρό. Όμως κι άλλοι θα κάνουν το ίδιο με διαφορετικά κριτήρια, και η διαφωνία που θα προκύψει θα είναι οριστική, θα υπάρξει σαφής ισοσθένεια, και θα οδηγηθούμε στην ἐποχήν. Αν το δεχτούμε υποθετικά, απλώς για να δούμε πού οδηγεί και πώς λειτουργεί, τότε όλες οι προτάσεις τις οποίες θα επικυρώνει ως κριτήριο θα είναι εξίσου υποθετικές.
Ή επίσης, το κριτήριο μπορεί να ελεγχθεί από τους καρπούς του. Αν επικυρώνει συγκεκριμένες θέσεις και όχι άλλες, τότε θα πούμε ότι είναι ένα σωστό κριτήριο. Αλλά αυτός είναι ακόμη ένας τρόπος να αφήσουμε το ζήτημα ανοιχτό, γιατί δέχεται ως προϋπόθεση κάτι που μένει ακόμα να αποδειχθεί, δηλαδή προϋποθέτει το ότι ξέρουμε ποιες προτάσεις αληθεύουν, ή ότι το κριτήριο είναι καλό και επικυρώνει μόνο τις προτάσεις που αληθεύουν. Ή πάλι, σημαίνει πως χρησιμοποιούμε ως κριτήρια τις προτάσεις που προκύπτουν, οπότε το πρόβλημα επανεμφανίζεται.
Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι ένα κριτήριο δεν στηρίζεται καθόλου, ή στηρίζεται από μια κυκλική συλλογιστική ή δια της εἰς ἄπειρον ἐκβολῆς. Σε κάθε περίπτωση, η στήριξή του δεν επαρκεί για να έχουμε αληθινή βεβαιότητα για το κριτήριο. Πιο συγκεκριμένα: πάντα μπορούν να τίθενται κάποια άλλα κριτήρια με ισοδύναμη στήριξη. Οπότε, για λόγους εντιμότητας, πάνω στο ζήτημα «ποιο είναι το αληθές κριτήριο» -αν υπάρχει τέτοιο-, επιβάλλεται εποχή.
Αλλά αν κανένα κριτήριο δεν είναι ποτέ βέβαιο, τότε καμία πρόταση δεν είναι ποτέ βέβαιη, διότι οι προτάσεις επιβεβαιώνονται από τις μαρτυρίες ή τα επιχειρήματα τα οποία τις στηρίζουν και τα οποία είναι διακριτά δυνάμει κριτηρίων. Φυσικά, ακόμη και αυτός ο ισχυρισμός είναι αβέβαιος.
Μετά, υπάρχει το παράδοξο της απόδειξης. Μια -φερόμενη ως- απόδειξη μπορεί να είναι έγκυρη σύμφωνα με κάποιους δεδομένους κανόνες περί έγκυρης συλλογιστικής -και οι Σκεπτικοί επιτίθενται σε όλους τους κανόνες εγκυρότητας, γενικά όσο και μεμονωμένα-, αλλά το συμπέρασμά της είναι ευαπόδεικτα αληθές μόνο αν οι προκείμενές της είναι αληθείς. Όμως ξέρουμε ότι οι προ- κείμενες είναι αληθείς μόνο αν είναι αποδεδειγμένες. Σαφώς λοιπόν εμπλεκόμαστε ξανά στο δίλημμα της κυκλικής συλλογιστικής και της εἰς ἄπειρον ἐκβολῆς. Αν αποδείξουμε την προκείμενη, τότε η απόδειξή της θα έχει τις δικές της προκείμενες που θα χρειάζονται απόδειξη, και μπλέκουμε σε μια ατέρμονη διαδικασία αποδείξεων τις οποίες δεν μπορούμε ποτέ να παρέχουμε. Το αποτέλεσμα είναι ότι τίποτε δεν αποδεικνύεται ποτέ τελεσίδικα. Αν οι αναπόδεικτες προκείμενες μπορούν να αποτελέσουν επαρκείς αποδείξεις, τότε μπορούμε να επινοήσουμε αναπόδεικτες προκείμενες από τις οποίες θα μπορούσαμε να συνάγουμε οποιαδήποτε πρόταση, και έτσι να θεωρήσουμε όλα τα πιθανά συμπεράσματα ως ισοσθενή.
Αν το συμπέρασμα απλώς επαναθέτει ταυτολογικά τις προκείμενες -πράγμα που, όπως λένε οι σύγχρονοι λογικοί, είναι ο μόνος έγκυρος τύπος απόδειξης-, τότε αποδεχόμενοι ότι ένα συμπέρασμα αληθεύει διότι εξάγεται με τρόπο έγκυρο, αποδεχόμαστε την κυκλική συλλογιστική που κάλλιστα θα μπορούσε να αποδείξει ένα αντίθετο συμπέρασμα.
Βέβαια, τίποτε απ’ αυτά δεν αποδεικνύει ότι οι αποδείξεις είναι πράγμα αδύνατο, γιατί τότε θα έχει δοθεί μια απόδειξη για το αντίθετο, ότι δηλαδή η απόδειξη είναι κάτι το δυνατό. Ή, αν έχει δοθεί μια τέτοια απόδειξη, τότε «καταργεί τον εαυτό της» (αυτό εξετάζεται παρακάτω). Αυτό οδηγεί σε μια παρατήρηση που συχνά παραβλέπεται: Οι Σκεπτικοί δεν πίστευαν ότι οι τρόποι αποδείκνυαν πως κάποια συμπεράσματα ήταν ψευδή ή ότι κάποια είδη συλλογιστικής ήταν άκυρα. Σε χέρια δογματικών, οι τρόποι θα μπορούσαν να γίνουν όπλα για τέτοιες ανασκευές, όσο παράδοξες κι αν ήταν κάποιες απ’ αυτές. Αλλά οι Σκεπτικοί χρησιμοποιούσαν τους τρόπους μόνο για να επιτύχουν τις απαραίτητες ανατροπές που θα τους επέτρεπαν να αναδείξουν την ισοσθένεια και να ανα- στείλουν την κρίση τους, κι όχι για να επιβεβαιώσουν ή να αρνηθούν κατηγορηματικά κάτι.
Ένα κάπως ζαλιστικό παράδειγμα λογικού τρόπου που κινείται σ’ αυτή την κατεύθυνση στοχεύοντας στην βεβαιότητα -παρά στην αλήθεια-, θα μπορούσε να ονομάζεται ο «κανείς-δεν-μπορεί-να- κρίνει» τρόπος. Αν ένας δογματικός προσπαθήσει να αποκριθεί στην σκεπτική πρόκληση επιστρατεύοντας κάποιον ισχυρισμό που υποτίθεται ότι είναι γνωστός με βεβαιότητα, τότε θα αποτύχει. Γιατί η Nescio μπορεί να απαντήσει ότι ο ισχυρισμός του δογματικού είναι προς επιβεβαίωση, και ως τέτοιος υπόκειται σε κρίση και είναι ακατάλληλος να αποφασίσει σε μια διαμάχη περί βεβαιότητας. (Ι.48,Ι.59, Ι. 90, Ι.112-113, ΙΙ.36-37, ΙΙΙ. 182). Αν του επιτρέπαμε να παίξει και τους δυο ρόλους, θα ήταν σαν να αφήναμε ένα διάδικο να γίνει δικαστής στην εκδίκαση της δικής του υπόθεσης– ή θα σήμαινε πως εκλαμβάνουμε ως αληθές κάτι το αναπόδεικτο, ακριβώς όπως θα μπορούσαμε να εκλάβουμε ως αληθή κάθε άλλη θέση και μάλιστα «ισοσθενώς».
Ας δούμε πώς κάποιοι από αυτούς τους τρόπους αντιμετωπίζουν έναν τυπικό δογματικό ισχυρισμό. Αν κάποιος λέει ότι υπάρχει θεός, τότε η Nescio από αγάπη για την αλήθεια θα δώσει προσοχή. Από φόβο για το λάθος, θα ρωτήσει γιατί θα πρέπει να το πιστέψει. Πώς ξέρεις ότι υπάρχει θεός; Ποια είναι τα επιχειρήματά σου; Πώς ξεπερνάς τις αντιρρήσεις; Σ’ αυτά τα ερωτήματα οι απαντήσεις μπορούν να είναι πολλές. Για παράδειγμα: «Έτσι λέει η Βίβλος.» Επομένως, η Βίβλος είναι το κριτήριό σου, θα πει η Nescio. Ή: «Η αρμονία των πραγμάτων προϋποθέτει έναν υπέρτατο νου.» Επομένως, κριτήριό σου είναι η αρμονία των όντων. Ή: «Η εναλλακτική πρόταση στην λογική θέση για το θεό αντιφάσκει προς τον εαυτό της.» Επομένως, κριτήριό σου είναι η αρχή της μη αντίφασης.
Η Nescio ίσως θα ξεκινήσει την κριτική της με συγκεκριμένες ερωτήσεις, όπως, γιατί θα πρέπει να πιστεύω αυτά που λέει η Βίβλος και τι ακριβώς λέει, και γιατί θα πρέπει να εμπιστευτώ τη δική σου ερμηνεία των βιβλικών κειμένων· γιατί πιστεύεις ότι υπάρχει αρμονία των πραγμάτων, και γιατί η αρμονία τους προϋποθέτει έναν υπέρτατο νου. Όμως η Nescio δεν χρειάζεται να το κάνει αυτό. Αργά ή γρήγορα θα φτάσει στο κριτήριο του δογματικού. Και τότε θα τον ρωτήσει γιατί θα πρέπει να εμπιστευόμαστε το κριτήριό του. Οι δογματικοί -θα έπρεπε να- έχουν μάθει ότι, προς αιώνια απογοήτευσή τους, όλες τις απαντήσεις σ’ αυτό το ζητούμενο οι Σκεπτικοί τις παίζουν στα δάχτυλα. «Το κριτήριο θα πρέπει να το εμπιστευτούμε διότι … διότι το τάδε και το τάδε (μια πρόταση), που υποτίθεται ότι αληθεύει, και αληθεύει σύμφωνα μ’ ένα κριτήριο, ένα κριτήριο που θα πρέπει να εμπιστευόμαστε διότι…»
Αν και αυτή η γραμμή επίθεσης αρκεί για κάθε δογματική πρόταση, απέχει πολύ από το να είναι το μοναδικό τραγούδι των Σκεπτικών. Με παρόμοια επιχειρήματα η Nescio μπορεί να δείξει ότι δεν θα έπρεπε να εμπιστευόμαστε καμία μέθοδο, ότι κανένα σημείο εκκίνησης δεν είναι βεβαιωμένα επαρκές, ότι η εμπειρική επαλήθευση δεν τελειώνει ποτέ και ότι η λογική επιβεβαίωση δεν έχει αρχή (1.166: ὡς μή ἐχόντων ἡμῶν πόθεν ἀρξόμεθα ταῆς κατασκευῆς). Οι Σκεπτικοί αναλύουν τους τρόπους με τους οποίους δογμάτισαν οι δογματικοί ή δικαιολόγησαν τη βεβαιότητά τους– οι Σκεπτικοί δεν βρήκαν κακούς όλους αυτούς τους δογματικούς τρόπους· απλώς βρήκαν πως δεν στηρίζουν την όποια ιδέα καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσε να στηριχτεί μια αντίθετη της (1.169).
Πιστεύει ο Σκεπτικός δογματικά ότι ένα κριτήριο (για παράδειγμα) δεν θα πρέπει να το εμπιστευτούμε, αν μπορούμε να το υποστηρίξουμε μόνο δια της εις άπειρον εκβολής; Αυτό είναι ένα ερώτημα που οι δογματικοί έχουν θέσει από καιρό. Πιστεύει ο Σκεπτικός ότι η κυκλική συλλογιστική είναι παραπλανητική και ότι δεν πρέπει να την εμπιστευόμαστε; Πιστεύει ο Σκεπτικός δογματικά στους τρόπους;
Η απάντηση είναι όχι. Προς μεγάλη αγανάκτηση πολλών, οι Σκεπτικοί δεν επιβεβαιώνουν ούτε αρνούνται την ορθότητα των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούν όταν εξετάζουν τις θεωρίες (I. 35)· Όπως δείχνουν τα παραδείγματα, οι Σκεπτικοί δεν χρειάζεται να πιστεύουν ότι οι αποδείξεις βάσει κυκλικής επιχειρηματολογίας ή της εις άπειρο εκβολής δεν είναι έγκυρες· χρειάζεται μόνο να παρατηρήσουν ότι τέτοιες μέθοδοι επιτρέπουν την εξίσου ισχυρή υποστήριξη αντίθετων δογμάτων. Ένα κριτήριο που στηρίζεται μόνο στην αυτο-επιβεβαίωση ή στη συνομολόγηση εκείνου που το προτείνει, δεν πρέπει να το εμπιστεύεται κανείς. Όμως ο λόγος δεν είναι ότι η αυτο-δικαίωση και το ipse dixit των πιστών είναι αναξιόπιστα· ο λόγος είναι ότι η στήριξη του κριτηρίου θα ήταν τότε ισοδύναμη με τη στήριξη άλλων κριτηρίων που το αντικρούουν. Θα μπορούσε ίσως να είναι το αληθές κριτήριο’ όμως τα αντίθετά του είναι ισοσθενή. Ο διανοητικά έντιμος, λοιπόν, πρέπει να αναστέλλει την κρίση του.
Οι Σκεπτικοί ούτε βεβαιώνουν ούτε αρνούνται ότι έχουν κατανοήσει τη θέση του δογματικού ή ότι οι τρόποι έχουν διαβρώσει τους περί αλήθειας ισχυρισμούς του ή ακόμη ότι τους τρόπους πρέπει να τους εμπιστευόμαστε (Ι.35)· Κατά μία έννοια, ο Σκεπτικός δεν μιλά εξ ονόματος του -πράγμα που θα προϋπέθετε κάποιες δογματικές δεσμεύσεις από πλευράς του. Μπαίνει στον κόσμο του δογματικού και τον ανατινάσσει εκ των έσω. Συνήθως, αυτό λέγεται επιχειρηματολογία (ή συζήτηση) ex concessis ή εκ παραδοχής. Όταν κάποιος επιχειρηματολογεί ex concessis, τότε υποθετικά ή προσωρινά υιοθετεί τη συλλογιστική βάση του αντιπάλου. Ο Σκεπτικός προσωρινά υιοθετεί τις αρχές και τα κριτήρια και τη σκοπιά του δογματικού. Αν βρει μια αντίφαση την επισημαίνει, όχι γιατί πιστεύει ότι οι αντιφάσεις διαψεύδουν τις ιδέες, αλλά γιατί αυτό πιστεύουν οι δογματικοί. Αν αναγάγει το κριτήριο ή τη μέθοδο του δογματικού σε μία μη αποδειχθείσα πρόταση ή στην εις άπειρον εκβολή, δεν είναι επειδή ο ίδιος πιστεύει ότι αυτό θα υπονομεύσει τη θεωρία, αλλά επειδή έτσι πιστεύει ο δογματικός. Όταν, πάλι, δεν επιχειρηματολογεί ex concessis, ο Σκεπτικός αντιπαραθέτει τις αντικρουόμενες θεωρίες και ανακαλύπτει ισοσθένεια.
Ο Σκεπτικός μιλά εξ ονόματος του όταν έχει πια τελειώσει με την εφαρμογή των τρόπων και ερευνά τα ερείπια. Τότε λέει ότι η δογματική πρόταση μπορεί να αληθεύει, αλλά δεν είναι πιο πιθανό ή βέβαιο ότι αληθεύει περισσότερο απ’ ό,τι οι εναλλακτικές της. Θεμελιώνει την ισοσθένεια εμφανίζοντας τις θεωρίες πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο ζήτημα ως εξίσου αβέβαιες και αστήρικτες. Και τότε λέει: «Για την ώρα εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω ποια θεωρία αληθεύει, αν βέβαια αληθεύει κάποια, κι έτσι η έρευνά μου δεν τελείωσε ακόμη.»
Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί κάποιοι έχουν θεωρήσει ανειλικρινή τον ισχυρισμό του Σκεπτικού ότι συνεχίζει να ερευνά. Τι περιμένει να βρει;
Μπορεί για μας να είναι προφανές ότι χρησιμοποιώντας τους τρόπους αμείλικτα θα είναι σε θέση να γκρεμίσει την βεβαιότητα οποιασδήποτε θεωρίας. Όμως δεν είναι προφανές για τον ίδιο. Μόνο ένας Ακαδημεικός σκεπτικός θα κοιτάξει τους τρόπους και το ιστορικό της προσπάθειας μας να κατανοήσουμε τη φύση των πραγμάτων και θα πει εκ των προτέρων ότι όλες οι θεωρίες θα είναι τρωτές, και ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο εκτός από τ’ ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ένα μέρος του προβλήματος δημοσίων σχέσεων του Πυρρώνειου είναι ότι εμείς οι δογματικοί τείνουμε να πιστεύουμε ότι κατά βάθος ο Πυρρώνειος είναι ένας Ακαδημεικός σκεπτικός που αρνείται ότι θα αποκτήσουμε ποτέ οποιαδήποτε βεβαιότητα πέρα από τη βεβαιότητα ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο.
Όμως ο έντιμος Πυρρώνειος δεν είναι Ακαδημεικός σκεπτικός. Δεν θα βεβαιώσει ότι οι τρόποι μπορούν να καταστήσουν όλες τις θεωρίες ισοσκελείς και αβέβαιες. Εφ’ όσον δεν έχει εξετάσει όλες τις θεωρίες, η εντιμότητά του τον περιορίζει να συζητά μόνον εκείνες που έχει εξετάσει (Ι.198-99, Ι-200, Ι.202-03, Ι.208), και συνεχίζει να ερευνά. Έτσι είναι πιο αισιόδοξος από μας που βγάζουμε αυθαίρετα συμπεράσματα για λογαριασμό του. Όμως είναι επίσης πολύ απαισιόδοξος ως προς το ενδεχόμενο να αυτοαποδειχτεί με απόλυτη βεβαιότητα οποιαδήποτε θεωρία. Αυτή η απαισιοδοξία του έντιμου Πυρρώνειου που δεν έχει γίνει Ακαδημεικός σκεπτικός, δεν θα μετριαστεί με περιστασιακές ανακαλύψεις, αλλά ούτε και θα σημάνει το τέλος της έρευνας. Όπως είπε ο Πασκάλ: «Δεν μπορώ παρά να επιδοκιμάσω εκείνους που αναζητούν αγκομαχώντας.»14 Τ ο αποτέλεσμα αυτής της απαισιοδοξίας θα εξεταστεί λίγο παρακάτω.
Αυτοί οι προβληματισμοί δείχνουν ότι μπορεί να υπάρχουν και έντιμοι Ακαδημεικοί σκεπτικοί: Ο Πυρρώνειος, μολονότι γίνεται απαισιόδοξος, ερευνώντας μια ζωή, κρατά πάντα την πόρτα ανοιχτή και δεν το αποκλείει, αύριο, με καινούρια μέσα, να αποκτήσει μία απόλυτη βεβαιότητα. Ο Ακαδημεικός σκεπτικός σπανιώτατα είναι ο απλοϊκός αμφισβητίας ο οποίος θα πρέπει να το ξανασκεφτεί και να γίνει Πυρρώνειος. Ακαδημεικοί είναι εκείνοι που παραδέχονται ότι η απαισιοδοξία τους για το ότι θα βρουν ποτέ την βεβαιότητα έχει σβήσει κάθε τους ελπίδα.
Εκείνοι που νομίζουν πως ο Πυρρώνειος είναι στην πραγματικότητα και μυστικά ένας Ακαδημεικός σκεπτικός, δεν θέλουν να παραλεχθούν ότι η πνευματική εντιμότητα, η ταπεινότητα, και η απροθυμία να γενικεύουμε απερίσκεπτα είναι δυνατό να κυριαρχήσουν πάνω σε όλες τις άλλες κλίσεις του ανθρώπινου όντος. Μπορεί να έχουν δίκιο· πάντως ένας Σκεπτικός θα μπορούσε εύκολα να αναστείλει την κρίση του πάνω σ’ αυτή την ψυχολογική θεωρία’ και η έντιμη αναζήτηση της αλήθειας -της επιστητής αλήθειας-, ίσως να απαιτεί από εμάς να κάνουμε το ίδιο.
Ιστορικό ιντερλούδιο
Στην Ευρώπη, το οπλοστάσιο του Σέξτου Εμπειρικού ανασύρθηκε από τη λήθη την εποχή που η επίθεση του Λούθηρου ενάντια στην Καθολική Εκκλησία ταρακουνούσε κάποιες παλιές βεβαιότητες. Στη Δύση, σε όλο το Μεσαίωνα, το έργο του Σέξτου ήταν άγνωστο, διασκορπισμένο καθώς ήταν και αμετάφραστο από τα ελληνικά. Το 1562 ένα μέρος του μεταφράστηκε στα λατινικά και εκ- δόθηκε στο Παρίσι, και μέχρι το 1569 το σύνολο του έργου του Σέξτου Εμπειρικού κυκλοφορούσε στα λατινικά. Διαδόθηκε ταχύτατα, χρησιμοποιήθηκε τόσο από τους Μεταρρυθμιστές όσο και από τους Αντιμεταρρυθμιστές, κι ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνο για τη διανοητική αναρχία που ακολούθησε τα γραπτά του Λούθηρου -και για την οποία έχει κατηγορηθεί ο Λούθηρος.
Ο Λούθηρος άνοιξε το δρόμο για την ευρεία αποδοχή των γραπτών του Σέξτου, αλλά κι αυτά με τη σειρά τους έκαναν τις μεταρρυθμίσεις του Λούθηρου να φαίνονται ασήμαντες (και γι’ αυτό το λόγο πιο αποδεκτές για τους νέους μετριοπαθείς σκεπτικιστές και λιγότερο αποδεκτές σ’ αυτούς που είδαν το Σέξτο ως τον Διάβολο και τον Λούθηρο ως τον κήρυκά του). Για τους «Νεο-Πυρρωνι- στές» (όπως ονομάστηκαν), ακόμη και ο Λούθηρος ήταν πολύ δογματικός· ενώ για κείνους που είχαν κάποια πίστη να διαφυλάξουν, ο Λούθηρος άφησε λυτά τα λαγωνικά της αμφιβολίας και της καθολικής δυσπιστίας.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ: Μαρτίνος Λούθηρος 1483-1546· ο Λούθηρος τοιχοκόλλησε τις 95 Θέσεις στην πόρτα της Εκκλησίας των Αγίων Πάντων στο Wittenberg, 31 Οκτωβρίου 1517· αφορίστηκε και κηρύχθηκε αιρετικός από τον Πάπα Λέοντα X, 1520. Michel de Montaigne, 1533-1592· η λατινική μετάφραση του Σέξτου Εμπειρικού ολοκληρώθηκε το 1569′ πρώτη αγγλική μετάφραση του Σέξτου, το 1591· Rene Descartes 1596-1650· η πρώτη ελληνική ανατύπωση των έργων του Σέξτου έγινε το 1621· Blaise Pascal 1623-1662· Pierre Bayle 1647-1706.
Αποτέλεσμα: ο Σέξτος σκλήρυνε τις γραμμές μάχης που είχε χαράξει ο Λούθηρος– χάρη στον πρώτο, η αμφισβήτηση επεκτάθηκε, από την παπική αυθεντία και κάποια -λίγα- άλλα ζητήματα στην αυθεντία -ή το αλάθητο- του οποιουδήποτε και στην επικύρωση κάθε είδους πίστης. Ο Pierre Bayle, ο μεγαλύτερος Σκεπτικός του 17ου αι., είπε ότι η σύγχρονη φιλοσοφία δεν ξεκίνησε με τον Καρτέσιο ή τον Μονταίν, αλλά με την κυκλοφορία των έργων του Σέξτου Εμπειρικού.15
Κέρδη και ζημίες
Χρειάζεται να πούμε ότι η απαισιοδοξία του έντιμου Σκεπτικού δεν συμβιβάζεται με την ειλικρινή, συχνά διακαή επιθυμία του να γνωρίσει την αλήθεια. Δεν μας είναι σαφές με τι τρόπο επιλυνόταν το πρόβλημα αυτό από τους αρχαίους Σκεπτικούς, γιατί δεν γνωρίζουμε τις βαθύτερες σκέψεις τους. Μπορεί να χρησιμοποιούσαν την απαισιοδοξία τους προς όφελος τους, διασφαλίζοντας την ἐποχήν τους -και μαζί μ’ αυτήν, την αταραξία τους-, από το ενδεχόμενο μιας δογματικής νίκης. Αλλά αυτό θα σήμαινε πως οι Έλληνες Σκεπτικοί προτιμούσαν την αταραξία από την αλήθεια. Πάντως, στην περίπτωση των σύγχρονων σκεπτικιστών, το ασυμβίβαστο ανάμεσα στην απαισιοδοξία και στην επιθυμία γνώσης της αλήθειας έχει συμβάλει σε μια βαθιά πνευματική κρίση.
Μπορεί ο Σκεπτικός να διατηρεί την ψυχική αταραξίαν, ενώ αναστέλλει την κρίση του πάνω σε σοβαρά ζητήματα όπως η ύπαρξη του θεού, ή σε δόγματα περί σωτηρίας της ψυχής που εμφανίζουν τον σκεπτικισμό ως ένα απόλυτο σφάλμα;
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ως προς αυτό είναι ότι η αγάπη του Σκεπτικού για την αλήθεια και η επιθυμία του για γνώση είναι ειλικρινής και έντονη. Όμως το ίδιο ειλικρινής και έντονος είναι και ο φόβος του για το λάθος, και αυτό προφανώς απαιτεί την αμείλικτη και καθολική εφαρμογή των τρόπων. Αλλά αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην απαισιοδοξία, καθώς η γνώση, η αλήθεια και η βεβαιότητα μοιάζουν ανέφικτες. Κι αυτό έκανε κάποιους σχολιαστές να πουν -με το δίκιο τους, νομίζω-, ότι Σκεπτικός είναι αυτός που αναζητά το απόλυτο. Σύμφωνα με τον John Owen, ο Σκεπτικός είναι «ο ερευνητής που πρέπει να βρει -αν ποτέ βρει- όχι απλώς το ευαπόδεικτο και το αλάθητο, αλλά την άνευ όρων τέλεια αλήθεια».16 Γιατί οι τρόποι θα κατέρριπταν οτιδήποτε λιγότερο απ’ αυτό.
Ο Σκεπτικός πρόθυμα θα παραδεχτεί ότι στη μακρόχρονη ερευνητική εμπειρία του ίσως βρέθηκε μπροστά σε πολλές αλήθειες και ωστόσο ανέστειλε την κρίση του, απλώς και μόνο επειδή δεν ήταν απολύτως βέβαιες. Το να χαλαρώσει τα κριτήριά του για να επιτρέψει περιστασιακά στον εαυτό του να προχωρήσει σε μία συγκατάθεση -στηριγμένη γερά αλλά πάντως όχι οριστικά-, θα οδηγούσε το δίχως άλλο στην αποδοχή πολλών αληθειών αλλά και πολλών λαθών. Όπως είπε ο Πασκάλ, «Είναι αναγκαίο να χαλαρώνει λίγο το μυαλό, αλλά αυτό ανοίγει την πόρτα στις μεγαλύτερες υπερβολές.»17 Οι Πυρρώνειοι που αποζητούν την αλήθεια περισσότερο από την ασφάλεια δεν θα χαλαρώσουν ηθελημένα. Αυτό έκανε τον William James να πει ότι στον Σκεπτικό ο φόβος για το λάθος κυριαρχεί πάνω στην αγάπη για την αλήθεια.18 Πράγμα που παραδέχεται, ουσιαστικά, ο Κικέρων εκ μέρους των Ακαδημεικών σκεπτικών.19 Για τον James αυτό είναι μια φτωχή επιλογή που δικαιολογείται -αν δικαιολογείται- μόνο από την ελπίδα ότι η ζημία (η μη παραδοχή αληθειών) θα καλυφθεί από τα κέρδη (τα λάθη που αποφεύχθηκαν). Ο ερευνητής στον οποίο υπερισχύει η αγάπη για την αλήθεια, θα αποδεχόταν το ρίσκο του λάθους αν αυτό σήμαινε επίσης μια ευκαιρία για την εύρεση της αλήθειας. Αλλά, για τον James, ο Σκεπτικός τελικά αφήνει να υπερισχύσει ο φόβος για το λάθος και δεν ρισκάρει. Θα μπορούσαμε να δώσουμε άλλη βαρύτητα στην παρατήρηση του James, και να πούμε πως ο Πυρ- ρώνειος αγαπά την αλήθεια υπερβολικά ώστε να δώσει τη συγκατάθεσή του επιπόλαια. Έτσι ο λεγόμενος «φόβος για το λάθος» μπορεί να ιδωθεί ως μια άλλη συνέπεια της αγάπης για αλήθεια και των έντιμων υψηλών προδιαγραφών της αναζήτησης.
Φαίνεται πως όλοι οι ριζοσπάστες Σκεπτικοί είναι απρόθυμοι Σκεπτικοί, και ότι όσο πιο ριζοσπάστες είναι τόσο λιγότερο επιθυμούν να παραμείνουν Σκεπτικοί. Όμως ο αυστηρός και άτεγκτος κώδικας πνευματικής εντιμότητας, η ιδιόμορφη αγάπη τους για την αλήθεια και ο φόβος του λάθους, τους αφήνουν χωρίς δυνατότητα επιλογής. Ένα στοίχημα όπως του Πασκάλ ή ένα άλμα προς την πίστη όπως του Κίρκεγκωρ, μοιάζουν πάρα πολύ ελκυστικά, ιδιαίτερα όταν τους είναι κλειστός ο δρόμος μιας λιγότερο αιφνίδιας και πιο βαθμιαίας μετάβασης προς την πίστη. Αλλά τέτοια άλματα είναι για τον Σκεπτικό ολισθήματα’ δεν μπορεί να τα κάνει, γιατί γι’ αυτόν σημαίνουν έλλειμμα ετοιμότητας και κριτικής επαγρύπνησης.
Το αδιάσειστο και το αναπόφευκτο
Αυτό εγείρει το πιο ενδιαφέρον ζήτημα, αν δηλαδή ο ριζοσπαστικός σκεπτικισμός είναι όχι μόνο λογικά αδιάσειστος, αλλά και ψυχολογικά αναπόφευκτος. Με οπλοστάσιό του τους τρόπους, ένας Σκεπτικός κανονικά έχει τη δυνατότητα να βρει γερές βάσεις για να αναστείλει την κρίση του πάνω σε οποιαδήποτε θεωρητική πρόταση. Οι ριζοσπάστες Σκεπτικοί δεν θα το πουν οι ίδιοι (Ι.200, Ι.208, βλ. επίσης Ι.169, Ι.178), κι έτσι το λέω εγώ γι’ αυτούς, ότι πάντα θα βρίσκουν τέτοιες βάσεις. Η έντιμη και φοβερή ανάπτυξη των τρόπων που στόχο έχει να αποτρέψει τη συναίνεσή τους σε οποιοδήποτε λάθος, αυτομάτως τους αποκλείει και από κάθε αλήθεια. Η μόνη διαφυγή που βλέπουν για τον εαυτό τους είναι η τυχαία συνάντηση με μια απολύτως βέβαιη αλήθεια. Αν αποκλείσουμε κι αυτή τη δυνατότητα, τότε η μόνη διαφυγή είναι μια χαλάρωση της επαγρύπνησης, κάποια περίοδος αμέλειας, κάποια ρωγμή στην πανοπλία της προσοχής.20 Πράγμα που μπορεί φυσικά να συμβεί. Οι ανάγκες της προσωπικότητας δεν ακολουθούν τις ίδιες διαδρομές με τις ανάγκες της έρευνας. Ο Σκεπτικός μπορεί να πιαστεί στον ύπνο εξαιτίας της ανάγκης του να πιστέψει.
Επιθυμώντας την αλήθεια (βεβαιότητα) αποφεύγοντας την πίστη (σιγουριά)
Όμως η Nescio έχει ένα θεμιτό φόβο ότι κάποτε μπορεί να συμβεί αυτό. Γιατί συνειδητοποιεί πως όλες οι σταθερές πεποιθήσεις πιστεύεται ότι αληθεύουν ακόμη κι αν είναι ψευδείς. Όπως είπε ο Peirce: «Νομίζουμε πως καθεμιά από τις πεποιθήσεις μας αληθεύει, και πράγματι είναι σκέτη ταυτολογία να το λέμε αυτό.»21 Με δυο λόγια, ανησυχεί ότι η βεβαιότητα είναι ένα σημάδι χαζομάρας.22 Αντιλαμβάνεται, ή φοβάται, ότι μετά από ένα ολίσθημα -δεν έχει σημασία πόσο ευκολότερη ή πιο ήρεμη θα γίνει η ζωή της, και δεν έχει σημασία πόσες αλήθειες θα επιβεβαιώσει τελικά-, δεν θα είναι ικανή να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα σε μια ορθή και μια ψευδή πεποίθηση, αν πρόκειται για δικές της παγιωμένες πεποιθήσεις. Άπαξ και παγιωθεί, μια πεποίθηση θα χρησιμοποιεί τον εαυτό της για να ερμηνεύει τις μαρτυρίες, για να χρωματίσει τις κρίσεις της και να δομεί (ή να φιλτράρει) την υπόλοιπη εμπειρία της, ακόμη κι αν η πεποίθηση είναι ψευδής ή ατελής.23 Οι άλλοι μπορεί να είναι σε θέση να πουν ποιες παγιωμένες πεποιθήσεις μας είναι ψευδείς· αλλά για μας, όπως για κάθε πιστό, είναι εξ ορισμού αλήθειες που δεν επιδέχονται πια αμφισβητήσεις, ή τουλάχιστον δεν είναι πια εύκολο να αμφισβητηθούν.
Με δυο λόγια, η σιγουριά θεραπεύει την αμφιβολία όχι όμως την άγνοια. Και όταν υποτάσσεται η αμφιβολία, η άγνοια είναι ανίκητη.
Έτσι οι Σκεπτικοί τρέμουν μήπως αποκτήσουν μια σκέτη πίστη ή σιγουριά, φοβούμενοι πως η απάτη της θα καλυφτεί πίσω από τον ενθουσιασμό τους. Μόνη η ψυχολογική πίστη όχι απλώς δεν αποκλείει την δυνατότητα λάθους, μα την αποκρύπτει και την συντηρεί. Ο Σκεπτικός θέλει να μάθει την αλήθεια με απόλυτη βεβαιότητα. Θέλει να πάψει να είναι Σκεπτικός, όχι όμως και να πιστεύει τυφλά. Αντίθετα με τον αλκοολικό που ξέρει πως το πιοτό δεν λύνει τα προβλήματα, αλλά συμφιλιώνεται με την ιδέα να παραμείνουν άλυτα, ο Σκεπτικός τούς φοβάται τέτοιους συμβιβασμούς. Θέλει να δώσει ένα τέλος στον σκεπτικισμό του, αλλά με τρόπο που θα έχει εξαλείψει τη δυνατότητα λάθους και θα του είναι γνωστό ότι τούτη η δυνατότητα έχει εξαλειφθεί οριστικά -και όχι απλώς καταδυθεί και ξεχαστεί, ή αποκτήσει ακίνδυνη όψη. Όπως είπε ο Benson Mates: «Δεν θέλουμε απλώς να τον “ξεπεράσου- με” [το σκεπτικισμό], είτε μέσω ενός φυσικού εκφυλισμού είτε με κάποια “θεραπευτική αγωγή”. Αντίθετα απαιτούμε μια λίγο ως πολύ λογική εξήγηση για το πού και πώς ακριβώς το τραίνο της σκεπτικής συλλογιστικής πάει λάθος».24
Εκείνος που έχει απωθήσει την αμφιβολία αντί να την αντιμετωπίσει, γίνεται δογματικός του χειρότερου είδους. Εκείνος που παραβλέπει την πιθανότητα λάθους ή υποβαθμίζει την απειλή του, είναι ο λιγότερο ταπεινός στις πεποιθήσεις του, περιφρονεί περισσότερο από κάθε άλλον την πρόκληση του σκεπτικισμού, κι είναι ίσως ο πιο εθελότυφλος μπρος στις δυνατότητες καταστροφής -και όπως θα συμπλήρωνε ο W.K. Clifford, είναι ο πιο ανήθικος, ο πιο αδιάφορος για τις ηθικές συνέπειες της ευπιστίας.
Ο σκεπτικισμός ως προετοιμασία
Κάποιοι σχολιαστές, όπως για το μη σκεπτικισμό ο Καρτέσιος και ο Σπινόζα, που πιστεύουν ότι ο σκεπτικισμός μπορεί να ανατραπεί, κι άλλοι -όπως ο Nicholaus Cusanus, ο Χιουμ και η Μάργκαρετ Γουίλεϋ-, που θεωρούν ότι μπορεί να εγκαταλειφθεί, λένε ότι η φυσική διαφυγή από το σκεπτικισμό είναι ο δογματισμός. Ο σκεπτικισμός είναι μια πολύτιμη προετοιμασία για την καλή και έντιμη αφοσίωση σε κάποια πεποίθηση, γιατί διδάσκει αμεροληψία, αποκλείει το λανθασμένο ξεκίνημα και πειθαρχεί τη διάνοια. Η προσεκτική χρήση του σκεπτικισμού, που έχει σκοπό να εξαγνίσει και να βελτιώσει ή να θεμελιώσει κάποιο δογματισμό ονομάζεται συχνά μεθοδολογικός σκεπτικισμός.
Ο Καρτέσιος χρησιμοποίησε το σκεπτικισμό, ή κάτι πολύ παρόμοιο, για να καθαρίσει τον πίνακα απ’ όλες τις αμφισβητήσιμες γνώμες, ώστε να βρει μια ιδέα την οποία δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει. Έπειτα δογμάτισε ελεύθερα στη βάση αυτής της υποτιθέμενης βεβαιότητας. Ο Αινησίδημος πίστευε πως η σκεπτική θέση, ότι τα αντίθετα προφανώς ενυπάρχουν στα πράγματα, οδήγησε στην ηρακλείτεια θέση ότι όντως ενυπάρχουν στα πράγματα. Παρομοίως, η Μάργκαρετ Γουίλεϋ πιστεύει ότι η σκεπτική πρακτική, που δεν επικυρώνει κανένα από τα δύο αντίθετα, οδηγεί μέσω του δυϊσμού και του παράδοξου στη μυστικιστική θέση της επικύρωσης και των δύο (πρβ. 1.2ίο). Οι Edmund Spenser και Ralph Waldo Emerson είναι δύο από τα πολλά παραδείγματά της. Γι’ αυτήν ο σκεπτικισμός είναι η προετοιμασία για τη μυστικιστική θρησκεία.25 Για τον Joseph Glanvill και τον W.K. Clifford ο σκεπτικισμός είναι η προετοιμασία για επιστήμη. Για τον Hegel είναι η προετοιμασία για τη μετάβαση από ένα ανεπαρκές δόγμα σε κάποιο πιο επαρκές (πάλι, ωστόσο, ανεπαρκές).26 Για τον Καντ, βοηθά τις δογματικές μεθόδους να βρίσκουν λύσεις σε προβλήματα.27 Για πολλούς σχολιαστές (και συμμάχους) του Σωκράτη ο σκεπτικισμός είναι προετοιμασία για κάθε αλλαγή και πρόοδο, για τον προσωπικό διαφωτισμό και την κοινωνική, πολιτική, θρησκευτική και επιστημονική επανάσταση. Για ανθρώπους όπως ο Μπέρτραντ Ρά- σελ, είναι προετοιμασία για το -πάντα χρήσιμο- καθαρό μυαλό και την απροκατάληπτη κρίση.
Αυτοί οι άνθρωποι θα ’πρεπε να ερωτηθούν: πώς εγκαταλείπει κανείς το σκεπτικισμό, άπαξ και τον ενστερνιστεί; Δε νομίζω ότι ο σκεπτικισμός θα ξεσκεπάσει μια βεβαιότητα που θα τον μπερδέψει και θα τον υποχρεώσει να γίνει δογματισμός. Και οι καταφυγές στην πίστη για λόγους ψυχολογικούς είναι αδύναμες, όσο ο Σκεπτικός είναι σε εγρήγορση’ η Nescio -έστω και απρόθυμα- πάντα θα βρίσκει επιχειρήματα για να αναστείλει την κρίση της όταν πάνω σ’ ένα ζήτημα δεν υπάρχει τέλεια βεβαιότητα. Άλλωστε για τον Σκεπτικό είναι ανεντιμότητα να παρατήσει το σκεπτικισμό προτού ή χωρίς να βρει την βεβαιότητα. Σημαίνει πως υποβιβάζει την κρίση του και πως υποκαθιστά το στόχο της βεβαιότητας και της αλήθειας βάζοντας στη θέση του την πιθανότητα και τη συναισθηματική ασφάλεια– ως εκ τούτου, μένει εκτεθειμένος στην εξαπάτηση’ παραβλέπει τη δυνατότητα του λάθους, και προσβάλλει την ταπεινότητα και εντιμότητα της γνήσιας έρευνας.
Και λοιπόν; Πολλοί δογματικοί αρέσκονται να υπογραμμίζουν ότι αυτή η αλάθητη, η αμετάκλητη, η μη επιδεκτική βελτίωσης, η τελειωτική απόλυτη βεβαιότητα -η μόνη που θα μπορούσε να αποδεχθεί ο Σκεπτικός-, είναι άχρηστη για τους σκοπούς της έρευνας, της σκέψης, της δράσης και της ζωής· ότι η αμφιβολία έχει φονικές ικανότητες πέραν του αναγκαίου. Η αβεβαιότητα είναι θέμα βαθμού’ η ακραία αβεβαιότητα θα ήταν εξουθενωτική, όμως είμαστε σε θέση να αποκτήσουμε επαρκή βεβαιότητα ώστε να δρούμε με αυτοπεποίθηση και να ανταποκρινόμαστε σ’ όλες τις ανάγκες που προκύπτουν στην πράξη. Και μόνο το ότι ζήσαμε μέχρις εδώ με αυτή τη σχετική επιτυχία και χωρίς την απόλυτη βεβαιότητα που αναζητά ο Σκεπτικός, είναι ένα σημάδι που δείχνει ότι οι δογματικοί έχουν δίκιο σ’ αυτό. Όμως είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι αυτή η θέση παραχωρεί τα πάντα στον Σκεπτικό. Με κανένα τρόπο δεν αποτελεί ανατροπή του σκεπτικισμού. Ο δογματικός εδώ αποδέχεται και επικυρώνει όλα τα ερωτήματα του Σκεπτικού, και προσθέτει μόνο ένα μικρό: «Και λοιπόν;»
Η απάντηση της Nescio στο «και λοιπόν;» είναι χαρακτηριστική. Λέει: «Μπορεί εσένα μια μικρή ή μεγάλη αβεβαιότητα να σε αφήνει ικανοποιημένο, εμένα όμως όχι. Ακόμη κι αν μπορούμε και οι δυο να ζήσουμε πετυχημένες ζωές χωρίς την πλήρη βεβαιότητα, εγώ ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι η αβεβαιότητα στέκεται εμπόδιο σ’ αυτό. Ένα μόνο πράγμα εμποδίζει η αβεβαιότητα, αν είμαστε έντιμοι με τον εαυτό μας: τον οποιονδήποτε ισχυρισμό μας ότι γνωρίζουμε ότι αληθεύει κάποια δεδομένη ιδέα. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το αβέβαιο».
Με δυο λόγια, ο δογματικός μπορεί να οδηγήσει το Σκεπτικό να παραδεχθεί ότι η πλήρης βεβαιότητα δεν είναι αναγκαία στη ζωή’ αρκεί να γίνει επίσης παραδεκτό ότι η βεβαιότητα είναι αναγκαία όταν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι κατέχουμε κάποια γνώση. Πολλοί δογματικοί προσπάθησαν να παρεκτρέψουν την σκεπτική πρόκληση υποστηρίζοντας ότι μπορεί κάποιος να ’ναι σωστός στην κρίση του, ακόμη κι αν του λείπει η πλήρης βεβαιότητα. Όμως οι Σκεπτικοί ουσιαστικά το παραδέχονται αυτό– και το παραδέχονται ex concessis, όταν ομολογούν ότι δεν αποκλείεται να έχουν αναστείλει την κρίση τους πάνω σε πολλές αλήθειες, μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν απόλυτα βέβαιοι. Αντίθετα, ο δογματικός είναι υποχρεωμένος να εξηγήσει με επιχειρήματα για ποιο λόγο η αναζήτηση της αλήθειας δεν χρειάζεται να μετατραπεί -όπως τη μετατρέπει ο Σκεπτικός- σε αναζήτηση της τέλειας βεβαιότητας.
Φιντεϊσμός και Φιξιοναλισμός
Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους: ο «φιντεϊσμός» (από το λατινικό fide=πίστη) είναι το συνηθισμένο όνομα για εκείνους που συνομολογούν με τον Σκεπτικό την αβεβαιότητα όλων των ισχυρισμών περί αλήθειας -ή πολλών, τελοσπάντων-, αλλά που παρατηρούν επίσης ότι οι αληθείς ιδέες δεν είναι λιγότερο αληθείς εξαιτίας του ότι είναι αβέβαιες. Ο Φιντεϊστής θα υποστηρίξει ότι κάτι είναι αληθινό, αλλά δεν θα προσποιηθεί ότι έχει απόλυτα βέβαιη απόδειξη. Επιπλέον δε, ο Φιντεϊστής θα δεχτεί ότι μια πρόταση που επιβεβαιώνεται από την πίστη είναι ισοσκελής με τις αντίθετές της. Ο Φιντεϊστής μοιάζει με Σκεπτικό που αγαπά την αλήθεια περισσότερο από ό,τι φοβάται το λάθος, και διακινδυνεύει την επικύρωση κάποιας αλήθειας.
«Φιξιοναλιστής» λέγεται εκείνος που απέχει από κάθε επικύρωση της αλήθειας -συνήθως στηριζόμενος σε σκεπτικές βάσεις-, μα που ωστόσο πρεσβεύει ιδέες και δρα σύμφωνα με αυτές. Επιλέγει μια ιδέα ανάμεσα σε άλλες, όχι γιατί υποτίθεται ότι είναι αληθινή, αλλά γιατί είναι χρήσιμη, ωραία, παρηγορητική, τονωτική, ζωτική ή κάτι άλλο. Ο Φιξιοναλιστής θα συμφωνήσει ότι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ποιες ιδέες αληθεύουν, αλλά θα επιμείνει ότι μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το ποιες ιδέες είναι λ.χ. χρήσιμες. Μπορεί οι ιδέες να ’ναι και εσφαλμένες -θα πει ο Φιξιοναλιστής-, αφού οι ιδέες χρησιμοποιούνται και επιβεβαιώνονται μόνο ως προς την αρετή που τους αναγνωρίζεται, λ.χ. την ομορφιά τους, την χρησιμότητα, την ζωτικότητα ή την παρηγοριά.
Εκείνοι που συνθηκολογούν με το σκεπτικισμό αλλά λένε, «και λοιπόν;», είναι συνήθως Φιντεϊστές ή Φιξιοναλιστές. Καμιά φορά είναι χρήσιμο το να βλέπουμε τον σκεπτικισμό, τον ηρακλειτισμό, τον φιντεϊσμό και τον φιξιοναλισμό ως διαφορετικές απαντήσεις στην αβεβαιότητα (ή την Ισοσθένεια). Αντιμετωπίζοντας δυο αντίθετες προτάσεις που φαίνεται να στηρίζονται σε επιχειρήματα ισοδύναμα, ο Σκεπτικός δεν θα πιστέψει καμία από τις δυο και θα συνεχίσει την έρευνα· ο Ηρακλειτικός (μυστικός, διαλεκτικός) θα πιστέψει και τις δυο’ ο Φιντεϊστής θα πιστέψει τη μία, αλλά θα αποφύγει να ισχυριστεί ότι κατέχει κάποια βεβαιότητα· και ο Φιξιοναλιστής θα κρατήσει τη μία, και τις δυο ή καμία από τις δυο, αναλόγως των περιστάσεων, αλλά δεν θα τις ενστερνιστεί ως αληθείς. Είναι διαφωτιστικό να αναγνωρίζουμε άλλες φιλοσοφικές θέσεις ως μέλη της οικογένειας, και άλλους τρόπους απόκρισης στην ἰσοσθένεια.
Ο πραγματισμός, για παράδειγμα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας τρόπος αποφυγής της παράλυσης την οποία θα επέβαλλε η αβεβαιότητα (ή η ἰσοσθένεια), κάτω από άλλη επιστημολογική προσέγγιση. Όταν δεν έχει επαρκείς βάσεις για να αποφασίσει για την αλήθεια ενός ισχυρισμού, ο Πραγματιστής θα πειραματιστεί και θα παραμείνει σταθερός στον ισχυρισμό εκείνο ο οποίος -όπως λέει ο Peirce- «θα μας πάει εκεί όπου σκοπεύουμε, και δεν θα μας βγάλει από το δρόμο μας».28 Αυτή η πραγματιστική συγκατάθεση μπορεί να συνδυαστεί με την ἐποχήν επί της αλήθειας του ισχυρισμού -της «αλήθειας» με την κλασική έννοια-, ή μπορεί να ειδωθεί ως ένα νέο μοντέλο αλήθειας που προτίθεται να εκτοπίσει τα κλασικά μοντέλα. Στην πρώτη περίπτωση, η ἰσοσθένεια εμποδίζει μεν να ισχυριστούμε ότι κατέχουμε την αλήθεια, αλλά δεν εμποδίζει την συγκατάθεση ή τη δράση’ στη δεύτερη περίπτωση, απέχει πολύ από το να αποτελεί εμπόδιο.
Ο υπαρξισμός, για να φέρουμε ακόμη ένα παράδειγμα, μπορεί, από μια άποψη, να περιγράφει ως η θέση ότι οι πεποιθήσεις και η δράση μας απλώς επιλέγονται μέσα σε καθεστώς πλήρους αβεβαιότητας. Το να ισχυριστείς ότι υπάρχουν κριτήρια που καθοδηγούν την όποια επιλογή, σε υποβάλλει στο σκεπτικό δίλημμα της απόδειξης ή μη των κριτηρίων. Σε κάθε περίπτωση, επιστρέφεις είτε στην αρχική αβεβαιότητα είτε στην προσωπική ευθύνη τού να επιλέγεις παρ’ όλη την αβεβαιότητα. Το να πεις ότι σπανίως προκύπτει ἰσοσθένεια (διότι οι μαρτυρίες και τα επιχειρήματα συνήθως ευνοούν τη μια πλευρά μιας διαμάχης), σημαίνει ότι ξεχνάς τον ρόλο σου να επιλέξεις τα κριτήρια της μαρτυρίας και του επιχειρήματος. Επομένως, ή επιλέγουμε θέσεις σε πείσμα της αβεβαιότητας, ή ακολουθούμε τα κριτήρια που επιλέξαμε προηγουμένως. Αν έχουμε θέσεις και αρνούμαστε ότι επιλέχτηκαν σε κάποιο από αυτά τα επίπεδα, τότε, κακή τη πίστει, αρνούμαστε την ελευθερία μας.
Ο σκεπτικισμός, στη συγκεκριμένη μορφή υπό την οποία τον υιοθετούν οι Σκεπτικοί -και όχι ως μία αφηρημένη επιστημολογική θέση-, συχνά ολισθαίνει προς τον φιντεϊσμό, τον φιξιοναλισμό, τον πραγματισμό, τον υπαρξισμό ή την διαλεκτική ή μυστικιστική θέση περί συμφωνίας των αντιθέτων. Αυτό δεν αναιρεί τον σκεπτικισμό, γιατί πρόκειται για γεγονός που ανήκει στο χώρο της βιογραφίας, όχι της γνωσιολογίας. Όμως δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί, μέχρι ποιο σημείο είναι συμβατός ο σκεπτικισμός με αυτές τις γειτνιάζουσες θέσεις, και μέχρι ποιο σημείο τις ενστερνίζεται κανείς ταυτόχρονα με τον σκεπτικισμό. Η βιογραφία και η ιστορία, αν όχι η λογική, μας δίνουν την απάντηση ότι πολύ συχνά είναι συμβατές και πολύ συχνά είναι ταυτόχρονες, συνάλληλες δυνάμεις με αμοιβαία επίδραση, στην ανήσυχη σκέψη ενός στοχαστή.
Μπορεί να δρα ο Σκεπτικός;
Μερικοί δογματικοί προχωρούν πιο πέρα από το «και λοιπόν;» στην αντιπαράθεσή τους με τον σκεπτικισμό, και λένε πως μια επιτυχημένη ζωή, ακόμη και με τη βιολογική έννοια, δεν είναι δυνατή χωρίς κάποια σταθερή πίστη στην αλήθεια μερικών ιδεών.
Εδώ πρέπει να κάνουμε πιο ξεκάθαρη τη διάκριση μεταξύ βεβαιότητας και σιγουριάς -όρους που έχουμε χρησιμοποιήσει. Η βεβαιότητα θα ήταν το αποτέλεσμα μιας αλάνθαστης και τελειωτικής απόδειξης. Εμπεριέχει την έννοια του μη επιδεχόμενου διόρθωση, την έννοια του αμετάκλητου και της αναγκαιότητας. Ενώ η σιγουριά δεν είναι παρά η ψυχολογική κατάσταση κάποιου που είναι πεπεισμένος ή δεν έχει αμφιβολίες ή επιφυλάξεις. Σχεδόν εξ ορισμού, η σιγουριά μπορεί να είναι εσφαλμένη,29 αλλά η βεβαιότητα πρέπει υποχρεωτικά να αληθεύει. Η βεβαιότητα ανήκει στην κατηγορία του «όλα ή τίποτα»· μια θεωρία είναι εδραιωμένη με βεβαιότητα ή δεν είναι. Η σιγουριά ανήκει στην κατηγορία του «λίγο ως πολύ»· οι θεωρίες μπορεί να εμπνέουν στους οπαδούς διαφόρων βαθμών «σιγουριές». Η βεβαιότητα έχει να κάνει με προτάσεις και αποδείξεις, ενώ η σιγουριά έχει να κάνει με πρόσωπα.
Η σιγουριά και η βεβαιότητα είναι ανεξάρτητες και μπορούν να προκύψουν ξεχωριστά (αν τελοσπάντων προκύψουν). Η σιγουριά υπάρχει χωρίς τη βεβαιότητα, οποτεδήποτε πιστεύουμε κάτι με σταθερότητα, αλλά λανθασμένα ή στηριζόμενοι σε ανεπαρκείς αποδείξεις. Όμως και η βεβαιότητα θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς την σιγουριά’ για παράδειγμα, κάποιος που δεν πίστεψε στην ύπαρξη του θεού (ή στο πυθαγόρειο θεώρημα), τη στιγμή που του παρουσιάζονταν οριστικές αποδείξεις.
Οι περισσότεροι δογματικοί, ενώ δεν αποκλείεται να συμφωνήσουν με τον σκεπτικό ότι η απόλυτη βεβαιότητα δεν είναι αναγκαία στη ζωή, θα επιμείνουν ότι η σιγουριά είναι αναγκαία. Γ ια να το πούμε πιο απλά, η αποδείξιμη γνώση μπορεί να μην είναι αναγκαία για να ζήσουμε, όμως οι σταθερές πεποιθήσεις -ή αυτό που ο Santayana ονόμασε «ζωώδικη πίστη»-, ίσως είναι αναγκαίες.30 Οι δογματικοί λένε ότι κάθε πράξη προδίδει την πίστη ή τη σιγουριά αυτού που ενεργεί, και ότι κάθε ομιλία προδίδει την πεποίθηση και τη σιγουριά του ομιλητή ότι ισχύει ετούτο ή το άλλο. Δεν θα μπορούσα να γράψω αυτές τις λέξεις αν δεν είχα τη σιγουριά ότι η πένα μου δεν είναι μια βόμβα που θα εκραγεί μόλις αρχίσω να τη χρησιμοποιώ. Δεν θα έγραφα αν δεν είχα την σιγουριά ότι τα μάτια μπορούν να δουν και τα μυαλά να καταλάβουν τι λέω. Κι ούτε θα μπορούσα να πω πολλά, ακολουθώντας τους κανόνες της αγγλικής γραμματικής, χωρίς να κρύβω την παραδοχή ενός γεγονότος ή μιας πεποίθησης. Αυτές είναι δυο από τις πιο διαδεδομένες αντιρρήσεις στο σκεπτικισμό, ότι δηλαδή ένας εκατό τοις εκατό Σκεπτικός πρέπει να ζει σε μια σιωπηλή παράλυση, αν βέβαια ζει τελοσπάντων: δεν μπορεί να δρα ή να μιλά χωρίς να προδίδει μια κάποια δογματική δέσμευση, ή χωρίς να μεταστρέφεται έμπρακτα στο δογματισμό. Αν ο σκεπτικός μιλά αλλά δεν λέει ότι είναι δογματικός, είναι υποκριτής.
Η απάντηση του Σκεπτικού είναι πολύπλοκη και επιδέξια. Εδώ θα τη δώσω σύντομα, προσπαθώντας να μην επαληθεύσω τον Cabell που λέει πως η διχοτόμηση της τρίχας είναι άγονη ενασχόληση. Η Nescio επιτρέπει στον εαυτό της να συγκατατεθεί σ’ εκείνα τα πράγματα που τα δέχεται ακούσια. Δεν έχει άλλη επιλογή. Το ότι τα φαινόμενα φαίνονται είναι κάτι που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, λένε οι Σκεπτικοί. Συγκατατίθεσαι υποχρεωτικά, σύμφωνα με τον Σέξτο (1.193· πρβλ. Ι.13,1.19,1-22,1.230). Τι βρίσκεται, εντούτοις, πίσω ή πέρα ή κάτω από τα φαινόμενα; Τι τα δημιουργεί;
Πώς πρέπει να είναι ο κόσμος για να φαίνεται έτσι; Ποια είναι η φύση των φαινομένων και του φαίνεσθαι; Όλα τούτα τα ερωτήματα είναι ανοιχτά προς συζήτηση και ο Σκεπτικός αναστέλλει την κρίση του πάνω στις προτεινόμενες απαντήσεις. Θα παραδεχτεί ότι βλέπει, ακούει, μυρίζει, αγγίζει και γεύεται, και είναι επίσης πρόθυμος να περιγράφει αυτές τις αισθήσεις όπως τις βιώνει επί του παρόντος. Αλλά όλες οι θεωρίες ή υποθέσεις περί των άδηλων -δηλαδή για το τι βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα ή για το τι δεν φαίνεται-, είναι ευάλωτες στους τρόπους και στην ισοσθένεια με μια αντίθετη θεωρία.
Αν νομίζετε πως το παραπάνω αξίωμα της υποχρεωτικής συγκατάθεσης μένει εκτεθειμένο σε δογματική κακοποίηση, θα πρέπει να σημειώσετε ότι μόνο μία ρήση μπορεί να ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία, δηλαδή η ρήση «τα φαινόμενα φαίνονται». Σ’ ένα σημείο ο Σέξτος υπαινίσσεται ότι τα συμπεράσματα κάποιων επιχειρημάτων μπορεί να είναι από κείνα που είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε (ΙΙ.251). Τα συναισθήματα είναι ακούσια, αλλά προφανώς δεν προϋποθέτουν ή δεν συνεπάγονται τη συγκατάθεση (1.29, Ι.238). Έτσι ο Σκεπτικός κάνει διάκριση μεταξύ προφανούς και μη προφανούς, αν και δεν δογματίζει ως προς την ίδια την διάκριση ούτε ως προς το τι ανήκει σε οποιαδήποτε πλευρά αυτής της διάκρισης. Και βέβαια, ακόμη και πράγματα που ανήκουν στην κατηγορία των «προφανών» μπορεί να είναι αμφιλεγόμενα (Ι.185-186) ή να υπόκεινται σε ἐποχήν (ΙΙ.95)· Ο Σέξτος λέει για το προφανές, ότι οι Σκεπτικοί «ενδίδουν» σε αυτό «χωρίς να συγκατατίθενται» (Ι. 230: μή ἀντιτείνειν ἀλλ’ ἁπλῶς ἕπεσθαι ἄνευ σφοδρᾶς προσκλίσεως καί συμπαθείας), πράγμα ουσιωδώς διαφορετικό από τη δογματική συναίνεση ή παραδοχή.
Σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο, ο Σκεπτικός κάνει το ίδιο και με τα έθιμα, τις συνήθειες και τις αρετές. Οι Σκεπτικοί ζουν σε συγκεκριμένους χρόνους και τόπους, όπως κάθε άλλος άνθρωπος, όπου επικρατούν συγκεκριμένα ήθη και κώδικες συμπεριφοράς. Και ακριβώς όπως ορισμένα φαινόμενα είναι δεδομένα, έστω κι αν δεν είναι αληθινά, έτσι και συγκεκριμένοι νόμοι, ήθη και παραδόσεις είναι δεδομένα, ακόμη κι αν δεν είναι τα καλύτερα. Για να προφυλάξει την ψυχική γαλήνη του και για να αποφύγει την αλόγιστη κρίση για το ποια ήθη είναι καλύτερα, ο Σκεπτικός θα συμπεριφερθεί όπως συμπεριφέρονται οι φίλοι και οι συμπολίτες του. Γι’ αυτό το λόγο, οι περισσότεροι Σκεπτικοί δεν θα γίνουν «ενοχλητικές αλογόμυγες» σαν τον Σωκράτη. Όμως, συχνά ο ρόλος τους είναι εξίσου ανατρεπτικός, καθώς διατείνονται ότι οι συγκαιρινοί τους δεν μπορούν να θεμελιώσουν την ανωτερότητα της συμπεριφοράς και των ηθών τους έναντι συμπεριφορών και ηθών άλλων εποχών και τόπων.
Oι Σκεπτικοί συμπεριφέρονται σύμφωνα με τα τοπικά ήθη επειδή, προσωπικά και προς το παρόν, δεν έχουν καλύτερους κανόνες να ακολουθήσουν, και γιατί οι εξόφθαλμες αποκλίσεις φαίνεται να συνοδεύονται από ανεπιθύμητες αναστατώσεις. Όπως λέει ο Σέξτος, «εμμένοντας, λοιπόν, στα φαινόμενα (τοῖς φαινομένοις οὖν προσέχοντες), ζούμε σε συμφωνία με τους φυσιολογικούς κανόνες της ζωής, αδογμάτιστα, (κατά τήν βιωτικήν τήρησιν ἀδοξάστως βιοῦμεν) αφού δεν γίνεται να μένουμε ολότελα ανενεργοί» (1.23′ πρβ. 1.226- 227,1.231 )· Εναπόκειται στον σημερινό αναγνώστη να αποφασίσει, αν εδώ κρύβεται μια λύπη που οι Σκεπτικοί δεν μπορούν να μένουν ολότελα ανενεργοί, ή μια μεγάλη όρεξη για δραστήρια ζωή.
Ο τετραμερής κανόνας
Ο Σέξτος περιγράφει τον κοινό τρόπο ζωής που ακολουθούν οι Σκεπτικοί ως τετραμερή (Ι.23,1. 237). Ο Σκεπτικός επιτρέπει στον εαυτό του να καθοδηγείται από (ΐ) τις δυνάμεις της φύσης, και (2) από τα πάθη (αισθήματα)· και τα δύο βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό του– (3) από παραδοσιακούς νόμους και έθιμα του τόπου του, και (4) από την συσσωρευμένη πρακτική σοφία για το πώς μπορούν να επιτευχθούν συγκεκριμένοι στόχοι. Ακολουθώντας έναν από τους τέσσερις αυτούς οδηγούς, «ακολουθούμε τα φαινόμενα» και αποφεύγουμε το δογματισμό. Οπότε, δεν είναι δογματικό (ΐ’) το να αισθάνεσαι με τις αισθήσεις ή να κάνεις σκέψεις, (2′) το να νιώθεις πείνα και να αντιδράς στο αίσθημα της πείνας τρώγοντας, (3’) το να μη κάνεις έρωτα με τα αδέρφια σου, ίσως ακόμη και το να πηγαίνεις στην εκκλησία της γειτονιάς, και (4΄) το να πίνεις νερό από ποτήρι, αντί να προσλάβεις έναν υπηρέτη για να σου στύβει ένα μουσκεμένο πανί στο στόμα.
Οι περισσότεροι δογματικοί που ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να υπάρξει δράση του Σκεπτικού που να μην προδίδει μια δογματική πεποίθησή του, φαίνεται να λένε κάτι περισσότερο από το ότι κάθε δράση «προϋποθέτει κάτι». Όμως αυτό το κάτι δεν είναι πάντα δηλωτικό μιας δογματικής πεποίθησης. Όταν δρα ένας Σκεπτικός, θα μπορούσε ένας δογματικός ψυχολόγος ή φιλόσοφος να προχωρήσει σε συμπεράσματα ως προς το τι προϋποθέτει αυτή η δράση. Όμως το ίδιο θα κάνει και ο Σκεπτικός ο οποίος, ως ερευνητής, θέλει να ξέρει ποιος είναι στην πραγματικότητα. Η δράση του Σκεπτικού μπορεί να προϋποθέτει πραγματικότητες, όμως όχι απαραίτητα πεποιθήσεις. Η ενέργειά του μπορεί να υποδηλώνει ότι εκπληρώθηκαν όλοι οι όροι που την έκαναν δυνατή (για να χρησιμοποιήσουμε καντιανή φρασεολογία), αλλά δεν υποδηλώνει κατ’ ανάγκη ότι ο Σκεπτικός έχει μια δογματική πεποίθηση για κάποιον από αυτούς τους όρους. Ένας Πυρρώνειος μπορεί να πει -χωρίς να είναι ασυνεπής-, πως το τι κάνει κάποιος και το πώς εμφανίζεται αποτελούν χρήσιμες ενδείξεις για το τι άνθρωπος πραγματικά είναι. «Ας ακολουθήσουμε αυτή την ένδειξη», θα έλεγε. «Τι θεωρίες προτείνεις ή έχεις ακούσει, και πού βασίζονται;»
Αν η δράση «προϋποθέτει κάτι», τότε πρέπει να ρωτήσουμε τι προϋποτίθεται και πώς. (ι) Θα μπορούσε αυτό να είναι μια πραγματικότητα κι όχι μια πεποίθηση για την πραγματικότητα, όπως ειπώθηκε προηγουμένως. (2) Θα μπορούσε να γίνει δεκτό ex con- cessis από τον Σκεπτικό, σκόπιμα αλλά εν είδει υποκατάστατου ή μιμητικῷ τῷ τρόπῳ. (3) Θα μπορούσε να είναι κάτι οφθαλμοφανές και όχι ἄδηλον, ή να πρόκειται για μία ακούσια παρά ηθελημένη συγκατάθεση. (4) Ή θα μπορούσε να είναι μία αυτο-αναιρετική (και επομένως μη δογματική) θέση (βλέπε επόμενο θέμα, για το «αν μπορεί ο Σκεπτικός να μιλά). (5) Τέλος, θα μπορούσε να είναι μια δογματική πεποίθηση την οποία ο Σκεπτικός δεν πρόσεξε ή δεν εξέτασε από μόνος του. Αν θέλουμε να τον κατηγορήσουμε για υποκρισία ή ασυνέπεια, πρώτα πρέπει να ξέρουμε αν του είχε δοθεί η ευκαιρία να την κρίνει. Σύμφωνα με τον Wittgenstein: «το να μη μπορείς… να μη πεις ετούτο ή το άλλο· το να σου ’ρχεται να το πεις χωρίς να μπορείς να κρατηθείς, δεν σημαίνει πως υποχρεωτικά δέχεσαι ένα αξίωμα, ούτε ότι έχεις μια άμεση αντίληψη ή γνώση μιας κατάστασης πραγμάτων.»31
Πολλοί φιλόσοφοι παρατήρησαν ότι oι άνθρωποι ανατρέφονται ώστε να γίνουν δογματικοί, ή να πιστεύουν ό,τι πιστεύουν οι γονείς τους και ο πολιτισμός τους.32 Όπως έλεγε ο Νίτσε:33
«…Στο κάτω-κάτω, κάθε υψηλός βαθμός προσοχής στην εξαγωγή συμπερασμάτων και κάθε σκεπτική τάση συνιστούν μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή. Κανένα ζωντανό ον δε θα είχε επιζήσει, αν η αντίθετη τάση -το να επιβεβαιώνει αντί να αναστέλλει την κρίση, το να κάνει λάθος και να επανορθώνει αντί να περιμένει, το να παραδέχεται αντί να αρνείται, το να επιβάλλει την κρίση του αντί να εμμένει στην αμεροληψία— δεν είχε αναπτυχθεί σε σημείο ώστε να γίνει εξαιρετικά ισχυρή.»
Αν είναι έτσι, τότε εκείνοι που αργότερα στη ζωή τους θα γίνουν Πυρρώνειοι, θα θελήσουν να εξαγνιστούν από τη δογματική τους κληρονομιά. Όταν ο δογματικός παρατηρεί ότι η Nescio «προϋποθέτει κάτι», εκείνη ακούει προσεκτικά. Αν εκείνος εννοεί κάποια θεωρία, η Nescio θα θελήσει να την αποσαφηνίσει και να ερευνήσει τις αρετές της· μέχρι να την επιβεβαιώσει, με μεγάλη επιφύλαξη, θα την διατηρεί υπό μορφή μη δογματική. (Αν αυτό που «προϋποθέτει» είναι μια «πραγματικότητα» όπως την διευκρινίσαμε παραπάνω, ή αν δείξει ότι «έχουν εκπληρωθεί μια σειρά όροι», τότε θα θελήσει να μάθει τι νομίζει επ’ αυτού ο δογματικός). Αλλά από τη στιγμή που η Nescio έχει θέσει ως αποστολή της την έντιμη έρευνα, η εξέταση των δογματικών θέσεων των άλλων δεν είναι παρά το μισό καθήκον της, πλάι στην εσωτερική της κάθαρση.
Τυχαίνει πολλές δογματικές ενστάσεις να πέφτουν στο κενό, καθώς δεν λογαριάζουν πως κάποιοι Σκεπτικοί έχουν προχωρήσει περισσότερο στη διαδικασία της εσωτερικής κάθαρσης απ’ ό,τι άλλοι. Μπορεί -αν και ο Σέξτος δεν προσφέρει καμιά τέτοια ένδειξη-, η διαδικασία της κάθαρσης να αφαιρεί την πρωτογενή (κληρονομημένη από τους Στωικούς ή άλλους δογματικούς δασκάλους) επιθυμία για αναζήτηση της αλήθειας, και τελικά ο Σκεπτικός να βρίσκει ότι η αξία της αλήθειας είναι ισοδύναμη με αυτή της άγνοιας και του λάθους. Αυτό ίσως εξηγεί την ύπαρξη των φιντεϊστών και φιξιοναλιστών Σκεπτικών.
Το ότι οι Έλληνες Σκεπτικοί έζησαν συνηθισμένες -αν και αυστηρές- ζωές είναι αναγνωρισμένο. Το ερώτημα είναι, αν μόνος του ο τετραμερής κανόνας επέτρεπε όλες τις δραστηριότητες των Σκεπτικών, και αν ο ίδιος ο τετραμερής κανόνας είναι επιτρεπτός στους Σκεπτικούς.
Ο Paul Feyerabend αυτοχαρακτηρίζεται αναρχικός της επιστημολογίας. Δεν είναι βέβαια το ίδιο πράγμα με τον Πυρρώνειο Σκεπτικισμό, όμως συγγενεύει. Κι η απάντησή του στην αντίρρηση ότι οι επιστημολογικοί αναρχικοί δεν μπορούν να δράσουν, ταιριάζει και στους Πυρρώνειους, έστω κι αν η Nescio δε θα τη χρησιμοποιούσε ως υπεράσπιση. Γιατί ο επιστημολογικός αναρχικός δεν ρίχνεται από το παράθυρο του πεντηκοστού ορόφου;
Η περίπτωση του αναρχικού που αποφεύγει να πέσει από το παράθυρο, δείχνει ότι οι αναρχικοί συχνά συμπεριφέρονται με έναν προβλέψιμο τρόπο. Δεν δείχνει ότι αυτοί, ή όσοι άλλοι αποφεύγουν να πέσουν από το παράθυρο, καθοδηγούνται από μια ορθολογική θεωρία, για παράδειγμα ότι έχουν επιλέξει τη συμπεριφορά που προτείνεται από το πιο προχωρημένο ερευνητικό πρόγραμμα που γνωρίζουν. Τα γατάκια όταν πλησιάζουν μια ζωγραφισμένη άβυσσο τραβιούνται πίσω, ακόμη κι αν αυτό είναι το πρώτο πράγμα που βλέπουν. Η συμπεριφορά τους -το πιο πιθανόν- είναι έμφυτη. Οι άνθρωποι τραβιούνται πίσω, γιατί εκπαιδεύτηκαν να στέκονται μακριά από τα παράθυρα και γιατί πιστεύουν σταθερά κάτι το οποίο για τους περισσότερους απ’ αυτούς δεν είναι παρά φήμες, δηλαδή αναφορές για τα θανάσιμα αποτελέσματα που έχουν οι πτώσεις από ψηλά. Ακόμη και οι μηχανικές και φυσικές θεωρίες στις οποίες θα κατέφευγαν οι πιο φλύαροι εξ όσων δεν πηδούν για να αιτιολογήσουν τη συμπεριφορά τους, δεν έχουν αποδειχθεί μέχρι τώρα ότι είναι σε συμφωνία με τη μεθοδολογία των ερευνητικών προγραμμάτων και αμφιβάλλω αν θα είναι ποτέ δυνατό να θεραπευτεί αυτή η κατάσταση. Ο επιστημολογικός αναρχικός, από την άλλη πλευρά, δεν είναι υποχρεωμένος να συμπεριφέρεται αντίθετα απ’ ό,τι συνηθίζεται. Μπορεί πρόθυμα να παραδεχτεί ότι είναι ένας δειλός, ένας που δεν μπορεί να ελέγξει το φόβο του, και ότι ο φόβος του τον κρατά μακριά από τα παράθυρα… Εκείνο που αρνείται είναι ότι μπορεί να προβάλει αίτια για το φόβο του, τέτοια που να συμφωνούν με τους κανόνες κάποιας ορθολογικής θεωρίας, έτσι ώστε να ενεργεί στην πραγματικότητα σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες. Αυτό είναι το ζήτημα και όχι το τι κάνει ή δεν κάνει.34
Μπορεί ο Σκεπτικός να μιλά;
Ως προς την ομιλία οι ίδιοι οι Σκεπτικοί απαρίθμησαν τουλάχιστον τρεις τρόπους να μιλά κανείς χωρίς να περιέχεται στο λόγο του κανένας δογματικός ισχυρισμός. Ο πρώτος είναι το να αναφέρει απλώς τι έχει στο νου του την ώρα εκείνη· όπως το ότι βλέπει κίτρινο χρώμα ή θυμάται ότι ο Σωκράτης είπε αυτό κι αυτό (Ι.4, Ι.19-20 κ.ε., Ι.197, Ι.203).
Ο δεύτερος, είναι ο χαλαρός λόγος (Ι.191, Ι.195, Ι. 207·* πρβ. 1.9). Ένας Σκεπτικός όπως η Nescio, θα μιλά τον περισσότερο καιρό, όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, λέγοντας για παράδειγμα: «Είναι μέρα». Αν κάποιος την αρπάξει από το λαιμό και απαιτήσει από αυτήν να του πει ξεκάθαρα, αν μ’ αυτό που λέει ισχυρίζεται ότι κατέχει τη συγκεκριμένη γνώση, τότε η Nescio θα υποχωρήσει με ψυχραιμία και θα πει ότι μίλησε χαλαρά. «Αν σ’ ενδιαφέρει πραγματικά, προσωπικά δε γνωρίζω, προς το παρόν, αν είναι ή αν δεν είναι μέρα’ ας το ερευνήσουμε μαζί.» Ο Ame Naess, σύγχρονος Νορβηγός καθηγητής γλωσσολογίας, πιστεύει ότι η σκεπτική έννοια της «χαλαρής ομιλίας» είναι αρκετά έγκυρη, ξέχωρη από το δογματικό ισχυρισμό, και ότι αποτελεί μια αναγνώριση των λεπτών διακρίσεων του διαλόγου, αιώνες πριν (λες και οι ευφυείς Έλληνες έπρεπε να περιμένουν τους καθηγητές του 20ου αι. για να καταλάβουν τη γλώσσα). Ο Naess πιστεύει ότι κάθε διάλογος περνά μέσα από φάσεις χαλαρότητας και αυστηρής ακριβολογίας, ανάλογα με τη σπουδαιότητα που τα συμφραζόμενα δίνουν στη λεπτομέρεια και στην ακρίβεια.35 Ακόμη κι αν αυτό δεν λέει πολλά, οι Σκεπτικοί έχουν τη μοντέρνα αναλυτική φιλοσοφία με το μέρος τους, τουλάχιστον ως προς αυτό.
Η τρίτη μέθοδος, της αφασίας -ή του μη ισχυρισμού-, είναι ασυγκρίτως η πιο ενδιαφέρουσα. Όταν οι δογματικοί ρωτούν αν οι Σκεπτικοί γνωρίζουν ότι δεν γνωρίζουν, προσπαθούν να δείξουν ότι οι σκεπτικές δηλώσεις αυτοαναιρούνται. Οι Σκεπτικοί το πρόβλεψαν αυτό και, όταν πιέστηκαν να μιλήσουν πέρα από τη χαλαρή ομιλία, έκαναν αντίθετα τις δηλώσεις τους να αυτοδικαιώνονται. Για τον Σκεπτικό, οι περί αβεβαιότητας δηλώσεις ισχύουν και για τις ίδιες τις δηλώσεις· επομένως κοινοποιούν τη δική τους αβεβαιότητα και έτσι δεν είναι δογματικές (1.14-15, Ι·206, ΙΙ.188). Ο Σέξτος συγκρίνει τις σκεπτικές εκφράσεις με τα καθαρτικά φάρμακα (Ι.206), και ο Μονταίν36 τις συγκρίνει με το ραβέντι: ξεπλένει τον οργανισμό και στο τέλος αποβάλλεται και το ίδιο.37
Ακόμη κι αν διαφέρει μόνο η σκοπιά από την οποία κρίνει κανείς ότι οι δηλώσεις αυτο-αναιρούνται ή ότι αντιθέτως αυτο-δικαιώνονται, τούτη η αντίθεση εξισορροπείται (ίσοσθένεια) και οι Σκεπτικοί θα αναστείλουν την κρίση τους. Όπως πάντα, παρατηρεί ο Πα- σκάλ, αν τηρηθεί μια ίση απόσταση από τον σκεπτικισμό και τον δογματισμό, νικητής θα είναι ο σκεπτικισμός, γιατί αυτός ο ίδιος είναι η απόσταση.38
Και άλλες μορφές αφασίας επίσης αναφέρονται -κάποτε υπαινικτικά- από το Σέξτο Εμπειρικό. Μία είναι η χρήση των λέξεων «με μια αδογμάτιστη και αδιάφορη σημασία» (1.239-240: τό ἀδόξαστόν τε καί ἀδιάφορον τῆς χρήσεως τῶν ονομάτων). Μια αλλη είναι η χρήση ερωτήσεων αντί δηλώσεων, μολονότι οι Σκεπτικοί προβαίνουν και μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις (Ι.189). Ο Σέξτος κάνει διάκριση ανάμεσα στην ομιλία και στη διαβεβαίωση (Ι.196,1.197)· Όμως την σκεπτική ομιλία την έχουν υπερασπιστεί και άλλοι, στην διάρκεια της ιστορίας, υποστηρίζοντας ότι η ειρωνεία με την οποία μιλούσε Ο Σωκράτης (παίζων πρός τινας ἤ ἀγωνιζόμενος πρός σοφιστάς, γυμναστικόν τε καί ἀπορητικόν φασίν ἔχειν αὐτόν χαρακτῆρα…-1.221, II.42) ήταν ελεύθερη από δογματικές δεσμεύσεις, ακόμα και ως εργαλείο ακρίβειας στη συζήτηση. Μία άλλη -δική μου- ερμηνεία είναι ότι οι Πυρρώνειοι μιλούν και μπορούν να μιλούν ex concessis -ένας ισχυρισμός συμβατός με το Σέξτο Εμπειρικό, μολονότι ο ίδιος δεν τον υποστήριξε ποτέ. Μια τελευταία υπεράσπιση είναι ο αφορισμός του Βολταίρου και του Ταλλεϋράνδου, ότι η γλώσσα συγκαλύπτει την σκέψη και την πεποίθηση πολύ περισσότερο από ό,τι τις αποκαλύπτει.
Σημειώστε επίσης ότι, αν επιτρέπεται οι Σκεπτικοί να ακλουθούν τα φαινόμενα ή να υποχωρούν αδογμάτιστα σε ορισμένα συναισθήματα, τότε αυτό αρκεί ώστε να έχουν το ελεύθερο -πέρα από το δικαίωμα της χαλαρής ομιλίας- να μιλούν ex concessis ή δια της αυτο-αναίρεσης. Αν η λογική απόσταση ανάμεσα στη δογματική πίστη και τη δογματική απιστία είναι πολύ μεγάλη -όπως νομίζω ότι είναι- και όχι πολύ μικρή, τότε το πρόβλημα της σκεπτικής ομιλίας και δράσης παύει να υπάρχει.
Μπορεί να υπάρξει ριζοσπάστης Σκεπτικός;
Η τελευταία αντίρρηση στο σκεπτικισμό, την οποία θέλω να συζητήσω εδώ, είναι του Μπέρτραντ Ράσελ, ότι δηλαδή «ο σκεπτικισμός, αν και είναι λογικά άψογος, είναι ψυχολογικά αδύνατος.»39 Ισχυρίζεται ότι η εποχή επί παντός μη οφθαλμοφανούς ή αυταπόδεικτου πράγματος, απλούστατα είναι κάτι το αδύνατο, ακόμη και αν θα ήταν το πρέπον. Πρόκειται για παραλλαγή μιας πολύ παλιότερης ιδέας την οποία βρίσκουμε από την εποχή του Αριστοτέλη. Ο Πασκάλ λέει ότι ο νους εκ φύσεως επιθυμεί να πιστεύει, και, όταν δεν μπορεί να βρει την αλήθεια, θα προσκολλάται στο ψεύδος.40 Η Λογική, λέει, αντικρούει τους δογματικούς υποσκάπτοντας όλες τους τις πεποιθήσεις, όμως η Φύση αντικρούει τους Σκεπτικούς εξαναγκάζοντάς τους να πιστεύουν.41 Ο Ουίλιαμ Τζέιμς λέει ότι το να πιστεύεις σε κάτι είναι ψυχολογικά αναπόφευκτο, ακόμη και αν, λογικά, είναι προαιρετικό.42 Ο Φ. Σίλλερ υποστηρίζει ότι υπάρχουν «ζωτικά αναγκαίες» πεποιθήσεις, ανάλογες με την «ζωώδικη πίστη» του Σανταγιάνα.43
Ο Χιουμ είναι ακόμη πιο ριζοσπαστικός. Λέει ότι η Φύση «σπάει με τον καιρό τη δύναμη όλων των σκεπτικών επιχειρημάτων», ακόμη κι όταν τα επιχειρήματα είναι έγκυρα44. Ο Χιουμ έχει πειστεί από τους Σκεπτικούς ότι όλοι οι δογματικοί είναι τρελοί, έχει πειστεί όμως και από τη Φύση ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει το σκεπτικισμό ως τα άκρα. Σε μια όχι τόσο γνωστή παρατήρησή του επιλέγει να είναι τουλάχιστον ένας ευτυχής και φυσικός τρελός,45 και να πιστεύει ό,τι του υπαγορεύει η φύση του.
Για όλους αυτούς τους στοχαστές, η ανεπαρκώς θεμελιωμένη πεποίθηση είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα, παρά τις πολύ καλές (και πιθανόν σοφές και δικαιωμένες) προσπάθειες του Σκεπτικού για το αντίθετο. Υπάρχει μακρά παράδοση δογματικών αντιρρήσεων που κατηγορούν το σκεπτικισμό ότι, στις πιο ενδιαφέρουσες ή προκλητικές μορφές του, απλώς δεν είναι εφικτός. Αλλά ο Πασκάλ, ο Χιουμ και ο Τζέιμς ανήκουν σε μια μικρότερη παράδοση που προχωρά μακρύτερα από τον ισχυρισμό ότι ο σκεπτικισμός είναι ανέφικτος, και που υποστηρίζει ότι η πίστη είναι πιο «φυσική» από την μη-πίστη, σε βαθμό που να βεβαιώνει ότι η μη-πίστη δεν μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα, πάνω στις πλατιές εκτάσεις της ανθρώπινης έρευνας. Άλλοι εμπλουτίζουν με παραλλαγές αυτή την παράδοση, όπως ο Μονταίν, που λέει ότι η πίστη μπορεί να είναι προαιρετική, όμως εκείνοι που επιλέγουν να πιστεύουν κάτι, απλώς για να αποφύγουν να μην πιστεύουν τίποτε, είναι «ανόητοι».47 Λέει, παρεμπιπτόντως, ότι πολύ συχνά κάθε δογματισμός ξεπέφτει σ’ αυτό το είδος ανοησίας.
Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι κάποιοι σπουδαίοι σχολιαστές και φιλόσοφοι έχουν πει ότι ακόμη και ο «πλήρης» σκεπτικισμός είναι εφικτός: ο Αρκεσίλαος, ο Κικέρων48 και, αντιφάσκοντας με τον εαυτό του, ο Μονταίν.49 Ο Φ. Σίλλερ υποστηρίζει ότι η καθολική αμφιβολία είναι δυνατή, αλλά η καθολική άρνηση της πίστης δεν είναι.50
Ένα πρόβλημα με τον αντιρρητικό ισχυρισμό περί του ανέφικτου, είναι ότι πρόκειται για δογματική ψυχολογική άποψη, και ο Σκεπτικός μπορεί επ’ αυτής να αναστείλει την κρίση του. Αλλά ο Φιντεϊστής έχει δίκιο όταν λέει πως αυτό δεν σημαίνει πως ο αντιρρητικός ισχυρισμός είναι ψευδής. Κι ακόμη πιο σημαντικό είναι το ότι ο Σκεπτικός μπορεί να τον ανασκευάσει, με το να γίνει ο ίδιος ένα αντι-παράδειγμα -αν μπορεί. Είναι ένα καλό ερώτημα για περαιτέρω έρευνα. Θα πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι η ιστορία των ιδεών και οι βιογραφίες των φιλοσόφων δεν μας φωτίζουν καθόλου: δεν γνωρίζουμε καμία αδιαμφισβήτητη περίπτωση κάποιου που να υπήρξε πλήρως Σκεπτικός. (Θα ήταν γοητευτικό να συζητήσουμε τις διφορούμενες περιπτώσεις αλλά θα ήμασταν εκτός θέματος.) Αντίθετα, αν στραφούμε στην ψυχολογία του εγχειρήματος, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η υποτιθέμενη στάση του Καρτέσιου, («αμφιβάλλω για όλα εκτός από το ότι αμφιβάλλω»), προφανώς είναι πολύ πιο δύσκολη ψυχολογικά από την μετριοπαθή στάση των Πυρρώνειων, που ανέστελλαν την κρίση τους επί όλων των μη αυταπόδεικτων ισχυρισμών, χωρίς να τους αμφισβητούν και χωρίς να αυτο-υποχρεώνονται εξ αρχής να περικλείσουν ολόκληρο το σύμπαν στην κριτική τους.
Υπάρχει μια προκλητική ομοιότητα ανάμεσα στο ερώτημα αν είναι εφικτός ο άκρατος πυρρωνισμός, και στο ερώτημα αν είναι εφικτή η βεβαιότητα. Το θέαμα των Πυρρώνειων σκεπτικών να εφαρμόζουν τους τρόπους τους ανελέητα και δίχως προκαταλήψεις, θα έκανε κάποιον να συμπεράνει ότι η βεβαιότητα είναι ανέφικτη. Αν είναι έτσι, θα πρέπει να δούμε τους Πυρρώνειους ως τραγικές φιγούρες, που η καθαρότητα της καρδιάς τους και τα υψηλά τους κριτήρια είναι ακριβώς τα εμπόδια για την επίτευξη του θεωρητικού σκοπού τους’ και θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι μόνο οι έντιμοι ερευνητές θα αποτύχουν, και θα αποτυγχάνουν πάντα. Και αν το έρμα της ανθρώπινης φύσης θα μας συγκρατεί πάντα από το να ρίχνουμε το ακόντιό μας μακριά όσο το θέλει ο πυρρωνισμός, τότε εκείνοι που τρέφουν υψηλές πυρρωνιστικές φιλοδοξίες είναι τραγικές φιγούρες και κατά μία διαφορετική έννοια. Τα υψηλά πρότυπα είναι εφικτά, με την έννοια ότι μπορείς να τα υιοθετήσεις και να τα εφαρμόσεις. Αλλά αν η πραγμάτωσή τους είναι αδύνατη, τότε αυτός που προσπαθεί να τα πραγματώσει, πασχίζει να ικανοποιήσει κριτήρια που βρίσκονται πιο ψηλά από την ίδια τη ζωή. Αν καμία δογματική άποψη δεν αντέχει στη δοκιμασία των Τρόπων, και αν είναι αδύνατη η εποχή επί όλων των δογματικών προτάσεων, τότε η ίδια η ζωή θα είναι η δεύτερη καλύτερη επιλογή.
Σημειώστε ότι αν κάποιος που ισχυρίζεται ότι είναι Σκεπτικός συλληφθεί να δογματίζει, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει παρά υποκρισία ή ασυνέπεια από μεριάς του· δεν είναι επιχείρημα κατά του σκεπτικισμού. Αν προτιμούμε αυτή την γραμμή αντιπαράθεσης, θα πρέπει να δείξουμε ότι κανένας Σκεπτικός δεν μπορεί να αποφύγει το δογματισμό.
Για προφανείς λόγους, ο σκεπτικισμός δεν είναι τόσο μια θεωρία ή ένα σύστημα αλλά περισσότερο είναι τρόπος ζωής. Ο Σέξτος το ονομάζει ἀγωγή (Ι.4,Ι.209,1.212,Ι.232,1.235)· Επομένως, η βιωσιμότητα του από ψυχολογικής πλευράς είναι το ίδιο σημαντική όσο η λογική του συνοχή. Νομίζω ότι ο ριζοσπαστικός ή πυρρώνειος σκεπτικισμός -όπως και το αίσθημα της πλήρους απόγνωσης-, είναι εφικτός, τουλάχιστον κατά διαστήματα. Όμως σε κάθε περίπτωση πιστεύω πως ακόμη και αν ο πυρρώνειος σκεπτικισμός είναι ψυχολογικά αδύνατος, ακόμη και αν ποτέ δεν εφαρμόστηκε από κανέναν με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο, εντούτοις ο μύθος του ριζοσπάστη Σκεπτικού είναι το ίδιο πολύτιμος όσο θα ήταν το υπαρκτό παράδειγμά του. Γιατί ο μύθος του Πυρρώνειου σκεπτικού είναι ο μύθος του ανελέητου ερευνητή που σεβάστηκε την πνευματική εντιμότητα, που ερεύνησε όλα τα ενδεχόμενα και τις εκδοχές χωρίς προκατάληψη, που αψήφησε την αυθεντία ή τη σεβασμιότητα των πίστεων (ή των πιστών) και εξέτασε τα πάντα -τις μαρτυρίες τους, τις βάσεις, την επιχειρηματολογία που τα στηρίζει. Μπορεί, η λευκότητα με την οποία ξεκινά να προκαθορίζει ότι το μόνο που θα βρει θα’ ναι λευκότητα. Όμως αν δεν χάνουμε από τα μάτια την εικόνα ενός τέτοιου ερευνητή, τότε, στις δικές μας έρευνες, θα έχουμε κάποιον να μας υπενθυμίζει να κρατηθούμε μακριά από τη προπέτεια, την έπαρση και την ανεντιμότητα. Και τούτη η υπενθύμιση είναι επείγουσα, είτε είναι δυνατός ο ριζοσπαστικός σκεπτικισμός είτε όχι.
Και πιο σημαντική από τούτη την υπενθύμιση είναι το ότι προκαλεί στο πεδίο της μάχης κάθε δογματισμό -φιλοσοφικό, θρησκευτικό, επιστημονικό, πολιτικό και, φυσικά, τον συνηθισμένο δογματισμό της κοινωνικής ζωής και της κοινής λογικής. Αν κάποιος δογματισμός μπορεί να δικαιολογηθεί, τότε το πιθανότερο είναι να προσκολληθούμε σε δικαιολογημένα δόγματα, αν τυχόν βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο με την απειλή του σκεπτικισμού. Αν η απειλή είναι πολύ μεγάλη και οι πεποιθήσεις μας καταρριφθούν, τόσο το καλύτερο για μας που το αφήσαμε να συμβεί. Ο Σκεπτικός μάς προκαλεί να εξαγνίσουμε τις πεποιθήσεις και τις έρευνες μας από προκαταλήψεις και προτιμήσεις, από τις επιπόλαιες συμμαχίες και τις τυχαίες και συμπτωματικές κληρονομιές’ να ξεπεράσουμε την προκατάληψη (κυριολεκτικά, προ-κατάληψη: το να «γνωρίζουμε προτού ερευνήσουμε»)’ να εξετάσουμε όλες τις εκδοχές και δυνατότητες με ενδιαφέρον, κατανόηση και κριτική προσοχή’ και να αγαπούμε πιστά την αλήθεια, για να γλυτώσουμε από την αγκαλιά του ψεύδους μες στα σκοτεινά. Μόνο κάποιος που φοβάται την αλήθεια όσο φοβάται ο Σκεπτικός το λάθος, θα απέφευγε την αναμέτρηση με το σκεπτικισμό απλώς και μόνο γιατί θα μπορούσε να βγει ηττημένος.
Η απειλή του Σκεπτικού ενάντια στο δογματισμό είναι πραγματική. Εμείς με τις πεποιθήσεις μας δεν μπορούμε να πούμε στην Nescio ότι η προσωπική της αποτυχία να βρει μέχρι τώρα την αλήθεια είναι δικό της πρόβλημα. Είναι και δικό μας πρόβλημα, γιατί εκείνη έχει δει τις πεποιθήσεις μας και τις έχει βρει ελλιπείς. Υπάρχουν τρόποι να διατηρήσουμε τις όποιες πεποιθήσεις μας, χωρίς την πλήρη βεβαιότητα. Αλλά δεν υπάρχουν έντιμοι τρόποι χωρίς κριτική έρευνα. Το να δεχόμαστε ότι μπορεί να κάνουμε λάθος, το να είμαστε σεμνοί και χωρίς έπαρση ως προς τις πεποιθήσεις μας, το να διακρίνεται η όποια δέσμευσή μας από συνεχή έρευνα και δεκτικότητα, είναι το ελάχιστο μάθημα του σκεπτικισμού.
Απέναντι στην άκαρπη κατάληξη των προσπαθειών του Σκεπτικού -αποτέλεσμα της ακραίας αφοσίωσής του στην πνευματική εντιμότητα-, δεν θα έπρεπε να αναρωτιόμαστε για τυχόν προτερήματα της ανεντιμότητας. Αντ’ αυτού θα έπρεπε κατ’ αρχήν να ρωτάμε τι άλλο, εκτός από την εντιμότητα, πρέπει να καλοδεχτούμε στην έρευνα, και πώς θα μπορούσε αυτό να μη μας ενοχοποιήσει. Και αντί να προσπαθούμε να προασπίσουμε την ελευθερία μας να έχουμε πεποιθήσεις -αναιρώντας ή αγνοώντας τον σκεπτικισμό, δηλαδή καταφεύγοντας σε απίθανα ή ανέντιμα μέσα-, καλύτερα να ρωτήσουμε γιατί εκτιμούμε αυτή την ελευθερία τόσο πολύ.
Όσο για τα υπόλοιπα, ακόμη κι αν διατηρούμε ελπίδες περί επιστητού της αλήθειας, καλύτερα να ρωτάμε πώς θα αντεπεξέλθουμε στην αβεβαιότητα δίχως να την έχουμε πλήρως νικήσει· γιατί αυτή, καθώς φαίνεται, είναι η μοίρα μας.
-------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
J.M. Robertson, History of Free Thought, Ancient and Modem, N.Y. 1906, σ. 1.4.
- Pascal, Pensees, L.158, B.236 (όπου L=αρίθμηση Lafuma· Β=αρίθμηση Brunsch- wicg).
- Βλ. “Εισαγωγή” του Bury στη μετάφρασή του, Sextus Empiricus, Outlines of Pyrrhonism, σσ.. xxxf· επίσης Karl Mannheim, Ideology and Utopia, σ. 9. Ο Cioran ) The Fall Into Time, University of Chicago Press, 197Ο, σσ. 76, 90, 92), υποστηρίζει, αντίστροφα, ότι οι Σκεπτικοί δεν αντικατοπτρίζουν την αναταραχή των καιρών τους όσο την προκαλούν.
4· Όλες οι παραπομπές στις Πυρρώνειες Υποτυπώσεις του Σέξτου Εμπειρικού θα γίνονται μέσα από το κείμενο.
- Πλάτων, Απολογία 2id, 23b, 29d.
- Βλ. και Πασκάλ, Β.390·
- Πρβ. Πασκάλ, Pensees, L.160, Β.257· Μονταίν II: 12.371 ·
- Κικέρων, Academica, Harvard University Press, 1933 (τόμος 19 Loeb Classical library, Works of Cicero), σσ. 425· 453 (Σωκράτης)· 505 (Ουάρρων)· 607 (Αντίπατρος)· 551 ? 571·. 581 (ο ίδιος ο Κικέρων)· και 5Ο3 (Ορτένσιος).
- Κικέρων, Academica, σσ. 453 (Αρκεσίλαος)’ 455, 5°3, 609 (Καρνεάδης)· 561 (Μητρόδωρος ο Χίος)· και 659 (Κάτουλος).
- Σενέκας, Επιστολή 88.43·
11.Κικέρων, Academica, σσ. 491, 501, 519, 529, 543, 553, 557, 565, 573, 5«3, 595, 597, 651· Μονταίν, Δοκίμια (“Απολογία για τον Raymond Sebond”), II: 12. 374, 376, 422.
- Ντοστογέφσκι, Το υπόγειο.
Ι3. Οι Σκεπτικοί δεν είναι οι μόνοι που βρίσκουν ότι ο σκεπτικισμός είναι πιο έντιμος από το δογματισμό. Στον Αντίχριστο του ο Νίτσε, καθώς στηλιτεύει τους προηγούμενους φιλοσόφους κάνει μια παύση για να πει: Εξαιρώ λίγους σκεπτικιστές, τον πιο ευπρεπή τύπο στην ιστορία της φιλοσοφίας· όμως οι υπόλοιποι έχουν άγνοια των πρωταρχικών απαιτήσεων της πνευματικής εντιμότητας. -Αντίχριστος, § 12.
Ι4· Πασκάλ, Pensees, L.4O5, Β.421.
- Pierre Bayle, Ιστορικό και Κριτικό Λεξικό, “Πύρρων”, σημ. Β.
- John Owen, Evening With the Skeptics; or, Free Discussion on Free Thinkers. 2 τόμοι., Longmans, Green &Co., 1881. σ. I.vii.
- Πασκάλ, Pensees, L.54O, B.38O.
- James, William, The Will to Believe, Dover Publications, 1956, σσ. 26, 94.
Ι9. Κικερων, Academica, σσ. 453, 551» 553, 631, 647.
- Ντέιβιντ Χιουμ, A Treatise of Human Nature, Oxford University Press, 1968, σ. 218.
- Peirce, Charles Sanders, “The Fixation of Belief· στο [Peirce’s] Essays in the Philosophy of Science, εκδ. Bobbs-Merrill, Library of Liberal Arts, 1957, σ. 13.
- Μονταίν, Δοκίμια, 11:12.404: «Η εντύπωση της βεβαιότητας είναι είναι ένα βέβαιο δείγμα ανοησίας και άκρας αβεβαιότητας».
Βλ. επίσης Χιουμ, Treatise…, σσ. 218, 269. Ο Βίττγκενσταϊν στο Περί Βεβαιότητας, αντιθέτως υποστήριξε ότι η βεβαιότητα δεν είναι πάντα ανόητη’
βλ.150, 344» 358, και ιδιαιτ. 235·
- Μονταίν, II: 12.327· W.K. Clifford, “The Ethics of Belief,” στο Clifford’s lectures and Essays, Macmillan, 1879. σσ. 28-29.
24.Benson Mates, “On Refuting the Skeptic”, Proceedings and Addresses of the American Philosophical Association, 58, I (Sept. 1984) σ. 21-35.
25.Βλ. επίσης Πασκάλ, Pensees, L.177, L.4O4, L.519, L.536, L.576, L.619, L.681, L.691, L.786.
- Χέγκελ, Φαινομενολογία του Πνεύματος.
27- Καντ, Κριτική του καθαρού λόγου.
- Peirce, ο.π., σσ.9, 30.
- Βλ. Μονταίν, II-.12.423.
- Για μία αποτίμηση της αξίας των πεποιθήσεων και της αλήθειας (σε σχέση με την επιβίωση)» βλ. F.C.S. Schiller, Problems of Belief, εκδ.
George H.Doran, 1924, κεφάλαια XI και XII.
- Βίττγκενσταϊν, Philosophical Investigations, μέρος 299, αγγλ. εκδ. Macmillan,1958.
- Κικέρων, Academica II.8,, Μονταίν, 11:12.373» πρβ· 325.
33· Νίτσε, Χαρούμενη Επιστήμη, μέρος 111.
34· Paul Feyerabend, Against Method, εκδ. NLB, 1975, σσ. 221-222.
- Arne Naess, Scepticism, εκδ. Routledge, 1968, σσ. IO-11, 113-16, 122.
- Μονταίν, 11:12.392-393.
- Πρβ. Χιουμ, Treatise…, σσ. 186-187.
- Πασκάλ, Pensees, L.131, Β.434·
- Μπέρτραντ Ράσσελ, Human Knowledge: Its Scope and Limits, εκδ. Allen <& Unwin, 1948, σ. 9· πρβ. 196.
- Πασκάλ, Pensees, L.661, B.81.
- Πασκάλ, ο.π. L.131, Β.434′ πρβ. Bayle, ο.π. “Πύρρων”, σ. 205.
- William James, The Will to Believe, εκδ. Dover, 1956, σσ. 4, 9-11, 14, 21.
- F.C.S. Schiller, Problems of Belief, εκδ. George H. Doran, 1924, σσ.. 33.
- Χιουμ, Treatise…, σ. 187, πρβ. 269· και Enquiries Concerning the Human Understanding and Concerning the Principles of Morals,
Oxford University Press,
2I972,
σ. 160. Για τη γενική θέση ότι ο απόλυτος Σκεπτικισμός δεν μπορεί να βιωθεί, βλ. Treatise…, σσ. 116, 214, 254·
45· Χιουμ, Treatise…, σ. 270.
- Βλ. και George Santayana, Scepticism and Animal Faith, Dover Publications, 1955, σ· 308.
- Μονταίν, II:12.373.
- Κικερων, Academica, σσ. 563-65 (Αρκεσίλαος), και 607 (ο ίδιος ο Κικέρων).
49· Μονταίν, Π: 12.374·
- F.C.S. Schiller, Problems of Belief, εκδ. George H. Doran, 1924, σσ. 25 κ.ε.
***
*σκέπτομαι: εξετάζω με προσοχή, ερευνώ, παρατηρώ, κρίνω. Δευτερευόντως, σήμαινε – όπως και σήμερα -, συλλογίζομαι, διανοούμαι.
*Ι..191: ἡ γοῦν “οὐδέν μᾶλλον” φωνή κἄν ἐμφαίνῃ χαρακτῆρα συγκαταθέσεως ἤ ἀρνήσεως, ἡμεῖς οὐχ οὕτως αὐτῇ χρώμεθα, ἀλλ’ ἀδιαφόρως αὐτήν παραλαμβάνομεν καί καταχρηστικῶς, ἤτοι ἀντί πύσματος ἤ ἀντί τοῦ λέγειν “ἀγνοῶ τίνι μεν τούτων χρή συγκατατίθεσθαι, τίνι δε μή” [συγκατατίθεσθαι].
1.195: πάλιν δέ ἐνταῦθα οὐ φωνομαχοῦμεν, οὐδε εἰ φύσει ταῦτα δηλοῦσιν αἱ φωναί, ζητοῦμεν, ἀλλ’ ἀδιαφόρως αὐτάς, ὡς εἶπον, παραλαμβάνομεν, ὅτι μέντοι αὐταί αί φωναί ἀφασίας εἰσί δηλωτικαί, πρόδηλον, οἶμαι.
1.207: φαμέν δέ καί ὡς οὐ κυρίως δηλοῦντες τά πράγματα, ἐφ’ ὧν παραλαμβάνονται, τίθεμεν αὐτάς, ἀλλ’ ἀδιαφόρως καί εί βούλονται καταχρηστικῶς· οὔτε γάρ πρέπει τῷ σκεπτικῷ φωνομαχεῖν, ἄλλως τε ἡμῖν συνεργεῖ τό μηδέ ταύτας τάς φωνάς εἰλικρινῶς σημαίνειν λέγεσθαι, ἀλλά πρός τι καί ὡς πρός τούς σκεπτικούς.