Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

2. Η λέξη και τα συστατικά μέρη της

α) Θέμα, επίθημα, κατάληξη


§ 2. Οι επιμέρους παραστάσεις της πολυμελούς πρότασης, οι λέξεις, περιέχουν καταρχήν το θέμα, δηλαδή την έκφραση του περιεχομένου της παράστασης ή της έννοιας που παραμένει ανεξάρτητο από τη σύνδεση με τις άλλες επιμέρους παραστάσεις της πρότασης. Προστίθεται, όμως, τις περισσότερες φορές και μια κατάληξη, δηλαδή ένα στοιχείο καθορισμού που αλλάζει ανάλογα με τη σχέση του με τα υπόλοιπα μέρη της πρότασης.

Ένα θέμα, όμως, (ή και μια λέξη χωρίς κατάληξη) δεν είναι ανάγκη ν' αποτελεί αδιαίρετο σύνολο, αλλά από τη σύγκριση με άλλα θέματα συγγενικής σημασίας προκύπτει συχνά ένα κοινό βασικό στοιχείο, η ρίζα, και ένα τροποποιητικό ή συμπληρωματικό στοιχείο, το επίθημα, που με τη σειρά του παρουσιάζεται ενωμένο με άλλες ρίζες. Ενδέχεται επίσης η λέξη ή το θέμα να περιέχει περισσότερες λέξεις ή θέματα που εμφανίζονται και αυτόνομα. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για παράγωγη λέξη, ενώ στη δεύτερη για σύνθετη λέξη (ή σύνθετο θέμα).

§ 3. Το ακόλουθο παράδειγμα διασαφηνίζει τη διαφορά μεταξύ κατάληξης και επιθήματος*: οι λέξεις ἀξιώματ-ος, ἀξιώματ-ι, ἀξιώματ-α, ἀξιωμάτ-ων περιέχουν τις πτωτικές καταλήξεις -ος, -ι,-α, -ων, όπως εμφανίζονται λ.χ. και στη λέξη ἅπαντ-ος κτλ., ενώ η σύγκριση των λέξεων ἀξιω-ματ- και ἀξίω-σις από τη μια και ὁρα-ματ-, καθαρ-ματ-, ἀναθη-ματ- από την άλλη, μας επιτρέπουν ν' αναγνωρίσουμε στο εσωτερικό τους το επίθημα -ματ-.
----------------------
*Δεν θα εξετάσουμε εδώ αν στο μακρινό παρελθόν όλες ή μερικές καταλήξεις προήλθαν από επιθήματα με τη μεταφορά των σχηματιστικών στοιχείων που αποτελούσαν αρχικά το θέμα σε νέες συντακτικές σχέσεις (προσωπικές, πτωτικές κτλ.).

Δεν είναι το ίδιο να είναι κανείς ευτυχισμένος και να αισθάνεται ευτυχισμένος

Η ιδέα της αίσθησης ευτυχίας, που έχει σχέση με το άθροισμα των στιγμών πληρότητας, προϋποθέτει την έννοια της πάλης: να προσπαθείς να είσαι κάθε φορά όλο και περισσότερη ώρα χαρούμενος, να καταφέρνεις κάθε μέρα να έχεις περισσότερες καλές στιγμές, να αγωνίζεσαι να ανακαλύψεις τη χαρά, να προσπαθείς να είσαι ευχαριστημένος όλο και πιο συχνά.

Εν ολίγοις, να ξέρεις ότι είσαι ευτυχισμένος χωρίς να ξεχνάς ότι δεν είναι παρά μόνο στιγμές και όχι μόνιμη κατάσταση: για λίγο, αισθάνεσαι ευτυχισμένος. Αν καταφέρει κανείς να δεσμεύσει αυτές τις στιγμές – υποστηρίζουν κάποιοι – θα μπορούσε μέχρι και να έχει την «ψευδαίσθηση» πως ΕΙΝΑΙ ευτυχισμένος τουλάχιστον μέχρι να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα μια σκληρή ανατροπή.

Η ιδέα της ευτυχίας ως ικανότητα να υπομένει κανείς στωικά τις δυσάρεστες στιγμές που δεν μπορεί να αποφύγει, ανήκει επίσης σ’ αυτή την ομάδα, παραπέμπει δε σε μια αίσθηση ευτυχίας που έχει να κάνει με υπέροχες στιγμές ψυχικής ικανοποίησης. Τότε «αποφασίζει» κανείς πως οι οδυνηρές στιγμές είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για να προσεγγίσουμε τις άλλες, τις ευτυχισμένες στιγμές.

Η έννοια: «είμαι ευτυχισμένος» – αν δεχτούμε ότι κάτι τέτοιο υπάρχει-, ξεκινά από μια θέση εντελώς διαφορετική. Η ευτυχία αποτελεί εδώ μια κατάσταση λίγο-πολύ μόνιμη και λίγο-πολύ απομακρυσμένη από τις αντιξοότητες του «αντικειμενικού κόσμου», αν και δεν είναι σαφές από πού και ως φτάνει κανείς σ’ αυτήν την κατάσταση.

Πράγματι, η πλειοψηφία των ανθρώπων φαίνεται να συμφωνεί περισσότερο με την πρώτη ιδέα παρά με τη δεύτερη, την οποία συνήθως χαρακτηρίζει απλοϊκή – αν όχι κακοπροαίρετη ή παραπλανητική.

Ο περισσότερος κόσμος που παραδέχεται κάποιον βαθμό ευτυχίας στη ζωή του, λέει ότι δεν ΕΙΝΑΙ ευτυχισμένος, αλλά μπορεί να ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ευτυχισμένος μερικές φορές, ή κατά περιόδους. Θέλει μεγάλη προσπάθεια για να τους καταφέρουμε να παραδεχτούν πως υπάρχουν, τέλος πάντων, και οι «πιο τυχεροί» που ΑΙΣΘΑΝΟΝΤΑΙ ευτυχισμένοι περισσότερο καιρό.

Αυτήν την ιδέα επιβεβαιώνει η μαρτυρία όσων έχουν ζήσει ή εξακολουθούν να ζουν πολλές στιγμές χαράς και ικανοποίησης, και πολύ λιγότερες στιγμές αγωνίας και απόγνωσης. Αυτοί δηλώνουν ευτυχισμένοι, αιτιολογώντας το μ’ ένα είδος «συναισθηματικού μέσου όρου».

Εγώ, προσωπικά, δεν πιστεύω ότι η ευτυχία κορυφώνεται στις μεγαλειώδεις στιγμές, ούτε ότι οπωσδήποτε καταρρέει στις αντιξοότητες.

Κατά τη γνώμη μου, όσοι νομίζουν πως η ευτυχία αποτελείται από στιγμές, δεν έχουν ως τώρα καταφέρει να αφομοιώσουν την ιδέα ότι, ακόμα και οι κακές στιγμές αποτελούν μέρος ενός γενικού φαινομένου το οποίο δημιουργεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος.

Για παράδειγμα, αν μπορούσες να βρεις το καλό μέσα στο κακό, αυτό θα σου επέτρεπε να αισθάνεσαι ευτυχισμένος ακόμη και στις δύσκολες στιγμές.

Ούτε φαίνεται ωφέλιμο να προσδοκάς την ευτυχία ως ανταμοιβή για κάποιο βαρύ τίμημα πόνου που πλήρωσες. Θα ήταν προτιμότερο να διαμορφώνεις μια πραγματικότητα που να σου επιτρέπει να νιώθεις ευτυχής χωρίς αυτό να εξαρτάται από την ανακούφιση των προηγούμενων κακών στιγμών σου.

Η αλήθεια είναι πως η αναζήτηση της ευτυχίας είναι έμφυτη στον άνθρωπο, είτε το ξέρουμε είτε όχι, όποιο όνομα κι αν της δώσουμε. Είτε την πούμε επιθυμία να περνάμε καλά, είτε δρόμο της επιτυχίας ή ανάγκη αυτοπραγμάτωσης, η αναζήτηση αυτή αποτελεί μέρος της ζωής μας και δεν την εγκαταλείπουμε ποτέ.

Και ανάλογα με την ιδέα που έχει ο καθένας γι’ αυτήν, θα ξεκινήσει αυτόν τον δρόμο όταν το επιθυμεί, όποτε του ‘ρθει ή όταν δεν θα έχει άλλη λύση.

Η μεγαλύτερη συμφορά της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η σύγκριση και ο ανταγωνισμός

Η μεγαλύτερη συμφορά της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η σύγκριση και ο ανταγωνισμός γιατί ενθαρρύνουν την επικράτηση του ελλείμματος.

Αυτό που φέρνει μαζί του το έλλειμμα είναι η αποσύνδεση από τον εαυτό.

Η αποσύνδεση είναι που προκαλεί το τραύμα γιατί μας διαχωρίζει από την πραγματική μας φύση, μας απομονώνει από το ανθρώπινο.

Όταν η δύναμη, η αξία και η ανωτερότητα μας, προκύπτει μέσα από τη σύγκριση και τον ανταγωνισμό, πάντα θα νιώθουμε αγωνία και θα είμαστε ευάλωτοι και ελλειμματικοί, επιτρέποντας στον πόνο να πάρει τα ηνία και στους άλλους να μας μετατρέψουν σε σκληρά, αντιπαθητικά πλάσματα.

Αφήνουμε το μίσος να επικρατήσει και την πίκρα να μας κλέψει τη γλυκύτητα.

Παίζουμε παιχνίδια και ρόλους για να αισθανθούμε ασφαλείς. Νομίζουμε ότι , αν ελέγξουμε τους άλλους ή αν αποφύγουμε τον έλεγχο, μεγαλώνουμε την αξία μας και νιώθουμε κυρίαρχοι και προστατευμένοι.

Η αλήθεια όμως είναι ότι αυτά τα παιχνίδια ρουφάνε την ενέργεια μας και μας μετατρέπουν σε άμοιρα θύματα.

Σε κάθε ρόλο θύματος αντιστοιχεί ένας θύτης και ένας σωτήρας, που πυροδοτούν τον αέναο κύκλο της σύγκρουσης, διαιωνίζοντας το τρίγωνο του δράματος.

Αυτό που ξεχνάμε είναι ότι πάνω από όλα είμαστε φτιαγμένοι από ύλη και πνεύμα.

Είμαστε άνθρωποι και χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον για ανταλλαγή ενέργειας.

Χρειάζεται να κατανοήσουμε τη δύναμη και την επιρροή της ενέργειας της ανθρωπιάς στη ζωή μας.

Αρκεί να αρχίσουμε να εκτιμάμε την ομορφιά, να αισθανόμαστε αγάπη για ανθρώπους και περιβάλλον, ώστε να νιώσουμε τη ζωοδόχο πηγή ενέργειας να ρέει ανεξάντλητη.

Να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι στην οθόνη του άλλου δεν προβάλλουμε παρά αυτό που έχουμε μέσα μας.

Όταν βιώνουμε ασχήμια, διαχωρισμό, ανταγωνισμό και απόρριψη, η ενέργεια αποστραγγίζεται, ενώ η επαφή και η σύνδεση με τους άλλους, παίζει μεγάλο ρόλο στην ανατροφοδότηση και την εξισορρόπηση της ενέργειας μας.

Πλησιάζοντας ο ένας τον άλλον, συνδεόμαστε με την πηγή των μυστών που ρέει ανεξάντλητα μέσα μας!

Το μόνο που χρειάζεται είναι να εκφράσουμε την ανάγκη μας για εγγύτητα, για να νιώσουμε ότι στην αγκαλιά μας χωράει ο κόσμος όλος.

Η αίσθηση αυτού του αγγίγματος ψυχής, μας κάνει να αισθανόμαστε φορτισμένοι ενεργειακά και δυνατοί.

Ακόμη και σε περιόδους σύγχυσης και αμφιβολίας για τα πραγματικά κίνητρα των γύρω μας, ακόμη και όταν οι άλλοι διαφωνούν, το να επιμένουμε να πιστεύουμε στον πυρήνα της ομορφιάς και της καλοσύνης των ανθρώπων, είναι αυτό που ενεργοποιεί την εσωτερική μας ικανότητα σύνδεσης.

Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε άνθρωπος που συναντάμε στη διαδρομή μας, σχεδόν πάντα, έχει ένα μήνυμα να μας δώσει.

Είναι σημαντικό να τον πλησιάζουμε με ενδιαφέρον και αγάπη, να του δίνουμε σημασία και να τον ακούμε προσεκτικά, ώστε να ενεργοποιηθεί και η δική του εσωτερική του ικανότητα σύνδεσης.

Και αυτή είναι μια πράξη ανάληψης ευθύνης για να αναδείξουμε το ανθρώπινο.

Ας θρέφουμε ήλιους μέσα μας, είναι ενθαρρυντικό!

Τα Η. Α. Ε. ετοιμάζονται για “περιοδεία” στη Ζώνη των Αστεροειδών

Έπειτα από την επιτυχή αποστολή σκάφους που τέθηκε σε τροχιά γύρω από τον Άρη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ετοιμάζονται για “περιοδεία” στη Ζώνη των Αστεροειδών, ανάμεσα στις τροχιές του Δία και του Άρη.

Η αποστολή βαφτίστηκε MBR Explorer προς τιμήν του σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ρασίντ αλ-Μακτούμ, ηγέτη του Ντουμπάι και πρωθυπουργού των Εμιράτων, ανακοίνωσε η διαστημική υπηρεσία της μεσανατολικής χώρας.

Το σκάφος θα αναχωρήσει το 2028 και το 2030 θα προσπεράσει έξι αστεροειδείς διαφόρων μεγεθών πριν τεθεί σε τροχιά γύρω από τον τελικό προορισμό του, τον μυστηριώδη αστεροειδή Justitia.

Το σώμα αυτό έχει ασυνήθιστο κοκκινωπό χρώμα που παραπέμπει στα σώματα της Ζώνης του Κάιπερ, μια γειτονιά παγωμένων σωμάτων που εκτείνεται πέρα από την τροχιά του Πλούτωνα. Οι αστρονόμοι υποψιάζονται ότι ο Justitia, ο οποίος έχει διάμετρο γύρω στα 50 χιλιόμετρα, σχηματίστηκε σε μεγάλη απόσταση από τον Ήλιο πριν μεταναστεύσει τελικά στη Ζώνη των Αστεροειδών.

Αν η υποψία αυτή επιβεβαιωθεί, οι αστρονόμοι θα έχουν την ευκαιρία να μελετήσουν ένα αντικείμενο που παραμένει σχεδόν άθικτο από τη εποχή που σχηματίστηκε το Ηλιακό Σύστημα πριν από περίπου 4,6 δισεκατομμύρια χρόνια.

Το MBR Explorer θα εξετάσει τον Justitia για τουλάχιστον επτά μήνες και θα απελευθερώσει ένα μικρό ρομπότ που θα αγγίξει την επιφάνεια του αστροειδή και θα εξετάσει αν το κοκκινωπό χρώμα οφείλεται σε οργανικές ενώσεις που συνδέονται με την εμφάνιση ζωής.

Τα Εμιράτα είχαν μια μεγάλη διαστημική επιτυχία τον Φεβρουάριο του 2019 όταν ο δορυφόρος Hope, η πρώτη αποστολή της χώρας στον Άρη, τέθηκε σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη.

Ο δορυφόρος παραμένει σε λειτουργία και πρόσφατα μετέδωσε τις πρώτες κοντινές εικόνες του Δείμου, ενός από τα δύο μικρά φεγγάρια του Άρη.

Η πλουσιότερη χώρα του Περσικού Κόλπου φιλοδοξεί επίσης να στείλει ρομποτικό όχημα στη Σελήνη το 2024.

Διδάξτε με αγάπη και όχι με υπακοή που βασίζεται στο φόβο και τους περιορισμούς

Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι, η αυστηρή διαπαιδαγώγηση δεν εγγυάται την επιτυχία στην ανατροφή των παιδιών. Η υπακοή που προέρχεται από τις φωνές και τους σκληρούς κανόνες οδηγεί στο φόβο και την ανασφάλεια.

Στην πραγματικότητα, είναι περίεργο το πώς μπορούμε να συνδέουμε στη γλώσσα μας «το υπάκουο και πειθήνιο παιδί» με κάτι το οποίο επιθυμούν και ελπίζουν οι περισσότερες οικογένειες.

Μερικές φορές όμως υπάρχει χαμηλή αυτοεκτίμηση και δυστυχία πίσω από αυτό το πειθήνιο παιδί. Είναι ένα παιδί που έχει συναντήσει τόσους τοίχους γύρω του και αντιλαμβάνεται ότι η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια φυλακή.

Εκτός αυτού, το μυαλό του δεν έχει τη δυνατότητα να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες καθώς περιμένει από τους άλλους ανθρώπους να του λένε συνεχώς τι μπορεί να κάνει και τι όχι.

Ευτυχισμένο παιδί είναι εκείνο που ανακαλύπτει, παίζει, γελάει και επικοινωνεί. Αυτό συμβαίνει επειδή ο φόβος και η αυστηρότητα κόβουν τα φτερά της ανάπτυξης και της αυτοπεποίθησής τους.

Επομένως, όταν επιλέγετε τι είδος γονέας θα θέλετε να είστε για τα παιδιά σας, θα πρέπει να επιλέξετε εκείνο που θα τους επιτρέπει να αναπτυχθούν με ακεραιότητα. Το είδος που θα τα βοηθήσει να ζήσουν με σεβασμό προς τον κόσμο και θα έχουν την ικανότητα να είναι ευτυχισμένα αλλά και να προσφέρουν ευτυχία στους άλλους.

Παρακάτω, θα σας δώσουμε μερικές απλές κατευθυντήριες γραμμές για να εξετάσετε.

Περιορισμοί στην εκπαίδευση

Όλοι θέλουν να έχουν ένα παιδί που τους ακούει, τους ικανοποιεί και τηρεί τα πρότυπα που του έχουν θέσει.

Αν και αληθεύει το γεγονός ότι είναι κάτι επιθυμητό, μην ξεχνάτε ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά θα πρέπει να βρίσκεται σε αρμονία με τις υπόλοιπες.

Η υπακοή στους κανόνες θα πρέπει να συμβαδίζει με την κατανόησή τους.
  • Τα παιδιά πρέπει να κατανοήσουν τι οφείλουν να κάνουν κάθε στιγμή και γιατί υπάρχουν οι κανόνες.
  • Κάνω ό,τι μου λέει η μαμά μου επειδή εκείνη θέλει το καλύτερο για μένα. Τακτοποιώ τα παιχνίδια μου κάθε βράδυ επειδή πρέπει να διατηρώ το δωμάτιό μου καθαρό. Από σεβασμό πρέπει να παραμένω σιωπηλός όταν μιλούν οι άλλοι και να τους ακούω.
Τα παιδιά δεν πρέπει να υπακούν κανόνες επειδή φοβούνται ή επειδή φοβούνται την τιμωρία. Η συμπεριφορική ψυχολογία δεν λειτουργεί πάντα στον τομέα της εκπαίδευσης.

Όταν το παιδί σας έχει συνηθίσει τις φωνές ή κάποιο άλλο είδος επίπληξης κάθε φορά που κάνει ένα λάθος ή δεν συμπεριφέρεται σωστά, θα αναπτύξει συναισθήματα φόβου και θυμού απέναντί σας, απέναντι στους γονείς του.

Αμέσως μετά, θα το αναλύσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες.

Η εκπαίδευση που βασίζεται στο φόβο δημιουργεί δυστυχία

Η ηλικία των παιδιών της πρώιμης παιδικής ηλικίας είναι από ενός μηνών έως και επτά ετών. Οτιδήποτε συμβαίνει σε αυτή την περίοδο είναι το κλειδί για τη μελλοντική ανάπτυξή του.
  • Κάθε γονέας θέλει το παιδί του να τον υπακούει όποτε του ζητάει να κάνει κάτι.
  • Αυτό βοηθά το παιδί να ενσωματώνεται στη δυναμική της οικογένειας ενώ παράλληλα το διατηρεί ασφαλές.
Παρόλα αυτά, τα παιδιά πάντα θέλουν να υπερβαίνουν τα όρια για να αποδείξουν στον εαυτό τους ότι μπορούν, όπως κι εμείς οι ίδιοι.
  • Αν κάθε φορά που υπερβαίνουν αυτά τα όρια αντιμετωπίζονται με σοβαρή τιμωρία, φωνές ή επίπληξη τότε το παιδί μπορεί να αντιδράσει με δυο τρόπους.
  • Θα θρέψει το θυμό του, προσπαθώντας να σας προκαλέσει ακόμη περισσότερο ή θα κλειστεί περισσότερο στον εαυτό του.
  • Τα παιδιά δεν πρέπει να περνούν την πρώιμη παιδική τους ηλικία με καθημερινό φόβο.
  • Ο φόβος φθείρει την αυτοεκτίμησή τους και προκαλεί αδικαιολόγητη πίεση στον υπό ανάπτυξη εγκέφαλό τους.
  • Όταν η ανατροφή του παιδιού βασίζεται στην τιμωρία, το παιδί επικεντρώνεται μόνο στην εξωτερική αναγνώριση. Μπορεί να δημιουργήσετε ένα αναποφάσιστο άτομο που δεν έχει αυτοπεποίθηση.
Όσα παιδιά ανακαλύπτουν τον κόσμο μέσα από το φόβο λόγω της οικογένειάς τους, μεγαλώνουν με δυστυχία.

«Αν οι άνθρωποι που με αγαπούν περισσότερο με κάνουν να φοβάμαι τότε θα πρέπει να προστατεύω τον εαυτό μου σε αυτό τον κόσμο.»

Διδάξτε με αγάπη και σεβασμό
  • Διδασκαλία με σεβασμό σημαίνει να λέτε στο παιδί σας τι πρέπει να κάνει κάθε στιγμή. Παράλληλα, σημαίνει να το ενθαρρύνετε να είναι ο εαυτός του, ελεύθερο να ανακαλύπτει τον κόσμο στο πλευρό σας με ασφάλεια.
  • Όταν διδάσκετε με αγάπη, σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να φωνάζετε και οι διαφωνίες μπορούν να επιλύονται με έναν ήρεμο και καθαρό τόνο της φωνής σας.
  • Αν θέλετε να διδάξετε στα παιδιά σας με αγάπη πώς να είναι υπάκουα, θα πρέπει κι εσείς να τα ακούσετε. Δώστε προσοχή στις σκέψεις τους και βάσει αυτών μπορείτε να κάνετε προτάσεις, διευκρινίσεις και να προσθέσετε την καθοδήγηση.
  • Μην προσπαθείτε να κάνετε τα παιδιά σας τέλεια. Ο στόχος σας είναι να μεγαλώσετε ευτυχισμένα παιδιά που γνωρίζουν τους κανόνες της οικογένειας και της κοινωνίας.
  • Για να διδάξετε το παιδί σας θα πρέπει να του δώσετε την ελευθερία να μιλάει. Αν επικεντρωθείτε στην τιμωρία και την επίπληξη και τους τονίζετε μόνο τα λάθη τους τότε θα μεγαλώσουν χωρίς να μπορούν να διεκδικήσουν τον εαυτό τους.
  • Αντί να είστε σκληροί μαζί τους όταν δεν συμπεριφέρονται σωστά, εξηγήστε τους τι έχουν κάνει λάθος και πώς μπορούν να το κάνουν καλύτερα.
  • Να θυμάστε ότι δεν είναι καλό να έχετε πολλές απαιτήσεις. Δεν θέλετε να δημιουργήσετε ένα παιδί υποχωρητικό και σιωπηλό.
Επικεντρωθείτε στα φυσικά ταλέντα του παιδιού σας, ώστε να αισθάνεται σιγουριά όταν θα έρθει η ώρα να αγωνιστεί για όσα το κάνουν ευτυχισμένο.

Μάθετε να «συνδέεστε» με το παιδί σας αντί να το τιμωρείτε. Αν κατανοήσετε τις ανάγκες του, θα μπορέσετε να το βοηθήσετε να αναπτύσσεται μέρα με τη μέρα.

Γυναικεία διαίσθηση! Η πιο επικίνδυνη φίλη σου

Γυναικεία διαίσθηση. Αρχέγονη, μυστηριώδης, φλογερή.

Πολλές γυναίκες ορκίζονται στη δύναμη της και την θεωρούν ισχυρό τους όπλο και οδηγό.

Αυτή η ρουφιάνα η διαίσθηση λοιπόν εμφανίζεται τις πιο σκοτεινές σου ώρες και σου σιγοκαίει το στήθος σαν να θέλει να σε αφυπνίσει και να σε προσανατολίσει. Δυσκολεύεσαι και εσύ να το κλείσεις στα στενά όρια της λογικής, να το εξηγήσεις, να το ερμηνεύσεις. Αλλά αυτό το ένστικτο σου κατατρώει τα σωθικά και αργά ή γρήγορα επαληθεύεται.

Σύμπτωση; Τυχαίο γεγονός; Άλλη μια πλάνη;
Όχι! Σίγουρα όχι!

Δεν είναι λίγες η φορές που την αγνόησα επιδεικτικά θέλοντας να την απομυθοποιήσω. Που έκλεινα τα αυτιά μου στις σειρήνες της για να την αποδυναμώσω. Και σε αυτή τη μάχη μεταξύ σε εμένα και σε εκείνη μάντεψε ποια ήταν αυτή που ηττήθηκε.
Αυτή ήμουν εγώ.

Εκείνη επιβλητική, σοβαρή και αποφασιστική, σαν ήρεμη δύναμη, να βρίσκεται πάντα εκεί σε πρώτα βλέμματα, γνωριμίες, καταστάσεις, σχέσεις, αποφάσεις. Να μου ψιθυρίζει τι θα γίνει, πριν ακόμη να γίνει.

Δεν την έκανα ποτέ καλή μου φίλη. Πες από φόβο, πες από αντίδραση, δεν ξέρω. Την εμπιστεύτηκα όμως πολλές φορές και δεν με πρόδωσε. Μακροπρόθεσμα ή βραχυπρόθεσμα επιβεβαιώθηκε και μου έγνεψε σαν μαμά που λέει στο παιδί της ”στα έλεγα εγώ”.

Γιατί μπορεί κάτι να το νιώθεις απ’ την αρχή αλλά δεν έχεις βάσιμα στοιχεία να το στηρίξεις. Γιατί η ζωή θέλει και ρίσκο, θέλει και λάθη, θέλει και σημάδια στα γόνατα απ΄ τις ανώμαλες προσγειώσεις. Και αλίμονο αν μέναμε πάντα αποστειρωμένοι και προφυλαγμένοι από κάθε ”δεινό”, χωρίς την απόπειρα της δοκιμής, της στυφής γεύσης του λάθους που όμως θα σου δείξει έμπρακτα το σωστό.

Δεν τιθασεύεται βέβαια. Ή την έχεις ή δεν την έχεις. Και άμα την έχεις δεν είναι εύκολο να την κάνεις να σωπάσει. Απλά είναι στην βούληση σου να την αγνοήσεις ή όχι.

Φίλε άντρα… η γυναικεία διαίσθηση είναι αλήτισσα και μάγκισσα. Μην προσπαθήσεις να την ξεγελάσεις. Δεν είναι τόσο εύκολο. Ξέρει πότε θα της πεις ψέματα, πότε θα την κοροϊδέψεις, πότε θα την υποτιμήσεις.

Σε δοκιμάζει, σου δίνει χρόνο, ευκαιρία να την βγάλεις λάθος, αλλά μην πλανάσαι ότι μπορείς να την νικήσεις. Γιατί πάντα φυλάει το τελευταίο της χαρτί. Και μάντεψε είναι άσσος. Ναι, αυτός ο κρυμμένος άσσος που λένε στο μανίκι. Και είναι οξύμωρο αλλά όσο πέφτει θύμα πλάνης, τόσο περισσότερο ισχυροποιείται.

Φίλη γυναίκα… Αυτή την εσωτερική φωνή να την ακούς, Να την αφουγκράζεσαι. Και τα λάθη σαφώς μέσα στο πρόγραμμα είναι. Αλλά όταν δεν έχεις καιρό για λάθη, άκου την ριμάδα.

Μα τι σου λέω... ξέρεις…

Το μονοπάτι ενός λαβυρίνθου είναι κυκλικό και ελικοειδές, αλλά δεν έχει αδιέξοδα

Η αλήθεια είναι ότι, καθώς ο αγώνας για επιβίωση έχει καταλαγιάσει, ανακύπτει το ερώτημα: επιβίωση για ποιο πράγμα; “Όλο και περισσότεροι άνθρωποι σήμερα έχουν τα μέσα για να ζουν, αλλά δεν έχουν κάποιο νόημα για το οποίο να ζουν.

Όταν δε μας απασχολεί η φυσική μας επιβίωση, τότε το ερώτημα μετατρέπεται σε επιβίωση για ποιο πράγμα; Παρόλο που όλο και περισσότεροι άνθρωποι σήμερα έχουν τα οικονομικά μέσα για να ζουν, παλεύουν με το ερώτημα: Για ποιο πράγμα ζούμε; Παρ’ όλη την υλική αφθονία, το εσωτερικό μας κενό, ή «υπαρξιακό κενό» έχει γίνει ακόμα πιο πιεστικό. Επειδή η θέλησή τους για νόημα είχε ματαιωθεί, για οποιονδήποτε λόγο, επέλεγαν να ακολουθήσουν εναλλακτικά μονοπάτια, μονοπάτια που βασίζονταν στην υπόθεση ότι η ευχαρίστηση ή η δύναμη (ή και τα δύο) θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν αυτό που έλειπε.

Όταν οι άνθρωποι νιώθουν άδειοι μέσα τους, στρέφονται προς τα έξω. Αναζητούν την παρηγοριά στην ευχαρίστηση και στα υλικά πράγματα. Αναζητούν την επιβεβαίωση στη δύναμη και στην προσπάθεια να ελέγχουν τους ανθρώπους και τα πράγματα γύρω τους. Σκέφτονται: Αν μπορέσω να βρω ευχαρίστηση ή να ελέγξω τα πράγματα, θα βρω νόημα στη ζωή μου. Δυστυχώς, κάνουν λάθος.

Λαβύρινθοι νοήματος

Ο λαβύρινθος είναι μια αναλογία για τη ζωή. Δεν είναι ένας λαβύρινθος ή ένας γρίφος προς επίλυση, αλλά μια πορεία νοήματος προς βίωση. Το μονοπάτι ενός λαβυρίνθου είναι κυκλικό και ελικοειδές, αλλά δεν έχει αδιέξοδα. Το κέντρο είναι εκεί, αλλά το μονοπάτι μάς πάει μέσα από αμέτρητες στροφές και ελιγμούς. Στην πραγματικότητα, δε χανόμαστε ποτέ, αλλά ούτε και μπορούμε ποτέ να δούμε πού πάμε. Το σημαντικό είναι ότι πρέπει να πιστεύουμε πως είμαστε πάντα στο σωστό μονοπάτι. Πράγματι, δεν υπάρχουν λάθος μονοπάτια, μια και κάθε βήμα που κάνουμε, κάθε εμπειρία, μας διδάσκει κάτι για τη ζωή μας. Κάθε βήμα έχει νόημα. Στην πορεία, κάποιες φορές προχωράμε με άνεση και σιγουριά, κάποιες φορές κάνουμε διστακτικά, φοβισμένα βήματα, κάποιες φορές νιώθουμε την ανάγκη να σταματήσουμε και να αναλογιστούμε και άλλες φορές νιώθουμε την έντονη επιθυμία να αποτραβηχτούμε. Πρόκειται για ένα ιερό μονοπάτι ατομικότητας, και κανείς δεν μπορεί να το διαβεί παρά μόνο εμείς οι ίδιοι.

ΣΕΝΕΚΑΣ: Μας φαίνεται μικρή η ζωή απλώς και μόνο επειδή ένα μεγάλο μέρος της το ξοδεύουμε άσκοπα.

Όμως στην πραγματικότητα η ζωή κάθε άλλο παρά μικρή είναι. Σ’ εμάς φαίνεται μικρή απλώς και μόνο επειδή ένα μεγάλο μέρος της το ξοδεύουμε άσκοπα. Όσο δηλαδή μικρή κι αν είναι η ζωή, που μας έχει παραχωρηθεί, φτάνει και περισσεύει για να πετύχουμε έργα σπουδαία. Αρκεί να τη διαχειριζόμαστε σωστά από την αρχή μέχρι το τέλος. Όμως τη στιγμή που τη σπαταλάμε μεταξύ χλιδής και απερισκεψίας, χωρίς να μας νοιάζει να δημιουργήσουμε κάτι που να έχει αξία, είναι επόμενο να διαπιστώνουμε κάποια στιγμή πως έφυγε χωρίς καν να έχουμε προλάβει να το συνειδητοποιήσουμε.

Έτσι είναι. Το βάσανό μας δεν είναι η μικρή διάρκεια της ζωής μας. Εμείς την κάνουμε να φαίνεται σύντομη με την απληστία μας. Ό,τι ακριβώς θα συνέβαινε αν πλούτη βασιλικά πλούτη τύχαινε να πέσουν σε κακό διαχειριστή. Θα σπαταλιόνταν στο λεπτό. Ενώ, αν πλούτη πολύ λιγότερα, τα είχε πάρει στα χέρια του καλός διαχειριστής θα αβγάτιζαν. Το ίδιο γίνεται και με τα χρόνια της ζωής μας. Αν ξέρει κανείς να τα διαχειριστεί καλά, μπορεί να πετύχει πολλά και σπουδαία πράγματα.

Γιατί λοιπόν να τα βάζουμε με τη φύση; Αυτή η καημένη έχει φανεί μάλλον γενναιόδωρη. Κι αν τη ζωή σου ξέρεις να την αξιοποιήσεις, διαρκεί πολύ. Όμως δυστυχώς, τον έναν τον πιάνει ανικανοποίητη φιλαργυρία, τον άλλο μια τρελή τάση να φτιάχνει σε όλη τη διάρκειά της άχρηστα πράγματα. Κάποιον άλλο να γεμίζει την κοιλιά του με κρασί κι έναν άλλο να αποβλακώνεται από την απραξία. Αυτός εδώ το έχει βάλει σκοπό να σχολιάζει συνεχώς τα στραβά των άλλων, ο άλλος εκεί, ο έμπορος, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να γυροφέρνει το δόλωμα που λέγεται κέρδος, παραδέρνοντας σε στεριές και θάλασσες σε όλον τον κόσμο. Άλλοι, που τους κατατρέχει το πάθος της δόξας του πολέμαρχου, ζουν συνέχεια με το φόβο για τους κινδύνους που παραμονεύουν τους στρατιώτες τους ή με την αγωνία για την ίδια τους τη ζωή.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Είναι μικρή η ζωή

Το περιβάλλον δεν του δίνει δυνατότητες και ικανότητες∙ τις έχει σε στοιχειώδη ή εμβρυακή μορφή

Ο άνθρωπος επιδεικνύει με το δικό του τρόπο μια πίεση προς όλο και μια πιο ολοκληρωμένη Ύπαρξη, όλο και μεγαλύτερη τέλεια πραγμάτωση του ανθρωπισμού του, ακριβώς με την ίδια φυσική, επιστημονική έννοια που μπορούμε να πούμε ότι μια βελανιδιά ʺπιέζει προς την κατεύθυνσηʺ του να γίνει δρυς, ή ότι μια τίγρις μπορεί να παρατηρηθεί ότι ʺπιέζει προςʺ το να είναι τιγρίσια, ή ένα άλογο προς το να είναι αλογίσιο. Σε τελευταία ανάλυση ο άνθρωπος δεν έχει διαμορφωθεί μέσα στον ανθρωπισμό, ούτε έχει διδαχθεί να είναι ανθρώπινος. Ο ρόλος του περιβάλλοντος είναι τελικά να του επιτρέψει ή να τον βοηθήσει να πραγματώσει τις ανθρώπινές του δυνατότητες, και όχι τις περιβαλλοντικές δυνατότητες. Το περιβάλλον δεν του δίνει δυνατότητες και ικανότητες∙ τις έχει σε στοιχειώδη ή εμβρυακή μορφή, όπως ακριβώς έχει εμβρυακά χέρια και πόδια.

Και η δημιουργικότητα, ο αυθορμητισμός, η ατομικότητα, η αυθεντικότητα, η φροντίδα για τους άλλους, η ικανότητα νʹ αγαπάει, η επιδίωξη της αλήθειας είναι εμβρυακές δυνατότητες που ανήκουν στο βιολογικό του είδος, ακριβώς τόσο, όσο και τα χέρια, τα πόδια, ο εγκέφαλος και τα μάτια του.

Φυσικά υπάρχει θαυμασμός στην παρατήρηση και τη μελέτη προσώπων που έχουν φθάσει σε μεγάλη ηλικία έχοντας, σε μεγάλο βαθμό, κατανοήσει την υπόστασή τους. Όλοι έχουμε γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους, άτομα που ζουν, με ικανότερη αίσθηση της πραγματικότητας, μεγαλύτερη ευρύτητα αντιλήψεων, αυθορμητισμό, πιο στέρεη ταυτότητα, μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, δημιουργικότητα, πιο δημοκρατική νοοτροπία, όπως επίσης και μεγαλύτερη ικανότητα ν’ αγαπούν.

Για μένα, το να ζει κανείς ολοκληρωμένα σε κάθε φάση είναι η πραγματική πρόκληση.
Βρίσκεται στη δυνατότητα να ζούμε τη ζωή μας και να πραγματώνουμε τον εαυτό μας κάθε στιγμή, ζώντας την κάθε στιγμή και κατανοώντας την ολότητά της.

Ο κόσμος έχει μια διαφορετική όψη, και γι’ αυτό ένα διαφορετικό νόημα και σκοπό σε κάθε στιγμή της ζωής. Είναι φανερό, για παράδειγμα, ότι η αγάπη που μαθαίνει κάποιος στην παιδική ηλικία είναι ριζικά διαφορετική και έχει μικρή σχέση με αυτή που βιώνει ο ώριμος άνθρωπος. Το ίδιο συμβαίνει με την εξάρτηση, την πίστη, την ηθική και την υπευθυνότητα.

Κάθε φάση εμπεριέχει τις δικές της μοναδικές σημασίες, απαιτήσεις και δυνατότητες.
Μπορούν να πραγματωθούν μόνον, αν κάθε φάση βιώνεται και κατανοείται πλήρως

Ο Αριστοτέλης και τα όρια του κωμικού

Για τον Αριστοτέλη η έννοια του κωμικού είναι συνυφασμένη με την ανάγκη του ανθρώπου να χαλαρώνει ξεφεύγοντας από αυτά που τον απασχολούν καθημερινά. Το γέλιο, ως στιγμιαία εκδήλωση ευτυχίας, έχει την τάση να λειτουργεί αυτόνομα, σαν εκτόνωση της ψυχής, ακόμη και μέσα σε συνθήκες απόλυτης δυστυχίας. Κι αυτός είναι ο λόγος που συνδέεται με την ανάπαυση, σαν απόδραση που προσφέρει αναψυχή. Το γέλιο, όταν είναι αυθόρμητο, δίνει ποιότητα στη ζωή κι αποτελεί ένδειξη ευτυχίας καταδεικνύοντας την ισορροπία της ψυχής.

Όμως, η σημασία του γέλιου στην ανθρώπινη ζωή δε συνεπάγεται την αποδοχή οτιδήποτε μπορεί να το προκαλέσει. Δεν αναιρεί δηλαδή την ανάγκη της ποιότητας του αστείου. Ο ελεύθερος άνθρωπος οφείλει να διαχωρίζει το αληθινά κωμικό από την ανοησία ή την κακοήθεια. Η φτήνια που παρουσιάζεται σαν χιούμορ είναι κατακριτέα, ακόμη κι αν προκαλεί το γέλιο στους περισσότερους.

Θα έλεγε κανείς ότι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κανείς το αστείο αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο της παιδείας του. Ο απαίδευτος άνθρωπος φαίνεται πρόθυμος να γελάσει ακόμη και με τη χυδαιότητα. Η ποιότητα σε συνδυασμό με την απήχηση που μπορεί να έχουν τα αστεία αποτελούν κριτήριο και της ποιότητας του λαού που τα υιοθετεί.

Ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «Δεδομένου ότι στη ζωή υπάρχει επίσης αναψυχή και ανάπαυση (στην οποία περιλαμβάνονται η σχόλη και η διασκέδαση), λέμε ότι και εδώ υπάρχουν κάποιοι κομψοί και καλαίσθητοι τρόποι επικοινωνίας με τους άλλους: να λέμε – αλλά και να ακούμε – αυτά που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει. Δεν είναι επίσης χωρίς σημασία το είδος των ανθρώπων στους οποίους λέμε αυτά που λέμε ή των ανθρώπων από τους οποίους ακούμε αυτά που ακούμε». (1127b 8, 39-40 και 1128a 8, 1-2).

Με αλλά λόγια, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, καθώς τα αστεία υπόκεινται στη δική τους δεοντολογία που έχει να κάνει με «αυτά που πρέπει» και «με τον τρόπο που πρέπει» προκειμένου να αποτελούν «κομψούς και καλαίσθητους τρόπους επικοινωνίας με τους άλλους». Ο Αριστοτέλης παραμένει συνεπής στον τρόπο που είχε ορίσει τη μεσότητα στα συναισθήματα και τις πράξεις από το δεύτερο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων («τη στιγμή που πρέπει, σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει, σε σχέση με τους ανθρώπους που πρέπει, για το λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει» 1106b 6, 23-24), καθώς η αναφορά σε «αυτά που πρέπει» δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με το χρόνο, τους ανθρώπους και τους λόγους, που οφείλει να λαμβάνει υπόψη του το ποιοτικό αστείο.

Κι εδώ βρίσκονται τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο που αστειεύεται, ο οποίος εκπληρώνοντας όλα τα δεοντολογικά δεδομένα οφείλει να ακολουθήσει το δρόμο της μεσότητας, αποφεύγοντας (όπως σε όλες τις περιπτώσεις) την υπερβολή και την έλλειψη: «Αυτούς λοιπόν που ξεπερνούν το μέτρο στην προσπάθειά τους να κάνουν τους άλλους να γελάσουν, η κοινή αντίληψη τους θεωρεί “καραγκιόζηδες” («βωμολόχοι» στο πρωτότυπο): ανθρώπους απαίδευτους και κακόγουστους, ανθρώπους που θέλουν με κάθε τρόπο να προκαλέσουν το γέλιο, ανθρώπους, τέλος, που έχουν πιο πολύ για στόχο τους να προκαλέσουν το γέλιο παρά να πουν αυτά που θέλουν να πουν με τρόπο αρμόζοντα και ευπρεπή, χωρίς να στενοχωρήσουν τον άνθρωπο που είναι το αντικείμενο του σκώμματός τους». (1128a 8, 5-9).

Κι αν οι «καραγκιόζηδες» (βωμολόχοι) κινούνται προς την πλευρά της υπερβολής, οι «χωριάτες» στρέφονται κατάφωρα προς την έλλειψη: «Αντίθετα, αυτούς που ούτε οι ίδιοι είναι σε θέση να πουν κάτι το αστείο ούτε ανέχονται αυτούς που το κάνουν, η κοινή αντίληψη τους θεωρεί “χωριάτες” («αγροίκοι» στο πρωτότυπο) και τραχείς ανθρώπους». (1128a 8, 9-11).

Τη μεσότητα εκπροσωπούν οι ευτράπελοι, δηλαδή οι άνθρωποι που ξέρουν να συνδυάζουν το χιούμορ με τη λεπτότητα αποφεύγοντας οτιδήποτε άκομψο παραπέμπει στη χοντροκομμένη προσβολή: «Αυτούς, τέλος, που αστειεύονται με τρόπο κομψό και καλαίσθητο η γλώσσα μας τους λέει με τη λέξη ευτράπελοι, κάτι σαν “άνθρωποι που ‘τρέπονται’ εύκολα τη μια προς τα εδώ και την άλλη προς τα εκεί”· γιατί αυτού του είδους τα πράγματα λογαριάζονται κινήσεις του χαρακτήρα, και όπως κρίνουμε τα σώματα με βάση τις κινήσεις τους, έτσι και τους χαρακτήρες». (1128a 8, 11-17).

Η ταύτιση της αντίληψης του χιούμορ με το χαρακτήρα του ανθρώπου αποτελεί το αλληλένδετο της παιδείας σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αφού η παιδεία δεν περιορίζεται μόνο στην απόκτηση της γνώσης, αλλά ενδιαφέρεται (θα λέγαμε πρωτίστως) και για τη διάπλαση του ηθικού χαρακτήρα μέσω των έξεων που θα καθορίσουν τα μόνιμα στοιχεία της προσωπικότητας. Και οι έξεις, για να είναι ορθές, δεν μπορούν παρά να διέπονται από την αρχή της μεσότητας. Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι ο κάτοχος της ηθικής αρετής, δηλαδή εκείνος που γνωρίζει τα όρια της έλλειψης και της υπερβολής που πρέπει να αποφύγει.

Κι ακριβώς αυτά τα όρια πρέπει να υπηρετηθούν και στην περίπτωση του αστείου: «Στη μεσότητα προσιδιάζει και η λεπτότητα και η διακριτικότητα. Του λεπτού και του διακριτικού ανθρώπου γνώρισμα είναι να λέει και να ακούει πράγματα που ταιριάζουν στον καλό άνθρωπο και σ’ αυτόν που έχει πάρει την αγωγή του ελεύθερου ανθρώπου· γιατί υπάρχουν κάποια πράγματα που ταιριάζει να τα λέει και να τα ακούει ένας τέτοιος άνθρωπος για διασκέδαση, και φυσικά η διασκέδαση ενός ελεύθερου ανθρώπου διαφέρει από τη διασκέδαση του κοινού και τυχαίου ανθρώπου, όπως διαφέρει και η διασκέδαση του καλλιεργημένου από τη διασκέδαση του ακαλλιέργητου ανθρώπου». (1128a 8, 19-25).

Ο Αριστοτέλης δεν εξηγεί τα επιμέρους χαρακτηριστικά της διασκέδασης και των αστείων που ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους. Το βέβαιο είναι ότι απορρίπτει την αισχρολογία κι αυτός είναι και ο λόγος που δεν του αρέσουν οι παλιές κωμωδίες: «Μπορεί κανείς να το προσέξει αυτό συγκρίνοντας τις παλαιές κωμωδίες με τις καινούργιες: στους παλαιούς ποιητές το αστείο βασιζόταν στην αισχρολογία, ενώ στους καινούργιους στον υπαινιγμό και στο υπονοούμενο· αυτά όμως τα δύο παρουσιάζουν όχι μικρή μεταξύ τους διαφορά από την άποψη της ευπρέπειας». (1128a 8, 25-29).

Από την άλλη, για τον Αριστοτέλη αυτός που αστειεύεται με σωστό τρόπο δεν αποσκοπεί απλώς στο να ευχαριστήσει ή, έστω, να μη δυσαρεστήσει την ομήγυρη. Εξάλλου, κάτι τέτοιο θα ήταν σχεδόν αδύνατο «αφού άλλα είναι τα πράγματα που δυσαρεστούν ή ευχαριστούν τον έναν και άλλα τον άλλον». (1128a 8, 32-33).

Κι εδώ δε γίνεται λόγος για το κομμάτι της δεοντολογίας που αφορά τους ανθρώπους που απευθύνεται ένα αστείο, καθώς, η προσαρμογή της συμπεριφοράς σε σχέση με τα άτομα που συναναστρέφεται κανείς δε σημαίνει μετάλλαξη. Εκείνος που διασκεδάζει με χυδαιότητες είναι δύσκολο να παραστήσει τον εκλεπτυσμένο, αλλά, ακόμη κι αν το καταφέρει, δεν έχει καμία σχέση με την αριστοτελική οπτική, καθώς δεν προβάλλει τη λεπτότητα του χαρακτήρα, αλλά το χαμαιλεοντισμό μετατρέποντας τις ανθρώπινες σχέσεις σε πεδίο υποκρισίας.

Το ξεκαθάρισμα του Αριστοτέλη ότι το αστείο δε γίνεται απλώς για να γελάσει κάποιος έχει να κάνει με την οπτική της ποιότητας, που όχι μόνο θα προκαλέσει την ευθυμία, αλλά ταυτόχρονα, χωρίς να προσβάλλει, θα αποδώσει με ρεαλισμό την προβληματική μιας συμπεριφοράς ή μιας τρέχουσας κοινωνικής αντίληψης. Κι αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί τέχνη και ιδιαίτερα λεπτούς χειρισμούς, ώστε να μη γίνει χοντράδα ή κακοήθεια προκαλώντας αντιδράσεις. Ο ελεύθερος άνθρωπος γνωρίζει τις λεπτές ισορροπίες. Τα αστεία του, όσο αιχμηρά ή καυστικά κι αν είναι δε θα μπορέσουν ποτέ να χαρακτηριστούν κακόβουλα.

Απαλλαγμένος από κάθε μοχθηρότητα μπορεί να αποδώσει ακριβώς αυτό που πρέπει. Ούτε θα αρκεστεί στην ανώδυνη ρηχότητα της επιδερμικής σάχλας, ούτε θα υποπέσει στο ατόπημα του άκομψου – προσβλητικού χαρακτηρισμού. Θα επισημάνει αυτό που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει, στον άνθρωπο που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει και για το λόγο που πρέπει. Κι αυτό δε σημαίνει ότι θα στερείται αιχμηρότητας, αφού, όταν κάτι δεν είναι αιχμηρό, είναι άνοστο, αλλά ότι η αιχμηρότητά του είναι τόσο καλά τροχισμένη, που θα χτυπήσει κατευθείαν στο ψαχνό, χωρίς όμως να γίνεται κακόβουλη.

Από κει και πέρα, τα αστεία που στερούνται προβληματισμού (όπως π.χ. κάποιος που σκοντάφτει και πέφτει) αρμόζουν περισσότερο στον «καραγκιόζη», αφού, όσο κι αν προσφέρουν ελαφρότητα ή ευθυμία, είναι αδύνατο να συγκριθούν με την ποιότητα της ακαριαίας ευστοχίας του «ευτράπελου» που διαβλέπει τα τρωτά κάποιου χαρακτήρα ή της κοινωνίας στο σύνολό της. Ο «ευτράπελος» είναι ο εκφραστής των αστείων που απευθύνονται στους ελεύθερους ανθρώπους. Κατά βάση το δυνατό χιούμορ αφορά τους σοβαρούς ανθρώπους.

Οι τυχαίοι θα προτιμήσουν κάτι πιο χοντροκομμένο, κάτι που τείνει περισσότερο στη σφαίρα του «καραγκιόζη». Γι’ αυτό και πολλοί συγχέουν τον καραγκιόζη με τον ευτράπελο: «επειδή το αστείο και το κωμικό έχει πολύ μεγάλη πέραση και οι πιο πολλοί άνθρωποι βρίσκουν στις διασκεδάσεις και στα σκώμματα περισσότερη απ’ ό,τι πρέπει ευχαρίστηση, ονομάζουν ευτράπελους και τους καραγκιόζηδες, θεωρώντας τους ευχάριστους και χαριτωμένους ανθρώπους· ότι όμως διαφέρουν οι μεν από τους δε, και μάλιστα όχι λίγο, έχει γίνει φανερό από αυτά που είπαμε». (1128a 8, 15-19).

Για τον Αριστοτέλη το μέτρο που θα μπορούσε να αποδώσει τα όρια του αστείου σε βάρος του άλλου είναι ο ίδιος ο εαυτός, καθώς αυτό που κάποιος δε θα ανεχόταν για τον εαυτό του δεν πρέπει να το απευθύνει σε άλλους: «το είδος των αστείων και των σκωμμάτων των οποίων ανέχεται να είναι αυτός το αντικείμενο είναι μάλλον το είδος των αστείων και των σκωμμάτων που ο ίδιος κάνει. Αυτό θα πει ότι υπάρχουν αστεία και σκώμματα που δε θα τα κάνει». (1128a 8, 33-34).

Το ότι ο καθένας προβαίνει μόνο στο είδος των αστείων που μπορεί να ανεχτεί κρίνεται μάλλον επισφαλές. Ο κακοήθης είναι πάντα πρόθυμος να πει για τους άλλους κακίες (δήθεν αστεία), χωρίς όμως να ανέχεται ποτέ τίποτα. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί περισσότερο ως κανόνας χιουμοριστικής εντιμότητας. Δικαιούται κανείς να αστειεύεται μέχρι εκεί που επιτρέπει και τους άλλους να αστειεύονται μαζί του.

Όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κριτήριο διαχωρισμού του «ευτράπελου» από τον «καραγκιόζη», καθώς ο «καραγκιόζης», που ξεπερνά τα όρια ακυρώνοντας κάθε έννοια ποιότητας, μπορεί να επιτρέπει και στους άλλους να ξεπερνούν τα όρια σε βάρος του.

Το βέβαιο είναι ότι τα όρια πρέπει να υπάρχουν «γιατί το σκώμμα είναι ένα είδος κακολογίας, και το να κακολογούμε κάποια πράγματα οι νομοθέτες μάς το απαγορεύουν – ίσως θα έπρεπε να μας απαγορεύουν και το να κάνουμε ορισμένου είδους σκώμματα». (1128a 8, 35-37).

Η νομοθετική λογοκρισία των αστείων αποτελεί περισσότερο προβληματισμό παρά πρόταση. Ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει αμέσως: «Ο κομψός λοιπόν και εκλεπτυσμένος άνθρωπος, ο άνθρωπος που πήρε την αγωγή του ελεύθερου ανθρώπου, θα συμπεριφερθεί με τον τρόπο που περιγράψαμε, ωσάν ο ίδιος να είναι νόμος για τον εαυτό του. Τέτοιος είναι λοιπόν ο άνθρωπος που βρίσκεται στο μέσον, είτε τον λέμε ευτράπελο είτε τον λέμε λεπτό και διακριτικό άνθρωπο». (1128a 8, 37-40).

Το αστείο δεν είναι ζήτημα νομοθεσίας, αλλά παιδείας. Η παρέμβαση του νομοθέτη για τον καθορισμό της θεματολογίας και του τρόπου του χιούμορ κρίνεται προφανώς προβληματική σε σχέση με την ποιότητα της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου. Τα όρια του χιούμορ και την ποιότητά του τα θέτει ο κόσμος. Κι αυτό έχει άμεση σχέση με την παιδεία του.

Το μόνο που μένει είναι το σχόλιο του Αριστοτέλη για τον «χωριάτη»: «Όσο για τον “χωριάτη”, αυτός είναι άχρηστος κι ακατάλληλος γι’ αυτού του είδους τις κοινωνικές διασκεδάσεις: μη μπορώντας να συνεισφέρει τίποτε αγανακτεί και γκρινιάζει για όλα». (1128b 8, 1-2).

Ο «χωριάτης» είναι μια ακόμη εκδοχή της ανοησίας. Αδυνατώντας να ανταποκριθεί στην εγρήγορση της χιουμοριστικής οξύτητας προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από την ακαμψία της δήθεν σοβαρότητας. Στην ουσία είναι άνθρωποι που δεν ανέχονται κανενός είδους κριτική. Αρέσκονται να κάνουν λόγο για θρασύτητα και για έλλειψη σεβασμού. Εκφράζουν την κακώς εννοούμενη ευπρέπεια που ταυτίζεται με την αποστείρωση. Η ευθιξία και η οργή που δείχνουν αποκαλύπτουν την αδυναμία να ανταποκριθούν στα πειράγματα. Γι’ αυτό «αγανακτούν και γκρινιάζουν για όλα». Κι αν επιχειρήσουν να αστειευθούν, αλίμονο στην ομήγυρη που θα τους ακούσει.

Το γέλιο, δηλαδή η έμπρακτη αποκρυστάλλωση της αίσθησης του χιούμορ, αφορά μόνο τους ανθρώπους. Τα ζώα μπορεί να χαίρονται, μπορεί να έχουν διάφορους τρόπους για να εκδηλώσουν τη χαρά τους, όμως δε γελούν. Η αίσθηση του κωμικού νοείται μόνο μέσα από την οπτική της λογικής, η οποία ανατρέπεται. Γι’ ο Αριστοτέλης ορίζει τους «ευτράπελους» ως ανθρώπους που «“τρέπονται” εύκολα τη μια προς τα εδώ και την άλλη προς τα εκεί». Από τη μια τρέπονται προς τη σοβαρότητα της λογικής κι από την άλλη προς την ελαφρότητα της ανατροπής της. Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, πράγμα που οι πραγματικά σοβαροί άνθρωποι γνωρίζουν καλά και οι «χωριάτες» δε θα μάθουν ποτέ.

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΞΕΝ Ελλ 7.1.33–7.1.40

Αποτυχημένη προσπάθεια των Θηβαίων να επιβάλουν τη σύναψη κοινής ειρήνης

Ο θάνατος του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου Α´ (καλοκαίρι του 368 π.Χ) θορύβησε τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι στο μέλλον θα στερούνταν την πολύτιμη στρατιωτική επικουρία των Κελτιβήρων μισθοφόρων, που είχε στείλει ήδη δύο φορές ο σικελιώτης ηγεμόνας. Γι' αυτό προσπάθησαν να προσεγγίσουν εκ νέου τους Πέρσες, στέλνοντας τον Ευθυκλή στον βασιλιά Αρταξέρξη. Δεν ήταν, όμως, οι μόνοι:


[7.1.33] Συνεχῶς δὲ βουλευόμενοι Θηβαῖοι ὅπως ἂν τὴν ἡγεμονίαν
λάβοιεν τῆς Ἑλλάδος, ἐνόμισαν, εἰ πέμψειαν πρὸς τὸν
Περσῶν βασιλέα, πλεονεκτῆσαι ἄν τι ἐν ἐκείνῳ. καὶ ἐκ
τούτου παρακαλέσαντες ἤδη τοὺς συμμάχους ἐπὶ προφάσει
ὅτι καὶ Εὐθυκλῆς ὁ Λακεδαιμόνιος εἴη παρὰ βασιλεῖ, ἀναβαί-
νουσι Θηβαίων μὲν Πελοπίδας, Ἀρκάδων δὲ Ἀντίοχος ὁ
παγκρατιαστής, Ἠλείων δὲ Ἀρχίδαμος· ἠκολούθει δὲ καὶ
Ἀργεῖος. καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἀκούσαντες ταῦτα ἀνέπεμψαν
Τιμαγόραν τε καὶ Λέοντα. [7.1.34] ἐπεὶ δὲ ἐκεῖ ἐγένοντο, πολὺ
ἐπλεονέκτει ὁ Πελοπίδας παρὰ τῷ Πέρσῃ. εἶχε γὰρ
λέγειν καὶ ὅτι μόνοι τῶν Ἑλλήνων βασιλεῖ συνεμάχοντο
ἐν Πλαταιαῖς, καὶ ὅτι ὕστερον οὐδεπώποτε στρατεύσαιντο
ἐπὶ βασιλέα, καὶ ὡς Λακεδαιμόνιοι διὰ τοῦτο πολεμήσειαν
αὐτοῖς, ὅτι οὐκ ἐθελήσαιεν μετ’ Ἀγησιλάου ἐλθεῖν ἐπ’ αὐτὸν
οὐδὲ θῦσαι ἐάσαιεν αὐτὸν ἐν Αὐλίδι τῇ Ἀρτέμιδι, ἔνθαπερ
ὅτε Ἀγαμέμνων εἰς τὴν Ἀσίαν ἐξέπλει θύσας εἷλε Τροίαν.
[7.1.35] μέγα δὲ συνεβάλλετο τῷ Πελοπίδᾳ εἰς τὸ τιμᾶσθαι καὶ ὅτι
ἐνενικήκεσαν οἱ Θηβαῖοι μάχῃ ἐν Λεύκτροις καὶ ὅτι πεπορθη-
κότες τὴν χώραν τῶν Λακεδαιμονίων ἐφαίνοντο. ἔλεγε δὲ
ὁ Πελοπίδας ὅτι οἱ Ἀργεῖοι καὶ οἱ Ἀρκάδες μάχῃ ἡττημένοι
εἶεν ὑπὸ Λακεδαιμονίων, ἐπεὶ αὐτοὶ οὐ παρεγένοντο. συνε-
μαρτύρει δ’ αὐτῷ ταῦτα πάντα ὡς ἀληθῆ λέγοι ὁ Ἀθηναῖος
Τιμαγόρας, καὶ ἐτιμᾶτο δεύτερος μετὰ τὸν Πελοπίδαν. [7.1.36] ἐκ
δὲ τούτου ἐρωτώμενος ὑπὸ βασιλέως ὁ Πελοπίδας τί βούλοιτο
ἑαυτῷ γραφῆναι εἶπεν ὅτι Μεσσήνην τε αὐτόνομον εἶναι ἀπὸ
Λακεδαιμονίων καὶ Ἀθηναίους ἀνέλκειν τὰς ναῦς· εἰ δὲ ταῦτα
μὴ πείθοιντο, στρατεύειν ἐπ’ αὐτούς· εἴ τις δὲ πόλις μὴ
ἐθέλοι ἀκολουθεῖν, ἐπὶ ταύτην πρῶτον ἰέναι. [7.1.37] γραφέντων δὲ
τούτων καὶ ἀναγνωσθέντων τοῖς πρέσβεσιν, εἶπεν ὁ Λέων
ἀκούοντος τοῦ βασιλέως· Νὴ Δία, ὦ Ἀθηναῖοι, ὥρα γε ὑμῖν,
ὡς ἔοικεν, ἄλλον τινὰ φίλον ἀντὶ βασιλέως ζητεῖν. ἐπεὶ δὲ
ἀπήγγειλεν ὁ γραμματεὺς ἃ εἶπεν ὁ Ἀθηναῖος, πάλιν ἐξή-
νεγκε προσγεγραμμένα· εἰ δέ τι δικαιότερον τούτων γιγνώ-
σκουσιν οἱ Ἀθηναῖοι, ἰόντας πρὸς βασιλέα διδάσκειν. [7.1.38] ἐπεὶ
δὲ ἀφίκοντο οἱ πρέσβεις οἴκαδε ἕκαστοι, τὸν μὲν Τιμα-
γόραν ἀπέκτειναν οἱ Ἀθηναῖοι, κατηγοροῦντος τοῦ Λέοντος
ὡς οὔτε συσκηνοῦν ἑαυτῷ ἐθέλοι μετά τε Πελοπίδου πάντα
βουλεύοιτο. τῶν δὲ ἄλλων πρέσβεων ὁ μὲν Ἠλεῖος Ἀρχί-
δαμος, ὅτι προὐτίμησε τὴν Ἦλιν πρὸ τῶν Ἀρκάδων, ἐπῄνει
τὰ τοῦ βασιλέως, ὁ δὲ Ἀντίοχος, ὅτι ἠλαττοῦτο τὸ Ἀρκαδικόν,
οὔτε τὰ δῶρα ἐδέξατο ἀπήγγειλέ τε πρὸς τοὺς μυρίους ὡς
βασιλεὺς ἀρτοκόπους μὲν καὶ ὀψοποιοὺς καὶ οἰνοχόους καὶ
θυρωροὺς πεμπλήθεις ἔχοι, ἄνδρας δὲ οἳ μάχοιντ’ ἂν Ἕλλησι
πάνυ ζητῶν οὐκ [ἂν] ἔφη δύνασθαι ἰδεῖν. πρὸς δὲ τούτοις καὶ
τὸ τῶν χρημάτων πλῆθος ἀλαζονείαν οἷ γε δοκεῖν ἔφη εἶναι,
ἐπεὶ καὶ τὴν ὑμνουμένην ἂν χρυσῆν πλάτανον οὐχ ἱκανὴν
ἔφη εἶναι τέττιγι σκιὰν παρέχειν.

[7.1.39] Ὡς δὲ οἱ Θηβαῖοι συνεκάλεσαν ἀπὸ τῶν πόλεων ἁπασῶν
ἀκουσομένους τῆς παρὰ βασιλέως ἐπιστολῆς, καὶ ὁ Πέρσης
ὁ φέρων τὰ γράμματα δείξας τὴν βασιλέως σφραγῖδα ἀνέγνω
τὰ γεγραμμένα, οἱ μὲν Θηβαῖοι ὀμνύναι ταῦτα ἐκέλευον
βασιλεῖ καὶ ἑαυτοῖς τοὺς βουλομένους φίλους εἶναι, οἱ δὲ
ἀπὸ τῶν πόλεων ἀπεκρίναντο ὅτι οὐκ ὀμούμενοι ἀλλ’ ἀκουσό-
μενοι πεμφθείησαν· εἰ δέ τι ὅρκων δέοιντο, πρὸς τὰς πόλεις
πέμπειν ἐκέλευον. ὁ μέντοι Ἀρκὰς Λυκομήδης καὶ τοῦτο
ἔλεγεν, ὅτι οὐδὲ τὸν σύλλογον ἐν Θήβαις δέοι εἶναι, ἀλλ’
ἔνθα ἂν ᾖ ὁ πόλεμος. χαλεπαινόντων δ’ αὐτῷ τῶν Θηβαίων
καὶ λεγόντων ὡς διαφθείροι τὸ συμμαχικόν, οὐδ’ εἰς τὸ
συνέδριον ἤθελε καθίζειν, ἀλλ’ ἀπιὼν ᾤχετο, καὶ μετ’ αὐ-
τοῦ πάντες οἱ ἐξ Ἀρκαδίας πρέσβεις. [7.1.40] ὡς δ’ ἐν Θήβαις
οὐκ ἠθέλησαν οἱ συνελθόντες ὀμόσαι, ἔπεμπον οἱ Θηβαῖοι
πρέσβεις ἐπὶ τὰς πόλεις, ὀμνύναι κελεύοντες ποιήσειν κατὰ
τὰ βασιλέως γράμματα, νομίζοντες ὀκνήσειν μίαν ἑκάστην
τῶν πόλεων ἀπεχθάνεσθαι ἅμα ἑαυτοῖς τε καὶ βασιλεῖ. ἐπεὶ
μέντοι εἰς Κόρινθον πρῶτον αὐτῶν ἀφικομένων ὑπέστησαν
οἱ Κορίνθιοι, καὶ ἀπεκρίναντο ὅτι οὐδὲν δέοιντο πρὸς βασιλέα
κοινῶν ὅρκων, ἐπηκολούθησαν καὶ ἄλλαι πόλεις κατὰ ταὐτὰ
ἀποκρινόμεναι. καὶ αὕτη μὲν ἡ Πελοπίδου καὶ τῶν Θηβαίων
τῆς ἀρχῆς περιβολὴ οὕτω διελύθη.

***
Οι Θηβαίοι, που δεν έπαψαν να μηχανεύονται τρόπους για ν' αποκτήσουν την ηγεμονία στην Ελλάδα, σκέφτηκαν πως αν έστελναν πρέσβεις στον Βασιλέα είχαν κάποια πιθανότητα να κερδίσουν την εύνοιά του. Με την πρόφαση λοιπόν ότι κι ο Ευθυκλής ο Λακεδαιμόνιος βρισκόταν κοντά στον Βασιλέα, ζήτησαν τη συνδρομή των συμμάχων τους, κι έτσι ξεκίνησαν για το εσωτερικό της Ασίας ο Πελοπίδας ως αντιπρόσωπος των Θηβαίων, ο Αντίοχος ο παγκρατιαστής ως αντιπρόσωπος των Αρκάδων κι ο Αρχίδαμος ως αντιπρόσωπος των Ηλείων μαζί τους πήγε κι ένας Αργείος. Οι Αθηναίοι πάλι, σαν το 'μαθαν, έστειλαν κι εκείνοι τον Τιμαγόρα και τον Λέοντα.

Όταν έφτασαν οι πρέσβεις, ο Πελοπίδας βρέθηκε σε πολύ πλεονεκτική θέση μπροστά στον Πέρση, γιατί είχε πολλά να πει για τους Θηβαίους: ότι μόνοι απ' όλους τους Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό του Βασιλέως στην Πλάταια· ότι ποτέ, αργότερα, δεν εξεστράτευσαν εναντίον του· ότι ο λόγος που τους είχε κηρύξει τον πόλεμο η Λακεδαίμων ήταν η άρνησή τους ν' ακολουθήσουν τον Αγησίλαο στην εκστρατεία του εναντίον του Βασιλέως, καθώς και να τον αφήσουν να κάνει θυσία προς τιμήν της Άρτεμης στην Αυλίδα ― εκεί ακριβώς όπου είχε κάνει θυσία ο Αγαμέμνων, πριν βάλει πλώρη για την Ασία και κουρσέψει την Τροία.

Στις τιμές που απολάμβανε ο Πελοπίδας συντελούσε πολύ η νίκη των Θηβαίων στη μάχη των Λεύκτρων, καθώς και οι ειδήσεις για τις καταστροφές που είχαν προκαλέσει στο έδαφος της Λακεδαίμονος. Άλλωστε, μόλις βρέθηκαν χωρίς τους Θηβαίους, οι Αργείοι και οι Αρκάδες ―είπε ο Πελοπίδας― νικήθηκαν σε μάχη από τους Λακεδαιμονίους. Την αλήθεια όλων αυτών την επιβεβαίωνε ο Αθηναίος Τιμαγόρας, και για τούτο ερχόταν αμέσως μετά τον Πελοπίδα στις τιμές που του γίνονταν.

Μετά απ' αυτά ο Βασιλεύς ρώτησε τον Πελοπίδα, τι όρους θα 'θελε να περιλάβει για χάρη του το σχέδιο ειρήνης· ο Πελοπίδας ζήτησε ν' αναγνωρίσουν οι Λακεδαιμόνιοι την ανεξαρτησία της Μεσσήνης, και οι Αθηναίοι να παροπλίσουν τον στόλο τους· κι αν δεν συμμορφωθούν μ' αυτά, να γίνει εκστρατεία εναντίον τους· κι όποια πόλη αρνηθεί να πάρει μέρος στην εκστρατεία, να χτυπηθεί εκείνη πρώτη. Όταν αυτά γράφτηκαν και διαβάστηκαν στους πρέσβεις, ο Λέων είπε ― και τον άκουσε ο Βασιλεύς: «Μα τον Δία, Αθηναίοι. Καιρός είναι, μου φαίνεται, να γυρέψετε κανέναν άλλο φίλο αντί για τον Βασιλέα». Ο γραμματικός εξήγησε τα λόγια του Αθηναίου, και κατόπιν βγήκε με μια προσθήκη στο κείμενο: «Κι αν οι Αθηναίοι έχουν να προτείνουν όρους δικαιότερους απ' αυτούς, να πάνε να τους αναπτύξουν στον Βασιλέα».

Αφού οι πρέσβεις έφτασαν ο καθένας στον τόπο του, ο Τιμαγόρας κατηγορήθηκε από τον Λέοντα ότι είχε αρνηθεί να συγκατοικήσει μαζί του κι ότι για όλα τα ζητήματα έκανε συνεννοήσεις με τον Πελοπίδα· τότε οι Αθηναίοι τον εξετέλεσαν. Από τους υπόλοιπους πρέσβεις ο Ηλείος Αρχίδαμος επαινούσε την πολιτική του Βασιλέως, επειδή είχε δείξει περισσότερη εύνοια στους Ηλείους παρά στους Αρκάδες· ο Αντίοχος, αντίθετα, την έκρινε επιζήμια για τους συμπατριώτες του και δεν δέχτηκε τα δώρα του· ανέφερε μάλιστα στους Δέκα Χιλιάδες ότι ο Βασιλεύς μπορεί να διαθέτει πολλούς αρτοποιούς, μαγείρους, οινοχόους και θυρωρούς, αλλά ―είπε― όσο κι αν έψαξε δεν κατόρθωσε να δει άνδρες ικανούς να πολεμήσουν τους Έλληνες. Έπειτα, είπε, καυχησιολογίες είναι κατά τη γνώμη του όσα λέγονται για τα μεγάλα του πλούτη, αφού και το πολυθρύλητο χρυσό πλατάνι δεν αρκεί να δώσει σκιά ούτε σ' ένα τζιτζίκι.

Οι Θηβαίοι κάλεσαν εκπροσώπους απ' όλες τις πόλεις για να τους ανακοινώσουν την επιστολή του Βασιλέως· ο Πέρσης που την είχε φέρει έδειξε τη βασιλική σφραγίδα και κατόπιν διάβασε το κείμενο. Τότε οι Θηβαίοι ζήτησαν απ' όλους, όσους ήθελαν τη φιλία τη δική τους και του Βασιλέως, να ορκιστούν πως θα τηρήσουν αυτούς τους όρους. Οι αντιπρόσωποι των πόλεων αποκρίθηκαν, ωστόσο, ότι δεν τους είχαν στείλει μ' εντολή να ορκιστούν, αλλά ν' ακούσουν· κι αν οι Θηβαίοι ήθελαν όρκους, είπαν, δεν είχαν παρά να στείλουν δικούς τους αντιπροσώπους στις πόλεις. Ο Λυκομήδης μάλιστα, ο Αρκάς, πρόσθεσε ότι ούτε κι η διάσκεψη έπρεπε να είχε συγκληθεί στη Θήβα, παρά εκεί που γινόταν ο πόλεμος. Οι Θηβαίοι θύμωσαν μαζί του και είπαν ότι υπονομεύει τη συμμαχία· τότε εκείνος δεν δέχτηκε ούτε να καθίσει στο συνέδριο, παρά σηκώθηκε κι έφυγε μαζί μ' όλους τους πρέσβεις της Αρκαδίας.

Μια και οι αντιπρόσωποι δεν θέλησαν να δώσουν όρκους στη Θήβα, οι Θηβαίοι έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις ζητώντας τους να ορκιστούν ότι θα συμμορφωθούν με το βασιλικό κείμενο ― πιστεύοντας ότι η καθεμιά πόλη χωριστά θα δίσταζε να προκαλέσει την έχθρα και των ίδιων και του Βασιλέως. Στην Κόρινθο όμως, όπου έφτασαν πρώτα οι πρέσβεις, οι Κορίνθιοι αρνήθηκαν να υποκύψουν κι αποκρίθηκαν ότι δεν είχαν καμιάν ανάγκη να ορκιστούν οτιδήποτε στον Βασιλέα. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν κι άλλες πόλεις, δίνοντας ανάλογη απάντηση, κι έτσι ναυάγησε εκείνη η προσπάθεια του Πελοπίδα και των Θηβαίων να πάρουν την ηγεμονία.

Τρίτη 30 Μαΐου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

Ι. Τα στοιχεία της λέξης

1. Η πρόταση

§ 1. Στα αρχαία Ελληνικά, όπως και σε όλες τις γλώσσες, η ενότητα του ρυθμικού συμπλέγματος των φθόγγων της ομιλίας, που αποκαλούμε "πρόταση", κατά κανόνα δεν αποτελεί μια αδιάρθρωτη ψυχολογικά παράσταση, αλλά μια συνένωση μεμονωμένων παραστάσεων σε ένα σύνολο, συνένωση που χαρακτηρίζεται από κάθε είδους εξωτερικά μέσα. 

Η μονομελής γλωσσική έκφραση, που μπορεί να θεωρηθεί ως η πιο πρωταρχική, αποτελεί εξαίρεση, που την αντιλαμβανόμαστε ως απόκλιση από τη νόρμα, ή δεν νοείται ούτε καν ως αυτόνομη προτασιακή μορφή: απρόσωπα ρήματα, επιφωνήματα, κλητικές, προστακτικές.

Οδηγητής και νομοθέτης σου ο λόγος

Ο δρόμος της γνώσεως, της επιστήμης, όπως λέγει ο Πλάτων, αναχωρεί από την αμφιβολίαν και τον έλεγχον. Όχι την άγονον αμφιβολίαν και την παιγνιώδη ελεγκτικήν των σοφιστών, που οδηγούν εις την άρνησιν· άλλα την θετικήν, την σοβαράν έρευναν, που οδηγεί προς την επίγνωσιν της αληθείας, διότι προϋποθέτει και δημιουργεί — και όταν ακόμη δεν καταλήγη εις κάτι οριστικόν — την βεβαιότητα της υπάρξεώς της.

Οδηγητής και νομοθέτης σου ο λόγος, ο απόλυτος κανών του πνεύματος, και μόνον η φιλία του λόγου (φιλολογία αυτό σημαίνει εις την γλώσσαν του Πλάτωνος) και η απόλυτος υποταγή εις τα κελεύσματά του σου εξασφαλίζει την ελευθερίαν και την ευδαιμονίαν.

Υποτάξου εις τον λόγον, διδάσκει ο Πλάτων, αν θέλεις να υποτάξης την ζωήν. Δι’ αυτό και τοποθετεί ο Πλάτων ως απαραίτητον προβαθμίδα της αγωγής προς την φρόνησιν τα μαθηματικά, με την αυστηράν, την αμείλικτον πειθαρχίαν του λόγου, εις την όποιαν συνηθίζουν τον άνθρωπον.

Τοιαύτη γνώσις δεν αγοράζεται έτοιμη από κανένα κάπηλον σοφίας, ούτε διδάσκεται εις ολίγον χρονικόν διάστημα. Μόνος του ο καθείς οφείλει, αν την επιθυμή, να την κατακτήση, με αγώνα και προσπάθειαν και τον διαρκή έλεγχον εναντίον της πνευματικής αδρανείας, που λαμβάνει συχνά την μορφήν της ακραδάντου, ανυπόπτου αυτοπεποιθήσεως. Αλλ’ όταν πραγματοποιηθή κά­ποτε η εσωτερική αυτή καλλιέργεια του νου και υποταχθή η ψυχή εις της επιστήμης την διακονίαν, σβήνουν πλέον αι αντιφάσεις, αι αμφιβολίαι, ο σκεπτικισμός.

Είναι άλλωστε ταύτα καρποί της ευθηνής πολυγνωσίας, της ματαίας και μισολόγου ερεύνης του προχείρου κόσμου των αισθήσεων, που ζητεί την ματαιοδοξίαν ή την περιέργειαν του όχλου να ικανοποιήση και απομακρύνει διά τούτο από τον Θεόν. Ενώ η κατά Πλάτωνα γνώσις οδηγεί προς τον Θεόν διότι αναχωρεί από το θεϊκόν πρόσταγμα του γνώθι σαυτόν και ανακαλύπτει το θείον μέσα εις τα στήθη του ανθρώπου και ακούει του Θεού την φωνήν μέσ’ από τα κελεύσματα του λόγου του εν ημίν. Και τοτ’ αισθάνεσαι, ότι πάν­των χρημάτων μέτρον είναι ο θεός, όχι ο άνθρωπος, όπως διεκήρυξεν ο Πρωταγόρας (Νόμοι 716c).

Έτσι η γνώσις δεν είναι απλή περιεργείας ικανοποίησις ή ματαιόσχολος του νου παιδιά· είναι γνώσις εσώψυχος, ζωοποιός, είναι στροφή της ψυχής διαρκής προς το αιώνιον και απόλυτον, που χαρίζει τον λυτρωμόν και την αθανασίαν εις τον άνθρωπον, είναι η φρόνησις, η γα­ληνή, ή μακαρία όψις τε και θέα της ιδέας του αληθούς.

Στη ζωή δεν αρκούν τα όνειρα. Χρειάζεσαι και στόχους να σε κυριεύουν

Ένα ταξίδι χιλίων μιλίων ξεκινά με ένα μόνο βήμα! Για να κάνεις μια καινούργια αρχή στη ζωή σου, πρέπει να βάλεις στόχους και να τους πραγματοποιήσεις. Να ξεκινάς με αισιοδοξία τη κάθε μέρα και να εκμεταλλεύεσαι το χρόνο.

Πολλές φορές όταν συναντήσουμε μια δυσκολία, τα παρατάμε και φεύγουμε. Κι αυτό συμβαίνει γιατί φοβόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό να τον αντιμετωπίσουμε και να δούμε τη κρυμμένη του αλήθεια.

Ένα από τα πιο συχνά λάθη που κάνουμε είναι να ξεχνάμε από που ξεκινήσαμε και προς τα που σκοπεύουμε να φτάσουμε. Ως γνωστόν οι αρχαίοι φιλόσοφοι έλεγαν: «Δεν έχει σημασία το ταξίδι μιας διαδρομής, αλλά ο προορισμός του».

Όλα αυτά ακούγονται κλισέ, όμως έτσι είναι στην πραγματικότητα.

Αν δεν παλέψεις σε μια μάχη με οποιοδήποτε κόστος σου επιφέρει δεν πρόκειται να βγεις κερδισμένος.

Όλοι είμαστε πολεμιστές και πρέπει εις γνώση μας να δίνουμε μάχες καθημερινά, να στοχεύουμε σε κάθε τι άξιο και μεγαλοπρεπές που μας επιφυλάσσει η ζωή.

Εκείνο που δεν καταλαβαίνει κανείς είναι το βήμα του. Πιστεύουμε ότι είναι εύκολο κι ότι μπορούμε να το καταφέρουμε ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Μπορείς να πολεμήσεις χωρίς εφόδια και όπλα;

Αναρωτήσου εάν είσαι οπλισμένος με αυτά κι ύστερα ακολούθα το μονοπάτι.

Δεν αρκεί να έχεις όνειρα, πρέπει να έχεις και σημάδι στη ζωή. Κι όταν λέω σημάδι, εννοώ έναν απραγματοποίητο στόχο που θα σε κυριεύει μέρα με τη μέρα. Είναι σαν να πηγαίνεις σε έναν άγνωστο προορισμό, να προχωράς χωρίς να ξέρεις τη διαδρομή και το μόνο σου σημάδι να είναι μια πυξίδα. Αν δεν ακολουθήσεις τους δείκτες της, δεν θα φτάσεις ποτέ στη κορυφή του βουνού παρά μόνο θα περιτριγυρίζεις χαμένος μες το δάσος.

Έχει τύχει να σκεφτείτε πόσα σημάδια ή αλλιώς μικρά αγκάθια βρίσκουμε καθημερινά και δεν τους δίνουμε ποτέ σημασία? Αυτά είναι όμως που κάνουν τη διαφορά. Ναι ναι, αυτά που δεν τα ακούμε ή κι αν τα ακούσουμε τα προσπερνάμε και στη πορεία συναντάμε διάφορα εμπόδια που μας απαγορεύουν να πάμε λίγο πιο πέρα.

Η διαίσθηση του καθενός μας είναι και το πιο ισχυρό κι αποτελεσματικό όπλο του. Εάν το χρησιμοποιήσεις σωστά κι εξελικτικά θα σας εκπλήξει το αποτέλεσμα του. Προσπαθήστε σε κάθε «προορισμό» που σκοπεύετε να πάτε να τον οραματιζόσαστε και να ακούτε τη διαίσθηση σας. Μπορεί να είναι από ένα απλό αντικείμενο μέχρι μια σοβαρή είδηση. Επεξεργαστείτε λίγο τί θέλει να σας πει; Για ποιο λόγο σας προειδοποιεί και σας προστατεύει και μετά αποφασίστε αν θα φτάσετε στο προορισμό κι αν αξίζει να περάσετε όλες αυτές τις δοκιμασίες για την πραγματοποίηση του ονείρου σας.

Ένα παιδί που σας αγαπάει θα φωνάξει, θα γελάσει θα παίξει, θα κλάψει μα στο τέλος αυτό που ήθελε να κάνει θα το διεκδικήσει στη ζωή του. Γιατί πολύ απλά έχει ακλόνητη πίστη, χρησιμοποιεί ότι έμαθε και πετυχαίνει. Εμείς δεν πιστεύουμε ότι μπορούμε, απογοητευόμαστε και τελικά αποτυγχάνουμε. Δεν είναι άδικο να φτάνεις στη πηγή και να μην πίνεις νερό;

Γι’ αυτό ξεκίνα τη μάχη, έχοντας μαζί καθετί που θα φανεί χρήσιμο κι απαραίτητο εργαλείο, συντονίσου με τις διαισθήσεις σου και πολέμα για να πετύχεις τα απραγματοποίητα όνειρα σου!

Τι μας μένει τελικά;

Τι μας μένει τελικά όταν όλοι φεύγουν και όλα χαθούν; Όταν γυρνάμε στο χώρο μας και όλοι λείπουν; Στην ησυχία του μυαλού μας, ποια είναι η πρώτη μας σκέψη;

Πόσοι τολμάμε αληθινά να μείνουμε μόνοι; Να καθίσουμε με τα προβλήματά μας, με τα άσχημα σενάρια που πλέκει η φαντασία μας, με τις φοβίες και τις ανησυχίες μας;

Πόσοι έχουμε το θάρρος να πολεμήσουμε τον εαυτό μας και να βγούμε από πάνω; Να πείσουμε εμάς πρωτίστως πως είμαστε περισσότερο από τους φόβους μας, από τις ταμπέλες που οι ίδιοι βάζουμε σε εμάς; Ίσως είναι αλήθεια πως ο χειρότερος μας εχθρός είναι ο εαυτός μας και για αυτό πολύ συχνά δε θέλουμε καν να τον αντιμετωπίσουμε. Προτιμούμε να χανόμαστε σε ασχολίες, σε εφήμερες διασκεδάσεις, σε σχέσεις και δράσεις που μας αφαιρούν έστω για λίγο την προσοχή.

Μα οι έρωτες και οι φιλίες έρχονται και φεύγουν σαν την άμπωτη και πλημμυρίδα των υδάτων. Και εμείς συνηθίζουμε σε αυτό. Στο να μην υπάρχει κάτι μόνιμο, κάτι με το οποίο να εξελισσόμαστε και εμείς μαζί, να αλλάζουμε, να ωριμάζουμε, να ζούμε συνειδητά την κάθε μικρή και μεγάλη στιγμή παρέα.

Καταλήγουμε να πείθουμε τον εαυτό μας πως δε θέλουμε πολλά πολλά. Μην πιεστούμε. Μην γεμίσουμε με πολλή πληροφορία που δεν μπορούμε να επεξεργαστούμε. Μην συνδεθούμε πολύ.

Μη νιώσουμε.

Προτιμάμε να πετάμε κάτι και να το αλλάζουμε από το να το διορθώνουμε και να το εμβαθύνουμε.

Λέμε πως δεν μπορούμε άλλο, πως προσπαθήσαμε πολύ και κουραστήκαμε, ενώ δεν ισχύει. Γιατί απλά δεν θέλουμε να ζοριστούμε. Να βγούμε έξω από αυτό το μοτίβο της εύκολης και εφήμερης ροής.

Ζούμε χωρίς συναίσθημα και καταλήγουμε να μη ζούμε καν.

Γιατί νομίζουμε πως έτσι διαφυλάσσουμε εμάς, την προσωπικότητα και τον εγωισμό μας.

Μα έτσι χάνουμε ουσιαστικά οτιδήποτε αξίζει. Οποιοδήποτε θα μπορούσε να μας ανεβάσει, να μας εξελίξει, να μας κάνει καλύτερους.

Χάνουμε το παιχνίδι πριν καν παίξουμε γιατί τόσο φοβόμαστε τι θα γίνει αν δεν κερδίσουμε.

Φοβόμαστε να δεθούμε και τελικά μένουμε μόνοι να μην αντέχουμε ούτε την ίδια μας την μοναξιά.

Μα αν «η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει» (όπως λέει και το γνωστό άσμα), πώς θα σπάσουμε τα ίδια μας τα δεσμά χωρίς να βγούμε από το βόλεμα μας; Χωρίς να αγαπήσουμε, να τα δώσουμε όλα, να πονέσουμε, να σπάσουμε, να παλέψουμε, να τα διορθώσουμε, και να κρατήσουμε ό,τι πραγματικά αξίζει; Ό,τι μας κάνει καλύτερους.

Ό,τι μας απορροφά τη σκέψη το πρωί και μας κρατάει ξάγρυπνους το βράδυ.

Το νιώθεις αυτό που μετράει. Γιατί δε σ’ αφήνει.

Έτσι ξέρεις.

Και αυτό είναι που σου μένει τελικά.

Πώς χτίζεται η αυτοπεποίθηση

Την αυτοπεποίθησή μας αλλά και την αυτοπεποίθηση των παιδιών μας, δεν μπορούμε να την χτίσουμε με τεχνητά μέσα, με το να λέμε στον εαυτό μας “πω πω τι φανταστικός που είσαι” ή να γεμίζουμε τα παιδιά μας με λάθος και μεγεθυμένες εικόνες για τον εαυτό τους. Η αυτοπεποίθηση χτίζεται με φυσικό τρόπο και γίνεται ακλόνητη όταν είμαστε πραγματικά περήφανοι για τον εαυτό μας και τις πράξεις μας.

Ζώντας με υψηλά στάνταρ!

Αυτό προϋποθέτει βέβαια να ζούμε σύμφωνα με τα -υψηλά- μας στάνταρ. Είναι φορές που απογοητεύουμε τον εαυτό μας με το να αποτυγχάνουμε να ζήσουμε με τα υψηλά μας στάνταρ, όταν χάνεται η αυτοπεποίθησή μας. Βέβαια πάντα έχουμε μετά, την ευκαιρία να ξανασηκωθούμε και να προσπαθήσουμε πάλι να λειτουργούμε σε αρμονία με τα στάνταρ μας.

Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν έχει υψηλά στάνταρ κι επιδιώξεις – έχει ήδη βουλιάξει στη μετριότητα και την αδράνεια. Όμως τα στάνταρ αυτά θα πρέπει να είναι φυσικά, η φυσική ώθηση της ψυχής μας για τελειοποίηση, για να γίνουμε όσο πιο όμορφοι μπορούμε στις εκδηλώσεις μας ώστε να μοιάσουμε στο Αρχέτυπο βάσει του οποίου έχουμε δημιουργηθεί. Τα στάνταρ μας δεν πρέπει να είναι τεχνητά, προϊόν κοινωνικών υποβολών, όπως “πρέπει να βγάλεις πολλά λεφτά, να έχεις ανέσεις” κλπ. Βεβαίως και πρέπει να προσπαθούμε για την επιτυχία, όμως όχι για λόγους ματαιοδοξίας αλλά για να εκδηλώσουμε πλήρως το δυναμικό και τα χαρίσματά μας στη ζωή.

Μπορείς να αναρωτηθείς: “Τι θα με κάνει πραγματικά περήφανο για τον εαυτό μου;” Να έχεις υγεία, ισορροπία, ομορφιά, καλλιέργεια, να αγαπάς τους ανθρώπους και να προσφέρεις κοινωνικά, αυτά είναι μερικά στοιχεία που θα χτίσουν την αυτοπεποίθησή σου.

Τι μειώνει την αυτοπεποίθηση;

Η αυτοπεποίθησή μας μειώνεται με την κακόβουλη κριτική. Κι αυτό γιατί ταυτιζόμαστε με τα στοιχεία για τα οποία κριτικάρουμε τον άνθρωπο και τα “εντυπώνουμε” στον εαυτό μας. Η κακοβουλία γενικά, μας κάνει να απεχθανόμαστε τον εαυτό μας τελικά. Η βαθιά καλοσύνη και αγάπη για όλα τα πλάσματα, θα χτίζει μια ακλόνητη αυτοπεποίθηση.

Η αυτοπεποίθησή μας μειώνεται όταν εκμεταλλευόμαστε τους άλλους, οικονομικά, σεξουαλικά, συναισθηματικά, πρακτικά κλπ. Η αυτοπεποίθησή μας όμως αυξάνει, αν υπηρετούμε τους άλλους και προσφέρουμε στην κοινωνία.

Και αν παραπονιέσαι ότι οι γονείς σου δεν σε επιβεβαίωσαν και δεν βοήθησαν στο να έχεις αυτοπεποίθηση, τότε αυτό είναι ένδειξη ότι πρέπει να δώσεις εσύ στους άλλους αυτό που δεν σου δόθηκε, κι έτσι θα το πραγματώσεις και μέσα σου. Μην ξεχνάμε ότι έλκουμε τους γονείς μας και τις συμπεριφορές τους προς εμάς – έχουμε τους γονείς που ήμασταν. Όμως αυτό μπορεί και πρέπει να αλλάξει αν είχαμε αρνητικές εμπειρίες.

Επαφή με την Ψυχή

Η αυτοπεποίθηση λοιπόν χτίζεται με ρεαλιστικά μέσα και όχι με το να τρέφει κανείς ψευδαισθήσεις και να έχει μια εσφαλμένη εικόνα του εαυτού του ή με το να αυτοπροβάλλεται με ματαιοδοξία. Γνωρίζω ότι έχω αυτά τα χαρίσματα, θα τα καλλιεργήσω για να προσφέρω κάτι καλό στην κοινωνία, κι έτσι η αυτοπεποίθησή μου χτίζεται φυσικά και ρεαλιστικά, χωρίς αυταπάτες.

Ο βασικότερος παράγοντας όλων βέβαια για να χτιστεί μια ακλόνητη αυτοπεποίθηση, είναι η τακτική επαφή μας με την Ψυχή. Γιατί είναι η Ψυχή που θα μας φορτίζει με ενέργεια και θα μας φέρει σε επαφή με έναν λαμπερό, ζεστό και δοτικό ήλιο. Και, υπάρχει ήλιος με ανασφάλειες;

Μαθήματα επιβίωσης για μικρές και μεγάλες απώλειες

Κάθε απώλεια ότι διάσταση κι αν έχει, σίγουρα δεν είναι κάτι ευχάριστο, αρχικά. Τελικά όμως; Πάμε να δούμε μερικές απόψεις γύρω από το θέμα της απώλειας.

Αντιδράσεις που συνήθως υπάρχουν στην περίοδο της απώλειας. Θυμός, ενοχή, άγχος, φόβος.
Δυσκολία στον ύπνο αλλαγές στην όρεξη, σωματικές ενοχλήσεις ή αρρώστιες.

Επιθυμία η απροθυμία να συναντήσει το άτομο φίλους ή συγγενείς, ή να γυρίσει στη δουλειά του.
Μοναξιά, κλάμα αναδρομή στο παρελθόν.

– Θα μου ήταν αδύνατον να ζήσω χωρίς εμένα.

Πολλές φορές ξεχνάμε εμάς τους ίδιους και την πραγματική υπόσταση του «είμαι», από το πάθος μας προς κάποιον άλλον. Όταν όμως έρχεται η στιγμή του αποχωρισμού ερχόμαστε αντιμέτωποι με εμάς τους ίδιους και αυτό σημαίνει ότι ποτέ δεν πρέπει να αφήνω τον εαυτό μου, καθώς αυτός με συντροφεύει κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μου!

– Το πένθος πονάει. Αντισταθμίζει αλλά δεν αποτρέπει. Γλυκαίνει αλλά δεν διαγράφει. Ενθαρρύνει να συνεχίσεις.

– Δεν ζούμε στην πραγματικότητα όπως είναι αλλά στην εικόνα που έχουμε εμείς γι' αυτήν.

Είναι η ιδέα που έχουμε εμείς οι ίδιοι για την πραγματικότητα που βέβαια πολλές φορές την πραγματικότητα την διαστρεβλώνουν οι προκαταλήψεις μας. Όπως και να 'χει αυτός είναι ο δικός μας τρόπος και με βάση αυτόν πορευόμαστε.

– Είμαστε εντελώς ανίκανοι να προσφέρουμε στα αγαπημένα μας πρόσωπα την προστασία που θα θέλαμε ενάντια σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε πόνο, ενάντια στις ματαιώσεις, τον χαμένο χρόνο, τα γηρατειά και τον θάνατο.

– Ξεκινάει από το σημείο μηδέν/Αρχή ή Απόσυρση, συνεχίζει με την αντίληψη, το συναίσθημα, έπειτα την ενεργοποίηση ενέργειας ,την δράση, την επαφή, τον αποχαιρετισμό και το τέλος, φτάνει πάλι πίσω στην αρχή.

Πρέπει να κρατάω επαφή με αυτή την διαδικασία. Εξαντλείται ο κύκλος και σιγά σιγά φτάνω στο σημείο του αποχαιρετισμού και της απόσυρσης. Μένω λίγο με τον εαυτό μου για να πάω πάλι από την αρχή.

– Είναι φοβερό να παραδεχτούμε πως σε κάθε απώλεια υπάρχει ένα όφελος. Ότι ο πόνος για την απώλεια θα τελειώσει αναγκαστικά με κάποιο κέρδος. Και βέβαια δεν υπάρχει απώλεια χωρίς ένα όφελος. Δεν υπάρχει απώλεια που δεν οδηγεί αναγκαστικά στην προσωπική ανάπτυξη.

– Ωριμότητα είναι να μαθαίνεις να ξεπερνάς. Και ξανά από την αρχή.

– Η ζωή αξίζει τον κόπο.

Να προσπαθείς να συνεχίζεις και να αποδέχεσαι

– Το πένθος είναι η επώδυνη φυσιολογική διαδικασία της επεξεργασίας μιας απώλειας, που αποσκοπεί στην προσαρμογή και την εναρμόνιση της εσωτερικής με την εξωτερική μας κατάστασης απέναντι σε μια νέα πραγματικότητα.

Επεξεργάζομαι το πένθος, επομένως έρχομαι σε επαφή με το κενό που άφησε η απώλεια εκείνου που δεν υπάρχει πια, αξιολογώ τη σημασία του και ξεπερνώ τον πόνο και την απογοήτευση που συνεπάγεται η απουσία του.

Να θυμάσαι για τον εαυτό σου πως:

Είστε ευπρόσδεκτοι και οι τρείς.

ΕΣΥ, ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΣΟΥ!

Οι Σπαρτιάτες γνώριζαν τη σημασία που έχει η εμφάνιση

Το Ήθος σχετίζεται με την ηθική και εκφράζει ποιότητα. Ο Αριστοτέλης μεταχειρίζεται το Ήθος όχι μόνο με την έννοια του να είσαι ηθικός αλλά ταυτόχρονα και με την έννοια της καλής φήμης, αυτό που λέμε «να έχεις καλό όνομα». Ο Αριστοτέλης συνδέει με το Ήθος την Αρετή. Τη διακρίνει σε δικαιοσύνη, γενναιότητα, εγκράτεια, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοψυχία, ελευθεριότητα, πραότητα, φρόνηση και σοφίας. Διδάσκει ότι το Ήθος και η Αρετή δεν προέρχονται από τη φύση μας. Προέρχονται από τις συνήθειές μας. Αν σκεφτούμε λογικά και ελέγξουμε τις συνήθειές μας θα γίνουμε ο άνθρωπος που ονειρευόμαστε να είμαστε. Γιατί το Ήθος είναι στάση ζωής, είναι η καθημερινότητά μας, είναι αυτό που πρεσβεύουμε και που έχουμε επιδείξει σε όλη την πορεία μας. Η πορεία μας αυτή επηρεάζει τη φήμη μας και η φήμη είναι που μας κάνει αξιόπιστους. Όσο πιο αξιόπιστοι είμαστε, τόσο περισσότερο οι γύρω μας θα ενδιαφέρονται για τις θέσεις μας και θα συμφωνούν με αυτές. Για να μας εμπιστευτούν, επομένως, πρέπει να έχουμε Ήθος, πρέπει να έχουμε ποιότητα και συγχρόνως να γίνει αυτό γνωστό και στους άλλους. Πώς μπορούμε να έχουμε Ήθος; Αρχικά βάζοντας όλες τις παραπάνω αξίες στη ζωή μας. 

Η ηθική μπορεί να αλλάζει με τα χρόνια και με τους αιώνες, μπορεί να αλλάζει από τόπο σε τόπο και από χώρα σε χώρα αλλά αυτό που δεν αλλάζει, απαραίτητο στοιχείο του Ήθους, είναι ο σεβασμός για τους άλλους. Αν δεν σέβεσαι τον συνεργάτη σου, τα μέλη της οικογένειάς σου, τον οποιονδήποτε με τον οποίο αλληλοεπιδράς, αν προσπαθείς να τον εξαπατήσεις, η φήμη σου θα σε ακολουθήσει αργά ή γρήγορα και οι γύρω σου θα πάψουν να σε εμπιστεύονται.

Το Ήθος μας πρέπει να το καλλιεργούμε συνεχώς δουλεύοντας με τον εαυτό μας, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να το προβάλλουμε και στους άλλους. Ίσως έχετε ακούσει την «η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει να φαίνεται και τίμια». Η φήμη μας μας ακολουθεί, και εμείς πρέπει να μεριμνούμε γι’ αυτήν. Όσο δουλεύουμε με την ηθική μας, με το να είμαστε ενάρετοι, μπορούμε ταυτόχρονα να ενισχύσουμε το Ήθος μας, την αξιοπιστία μας, με κάποιες μικρές και γρήγορες παρεμβάσεις.

Οι Σπαρτιάτες γνώριζαν τη σημασία που έπαιζε η εμφάνιση. Στη μάχη φορούσαν κόκκινους μανδύες. Με αυτό τον τρόπο, αν λαβώνονταν, δεν θα μπορούσε ο εχθρός να διακρίνει τα αίματα και να τους θεωρήσει τρωτούς. Αντίστοιχα ούτε και οι συμπολεμιστές τους θα αποθαρρύνονταν βλέποντας κάποιον δικό τους να αιμορραγεί

Η εκδίκηση είναι ο βράχος πάνω στον οποίο θα τσακίσουμε την ψυχή μας

Σίγουρα, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε βρεθεί στη θέση όπου επιθυμούμε να πάρουμε εκδίκηση από κάποιον που μας έβλαψε. Η εκδίκηση είναι μια μορφή αντίδρασης του εαυτού μας στην αδικία. Το άτομο που την επιζητεί είναι συνήθως πληγωμένο συναισθηματικά, προδομένο και ευάλωτο. Ο στόχος του είναι να κάνει αυτόν που τον πλήγωσε να αισθανθεί το ίδιο άσχημα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά μια έννοια μέσω της εκδίκησης πραγματώνεται η αισχρή και απάνθρωπη βιβλική φράση: «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Το αίσθημα της τιμωρίας αποτελεί το κίνητρο σε αυτόν που θέλει να εκδικηθεί, ώστε να απονείμει δικαιοσύνη.

Αν κανείς αναζητήσει τους βαθύτερους λόγους που κάποιος καταφεύγει στην εκδίκηση θα συναντήσει ενοχές για το κακό που προηγήθηκε. Όσο ο κύκλος της βίας αυξάνεται τόσο πληθαίνουν οι ενοχές και η μανία για εκδίκηση γίνεται όλο και πιο έντονη, σε σημείο που το άτομο δεν μπορεί να δει τίποτε άλλο. Το υποτιθέμενο σενάριο στο μυαλό του πληγωμένου ατόμου φαίνεται να λειτουργεί ως ένα είδος λύτρωσης. Στην πραγματικότητα, δε φαίνεται πως λειτουργεί όπως αναμενόταν. Μονάχα παροδική είναι η ικανοποίηση που νιώθει το άτομο καθώς μετά από λίγο επανέρχονται οι αρνητικές σκέψεις. Εκείνος που θέλει να εκδικηθεί τρέφει τα αρνητικά του συναισθήματα και αναλώνεται στην κατάστρωση ενός σχεδίου. Σπαταλώντας, χρόνο και ψυχικά αποθέματα επικεντρώνεται σε έναν ατέρμονα κύκλο εκδικητικής διάθεσης. Ως εκ τούτου, δεν εισπράττει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Για πολλούς η εκδίκηση δεν είναι η λύση στο πρόβλημα, αλλά η συγχώρεση. Ωστόσο, ο Nietzsche υποστηρίζει ότι πρέπει να λυτρωθεί ο άνθρωπος από την εκδίκηση. Αυτό είναι η “γέφυρα για την υψηλότερη ελπίδα κι ένα ουράνιο τόξο μετά από μακροχρόνιες κακοκαιρίες”.

Η περιφρόνηση της εκδίκησης εξασφαλίζει ψυχική και σωματική υγεία. Αυτό δε συνεπάγεται τη λήθη αλλά ικανότητα να προσπεράσουμε τη δύσκολη κατάσταση αντλώντας εσωτερική δύναμη. Μπορεί η εκδίκηση να είναι προσωπική υπόθεση όμως ας λάβουμε υπόψιν ότι εύκολα μπορεί να γίνει ο βράχος πάνω στον οποίο θα τσακίσουμε την ψυχή μας.

Για αυτό, οφείλουμε να επανεξετάσουμε το ζήτημα από άλλη οπτική γωνία ώστε να καταφέρουμε να συγχωρούμε τον άλλον. Κατανοώντας τα κίνητρα και τους λόγους που τον οδήγησαν να μας βλάψει, είτε δικαιολογώντας τον είτε όχι, αποδεχόμαστε τα νέα δεδομένα στη ζωή μας. Μόνο τότε θα έχουμε τη δυνατότητα να προχωρήσουμε με σθένος στη ζωή και να αντιμετωπίσουμε όλα όσα μας επιφυλάσσει.

Αυτός που διαπράττει μια αδικία είναι πάντα πιο δυστυχισμένος από εκείνον που την υφίσταται

Η συνείδηση είναι το κομμάτι του εαυτού μας που, όπως το πνεύμα και η ψυχή, δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο φυσικό σχήμα αλλά επηρεάζει τρομερά τον τρόπο που κινούμαστε στη ζωή.

Αυτό το συναίσθημα που πραγματεύεται ο Πλάτωνας αντιστοιχεί σε εκείνη τη φωνή που, όπως ο γρύλος στον Πινόκιο, μας λέει τι κάναμε καλά και τι κάναμε άσχημα και που μας τιμωρεί με την ενοχή και την ανησυχία, ώσπου να δώσουμε λύση σ’ αυτή την ανισορροπία που οι ίδιοι συμβάλαμε στο να δημιουργηθεί.

Το να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη παρουσιάζει, επιπλέον, και τα εξής οφέλη για την υγεία του σώματος και του νου:

Μας βοηθάει να κοιμόμαστε καλύτερα.
Ενισχύει την αυτοεκτίμησή μας.
Συμβάλλει στο να έχουμε καλύτερη σχέση με τους άλλους.
Μας ωθεί στο να επιβραβεύουμε τον εαυτό μας, αντί να τον τιμωρούμε με το να αισθανόμαστε άσχημα.
Δημιουργεί καλές μνήμες και αναμνήσεις.
Επιτρέπει να είμαστε διαυγείς.
Μας προστατεύει από ενοχές ή ξένες υποθέσεις.
Βελτιώνει τη φυσική μας υγεία, περιορίζοντας το άγχος που ενέχει η ενοχή.
Έτσι, λοιπόν, ολοφάνερα το καλύτερο είναι να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη και ικανοποιημένη.

Και πώς θα το καταφέρουμε;

Βασικά, ενεργώντας σύμφωνα με τις αξίες μας και με εντιμότητα.
Δηλαδή, τη στιγμή που παίρνουμε μια απόφαση, πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που οι αρχές μας μάς ωθούν να κάνουμε και να πράξουμε ανάλογα.

Πάντα έρχεται η στιγμή που κάποιος πρέπει να υιοθετήσει μια θέση που δεν είναι ούτε ασφαλής ούτε πολιτική ούτε λαϊκή, αλλά που πρέπει να την υιοθετήσει γιατί η συνείδησή του του λέει πως είναι η σωστή.

Από τον Οκταβιανό στον Μάρκο Αυρήλιο

Όταν μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.) ο Οκταβιανός έκλεινε τις πύλες του ναού του Ιανού, συμβόλιζε την επικράτηση της ειρήνης, αυτής που ονομάστηκε pax Romana, στη μεγάλη και πλουραλιστική, φυλετικά και γλωσσικά, επικράτειά του. Μόνος και απόλυτος κύριος της κατάστασης, ο ιδρυτής της Iουλιοκλαυδίας δυναστείας, θα γίνει ο Αύγουστος, ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο οποίος, στηριζόμενος στη δύναμη των λεγεώνων του και στη λατρεία που του αποδόθηκε, θα θεωρηθεί ενσάρκωση όλων των παραδοσιακών ρωμαϊκών αρετών και θα κυριαρχήσει για σαράντα πέντε σχεδόν χρόνια.

Μετά την περίοδο των εσωτερικών και εξωτερικών ταραχών της βασιλείας του Καλιγούλα, η Αυτοκρατορία, υπό τον Κλαύδιο, επεκτείνει τα όριά της και αποσαφηνίζει τον ρωμαϊκό χαρακτήρα της. Ωστόσο, αν ο τελευταίος αυτός αυτοκράτορας μετά θάνατον θεοποιήθηκε, ο διάδοχός του Νέρων γνώρισε την damnatio memoriae, την επίσημη καταδίκη της μνήμης του και τη διαγραφή του ονόματός του από τα κρατικά αρχεία.

Κατά το λεγόμενο «έτος των τεσσάρων αυτοκρατόρων», το ταραχώδες 69 μ.Χ., οπότε την εξέγερση εναντίον του Νέρωνα ακολούθησαν τα μικρά διαστή ματα της αρχής του Γάλβα, του Όθωνα και του Αύλου Βιτέλλιου, η εξουσία περιέρχεται στον εκλεκτό των στρατευμάτων της Ανατολής, τον Βεσπασιανό, διοικη τη της Ιουδαίας, ιδρυτή της δυναστείας των Φλαβίων. Διάδοχός του στον θρόνο και στη σταθερή πολιτική της ανασυγκρότησης ήταν ο γιος του Τίτος, αυτός που πριν από λίγα χρόνια είχε καταστρέψει την Ιερουσαλήμ. Οι δύο πρώτοι Φλάβιοι θεοποιήθηκαν, αλλά ο τρίτος και τελευταίος, ο μικρότερος γιος του Βεσπασιανού Δομιτιανός, δολοφονήθηκε και μεταθανατίως καταδικάστηκε. Με τους Φλαβίους, τους πρώτους αυτοκράτορες που δεν προέρχονταν από τη ρωμαϊκή αριστοκρατία, οι κοινωνικές και οργανωτικές δομές του κράτους αλλάζουν: νέα άρχουσα τάξη που αντικαθιστά την προηγούμενη, η πιο «λαϊκή» και με πίστη σε «ηθικές» αξίες, επιβάλλει κλίμα μετριοπάθειας. Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις οχυρώνουν την Αυτοκρατορία από τον Ρήνο έως τα ανατολικά του Ευφράτη και αποθαρρύνουν τους εξωτερικούς εχθρούς.

Εν συνεχεία την εξουσία πήρε ο Νέρβας, ο οποίος την κληροδότησε στον Τραϊανό, τον πρώτο άνθρωπο που έφτασε στον θρόνο της Ρώμης προερχόμενος από τις επαρχίες. Με αυτόν εγκαινιάζεται η σχεδόν εκατονταετής περίοδος των Αντωνίνων, αυτοκρατόρων που, σε γενικές γραμμές, υπήρξαν μετριοπαθείς, φιλοπρόοδοι και αγαπητοί στον λαό, αν και όχι εντελώς απαλλαγμένοι από πνεύμα αυταρχισμού. Από τον Τραϊανό έως τον Μάρκο Αυρήλιο την κληρονομική διαδοχή στον θρόνο υποκατέστησε η διαδοχή εξ υιοθεσίας, επειδή οι αυτοκράτορες δεν είχαν άμεσους κληρονόμους. Έτσι ο Τραϊανός υιοθέτησε τον Αδριανό, ο οποίος απέφυγε τους πολέμους και επιδίωξε την αναδιάρθρωση της Αυτοκρατορίας με διοικητικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Ο Αδριανός, κι αυτός χωρίς για να τον διαδεχτεί, επέλεξε, λίγο προτού πεθάνει, ως νέο αυτοκράτορα τον, γόνο οικογένειας καταγόμενης από τη Νότια Γαλατία, συγκλητικό Αυρήλιο Αντωνίνο, με τον όρο ο τελευταίος, που επίσης δεν είχε αρσενικά παιδιά, να υιοθετήσει έναν δεκαεφτάχρονο έφηβο κι ένα εφτάχρονο παιδί: τον ανεψιό της γυναίκας του Αντωνίνου και τον γιο του υιοθετημένου από τον Αδριανό Λεύκιου Κόμμοδου (Αίλιου Καίσαρα) αντίστοιχα -τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Λούκιο Βέρο.

Η βασιλεία του Αντωνίνου Πίου, όπως επονομάστηκε (pius ευσεβής), ήταν περίοδος ειρήνης και ευημερίας. Κοντά του μαθήτευσε προετοιμαζόμενος για τα μελλοντικά του καθήκοντα ο Μάρκος Αυρήλιος. Αυτός ανήλθε στον θρόνο το 161 μ.Χ., σε ηλικία σαράντα ετών. Στα πρώτα χρόνια της αρχής του είχε συναυτοκράτορα τον Λούκιο Βέρο και στα τελευταία τον Κόμμοδο, ο οποίος και τον διαδέχτηκε το 180. Με αυτόν οι Αντωνίνοι συναγωνίστηκαν σε άδοξο επίλογο τους προ κατόχους τους Φλαβίους και, ακόμα περισσότερο, τους Ιουλιοκλαυδίους. Ευνοιοκρατία, διαφθορά, συνωμοσίες, δολοφονίες, σπατάλες συνέθεσαν το σκηνικό της βασιλείας του Κόμμοδου, που, δολοφονούμενος ο ίδιος το 192, οριοθετούσε την πρότερη περίοδο της Αυτοκρατορίας, διακόσια είκοσι χρόνια περίπου αφότου ο Αύγουστος εγκαθίδρυσε τον Principatus. Οι δύο πρώτοι αιώνες της Αυτοκρατορίας κρίνονται ως η εποχή της μεγαλύτερης ίσως ακμής στην πολιτική ιστορία της Ρώμης. Περίοδος γενικά εσωτερικής και εξωτερικής ειρήνης, έφερε το ρωμαϊκό Imperium στην πιο μεγάλη εδαφική εξάπλωση (με περισσότερες από χίλιες πόλεις και πληθυσμό που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, πλησίαζε ίσως και τα ογδόντα εκατομμύρια), προσδίδοντάς του επίσης ικανό βαθμό ενότητας με την αφομοίωση από την κοινωνία της Ρώμης μεγάλων μαζών και την επέκταση των πολιτικών θεσμών και του οικονομικού συστήματος σε όλη σχεδόν την επικράτεια. Παράλληλα ωστόσο ήταν εποχή όπου οι κοινωνικές αντιθέσεις και ανισότητες παρέμειναν ισχυρές -αν δεν ενισχύθηκαν κι άλλο-, με συγκέντρωση της γαιοκτησίας και με τεράστια χάσματα (οικονομικά , κοινωνικά και πολιτικά) ανάμεσα στα ανώτερα και στα κατώτερα στρώματα (τους honestiores και τους humiliores).

Η εποχή αυτή, όσο αφορά τα περισσότερα θετικά γνωρίσματά της τουλάχιστον, φαίνεται πως έκλεισε με τον Μάρκο Αυρήλιο -ο θάνατός του σήμανε το τέλος μιας χρυσής εποχής, υποστήριξε ο Δίων Κάσσιος. Αλλά ακόμα κι αν δεν ήταν ακριβώς έτσι, γεγονός είναι πως οι πόλεμοι με τα βαρβαρικά φύλα, οι πολιτικές κρίσεις μετά το 180 και η εμφύλια βία που συνόδευε την άνοδο (και την κάθοδο) των αυτοκρατόρων στον θρόνο απο σταθεροποίησαν την κατάσταση, φέρνοντας στο προσκήνιο μια κρίση, που σοβούσε ίσως και επί των προ κατόχων του Μάρκου Αυρηλίου αλλά που είχε σταθεί μέχρι τότε δυνατό να μην έρθει στην επιφάνεια παρά την ανάκαμψη προς τα τέλη του 3ου αιώνα, φαίνεται πως τα πράγματα δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ ξανά στα μέτρα του παρελθόντος.

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

Μη φοβάσαι... Θα σε βοηθήσω εγώ

Μια φορά κι έναν καιρό… Σε ένα δάσος, κρυμμένο καλά, τόσο που για να μάθεις για την ύπαρξή του έπρεπε να περπατήσεις χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη, ζούσε ο Μάρκος, ο σκαντζόχοιρος. Ο Μάρκος ήταν 4 χρόνων γέρος. Γέρος, βέβαια. Αφού οι σκαντζόχοιροι ζουν μέχρι 5 χρόνια. Όποιον και να ρωτούσες στο δάσος όμως, έλεγε πως ήταν εφτάψυχος, σαν γάτα. Έλεγαν πως έβγαινε κάθε τρεις και λίγο στον δρόμο, αδιαφορούσε για τα αυτοκίνητα και τους κακούς ανθρώπους και με κίνδυνο να χάσει τη ζωή του διέσχιζε την άσφαλτο και περνούσε στο απέναντι δάσος. Κανένας άλλος σκαντζόχοιρος δεν είχε τολμήσει να εξερευνήσει εκείνο το δάσος, αφού πλέον όλοι γνώριζαν πως όσοι είχαν φτάσει εκεί δεν γύρισαν ποτέ ξανά. Οι αλεπούδες που κυριαρχούσαν στο γειτονικό δάσος φρόντιζαν να εξαφανίζουν κάθε μικρό σκαντζόχοιρο που πλησίαζε τις φωλιές τους. Καμία όμως δεν πείραζε τον Μάρκο κι όλοι παραξενεύονταν όταν γυρνούσε. Όμως, ούτε εκείνος ήξερε. Είχε γεράσει τόσο που δεν τον ένοιαζε να πεθάνει. Ρίσκαρε. Ζούσε τη στιγμή. Κι όλοι τον ζήλευαν για αυτό, μα κανένας δεν έκανε το ίδιο.

Ένα πρωινό, ο Μάρκος αποφάσισε να διασχίσει για ακόμα μια φορά τον δρόμο, να περάσει στο απέναντι δάσος και να κάνει ήρεμα το μπάνιο του στο ποτάμι. Λάτρευε από μικρός να βουτάει τα αγκάθια του στο ποτάμι του απέναντι δάσους, καθόταν αμέτρητες ώρες παίζοντας εκεί με τα αδέρφια του.

Τα μικρά του ποδαράκια τον εμπόδιζαν να φτάσει γρήγορα στον προορισμό του, κι έτσι ξεκινούσε πάντα νωρίς το πρωί για να μη χάνει χρόνο. Σκεφτόταν πως εκείνη την ώρα δεν θα περνούν πολλά αυτοκίνητα κι έτσι η διαδρομή του θα ήταν ασφαλέστερη.

Έτσι έκανε κι εκείνο το πρωινό, λοιπόν, ξεκίνησε από νωρίς να διασχίζει την άσφαλτο. Δεν άκουγε καλά πια, μα δεν μπόρεσε να μην ακούσει εκείνες τις δυνατές σειρήνες που έρχονταν κατά πάνω του λίγο πριν φτάσει στο απέναντι δάσος. Γύρισε το βλέμμα του κι αντίκρισε ένα μεγάλο, λευκό όχημα να τρέχει προς το μέρος του. Μη μπορώντας να σωθεί, τυλίχτηκε γύρω απ’ τα αγκάθια του και κατάλαβε πως η ζωή του τελείωσε. Οι ρόδες του λευκού οχήματος άγγιξαν την πλάτη του κι εκείνος ούρλιαξε απ’ τον πόνο. Το λευκό όχημα συνέχισε να τρέχει κι ο Μάρκος είχε μείνει στην άσφαλτο, πονώντας, φωνάζοντας αλλά γνωρίζοντας πως είναι ακόμα ζωντανός.

– “Θα παλέψω!” είπε και συνέχισε να φωνάζει για βοήθεια.

Μετά από λίγο, φάνηκαν πίσω απ’ τα ψηλά χορτάρια ο Σήφης, ο καφέ αρκούδος, η Μελίνα, η αρχηγός των αγριογούρουνων και όλοι οι υπόλοιποι σκαντζόχοιροι που άκουσαν το κάλεσμα του Μάρκου. Τον κοίταξαν και όταν κατάλαβαν τι του έχει συμβεί άρχισαν να σκέφτονται λύσεις.

– “Τον καημένο, τα έλεγα πως θα το πάθει μια μέρα.” είπε η Μελίνα

– “Αυτό έχεις να πεις; Ο φίλος μας πονάει, πρέπει να τον βοηθήσουμε.” της απάντησε ο Σήφης θέλοντας να βοηθήσει τον φίλο του

– “Καλά λέει!” πετάχτηκαν με μια φωνή οι υπόλοιποι σκαντζόχοιροι και ο ένας συνέχισε λέγοντας:

– “Ας πρόσεχε. Όλοι του λέγαμε πως τα αυτοκίνητα δεν αστειεύονται. Ήταν γέρος, δεν έπρεπε να βγαίνει έτσι μόνος του στον δρόμο.”

– “Ακριβώς! Δεν άκουγε κανέναν και γέλαγε μαζί μας που δεν μπορούσαμε από φόβο να περάσουμε απέναντι. Ορίστε τι έπαθε τώρα.” είπε η Μελίνα και γύρισε στο δάσος.

Την ακολούθησαν οι σκαντζόχοιροι και πίσω τους ο Σήφης έλεγε: “Καλά, δίκιο έχετε. Καλά να πάθει ο γέρος, ποτέ δεν έβαλε μυαλό.”

Ο Μάρκος τους άκουγε κι είχε βουρκώσει. Δεν τον ένοιαζε να πεθάνει, όμως ήταν σίγουρος πως οι φίλοι του θα τον βοηθούσαν. Τότε, άκουσε μια φωνή να ψιθυρίζει το όνομά του.

– “Μάρκο! Θα σε βοηθήσω εγώ.”

Γύρισε από την άλλη και είδε μια όμορφη, κοκκινοκαφετιά αλεπού, με περήφανη, φουντωτή ουρά να τον αρπάζει και να τρέχει προς την φωλιά της. Τον ακούμπησε με προσοχή στο μαλακό χορτάρι και αμέσως γύρω του μαζεύτηκαν κι άλλες αλεπούδες.

– “Καλώς ήρθες, Μάρκο. Είμαι η Έλλη, η βασίλισσα αλεπού. Θα κάνουμε τα πάντα για να σωθείς.” του είπε

Εκείνος παραξενεμένος τη ρώτησε:

– “Μα γιατί; Θα ήμουν ο ιδανικός μεζές για σας, γιατί να με σώσετε;”

– “Δεν αναρωτήθηκες ποτέ γιατί δεν σε έχουμε κάνει μεζέ τόσο καιρό που έρχεσαι εδώ;” ρώτησε εκείνη

– “Μα ναι, γιατί;” την ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Μάρκος

– “Γιατί είδαμε σε εσένα το καλό. Και το καλό πάντοτε κερδίζει.” απάντησε η Έλλη

– “Δηλαδή; Τι καλό είχα εγώ που δεν είχαν οι άλλοι του δάσους μου;” ξαναρώτησε

– “Αγάπη. Είδαμε σε εσένα την αγάπη. Κανένας από τους φίλους σου δεν ήρθε να σε βοηθήσει όταν υπέφερες. Όλοι όμως ζητούσαν τόσα χρόνια τη δική σου βοήθεια κι εσύ την έδινες. Το ξέραμε. Για αυτό σε ανταμείβαμε εμείς, γνωρίζοντας πως εκείνοι δεν θα το έκαναν ποτέ.” είπε χαμογελώντας

Ο Μάρκος σάστισε, την ευχαρίστησε και συνειδητοποίησε πως όλοι οι φίλοι του τον πρόδωσαν. Έμεινε εκεί κάμποσες μέρες, έγινε καλά, αν και έχασε τα αγκάθια του και ήταν έτοιμος να γυρίσει στο δάσος του.

Όταν έφτασε όλοι τον υποδέχτηκαν χαρούμενοι. Τους μάζεψε όλους κάτω από το ψηλό δέντρο και τους είπε:

– “Ξέρω γιατί φοβάστε να περάσετε στο απέναντι δάσος. Γιατί φοβάστε την αγάπη και απέναντι ξέρουν μόνο να αγαπάνε. Με βοήθησε η Έλλη, η βασίλισσα αλεπού όταν εσείς μου γυρίσατε την πλάτη. Τα αγκάθια μου δεν χάθηκαν, ξέρω που βρίσκονται. Στις καρδιές σας.” τους είπε και πήρε τον δρόμο για το δάσος των αλεπούδων, όπου θα γινόταν μόνιμος κάτοικος.

Τα υπόλοιπα ζώα κατάλαβαν το λάθος τους, μετάνιωσαν για αυτό, ξεκίνησαν να αγαπούν και να βοηθούν το ένα το άλλο και είδαν πως η ζωή τους έγινε ομορφότερη. Πήραν το μάθημά τους κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ο Αριστοτέλης, το εκούσιο μιας πράξης και το αίσθημα της ντροπής

Από τη στιγμή που έχει καταστεί σαφές ότι η αρετή σχετίζεται με τα συναισθήματα (πάθη) και τις πράξεις κάθε ανθρώπου (αν δηλαδή διέπονται από την αρχή της μεσότητας σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής), αυτό που μένει είναι ο καθορισμός της εκούσιας ή ακούσιας πράξης προκειμένου να αξιολογηθεί σωστά ως συμπεριφορά που αξίζει τον έπαινο ή την τιμωρία.

Ο Αριστοτέλης ξεκινώντας το τρίτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων είναι σαφής: «Αφού λοιπόν η αρετή σχετίζεται με τα πάθη και τις πράξεις, και αφού ο έπαινος και ο ψόγος προορίζονται μόνο για ό,τι γίνεται με τη θέλησή μας, ενώ για ό,τι γίνεται χωρίς τη θέλησή μας προορίζεται η κατανόηση καμιά φορά και ο οίκτος, είναι, λέω, απαραίτητο, οι άνθρωποι που μελετούν την αρετή να ορίσουν με σαφήνεια το περιεχόμενο των εννοιών “εκούσιο” και “ακούσιο” – κάτι που είναι, βέβαια, χρήσιμο και για τους νομοθέτες, όταν ορίζουν τις τιμές που πρέπει να απονέμονται ή τις τιμωρίες που πρέπει να επιβάλλονται». (1109b 1, 31-37).

Η θέληση, με την έννοια της ελεύθερης βούλησης, είναι που καθορίζει το εκούσιο ή ακούσιο μιας πράξης και είναι απολύτως φυσικό ότι τόσο το καλό όσο και το κακό, όταν γίνονται αθέλητα, δηλαδή από τύχη ή από συνθήκες που ξεπερνούν την ανθρώπινη επιθυμία, δεν έχουν την ίδια ηθική βαρύτητα με το εκούσιο, που προεξοφλεί την εκπλήρωση της ελευθερίας της βούλησης στο περιεχόμενο της πράξης. Ο κατά λάθος ήρωας δεν είναι ήρωας, όπως και ο κατά λάθος εγκληματίας δεν έχει εγκληματήσει. Σε τελική ανάλυση, ο έπαινος και η τιμωρία δεν αφορούν την πράξη καθαυτή, αλλά τα κίνητρά της.

Όμως, κυρίως αν πρόκειται για κάτι κακό, αυτό που ονομάζεται «ακούσια» πράξη οφείλει να αξιολογηθεί και σε σχέση με τις συνθήκες που την προκάλεσαν. Το ότι ο ξέφρενος-μεθυσμένος οδηγός, δεν είχε πρόθεση να βλάψει κανένα, δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να τιμωρηθεί.

Θα έλεγε κανείς ότι αυτό που πρέπει να επισημανθεί για την οριστική εκτίμηση μιας πράξης είναι οι συνθήκες που τη δημιουργούν κι όχι οι προθέσεις του τελικού της αποτελέσματος. Με άλλα λόγια, οι προθέσεις δεν είναι βέβαιο ότι απαλλάσσουν κι από τις ευθύνες, καθώς η πρόνοια ή η αμέλεια οποιουδήποτε ζητήματος επιδρούν καθοριστικά στην ποιότητα των εξελίξεων. Κι αυτή είναι ξεκάθαρη υπαιτιότητα του ανθρώπου. Υπό αυτή την έννοια, θα έλεγε κανείς ότι ακούσιο είναι αυτό που όχι μόνο δεν έγκειται στις προθέσεις κάποιου, αλλά ξεπερνά και κάθε δυνατότητα πρόβλεψης, ώστε να αποφευχθεί (ή να επιτευχθεί). Κινείται δηλαδή στη σφαίρα του ανθρωπίνως ανεξέλεγκτου.

Ο Αριστοτέλης ξεκινά τη δική του διερεύνηση για τα ακούσια πράγματα παραθέτοντας την επικρατούσα κοινωνική αντίληψη: «Ακούσια λοιπόν είναι, κατά την κοινή αντίληψη, όλα όσα γίνονται με την επιβολή βίας ή από άγνοια. Για “επιβολή βίας” μιλούμε σε κάθε περίπτωση που η “κίνηση” ξεκινάει από έξω: μια “κίνηση” στην οποία με κανέναν τρόπο δε συμβάλλει το πρόσωπο που κάνει (στην ουσία: που υφίσταται) την πράξη – αν π.χ. το πρόσωπο παρασέρνεται προς κάπου από τον αέρα ή από ανθρώπους που το εξουσιάζουν». (1110a 1, 1-4).

Τα πράγματα όμως περιπλέκονται, όταν την επιλογή την καθορίζει το στοιχείο του φόβου: «Στις περιπτώσεις, ωστόσο, που μια πράξη γίνεται από φόβο για μεγαλύτερα κακά ή για κάποιον καλό σκοπό (αν π.χ. ένας τύραννος, έχοντας κάτω από την εξουσία του τους γονείς ή τα παιδιά μας μάς διατάξει να κάνουμε κάτι κακό: αν το κάνουμε, θα σωθούν, ενώ αν δεν το κάνουμε θα πεθάνουν), υπάρχει αμφισβήτηση αν τέτοιου είδους πράξεις είναι ακούσιες ή εκούσιες. Τέτοια είναι και η περίπτωση που σε μια θύελλα πετούμε στη θάλασσα κάποια αγαθά: κανένας δεν πετάει στα καλά καθούμενα στη θάλασσα αγαθά με τη θέλησή του· αν είναι όμως να σωθούν ο ίδιος και οι άλλοι, κάθε φρόνιμος άνθρωπος το κάνει». (1110a 1, 4-12).

Για τον Αριστοτέλη, αυτό που τελικά καθορίζει μια πράξη ως ακούσια ή εκούσια είναι αν προκύπτει από επιλογή, δηλαδή από τελική συνειδητή απόφαση, ακόμη κι αν το δίλημμα τίθεται με τον πιο εκβιαστικό τρόπο. Ο εκβιασμός της επιλογής παίζει ξεκάθαρα ελαφρυντικό ρόλο (γι’ αυτό και τις αποφάσεις αυτού του είδους τις αποκαλεί μεικτές, δηλαδή ούτε ακούσιες ούτε εκούσιες), αλλά δεν αναιρεί τη συνείδηση της τελικής απόφασης: «Αυτού του είδους λοιπόν οι πράξεις είναι μεικτές, μοιάζουν όμως πιο πολύ με τις εκούσιες πράξεις, αφού τη στιγμή που γίνονται είναι αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης, και το τέλος μιας πράξης βρίσκεται σε άμεση σχέση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις». (1110a 1, 13-15).

Και συμπληρώνει: «Σε σχέση λοιπόν με τη στιγμή που γίνεται η πράξη μπορούμε να μιλούμε και για εκούσια και για ακούσια πράξη. Τη στιγμή εκείνη ο άνθρωπος ενεργεί με τη θέλησή του· γιατί η αρχή που κινεί σ’ αυτού του είδους τις πράξεις τα αποφασιστικής σημασίας μέλη του σώματος βρίσκεται μέσα στο άτομο, κι όταν η αρχή βρίσκεται μέσα στο άτομο, εξαρτάται επίσης από το ίδιο το άτομο το να κάνει ή να μην κάνει την πράξη. Είναι εκούσιες λοιπόν αυτού του είδους οι πράξεις· αν τις δούμε όμως καθαυτές, είναι ασφαλώς ακούσιες, δεδομένου ότι κανείς δε θα επέλεγε μια τέτοια πράξη καθαυτή». (1110a 1, 16-22).

Τα πάντα καθορίζονται από τις αρχές και τις προτεραιότητες του ανθρώπου. Υπάρχουν άνθρωποι που δε θα υπέκυπταν σε κανέναν εκβιασμό θυσιάζοντας ακόμη και τα παιδιά τους. Υπάρχουν κι άλλοι, που θα μπορούσαν να προβούν και στην πιο επαίσχυντη πράξη, όχι για τη σωτηρία από κάποιο κίνδυνο, αλλά για την εξασφάλιση μιας καλύτερης ζωής ή κι από ξεκάθαρη πλεονεξία. Το πώς θα τους κρίνουν οι άλλοι έχει να κάνει με τις δικές τους αρχές και προτεραιότητες. Αυτό όμως δεν αναιρεί τη δυνατότητα της επιλογής που υπάρχει.

Για τον Αριστοτέλη οι δυνατότητες επιλογής αναιρούνται μόνο αν οι διαμορφούμενες συνθήκες ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα κάνοντας τον εμπλεκόμενο να υποκύψει: «Υπάρχουν, πάντως, κάποιες περιπτώσεις στις οποίες δεν απονέμεται έπαινος, επιδεικνύεται όμως κάποια κατανόηση: είναι οι περιπτώσεις που κάνει κανείς όσα δεν πρέπει να κάνει, επειδή εξαναγκάζεται από κάποια πράγματα που ξεπερνούν την ανθρώπινη φύση και που κανείς δε θα μπορούσε να τα αντέξει». (1110a 1, 26-29).

Από την άλλη, τίθενται και τα αντίθετα όρια, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που είναι προτιμότερος ο θάνατος από την υποχώρηση: «Υπάρχουν όμως και κάποιες πράξεις που τίποτε δεν μπορεί να μας αναγκάσει να τις κάνουμε: καλύτερα να πεθάνει κανείς παρά να υποστεί τα έσχατα». (1110a 1, 29-31).

Ωστόσο, ακόμη κι αυτά τα έσχατα όρια της υποταγής ή της άρνησης που θέτει ο Αριστοτέλης δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως κάτι αντικειμενικό. Άλλος μπορεί να υποκύψει σε κάτι που θεωρεί έσχατο κι άλλος όχι, όπως άλλος θυσιάζει τη ζωή του για μια απαραβίαστη αρχή, ενώ άλλος όχι. Το να προσπαθήσει να βρει κανείς μια υποδειγματικά έσχατη κατάσταση, όπου όλοι θα προτιμούσαν το θάνατο, είναι μάλλον παρακινδυνευμένο. Όταν μιλάμε για τον άνθρωπο, δεν μπορεί τίποτε να είναι απόλυτο.

Το βέβαιο είναι ότι όσοι δέχονται να κάνουν το κακό, χωρίς να έχουν να κερδίσουν (ή να αποφύγουν) κάτι είναι άνθρωποι κατώτερης ποιότητας: «Δείχνει πράγματι κατώτερης ποιότητας άνθρωπο το να δεχτεί να κάνει τα πιο άσχημα πράγματα δίχως να κερδίσει τίποτε το ωραίο ή για ένα ασήμαντο κέρδος». (1110a 1, 25-26).

Παρακολουθώντας τις ζωές και τα διλήμματα των ανθρώπων ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι τελικά οι περισσότερες αποφάσεις έχουν να κάνουν με εξαναγκασμούς που αποσκοπούν σε μελλοντικά οφέλη. Έχει να κάνει, δηλαδή, με το εκούσιο, που όμως πολλές φορές δε σχετίζεται με την επιθυμία της πράξης καθαυτής, αλλά με τα αποτελέσματά της. Κι αυτό δεν είναι καθόλου κακό, όταν λειτουργεί ευεργετικά για τους άλλους.

Ο γεωργός μπορεί να ισχυριστεί ότι καλλιεργεί το χωράφι παρά τη θέλησή του κι ότι, αν δε χρειαζόταν τα κέρδη της σοδειάς για να ζήσει, θα επέλεγε την τρυφηλότητα. Από αυτή την άποψη είναι ακούσια γεωργός και υποκύπτει στον εξαναγκασμό της επιβίωσης. Αυτού του είδους οι αποφάσεις, όμως, είναι καθαρά προσωπικές. Κανείς δεν μπορεί να προσάψει ηθικούς χαρακτηρισμούς για κάποιον που έγινε γεωργός χωρίς να το θέλει.

Η κριτική που μπορεί να ασκηθεί σε μια τέτοια περίπτωση έχει να κάνει με την ατολμία στη διαχείριση της ζωής από μέρους του, ώστε να αποφύγει τη γεωργική που δε θέλει, ή με την κοινωνία που στέρησε τις ευκαιρίες. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να αποκαλέσει έναν τέτοιο άνθρωπο ηθικό ή ανήθικο. Κι αυτό γιατί ο εξαναγκασμός τον οδηγεί σε μια πράξη που ευεργετεί τους άλλους με τα αγαθά που προσφέρει.

Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο εξαναγκασμός έχει να κάνει με αποφάσεις που βλάπτουν τους άλλους. Οι διαβαθμίσεις, οι χαρακτηρισμοί και το εύρος της υποκειμενικότητας έχουν να κάνουν κυρίως με την πραγμάτωση του κακού. Τα κίνητρα έχουν μεγάλη σημασία, καθώς καταδεικνύουν το μέγεθος του εξαναγκασμού. Άλλο να κάνει κανείς κακό για να απολαύσει άχρηστες ηδονές κι άλλο για να σώσει το παιδί του. Όπως μεγάλη σημασία έχει και η φύση του κακού που πραγματοποιείται. Άλλο η κλοπή κι άλλο ο φόνος.

Κι εδώ δε γίνεται λόγος για τη γλώσσα του νομοθέτη, που έτσι κι αλλιώς οφείλει να τα λάβει όλα αυτά υπόψη για να απονεμηθεί σωστά η δικαιοσύνη, αλλά για τη διαμόρφωση της τρέχουσας κοινωνικής ηθικής, που κρίνεται πολυπλοκότερη και που ενδεχομένως – σε κάποιες περιπτώσεις – να έρχεται και σε αντίθεση με τις αποφάσεις του νόμου. (Η νομική ενοχή κάποιου, όσο αναμφισβήτητη κι αν είναι, δε συνεπάγεται και την αυτονόητη ηθική κατακραυγή της κοινωνίας, όπως και η δικαιολογημένη αθώωση από την πλευρά του νόμου μπορεί να μη συμβαδίζει πάντα με την ηθική αποκατάσταση από την πλευρά της κοινής γνώμης).

Το κατά πόσο μπορεί να δικαιολογήσει κανείς το κακό (όχι με την αυστηρή νομική έννοια αλλά με τη σημασία του ηθικού βάρους) έχει να κάνει με την παιδεία και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την ηθική. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με το ακούσιο ή εκούσιο της πράξης που τίθεται προς εξέταση.

Για τον Αριστοτέλη οι άσχημες πράξεις αποτελούν συνήθως συνειδητές επιλογές απέναντι σε συνθήκες εξαναγκασμού κι ως τέτοιες πρέπει να κρίνονται, πράγμα που δεν είναι πάντα εύκολο: «Είναι, πάντως, μερικές φορές δύσκολο να αποφασίσουμε αν πρέπει να κάνουμε το τάδε καλό με αντίτιμο το τάδε κακό ή να υπομείνουμε το τάδε κακό για να πετύχουμε το τάδε καλό». (1110a 1, 33-34).

Κι ακόμη πιο ξεκάθαρα: «Αν, τώρα, πρέπει να αποφασίσουμε με αντίτιμο τίνος κακού πρέπει να επιλέγουμε κάποιο καλό, δεν είναι κάτι που μπορούμε να το ορίσουμε εύκολα· ο λόγος είναι ότι οι επιμέρους περιπτώσεις παρουσιάζουν μεγάλες μεταξύ τους διαφορές». (1110b 1, 8-10).

Όμως, αυτού του είδους η δυσκολία στην κρίση δεν πρέπει να λειτουργεί ως δικαιολογία προκειμένου να αποφύγει κάποιος την ευθύνη των επιλογών του: «Είναι, άλλωστε, γελοίο να ρίχνουμε όλη την ευθύνη στα έξω πράγματα και όχι στον εαυτό μας (που γίνεται εύκολο θύμα τέτοιας λογής πραγμάτων), και για μεν τις ωραίες πράξεις μας να θεωρούμε αίτιο τον εαυτό μας, για τις άσχημες όμως να ρίχνουμε όλη την ευθύνη στα ευχάριστα πράγματα». (1110b 1, 15-18).

Κι όταν γίνεται λόγος για «ευχάριστα πράγματα» εννοούνται τα ευεργετικά αποτελέσματα που μπορεί να ωθήσουν κάποιον σε μια άσχημη πράξη. Όλοι θέλουν να αντλήσουν χαρά από αυτά που κάνουν, αυτό όμως δε νομιμοποιεί κάθε πράξη που θα την αποφέρει. Ή, αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, η αναζήτηση της χαράς δεν αποτελεί ισχυρό κίνητρο για να δικαιολογήσει κάποιος την άσχημη πράξη.

Όσο για το κριτήριο της άγνοιας, που τέθηκε από την αρχή ως στοιχείο κατάδειξης της ακούσιας συμπεριφοράς, ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Ό,τι κάνουμε από άγνοια, ανήκει – σε όλες τις περιπτώσεις – στο μη εκούσιο· ακούσιο είναι μόνο ό,τι προκαλεί στενοχώρια και μεταμέλεια. Γιατί όποιος έκανε κάτι από άγνοια και δεν έχει ύστερα κανένα δυσάρεστο αίσθημα εξαιτίας της πράξης του αυτής, δεν το έκανε, φυσικά, με τη θέλησή του, αφού δεν ήξερε τι έκανε· ούτε όμως πάλι το έκανε ακούσια, αφού δεν αισθάνεται καμιά στενοχώρια». (1110b 1, 20-24).

Με άλλα λόγια, μόνο η συνειδητοποίηση της εσφαλμένης συμπεριφοράς και η μεταμέλεια πιστοποιούν το ακούσιο της πράξης. Το δυσάρεστο συναίσθημα της λύπης καταδεικνύει την αναγνώριση του λάθους και την επιθυμία της μη επανάληψής του. Εκείνος που από άγνοια υπέπεσε στην άσχημη πράξη, χωρίς όμως ποτέ να το αντιληφθεί, ασφαλώς δεν το έκανε εκούσια, αφού το λάθος οφείλεται στην έλλειψη γνώσης, ούτε όμως μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για κάτι ακούσιο, αφού δε γνωρίζουμε τη συμπεριφορά που θα είχε, αν μάθαινε το κατακριτέο της πράξης του. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μην το παραδεχτεί αρνούμενος την ευθύνη του. Η άγνοια δεν εξασφαλίζει τίποτε, αφού κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδράσει κάποιος, όταν φτάσει στη γνώση.

Μόνο μετά την πληροφόρηση γίνεται ξεκάθαρο το ακούσιο ή το εκούσιο της πράξης και το αποδεικτικό στοιχείο είναι η στενοχώρια και η μεταμέλεια. Όσο κάποιος παραμένει στην άγνοια δεν ανήκει ούτε στο εκούσιο ούτε στο ακούσιο, κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης του δίνει το χαρακτηρισμό «όχι εκούσιος»: «Υπάρχουν λοιπόν δύο είδη ανθρώπων που κάνουν κάτι από άγνοια: αυτοί που αισθάνονται μεταμέλεια θεωρούνται ότι ενήργησαν ακούσια, ενώ γι’ αυτούς που δεν αισθάνονται μεταμέλεια ας χρησιμοποιήσουμε – αφού είναι διαφορετικοί από τους πρώτους – το χαρακτηρισμό “όχι εκούσιοι”· γιατί, μια και διαφέρουν από τους άλλους, είναι καλύτερο να έχουν το δικό τους όνομα». (1110b 1, 24-27).

Όμως, αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «στενοχώρια και μεταμέλεια» ως απόδειξη της ακούσιας – λόγω άγνοιας – συμπεριφοράς, δεν πρέπει να συγχέεται με το αίσθημα της ντροπής, καθώς πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό. Στο τέταρτο βιβλίο από τα Ηθικά Νικομάχεια ξεκαθαρίζει ότι η ντροπή σχετίζεται περισσότερο με το φόβο παρά με τη μεταμέλεια: «η ντροπή ορίζεται ως ένα είδος φόβου του ατόμου μήπως χάσει το καλό του όνομα, και έχει συνέπειες και αποτελέσματα παραπλήσια με αυτά που προκαλεί ο φόβος του κινδύνου: αυτοί που ντρέπονται κοκκινίζουν, ενώ αυτοί που φοβούνται το θάνατο χλωμιάζουν». (1128b 9, 11- 14).

Η μεταμέλεια ως ειλικρινής μετάνοια της ψυχής δεν έχει καμία σχέση με το φόβο, καθώς αυτός που μετανιώνει δε φοβάται για το τι θα πουν οι άλλοι – κάτι τέτοιο θα ήταν καθαρή υστεροβουλία – αλλά για την άδικη πράξη που υπέπεσε. Η μεταμέλεια αφορά τον ίδιο τον εαυτό που αισθάνεται άσχημα για τη συμπεριφορά του. Με άλλα λόγια, η μεταμέλεια είναι εσωστρεφής ενέργεια της ψυχής, καθώς στρέφεται προς τον εαυτό της, σε αντίθεση με την ντροπή, που τίθεται με καθαρή εξωστρέφεια καθώς σχετίζεται με το φόβο της δημόσιας εικόνας.

Για τον Αριστοτέλη η ντροπή είναι περισσότερο πάθος παρά έξη, και μάλιστα πάθος που αρμόζει περισσότερο στους νέους: «Το πάθος, πάντως, αυτό δεν ταιριάζει σε κάθε ηλικία, αλλά μόνο στη νεανική. Ο λόγος είναι ότι θεωρούμε ότι οι νέοι άνθρωποι πρέπει να είναι ντροπαλοί: ζώντας κάτω από την επήρεια του πάθους οι νέοι κάνουν πολλά σφάλματα, και η ντροπή τους προφυλάγει από αυτά. Τους ντροπαλούς νέους τους επαινούμε, τον μεγάλο όμως άνθρωπο κανείς δε θα τον επαινούσε ότι είναι ντροπαλός· γιατί λογαριάζουμε ότι ο μεγάλος άνθρωπος δε θα έκανε τίποτε από αυτά που φέρνουν ντροπή». (1128b 9, 16-23).

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά η ντροπή είναι αίσθημα που αφορά πρωτίστως τους ανθρώπους χαμηλής ποιότητας, καθώς έχει να κάνει με ανάρμοστες πράξεις: «Η ντροπή, επίσης, δεν είναι γνώρισμα του καλού ανθρώπου, αφού είναι κάτι που πηγαίνει μαζί με τις κακές πράξεις». (1128b 9, 23-24).

Κι εδώ δε γίνεται λόγος για το ακούσιο της άγνοιας που φέρνει τη μεταμέλεια, αλλά για το εκούσιο της πλήρους γνώσης που δε λειτουργεί αποτρεπτικά. Αυτός που βρίσκεται σε άγνοια δεν έχει λόγο να ντρέπεται γιατί έδρασε ακούσια. Η ντροπή έχει να κάνει με τη συνειδητή επιλογή του κακού, που αμαυρώνει τη δημόσια εικόνα.

Κι αυτό είναι το νόημα του επαίσχυντου: «Γνώρισμα, άλλωστε, του ευτελούς ανθρώπου είναι και το να έχει την τάση να κάνει επαίσχυντες πράξεις. Το να είναι όμως κανείς τέτοιου είδους άνθρωπος ώστε να νιώθει ντροπή κάθε φορά που κάνει μια τέτοιου είδους πράξη, και για το λόγο αυτό να φαντάζεται πως είναι καλός άνθρωπος, αυτό είναι εντελώς παράλογο· γιατί το αίσθημα της ντροπής σχετίζεται με πράξεις που γίνονται με τη θέλησή μας, και ο καλός άνθρωπος ποτέ δε θα κάνει κακές πράξεις με τη θέλησή του». (1128b 9, 27-32).

Το αίσθημα της ντροπής τίθεται με τέτοια απαξίωση που σχεδόν ταυτίζεται με την αναισχυντία: «Και αν η αναισχυντία, το να μην αισθάνεται δηλαδή κανείς ντροπή να κάνει επαίσχυντες πράξεις, είναι κακό, δε σημαίνει καθόλου ότι είναι καλό το να νιώθει ντροπή αυτός που κάνει τέτοιου είδους πράξεις». (1128b 9, 34-37). Για τον Αριστοτέλη αυτό που έχει σημασία είναι η παιδαγωγική των συναισθημάτων, ώστε να δημιουργηθεί η σωστή έξη που θα αποτρέψει τις άσχημες πράξεις.

Η μεταμέλεια αντιμετωπίζεται θετικά, γιατί λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση μετά την απομάκρυνση της άγνοιας. Η ντροπή όμως, εφόσον προϋποθέτει τη γνώση, δεν μπορεί παρά να έχει εξακολουθητικό χαρακτήρα, γεγονός που εν τέλει την εξισώνει με την αναισχυντία. Και η επανάληψη κακών πράξεων δεν μπορούν παρά να αντίκεινται στην έννοια της αρετής: «Μόνο υπό όρους, λοιπόν, θα έλεγα ότι το αίσθημα της ντροπής είναι κάτι το καλό: στην περίπτωση που ο καλός άνθρωπος θα έκανε κάποια επαίσχυντη πράξη, θα ένιωθε γι’ αυτήν ντροπή· τέτοιου είδους όμως όροι δεν υπάρχουν στην περίπτωση των αρετών». (1128b 9, 32-34).

Ούτε κι εδώ, όμως, όλα μπορούν να τεθούν με τρόπο απόλυτο κάτω από τα ίδια δεδομένα. Γιατί και πάλι υπάρχουν διαβαθμίσεις. Άλλο να παρασύρεται κανείς συνεχώς στα ίδια λάθη (παρόλο που νιώθει ντροπή αργότερα) κι άλλο κάποιος πράγματι αξιόλογος άνθρωπος να παρασυρθεί μια φορά σε μια κατακριτέα πράξη και νιώθοντας ντροπή να μην την επαναλάβει. Εξάλλου, και η ντροπή μπορεί να δράσει παιδαγωγικά αποτρέποντας την επανάληψη επαίσχυντων πράξεων. Εξαρτάται από το μέγεθος της οδύνης που θα προκαλέσει. Η ύψιστη ντροπή είναι πολύ κοντά στη μεταμέλεια. Όμως, όλα σχετίζονται και με το μέγεθος του ατοπήματος…

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια