ΠΕ. ἤδη τόδ᾽ ἐγγὺς ὥστε πῦρ ὑφάπτεται
ὕβρισμα βακχῶν, ψόγος ἐς Ἕλληνας μέγας.
780 ἀλλ᾽ οὐκ ὀκνεῖν δεῖ· στεῖχ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτρας ἰὼν
πύλας· κέλευε πάντας ἀσπιδηφόρους
ἵππων τ᾽ ἀπαντᾶν ταχυπόδων ἐπεμβάτας
πέλτας θ᾽ ὅσοι πάλλουσι καὶ τόξων χερὶ
ψάλλουσι νευράς, ὡς ἐπιστρατεύσομεν
785 βάκχαισιν· οὐ γὰρ ἀλλ᾽ ὑπερβάλλει τάδε,
εἰ πρὸς γυναικῶν πεισόμεσθ᾽ ἃ πάσχομεν.
ΔΙ. πείθηι μὲν οὐδέν, τῶν ἐμῶν λόγων κλύων,
Πενθεῦ· κακῶς δὲ πρὸς σέθεν πάσχων ὅμως
οὔ φημι χρῆναί σ᾽ ὅπλ᾽ ἐπαίρεσθαι θεῶι,
790 ἀλλ᾽ ἡσυχάζειν· Βρόμιος οὐκ ἀνέξεται
κινοῦντα βάκχας ‹σ᾽› εὐίων ὀρῶν ἄπο.
ΠΕ. οὐ μὴ φρενώσεις μ᾽, ἀλλὰ δέσμιος φυγὼν
σώσηι τόδ᾽; ἤ σοι πάλιν ἀναστρέψω δίκην.
ΔΙ. θύοιμ᾽ ἂν αὐτῶι μᾶλλον ἢ θυμούμενος
795 πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῶι.
ΠΕ. θύσω, φόνον γε θῆλυν, ὥσπερ ἄξιαι,
πολὺν ταράξας ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς.
ΔΙ. φεύξεσθε πάντες· καὶ τόδ᾽ αἰσχρόν, ἀσπίδας
θύρσοισι βάκχας ἐκτρέπειν χαλκηλάτους.
800 ΠΕ. ἀπόρωι γε τῶιδε συμπεπλέγμεθα ξένωι,
ὃς οὔτε πάσχων οὔτε δρῶν σιγήσεται.
ΔΙ. ὦ τᾶν, ἔτ᾽ ἔστιν εὖ καταστῆσαι τάδε.
ΠΕ. τί δρῶντα; δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς;
ΔΙ. ἐγὼ γυναῖκας δεῦρ᾽ ὅπλων ἄξω δίχα.
805 ΠΕ. οἴμοι· τόδ᾽ ἤδη δόλιον ἐς ἐμὲ μηχανᾶι.
ΔΙ. ποῖόν τι, σῶσαί σ᾽ εἰ θέλω τέχναις ἐμαῖς;
ΠΕ. ξυνέθεσθε κοινῆι τάδ᾽, ἵνα βακχεύητ᾽ ἀεί.
ΔΙ. καὶ μὴν ξυνεθέμην τοῦτό γ᾽, ἴσθι, τῶι θεῶι.
ΠΕ. ἐκφέρετέ μοι δεῦρ᾽ ὅπλα, σὺ δὲ παῦσαι λέγων.
810 ΔΙ. ἆ·
βούληι σφ᾽ ἐν ὄρεσι συγκαθημένας ἰδεῖν;
ΠΕ. μάλιστα, μυρίον γε δοὺς χρυσοῦ σταθμόν.
ΔΙ. τί δ᾽ εἰς ἔρωτα τοῦδε πέπτωκας μέγαν;
ΠΕ. λυπρῶς νιν εἰσίδοιμ᾽ ἂν ἐξωινωμένας.
815 ΔΙ. ὅμως δ᾽ ἴδοις ἂν ἡδέως ἅ σοι πικρά;
ΠΕ. σάφ᾽ ἴσθι, σιγῆι γ᾽ ὑπ᾽ ἐλάταις καθήμενος.
ΔΙ. ἀλλ᾽ ἐξιχνεύσουσίν σε, κἂν ἔλθηις λάθραι.
ΠΕ. ἀλλ᾽ ἐμφανῶς· καλῶς γὰρ ἐξεῖπας τάδε.
ΔΙ. ἄγωμεν οὖν σε κἀπιχειρήσεις ὁδῶι;
820 ΠΕ. ἄγ᾽ ὡς τάχιστα· τοῦ χρόνου δέ σοι φθονῶ.
***
ΠΕΝΘΕΑΣ
Το μέγα όνειδος των Ελλήνων, η ύβρις των βακχών,
φουντώνει τώρα δίπλα μας σαν τη φωτιά.
780 Όμως δεν πρέπει να διστάσω.
Σπεύδε, πήγαινε στην πύλη της Ηλέκτρας.
Πρόσταξε να ξεκινήσουν όλοι όσοι κρατούν βαριές ασπίδες,
οι αναβάτες των ταχύποδων αλόγων,
όσοι κραδαίνουν πέλτη
και όσοι δονούν τη χορδή του τόξου.
Θα σηκώσω στρατό να χτυπήσω τις βάκχες.
785 Αυτό πια υπερβαίνει κάθε όριο,
να παθαίνουμε όσα παθαίνουμε από γυναίκες.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Άκουσες τα λόγια μου, Πενθέα, αλλά δεν πείθεσαι.
Προπηλακίζομαι από σένα, και ωστόσο λέω
πως δεν πρέπει να σηκώσεις όπλα εναντίον του θεού.
790 Ησύχασε. Δεν θα ανεχθεί ο Διόνυσος
να διώξεις τις βάκχες από τα ιερά όρη.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Αντί να με νουθετείς
δεν κοιτάζεις να σώσεις αυτό που κέρδισες,
τώρα που ξέφυγες από τα δεσμά;
Ή μήπως θέλεις να ξαναρχίσει το μαρτύριό σου;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Θα προτιμούσα να θυσιάζω στον Διόνυσο,
795 αντί οργισμένος να λακτίζω στις λόγχες,
να πολεμάω θνητός με θεό.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Θα θυσιάσω·
το αίμα των γυναικών, όπως τους αξίζει,
θα πλημμυρίσει τις πτυχές του Κιθαιρώνα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όλοι σας θα το βάλετε στα πόδια.
Και αυτό θα είναι η καταισχύνη σας,
οι θύρσοι των βακχών
να τρέπουν σε φυγή τις χάλκινες ασπίδες.
ΠΕΝΘΕΑΣ
800 Τούτος ο ξένος δεν αντιμετωπίζεται.
Είτε τον τιμωρήσεις είτε όχι, δεν σωπαίνει.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Φίλε, αυτά μπορείς ακόμη να τα διορθώσεις.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Κάνοντας τί; Μήπως αν γίνω δούλος των δούλων μου;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Εγώ θα φέρω εδώ τις γυναίκες χωρίς όπλα.
ΠΕΝΘΕΑΣ
805 Αλίμονο! Ιδού ήδη το δόλιο σχέδιό σου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δόλιο σχέδιο που θέλω να σε σώσω με τις τέχνες μου;
ΠΕΝΘΕΑΣ
Τα έχετε συμφωνήσει, για να βακχεύετε ακαταπαύστως.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ασφαλώς και έχω συμφωνήσει —μην αμφιβάλλεις—
πλην όμως με τον θεό.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Φέρτε μου εδώ τα όπλα μου και εσύ πάψε να μιλάς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
810 Α!
Θέλεις να τις δεις πάνω στα όρη να κάθονται όλες μαζί;
ΠΕΝΘΕΑΣ
Όσο τίποτε άλλο. Χίλια καντάρια χρυσάφι θα έδινα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Και πώς σε κατέλαβε γι᾽ αυτό έρωτας μέγας;
ΠΕΝΘΕΑΣ
Θα είναι αλγεινό το θέαμα να τις δω μεθυσμένες.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
815 Και θα χαρείς να δεις κάτι που σε πληγώνει;
ΠΕΝΘΕΑΣ
Να είσαι βέβαιος. Θα καθίσω αμίλητος κάτω από τα έλατα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όμως, και κρυφά να πας, παίρνουν τα χνάρια και σε βρίσκουν.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Τότε να πάω φανερά. Είναι σωστό αυτό που είπες.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Να σε οδηγήσω λοιπόν; Θα επιχειρήσεις το ταξίδι;
ΠΕΝΘΕΑΣ
820 Οδήγησέ με όσο πιο γρήγορα μπορείς. Μη χάνεις χρόνο
ὕβρισμα βακχῶν, ψόγος ἐς Ἕλληνας μέγας.
780 ἀλλ᾽ οὐκ ὀκνεῖν δεῖ· στεῖχ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτρας ἰὼν
πύλας· κέλευε πάντας ἀσπιδηφόρους
ἵππων τ᾽ ἀπαντᾶν ταχυπόδων ἐπεμβάτας
πέλτας θ᾽ ὅσοι πάλλουσι καὶ τόξων χερὶ
ψάλλουσι νευράς, ὡς ἐπιστρατεύσομεν
785 βάκχαισιν· οὐ γὰρ ἀλλ᾽ ὑπερβάλλει τάδε,
εἰ πρὸς γυναικῶν πεισόμεσθ᾽ ἃ πάσχομεν.
ΔΙ. πείθηι μὲν οὐδέν, τῶν ἐμῶν λόγων κλύων,
Πενθεῦ· κακῶς δὲ πρὸς σέθεν πάσχων ὅμως
οὔ φημι χρῆναί σ᾽ ὅπλ᾽ ἐπαίρεσθαι θεῶι,
790 ἀλλ᾽ ἡσυχάζειν· Βρόμιος οὐκ ἀνέξεται
κινοῦντα βάκχας ‹σ᾽› εὐίων ὀρῶν ἄπο.
ΠΕ. οὐ μὴ φρενώσεις μ᾽, ἀλλὰ δέσμιος φυγὼν
σώσηι τόδ᾽; ἤ σοι πάλιν ἀναστρέψω δίκην.
ΔΙ. θύοιμ᾽ ἂν αὐτῶι μᾶλλον ἢ θυμούμενος
795 πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῶι.
ΠΕ. θύσω, φόνον γε θῆλυν, ὥσπερ ἄξιαι,
πολὺν ταράξας ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς.
ΔΙ. φεύξεσθε πάντες· καὶ τόδ᾽ αἰσχρόν, ἀσπίδας
θύρσοισι βάκχας ἐκτρέπειν χαλκηλάτους.
800 ΠΕ. ἀπόρωι γε τῶιδε συμπεπλέγμεθα ξένωι,
ὃς οὔτε πάσχων οὔτε δρῶν σιγήσεται.
ΔΙ. ὦ τᾶν, ἔτ᾽ ἔστιν εὖ καταστῆσαι τάδε.
ΠΕ. τί δρῶντα; δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς;
ΔΙ. ἐγὼ γυναῖκας δεῦρ᾽ ὅπλων ἄξω δίχα.
805 ΠΕ. οἴμοι· τόδ᾽ ἤδη δόλιον ἐς ἐμὲ μηχανᾶι.
ΔΙ. ποῖόν τι, σῶσαί σ᾽ εἰ θέλω τέχναις ἐμαῖς;
ΠΕ. ξυνέθεσθε κοινῆι τάδ᾽, ἵνα βακχεύητ᾽ ἀεί.
ΔΙ. καὶ μὴν ξυνεθέμην τοῦτό γ᾽, ἴσθι, τῶι θεῶι.
ΠΕ. ἐκφέρετέ μοι δεῦρ᾽ ὅπλα, σὺ δὲ παῦσαι λέγων.
810 ΔΙ. ἆ·
βούληι σφ᾽ ἐν ὄρεσι συγκαθημένας ἰδεῖν;
ΠΕ. μάλιστα, μυρίον γε δοὺς χρυσοῦ σταθμόν.
ΔΙ. τί δ᾽ εἰς ἔρωτα τοῦδε πέπτωκας μέγαν;
ΠΕ. λυπρῶς νιν εἰσίδοιμ᾽ ἂν ἐξωινωμένας.
815 ΔΙ. ὅμως δ᾽ ἴδοις ἂν ἡδέως ἅ σοι πικρά;
ΠΕ. σάφ᾽ ἴσθι, σιγῆι γ᾽ ὑπ᾽ ἐλάταις καθήμενος.
ΔΙ. ἀλλ᾽ ἐξιχνεύσουσίν σε, κἂν ἔλθηις λάθραι.
ΠΕ. ἀλλ᾽ ἐμφανῶς· καλῶς γὰρ ἐξεῖπας τάδε.
ΔΙ. ἄγωμεν οὖν σε κἀπιχειρήσεις ὁδῶι;
820 ΠΕ. ἄγ᾽ ὡς τάχιστα· τοῦ χρόνου δέ σοι φθονῶ.
***
ΠΕΝΘΕΑΣ
Το μέγα όνειδος των Ελλήνων, η ύβρις των βακχών,
φουντώνει τώρα δίπλα μας σαν τη φωτιά.
780 Όμως δεν πρέπει να διστάσω.
Σπεύδε, πήγαινε στην πύλη της Ηλέκτρας.
Πρόσταξε να ξεκινήσουν όλοι όσοι κρατούν βαριές ασπίδες,
οι αναβάτες των ταχύποδων αλόγων,
όσοι κραδαίνουν πέλτη
και όσοι δονούν τη χορδή του τόξου.
Θα σηκώσω στρατό να χτυπήσω τις βάκχες.
785 Αυτό πια υπερβαίνει κάθε όριο,
να παθαίνουμε όσα παθαίνουμε από γυναίκες.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Άκουσες τα λόγια μου, Πενθέα, αλλά δεν πείθεσαι.
Προπηλακίζομαι από σένα, και ωστόσο λέω
πως δεν πρέπει να σηκώσεις όπλα εναντίον του θεού.
790 Ησύχασε. Δεν θα ανεχθεί ο Διόνυσος
να διώξεις τις βάκχες από τα ιερά όρη.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Αντί να με νουθετείς
δεν κοιτάζεις να σώσεις αυτό που κέρδισες,
τώρα που ξέφυγες από τα δεσμά;
Ή μήπως θέλεις να ξαναρχίσει το μαρτύριό σου;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Θα προτιμούσα να θυσιάζω στον Διόνυσο,
795 αντί οργισμένος να λακτίζω στις λόγχες,
να πολεμάω θνητός με θεό.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Θα θυσιάσω·
το αίμα των γυναικών, όπως τους αξίζει,
θα πλημμυρίσει τις πτυχές του Κιθαιρώνα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όλοι σας θα το βάλετε στα πόδια.
Και αυτό θα είναι η καταισχύνη σας,
οι θύρσοι των βακχών
να τρέπουν σε φυγή τις χάλκινες ασπίδες.
ΠΕΝΘΕΑΣ
800 Τούτος ο ξένος δεν αντιμετωπίζεται.
Είτε τον τιμωρήσεις είτε όχι, δεν σωπαίνει.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Φίλε, αυτά μπορείς ακόμη να τα διορθώσεις.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Κάνοντας τί; Μήπως αν γίνω δούλος των δούλων μου;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Εγώ θα φέρω εδώ τις γυναίκες χωρίς όπλα.
ΠΕΝΘΕΑΣ
805 Αλίμονο! Ιδού ήδη το δόλιο σχέδιό σου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δόλιο σχέδιο που θέλω να σε σώσω με τις τέχνες μου;
ΠΕΝΘΕΑΣ
Τα έχετε συμφωνήσει, για να βακχεύετε ακαταπαύστως.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ασφαλώς και έχω συμφωνήσει —μην αμφιβάλλεις—
πλην όμως με τον θεό.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Φέρτε μου εδώ τα όπλα μου και εσύ πάψε να μιλάς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
810 Α!
Θέλεις να τις δεις πάνω στα όρη να κάθονται όλες μαζί;
ΠΕΝΘΕΑΣ
Όσο τίποτε άλλο. Χίλια καντάρια χρυσάφι θα έδινα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Και πώς σε κατέλαβε γι᾽ αυτό έρωτας μέγας;
ΠΕΝΘΕΑΣ
Θα είναι αλγεινό το θέαμα να τις δω μεθυσμένες.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
815 Και θα χαρείς να δεις κάτι που σε πληγώνει;
ΠΕΝΘΕΑΣ
Να είσαι βέβαιος. Θα καθίσω αμίλητος κάτω από τα έλατα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όμως, και κρυφά να πας, παίρνουν τα χνάρια και σε βρίσκουν.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Τότε να πάω φανερά. Είναι σωστό αυτό που είπες.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Να σε οδηγήσω λοιπόν; Θα επιχειρήσεις το ταξίδι;
ΠΕΝΘΕΑΣ
820 Οδήγησέ με όσο πιο γρήγορα μπορείς. Μη χάνεις χρόνο