1. Αισθητική
Αντικείμενο της αισθητικής είναι τα ζητήματα τα οποία προκύπτουν από την επαφή μας με πράγματα που μας προκαλούν ένα ιδιαίτερο συναίσθημα ικανοποίησης – την αισθητική απόλαυση. Τέτοια πράγματα είτε υπάρχουν στη φύση είτε τα δημιουργεί ο άνθρωπος μέσω της τέχνης.
O όρος «αισθητική» εισήχθη στη φιλοσοφική γραμματεία το ι8ο αιώνα από τον Alexander Gottlieb Baumgartner (1714-1762) ως ένα από τα δύο είδη γνώσης που αυτός εισηγήθηκε. Συγκεκριμένα, ο Baumgartner διέκρινε τη γνώση των αφηρημένων ιδεών, η οποία αποτελεί αντικείμενο της λογικής, από την αισθητική γνώση της εμπειρίας, που είναι συνυφασμένη με τις αισθήσεις.
Av και ο όρος «αισθητική» καθιερώθηκε αργά στην ιστορία της φιλοσοφίας, ήδη από την αρχαιότητα οι φιλόσοφοι κατέγιναν σε αυτήν. To ενδιαφέρον τους, βέβαια, ήταν επικεντρωμένο στην αξία του ωραίου – του καλού, όπως είναι ο αντίστοιχος όρος στα αρχαία ελληνικά. Έτσι, μπορούμε να ορίσομε την έρευνα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων για το καλό ως καλολογία.
Από το ι8ο αιώνα και μετά, όμως, ο Edmund Burke και ο Καντ διεύρυναν τα όρια της αρχαίας καλολογίας αντιδιαστέλλοντας την αξία του ωραίου προς την αξία του υψηλού, για να ακολουθήσουν άλλοι φιλόσοφοι, οι οποίοι παρέθεσαν άλλες αισθητικές αξίες, όπως το χαρίεν, το μεγαλειώδες, το δραματικό, το επικό κ.ά.
Μεταξύ των προβλημάτων που απασχόλησαν και εξακολουθούν να απασχολούν τους φιλοσόφους που ασχολούνται με τον τομέα της αισθητικής είναι το πώς συνδέονται μεταξύ τους οι αισθητικές αξίες: αν είναι ισότιμες ή υπάρχει ένα είδος ιεράρχησης μεταξύ των· αν τα κριτήρια, προκειμένου να αποφανθούμε για τις αισθητικές αξίες, είναι αντικειμενικά ή, αντίθετα, υπαγορεύονται από τις υποκειμενικές διαθέσεις μας· αν οι αισθητικές αξίες είναι αυτόνομες ή, απεναντίας, είναι συναφείς προς άλλα είδη αξιών, όπως ol ηθικές, οι επιστημονικές ή οι θρησκευτικές· ποια είναι η σχέση μεταξύ μορφής και περιεχομένου ενός αισθητικού αντικειμένου – είτε αυτό υπάρχει στη φύση είτε είναι προϊόν τέχνης· αν ο ρόλος των έργων τέχνης είναι κοινωνικός ή, αντίθετα, ως αποστολή έχουν αυτά την προσωπική τέρψη του δημιουργού των.
Εκτός από τα ζητήματα αυτά και άλλα ανάλογα προβλήματα, άλλα θέματα στα οποία κατέγιναν οι φιλόσοφοι είναι εκείνα της καλλιτεχνικής φαντασίας και δημιουργίας, της αναπαράστασης, της έκφρασης και της εκφραστικότητας του έργου τέχνης, της απόλαυσης που προκαλεί ένα αισθητικό αντικείμενο κ.λπ.
2. Γνωσιολογία και Επιστημολογία
Βασικός κλάδος της φιλοσοφίας, που ως αντικείμενο ερεύνης έχει την αντιμετώπιση προβλημάτων της γνώσης. Τέτοια, γνωσιολογικά, προβλήματα, λ.χ., είναι: το ερώτημα για το αν είναι δυνατή η γνώση και μέχρι ποιου σημείου μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος -υπάρχει απόλυτη γνώση ή η γνώση είναι σχετική;· το ζήτημα της πηγής της γνώσης – αν αυτή προέρχεται από τις αισθήσεις ή από το νου ή και από τις δύο αυτές πηγές· το πρόβλημα της εγκυρότητας της γνώσης – ποιες είναι οι προϋποθέσεις και ποια είναι τα κριτήρια που εξασφαλίζουν την ισχύ και το κύρος της γνώσης· η ποικιλία των μορφών της γνώσης – αν είναι απόλυτη ή σχετική, υποκειμενική ή αντικειμενική, διασκεπτική ή ενορατική, έμμεση ή άμεση κ.ά.
Τα προβλήματα της γνώσης απασχόλησαν από νωρίς τους φιλοσόφους, ήδη από την εποχή της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Οπωσδήποτε, όμως, συστηματική αντιμετώπιση τους παρατηρείται από τον 5o αιώνα π.X. με την εμφάνιση στο προσκήνιο της φιλοσοφίας των εκπροσώπων της σοφιστικής κίνησης και του Σωκράτη και, εν συνεχεία, με την παρουσία του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη. Έκτοτε, έως σήμερα, τα ζητήματα της γνώσης δεν έπαψαν να προσελκύουν το ενδιαφέρον των φιλοσόφων και η γνωσιολογία να παραμένει ένας επίκαιρος κλάδος της φιλοσοφίας κατά τις διάφορες φάσεις της ιστορίας της φιλοσοφίας.
Συναφής προς τη γνωσιολογία είναι η χρήση των όρων θεωρία της γνώσης και επιστημολογία – από τη λέξη «επιστήμη», που σημαίνει την τεκμηριωμένη μορφή γνώσης. Πρόκειται κυρίως για τον τομέα που ασχολείται με τη φύση. Μεταξύ των κεντρικών προβληματισμών της είναι οι φιλοσοφικές προκλήσεις που θέτει ο Σκεπτικισμός κι οι σχέσεις μεταξύ αλήθειας, πίστης και αιτιολόγησης.
3. Οντολογία
Ένας από τους βασικούς τομείς της φιλοσοφίας με αντικείμενο ερεύνης τη μελέτη της έννοιας του όντος και της ουσίας των πραγμάτων. Ως τεχνικός όρος η οντολογία απαντάται για πρώτη φορά κατά το 170 αιώνα – στο Lexicon philosophicum του Rudollphus Goclenius (1547-1628). O Λάιμπνιτς ήταν ο πρώτος εξέχων φιλόσοφος, ο οποίος υιοθέτησε τη χρήση του όρου αυτού. Από το ι8ο αιώνα πλέον, χάρη στο Cristian Wolff (1679-1754), ο όρος «οντολογία» καθιερώθηκε ευρέως.
Αν και ο όρος «οντολογία», εισήχθη αργά στη φιλοσοφική γραμματεία, ωστόσο η ενασχόληση με τα ζητήματα της οντολογίας είναι πολύ προγενενέστερη, μια και ανάγεται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Έτσι, το βασικό ζήτημα του έργου του Αριστοτέλη “Μετά τα φυσικά” είναι η διερεύνηση του όντος, την οποία συνδυάζει με τη μελέτη της θείας ουσίας. Αυτός ήταν, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο ο Χάιντεγκερ χαρακτήρισε την περί οντολογίας διδασκαλία του Αριστοτέλη οντοθεολογία.
O συνδυασμός των τομέων της οντολογίας και της θεολογίας, τον οποίο εισηγήθηκε ο Αριστοτέλης, επικράτησε καθ’ όλη την περίοδο της σχολαστικής φιλοσοφίας. O Wolff, με τον οποίο καθιερώθηκε,όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο όρος «οντολογία», εισηγούμενος τη διάκριση μεταξύ των τομέων της οντολογίας και της θεολογίας, μεταχειρίστηκε τους όρους «γενική μεταφυσική», για να δηλώσει την οντολογία, και «ειδική μεταφυσική», για να ορίσει τη φυσική θεολογία.
4. Μεταφυσική
Από τους βασικούς, παραδοσιακούς κλάδους της φιλοσοφίας. O όρος «μεταφυσική» εισήχθη στη φιλοσοφική γραμματεία τυχαία. Συγκεκριμένα, ο Ανδρόνικος Ρόδιος, προβαίνοντας κατά τον ίο αιώνα π.X. σε κατάταξη των συγγραμμάτων του Αριστοτέλη, τοποθέτησε, ύστερα από το έργο του τελευταίου αυτού Φυσικά, το σύγγραμμα του Πρώτη φιλοσοφία, το οποίο αναφέρεται στην έρευνα των πρώτων αρχών και αιτιών.
Αντί του τίτλου, όμως, Πρώτη φιλοσοφία, που είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος ο Αριστοτέλης, ο Ανδρόνικος αποκάλεσε το εν λόγω έργο Μετά τα φυσικά, τουτέστιν σύγγραμμα που στη σειρά της κατάταξης ακολουθεί το έργο Φυσικά – είναι, δηλαδή, μετά τα Φυσικά. Καθώς το περιεχόμενο του έργου Μετά τα φυσικάαναφέρεται στις πρώτες αρχές και αιτίες των πραγμάτων, σε πράγματα, ορισμένως, που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά μέσω των αισθήσεων, ο όρος «μεταφυσική», που προέκυψε από τον τίτλο του συγγράμματος Μετά τα φυσικά, καθιερώθηκε για να δηλώνει την έρευνα που αφορά στον προσδιορισμό των εσχάτων λόγων της πραγματικότητας.
Ενώ, ορισμένως, στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών επιχειρείται να καθοριστεί η πραγματικότητα όπως μπορεί να συλληφθεί εμπειρικά, αντιθέτως η μεταφυσική αναφέρεται σε έναν υπερβατικό κόσμο, σε έναν κόσμο, συγκεκριμένα, ο οποίος υπερβαίνει τα όρια της εμπειρίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός με την παρατήρηση, το πείραμα και τις μεθόδους των φυσικών επιστημών.
To γεγονός ότι το πεδίο ερεύνης της μεταφυσικής αναφέρεται στη μελέτη ζητημάτων που ανάγονται στον υπερβατικό κόσμο ήταν η αιτία, ώστε – κυρίως από ανθρώπους οι οποίοι δρουν εκτός του πεδίου της φιλοσοφίας – να συνδεθεί εσφαλμένα η μεταφυσική με εκδηλώσεις ή τομείς, όπως ο μυστικισμός ή η θρησκεία.
Εν αντιθέσει, όμως, προς τη θρησκεία, η οποία βασίζεται στην πίστη, και το μυστικισμό, που στηρίζεται σε μία ιδιαίτερου χαρακτήρα εμπειρία, η μεταφυσική εδράζεται στη διασκεπτική ενέργεια του νου. Ζητήματα που περιλαμβάνονται στο πεδίο της μεταφυσικής είναι η έρευνα για την ουσία του κόσμου και τον καθορισμό της υφής της πραγματικότητας στην ολότητα της, για το χαρακτήρα των καθόλου, για τον προσδιορισμό του χρόνου και του χώρου, για τη φυσιογνωμία του προσώπου και τη σχέση μεταξύ της ψυχής του και του σώματος του κ.ά.
Στην αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων επιχείρησαν να απαντήσουν φιλόσοφοι, όπως ο Παρμενίδης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης ή ο Πλωτίνος κατά την αρχαιότητα, οι εκπρόσωποι της σχολαστικής φιλοσοφίας του Μεσαίωνα που, όπως ο Θωμάς Ακινάτης, υιοθέτησαν την θεωρία του ρεαλισμού για τα καθόλου, ή που, όπως ο Roscelin (1050-1123), εισηγήθηκαν την ονοματοκρατική (nominalism) θεωρία για τα καθόλου, ή που, όπως ο Αβελάρδος και ο Γουλιέλμος του Όκαμ, υποστήριξαν την εννοιοκρατική θεωρία για τα καθόλου, στους νεότερους χρόνους φιλόσοφοι, όπως ο Ντεκάρτ, ο Λάιμπνιτς ή ο Χέγκελ και οι πνευματικοί επίγονοι τους.
Άλλοι φιλόσοφοι, όμως, αμφισβήτησαν την εγκυρότητα και τη σπουδαιότητα της μεταφυσικής. Έτσι, ο Χιουμ δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι κάθε κείμενο μεταφυσικής θα πρέπει να ριχτεί «στη φωτιά, μια και δεν περιλαμβάνει τίποτε άλλο από σοφιστεία και φαντασιοκοπία», ενώ ο Καντ, ταυτίζοντας τα όρια της γνώσης με τα όρια της εμπειρίας, απέρριψε κάθε δυνατότητα της μεταφυσικής να παράσχει στον άνθρωπο έγκυρη γνώση.
Τη σφοδρότερη κριτική αντιμετώπιση, ωστόσο, η μεταφυσική την υπέστη στο πλαίσιο της διδασκαλίας του κύκλου της Βιέννης. Κατά τους εκπροσώπους του κύκλου της Βιέννης, βάσει της αρχής της επαλήθευσης ή της επαληθευσιμότητας, όλες οι προτάσεις που δεν είναι αναλυτικές προτάσεις ή εμπειρικές προτάσεις, όσες προτάσεις, δηλαδή, δεν μπορούν να πιστοποιηθούν λογικά ή εμπειρικά στερούνται νοήματος και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να διαγραφούν. Εν τοιαύτη περιπτώσει, οι μεταφυσικές προτάσεις, μία και δεν είναι εμπειρικές ούτε αναλυτικές, κατά τους φιλοσόφους του κύκλου της Βιέννης συνιστούν καθαρές ανοησίες.
5. Ηθική φιλοσοφία
Από τους κύριους, παραδοσιακούς κλάδους της φιλοσοφίας. Ιστορικά η αφετηρία της ηθικής φιλοσοφίας ανάγεται στον 50 αιώνα π.X, στο πλαίσιο των συζητήσεων μεταξύ του Σωκράτη και των σοφιστών, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι και πριν, από τους ανήκοντες στην προσωκρατική φιλοσοφία στοχαστές, δεν γίνονταν αναφορές σε ηθικής τάξεως ζητήματα.
Οι ηθικές επισημάνσεις των εκπροσώπων της προσωκρατικής φιλοσοφίας, ωστόσο, ήταν, κατά το μάλλον και ήττον, περιστασιακές, μια και το ενδιαφέρον τους ήταν επικεντρωμένο στην έρευνα της φύσης και όχι στη διερεύνηση του ανθρώπου, όπου ανάγονται τα ζητήματα της ηθικής συμπεριφοράς.
Στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας μπορούμε να διακρίνομε δύο βασικές κατηγορίες: την πρωτογενή ηθική φιλοσοφία και τη δευτερογενή ηθική φιλοσοφία. Κατά την πρωτογενή ηθική φιλοσοφία, το βασικό ερώτημα είναι τι πρέπει να κάνει κανείς, για να θεωρηθούν οι πράξεις του ηθικά αποδεκτές – με άλλα λόγια, ποιο είναι το κριτήριο της ηθικής συμπεριφοράς μας, ή, με απλούστερη ακόμη διατύπωση, σε τι συνίσταται το αγαθό και σε τι το κακό.
Έτσι, άλλοι φιλόσοφοι, οι εισηγητές της θεωρίας του ηδονισμού, υποστήριξαν ότι κριτήριο της ηθικής συμπεριφοράς του ανθρώπου είναι η ηδονή – άλλοι φιλόσοφοι, οι εισηγητές της θεωρίας του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, εξάρτησαν την ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης θεωρώντας αγαθό οτιδήποτε το ικανοποιεί και κακό οτιδήποτε απάδει προς αυτό· άλλοι φιλόσοφοι, οι εισηγητές της θεωρίας του ωφελιμισμού, υποστήριξαν ότι πρέπει να κάνει κανείς οτιδήποτε συμβάλλει στην ευδαιμονία των ανθρώπων και να αποφεύγει οτιδήποτε την υπονομεύει· άλλοι φιλόσοφοι, διαφορετικής μάλιστα φιλοσοφικής παιδείας ο καθένας των, όπως ο Πλάτων και ο Μουρ, ισχυρίστηκαν ότι το αγαθό είναι μία υπεραισθητή οντότητα.
Κατά τη δευτερογενή ηθική φιλοσοφία – που καλείται, επίσης, μεταηθική, κατ’ αντιδιαστολή προς την ηθικη, με την οποία ταυτίζεται η παραδοσιακή πρωτογενής ηθική φιλοσοφία -, το πρωταρχικό ζήτημα είναι ο προσδιορισμός του νοήματος των ηθικών όρων, τους οποίους χρησιμοποιούμε, για να υποστηρίζομε ή για να εκφράσομε τις ηθικές πεποιθήσεις μας. Το ερώτημα κατά τους φιλοσόφους των οποίων το ενδιαφέρον εστιάζεται στην περιοχή της δευτερογενούς ηθικής φιλοσοφίας δεν είναι «Τι πρέπει να πράξω;» ή «Τι είναι αγαθό;», αλλά τι οφείλω να εννοώ με τους ηθικούς όρους «πρέπει», «αγαθό» κ.ά. και πώς θα πρέπει να τους μεταχειρίζομαι. Είναι, υποχρεωμένος κανείς, προκειμένου να αποφασίσει τι πρέπει να πράξει ή πώς πρέπει να συμπεριφερθεί ώστε να κριθεί ηθικά, τι, με άλλα λόγια, είναι αγαθό και τι είναι κακό, να γνωρίζει προηγουμένως τι σημαίνουν οι ηθικοί όροι «πρέπει», «αγαθό», «κακό» κ.λπ.
H δευτερογενής αντίληψη για την ηθική φιλοσοφία τοποθετείται στην ευρύτερη περιοχή της αναλυτικής φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία, τα λάθη στα οποία έχουν υποπέσει και τα οποία εξακολουθούν να διαπράττουν οι φιλόσοφοι, οφείλονται στην έλλειψη κατανόησης του νοήματος των λέξεων που μεταχειρίζονται και στην κακή χρήση των τελευταίων αυτών. Υπ’ αυτή την έννοια, οι εισηγητές της δευτερογενούς αντίληψης της ηθικής φιλοσοφίας υποστήριξαν ότι τα προβλήματα, που ανέκυψαν στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας, προέρχονται από την παραποίηση του νοήματος της ηθικής γλώσσας και την κακή χρήση της, και ότι, ως εκ τούτου, εκείνο που χρειάζεται για την αντιμετώπιση των σφαλμάτων αυτών είναι η αποκατάσταση του ορθού νοήματος και της σωστής χρήσης των ηθικών όρων και εκφράσεων. Αν, π.χ., οι εισηγητές της θεωρίας του ηδονισμού ή της θεωρίας του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης υπέθεσαν ότι το αγαθό ταυτίζεται, αντιστοίχως, με την ηδονή ή το ένστικτο της αυτοσυντήρησης – πράγμα που είχε ως συνέπεια να οδηγηθούν σε αξεπέραστες, όπως η φυσιοκρατική πλάνη, δυσκολίες -, τούτο οφείλεται στη – συνειδητά ή ασύνειδα εκ μέρους των – εσφαλμένη υιοθέτηση της αναφορικής θεωρίας του νοήματος της γλώσσας. Το γεγονός, ορισμένως, ότι ένας μη ηθικός όρος, όπως, π.χ., η λέξη «κόκκινο» δηλώνει την ποιότητα ενός φυσικού αντικειμένου τους παρέσυρε στο να υποθέσουν εσφαλμένα ότι, κατά τρόπο ανάλογο, και ο ηθικός όρος «αγαθό» θα πρέπει να αντιστοιχεί σε μία φυσική ιδιότητα ή κατάσταση του ανθρώπου, όπως είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή η ηδονή (Βιτγκενστάιν, Λούντβιχ).
Οι εισηγητές της θεωρίας του ηδονισμού ή της θεωρίας του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης δεν έλαβαν υπόψη τους ότι η ηθική γλώσσα αναφέρεται σε μία σφαίρα -την ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου-, η οποία είναι διαφορετική από τη σφαίρα της φυσικής πρανματικότητας και ότι, ως εκ τούτου, οι κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση της ηθικής γλώσσας ενδεχομένως να είναι διαφορετικοί από τους κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση της φυσικής γλώσσας.
Έτσι, στο πλαίσιο της δευτερογενούς αντίληψης της ηθικής φιλοσοφίας, υπήρξαν φιλόσοφοι οι οποίοι, προκειμένου να μην υποπέσουν στα λάθη των φιλοσόφων που διατύπωσαν τις ηθικές θεωρίες των βασιζόμενοι στην αναφορική θεωρία του νοήματος της γλώσσας, επιχείρησαν να προσδιορίσουν το νόημα της ηθικής γλώσσας βάσει της θεωρίας εκείνης του νοήματος της γλώσσας που εισηγήθηκε ο Βιτνκενστάιν κατά την όψιμη περίοδο της φιλοσοφικής δράσης του, σύμφωνα με την οποία το νόημα των λέξεων και των προτάσεων δεν καθορίζεται από το σημείο αναφοράς των, από το πράγμα που δηλώνουν, αλλά υπαγορεύεται από τον τρόπο με τον οποίο τις μεταχειρίζεται ο χειριστής των.
6. Αναλυτική φιλοσοφία
Φιλοσοφικό ρεύμα, του οποίου οι ρίζες βρίσκονται στη σκέψη του Γερμανού μαθηματικού και φιλόσοφου Gottlob Frege (1848-1925), αλλά που αναπτύσσεται κυρίως στην Αγγλία και στη Βιέννη στις αρχές του 20οΰ αιώνα και εμπνέεται από τα έργα των Ράσελ, Μουρ και Βιτγκενστάϊν. Οι αναλυτικοί φιλόσοφοι δίνουν έμφαση στην ανάλυση των νοημάτων και στη χρήση της λογικής και επιμένουν στην αυστηρότητα των επιχειρημάτων και στην ακρίβεια και τη σαφήνεια του ύφους. Απορρίπτουν τις ολιστικές και τις ιστορικιστικές προσεγγίσεις των προηγούμενων φιλοσόφων και προτείνουν την αντιμετώπιση των παραδοσιακών φιλοσοφικών προβλημάτων κατ’ αρχήν μέσα από τη φιλοσοφία της γλώσσας.
Η αναλυτική φιλοσοφία γνωρίζει νέα άνθηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αγγλία, αλλά και στην Αμερική, όπου ενισχύεται από τη μετανάστευση αρκετών λογικών θετικιστών που ήθελαν να αποφύγουν τον ναζισμό στη Γερμανία και την Αυστρία, και συνδέεται με την εξέλιξη του πραγματισμού. Τα τελευταία χρόνια η αναλυτική φιλοσοφία δεν προβάλλει συγκεκριμένες φιλοσοφικές θέσεις, αλλά διατηρεί μεθοδολογικές και επιστημολογικές αρχές, που έχουν ως βασικό στόχο τη διαφύλαξη της δυνατότητας κριτικού, ορθολογικού ελέγχου του φιλοσοφείν.
Οι φιλόσοφοι όλων των αιώνων επιδίωξαν να συνθέσουν φιλοσοφικά συστήματα με τομείς Αισθητικής, Ηθικής,Γνωσιολογίας, Μεταφυσικής ή επιχείρησαν να αναλύσουν σημαντικές φιλοσοφικές έννοιες.Η Αναλυτική φιλοσοφία, που εμφανίστηκε κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες στον αιώνα μας, παραμερίζει συνειδητά τα άλλα φιλοσοφικά προβλήματα, ιδιαίτερα τα μεταφυσικά,και δεν διστάζει να τα χαρακτηρίζει ψευδοπροβλήματα ή και ανοησίες (nonsensical). Οι εκφραστές της Αναλυτικής φιλοσοφίας υποστηρίζουν ότι το κύριο έργο της φιλοσοφίας είναι η ανάλυση και κατανόηση της γλώσσας. Ρητά ή όχι, φαίνονται να έχουν αφετηρία την καντιανή διάκριση των προτάσεων σε «συνθετικές» και «αναλυτικές»· αναλυτική είναι η πρόταση εκείνη που το κατηγόρημά της προκύπτει από τη λογική ανάλυση του υποκειμένου. Λογου χάρη, η πρόταση: «το σώμα έχει έκταση»είναι απλή ανάλυση της έννοιας σώμα (που σημαίνει αντικείμενο που κατέχει χώρο, έχει δια-στάσεις).
Στοχαστές όπως οι G. Ε. Moore, Β.Russell, Α. J. Ayer ασχολήθηκαν πολύ με την ανάλυση της γλώσσας και προώθησαν τη φιλοσοφία της γλώσσας» και τη θεωρία της Γνώσης (Γνωσιολογία).
Αν είναι επιτρεπτή μια κρίση ιστορική, μπορεί κανείς να σημειώσει ότι η Αναλυτική φιλοσοφία εκφράζει την αγγλική πολιτική και διπλωματία, όπως η αρχαία Σοφιστική εξέφραζε την κλασική Αθήνα.Σημαντική επίδραση για τη διαμόρφωση της Αναλυτικής φιλοσοφίας άσκησε το έργο του Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico- philoso-phicus. Σε αυτόν οφείλονται οι αποφθεγματικές διατυπώσεις: «ο κόσμος είναι τα όρια της γλώσσας μου» και «η σημασία μιας λέξης βρίσκεται στη χρήση της». Πρόκειται για δυναμική αλλά εξωτερική προσέγγιση στη φιλοσοφία.
7. Πολιτική Φιλοσοφία
Ο τομέας της φιλοσοφίας, στον οποίο ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως πολιτική οντότητα, ως ένα ον του οποίου η συμπεριφορά εξετάζεται στο πλαίσιο της λειτουργίας της πολιτείας ή του κράτους. φατριών) με κοινότητες, όπως το κράτος. Περιλαμβάνει ερωτήματα για τη δικαιοσύνη, το νόμο, την περιουσία, καθώς και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών. Η Πολιτική Φιλοσοφία και η Ηθική αποτελούν παραδοσιακά αλληλένδετους τομείς, καθώς και οι δύο περιστρέφονται γύρω από το ερώτημα τού τι είναι καλό και πώς πρέπει να διαβιούν οι άνθρωποι με σκοπό τη συνεχή προαγωγή των ανθρώπινων κοινωνιών.
Ειδικότερα, η πολιτική φιλοσοφία αφορά στη μελέτη και τη νομιμότητα καταναγκαστικών θεσμών. Θεσμοί, όπως η οικογένεια, η πόλη, το κράτος ή ευρύτεροι ακόμη οργανισμοί, όπως ο O.H.E., είναι καταναγκαστικοί, μια και στους κόλπους των, ορισμένες φορές τουλάχιστον, γίνεται χρήση βίας ή δημιουργείται ο φόβος άσκησης βίας, προκειμένου να ελεγχθεί η συμπεριφορά των μελών τους. H εισαγωγή και η καθιέρωση τέτοιων καταναγκαστικών θεσμών επιτρέπουν στις αρχές, που ορίζονται από τους τελευταίους αυτούς, να ασκούν εξουσία επί των μελών τους. To ερώτημα, εν προκειμένω, είναι αν δικαιολογείται η παρουσία τέτοιων καταναγκαστικών θεσμών. Κατά τη διδασκαλία του αναρχισμού, οι καταναγκαστικοί θεσμοί πρέπει να εκλείψουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Ειδικότερα, άλλοι μεν από τους εκπροσώπους της διδασκαλίας του αναρχισμού, όπως ο Προυντον, υποστήριξαν ότι οι καταναγκαστικοί θεσμοί θα πρέπει να αντικατασταθούν από κοινωνικούς και οικονομικούς οργανισμούς, οι οποίοι θα βασίζονται στην εθελούσια συμφωνία των μελών τους, ενώ άλλοι, όπως ο Μπακούνιν, ισχυρίστηκαν ότι οι καταναγκαστικοί θεσμοί θα πρέπει να καταργηθούν με τη χρήση βίας.
Εν αντιθέσει προς τους οπαδούς της διδασκαλίας του αναρχισμού, άλλοι φιλόσοφοι επιχείρησαν να δικαιολογήσουν την παρουσία των καταναγκαστικών θεσμών. Κατά τους φιλοσόφους αυτούς, το ζήτημα εστιάζεται στο πώς θα πρέπει να υπάρχουν οι καταναγκαστικοί θεσμοί και όχι στο αν θα πρέπει να υπάρχουν οι τελευταίοι αυτοί. Ήδη από την αρχαιότητα φιλόσοφοι που, όπως ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης, κατέγιναν, μεταξύ άλλων, στην πολιτική φιλοσοφία, επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα αυτό.
Κατά τη νεότερη εποχή διατυπώθηκαν σχετικώς τρεις βασικές απόψεις – του φιλελευθερισμού, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Σύμφωνα με το φιλελευθερισμό, που οι καταβολές του ανάγονται στη διδασκαλία του Λοκ, οι καταναγκαστικοί θεσμοί δικαιολογούνται, εφόσον εξασφαλίζουν και προωθούν την ελευθερία και τα άλλα αναφαίρετα δικαιώματα του πολίτη, όπως η ιδιοκτησία, το δικαίωμα επιλογής του θρησκεύματος κ.ά. Κατά τον σοσιαλισμό, της οποίας οι απόψεις βασίζονται στη διδασκαλία του Xέγκελ, αμφισβητείται η ισχύς των ατομικών δικαιωμάτων και, αντ’ αυτών, προβάλλονται τα δικαιώματα της συλλογικής ενότητας, της κοινότητας ή της κοινωνίας, τα οποία, αν δεν είναι αντίθετα, είναι οπωσδήποτε ανεξάρτητα από τα ατομικά δικαιώματα. Σύμφωνα με τον κομμουνισμό, ο οποίος είναι συνυφασμένος με τη διδασκαλία του Μαρξ, οι καταναγκαστικοί θεσμοί δικαιολογούνται, εφόσον μπορούν να διασφαλίσουν την ισότητα μεταξύ των πολιτών. Μία καπιταλιστική (κεφαλαιοκρατική) κοινωνία, όπου τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε μία μικρή ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται και οικειοποιούνται για δικό τους αποκλειστικά όφελος το μόχθο των εργατών, κατά τους οπαδούς της διδασκαλίας του κομμουνισμού θα πρέπει να ανατραπεί και να αντικατασταθεί από μία κοινωνία στους κόλπους της οποίας τα μέσα παραγωγής θα αποδοθούν στους φυσικούς κτήτορές των, στην εργατική τάξη, και τα προϊόντα θα διατίθενται σύμφωνα με την αρχή του Μαρξ: από τον καθένα ανάλογα με τις δυνάμεις του και στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του.
Ανεξάρτητα από το πώς καθεμιά από τις τρεις αναφερθείσες παραπάνω διδασκαλίες δικαιολογεί τους καταναγκαστικούς θεσμούς, όλες τους επιτρέπουν την κοινωνική απείθεια και την επανάσταση, εάν έτσι, μέσω αυτών, είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν οι στόχοι σύμφωνα με τους οποίους, κατά τη γνώμη των εισηγητών των εν λόγω διδασκαλιών, οφείλουν οι καταναγκαστικοί θεσμοί να ρυθμίζουν τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών. Πέρα από το θεμελιώδες ερώτημα για το αν και πώς μπορούν να δικαιολογηθούν οι καταναγκαστικοί θεσμοί, άλλα ζητήματα της πολιτικής φιλοσοφίας είναι θέματα που αφορούν στη σχέση των δύο φύλων, στις διακρίσεις που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων ως προς το χρώμα του δέρματος τους, την καταγωγή τους κ.ά.