Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

ΙΙΙ. - ti -


§ 370. Το - ti -, αρχικά μια επέκταση του επιθήματος σε t και άρα συγγενικό με το - t - των nomina agentis (§ 339 , 347), υπήρξε το κατεξοχήν ρηματικό αφηρημένο επίθημα της ινδοευρωπαϊκής και σ' όλη την ιστορία της ελληνικής γλώσσας διατήρησε αμείωτη αυτή τη δύναμη. Η σημασία του δεν δίνει καμιά απολύτως αφορμή για παρατηρήσεις [1]· δύο φαινόμενα αξίζει να μνημονευθούν εδώ: από το θηλυκό nomen actionis προέκυψε ένα αρσενικό συγκεκριμένο όνομα στο μάντις (από το μαίνεσθαι 'είμαι εκτός εαυτού')· πολλές φορές το αφηρημένο μετατρέπεται σε συγκεκριμένο αντικείμενο: δόσις 'δόσιμο (η ικανότητα του δοσίματος > το δώρο, πρβ. γερμ. Dosis)· δες επίσης οἰνοχόη κτλ. § 145 και ἀδελφότης § 364 .

§ 371. Πιο ποικίλες είναι οι φθογγολογικές και τυπολογικές συνθήκες κατά την παραγωγή με το - ti -. Η αρχική θέση του - ti -(όπως και των ρηματικών επιθέτων σε -τος) είναι μετά το ασθενές θέμα των ριζών ή των βάσεων:

βάσις 'βάδισμα, βήμα, υπόβαθρο' (κλασ.) από το βη- βα-,

δόσις 'δόσιμο' (Όμ.) από το δω- δο-,

γένεσις 'δημιουργία' (Όμ.) από το *γενη- γενε- (γενετήρ) γνη- (γνήσιος).

Οι αποκλίσεις από αυτή τη νόρμα είναι από τη μια μεριά αποτέλεσμα της σταδιακής εξάλειψης των διαφορών της μετάπτωσης σε πολλά ρήματα:

ζεῦξις 'ζεύξη· γεφύρωση' (Ηρόδοτος) από το ζευγ-, που το ασθενές θέμα του ζυγ- (ζυγόν 'ζυγός') είχε χαθεί,

και από την άλλη επίδραση της ριζικής μορφής των ουσιαστικών σε -μα:

ελληνιστ. ῥεῦσις 'ροή' αντί για ῥύσις (Πλάτωνας) κατά το ῥεῦμα 'ποταμός'.

§ 372. Από τις ρίζες το - ti - επεκτάθηκε στα μετονοματικά ρηματικά θέματα· φυσικά η ανάγκη αυτή παρουσιαζόταν μόνον όταν η υπάρχουσα ονοματική βάση του μετονοματικού ρήματος δεν είχε η ίδια ρηματική αφηρημένη σημασία: αἰτίᾱσις 'κατηγορία' (Αντιφώντας) από το αἰτιᾶσθαι, σίτησις 'σίτιση, φαγητό' (κλασ.) από το σιτεῖν [2], κάκωσις 'κακομεταχείριση' από το κακοῦν, κάθαρσις 'καθαρισμός' (κλασ.) από το καθαίρειν, φύλαξις (κλασ.) από το φυλάσσειν, θέρμανσις (Ιπποκρ.) από το θερμαίνειν, βάρυνσις 'επιβάρυνση' (Αρτεμίδωρος) από το βαρύνειν.

§ 373. Ως μορφή του επιθήματος από τη σκοπιά της ελληνικής πρέπει να χαρακτηρίσουμε το -σι-. Το παλιό - ti - διατηρήθηκε μόνο σε μεμονωμένες παλιές λέξεις, που είχαν χαλαρή ή καμιά απολύτως σχέση με τα ρήματά τους: μάντις (§ 370), πίστις 'πίστη, εμπιστοσύνη' (από τον Ησίοδο και εξής) από το πειθ- πιθ- (μετακλασικό πεῖσις 'πειθώ'), πύστις 'διερεύνηση, πληροφορία' (κλασ.) από το πευθ- πυθ- (ελληνιστ. πεῦσις 'ερώτηση, πληροφορία'), φάτις 'λόγος, φήμη' (Όμ.) από το φη- φα- (από τον Πλάτωνα και εξής φάσις ἀπόφασις 'κατάφαση, άρνηση'). Η (όχι απόλυτα ξεκαθαρισμένη στις λεπτομέρειές της) πρωτοελληνική μετατροπή του -τι- σε -σι- πραγματοποιούνταν και ύστερα από οδοντικό, όπου δεν ήταν δικαιολογημένη με βάση τους φθογγολογικούς κανόνες (πίστις, πύστις!)· γι' αυτό το αφηρημένο ουσιαστικό από ρήματα σε -ζειν δεν λήγει σε *-στις αλλά σε -(σ)σις [3]. Η μεταφορά του -σις σε θέματα με n: -νσις (§ 372) είναι νεότερη από την πρωτοελληνική αποβολή του συμπλέγματος -νσ- (*πάνσα > πᾶσα).
-----------------------
[1] Σχετικά με την οροθέτηση έναντι του -μα δες § 311 μαζί με την υποσημείωση.

[2] Από τα παρασύνθετα σε -εῖν δεν σχηματίζεται το -ησις αλλά το -ία, δηλαδή απευθείας από τα επίθετα σε -ος: μισθοφόρος - μισθοφορία (§ 287), όχι -φορεῖν - *-φόρησις.

[3] Μάλλον ακριβέστερα έτσι: στο -στι- το -τι- αντικαταστάθηκε από το -σι-, που παρήχθη διαφορετικά.

Ποιος ήταν ο Βούδας, πραγματικά

Ποιος ήταν ο Βούδας; Ποιος είναι ο Βούδας; Τι είναι ο Βούδας; Όλα αυτά τα ερωτήματα (ενδείξεις μιας βαθύτερης αναζήτησης του Αληθινού Εαυτού, μιας πραγματικής άμεσης προσέγγισης της Αληθινής Φύσης) τα έκανε πρώτος ο ίδιος ο Βούδας (ο πρίγκηπας Σιντάρτα, ο Γκοτάμα, που έγινε μετά ο Σακυαμούνι) πριν από 27 αιώνες όταν περπατούσε στη γη. Προφανώς δεν του αρκούσε να δώσει μια απλή εξωτερική απάντηση όπως του φανέρωναν οι εξωτερικές αισθήσεις ή η βαθύτερη διανόηση, ήθελε να «φτάσει» στην πραγματική αλήθεια. Όταν εγκατέλειψε το μικρό του βασίλειο, στους πρόποδες των Ιμαλαΐων (στο σημερινό Νεπάλ) είχε απλά μια αίσθηση και μια βαθύτερη ανησυχία ότι έπρεπε να βρει κάτι. Και το αναζήτησε κοντά στους δασκάλους της εποχής και μέσα από πολλές προσωπικές προσπάθειες. Τελικά το βρήκε; Τι βρήκε; Λένε, οι παραδόσεις κι οι άνθρωποι ότι έκατσε κάτω από το «δένδρο της φώτισης» με την απόφαση να βρει μια απάντηση. Κι όταν σηκώθηκε πραγματικά είχε βρει την απάντηση. Μπορεί όλα αυτά να είναι πραγματικά, μπορεί να είναι και απλά σύμβολα. Αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι τι βρήκε ο Βούδας. Τι είναι αυτό που αναζητούν οι άνθρωποι, εκατομμύρια άνθρωποι, χιλιάδες χρόνια τώρα;

Τι βρήκε ο Βούδας κάτω από το «δένδρο της φώτισης»; Βρήκε κάτι; Συνειδητοποίησε κάτι; Κατανόησε κάτι; Αντιλήφθηκε κάτι; «Είδε» κάτι; Αισθάνθηκε κάτι; Αν πούμε οτιδήποτε θα είναι ψέματα. Κι όμως ο Βούδας, όταν σηκώθηκε δεν ήταν πια ο ίδιος, αλλά ούτε ήταν διαφορετικός. Όλα αυτά είχαν τελειώσει. Ο Βούδας ήταν έξω από όλα. Κι όμως εδώ. Ο Βούδας Ήταν Πάντα Εδώ. Είναι Πάντα Εδώ. Γιατί ο Βούδας Είναι και δεν έχει σχέση με κάποιο εξωτερικό φαινόμενο ή κάποια εξωτερική εκδήλωση. Ο ίδιος περιέγραψε την «κατάστασή» του στο κείμενο που διασώθηκε αρκετούς αιώνες μετά αλλά είναι δίκαιο να αποδώσουμε στον ίδιο τον Βούδα γιατί περιγράφει ακριβώς αυτό που Είναι ο Βούδας, αυτό που Βίωνε ο Βούδας, την Αληθινή Φύση.

"Υπάρχει, ω αδελφοί, μία σφαίρα ζωής όπου δεν υπάρχει ούτε γη, ούτε νερό, ούτε φωτιά, ούτε αέρας, ούτε η σφαίρα του ατέλειωτου χώρου, ούτε καν η σφαίρα της συνείδησης. Εκεί που σας λέω δεν υπάρχει πραγματικά ούτε αυτός εδώ ο κόσμος, ούτε ο άλλος κόσμος, ούτε η σφαίρα του απείρου διαστήματος, ούτε η σφαίρα της άπειρης συνείδησης, ούτε η σφαίρα της ανυπαρξίας του οτιδήποτε, ούτε η σφαίρα όπου δεν υπάρχει ούτε αντίληψη, ούτε μη αντίληψη. Μια τέτοια κατάσταση , ω αδελφοί, εγώ θα την περιέγραφα έτσι: ούτε να έρχεσαι, ούτε να πηγαίνεις, ούτε να στέκεσαι, ούτε να γυρίζεις πίσω, ούτε να κατεβαίνεις, μα ούτε και να ανεβαίνεις. Είναι κάτι σαν μη γεννημένο, μη γινόμενο, μη δημιουργημένο, μη συνθεμένο: είναι το τέλος της οδύνης" (Ουντάνα, VIII, I, 1ος αιώνας π.Χ.).

Στην πραγματικότητα αυτό το κείμενο λέει απλά ότι η Πραγματική Κατάσταση, η Πραγματικότητα, η Αλήθεια, είναι απλά έξω από όλα όσα μπορεί να αντιληφθεί ένα ον, ένας άνθρωπος. Είναι η Απόλυτη Απουσία Χαρακτηριστικών. Είναι η Απόλυτη Ζωντανή «Απουσία», η Αληθινή Παρουσία, η Αληθινή Ζωή, η Αληθινή Φύση που Υπάρχει έξω από όλα τα φαινόμενα.

Τελικά τι βρήκε ο Βούδας κάτω από το «δένδρο της φώτισης»; Απολύτως τίποτα. Ούτε καν Κατανόηση. Ούτε Φώτιση, ούτε τίποτα. Γιατί η Φώτιση δεν είναι Φώτιση. Η Πραγματοποίηση δεν είναι Πραγματοποίηση. Όλες οι Επιτεύξεις ανήκουν στον κόσμο του Φαινομενικού. Προχωρώντας ακόμα πιο πέρα, δεν διαλύθηκε καν καμία αυταπάτη (γιατί κι αυτό θα ήταν κάτι που «έγινε». Ο Βούδας, έτσι απλά, ήσυχα, αθόρυβα, ανεπαίσθητα, βγήκε από την δημιουργία, από όλα αυτά τα φαινόμενα που βιώνουμε σαν ύπαρξη. Αυτό ήταν κάτι που έκανε, κάτι που βίωσε, κάτι που ένοιωθε, όχι ένα γεγονός μέσα στον χρόνο ή κάποια πραγματοποίηση σε κάποια υποθετική εξέλιξη. Αν δεν το βιώσεις αυτό είναι δύσκολο να το κατανοήσεις. Κι αν το συλλάβεις σαν πληροφορία μένει κάτι ξερό, χωρίς ζωή, σαν απολίθωμα, δεν είναι ζωή.

Όταν ο Βούδας σηκώθηκε από εκεί που καθόταν, κάτω από το «δένδρο της φώτισης» (που είναι απλά το σύμβολο της ζωής, της ύπαρξης) δεν υπήρχε κάποιος φωτισμένος, δεν υπήρχε κάποιος, κάποιο εγώ. Κι όπως είπε ο ίδιος ο Βούδας, δεν υπήρχε ούτε κάποια παγκόσμια συνείδηση (κάποιο άτμαν ή κάποιο βράχμαν ή οτιδήποτε). Έτσι το ερώτημα «ποιος ήταν ο Βούδας;», «ποιος είναι ο Βούδας;», μένει πίσω σαν κάτι απατηλό, κάποιο ερώτημα που κάνει ο ανόητος νους. Σημασία έχει μονάχα «τι είναι ο Βούδας». Είναι Αυτό που Βίωσε, Αυτό που Είναι, Πάντα, Εδώ. Η Πραγματικότητα. Η Αληθινή Φύση. Το Υπόβαθρο των Πάντων.

Έτσι, για ποιον Βούδα Μιλάνε οι άνθρωποι; Για ποιον Φωτισμένο; Για ποια Φώτιση; Για ποια Αλήθεια; Για ποια Διδασκαλία; Για Ποια Οδό; Για ποια πραγματοποίηση; Όλα αυτά, καθώς έλεγε ο Ίδιος ο Βούδας δεν είναι παρά στραφταλίσματα, λάμψεις περαστικές, πάνω στην Απεριόριστη Ελεύθερη Ζωντανή Πραγματικότητα, εκδηλώσεις μιας Αιώνιας Ζωής, πέρα από την δημιουργία, τους κόσμους, τον χρόνο, την γη, την ιστορία, τα βιβλία και τις λέξεις.

Παρόλα αυτά ο Βούδας, που περπάτησε στη γη, δεν αποσύρθηκε από τον κόσμο. Πήγε στους ανθρώπους. Και τους μίλησε. Τι Δίδαξε όμως πραγματικά ο Βούδας; Το έλεγε συχνά. Η Αληθινή Διδασκαλία δεν είναι Αληθινή Διδασκαλία. Η Αληθινή Οδός δεν είναι Αληθινή Οδός. Η Αληθινή Πραγματοποίηση δεν είναι Αληθινή Πραγματοποίηση. Κι αν μιλάμε ακόμα για τον Βούδα και την Διδασκαλία του είναι μονάχα για παιδαγωγικούς λόγους. Η Φλόγα της Ζωής που μετέδωσε στον Κασυάπα, με το λουλούδι, και σε όλους τους αληθινούς μαθητές του, στην πραγματικότητα, δεν μεταδίδεται. Δεν υπάρχει τίποτα να μεταδοθεί Κι αυτό ακριβώς μέσα στην Απόλυτη Αγάπη του Βούδα, μέσα στην Απέραντη Ευσπλαχνία του Βούδα, Πυροδοτεί την Φλόγα μέσα στον άνθρωπο. Στην Απόλυτη Ησυχία, στην Απόλυτη Σιωπή, στην Απόλυτη Υπαρξιακή Ακινησία, Ανθίζει η Απόλυτη Ειρήνη, το Αληθινό Νιρβάνα.

Έτσι, για όσους κατανοούν τον Βούδα, δεν υπάρχει Βούδας, δεν υπάρχει Διδασκαλία, δεν υπάρχει Οδός, δεν υπάρχει Φώτιση ή Πραγματοποίηση. Υπάρχει Μόνο Ζωή. Κι η Ζωή Ανθίζει μέσα στην Απόλυτη Σιγή. Και μετά, το Φως της Ζωής, η Απόλυτη Ενότητα που Είναι η Αγάπη των ανθρώπων, η Αληθινή Δράση, ζεσταίνει τις παγωμένες καρδιές των ανθρώπων, λιώνει όλους τους περιορισμούς του νου, ελευθερώνει. Αληθινός Διδάσκαλος είναι αυτός που Ελευθερώνει, όχι αυτός που διδάσκει ή καθοδηγεί, ή έχει οποιαδήποτε δράση. Αυτό το κάνουν οι ψευτοδιδάσκαλοι.

Και παρόλα αυτά, ο Βούδας, επειδή ακριβώς ήταν Αυτό που Είναι, Που Είναι Πάντα, χωρίς εγώ, η Απόλυτη Ταπεινότητα δεν απέφευγε τις συζητήσεις με τους ανθρώπους και την διδασκαλία τους. Μόνο που (όπως θα έκανε κι ο Ιησούς έξη αιώνες αργότερα) μιλούσε στους απλούς ανθρώπους την γλώσσα της νουθεσίας και των παραβολών. Στους επόμενους αιώνες υπήρξαν χιλιάδες άνθρωποι που βίωσαν την Αληθινή Βουδική Φύση τους. Η μεγαλύτερη τιμή που αποδίδουν οι άνθρωποι στον Βούδα που περπάτησε στη γη είναι ότι ακολουθούν το Παράδειγμά του, αναζητούν τον Αληθινό Βούδα μέσα στον Εαυτό τους, αναζητούν την Αληθινή Βουδική Φύση τους. Το Κάνουν όπως ο Βούδας. Κάντε το όπως ο Βούδας. Ήσυχα, Σιωπηλά, Χωρίς Προσπάθεια Βρείτε την Ειρήνη Μέσα σας. Δεν υπάρχει, αδελφοί, τίποτα άλλο να ζήσετε. Μονάχα η Αληθινή Ζωή. Η Αληθινή Ζωή που μπορείτε να Ζήσετε Εδώ, Τώρα, Αυτή την Στιγμή που Ρέει.

Γιατί ορισμένα ζευγάρια που είναι μαζί για πολλά χρόνια φαίνεται να «μισούν» ο ένας τον άλλον;

Οι μακροχρόνιες σχέσεις συχνά ρομαντικοποιούνται ως η επιτομή της αγάπης και της σταθερότητας. Η εικόνα ενός ζευγαριού που γερνάει μαζί, χέρι-χέρι, είναι ένα ισχυρό σύμβολο της διαρκούς αγάπης. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη και για ορισμένα ζευγάρια, το ταξίδι πολλών χρόνων μαζί μπορεί να αμαυρωθεί από μια αίσθηση πικρίας και δυσαρέσκειας. Σε αυτό το άρθρο, θα διερευνήσουμε τους λόγους για τους οποίους ορισμένα ζευγάρια που είναι μαζί για πολλά χρόνια φαίνεται να μισούν ο ένας τον άλλον.

Ανεπίλυτες συγκρούσεις

Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους τα μακροχρόνια ζευγάρια μπορεί να αναπτύξουν αρνητικά συναισθήματα ο ένας για τον άλλον είναι η συσσώρευση ανεπίλυτων συγκρούσεων. Με την πάροδο του χρόνου, οι μικροδιαφωνίες και οι παρεξηγήσεις μπορούν να μετατραπούν σε χιονοστιβάδα μεγάλων προβλημάτων, αν δεν αντιμετωπιστούν σωστά. Η αποτυχία αποτελεσματικής επικοινωνίας και εξεύρεσης λύσεων μπορεί να οδηγήσει σε πικρία και δυσαρέσκεια, προκαλώντας συναισθηματική απόσταση μεταξύ των συντρόφων.

Αλλαγή προτεραιοτήτων

Οι άνθρωποι αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου και οι προτεραιότητές τους μπορεί να αλλάξουν. Αυτό που κάποτε έφερνε δύο ανθρώπους κοντά μπορεί να μην είναι πλέον τόσο σημαντικό στη ζωή τους. Οι διαφορές στους προσωπικούς στόχους, τις αξίες ή τα ενδιαφέροντα μπορεί να δημιουργήσουν μια αίσθηση ασυμβατότητας. Ως αποτέλεσμα, τα ζευγάρια μπορεί να βρεθούν να απομακρύνονται και να τρέφουν αρνητικά συναισθήματα ο ένας για τον άλλον.

Έλλειψη οικειότητας

Η οικειότητα είναι ένα κρίσιμο συστατικό μιας υγιούς σχέσης. Με την πάροδο πολλών ετών, τα ζευγάρια μπορεί να βιώσουν μείωση της σωματικής και συναισθηματικής οικειότητας. Παράγοντες όπως το εργασιακό άγχος, οι ευθύνες των γονέων και τα ζητήματα υγείας μπορεί να συμβάλλουν στην έλλειψη σύνδεσης. Όταν η οικειότητα εξασθενεί, τα ζευγάρια μπορεί να αναπτύξουν δυσαρέσκεια ή απογοήτευση ο ένας προς τον άλλον.

Η εξοικείωση γεννά περιφρόνηση

Το ρητό “η εξοικείωση γεννά περιφρόνηση” υποδηλώνει ότι όσο περισσότερο χρόνο περνάμε με κάποιον, τόσο πιο πιθανό είναι να παρατηρήσουμε τα ελαττώματα και τις ατέλειές του. Στις μακροχρόνιες σχέσεις, οι σύντροφοι αποκτούν βαθιά επίγνωση των ελλείψεων του άλλου. Αυτή η εξοικείωση μπορεί να οδηγήσει σε μια κριτική στάση, όπου μικρές ενοχλήσεις ή συνήθειες που κάποτε παραβλέπονταν γίνονται σημαντικές πηγές εκνευρισμού.

Ανεκπλήρωτες προσδοκίες

Κατά τη διάρκεια μιας μακροχρόνιας σχέσης, τα άτομα συχνά έχουν προσδοκίες σχετικά με το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ο σύντροφός τους, ποιοι πρέπει να είναι οι ρόλοι τους και πώς πρέπει να δείχνουν αγάπη και στοργή. Όταν αυτές οι προσδοκίες δεν εκπληρώνονται, μπορεί να οδηγήσει σε απογοήτευση και δυσαρέσκεια. Τα ζευγάρια που αισθάνονται ότι οι ανάγκες τους δεν εκπληρώνονται σταθερά, μπορεί να αναπτύξουν αρνητικά συναισθήματα ο ένας για τον άλλον.

Στασιμότητα

Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα ζευγάρια μπορεί να αισθάνονται ότι έχουν κολλήσει σε μια ρουτίνα. Η ρουτίνα της καθημερινής ζωής, με τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της, μπορεί να οδηγήσει σε μια αίσθηση στασιμότητας. Οι σύντροφοι μπορεί να αισθάνονται ότι δεν αναπτύσσονται ή δεν εξελίσσονται πλέον ως άτομα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε απογοήτευση και δυσαρέσκεια ο ένας προς τον άλλον.

«Συναισθηματικές» αποσκευές

Οι εμπειρίες του παρελθόντος και οι ανεπίλυτες συναισθηματικές αποσκευές από την παιδική ηλικία ή από προηγούμενες σχέσεις μπορούν επίσης να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στο γιατί κάποια ζευγάρια καταλήγουν να μισούν ο ένας τον άλλον. Αυτά τα άλυτα ζητήματα μπορεί να επανεμφανιστούν στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας σχέσης, προκαλώντας συγκρούσεις και συναισθηματική αναταραχή.

Συμπέρασμα

Ενώ οι μακροχρόνιες σχέσεις μπορεί να είναι βαθιά ικανοποιητικές και αγαπησιάρικες, δεν είναι απρόσβλητες από τις προκλήσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε αρνητικά συναισθήματα μεταξύ των συντρόφων. Οι ανεπίλυτες συγκρούσεις, οι μεταβαλλόμενες προτεραιότητες, η έλλειψη οικειότητας, η εξοικείωση, οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες, η στασιμότητα και οι συναισθηματικές αποσκευές είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που μπορούν να συμβάλουν στην επιδείνωση μιας σχέσης με την πάροδο του χρόνου.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν αντιμετωπίζουν όλες οι μακροχρόνιες σχέσεις αυτά τα ζητήματα και πολλά ζευγάρια ξεπερνούν με επιτυχία αυτές τις προκλήσεις και βγαίνουν ισχυρότερα. Η επικοινωνία, η ενσυναίσθηση και η προθυμία να δουλέψουν πάνω στη σχέση είναι το κλειδί για την πρόληψη της ανάπτυξης μίσους και δυσαρέσκειας σε μια μακροχρόνια συνεργασία. Τα ζευγάρια που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση μπορεί να επωφεληθούν από το να ζητήσουν τη βοήθεια ενός θεραπευτή ή συμβούλου για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους και να εργαστούν προς την κατεύθυνση μιας πιο υγιούς και ευτυχισμένης σχέσης.

Ο έρωτας, έχει μόνο μια μονάδα μέτρησης και λέγεται “χωρίς όρια”

Πολλοί καυχιούνται πως είναι ερωτευμένοι, λίγοι όμως τιμούν τον τίτλο, κι ακόμη πιο λίγοι τον ασπάζονται ενδόμυχα. Κάποιοι είναι ερωτευμένοι πιο πολύ με την ιδέα του να είναι ερωτευμένοι και λιγότερο με αυτόν που προκαλεί τη συγκεκριμένη ιδέα. Άλλοι πάλι επιμετρούν την έκταση του έρωτά τους με παραπάνω έμφαση στο λαβείν παρά στο δούναι – βάσει του τι παίρνουν από αυτόν αντί τι του δίνουν. Υπάρχουν και κάποιοι τρίτοι που για εκείνους ο έρωτας, ο δυνατός έρωτας, καθορίζεται με την ποσότητα και όχι με την ποιότητα των παραμέτρων αυτής της τόσο μαγικής κατάστασης του μυαλού και της καρδιάς, λες και προσπαθούν να παγιδεύσουν την μαγεία σε μπουκάλι και να την πολλαπλασιάσουν.

Λες και μπορούν.

Ένα είναι το τεστ για να καθορίσεις αν είσαι πραγματικά ερωτευμένος, αν τα ηλεκτρόνια που νιώθεις στην καρδιά σου είναι από ρεύμα 220 βολτ ή από βραχυκυκλωμένη, ασθενική παροχή, και αν οι πεταλούδες στο στομάχι σου έχουν κάνει αποικία ή είναι απλά περαστικές – κοιτάξου στον καθρέφτη και δες μέσα σου, ενδόμυχα, έπειτα ρώτα αυτόν που σε ξέρει καλύτερα, ρώτησε τον εαυτό σου κάτι πολύ απλό, έναν ψίθυρο ερώτησης.

Πες του:

‘Γνωρίζει ο έρωτας μου όρια;’

Και αναλόγως της απάντησης που θα πάρεις, θα καθοριστεί και το να είσαι ερωτευμένος με ένα άτομο ή μια ιδέα. Πρόσεξε όμως. Αν πάρεις καταφατική απάντηση, τότε το ‘ναι’ πρέπει να είναι βροντερό και τα όρια παντελώς ανύπαρκτα.

Έρωτας δίχως όρια πάει να πει πως παίρνεις το αίσθημα σου από το χέρι και γυρίζετε τον κόσμο με τα πόδια και με χάρτη την καρδιά, κάθε ‘μπιπ’ της τελευταίας και ένα διαφορετικό σοκάκι που ανακαλύπτετε παρέα.

Έρωτας δίχως όρια σημαίνει να δίνεις φιλιά στη μέση του δρόμου και να τα νιώθεις λες και δίνονται στη μέση του σύμπαντος, φανερά και περήφανα και χωρίς ίχνος αναστολής, και με κάθε ένα από αυτά τα φιλιά να λιώνει προοδευτικά ο κόσμος γύρω σας, να εξαφανίζεται, και να μένετε μοναδικοί ναυαγοί στο πιο ωραίο νησί του κόσμου – αυτό του έρωτά σας.

Έρωτας δίχως όρια πάει να πει πως πας στο φεγγάρι και επιστρέφεις πίσω μαζί του αν εκείνη σου ζητήσει δείπνο υπό το σεληνόφως.

Έτσι μετράς τον έρωτά σου – από την απουσία ορίων, και από πόσων “ακατόρθωτων” πραγμάτων που έχουν σχέση με εκείνον έχεις αφαιρέσει το άλφα-στερητικό, κάνοντας τα αποδείξεις του ιδίου.

Το να ερωτεύεσαι χωρίς όρια είναι σαν να επιπλέεις στον ωκεανό χωρίς προορισμό, χωρίς στεριά στην όψη σου. Εσύ, το αίσθημα σου, το απέραντο γαλάζιο, η απόλυτη ελευθερία. Δυο επιπλέοντα σώματα, παραδομένα στους ούριους αέρηδες του έρωτά τους, να σκίζουν το μπλε της θάλασσας με το κόκκινο της καρδιάς τους, και να ταξιδεύουν σε αχαρτογράφητους προορισμούς με κλίμα πάντα τροπικό, καπεταναίοι της δικής τους, συζευγμένης καρδιάς.

Το να οριοθετείς τον έρωτα είναι σαν να κόβεις τα φτερά από ένα πουλί. Με αυτόν τον τρόπο, δεν το σκοτώνεις συμβατικά, μα πολύ χειρότερα – εσωτερικά. Μαζί με τα φτερά, του αφαιρείς και την ίδια του τη φύση, την ικανότητα του να πετά ελεύθερο ψηλά στους αιθέρες και να θαυμάζει τις ασημένιες επενδύσεις των συννέφων, κάθε τέτοιο σύννεφο και μια ευκαιρία, κάθε ευκαιρία και μια διαφορετική περιπέτεια. Όταν προσγειώνεις τον έρωτα σου με το να του βάλεις όρια, και αναγκάζεις τη ψυχή σου να βαδίζει αντί να πετά αμέριμνη, να εισπνέει οξυγόνο και να εκπνέει πάθος, τότε ταυτόχρονα την καταδικάζεις σε αργό, βασανιστικό θάνατο.

Ούτε πούπουλο να μην πειράξεις από τα φτερά του έρωτα σου.

Να τον αφήσεις να πετάξει ελεύθερος, στους επτά ουρανούς, να εντυπωσιαστεί από το χρυσό του ήλιου και να λουστεί στο ασήμι της σελήνης. Ο έρωτας που ζει ελεύθερος, ζει για πάντα. Κι αυτοί που τον χαίροντα έξω από τα όρια του κομφορμισμού, δείχνουν πάντα έφηβοι. Γιατί έφηβοι; Επειδή οι τελευταίοι είναι οι πρώτοι που βιώνουν τον απελευθερωμένο έρωτα, τον ασυμβίβαστο, εκείνον τον αλήτικο που ανάβει μαζί με το Marlboro το κόκκινο και είναι εξίσου δυνατός με αυτό, μα δεν σβήνει μαζί του – δεν σβήνει ποτέ. Εκείνον που δεν φοβάται να κυλιστεί στη λάσπη και να μείνει ξάγρυπνος δυο ολόκληρα μερόνυχτα τρεφόμενος αποκλειστικά με φιλιά και αγκαλιές διαρκείας. Εκείνος που πυροδοτείται από τα απλά, τα βασικά, τα όμορφα και τα ωραία – λίγο βινύλιο, λίγο κρασί, και μια χούφτα τσιγάρα. Μια σελήνη που λάμπει ίσα ίσα για να φωτίσει την χρυσή άμμο στην οποία εκείνη ξαπλώνει και να την κάνει ασημένια, κι ένα κύμα που στέλνει αφρό στα πόδια της για να εξισορροπήσει την γλυκιά φωτιά με αλμυρή δροσιά.

Βλέπεις πουθενά όρια σ’ αυτή την εικόνα;

Όταν ερωτεύεσαι έτσι, τότε όλες σου οι στιγμές θα βιώνονται έξω από τα συμβατικά καρέ, δεν θα είναι πλέον τετράγωνες, δεν θα έχουν περιορισμούς – θα είναι ελεύθερες να βγουν έξω από το πλαίσιο και να αναπνεύσουν οξυγόνο.

Να δίνεις φτερά στον έρωτα σου, λοιπόν. Γιατί τα φτερά σκοτώνουν τα όρια και δίνουν ζωή στο πάθος. Να πετάς με τον σύντροφο σου σε ουρανούς χαράς και να πλέεις μαζί του σε πελάγη ευτυχίας. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να την ζεις με κανόνες, και οι έρωτες ακόμη πιο μικρά προϊόντα της, τα οποία απαιτούν να τα χαρείς στην ολοκληρότητα τους, γι’ αυτό πέτα και πλεύσε και χτύπησε και πόνεσε και γέλασε και κλάψε κι ερωτεύσου, ερωτεύσου πολύ και άφοβα και έντονα. Ερωτεύσου απεριόριστα. Μόνο έτσι θα πάρεις το εισιτήριο για την μουδιαστική νιρβάνα που βρίσκεται στο τέλος του ουράνιου τόξου του έρωτα.

Η ευχαρίστηση έρχεται όταν μοιραζόμαστε, όχι όταν αρπάζουμε

Όσο πιο πολύ αναπτύσσεται η αγάπη σε ένα άτομο, τόσο περισσότερο η σeξουαλική ενέργεια μεταμορφώνεται σε αγάπη και όσο λιγότερο στοργικό είναι ένα άτομο, τόσο περισσότερο σκέφτεται το σεξ. Όσο λιγότερο στοργικό είναι ένα άτομο τόσο περισσότερο μίσος έχει- όσο λιγότερο στοργικό είναι ένα άτομο, τόσο περισσότερη εμπάθεια θα υπάρχει μέσα του.

Και όσο λιγότερη αγάπη γεμίζει τη ζωή ενός ατόμου τόση περισσότερη ζήλια, ανταγωνιστικότητα, ανησυχία και μίσος θα υπάρχει στη ζωή του. Όσο περισσότερο ένα άτομο περικλείεται από ανησυχία, ζήλια, μίσος, κακεντρέχεια τόσο στάσιμες γίνονται μέσα του οι ενέργειές του και μοναδική διέξοδος του είναι το σεξ.

Η αγάπη γίνεται μια διέξοδος για την ενέργεια, είναι μια ροή. Είναι δημιουργική και γι’ αυτό ρέει και φέρνει ευχαρίστηση. Και αυτή η ευχαρίστηση είναι πολύ πιο βαθιά και πολύ πιο πολύτιμη από την ευχαρίστηση που έρχεται από το σeξ. Εκείνος που γνωρίζει αυτή την ευχαρίστηση δεν θα ψάξει ποτέ για κάποιο υποκατάστατο, όπως ακριβώς ένα άτομο στο οποίο δίδονται πολύτιμα πετράδια δεν θα ψάξει για χαλίκια και πέτρες.

Όμως, ένα άτομο που είναι γεμάτο με μίσος δεν μπορεί να βρει ποτέ ευχαρίστηση. Στο μίσος, το άτομο διαχωρίζει, καταστρέφει πράγματα. Και η καταστροφή δεν φέρνει ποτέ ευχαρίστηση· η ευχαρίστηση έρχεται μέσα από τη δημιουργία. Ένα άτομο που ζηλεύει προσπαθεί, αλλά αυτό δεν φέρνει ποτέ ευχαρίστηση. Η ευχαρίστηση έρχεται όταν δίνουμε, όταν μοιραζόμαστε όχι όταν αρπάζουμε.

Ένα άτομο που παλεύει, που πολεμά αρπάζει πράγματα. Με το να παίρνουμε δεν έχουμε ποτέ το είδος της ευχαρίστησης που νιώθουμε όταν δίνουμε, όταν μοιραζόμαστε. Ένα φιλόδοξο άτομο τρέχει από τη μία θέση στην άλλη αλλά δεν καταφέρνει ποτέ να επιτύχει τη γαλήνη.

Η γαλήνη έρχεται σε εκείνους που κάνουν το ταξίδι της αγάπης, που πηγαίνουν από το ένα προσκύνημα της αγάπης στο άλλο κι όχι σε εκείνους που κάνουν το ταξίδι της ισχύος και της θέσης. Όσο πιο γεμάτος με αγάπη είναι κάποιος, τόσο πιο πολλή ευχαρίστηση, βαθιά ικανοποίηση, χαρά, αίσθηση πληρότητας ρέει μέσα σε κάθε κύτταρο του είναι του. Μια απολαυστική ευχαρίστηση και μακαριότητα περικλείει το άτομο.

Ένα τόσο ικανοποιημένο άτομο δεν κινείται προς τη διάσταση του σeξ, και δεν χρειάζεται να κάνει μια προσπάθεια για να μην μετακινηθεί σε αυτή τη διάσταση. Απλά δεν μετακινείται εκεί επειδή η ικανοποίηση που λάμβανε για μερικές στιγμές μέσω του σeξ τώρα είναι διαθέσιμη αδιάκοπα μέσω της αγάπης.

Έτσι το επόμενο βήμα είναι ότι το είναι μας μεγαλώνει περισσότερο προς την κατεύθυνση της αγάπης. Αγαπάμε, δίνουμε αγάπη, ζούμε στην αγάπη. Και για να μυηθούμε στην αγάπη δεν πρέπει να αγαπάμε μόνο τα ανθρώπινα όντα. Η μύηση στην αγάπη είναι μια μύηση που εκπέμπει στοργή. Είναι η μύηση στο πώς να γινόμαστε στοργικοί.

Μπορείτε να σηκώσετε μια άψυχη πέτρα, με τόση χάρη και στοργή σαν να σηκώνετε έναν φίλο κι επίσης, μπορείτε να κρατάτε τα χέρια κάποιου σαν αυτός να είναι εχθρός σας. Ένα άτομο μπορεί να είναι ικανό να φροντίζει υλικά πράγματα με αγάπη, ενώ ένα άλλο μπορεί να συμπεριφέρεται στους ανθρώπους με έναν τρόπο με τον οποίον δεν θα έπρεπε να φέ­ρεται κανείς ούτε στα αντικείμενα.

Ένα άτομο που είναι γε­μάτο μίσος αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα όντα σαν πράγματα- ένα άτομο γεμάτο αγάπη δίνει μια ζωντανή προσωπικότητα ακόμη και στα άψυχα αντικείμενα.

Το ζήτημα δεν είναι να είμαστε στοργικοί μόνο στους ανθρώπους, το ζήτημα είναι να είμαστε στοργικοί.

Αποτελεί παρανόηση να λέμε ότι κάποιος πρέπει να αγα­πάει τη μητέρα του. Αν μια μητέρα ζητήσει από το παιδί της να την αγαπάει απλά και μόνο επειδή είναι η μητέρα, είναι μια λάθος διδασκαλία. Μια αγάπη που πρέπει να έχει λόγο για να υπάρχει, μια αγάπη που ξεκινάει από «αφού» για να ολοκλη­ρωθεί σε «επομένως», είναι μια αγάπη ψεύτικη. Το να ζητάτε να αγαπηθείτε επειδή είστε ο πατέρας δίνει λάθος εκπαίδευση. Φέρνει έναν λόγο για την αγάπη.

Η αγάπη δεν έχει λόγο- η αγάπη δεν εξαρτάται ποτέ από ένα λόγο. Αν μια μητέρα πει στο παιδί της, «Σε πρόσεχα για τόσον καιρό. Σε μεγάλωσα, επομένως αγάπησέ με», δίνει έναν λόγο για την αγάπη – και αυτό είναι το τέλος της αγάπης. Ανα­γκασμένο, το παιδί ίσως ακούσια προσποιηθεί ότι την αγαπάει επειδή είναι η μητέρα.

Η διδασκαλία της αγάπης δεν σημαίνει να δίνεις λόγους για την αγάπη· σημαίνει μόνο να δημιουργείς ένα περιβάλλον, μια ευκαιρία κατά την οποία το παιδί μπορεί να νιώσει αγάπη.

Μια μητέρα που λέει στο παιδί, «Αγάπησέ με επειδή είμαι η μητέρα σου» δεν διδάσκει αγάπη στο παιδί. Πρέπει να πει: «Είναι ζωτικό για τη ζωή σου, το μέλλον σου, την ευτυχία σου να δείχνεις αγάπη σε οποιονδήποτε ή οτιδήποτε εμφανιστεί στο μονοπάτι σου, είτε αυτό είναι μια πέτρα, ένα λουλούδι, ένας άνθρωπος, ένα ζώο, οτιδήποτε.
Το ζήτημα δεν είναι να δώσεις αγάπη στο ζώο, στο λουλούδι ή στη μητέρα ή σε κάποιον άλλον, το ζήτημα είναι να νιώθεις αγάπη. Το μέλλον σου εξαρτάται από το πόση αγάπη έχεις. Η πιθανότητα της ευτυχίας στη ζωή σου εξαρτάται από το πόσο γεμάτος αγάπη είσαι».

Οι άνθρωποι πρέπει να εκπαιδεύονται να νιώθουν αγάπη, και μετά μπορούν να απελευθερωθούν από τη σeξουαλικότη­τα. Όμως δεν εκπαιδεύουμε τους ανθρώπους να αγαπάνε. Δεν δημιουργούμε κάποιο συναίσθημα αγάπης. Αντίθετα, οτιδή­ποτε συζητάμε και παρουσιάζουμε στο όνομα της αγάπης εί­ναι ψεύτικο.

Πιστεύετε ότι μπορείτε να αγαπάτε ένα άτομο και να μισεί­τε κάποιο άλλο; Όχι, είναι αδύνατον. Ένα στοργικό ανθρώπινο ον είναι ένα στοργικό ανθρώπινο ον το ότι είναι στοργικό δεν έχει καμία σχέση με κάποιο συγκεκριμένο άτομο, δεν γεν­νιέται η στοργή μέσα του εξαιτίας κάποιου ατόμου. Ακόμη και όταν κάθεται μόνο του, αυτό το άτομο, είναι στοργικό. Είναι η φύση αυτού του ατόμου να είναι στοργικό’ αυτή η στοργικότητα δεν αφορά τη σχέση σας με το άτομο, απλώς υπάρχει και θα υπάρχει γιατί το άτομο, αυτό έχει μέσα του τη στοργή κι αυτή ξεχειλίζει σε όλες του τις σχέσεις ανεξαιρέτως.

Τα λουλούδια που ανθίζουν στη μοναξιά μιας ζούγκλας απλώνουν το άρωμά τους είτε υπάρχει κάποιος εκεί για να το εκτιμήσει είτε όχι, είτε περνάει κάποιος από εκεί είτε όχι. Είναι στη φύση ενός λουλουδιού να είναι ευωδιαστό. Μην έχετε την ψευδαίσθηση ότι ένα λουλούδι εκπέμπει το άρωμά του μόνο για εσάς!

Η στοργή θα πρέπει να γίνει η κατάσταση της ύπαρξής σας· δεν πρέπει να εξαρτάται από το «ποιός».

Πως αντιδράμε στο συναίσθημα

Ξέρουμε όλοι ότι τα συναισθήματα είναι κάτι πολύπλοκο να διαχειριστεί και να εκφράσει σωστά κανείς. Γιατί όμως μας είναι τόσο δύσκολο; Στα απλά μαθηματικά βρίσκεται η απάντηση. Το εύρος των συναισθημάτων, τόσο σε ποσότητα όσο και σε ένταση, είναι τεράστιο, οπότε οι πιθανότητες να γνωρίζει κανείς ακριβώς το συναίσθημα που τον διέπει κάθε φορά και να το εκφράσει με τον σωστό τρόπο στον εαυτό του ή στους γύρω του, είναι άπειρες. Αν και τα συναισθήματα λοιπόν είναι πολλά, οι αντιδράσεις που έχουμε σε αυτά, περιορίζονται σε 5 βασικές.

1. Επίθεση

2. Άμυνα

3. Διαπραγμάτευση

4. Κυριαρχία

5. Δημιουργία

Ας δούμε τώρα πιο αναλυτικά τι σημαίνει ο κάθε τίτλος\ κατηγορία αντίδρασης:

Επίθεση: Το να αντιδρούμε με επίθεση, σημαίνει ότι ασκούμε οποιαδήποτε μορφή βίας. Κάποια πολύ συχνά εμφανιζόμενα παραδείγματα είναι η λεκτική ή σωματική βία, οι αυτοτραυματισμοί ή η ερωτική συνεύρεση με απαραίτητο το στοιχείο του πόνου. Τα άτομα που συνήθως έχουν αυτό τον τρόπο αντίδρασης, είναι οι άνθρωποι που είτε έχουν δεχτεί βία, οποιασδήποτε μορφής, στο παρελθόν, είτε αυτή είναι που αντιλαμβάνονται ως τρόπο μετάφρασης μιας άβολης, άσχημης, ή και έντονης στιγμής.

Άμυνα: Ο συγκεκριμένος τρόπος αντίδρασης θεωρείται ο πιο διαδεδομένος μεταξύ των μικρών ηλικιών 5 – 10 ετών και των μεγαλύτερων 55+. Περιλαμβάνει κλείσιμο στον εαυτό, αρνητισμό, κλάμα κι ανένδοτη σκέψη. Οι άνθρωποι που αντιδρούν στα συναισθήματά τους μπαίνοντας σε θέση άμυνας, είναι κυρίως άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, αλλά και οι έχοντες στέρηση τρυφερότητας.

Διαπραγμάτευση: Οι άνθρωποι που αντιδρούν με αυτόν τον τρόπο, καταφέρνουν μια κατευθυνόμενη κατάληξη των πραγμάτων. Σε αυτή την κατηγορία θα συναντήσουμε άτομα που εργάζονται σε κάθε είδους πολιτική αρχή, αρχηγούς κομμάτων ή μεγάλων κολοσσιαίων εταιριών, καθώς επίσης μερικές ομάδες επιστημόνων. Η προσωπικότητα των ατόμων που εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία διέπεται από αίσθημα ευθύνης και δικαίου, και συνήθως έχουν μερική συναισθηματική αποκοπή ή πιο απλά, έχουν μια μικρή καθυστέρηση στο να συνειδητοποιήσουν ποιο είναι το συναίσθημα που βιώνουν τη δεδομένη στιγμή. Κατά ένα μεγάλο ποσοστό είναι άτομα που έχουν βιώσει οι ίδιοι ή είχαν άτομα στον κύκλο τους που βίωσαν, μια οποιαδήποτε φύσεως, τραυματική εμπειρία.

Κυριαρχία: Χειραγώγηση με εγωιστική πρόθεση, κράτηση ατόμου παρά τη θέληση του, επιβολή ή κατάχρηση της εξουσίας, προσπάθεια προαγωγής σε υψηλότερη θέση με δόλια μέσα, είναι κάποιες από τις κινήσεις που χρησιμοποιούν τα άτομα αυτής της ιδιαίτερης θα λέγαμε κατηγορίας, μιας που δεν υπάρχει κάποιο πολύ συγκεκριμένο μοτίβο χαρακτηριστικών ή βιωμάτων που κάνει ένα άτομο να διαλέξει αυτόν τον δρόμο. Ένας συνδυασμός εμπειριών κι ιδιοσυγκρασίας συνολικά, είναι αυτό που παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο. Εδώ βρίσκουμε από τον απλό γείτονα της διπλανής πόρτας μέχρι και τον ψυχικά διαταραγμένο.

Δημιουργία: σε αυτή την κατηγορία βρίσκουμε τους ανθρώπους που έχουν μετατρέψει το συναίσθημά τους σε καλλιτεχνική δημιουργία, ευρηματικότητα, εφευρετικότητα, ομορφιά – περιποίηση μέσα και έξω, επιχειρηματικότητα, κατασκευαστική δημιουργία, θεραπεία, φροντίδα, ενόραση.

Κάθε κατάσταση στη ζωή μας, μας δημιουργεί ένα συναίσθημα. Κάθε συναίσθημα φέρνει μια αντίδραση. Ο τρόπος που αντιδράμε εξαρτάται κατά ένα μέρος από τα βιώματα και τις συνθήκες που μεγαλώσαμε. Τα προσωπικά χαρακτηριστικά, ιδιοτροπίες και ταλέντα με τα οποία ο καθένας γεννήθηκε, δίνουν το τελικό αποτέλεσμα. Το θετικό όμως σε όσα αναφέρθηκαν είναι ότι αν κάποια στιγμή θελήσουμε να επιλέξουμε ένα λιγότερο επώδυνο τρόπο αντίδρασης και να μεταπηδήσουμε σε μια από τις 2 πιο ήρεμες κατηγορίες, που είναι η 3η και η 5η, μπορεί να συμβεί, εφόσον συνειδητά το επιθυμούμε. Είναι κάτι που μαθαίνεται. Θέλει φυσικά το χρόνο του για να επιτύχει, αλλά το αποτέλεσμα θα μας ανταμείψει.

Ο τρόπος να το καταφέρουμε αποτελείται από 4 βήματα:

Αυτοσυγκράτηση: σταματάμε την πρώτη αντίδραση που μας βγαίνει φυσικά, μετρώντας έως το 3 σε επανάληψη, όσες φορές χρειαστεί ώστε να πέσει η ένταση.

Σιωπή: Παίρνουμε λίγο χρόνο να αφουγκραστούμε ποιο συναίσθημα νιώσαμε, τι αντίδραση αρχικά μας έβγαλε, χωρίς ενδιάμεσα να πούμε ή να κάνουμε κάτι.

Παρατήρηση: έχοντας κάνει τα προηγούμενα βήματα, τώρα προσπαθούμε να παρατηρήσουμε την κατάσταση που έχουμε μπροστά μας, σαν να το κοιτάει ένας τρίτος άνθρωπος που μόλις μπήκε στον χώρο. Εξετάζουμε τι συνέβη, ποια άτομα και με ποιο τρόπο μίλησαν ή κινήθηκαν, πώς αντέδρασαν εκείνα προς εμάς. Βλέπουμε δηλαδή όλη την εικόνα χωρίς να είμαστε εμείς μέσα σε αυτή.

Αντίληψη της κατάστασης: κάνουμε ένα βήμα πίσω και προσπαθούμε να βάλουμε όλες τις πληροφορίες που πήραμε από τα προηγούμενα βήματα σε σειρά και να αντιληφθούμε σωστά τι χρειάζεται η κατάσταση από μας να κάνουμε. Ό,τι και να είναι αυτό, σίγουρα ο τρόπος θα είναι πιο ήρεμος κι αποτελεσματικός από την αρχική μας αντίδραση.

Αν και φαντάζουν δύσκολα στην εφαρμογή τους αυτά τα βήματα -κι είναι- οφείλω να ομολογήσω ότι δουλεύουν. Χρειάζεται σταθερή εξάσκηση, επιμονή και χρόνο, αλλά μετά από ένα σημείο γίνεται συνήθεια κι η εφαρμογή τους έρχεται αυτόματα. Γι’ αυτό μην τα παρατήσετε αν σας πάρει περισσότερο καιρό από όσο θα θέλατε. Έχετε να κερδίσετε πολλά από αυτή την αλλαγή.

Σοφοκλής: Τι πιο ωραίο υπάρχει απ’ το να χαμογελάς στους εχθρούς σου;

Ο Σοφοκλής (496 π.Χ.- 406 π.Χ.) ήταν ένας από τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές της κλασικής εποχής, που μαζί με τους ομότεχνούς του Αισχύλο και Ευριπίδη μας άφησαν σπουδαία έργα και τα μόνα που έχουν διασωθεί στην ολοκληρωμένη μορφή τους.

Σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες φαίνεται ότι έγραψε περίπου 120 έργα, από τα οποία παραδίδονται ολοκληρωμένες μόνο επτά τραγωδίες. Γεννήθηκε στον Ίππιο Κολωνό της Αθήνας και ήταν γιος του Σοφίλλου, ενός εύπορου Αθηναίου που είχε εργοστάσιο μαχαιροποιΐας και είχε την αγαθή τύχη να διαπαιδαγωγηθεί σωστά, ανάλογα με την οικονομική του άνεση. Έτσι έλαβε επιμελημένη αγωγή και παιδεία.Ο Σοφοκλής έζησε μια καλή ζωή από τα παιδικά του χρόνια και δεν πρόλαβε τις μεγάλες συμφορές που βρήκαν την Αθηναϊκή δημοκρατία, αλλά έζησε όλο το μεγαλείο της.

Ο Σοφοκλής από μικρός έδειξε το μεγάλο του ταλέντο και την κλίση του στις τέχνες.
Δάσκαλός του στην μουσική ήταν ο περίφημος Λάμπρος που δίδαξε τόσο καλά τον Σοφοκλή ώστε έγραφε μόνος του τις μελωδίες για τα χορικά των τραγωδιών του, σε αντίθεση με τους άλλους ποιητές που χρειάζονταν βοήθεια σε αυτό.Χάρη στο δάσκαλό του, ανέπτυξε αρμονικά τις σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις.

Συνδέθηκε στενά με πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, όπως με τον Περικλή, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και κατέλαβε διάφορα υψηλά αξιώματα στην πολιτική, στις θρησκευτικές λατρείες και στις τέχνες.

Ο Σοφοκλής ταλαντούχος αλλά και με εντυπωσιακό παράστημα, μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνας, τον επέλεξαν να γίνει ο κορυφαίος του χορού των εφήβων, στις δημόσιες τελετές για τον εορτασμό της νίκης.Στους δραματικούς αγώνες πήρε πρώτη φορά μέρος το 468 π.Χ. και αμέσως αξιώθηκε το πρώτο βραβείο, αν και στον διαγωνισμό μετείχε και ο Αισχύλος. Το κοινό τον αγάπησε και του χάρισε δεκαοκτώ πρώτες νίκες στα Μεγάλα Διονύσια και μερικές ακόμα στα Λήναια. Πρέπει όμως να συνεκτιμηθεί ότι ο Σοφοκλής ήταν στους Αθηναίους πολύ δημοφιλής, λόγω και των πολιτικών και θρησκευτικών δραστηριοτήτων του, σε αντίθεση με τον νεώτερο φίλο του, τον Ευριπίδη, ο οποίος ήταν μάλλον αντιπαθής λόγω του απομονωμένου τρόπου ζωής του.

Ο Σοφοκλής συμμετείχε στα κοινά και μάλιστα τόσο τον αγαπούσαν οι Αθηναίοι που τον εξέλεξαν και στρατηγό, αν και η δραστηριότητα του αυτή περιορίστηκε στο διπλωματικό πεδίο.

Χρημάτισε και ελληνοταμίας της Αθηναϊκής συμμαχίας και τροποποίησε το σύστημα είσπραξης εισφορών.Η μοναδική σελίδα που αμαυρώνει τον πολιτικό του βίο είναι το ότι μετά την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία εκλέχτηκε ως ένας από τους 10 πρόβουλους που έφεραν στην εξουσία την ολιγαρχική βουλή των 400. Με την επαναεπικράτηση των δημοκρατικών, δικάστηκε.

Παρόλη τη στεναχώρια του, στη δίκη με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια, δήλωσε ότι τότε δεν υπήρχε κατά την άποψη του τίποτε καλύτερο να πράξει. Οι δικαστές τον αθώωσαν.

Ο Σοφοκλής έφερε πολλές καινοτομίες στο θέατρο. Ανάμεσα στα άλλα, αύξησε τα μέλη του χορού σε 15, για καλύτερη συμμετρία δύο ιμιχόρια των 7, και ο κορυφαίος και εισήγαγε και τρίτο υποκριτή. Από την πρώτη φορά που παίρνει μέρος στους δραματικούς αγώνες το 468 π.χ., μόλις σε ηλικία 28 χρόνων, παίρνει το πρώτο βραβείο, με αντίπαλο τον Αισχύλο. Στα επόμενα χρόνια παίρνει 24 πρώτες νίκες.

Για τον Σοφοκλή μιλάει επαινετικά και ο Αριστοφάνης στους Βάτραχους. Ο Φρύνιχος του αφιέρωσε το έργο του Μούσες. Να τονίσουμε πως ο Σοφοκλής, αποδείχτηκε φιλαθηναιότατος, δε θέλησε ποτέ να απομακρυνθεί από τον τόπο του, και στο τελευταίο του έργο, το Οιδίπους επί Κολονώ φρόντισε να καλοτυχίσει για μιαν ακόμα φορά την Αθήνα και να παινέσει την περιοχή όπου γεννήθηκε. Μάλιστα εισήγαγε στην Αθήνα τη λατρεία του Ασκληπιού και ήταν ένας από τους λόγους που τιμήθηκε μετά το θάνατό του σαν ήρωας «Φιλαθηναίος». Ο Σοφοκλής πέθανε σε ηλικία 90 χρονών το 406, έχοντας τιμηθεί εν ζωή και έχοντας πλήρη συναίσθηση της αξίας του έργου του.
Ο τάφος του μάλιστα έγινε προσκύνημα…

Ακολουθούν μερικές φράσεις του που έμειναν στην ιστορία

Αν ο θάνατος έρχεται πρόωρα, δηλώνω πως αυτό για μένα είναι ένα κέρδος. Όποιος ζει σαν κι εμένα ανάμεσα σε αναρίθμητα δεινά, πώς είναι δυνατόν να μην κερδίζει πεθαίνοντας;

Δεν αρμόζει στον καλό γιατρό να επικαλείται μαγικές δυνάμεις, όταν χρειάζεται χειρουργική επέμβαση για ν’ απαλλαχθεί ο άρρωστος απ’ το κακό.

Δεν μπορεί κανένας να πάρει όρκο για τίποτε και η δεύτερη γνώμη διαψεύδει την πρώτη ιδέα.

Είναι αληθινή η λαϊκή παροιμία ότι τα δώρα των εχθρών δεν είναι ούτε χρήσιμα ούτε ωφέλιμα.

Ένα κράτος, όπου η αυθάδεια και η ελευθερία τού να κάνει κανείς ό,τι θέλει μένουν ατιμώρητα, μπορεί να είναι κανένας σίγουρος γι’ αυτό, ότι μετά από ένα ευτυχισμένο ταξίδι τελειώνει βυθισμένο μέσα στην άβυσσο.

Έρως ανίκατε μάχαν.

Η αλήθεια είναι πάντοτε σωστή.

Η καλύτερη τακτική είναι να χρησιμοποιεί κανείς τη δύναμή του για να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερα καλά.

Καθένας και γελά και κλαίει, όπως τα κανονίζει ο Θεός.

Καθετί στον κόσμο, με τη δουλειά αποχτιέται.

Και στις γυναίκες μέσα υπάρχει πολεμική ορμή.

Κανένας δεν αγαπάει τη ζωή τόσο πολύ όσο ο γέρος.

Μην ξεστομίζεις ποτέ έναν υπεροπτικό λόγο ενάντια στους θεούς και μην παραδέχεσαι μια αλαζονική έπαρση, μακάρι να μην υπερτερείς περισσότερο από έναν άλλον με τη δύναμη ή με την υπεροχή του πλούτου, γιατί μια μόνη μέρα καταστρέφει τους ανθρώπους και τους ξανασηκώνει.

Οι θεοί αγαπούν τη μετριότητα στις επιθυμίες και μισούν τη βλαστήμια.

Να λες πάντα την αλήθεια, γιατί είναι ατιμωτικό για τον ελεύθερο άνθρωπο να θεωρείται ψεύτης.

Ο ανόητος έχει αδελφό τον αδύναμο.

Ο θάνατος τότε μόνο είναι το μεγαλύτερο κακό, όταν τον παρακαλούμε να έρθει κι αυτός δεν εισακούει τις προσκλήσεις μας.

Ο Θεός είναι η αλήθεια και το φως η σκιά του.

Ο θυμός δεν έχει άλλα γηρατειά εκτός από το θάνατο, ο πεθαμένος δεν έχει πια κανένα αίσθημα.

Όποιος κυβερνήτης πλοίου παρατεντώνει τα πανιά και δεν λασκάρει καθόλου, ανατρέπει το καράβι.

Ούτε ο ισχυρότερος θνητός δεν μπορεί να αποφύγει την τιμωρία των θεών.

Πάλι γίνεται παιδί ο άνθρωπος που γερνάει.

Ποιος καλός άνθρωπος δεν είναι φίλος του εαυτού του;

Πολλοί γενούν το δέος, το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά.

Πρέπει να συγκρατούμε το θυμό μας απέναντι σ’ εκείνους που έσφαλαν χωρίς να το θέλουν από λαθεμένη κρίση.

Σ’ όλους τους ανθρώπους το λάθος είναι συνηθισμένο πράγμα. Όποιος κάνει λάθος δεν είναι ούτε αξιοκατάκριτος ούτε ασυγχώρητος, αν ύστερα απ’ το λάθος του δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια, αλλά προσπαθεί να το διορθώσει, όσο είναι δυνατό.

Στην ανάγκη ούτε ο Θεός του πολέμου, Άρης, δεν μπορεί ν’ αντισταθεί.

Στις γυναίκες η σιωπή φέρνει κοσμιότητα.

Στον κακό άνθρωπο η αρχική ζωτικότητα του πνεύματος δεν διατηρείται για πολύ, αλλά με τον καιρό μεταβάλλεται.

Συμβαίνει πάντα το ίδιο πράγμα, κάθε άνθρωπος δεν σκέφτεται παρά τον εαυτό του.

Τι πιο ωραίο υπάρχει απ’ το να χαμογελάς στους εχθρούς σου;

Το δώρο φέρνει δώρο.

Το να αμαρτάνουν είναι κοινό σ’ όλους τους ανθρώπους.

Το παραμικρό μπορεί να φέρει το τέλος των γερόντων.

Το ψέμα ποτέ δεν ζει για να γεράσει.

Υπάρχει καλύτερο κόσμημα για το παιδί από τη δόξα του πατέρα του και για τον πατέρα από τη δόξα του γιου του;

Χωρίς κόπους κανένας δεν μπορεί να ευτυχίσει.

Τίποτε πιο κακό από το χρήμα δεν έχει φανεί μεταξύ των ανθρώπων . Καταστρέφει ψυχές και πολιτείες, απομακρύνει τους ανθρώπους από τα σπίτια τους στην τυχοδιωκτική ζωή, δελεάζει και διαφθείρει τους τίμιους και τους σπρώχνει σε πρόστυχες πράξεις. Το χρήμα δίδαξε στους ανθρώπους το δόλο και την ασέβεια.

Τίποτα δε συμβαίνει στη ζωή

“Τίποτα δε συμβαίνει στη ζωή. Το τοπίο αλλάζει, άνθρωποι πάνε κι έρχονται, αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχουν ξεκινήματα. Οι μέρες διαδέχονται η μια την άλλη χωρίς ομοιοκαταληξία ή λογική – μια ατέρμονα, μονότονη συσσώρευση”. -ΖΑΝ – ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ, ΓΑΛΛΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
(1905 – 1980), ΥΠΑΡΞΙΣΤΗΣ

Το άκρως σοβαρό ύφος του νεότερου εαυτού μου στο σχόλιο που ακολουθεί, που το έγραψα τότε κάτω από τη ρήση του Σαρτρ, μου προκαλεί συγκίνηση, αλλά συνάμα ντρέπομαι γι’ αυτό:
Το έχω βιώσει, Ζαν – Πωλ. Έχω ζήσει αυτή την έσχατη μελαγχολία, τη μελαγχολία του “Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από το φως του ήλιου”, τη μελαγχολία του “Όλο τα ίδια και τα ίδια”. Την Υπαρξιακή Μελαγχολία. Έχω νιώσει να πνίγομαι μέσα σε όλη αυτή τη μονοτονία. Έχω απελπιστεί μην μπορώντας να βρω τίποτα καινούργιο και σημαντικό.
Φαντάζομαι εκείνο τον μακρινό, νεαρό εαυτό μου να κάθεται μόνος σε ένα παγκάκι του πάρκου, με σηκωμένο τον γιακά του σακακιού του, με ένα άφιλτρο τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλια του, ρίχνοντας λοξές ματιές εδώ κι εκεί, καταπλακωμένος από τη θλίψη της προβλεψιμότητας που του προκαλούσαν όλα όσα έβλεπε γύρω του. Αντιδρούσα με μορφασμούς απέχθειας στη θέα των επίπλαστα καλοσυνάτων μεσήλικων ζευγαριών που κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Κι έφριττα βλέποντας νέους εραστές να σφιχταγκαλιάζονται, όντας εντελώς ανυποψίαστοι για το γεγονός ότι συν τω χρόνω η σχέση τους αναπόδραστα θα καταντούσε απλώς μια αφορμή αμοιβαίας περιφρόνησης ή, ακόμη χειρότερα, πλήξης.
Δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Όμως, εκείνη την περίοδο της ζωής μου, όταν ένιωθα την εν λόγω υπαρξιακή ανία, το βίωνα όλο αυτό ως απόλυτα πραγματικό. Αναρωτιόμουν γιατί να μπαίνω καν στον κόπο να κάνω οτιδήποτε, όπως το να σηκώνομαι το πρωί από το κρεβάτι.
Αν αισθανόμουν και λειτουργούσα κατ’ αυτόν τον τρόπο σήμερα, θα με πήγαιναν άρον άρον σε ψυχίατρο.
Ζούμε σε μια ψυχολογική εποχή στο πλαίσιο της οποίας λίγοι άνθρωποι αναγνωρίζουν ή εκτιμούν τη φιλοσοφική θέαση των πραγμάτων. Σπάνια θα βρεθεί κάποιος στην εποχή μας που να θεωρεί ότι η απελπισία που νιώθει ένα άτομο επειδή δεν βρίσκει νόημα στη ζωή μπορεί να απορρέει από την αυθεντική κοσμοθεωρητική στάση του απέναντι στη ζωή· όχι, πρόκειται για ασθένεια που χρειάζεται θεραπεία. Αν έλεγα σε έναν ψυχίατρο ότι πίσω από το γεγονός ότι αντιμετωπίζει την υπαρξιακή ανία ως ασθένεια κρύβεται η αυθαίρετη υπόθεση ότι ζει κανείς σωστά μόνο εφόσον βιώνει χαρά κι αισιοδοξία, θα με κοιτούσε σαν να μου είχε σαλέψει. Οι περισσότεροι ψυχίατροι ενστερνίζονται το αξίωμα ότι ο στόχος μας στη ζωή είναι η αισιοδοξία και η ευτυχία και ότι δεν είναι υγιές να αισθανόμαστε ή να σκεφτόμαστε διαφορετικά.
Όμως, τι γίνεται αν ένας άνθρωπος το φιλοσοφήσει και καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ζωή δεν έχει νόημα; Τι γίνεται αν δεν καταφέρει να νιώσει “γεμάτος”, είτε ακολουθώντας μια ορθολογική συλλογιστική είτε ανασκάπτοντας διαισθητικά το βαθύτερο είναι του;
Η παραπάνω ρήση του Σαρτρ προέρχεται από το πρώτο μυθιστόρημά του, που έχει τίτλο Ναυτία. Γράφτηκε το 1938 και αποτελεί μια φιλοσοφική πραγματεία σε λογοτεχνική μορφή.
Κεντρικός ήρωας είναι ένας άντρας που βαθμιαία χάνει την επαφή του με όλα όσα είχαν κάποτε νόημα και αξία στη ζωή του· εξού και η “ναυτία” της αέναης απουσίας νοήματος που τον κυριεύει. Προς το τέλος του μυθιστορήματος ο άντρας αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι μόνο ο ίδιος μπορεί να δημιουργήσει το νόημα της ζωής του. Αυτή η ελευθερία είναι τρομακτική εξαιτίας της αυθαιρεσίας και της προσωπικής ευθύνης που τη στοιχειοθετούν, αλλά συγχρόνως είναι συναρπαστική. Το μοτίβο που διέπει το μυθιστόρημα, ότι η οδύνη οδηγεί στην αφύπνιση της συνείδησης – “Η ζωή αρχίζει στην άλλη πλευρά της απελπισίας” -, κατέστησε τη Ναυτία βασικό κείμενο του υπαρξιακού κινήματος.
Το γεγονός ότι οι πιο επιβλητικές διατυπώσεις της υπαρξιακής απελπισίας ήταν γαλλικής κοπής σαφώς συνέβαλλε σε αυτόν τον ρομαντισμό. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι Γάλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Σαρτρ και ο Καμύ, εξέφραζαν αυτή την απελπισία καλύτερα από κάθε άλλο φιλόσοφο· η συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ήταν διάχυτη και στη γαλλική γλώσσα και τέχνη. Τα φιλμ της νουβέλ βαγκ παρουσίαζαν αντιήρωες που κατατρύχονταν από ένα αίσθημα απουσίας νοήματος και την αδράνεια που γεννιέται από αυτό το αίσθημα.
Θυμάμαι επίσης ελκυστικές φοιτήτριες της Σορβόννης στα παρισινά καφέ να αποπνέουν έναν αέρα παραίτησης από τη ζωή, ανασηκώνοντας τους ώμους κι επαναλαμβάνοντας με καημό “Je m’ en fous”, μια μοδάτη έκφραση της εποχής που σήμαινε, κατά προσέγγιση, “ Όχι μόνο δε μου καίγεται καρφάκι, αλλά και να μου καιγόταν δε θα άλλαζε τίποτα”. Πολύ γαλλικό και πολύ ρομαντικό, λέμε. Ήμουν πολύ νέος.

Το ζευγάρι και η σχέση του, και πώς επηρεάζει την ψυχολογία, ισορροπία και ανάπτυξη του παιδιού

Η ποιότητα της σχέσης του ζευγαριού παίζει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της ζωής των παιδιών, της ψυχολογικής, κοινωνικής, πνευματικής, σωματικής τους εξέλιξης. Καλό θα ήταν λοιπόν να προβληματιστεί το ζευγάρι πολύ πριν κάνει παιδιά, ακόμα και κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά και μετά την απόκτηση του πρώτου παιδιού και των υπολοίπων που θα ακολουθήσουν.

Ένα σημαντικό ψυχοκοινωνικό θέμα της εποχής μας είναι o σημαντικός ρόλος που παίζει η ποιοτική σχέση του ζευγαριού που έχει αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, στη διαμόρφωση της ψυχολογικής τους υγείας, ισορροπίας και ανάπτυξης.

Η ανάληψη της «Γονεϊκής Ταυτότητας» προϋποθέτει όχι μόνο την ικανότητα της αναπαραγωγής, αλλά και την ικανότητα, τη διάθεση, την απόφαση να το μεγαλώσεις σωματικά, ψυχολογικά, κοινωνικά, πνευματικά, και να το διαπαιδαγωγήσεις ισορροπημένα.

Η σωστή διαπαιδαγώγηση εξαρτάται αρχικά από την πρόθεση των ατόμων που αποτελούν το ζευγάρι να δουλέψουν σκληρά πάνω στην επικοινωνία τους, στο μοίρασμα των διαφόρων ρόλων και υποχρεώσεων, στις παραχωρήσεις που κάνει ο ένας για τον άλλο, στην εξέλιξη της ατομικής και κοινής τους ζωής, στην συγχώρεση λαθών και στα μαθήματα που πρέπει να παίρνουν ο ένας από τον άλλο και οι δυο από τα παιδιά τους.

Αξίζει να αναφερθεί μια πολύ σημαντική μελέτη του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Harvard (Harvard Graduate School of Education) από μία ομάδα διακεκριμένων ψυχολόγων, η οποία αναφέρει ότι το μεγάλωμα και η σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών, καθώς και η ποιοτική σχέση του ζευγαριού, καθορίζουν τη συμπεριφορά, ψυχολογική ανάπτυξη, ισορροπία και εξέλιξή τους.

Έτσι τα παιδιά που οι γονείς τους είχαν μια «δύσκολη επικοινωνιακά σχέση», δεν είχαν διάλογο μεταξύ τους, ασκούσαν αρνητική αλληλοκριτική και κάθε είδους βία & υπήρχε γονεική απουσία, ψυχολογική ή/και σωματική, παρουσίαζαν δύο φορές περισσότερο από άλλα ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα:
  • Αυξημένη αίσθηση έλλειψης αυτοπεποίθησης
  • Αισθήματα ανασφάλειας
  • Μη προσαρμοστικότητα στο σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον
  • Υψηλό άγχος
  • Αρνητικό τρόπο σκέψης
  • Υπερ-κινητικότητα, Διάσπαση Προσοχής, Νευρικότητα
  • Αυξημένη αντικοινωνική συμπεριφορά ή και ανάγκη εξάσκησης βίας στον εαυτό και στους άλλους
  • Ψυχοσωματικά προβλήματα.
Επομένως η συμπεριφορά του ζευγαριού επηρεάζει τη μετέπειτα εξωτερική συμπεριφορά των παιδιών (ικανότητα κοινωνικοποίησης, τοποθέτηση και ικανότητα πραγματοποίησης στόχων κ.τ.λ.) αλλά και τα εσωτερικά ψυχολογικά, συναισθήματα ασφάλειας, ηρεμίας, σταθερότητας, αυτοπεποίθησης και ισορροπίας τους.

Παράγοντες που καθορίζουν την ψυχολογική υγεία, ισορροπία και ανάπτυξη των παιδιών

Εκτός από την κληρονομικότητα (περίπου 40%), την προσωπική προδιάθεση (περίπου 40%), καθώς και διάφορες εξωτερικές κοινωνικές συνθήκες (περίπου 20%) ,παράγοντες ανάπτυξης θεωρούνται επίσης:

Η ποιότητα της σχέσης του ζευγαριού πριν αποφασίσουν να κάνουν παιδιά. Μια ουσιαστική σχέση όπου τα δυο άτομα έχουν έρθει κοντά, μαζί, σαν δυο ολοκληρωμένες αυτοδύναμες οντότητες και έχουν καταστήσει τους εαυτούς τους «κοινωνούς» σε μια «κοινή» προσπάθεια εξέλιξης, ολοκλήρωσης, δημιουργίας. Ένα τέτοιο ζευγάρι που έχει μια ψυχοκοινωνικά ισορροπημένη σχέση, καλή επικοινωνία και με προοπτική εξέλιξης έχει τη δυνατότητα να πάρει συνειδητά την απόφαση να φέρει στον κόσμο ένα παιδί.

Η συνειδητοποίηση της περιόδου μετά τον ερχομό του πρώτου παιδιού, όπου οι σύζυγοι μεταβάλλονται σε γονείς και ο γάμος σε οικογένεια. Είναι μια δύσκολη μεταβατική φάση στη ζωή του ζευγαριού, καθώς προκύπτουν νέα συναισθήματα, άγχη, νέες εντάσεις, αλλά πολύ σημαντική για τη μελλοντική εξέλιξη των παιδιών.

Η Γονεικότητα παίζει πολύτιμο ρόλο στην προσωπική και κοινωνική εξέλιξη των ατόμων που αποτελούν το ζευγάρι. Οι νέοι γονείς καλούνται να προσαρμοστούν και να κάνουν «θυσίες» για χάρη των παιδιών τους.

Μια ακόμα σημαντική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε χώρες της Ευρώπης (και της Ελλάδας), γύρω από θέματα οικογενειακής θεραπείας, από τους ψυχολόγους, ερευνητές του Πανεπιστημίου Cambridge, Goldberg και Michaels. Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή: «Οι άντρες και γυναίκες που ήταν ικανοποιημένοι από τον εαυτό τους και τη σχέση με το σύντροφό τους, πριν αλλά και μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού, είχαν την δυνατότητα να μεγαλώσουν δύο φορές πιο ισορροπημένα και ψυχικά υγιή παιδιά».

Τέλος, τα παιδιά ζουν και εξελίσσονται με το δικό μας παράδειγμα ζωής και πράξης και όχι μόνο με τα λόγια μας. Εάν θέλουμε να τα βοηθήσουμε και να τα εμπνεύσουμε, ώστε να γίνουν ολοκληρωμένα, ώριμα, ψυχικά και κοινωνικά προσαρμοσμένα, ικανά, δημιουργικά άτομα, πρέπει να αρχίσουμε με το να βοηθάμε, υποστηρίζουμε και να εμπνέουμε εμάς τους ίδιους καθημερινά.

Αυτοεκτίμηση: Το κλειδί Της ψυχικής ισορροπίας

Προβλήματα, όπως, άγχος, φόβος, ενοχές, έλλειψη ορίων στις ερωτικές σχέσεις, συγκρούσεις με το άλλο φύλλο, δυσκολία στην επικοινωνία με τα παιδιά, παχυσαρκία, και τόσα άλλα είναι συμπτώματα της χαμηλής αυτοεκτίμησης.

Αυτοεκτίμηση και κατάθλιψη

Αν και η χαμηλή εκτίμηση του εαυτού μας δεν καταλήγει υποχρεωτικά στην κατάθλιψη, έρευνες έχουν αποδείξει ότι συχνά πηγαίνουν χέρι – χέρι. Όλα τα άτομα που υποφέρουν από κατάθλιψη έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και όλα τα άτομα με τιμωρητική στάση απέναντι στον εαυτό τους τείνουν να παραιτούνται από την προσπάθεια να βελτιώσουν τη διάθεσή τους, μιας και παίρνουν ως δεδομένο ότι είναι ανίκανοι για κάτι τέτοιο.

Όταν η αυτοεκτίμηση απουσιάζει

Όταν δεν εκτιμώ τον εαυτό μου, σαμποτάρω κάθε σχέση και επιλογή της ζωής μου. Δρω και σκέφτομαι αυτοκαταστροφικά. Μια γυναίκα που ποτέ δεν έμαθε να αγαπά και να αποδέχεται τον εαυτό της, δυσκολεύεται, για παράδειγμα, να ξεκινήσει ερωτικές σχέσεις (όλοι οι άντρες της μοιάζουν προβληματικοί, δεν βρίσκει άντρες για γνωριμία, οι άντρες την εγκαταλείπουν νωρίς σε μια σχέση κ.ά.). Άλλες φορές μια τέτοια γυναίκα μπορεί να εκδηλώσει την έλλειψη αυτοεκτίμησής της επιλέγοντας απορριπτικούς συντρόφους που την ακυρώνουν, την υποτιμούν, την εκμεταλλεύονται, την κακοποιούν σωματικά ή εμφανώς «ρουφούν» βάναυσα όλη της την ενέργεια (αυτούς τους άντρες τους ονομάζω «ενεργειακούς βρικόλακες»).

Ο, τι γυαλίζει δεν είναι χρυσός…

Φυσικά δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε το προφίλ ορισμένων «ψευτοδυνατών» ατόμων, που με τέχνη καμουφλάρουν την έλλειψη αυτοεκτίμησής τους. Είναι εκείνοι που κομπάζουν για τα κατορθώματά τους, διεκδικούν μόνιμα το ενδιαφέρον των άλλων, είναι υπεροπτικοί, μιλούν τακτικά για τις επιτυχίες τους και συχνά υποτιμούν τους άλλους. Μπορεί, για παράδειγμα, να έχουμε έναν εργασιομανή και επαγγελματικά πολύ επιτυχημένο άντρα, που να εκδηλώνει τη χαμηλή του αυτοεκτίμηση στον τομέα των ερωτικών σχέσεων. Ένας τέτοιος άντρας αποφεύγει να συνδέεται ερωτικά για μεγάλα χρονικά διαστήματα, φοβάται τη δέσμευση, πανικοβάλλεται, προτιμά τις διπλές σχέσεις, εγκαταλείπει τις συντρόφους του, είναι μυστικοπαθής και απόμακρος και συχνότατα οι σύντροφοί του παραπονούνται για έλλειψη φροντίδας και επικοινωνίας. Με άλλα λόγια, συχνά πίσω από τη διαρκή αγωνία ενός ατόμου να αποδείξει την αυτοαξία του, κρύβεται μια βαθύτατη αίσθηση ανεπάρκειας.

Αγάπα τον εαυτό σου!

Η αυτοεκτίμηση είναι η πιο καθοριστική κινητήριος δύναμη στη ζωή. Είναι το σημαντικότερο «καύσιμο» για την ψυχική μας υγεία, και βέβαια καθορίζει όλους τους τομείς της ζωής. Όταν η αυτοεκτίμησή μας είναι υψηλή εργασιακά παράγουμε περισσότερο, συνδεόμαστε ερωτικά καλύτερα, διεκδικούμε καλύτερης ποιότητας σεξ, είμαστε ποιο αποτελεσματικοί και τρυφεροί γονείς, διατηρούμε ισχυρότερες φιλίες.

Όσοι αγαπούν και εκτιμούν τον εαυτό τους, δεν σημαίνει ότι νοιώθουν πάντα ικανοί και υπέροχοι. Συχνά μπορεί να αμφισβητήσουν τον εαυτό τους ή να νιώσουν αβεβαιότητα για μια επιλογή που θα κάνουν. Το σίγουρο είναι ότι όλα αυτά δεν κλονίζουν τη γενικότερη αίσθηση επάρκειας που νιώθουν. Εκείνος που νιώθει αυτοεκτίμηση, είναι έτοιμος να διδαχθεί από τα λάθη του, δεν διαλύεται όταν δέχεται την κριτική των άλλων, δεν αποθαρρύνεται από τα εμπόδια που παρουσιάζονται στη ζωή. Επίσης, είναι ανοιχτός και επικοινωνιακός, δέχεται με χαρά τη βοήθεια των άλλων, θεωρεί όταν αξίζει την αγάπη των ανθρώπων γύρω του και δεν νιώθει τρόμο στην ιδέα της αποτυχίας.

Ο άνευ όρων θαυμασμός του εαυτού μας κατασκευάζει μια ευάλωτη ψευτο-αυτοεκτίμηση. Η αληθινή αυτοεκτίμηση απαιτεί ειλικρινή αντίληψη των δυνατοτήτων αλλά και αποδοχή των αδυναμιών μας. Μπορεί να είστε πολύ ικανοί στα μαθηματικά, αλλά αδύναμοι στο γραπτό λόγο. Εντοπίστε τη δυνατότητά σας, χαρείτε για αυτή και αποφύγετε να νιώσετε «αποτυχημένοι» για την αδυναμία σας.

Συγχωρείστε τον εαυτό σας για πιθανόν άστοχες επιλογές του παρελθόντος και δείτε τις σαν ευκαιρίες για μάθηση και αυτοεξέλιξη. Κερδίζοντας την εσωτερική μάχη της αυτοεκτίμησης, είναι σαν να κερδίζετε τη μάχη με τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής. Θέλετε να είστε ο νικητής;

Μπορείς να χτίσεις τη αυτοεκτίμηση όταν…
  • σταματήσεις να κριτικάρεις αρνητικά τον εαυτό σου για κάθε λάθος ή παράλειψη
  • σταματήσεις να σκέφτεσαι συνεχώς το χειρότερο
  • επιβραβεύεις τον εαυτό σου για κάθε καλή προσπάθεια που έκανες
  • επιτρέψεις στον εαυτό σου να μην ντρέπεται να ζητήσει βοήθεια από τους άλλους όταν χρειάζεται
  • αντιμετωπίσεις με επιείκεια και αγάπη όλα τα αρνητικά σου χαρακτηριστικά
  • φροντίζεις συστηματικά το σώμα σου
  • συνειδητοποιήσεις ότι σε κάθε περίπτωση που θεωρείς ότι ήσουν «λάθος», «αποτυχημένος/η ή ανεπαρκής,
  • συγχωρήσεις τον εαυτό σου και συνειδητοποιήσεις ότι έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες σύμφωνα με τις δυνατότητες και την συνειδητότητα που είχες τότε.

Ο Σωκράτης και το πρόβλημα του θανάτου

1 Η προβληματική της ταυτότητας της σωκρατικής και της πλατωνικής μεταφυσικής και θεολογικής φιλοσοφίας

Η θρησκευτικότητα του Σωκράτη, καθώς και η στάση του απέναντι στο πρόβλημα του θανάτου συνιστούν δυό από τα κύρια σημεία αναφοράς για την αμφισβήτηση της ταυτότητας του ιστορικού και του πλατωνικού Σωκράτη [1]. Υποστηρίζεται σχετικώς ότι ο ιστορικός Σωκράτης ήταν αποκλειστικώς ηθικός φιλόσοφος, άσχετος με την πλατωνική μεταφυσική και θεολογική φιλοσοφία του Πλάτωνα, όπως επίσης με τη διδασκαλία εκείνου για τον κόσμο των ιδεών και την αθανασία της ψυχής [2]. Από την άλλη μεριά ο ίδιος ο Πλάτων είχε διαβεβαιώσει οτι δεν υπάρχουν δικά του συγγράμματα, κι ότι όσα κυκλοφορούν με το δικό μου όνομα, αρκούνται στο να καταγράφουν τη διδασκαλία του Σωκράτη [3].

Επιπροσθέτως θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να συνεκτιμηθεί ότι και στον Ξενοφώντα, φερόμενο ως εξιστορούντα το γνήσιο ιστορικό Σωκράτη, απαντά η κατ' εξοχήν μεταφυσικής και θεολογικής διάστασης περικοπή πως δεν πρέπει να καταφρονούμε τ' αόρατα, αλλ' από τα συμβαίνοντα να προσεγγίζουμε και να προσπαθούμε να κατανοούμε, καθώς και να τιμούμε τη θεότητα [4]. Άλλωστε, κι αν ακόμη στο πρώιμο πλατωνικό έργο ο Σωκράτης εμφανίζεται περισσότερο ως ηθικός φιλόσοφος των δρόμων, τί είν' εκείνο που εμποδίζει τη λογική παραδοχή πως δεν έμεινε στάσιμος [5], αλλ' ο στοχασμός του εξελίχθηκε, ιδίως μετά την ποινική δίωξη και τη θανατική καταδίκη του, στο διάστημα της μόνωσής του μέσα στο δεσμωτήριο; Είναι τάχα εξωλογικό ότι -εν όψει της στάσης που θα τηρούσε εμπρός στον επικείμενο θάνατό του- προβληματίστηκε εντονότατα με το πρόβλημα του θανάτου; Και θα ήταν άραγε εξωπραγματική η υπόθεση ότι τα πρώτα σπέρματα αυτών των προβληματισμών θα πρέπει να τον είχαν βάλει σ' ανησυχία ήδη από την εποχή του θανάτου του πρωτότοκου γιού του Σωφρονίσκου; Είναι τάχα ασυμβίβαστη η εναρμόνιση της ηθικής φιλοσοφίας με τη μεταφυσική ενορατική κατανόηση του προβλήματος του θανάτου, πολύ περισσότερο μάλιστα εν όψει του οτι, ήδη πριν από τον Πλάτωνα, αυτό το δίπτυχο απαντά στη διδασκαλία και στην πρακτική άσκηση των πυθαγορείων;

Ο Σωκράτης λοιπόν των πλατωνικών διαλόγων θα πρέπει κατ' αρχήν να ταυτίζεται με τον ιστορικό Σωκράτη, αν και διαμέσου της ποιητικής γοητείας του φιλολογικού ταλέντου του Πλάτωνα.

2 Ο Σωκράτης και το πρόβλημα του θανάτου

Ο Σωκράτης ήταν διαποτισμένος από τη μεταφυσική πίστη ότι η ενάρετη ανθρώπινη συμπεριφορά ενέχει την πραγμάτωση ιδανικών αξιών που, σ' έναν άλλον -υπερβατικό- κόσμο, είχε γνωρίσει η ψυχή κι έκτοτε ενθυμείται. Η ψυχή ποθεί να επιστρέψει στον ιδανικό εκείνο κόσμο. Για το λόγο τούτο οφείλει να προετοιμαστεί γι' αυτό το ταξίδι, έτσι που η φιλοσοφία -στην ηθική της διάσταση- να μην είναι τίποτ' άλλο παρά η στοχαστική σπουδή του θανάτου [6].

Στην πλατωνική Απολογία εμφανίζεται συγκρατημένος. Παραδέχεται οτι δεν γνωρίζει, κι ότι το παραδέχεται πως δεν γνωρίζει αρκετά για όσα συμβαίνουν στον Άδη [7]. Μολοντούτο αυτή η έλλειψη σίγουρης γνώσης για την ουσία του θανάτου, δεν τον εξωθεί στο να φοβάται το θάνατο: γιατι το να φοβάται κάποιος το θάνατο είναι σαν να νομίζει πως είναι σοφός, ενώ δεν είναι [8]. Και τούτο, γιατι έτσι θα εμφανιζόταν σαν να ξέρει 'κείνα που αγνοεί [9], αφού κανείς δεν έχει γνώση της ουσίας του θανάτου, ούτ' αν συμβαίνει νά'ναι για τον άθρωπο το πιο σπουδαίο αγαθό. Μολοντούτο ο πολύς κι αμαθής κόσμος φοβάται[το θάνατο, σαν νά'χαν τάχα πλήρη γνώση του ότι είναι πολύ μεγάλο κακό [10].

Αυτήν την αβεβαιότητα είχε εκφράσει και σ' άλλες περιστάσεις, πριν από τη δίκη του: κάνουμε φανταστικές κατασκευές, δίχως να έχουμε δεί το θεό ή να τον έχουμε κατανοήσει κατά τρόπο ικανοποιητικό [11]. Μ' αυτήν την επιφύλαξη διακήρυσσε την πίστη του στην αθανασία της ψυχής. Όμως με την άμεση παραδοχή, πως είν' αθάνατη η ψυχή, όχι στο πλαίσιο κάποιου αυστηρού λογικού διαλογισμού, αλλ' ετσι, καθώς κάνουμε φανταστικές κατασκευές, δίχως να έχουμε δεί το θεό ή να τον έχουμε κατανοήσει κατά τρόπο ικανοποιητικό [12]. Κι εγώ ο ίδιος -τόνιζε- μιλάω, δίχως να έχω γνώση, αλλά πιθανολογώντας [13]. Μολοντούτο πρέπει να προσβλέπουε στο θάνατο δίχως φόβο [14].

Έτσι από το δικαστήριο της Ηλιαίας ο Σωκράτης έφυγε με διαδηλωμένη την ευέλπιδα άγνοιά του για την ουσία του θανάτου [15]. Μ' αυτά τα δεδομένα, μπορούσε να υποτεθτεί, με την πρώτη ματιά, ότι -για πρώτη φορά- στη μόνωση της φυλακής, γιγαντώθηκε μέσα του η πεποίθηση πως η ψυχή είν' αθάνατη, κατά πρώτο, με το επιχείρημα των εναντίων [16], ύστερα με το επιχείρημα της ανάμνησης [17], αλλά και με το επιχείρημα του αδιαφθόρου των προτύπων των ιδεών [18].

Όμως, για το Σωκράτη -έτσι όπως μας τον παρουσιάζει ο Πλάτων- η αθανασία της ψυχής ήταν αποδεδειγμένη ήδη πολύ πριν από τη δίκη και την καταδίκη του. Στην πλατωνική Πολιτεία ο Σωκράτης διηγείται για τη συζήτηση που είχε με τον Γλαύκωνα: δεν γνωρίζεις, τον ρώτησα, πως η ψυχή μας είν' αθάνατη και ποτέ δεν χάνεται; Κι εκείνος, με κοίταξε απορημένος και με ρώτησε: -Μά το Δία, εγώ δεν ξέρω κάτι τέτοιο. Μπορείς σύ ν' αποδείξεις τέτοιον ισχυρισμό; -Αν δεν κάνω λάθος, του απάντησα. Άλλωστε και σύ θα μπορέσεις. Δεν είναι δά και τόσο δύσκολο [19].

Με διεξοδική ανάπτυξη των προαναφερόμενων τεσσάρων επιχειρημάτων, σχεδόν λαχανιασμένος από διανοητικό καλπασμό, αναφώνησε ο Σωκράτης, μέσα στο δεσμωτήριο: Συνεπώς η ψυχή είναι ανεπίδεκτη θανάτου; Είν' αθάνατη; - Ναί, είν' αθάνατη. - Μπράβο! Συμφωνούμε λοιπόν πως αυτό αποδείχθηκε [20].

Όμως ο Σιμμίας αμφέβαλλε: εν όψει της σπουδαιότητας των ζητημάτων, για τα οποία συζητούμε, συνεκτιτώντας παράλληλα και την ανθρώπινη αδυναμία [για την κατανόησή τους], είμαι υποχρεωμένος να εξακολουθώ να μην πείθομαι [21]. Οπότε ο Σωκράτης εξοργίστηκε: τολμάς να έχεις την αξίωση να σου αποδείξει την αφθαρσία και την αθανασία της ψυχής ο φιλόσοφος που επίκειτια να πεθάνει, ενώ αυτός με θάρρος βαδίζει στο θάνατο με την πεποίθηση πως αυτό είναι το καλύτερο που κάνει τώρα, αντί του να εξακολουθούσε να ζεί μια διαφορετική ζωή κι έτσι να μετέθετε το χρόνο του θανάτου του, αντλώντας από τέτοια καμώματα ανόητο κι ηλίθιο θάρρος; Και τολμάς ν' αμφισβητείς τη θεία διάσταση της ψυχής και την προϋπαρξή της πολύ προτού να γεννηθούμε; Τί'ν' αυτό που σ' εμποδίζει να παραδεχτείς πως όλ' αυτά σηματοδοτούν την αθανασία της ψυχής; [22]

Την πίστη του συνεπώς στην αθανασία της ψυχής ο Σωκράτης επιβεβαίωσε με το ήθος της άμεσης προσωπικής του πορείας προς το θάνατο.

Φαίνεται οτι, στο πλαίσιο αυτής της πίστης, η ψυχή, όχι μόνο δεν φθείρεται, όταν επέλθει ο θάνατος του σώματος, αλλ' εξακολουθεί να βρίσκεται σ' αόρατη επικοινωνία με τον αισθητό μας κόσμο [23].

3 Η σωκρατική εξισορρόπηση ανάμεσα στον ορθολογισμό και στη μεταφυσική ενόραση

3.1. Ο Σωκράτης ήταν κατ' εξοχήν σκεπτικιστής που, μ' εργαλείο τον ορθό λόγο υπέβαλλε τους συμπολίτες του σ' εξωνυχιστική εξέταση για κάθε τι που παρακινούσε το ενδιαφέρον του. Στην πλατωνική απολογία του φέρεται να διατρανώνει πως του είναι αδύνατο να σταματήσει να φιλοσοφεί [24], με τον τρόπο που συνήθιζε, δηλαδή υποβάλλοντας στη βάσανο του ελέγχου όσα άκουγε από τους συνομιλητές του. Ο ανεξέταστος βίος δεν είναι βιωτός για τον άνθρωπο [25].

3.2. Μολοντούτο σκανδάλιζε τους συμπολίτες του, καθώς συχνά αναφερόταν στο δαιμόνιό του [26], που προσδιόριζε σαν μια μυστική φωνή που τον απέτρεπε από του να ενεργήσει κάτι που είχε κατά νού να πράξει. Και συμμορφωνόταν με το μήνυμα αυτής της μυστικής φωνής, μολονότι τίποτε τ' ορθολογικό δεν του αποκαλυπτόταν. Ενορατικώς συλλάμβανε την αναγκαιότητα της παράλειψης και -τώρα πιά ανεξετάστως- συμμορφωνόταν. Ήταν μια απροσδόκητη φυγή του μεγάλου στοχαστή στο χώρο του ανορθολογικού.

3.3. Ο ίδιος ο Σωκράτης τόνιζε ότι το δαιμόνιο περιοριζόταν στο να τον αποτρέπει, και ποτέ στο να τον παρακινεί να κάνει κάτι. Όμως και για θετικές πράξεις είχε έντονη ενορατική παρακίνηση, την οποία παρέλειπε να υποβάλλει σε ορθολογικό έλεγχο. Για θετικές πράξεις διηγείται ότι τον παρακινούσαν κάποια όνειρα, όπως εκείνο που του παράγγελνε: “Σώκρατες, μουσικήν ποίει και εργάζου” [27].

3.4. Ακόμη από τους πλατωνικούς διαλόγους αντλούμε συχνά την πληροφορία οτι, όταν ο Σωκράτης αδυνατούσε να τεκμηριώσει λογικώς κάποιον ισχυρισμό του, κατέφευγε στη λύση του μύθου, δηλαδή και πάλι σ' ένα χώρο, αν όχι του παραλόγου, πάντως στα κράσπεδα εκείνου. Έτσι λχ, όταν ο Καλλικλής επέμενε πως δεν υπήρχε παρά μόνο το δίκαιο του ισχυροτέρου, ο Σωκράτης, μη μπορώντας να τον αποκρούσει με λογικά επιχειρήματα σε οντολογικό επίπεδο, είχε βρεί διέξοδο στο μύθο: από την εποχή του Κρόνου, κι έκτοτε για πάντα, όπως και τώρα, ίσχυε στους θεούς ο εξής νόμος για τους ανθρώπους? όποιος έζησε δίκαια και με σεβασμό προς τους θεούς, όταν πεθαίνει, να μεταβαίνει και να κατοικεί στα νησιά των μακάρων, με κάθ' ευδαιμονία και δίχως δυστυχίες, ενώ όποιος πέρασε τη ζωή του αδικώντας κι ασεβώντας προς τους θεούς, να πηγαίνει στα Τάρταρα, στο δεσμωτήριο, καταδικασμένος να πληρώσει [28]. Εγώ λοιπόν, Καλλικλή μου, έχω πειστεί απ' αυτήν την ιστορία, κι έχω σκοπό να εμφανιστώ στον υπερκόσμιο κριτή μου με κάθε άλλο παρά με νοσηρή ψυχή? στέλνω συνεπώς χαιρετίσματα στις τιμές, που θέλγουν τους πιό πολλούς ανθρώπους και, με στόχο την αλήθεια, θα προσπαθώ, όσο πραγματικά μπορώ, να είμαι και να ζώ όσο γίνεται πιό ενάρετα, κι έτσι να πεθάνω, όταν έρθει η ώρα μου [29].

3.5. Πώς εξηγείται αυτή η αντινομία του ορθολογιστή Σωκράτη με τη συχνή φυγή του στο χώρο του υπερβατικού;

Κατά μία εκδοχή, ο Σωκράτης εκινείτο πάνω στην αρχή του “λόγον διδόναι”, αποφεύγοντας κάθε τι το ανορθολογικό. Αλλ' όπου αυτό ήταν αδύνατο, προτιμούσε να βρεί διεξόδους προσαρμογής του σ' αυτό που -με την πρώτη ματιά- φαίνεται ως ανορθολογικό, παρά ν' αρνηθεί μια πραγματικότητα, που εκείνος είχε συλλάβει ενορατικώς [30].

Γίνεται έτσι φανερό ότι ο Σωκράτης ακολουθούσε και τους τρεις παραδεκτούς δρόμους κατά τη ζήτηση της γνώσης: κατ' αρχήν, το δρόμο της επιστημονικής γνώσης, δηλαδή της ορθολογικής τεκμηρίωσης. Όπου όμως αυτό ήταν αδύνατο, τότε με τη φιλοσοφία, της οποίας το επίσης έλλογο πόρισμα συνιστά απλώς πιθανολογική εκδοχή (δόξα). Η φιλοσοφία λοιπόν ήταν για το Σωκράτη οδός προσέγγισης της γνώσης. Και συνίσταται αυτή η οδός στην υποβολή διεξοδικής σειράς ερωτήσεων και στη συνακόλουθη προσπάθεια εκμαίευσης τεκμηριωμένων απαντήσεων [31] . Κι όταν ούτε η φιλοσοφία αρκεί για να πιθανολογήσει, ο φιλόσοφος -ώριμος πιά, ύστερ' από πολύχρονη ενασχόληση και τριβή [32], τότε -αναπάντεχα- όμοια όπως απ' τη σπίθα ξεπετάγετ' η φλόγα, φωτίζετ' η ψυχή και θεάται τον εαυτό της [33]. Πάνω σ' αυτήν την τρίτη -επικουρική- οδό, ο Σωκράτης -ανεξετάστως- συμμορφώνεται με την εσωτερική φωνή του δαιμονίου, ή ακόμη -με θετικό τρόπο- καταφεύγει στην ποιητικότητα του μύθου, του οποίου το μήνυμα είναι προϊόν ενόρασης κι ανοίγει δρόμο, ο οποίος δεν έχει ακόμη χαρτογραφηθεί. Πάντοτε μ' επίγνωση του ότι αληθινή γνώση δεν έχει για τίποτ' άλλο πέραν από την αυτογνωσία της ελλειπούς γνώσης του (έν οίδα ότι ουδέν οίδα).

4 Ο θρησκευτικός προσανατολισμός του Σωκράτη

4.1. Ο Σωκράτης ποτέ δεν αρνήθηκε να μετάσχει στις ομαδικές λατρευτικές εκδηλώσεις της πόλης προς τους πατροπαράδοτους θεούς [34], με την έννοια ότι, αφού δεν ήταν σε θέση να έχει ολοκληρωμένη και καθαρή δική του γνώμη για το θείο, όφειλε να μένει πιστός στην πίστη των πατέρων του και της πόλης [35].

4.2. Μολοντούτο δεν απέκρυπτε την αποστροφή του προς τη θεολογία των ποιητών, και ιδίως του Ομήρου και του Ησιόδου.

4.3. Αυτή πάλι η αποστροφή του προς την ανθρωπομορφική κατανόηση των θεών, μ' όλες τις ανομίες και κακότητες των ανθρώπων, δεν τον εμπόδιζε από του να μετέχει στις κοινές λατρευτικές πράξεις της πόλης.

4.4. Οπωσδήποτε όμως διαφοροποιόταν, πιστεύοντας ότι η ουσία της ευσέβειας δεν εντοπίζεται στην υποβολή αιτημάτων προς τους θεούς και τη στήριξη αυτών των αιτημάτων με προσφορές.

Αναφορικά μ' αυτήν τη διάσταση της ευσέβειας, ο Πλάτων μας έχει προικοδοτήσει μ' έναν αξιοπρόσεχτο διάλογο, τον Ευθύφρονα, του οποίου η κεντρική θεματική περιστρέφεται γύρω από το ερώτημα, ποιά είναι η ουσία της ευσέβειας και του οσίου.

Άμεσος στόχος του πλατωνικού τούτου διαλόγου είναι βεβαίως η προεισαγωγή στο κλίμα θρησκευτικής παράκρουσης, που φαίνεται πως μάστιζε την πόλη, τις παραμονές της δίκης του Σωκράτη. Κάτω από τις πιέσεις της ανασφάλειας των δημοκρατικών πολιτών, αλλά και του μίσους που είχαν εναντίον όσων -στη διάρκεια της τυρανίας των τριάκοντα- είχαν πάρει τις δημεύσει και οικειοποιηθεί τις δικές τους περιουσίες, τις οποίες οι αρχικοί δικαιούχοι αδυνατούσαν ήδη ν' ανακτήσουν, εμποδιζόμενοι από το ψήφισμα του Άρχινου για την αμνηστία, κάτι που φαίνεται πως είχε υπαγορευθεί από το βασιλέα της Σπάρτης Παυσανία, προκειμένου ν' αναγνωρίσει την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών στην Αθήνα, πολλοί δημοκρατικοί έβρισκαν διέξοδο στο να καταγγείλουν τους ολιγαρχικούς αντιπάλους τους και να τους σύρουν στο δικαστήριο με το πρόσχημα της ασέβειας έναντι των θεών [36], κατά το ψήφισμα του Διοπείθη, που είχε ψηφίσει η εκκλησία του δήμου το 331 πΧ, δηλαδή ν' ασκείται “εισαγγελία” κατ' εκείνων που δεν πίστευαν στα θεία, όπως και κατ' εκείνων που ερευνούσαν τ' αντικείμενα τ' ουρανού [37].

Μέσα σ' αυτό το κλίμα των υποκριτικών καταγγελιών για δήθεν ασέβεια, ως πρόσχημα για τη δίωξη των αμνηστευμένων ολιγαρχικών, είχαν παρασυρθεί μερικοί αφελείς θρησκόληπτοι και κατέθεταν καταγγελίες όντως γι' ασέβεια. Κι αυτή ήταν η περίπτωση του Ευθύφρονα, που δεν δίστασε να καταγγείλει ως ανόσιο και ασεβή ακόμη και τον ίδιο τον πατέρα του.

Προσεκτικότερη όμως μελέτη του διαλόγου δείχνει και τις σοβαρές διαστάσεις αυτής της ακρότητας, όπως είναι η ουσία της -μέχρις αντιπαλότητας- διαφορετικότητας του ήθους των θεών, τους οποίους λάτρευε η πόλη, καθώς επίσης η αντιδιαστολή της πνευματικής διάστασης του θείου από την υποβάθμιση των σχέσεων πιστών και θεών σ' επίπεδο εμπορικών συναλλαγών, του τύπου “εγώ σ' ανάβω κεράκι, θεούλη μου, και σύ φροντίζεις να γίνει το θαύμα, για το οποίο σε παρακαλώ”. Ο Σωκράτης φέρεται να ερωτά τον Ευθύφρονα, αν η ουσία της ευσέβειας είναι η καλή γνώση της λειτουργίας της συναλλακτικής τούτης σχέσης ανθρώπων και θεών: μελετημένη τέχνη δούναι και λαβείν! [38] Ο Ευθύφρων απαντά καταφατικώς. Και τότε ο Σωκράτης δεν περιορίζεται σε διακριτική ειρωνεία, αλλά σαρκάζει: άρα η ευσέβεια, Ευθύφρων μου, δεν είναι τίποτ' άλλο παρα εμπορική τέχνη, στο πλαίσιο των συναλλαγών ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους! [39]

4.5. Ενώ λοιπόν η ευσέβεια, κατά τις αντιλήψεις των συμπολιτών του, όμοια όπως και κατά τις αντιλήψεις των ημιμαθών μαζών της δικής μας εποχής, συνοψιζόταν στις προσευχές και στις παροχές θυσιών, προκειμένου να καμφθεί -περίπου να χειραγωγηθεί!- η θεότητα και να πραγματώσει τις επιθυμίες του προσευχομένου, για το Σωκράτη η ουσία της ευσέβειας εντοπιζόταν στην προθυμία του πιστού, αυτός να προσπαθήσει να πραγματώσει το θέλημα του θεού. Αυτός ν' αναπληρώσει και να γίνει τα ελλείποντα χέρια και πόδια του θείου, για χάρη της πραγμάτωσης του θείου θελήματος [40]. Κι επειδή το θέλημα του θεού δεν μπορεί να είναι τίποτ' άλλο από την πραγμάτωση της ιδέας της δικαιοσύνης, ως της υπέρτατης αρετής, για το Σωκράτη η ευσέβεια συνιστούσε ειδικότερη εκδήλωση της ιδέας της δικαιοσύνης [41].

Στη δική του πίστη ο θεός είχε πνευματική διάσταση: έστι δε ο θεός ο νούς [του κόσμου] [42]. Και πάλι: ο θεός λοιπόν είναι ο [υπέρτατος] νούς, ανόθευτος κι ανέγγιχτος από κάθε τι το υλικό [και αισθητό], αποσυνδεμένος από κάθε τι το φθαρτό [43]. Κι αυτός ο νούς του κόσμου -ο θέος- δεν μπορούσε παρα να ήταν και να είναι αθάνατος κι αιώνιος [44].

Σ' αυτήν την πνευματική διάσταση του θεού δεν έβλεπε άλλη οδό προσέγγισής του εκ μέρους του ανθρώπου παρα μόνο διαμέσου της ψυχής του: άρα αυτό το μέρος της ψυχής μοιάζει με το θεό, έτσι που όποιος προσβλέπει σ' αυτό, και γνωρίζοντας διαμέσου εκείνου το θεό και τη φρόνηση, θα μπορέσει να γνωρίσει και τον εαυτό του, όσο γίνεται πληρέστερα [45]. Γι' αυτόν το λόγο, την ψυχή μας να γνωρίσουμε - αυτό 'ναι που μας προστάζει 'κείνος που μας παραγγέλλει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας [46].

4.6. Απ' αυτήν την οπτική γωνία ο έρωτας της δικής του ψυχής γι' ανάταση και μέθεξη στον κόσμο των ιδεών, δεν μπορεί παρα να είχε ως κεντρικό στόχο τη μέθεξη στο πνεύμα και στο νού ενός πανάγαθου και αρμονικά παντοδύναμου θεού [47]: ο θεός ποτέ και καθόλου δεν μπορεί να είναι άδικος, αλλ' όσο γίνεται στο έπακρο δικαιότατος. Και δεν είναι δυνατό να ενεργεί διαφορετικά παρά με το να μας δείχνει τη δικαιοσύνη του [48]. Κάτι που αβίαστ' απορρέει από την παραδοχή ότι η συνύπαρξη του κακού με τ' αγαθό είναι αναπότρεπτη, μέσα στην παγκόσμια αρμονία: δεν είναι δυνατόν να εξαφανιστεί το κακό, αφού [μέσα στην αναγκαιότητα της συνύπαρξης των εναντίων] δεν μπορεί παρά υπάρχει ως αντίπαλο του αγαθού. Οπωσδήποτε όμως δεν έχει θέση το κακό στο χώρο της θεότητας. Η δράση του περιορίζεται στο δικό μας χώρο της θνητής φύσης [49]? Έτσι -σε τελική ανάλυση- η δική του φιλοσοφική επίδοση γινόταν “δια την του θεού λατρείαν” [50].

4.7. Μ' αυτά τα δεδομένα ευλόγως θεωρούσε εαυτόν αδικημένο από την επιπολαιότητα, με την οποία ο Αριστοφάνης τον είχε εμφανίσει ως αμφισβητία της θεότητας, παραγνωρίζοντας τον έντονα πνευματικό θρησκευτικό προσανατολισμό του [51].

5 Η διαχρονικότητα της πίστης στην άλλη διάσταση της ζωής

5.1. Ο Σωκράτης προχώρησε σε συνάντηση του θανάτου μέσα σε μια πρωτόγνωρη ευφορία πνευματικού διονυσιασμού. Και τούτο, γιατι πίστευε ότι το πνεύμα του -τώρα πιά, με το σωματικό θάνατο- απελευθερώνεται κι επιστρέφει εκεί, από όπου προήλθε, δηλαδή στην άφθαρτη αρμονία του θεού [52].

Αλλά ποιού θεού;

Ο Σωκράτης προσέβλεπε στην πνευματική διάσταση της -απρόσιτης στην εμπειρική μας γνώση- δύναμης, την οποία ενορατικά μπορούμε να νιώσουμε μέσα στην αρμονία του σύμπαντος, αλλά και στην αρμονία του εσωτερικού κόσμου κάθε εξατομικευμένου ανθρώπου, υπό το πρίσμα της φυσικής, αλλά και ηθικής αρχή της μη υπέρβασης του μέτρου, κάτι που μας πειθαναγκάζει σε σεμνότητα ήθους, ως αξίας καθ' αυτήν.

Αν είχε ο Σωκράτης τη φυσική δυνατότητα να μιλήσει με τα εκφραστικά μέσα της δικής μας εποχής, θα προκαλούσε την ίδι' αναταραχή κι αντίδραση, που τότε είχε προκαλέσει μέσα στους κόλπους της πόλης των Αθηνών του πέμπτου αιώνα - μιας πόλης με μοναδική καλλιέργεια πολιτισμού και ανεπανάληπτη γνησιότητα δημοκρατικών δομών.

Και στη δική μας εποχή θα έθετε ο Σωκράτης το καίριο ερώτημα της ουσίας του θεού και του ανθρώπου. Ιδίως το ερώτημα της ουσίας του θανάτου.

Κι επειδή θα ήταν υποχρεωμένος να παραδεχθεί τα σύγχρονα επιστημονικά επιτεύγματα, δεν θα είχε άλλη διέξοδο από του να συνομολογήσει πως, με το θάνατο, παύουν οι εγκεφαλικές λειτουργίες. Παύει συνακόλουθα η ικανότητα του ανθρώπου να δέχεται, διαμέσου των αισθητήριων οργάνων του, ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου. Να μετατρέπει αυτά τα ερεθίσματα διανοητικώς σε παραστάσεις. Όσο αυτές οι παραστάσεις βρίσκονται νωπές μέσα στην τρέχουσα συνείδησή του, να δέχεται απ' αυτές αισθητικές ή/και συναισθηματικές συγκινήσεις. Να επεξεργάζεται αυτές τις παραστάσεις μ' εκτιμητικές ή/και βουλητικές κρίσεις. Να οιστρηλατείται η φαντασία του απ' αυτές, έτσι που να ξανοίγεται σε δικά του νοητικά δημιουργήματα. Ν' αποθηκεύει αυτές τις παραστάσεις στην περιφερειακή μνήμη του και -τέλος- να τις ανακαλεί κατά καιρούς στο κέντρο της συνείδησής του προς περαιτέρω επεξεργασία.

Όλες αυτές οι διανοητικές λειτουργίες είναι αδύνατες, όταν ο εγκέφαλος έχει πάψει πιά να αιματώνεται κανονικώς, ακόμη κι αν ο άνθρωπος δεν έχει ακόμη πεθάνει. Πολύ περισσότερο, μετά το θάνατό του, οπότε δεν υπάρχει εγκέφαλος.

Σέβομαι εκείνους που μπορούν και πιστεύουν στην ανάσταση των σωμάτων. Κάθε άλλο παρά να τους σκανδαλίσω θά' θελα. Όμως δεν μπορώ ν' αποκρύψω τη δική μου αδυναμία να συμμεριστώ τη δική τους πίστη. Τα επιστημονικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας -τουλάχιστον στη δική μας εποχή- με πειθαναγκάζουν στην οδυνηρή παραδοχή του ότι αθανασία της ψυχής, μ' εγκεφαλική ικανότητα μνήμης, κρίσης, βούλησης και συναισθηματικών αντιδράσεων, είναι λογικώς αδύνατη.

Σημαίνει τάχα αυτή η πεζή παραδοχή άρνηση της αφθαρσίας του πνεύματος;

Σε συνεπή προέκταση της διδασκαλίας του θα πρέπει να δεχτούμε πως ο Σωκράτης -και στη δική μας εποχή- θα επαναλάμβανε αυτά που είχε διακηρύξει πριν από δυό χιλιάδες τετρακόσια χρόνια: ότι η ουσία του ανθρώπου συνίσταται στην τεράστια ενεργειακή δύναμη [53], η οποία, με το σωματικό θάνατο, εκχέεται και -ενωμένη πιά με τη συμπαντική ενεργειακή δύναμη -το θεό- είναι δεκτική προσέγγισης και επικοινωνίας με τις ομογενείς δυνάμεις που εξακολουθούν να φωλιάζουν μέσα στους ζώντες.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου απορριπτέα ως απίθανη η εκδοχή ότι και η εκχεόμενη από τον θνήσκοντα ενεργειακή δύναμη είναι -αυτομάτως- έτσι προγραμματισμένη, ώστε, αφ' ενός, να επιστρέφει στην κεντρική συμπαντική ενεργειακή δύναμη -κάτι που δεν δυσκολεύομαι να κατονομάσω ως το θεό- ενώ, αφ' ετέρου, να είναι δεκτική επαφής με τις ομογενείς ενεργειακές δυνάμεις που δρούν μέσα σε ζώντες οικείους.

Μ' αυτήν την έννοια δεν βρίσκω πως συνιστά παραδοξολογία η πλατιά διαδεδομένη πίστη, οτι γινόμαστε δέκτες της ευλογίας τόσο του θεού, όσο και των αγαπημένων προσώπων, που έχουν πιά διαβεί το κατώφλι του θανάτου. Δεν πρόκειται για βουλητική εγκεφαλική λειτουργία εκείνων, κάτι που θα ήταν λογικώς αδύνατο, αλλά για την αμοιβαία προσέλκυση της ευεργετικής ακτινοβολίας ομογενών ενεργειακών δυνάμεων, στο πλαίσιο της συμπαντικής αρμονίας, ως μιας μορφής προγραμματισμού, που απορρέει από τη νομοτέλεια της ισορροπίας των κοσμικών δυνάμεων.

5.2. Ήδη στον πλατωνικό διάλογο του Φαίδωνα ο Σωκράτης είχε τονίσει πως έργο εκείνων, οι οποίοι φιλοσοφούν σωστά, είναι να μελετούν το θάνατο [54]. Η οδυνηρή εμπειρία του θανάτου εμπεριέχει αφ' εαυτής την παρακίνηση για στοχασμό.

Έτσι πρώτος έθεσε το ερώτημα ο Ευριπίδης:

Τις δ' οίδεν ει ζήν τούθ΄ο κέκληται θανείν,
το ζήν δε θνήσκειν εστί; [55]

Κάτι που παρακίνησε και το Δροσίνη, ν' αναρωτηθεί επίσης [56]:

Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ' αυγής είναι πέρα,
κι αντί νάρθη μια νύχτ' αξημέρωτη
ξημερώνη μι' αβράδυστη μέρα;

Μήπως είν' η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβη την πλάνη;
ό,τι λέμε πως ζή μήπως πέθανε
κι είναι αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;

5.3. Από την άλλη μεριά είν' αλήθεια πως ο αρχαιοελληνικός φιλοσοφικός στοχασμός επείγεται και προσπερνά την οδυνηρή διάσταση του θανάτου για να γαληνέψει στη βολική σκέψη της αθανασίας της ψυχής. Έτσι σχεδόν αποσιωπάται η οδύνη -προ παντός- του ίδιου του νεκρού. Σαν να μη νιώθει ο ίδιος οδύνη για το δικό του εξαναγκασμό ν' αποχαιρετίσει αιφνίδια τη ζωή· να στερηθεί η νέα κοπέλα απ' τις μελλοντικές χαρές, στις οποίες προσέβλεπε: τις χαρές να πάει νύφη στην εκκλησιά, ν' αποκτήσει και ν' αναθρέψει παιδιά, να βιώσει τη δικαίωση της τελείωσης της δικής της προσωπικότητας.

Η ευαισθησία του Σοφοκλή συνέλαβε και τραγούδησε τον πόνο της Αντιγόνης, καθώς την έσερναν στο ζωντανό ενταφιασμό της: “κοιτάξτε με, πολίτες της πάτριας γής, καθώς για τελευταία φορά ατενίζω το φώς του ήλιου δίχως νά'χω γευτεί τη χαρά του γάμου, δίχως νά' χει κανείς τραγουδήσει για μένα γαμήλιους ύμνους, οδεύω να παντρευτώ το Χάρο” [57].

Είναι ποτέ δυνατό να μή νιώθει πόνο η ψυχή, όταν την βιάζουν να εγκαταλείψει ενα σώμα, πλημμυρισμένο από ερωτικούς χυμούς και ολόδροσα νιάτα;

Εμείς, οι περιλειπόμενοι, δέν είμαστε σε θέση ν' απαντήσουμε με σιγουριά σ' αυτό τ' αμείλικτο ερώτημα. Σε μια συγκινητική στιγμή ειλικρίνειας, απαλλαγμένος απο την αδιόρατη ειρωνεία του, μά -προ παντός- με ομολογημένη την αμφιβολία του για το δικό του όραμα της αθανασίας της ψυχής στη νήσο των μακάρων, ο Σωκράτης είχε συνομολογήσει: “και εγώ ως ουκ ειδώς λέγω, αλλά εικάζων” [58].

Βέβαιο είναι πως εμείς μπορούμε, κι όσο πιο βαθιά είναι η οδύνη, τόσο πιο πολύ θέλουμε να υποκατασταθούμε στα συναισθήματα και στις εκδηλώσεις, που το νεκρό πιά σώμα εμποδίζει τον αγαπημένο εκδημήσαντα να φανερώσει. Εμείς μπορούμε να χύσουμε τα δάκρια που τα δικά του μάτια αδυνατούν ν' αφήσουν να τρέξουν. Εμείς μπορούμε να λειτουργούμε σαν τα δικά του χέρια και να ενεργούμε όσα τ' αγαπημένο πρόσωπο άφησε ημιτελή. Εμείς μπορούμε νά'μαστε η δική του φωνή κι η δική του παρέμβαση στα δρώμενα του κόσμου τούτου.

Και τότε, σ' αυτήν ακριβώς τη διάσταση, μπορούμε να νιώσουμε την ευλογία της παρουσίας του μέσα μας και γύρω μας.

5.4. Όταν διατυπώνω σ' αμέριμνους φίλους και γνωστούς αυτές τις σκέψεις, συνήθως αντικρίζω στην έκφρασή τους ίχνη διακριτικής συγκατάβασης, με την οποία προσπαθούν να συγκαλύψουν την αντίθεση, που αυθόρμητα ξεπετάγεται απ' τη δική τους απροθυμία να εγκύψουν στο πρόβλημα του θανάτου, σαν ιερό μυστήριο, κι όχι σαν ξορκισμένο συναπάντημα της κακοτυχιάς. Κάποιοι οχυρώνονται πίσω από φιλική επίπληξη: “μά, πιστεύεις σοβαρά σε μιαν άλλη διάσταση της ζωής μετά θάνατο;”

Δέν πρόκειται γι' αλόγιστη πίστη. Ασφαλώς δεν είμαι σε θέση να επικαλεστώ εμπειρικές αποδείξεις. Όμως στο χώρο της γνωσιολογίας γίνεται δεκτό πως η αποδεικτική θεμελίωση των ισχυρισμών δεν εξαντλείται αποκλειστικώς σε οντολογικές επαληθεύσεις. Και η αυστηρά πειθαρχημένη συλλογιστική μέθοδος είναι αποδεκτή, προκειμένου να τεκμηριωθεί μια υποθετική ή αμφίβολη κρίση. Προς αυτή λοιπόν την κατεύθυνση, καθώς κάθομαι μόνος μπροστά στο τραπέζι εργασίας μου, συνειδητοποιώ πως άπειροι, ανήκουστοι ήχοι και πλήθος από αόρατες εικόνες διαπερνούν το δωμάτιο. Απλώς και μόνο δέν διαθέτουμε τα κατάλληλα αισθητήρια όργανα για να συλλάβουμε αυτά τα μη αισθητά μηνύματα. Μόλις όμως ενεργοποιήσουμε τη συσκευή του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης, ακούμε και βλέπουμε όσα, ώς πρίν απο λίγο, ξέφευγαν απ' τη δική μας άμεση αντίληψη.

Η μικρή μου κόρη -διπλωματούχος της Μοριακής Βιολογίας- μου μιλούσε πρόσφατα για τη θεωρία των Quanta, απειροελάχιστη εναλλαγή ύλης και ενέργειας που, κατ' ανάστροφη κατεύθυνση, περιστρέφεται γύρω από τον πυρήνα του ατόμου. Έχει εξακριβωθεί πως η περιστροφή των Quanta είναι αποδεσμευμένη από τα σύνορα του χώρου και του χρόνου. Για το λόγο τούτο τα Quanta είναι σε θέση να επικοινωνούν και με το μέλλον. Σ' αυτήν τη διαπίστωση στηρίζεται η εξήγηση, γιατί και πώς το σκυλί αλυχτά, καθώς νιώθει το σεισμό που δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί ή τον επερχόμενο θάνατο τ' αφέντη του. Λένε πως και ο πρωτόγονος άνθρωπος, σ' εποχές που δεν είχε ακόμη συρρικνωθεί και παραλύσει από την αχρησία η λεγόμενη έκτη αίσθησή του, μπορούσε κι ερχόταν σ' επικοινωνία με το μέλλον. Σταδιακά αυτή η φυσική ικανότητα περιορίστηκε σ' ευάριθμα άτομα, τους μάντεις και τους προφήτες, ώσπου, στη δική μας πιά εποχή, σχεδόν εξαφανίστηκε ολοσχερώς.

Αν λοιπόν είναι αλήθεια πως, με τη θεωρία των Quanta, καταλύθηκαν τα χρονικά και τοπικά όρια του σύμπαντος, τότε γίνεται φανερό πως η διάκριση ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο παίρνει διαφορετικό νόημα από εκείνο που, ώς πρόσφατα, παραδεχόμασταν, κάτω από τις πιέσεις της διαχρονικής και διατοπικής προσέγγισης της ιστορίας.

Καταλήγει λοιπόν να είναι ελάχιστα πειστική η ανθρωποκεντρική εμμονή πως ο κόσμος που μας περιβάλλει συγκροτείται αποκλειστικώς από όσα εμείς αντιλαμβανόμαστε με τα αισθητήρια όργανά μας. Ασφαλώς μόνον αυτά τ' αντικείμενα είναι δεκτικά εμπειρικής απόδειξης. Όμως η λογική στάθμιση των φαινομένων που αντικρίζουμε, μας πειθαναγκάζει στη διαγνωστική παραδοχή, πως δεν μπορεί παρα να υπάρχουν κι άλλες διαστάσεις του φυσικού κόσμου που μας περιβάλλει, τις οποίες απλώς και μόνον αδυνατούμε -ίσως μόνον επί του παρόντος- ν' αντιληφθούμε. Το ν' αποφεύγουμε να προβληματιζόμαστε γι' αυτές τις μη ή μήπω αντιληπτές διαστάσεις του κόσμου, μόνο και μόνον επειδή δεν είναι προσιτές στ' ανθρώπινα αισθητήρια όργανα, χαρακτηριζόταν από το Σωκράτη ως δείγμα νωθρής διάνοιας [59].

5.5. Είναι αλήθεια ότι η προσπάθεια του Σωκράτη, έτσι όπως αυτή καταγράφεται κυρίως στο Φαίδωνα του Πλάτωνα, ν' αποδείξει την αθανασία της ψυχής, δεν πέτυχε. Ο Σωκράτης υποστήριζε πως η ψυχή εισέρχεται στο σώμα, αφού προηγουμένως αυτό γεννηθεί [60]. Από αυτήν την αφετηρία ορμώμενος ο Σωκράτης είχε αντλήσει το συμπέρασμα πως, αφού η είσοδος της ψυχής στο γεννώμενο έμβρυο είναι εκείνη που του προσδίδει ζωή, κι αφού ακόμη η ζωοδότρα ψυχή από τη φύση της δεν μπορεί να είναι δεκτική του εναντίου εκείνου που αυτή φέρει, “ουκούν ψυχή ου δέχεται θάνατον (…) αθάνατον άρα ψυχή” [61]. Το αδύνατο σημείο σ' αυτήν τη σωκρατική συλλογιστική εντοπίζεται στη λαθεμένη αφετηρία της, όπου παραβλέπεται πως η ζωή του εμβρύου δέν πηγάζει από την εισπηδώσα έξωθεν σ' αυτό ψυχή, αλλά μεταφέρεται με τα ενούμενα ζώντα σπερματοζωάρια και ωάρια, κατά την εύστοχη παρατήρηση του Αριστοτέλη, “ού γαρ ή γε ύλη κινήσει αυτή εαυτήν (…) αλλά τα σπέρματα και η γονή” [62] . Ήδη όμως κι απ' τη δική του εποχή ο Σωκράτης δεν ήταν απαλλαγμένος από δικούς του δισταγμούς κι αμφιβολίες. Γι' αυτό, σ' άλλον πλατωνικό διάλογο, δεν διστάζει να συνομολογήσει ταπεινά πως “πλάττομεν ούτε ιδόντες ούτε ικανώς νοήσαντες θεόν” [63]. Την παρουσία της ευλογίας των αγαπημένων μας νεκρών, όμοια όπως και την παρουσία της ευλογίας του θεού, περισσότερο τις διαισθανόμαστε, δίχως νά'μαστε σε θέση να τις αποδείξουμε κατά δικανικό τρόπο.

5.6. Όμως δεν είναι απίθανη η παραδοχή πως η διάπλαση της προσωπικότητας καθενός μας επηρεάζεται όχι μόνον από τα γονίδια που μας σφραγίζουν, αλλά κι από τις εξωτερικές επιρροές του περιβάλλοντος, στο οποίο κινούμαστε κι αναπτυσσόμαστε. Επιρροές που σηματοδοτούν το συναισθηματικό μας κόσμο, αλλά και τη διανοητική μας ευαισθησία και ροπή. Κι αν είν' αλήθεια πως -παράλληλα προς τα κληρονομούμενα γονίδια- γινόμαστε δέκτες και των πολυποίκιλων επιρροών του περιβάλλοντος, γιατί τάχα θά'ταν απίθανο ή μη λογικοφανές, πως ενδέχεται να δεχόμαστε και αμιγώς πνευματικές επιρροές; Γιατί τάχα νά'ν' αβάσιμη η παραδοσιακή προσευχή, “ελθέ και σκήνωσον εν ημίν”; Και προς την ίδια τούτη κατεύθυνση, γιατί τάχα νά΄ν' αβάσιμη η προσδοκία, νά'ρθει το αγαθό πνεύμα αγαπημένου προσώπου και να σκηνώσει μέσα και στο δικό μας πνεύμα; Γιατί τάχα νά'ν' εξ υπαρχής αβάσιμη η παρατήρηση του Ιησού, “το πνεύμα όπου θέλει πνεί, και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ' ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει” [64];

Πολλές φορές δεν είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε κάποια φαινόμενα παρα μόνο με την εκδοχή της ανάμνησης. Όταν πρωτάκουσα τη συγκλονιστική Λειτουργία του Ορφανοτροφείου του Μότσαρτ, και μού'παν πως την είχε συνθέσει σε ηλικία μόλις δεκατριών ετών, μου ήταν αδύνατο να παραδεχθώ πως τέτοια δημιουργία ξεπετάχτηκε από τη φαντασία ενός μικρού παιδιού, οσοδήποτε ταλαντούχο κι αν ήταν. Δεν έβρισκα λοιπόν άλλη πειστική εξήγηση γι' αυτήν τη θεϊκή σύλληψη, πέρ' απ' την παραδοχή πως το παιδάκι τούτο θυμόταν ήχους και μελωδίες που είτε το ίδιο είχε ακούσει σ' άλλη διάσταση της ζωής του, είτε αγαθά πνεύματα είχαν σκηνώσει στο δικό του πνεύμα και του είχαν μεταδώσει τις δικές τους αναμνήσεις.

Πάνω σ' αυτήν τη θεωρία της ανάμνησης οικοδόμησε ο Πλάτων τη θαυμαστή σύλληψή του για τον κόσμο των ιδεών και τον πόθο της διψασμένης ψυχής για μέθεξη.

Όταν πρωταντίκρισα τα σεβάσματα των βυζαντινών μνημείων στο Άγιο Όρος, όμοια όπως και κάθε φορά που περιδιαβάζω ανάμεσ' από μεσαιωνικούς οικισμούς της κεντρικής Ευρώπης, νιώθω τόσο έντονη οικείωση των δικών μου αισθητικών μέτρων με τις αρχιτεκτονικές γραμμές και τα χρώματα αυτών των ιστορικών τόπων, ενώ νοσταλγική μελαγχολία κατακλύζει τη συνείδησή μου, που δεν μπορώ να τα εξηγήσω με άλλες πειστικές παραδοχές, παρα μόνο με την εκδοχή της μακρινής ανάμνησης.

Φυσικά δεν είμαι σε θέση ν΄ αποσαφηνίσω, μήτε με βεβαιότητα να υποστηρίξω, αν αυτά τα φαινόμενα καθοριστικής -για την ηθική κι αισθητική συγκρότηση της προσωπικότητάς μου- ανάμνησης πηγάζουν από τα γονίδια που μας κληροδότησαν οι γεννήτορές μας, καθώς και κείνων οι γεννήτορες, ή μήπως είναι δικές μας προσωπικές αναμνήσεις, ή -μήπως πιο πιθανό- πρόκειται γι' αναμνήσεις άλλων αγαθών πνευμάτων που έχουν σκηνώσει μέσα μας.

5.7. Κατανοώ πως αρκετοί από τους αναγνώστες αυτών των γραμμών, εφόσον θα είχαν την υπομονή να τις διαβάσουν ώς εδώ, ήδη θα νιώθουν την ανάγκη να διακόψουν και να προχωρήσουν προς άλλα, πιο ρεαλιστικά, ενδιαφέροντα: “ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου” [65], είχαν χλευάσει οι Αθηναίοι τον Παύλο, όταν τους είχε μιλήσει γι' ανάσταση νεκρών. Όμως για τον αναγνώστη, που προβληματίζεται γύρω απο το μυστήριο του θανάτου, θά'θελα να επισημάνω πως, αντιδρώντας κι αντιστεκόμενος, κάτω από την καχυποψία, μην τυχόν και πέσει θύμα αυταπάτης, απλώς και μόνον κλείνει ορίζοντες, που θα μπορούσαν να του είναι ανοιχτοί. Στενεύει τους ορίζοντες της διάνοιάς του.

Αντιστρατεύεται τάχα τον ορθό λόγο η παραδοχή πως η ανθρώπινη συνείδηση δεν διαμορφώνεται αποκλειστικώς απ' τα ερεθίσματα που δέχονται τα αισθητήρια όργανά μας από τον εξωτερικό κόσμο της εμπειρικής πραγματικότητας, αλλά κι από διανοητικές συλλήψεις, ακόμη κι από συναισθηματικές συγκινήσεις;

Αντιστρατεύεται τάχα τον ορθό λόγο η παραδοχή πως η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι πολυσύνθετη και αντιφατική, κινούμενη ελικοειδώς, σαν πάνω σε σπείρα, όπως ακριβώς πολυσύνθετη και αντιθετική είναι η επίσης σπειροειδής κίνηση του σύμπαντος; Κάτι που επιβεβαιώνει την αναπότρεπτη νομοτέλεια της παλινδρομικής διαδρομής της έμφυτης ροπής από την πλησμονή του πρακτικού νού προς προς την ένδεια της θρησκευτικής έξαρσης, καθώς και αντιστρόφως.

Ή μήπως αντιστρατεύεται τον ορθό λόγο η περαιτέρω παραδοχή πως οι άνθρωποι θα λειτουργούσαν ως εκτρωματικά τέρατα, αν -δίπλα στα ερεθίσματα που τους προσφέρουν τα αισθητήρια όργανά τους- δεν συνυπήρχαν τόσο οι διανοητικές αξιολογήσεις αυτών των ερεθισμάτων, όσο και οι συναισθηματικές αντιδράσεις, που μας διαφοροποιούν από τα ρομπότ;

Όσοι διστάζουν, θ' άξιζε να προσέξουν το στοχαστικό στίχο του Παρμενίδη, καθώς επέμενε να συστήνει: πρόσεξε και παρατήρησε όμως με τη δύναμη του νού, πώς, διαμέσου του νού, τα απόντα με σιγουριά γίνονται παρόντα [66].

Όσα θαυμαστά δημιούργησε ο νούς, τους θησαυρούς της ποίησης, των εικαστικών τεχνών, της φιλοσοφίας και των θρησκειών, όλα όσα, ως Λόγος που απορρέει από πλήθος μύθων, συνθέτουν την πολύτιμη παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας, δεν παρακινούν σε αναζήτηση επαληθεύσεων και αποδείξεων. Κι εξ άλλου, η γνώση της αλήθειας δεν θεμελιώνεται αποκλειστικώς στην οντολογική απόδειξη των αιτίων. Εξ ίσου ισχυρώς μπορεί να οικοδομηθεί πάνω στην έλλογη τεκμηρίωση των αποτελεσμάτων που, ως αναπότρεπτη ακολουθία, απορρέουν από τα αίτια, ως λόγο.

5.8. Τα ερεθίσματα που δέχονται οι αισθήσεις μας από τον περιβάλλοντα φυσικό κόσμο είναι στιγμιαία. Καθ' αυτά δεν έχουν διάρκεια. Κάτι που σημαίνει, πως είναι περιχαρακωμένα μέσα στο περιορισμένο πλαίσιο δεδομένου χώρου και χρόνου. Η θεωρία των Quanta υποστηρίζει ότι ο ίδιος ο φυσικός κόσμος λειτουργεί πέρα κι ανεξάρτητ' από χωρικά και χρονικά σύνορα. Αυτή η ριζοσπαστική θεωρία δεν είναι εύκολα κατανοητή από εμάς -τους πολλούς και τους παλιούς- που δεν έχουμε την απαιτούμενη προπαιδεία. Όμως δεν είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε, πως όσα, με στιγμιαία ερεθίσματα των αισθήσεών μας, βιώσαμε, μας είναι προσιτά διαμέσου της ανάμνησης. Από τα αισθητήρια όργανά μας αυτά τα ερεθίσματα μεταβιβάστηκαν ως οπτικές ή/και ηχητικές παραστάσεις στη συνείδησή μας, κι εκεί αποτυπώθηκαν. Εφεξής μπορούμε οποτεδήποτε να τ΄ ανακαλούμε στο κέντρο της μνήμης μας. Και τα ξαναβιώνουμε. Δια μέσου αυτής της διαδικασίας ο αισθητός κόσμος που μας περιβάλλει απελευθερώνεται από τις πιέσεις του χώρου και του χρόνου. Κάτι που είναι κατανοητό, δίχως να χρειάζεται να καταφύγουμε στη δυσκολονόητη θεωρία των Quanta.

Με τη δύναμη του νού λοιπόν η επικοινωνία μας με τ' αγαπημένα πρόσωπα που πέρασαν ήδη στην άλλη διάσταση μπορεί κι απελευθερώνεται από τα δεσμά του χώρου και του χρόνου. Κάτι πολύ περισσότερο και σημαντικότερο: τώρα πιά η πνευματική σχέση μας μαζί τους είναι απελευθερωμένη κι από τον κίνδυνο του τραυματισμού της με αστόχαστα λόγια, καμώματα ή παραλείψεις. Όσο ζούσαν κοντά μας, η σχέση μας δεν ήταν αποκαθαρμένη από μικρές ή μεγάλες παρεξηγήσεις που μας πλήγωναν ή τα πλήγωναν. Τώρα, στην πνευματική της διάσταση, η σχέση μας ανθίζει ως καθαρή σχέση αγάπης.

Μ' αυτήν την έννοια νιώθουμε μέσα μας την ευλογία της αγάπης τους, αποκαθαρμένης από τις μικρότητες του κόσμου τούτου. Σ' αυτήν την πνευματική διάσταση μπορούμε ν' αφεθούμε να μας πλημμυρίσει το συναίσθημα της τέλειας γαλήνης και ειρήνης. Ένας άϋλος χώρος, όπου η παρουσία των αγαπημένων μας είναι πολύ πιο διεισδυτική και ευεργετική.

- “Μά είναι πλάσματα της φαντασίας”, εξανίσταται η ρεαλιστική φρόνηση.

Παραβλέπεται όμως, ότι η συνείδησή μας δεν συγκροτείται αποκλειστικώς από τις -νεκρές πιά- αναμνήσεις των οπτικών και ηχητικών παραστάσεων που αποτύπωσαν εκεί τα αισθητήρια όργανά μας. Σχεδόν κάθε τέτοια παράσταση υπόκειται σε αξιολογική επεξεργασία, με ηθικά ή/και αισθητικά αξιολογικά μέτρα, έτσι που, ανάλογα με τη βαρύτητα της αξιολόγησης να τοποθετούνται σε πιο κεντρική ή σε μακρινή περιθωριακή θέση μέσα στη συνείδησή μας.

Αυτή η παρατήρηση πειθαναγκάζει στην παραδοχή ότι υπαρκτός για μας δεν είναι αποκλειστικώς ο αισθητός κόσμος της εμπειρικής πραγματικότητας, που τον προσδιορίζουμε μ' εμπειρικές έννοιες. Δίπλα του ορθώνεται κι ένας άλλος -πνευματικός- κόσμος? εκείνος των ηθικών και των αισθητικών αξιών, που τον προσδιορίζουμε με αξιολογικές κρίσεις. Η ομορφιά λόγου χάρη ή η δικαιοσύνη δεν είναι ανύπαρκτες, επειδή -καθ' αυτές, ως αξίες- δεν τις ψηλαφούμε.

Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα της ανθρώπινης διάνοιας, ότι δηλαδή, με τη δύναμη του νού, δημιούργησε κι εξακολουθεί να δημιουργεί, δίπλα στον αισθητό κόσμο της εμπειρικής πραγματικότητας, ένα πλήθος άλλων, ετερόκλιτων κόσμων, πνευματικής διάστασης, που τελικώς μας είναι προσιτοί και σε αισθητή διάσταση, διαμέσου των εικαστικών τεχνών, της μουσικής, της ποίησης, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και των επιστημών. Τα δημιουργήματα του νού μπορούμε να τα προσεγγίζουμε διαμέσου και των αισθήσεων, αφού μπορούμε και τα βλέπουμε μέσ' από υλικές μορφές, στις οποίες ενσωματώνονται, τα διαβάζουμε ή τ' ακούμε. Μά, προ παντός, τ' απολαμβάνουμε. Όχι σ' αισθητή, αλλά σε συναισθηματική διάσταση.

5.9. Μ' αυτές τις σκέψεις, μπορώ ν' ανοίξω την καρδιά και το νού μου προς τα έξω και να διατρανώσω τη δική μου πεποίθηση, πως όσο κι αν στερούμαστε εμπειρικών αποδείξεων, όσο κι αν δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε με σαφήνεια την ουσία και τη μορφή, όμως, δίπλα στον αισθητό κόσμο της εμπειρικής πραγματικότητας, όμοια όπως και δίπλα στο νοητό κόσμο των πνευματικών και καλλιτεχνικών δημιουργημάτων του ανθρώπινου νού, είναι πολύ πιθανό πως συνυπάρχει και μια πραγματικότητα υπερβατικής -και γι' αυτό απρόσιτης στα αισθητήρια όργανά μας- διάστασης. Μιας υπερβατικής διάστασης, μέσα στην οποία μπορούμε να βρισκόμαστε σ' επαφή κι επικοινωνία με τ' αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν ήδη από το δικό μας κόσμο της εμπειρικής αίσθησης.

Υπάρχουν πολλές κλίμακες ανάτασης του νού μας προς συνάντηση αυτού του υπερβατικού κόσμου:

- η ένθερμη και ένθεη ροπή του ανθρώπου να ξεπερνά τα φυσικά του όρια και διαρκώς να ξανοίγεται σε νέους ορίζοντες?

- η δύναμη του νού, που αναμφισβήτητα κατόρθωσε ν' ανυψώσει τον άνθρωπο σε δημιουργό, με τ' απτά δημιουργήματα της δικής του διάνοιας?

- η περισυλλογή στο ακρόαμα μιας μουσικής πανδαισίας?

- η αισθητική συγκίνηση, την οποία μπορεί να προσφέρει η ομορφιά της φύσης?

- ευγενικοί και διακριτικοί λατρευτικοί συμβολισμοί, όπως είναι το καντήλι με το ελαιόλαδο που ανάβει το διληνό, καθώς και το ανάλφρο θυμίαμα?

- τα όνειρα, όπου μας επισκέπτονται τ' αγαπημένα μας πρόσωπα, επιβεβαιώνοντας τη δική τους διαρκή πνευματική παρουσία? και, προ παντός,

- ο διαλογισμός, διαμέσου του οποίου κατορθώνουμε και “πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν”, συγκεντρώνοντας τις σκέψεις μας με αγάπη κι ευγνωμοσύνη στ' αγαπημένα μας πρόσωπα.

5.10. Και δεν υπάρχει άραγε περιθώριο για οδύνη και πικρία μέσα σ' αυτήν την πανδαισία της πνευματικής ανάτασης;

Το αντίθετο θα ήταν ψέμα. Έρχονται στιγμές που ο πόνος είν' αβάσταχτος, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει από το χωρισμό.

Μέσα σ' αυτήν την οδύνη δεσπόζουν, πρωτίστως, οι τύψεις. Τύψεις για όσα δεν μπορέσαμε να κάνουμε. Τύψεις για πικρίες που δώσαμε και δεν μπορούμε πιά ν' ανακαλέσουμε. Τύψεις ακόμη και κάτω από τις πιέσεις του αμείλικτου ερωτήματος, πώς είναι δυνατό να δρέπει κάποιες χαρές απ' τη ζωή ο πατέρας, όταν το κορμάκι του παιδιού του λιώνει στο παγωμένο μνήμα.

Η οδύνη δεν έχει χρονικά όρια.

Μαζί της όμως αναδύεται ανάλαφρη η ευγνωμοσύνη για την ευλογία, που είναι φανερή στους καρπούς της. Φανερή, γιατι δεν μπορούν να εξηγηθούν αλλιώς εξελίξεις των βιοτικών μας σχέσεων μέσα στην σκληρά ανταγωνιστική κοινωνία, παρα μόνο σε υπερφυσική διάσταση.

Αυτή η εύλογη ευγνωμοσύνη στηρίζει το συναίσθημα ασφάλειας μέσα στη ζωή, πως δεν είμαστε μόνοι. Πάνω και μέσα μας, σκέπη και προστασία μας, απλώνει η ευλογία των αγαπημένων μας που πέρασαν ήδη στην άλλη διάσταση της ζωής.

Έτσι σφυρηλατείται μια ακατάλυτη πνευματική κοινωνία αγάπης. Κι αυτή είναι, καθ' αυτήν, μια ανεκτίμητη ηθική αξία, που μπορεί να μας κάνει πολύ πιο πλούσιους από τα οποιαδήποτε ευδαιμονικά αγαθά.

5.11. Οπωσδήποτε για 'κείνους που δεν συγκινούνται από το ερώτημα, τί επακολουθεί μετά το θάνατο, έχει ενδιαφέρον η ερμηνευτική προσέγγιση του Steven Luper-Foy, αναφορικά με τη σχέση του Σωκράτη με το θάνατο? ότι δηλαδή ο Σωκράτης δεν διακήρυξε καθόλου πως ο θάνατος δεν είναι τάχα κακό, αλλ' ότι αρκέστηκε να μας δώσει φιλοσοφική μέθοδο προστασίας μας απέναντι στην έμμονη σκέψη πως ο θάνατος είναι κάτι το κακό. Κι αυτή η μέθοδος αναλύεται στην καλλιέργεια των ακόλουθων επιθυμιών:

- της επιθυμίας του να προτιμούμε να πεθάνουμε αντί του να ζήσουμε κάτω από συνθήκες, οι οποίες εκμηδενίζουν την προσωπικότητά μας?

- της επιθυμίας του να τάσσουμε στη ζωή μας σκοπούς, των οποίων η πιθανότητα πραγμάτωσης είναι ανεξάρτητη απ' το αν θα παραμείνουμε ή όχι στη ζωή? και
- της επιθυμίας προσέγγισης εκείνων των στόχων, των οποίων η ικανοποίηση είναι ανεξάρτητη απ' το αν εμείς εξακολουθούμε να διατηρούμε ζωντανό το σώμα μας, και γενικώς ανεξάρτητη απ' τη δική μας ενσάρκωση [67].
----------------------
[1] Ήδη από την αρχαιότητα ο Αριστοτέλης καταλόγιζε στον Πλάτων ότι έβαλε στο στόμα του Σωκράτη την άγνωστη σ' εκείνον θεωρία για την αντικειμενική αυθύπαρκτη υπόσταση των ιδεών (Μετά τα φυσικά, A 987 a 29 - b 4, M 1078 b 34 και Μ 1086 b 2 - 7. Βλ. σχετικώς γενικότερα την εμπαθή μαρυρία του Αθήναιου, Δειπνοσοφισταί, 11,116,20.
[2] Γρ. Βλαστός, Σωκράτης, ειρωνευτής και ηθικός φιλόσοφος. Μετάφραση Π. Καλλιγά. Πρόλογος Α. Νεχαμά, Αθήνα 1993, σελ. 91 επ. Κατά τον Βλαστό στο πλατωνικό έργο υπάρχουν δύο διαφορετικοί φιλόσοφοι -κι όχι μόνον ένας- με το όνομα Σωκράτης. Καθένας τους ακολουθεί φιλοσοφικούς δρόμους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, ώστε ν' αποκλείουν τη συνύπαρξή τους στον ίδιο εγκέφαλο, εκτός αν επρόκειτο για τον εγκέφαλο κάποιου σχιζοφρενικού. Και τούτο, γιατι οι δυό τούτοι πλατωνικοί φιλόσοφοι, με το κοινό όνομα Σωκράτης, διαφέρουν μεταξύ τους, κατά τον Βλαστό, αγεφύρωτα σε περιεχόμενο και σε μέθοδο.
[3] Πλάτων, Επιστολή Β', 314 c, καθώς και Επιστολή Ζ', 341 c-d.
[4] Ξενοφών, Απομνημονεύματα, Δ ΙΙΙ 14-15: ά χρή κατανοούντα μη καταφρονείν των αοράτων, αλλ' εκ των γιγνομένων την δύναμιν αυτών καταμανθάνοντα τιμάν το δαιμόνιον.
[5] Ασφαλώς ο Πλάτων θα προώθησε κατά κάποια σοβαρά βήματα πιο μπρός ορισμένες αφετηριακές σκέψεις του δασκάλου του. Αλλ' ο πυρήνας των πλατωνικών διαλόγων δεν μπορεί παρα ν' απεικονίζει με πιστότητα [5] μιαν ανεπανάληπτη προσωπικότητα ενάρετου φιλοσόφου, που ενσυνείδητα αποδέχθηκε να πιεί το κώνειο, μολονότι μπορούσε να το είχε αποφύγει. Ο θάνατός του είναι η πειστικότερη μαρτυρία για την ποιότητα και την ουσία της διδασκαλίας του. Και μ' αυτήν την αδιάψευστη μαρτυρία δεν βρίσκεται σε διάσταση η πλατωνική καταγραφή και λογοτεχνική επεξεργασία των σωκρατικών διαλόγων. Τη θέση τούτη, ότι δηλαδή οι πλατωνικοί διάλογοι παρουσιάζουν με πιστότητα την αληθινή διδασκαλία του Σωκράτη υποστηρίζουν ιδίως ο C.C.W. Taylor (Sokrates. Aus dem englischen von K. Vogt. Herder/Spektrum - Meisterdenker, 1998, σελ. 54 επ.) και ο W. Jager (Σωκράτης. Στο ευρύτερο έργο του Παιδεία, η μόρφωσις Έλληνος ανθρώπου. Μετάφρασις Γ. Βερροίου, Αθήνα, 2ος τόμος σελ. 70 επ. [83]).
[6] Πλάτων, Φαίδων, 80 e: το ουδέν άλλο εστίν η ορθώς φιλοσοφούσα και τω όντι τεθνάναι μελετώσα ραδίως.
[7] Πλάτων, Απολογία, 29 b: ότι ουκ ειδώς ικανώς περί των εν Άιδου ούτω και οίομαι ουκ ειδέναι.
[8] Πλάτων, Απολογία, 29 a: το γάρ τοι θάνατον δεδιέναι, ω άνδρες Αθηναίοι, ουδέν άλλο εστίν ή δοκείν σοφόν είναι μη όντα.
[9] Πλάτων, Απολογία, 29 a: δοκείν γαρ ειδέναι εστίν ά ουκ οίδεν = νομίζει πως ξέρει εκείνα, για τα οποία έχει άγνοια.
[10] Πλάτων, Απολογία, 29 a: οίδε μεν γαρ ουδείς τον θάνατον ουδ' ει τυγχάνει τω ανθρώπω πάντων μέγιστον όν των αγαθών, δεδίασιν δ' ως εύ ειδότες, ότι μέγιστον των κακών εστι.
[11] Πλάτων, Φαίδρος, 246 c: πλάττομεν ούτε ιδόντες ούτε ικανώς νοήσαντες θεόν.
[12] Πλάτων, Φαίδρος, 24 c: αθάνατον δε ουδ' εξ ενός λόγου λελογισμένου, αλλά πλάττομεν ούτε ιδόντες ούτε ικανώς νοήσαντες θεόν.
[13] Πλάτων, Μένων, 98 b: Και εγώ ως ουκ ειδώς λέγω, αλλά εικάζων.
[14] Πλάτων, Απολογία, 41 c: αλλά και υμάς χρή (…) ευέλπιδας είναι προς τον θάνατον.
[15] Πρβλ. και την τελευταία αποστροφή της πλατωνικής Απολογιας του (42): αλλά γαρ ήδη ώρα απιέναι, εμοί μεν αποθανουμένω, υμίν δε βιωσομένοις? οπότεροι δε ημών έρχονται επί άμεινον πράγμα, άδηλον παντί πλήν ή τω θεώ.
[16] Πλάτων, Φαίδων, 70 c επ.: είτ' άρα εν Άιδου εισίν αι ψυχαί τελευτησάντων των ανθρώπων (…) πάλιν γίγνεσθαι εκ των αποθανόντων τους ζώντας (…) ότι ουδαμόθεν άλλοθεν γίγνονται οι ζώντες ή εκ των τεθνεώτων.
[17] Πλάτων, Φαίδων, 72 e επ.: ότι ημίν η μάθησις ουκ άλλο τι ή ανάμνησις τυγχάνει ούσα, και κατά τούτον ανάγκη που ημάς εν προτέρω τινί χρόνω μεμαθηκέναι ά νύν αναμιμνησκόμεθα. Τούτο δε αδύνατον, ει μη ήν που ημίν η ψυχή πριν εν τώδε των ανθρωπίνω είδει γενέσθαι. Ώστε και ταύτη αθάνατόν τι έοικεν η ψυχή είναι.
[18] Πλάτων, Φαίδων, 78 d επ.: αυτό το ίσον, αυτό το καλόν, αυτό έκαστον ό εστι, το όν μή ποτε μεταβολήν και ηντινούν ενδέχεται; Ή αεί αυτών έκαστον ό εστι, μονοειδές όν αυτό καθ' αυτό, ωσαύτως κατά ταύτα έχει και ουδέποτε ουδαμή ουδαμώς αλλοίωσιν ουδεμίαν ενδέχεται; (…) Ποτέρω ουν η ψυχή έοικεν; - Δήλα δή (…) ότι η μεν ψυχή τω θείω, το δε σώμα τω θνητώ.
[19] Πλάτων, Πολιτεία, 608 d: ουκ ήσθησαι, ήν δ' εγώ, ότι αθάνατος ημών η ψυχή και ουδέποτε απόλλυται; Και ός εμβλέψας μοι και θαυμάσας είπε? μά Δί', ουκ έγωγε? σύ δε τούτ' έχεις λέγειν; Ει μή αδικώ γ', έφην, οίμαι δε και σύ? ουδέν γαρ χαλεπόν.
[20] Πλάτων, Φαίδων, 105 e: Ουκούν ψυχή ου δέχεται θάνατον; - Ού. - Αθάνατον άρα ψυχή; - Αθάνατον. - Είεν, έφη· τούτο με δή αποδέδειχθαι φώμεν.
[21] Πλάτων, Φαίδων, 107 a - b: υπο μέντοι του μεγέθους περι ών οι λόγοι εισί και την ανθρωπίνην ασθένειαν ατιμάζων, αναγκάζομαι απιστίαν έτι έχειν, παρ' εμαυτώ, περι των ειρημένων.
[22] Πλάτων, Φαίδων, 95 b - c: αξιοίς επιδειχθήναι ημών την ψυχήν ανώλερθόν τε και αθάνατον ούσαν, ει φιλόσοφος ανήρ μέλλων αποθανείσθαι, θαρρών τε και ηγούμενος αποθανών εκεί εύ πράξειν διαφερόντως ή ει εν άλλω βίω βιούς ετελεύτα, μή ανόητόν τε και ηλίθιον θάρρος θαρρήσει. Το δε αποφαίνειν οτι ισχυρόν τί εστιν η ψυχή και θεοειδές, και ήν έτι πρότερον πρίν ημάς ανθρώπους γενέσθαι, ουδέν κωλύειν φής πάντα ταύτα μηνύειν αθανασίαν.
[23] Πλάτων, Επιστολή Β', 311 c-d: ότι έστιν τις αίσθησις τοις τεθνεώσιν των ενθάδε. Αι γαρ βέλτισται ψυχαί μαντεύονται ταύτα ούτως έχειν. Πρβλ. και Πλάτωνα, Μενέξενος, 248 b-c: αλλ΄ εί τις έστι τοις τετελευτηκόσιν αίσθησις των ζώντων.
[24] Πλάτων, Απολογία, 29 d: ου μη παύσωμαι φιλοσοφών.
[25] Πλάτων, Απολογία, 38a: ο δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω.
[26] Πρβλ. Πλάτωνα, Απολογία, 31 d - 32 a: ότι μοι θείον τι και δαιμόνιον γίγνεται [φωνή] (…) ό μοι εναντιούται τα πολιτικά πράττειν. Βλ. επίσης Πλάτωνα, Αλκιβιάδης, 103 a 4 επ.: τούτου δε το αίτιον γέγονεν ουκ ανθρώπειον, αλλά τι δαμόνιον εναντίωμα, ού σύ την δύναμιν και ύστερον πεύσει? νύν δ' επειδή ουκέτι εναντιούται, ούτω προσελήλυθα? εύελπις δέ ειμι και το λοιπόν μη εναντιώσασθαι αυτό. Βλ. ακόμη Πλάτωνα, Πολιτεία, 496 c 3 επ.: το δ΄ ημέτερον ουκ άξιον λέγειν, το δαιμόνιον σημείον? ή γαρ πού τινι άλλω ή ουδενί των έμπροσθεν γέγονεν. Βλ. όμως και Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα, Δ ΙΙΙ 14-15: ά χρή κατανοούντα μη καταφρονείν των αοράτων, αλλ' εκ των γιγνομένων την δύναμιν αυτών καταμανθάνοντα τιμάν το δαιμόνιον), όπου το σωκρατικό δαιμόνιο φέρεται να ενεργεί επιπροσθέτως και προτρεπτικώς. Για την προβληματική βλ. επίσης Bohme, ο.π. σελ. 164.
[27] Πλάτων, Φαίδων, 61 a.
[28] Πλάτων, Γοργίας 523 a - b: ήν ουν νόμος όσδε περι ανθρώπων επι Κρόνου, και αεί και νύν εστιν εν θεοίς, των ανθρώπων τόν μεν δικαίως τον βίον διελθόντα και οσίως, επειδάν τελευτήση, εις μακάρων νήσους απιόντα οικείν εν πάση ευδαιμονία εκτός κακών, τόν δε αδίκως και αθέως εις το της τίσεώς τε και δίκης δεσμωτήριον, ό δη Τάρταρον καλούσιν, ιέναι.
[29] Πλάτων, ο.π. 526 d: εγώ μεν ουν, ω Καλλίκλεις, υπο τούτων των λόγων πέπεισμαι, και σκοπώ όπως αποφανούμαι τω κριτή ως υγιεστάτην την ψυχήν. χαίρειν ουν εάσας τας τιμάς τας των πολλών ανθρώπων, την αλήθειαν σκοπών πειράσομαι τω όντι ως αν δύνωμαι βέλτιστος ών και ζήν και επειδάν αποθνήσκω αποθνήσκειν.
[30] Bohme, Der Typ Sokrates, 2η εκδ. Suhrkamp Taschenbuch - Wissenschaft, Frankfurt a.M. 1998 σελ. 164.
[31] Βλ. σχετικώς Bohme, ο.π. σελ. 130.
[32] Πρβλ. Πλάτωνα, Επιστολή Ζ', 341 c: εκ πολλής συνουσίας γιγνομένης περί το πράγμα αυτό και του συζήν = ύστερ' από διεξοδική επεξεργασία του ζητήματος και (μακρόχρονης) συμβίωσης (με τον προβληματισμό του).
[33] Πλάτων, Επιστολή Ζ', 341 d: εξαίφνης, οίον από πυρός πηδήσαντος εξαφθέν φώς, εν τη ψυχή γενόμενον αυτό εαυτό ήδη τρέφει.
[34] Jaspers, Die Ma?gebenden Menschen (Sokrates, Buddha, Konfuzius, Jesus). Piper, Munchen - Zurich, 2000 σελ. 13.
[35] Jaspers, ο.π. σελ. 14.
[36] P. Scholz, Der Proze? gegen Sokrates - Ein “Sundenfall” der athenischen Demokratie? Στο συλλογικό έργο L. Burghardt - J. v. Ungern-Sternberg [Hrsg.], Grosse Prozesse im antiken Athen, 2000 σελ. 160 επ.
[37] Πλούταρχος, Περικλής, 17: ψήφισμα Διοπείθης έγραψεν εισαγγέλεσθαι τους τα θεία μη νομίζοντας ή λόγους περί των μεταρσίων διδάσκοντας. Βλ. και [Meier - Schomann -] Lipsius, Das attische Recht und Rechtsverfahren, 1905 σελ. 360.
[38] Πλάτων, Ευθύφρων, 14 d: επιστήμη άρα αιτήσεως και δόσεως θεοίς οσιότης αν είη εκ τούτου του λόγου.
[39] Πλάτων, Ευθύφρων, 14 e: εμπορική άρα τις αν είη, ω Ευθύφρων, τέχνη η οσιότης θεοίς και ανθρώποις αλλήλων.
[40] Βλαστός, ο.π. σελ. 266 - 267.
[41] Πλάτων, Ευθύφρων, 12 d: μόριον γαρ του δικαίου το όσιον.
[42] Ψευδο-Πλούταρχος, 878 b 8.
[43] Ψευδο-Πλούταρχος, 881 e 1: νούς ουν ο θεός, χωριστόν είδος τουτέστι το αμιγές πάσης ύλης, μηδενί παθητώ συμπεπλεγμένον.
[44] Στοβαίος, Ανθολόγιον, 1, 1, 29a 3: Σωκράτης ερωτηθείς, τι θεός; είπε, το αθάνατον και αϊδιον.
[45] Πλάτων, Αλκιβιάδης, 133 c: τω θείω άρα τούτ' έοικεν αυτής, καί τις εις τούτο βλέπων και πάν το θείον γνούς, θεόν τε και φρόνησιν, ούτω και εαυτόν αν γνοίη μάλιστα.
[46] Πλάτων, Αλκιβιάδης, 130 e: ψυχήν άρα ημάς κελεύει γνωρίσαι ο επιτάττων γνώναι εαυτόν.
[47] Πλάτων, Τίμαιος, 29 e: αγαθός ήν, αγαθώ δε ουδείς περι ουδενός ουδέποτε εγγίγνεται φθόνος. Βλ. σχετικώς και G. Figal, Sokrates. Beck/sche Reihe Denker, 2η εκδ. 1998 σελ. 36. Vlastos, ο.π. σελ. 162, 173.
[48] Πλάτων, Θεαίτητος, 176 b-c: θεός ουδαμή ουδαμώς άδικος. Αλλ' ως οίος τε δικαιότατος, και ουκ έστιν αυτώ δικαιότερον ουδέν ή ος αν ημών αύ γένηται ότι δικαιότατος.
[49] Πλάτων, Θεαίτητος, 176 a: αλλ' ούτ' απολέσθαι τα κακά δυνατόν, ω Θεόδωρε, -υπεναντίον γάρ τι τω αγαθώ αεί είναι ανάγκη- ούτ' εν θεοίς αυτά ιδρύσθαι, την δε θνητήν φύσιν και τόνδε τον τόπον περιπολει εξ ανάγκης.
[50] Πλάτων, Απολογία, 23 c.
[51] Στις Νεφέλες του ο Αριστοφάνης βάζει δυό φορές το Σωκράτη να λέει: Ποίους θεούς ομεί σύ; Πρώτον γαρ θεοί ημίν νόμισμ' ουκ έστι (247-248). Ποίος Ζεύς; Ου μη ληρήσεις. Ουδ' έστι Ζεύς (367).
[52] Πρβλ. Διογένη Λαέρτιο, ο.π. ΙΙ 46 2: πίνε νυν εν Διός ών, Σώκρατες, ή σε γαρ όντως και σοφόν είπε θεός και θεός ή σοφίη.
[53] Πρβλ. τον στίχο του υμνωδού: Κύριε των δυνάμεων μεθ' ημών γενού…
[54] Πλάτων, Φαίδων, 67 e: οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσιν.
[55] Fragment 833.
[56] Στο ποίημά του Τι λοιπόν; (βλ. τη συλλογή του Φωτερά σκοτάδια, σελ. 155-156.
[57] Σοφοκλής, Αντιγόνη, 806-816:
οράτε μ', ω γάς πατρίας πολίται
ταν νεάταν οδόν
στείχουσαν, νέατον δε φέγ-
γος λεύσουσαν αελίου,
κούποτ' αύθις, αλλά μ' ο πάγ-
κοιας Άιδας ζώσαν άγει
ταν Αχέροντο
ακτάν, ούθ' υμεναίων
έγκληρον, ούτ' επι νυμ-
φείοις πώ με τις ύμνος ύ-
μνησεν, αλλ' Αχέροντι νυμφεύσω.
[58] Πλάτων, Μένων, 98 b.
[59] Πλάτων, Φαίδων, 85 c: το μέντοι αύ τα λεγόμενα περί αυτών μη ουχί παντί τρόπω ελέγχειν και μη προαφίστασθαι πριν αν πανταχή σκοπών επείπη τις, πάνυ μαλθακού είναι ανδρός.
[60] Πλάτων, Φαίδων, 105 c: ψυχή άρα ό τι αν αυτή κατάσχη, αεί ήκει επ' εκείνο φέρουσα ζωήν.
[61] Πλάτων, Φαίδων, 105 e.
[62] Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, 1071 b 29-31.
[63] Πλάτων, Φαίδρος, 24 c.
[64] Ιωάννης, γ' 8.
[65] Λουκάς, Πράξεις των Αποστόλων, ιζ' 32.
[66] Παρμενίδης, Περί φύσεως, 4:
λεύσσε δ' όμως απεόντα νόω παρεόντα βεβαίως.
[67] S. Lupper-Foy, Socrates and Death. Στο συλλογικό έργο The Philosophy of Socrates (edited by K.J. Boudouris), Athens 1991, σελ. 218 - 219.