ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΗΣ; ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ αναθεωρητής ο Θουκυδίδης εφόσον φαίνεται να είναι ο πρώτος που έγραψε ιστορία για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο; Ποιες απόψεις υπήρχαν ήδη ώστε να τις αναθεωρήσει; Κατά μία έννοια, όλοι οι ιστορικοί είναι αναθεωρητές, αφού ο καθένας τους προσπαθεί να συμβάλει σε μια αλλαγή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν. Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο αναθεωρητής, πάντως, γενικά εννοούμε κάτι ριζικότερο: ένας συγγραφέας ο οποίος προσπαθεί να αλλάξει τη γνώμη του αναγνώστη κατά τα μέγιστα, προτείνοντας μια ολοκληρωτικά νέα ερμηνεία, η οποία επανεξετάζει εκ βάθρων τον καθιερωμένο τρόπο θεώρησης ενός ζητήματος.
Με δεδομένο ότι ο Θουκυδίδης πίστευε στην πρακτική σημασία της ιστορίας, θα περίμενε κανείς να είναι πρόθυμος να διορθώσει κάθε λάθος που βρήκε σχετικά με τα γεγονότα και την ερμηνεία τους. Αλλά το κριτικό του πνεύμα τον οδήγησε να δει πέρα από τις απλές, τεκμηριωμένες λεπτομέρειες. Χρησιμοποιεί στοιχεία από τον Όμηρο, για παράδειγμα, για να δείξει ότι έφταιγε η πενία των Ελλήνων και όχι η ανδρεία των Τρώων για τη μεγάλη διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας. Από ό, τι φαίνεται, είναι ο πρώτος που διατύπωσε την άποψη πως ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν μία και μόνη σύγκρουση, και όχι αλληλουχία ξεχωριστών πολεμικών συρράξεων. Σε αυτό και στα επόμενα κεφάλαια θα συζητηθούν πολλές άλλες, μεγαλύτερες και πιο αμφιλεγόμενες αναθεωρητικές απόψεις του.
Αν δεχτούμε ότι ο Θουκυδίδης διέθετε το ένστικτο του αναθεωρητή, άραγε τι υπήρχε ήδη προκειμένου αυτό να αναθεωρηθεί; Η απάντηση είναι: οι απόψεις των συγχρόνων του οι οποίες δεν είχαν ακόμη πλήρως διαμορφωθεί ούτε ήταν καταγεγραμμένες. Στην εποχή μας, είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε ανάλογες απόψεις. Ορισμένοι από εμάς τις θυμόμαστε ακόμη από άμεση εμπειρία, και, σε κάθε περίπτωση, οι σύγχρονοι αναθεωρητές έρχονται αντιμέτωποι με τις αντίθετες απόψεις και επιχειρηματολογούν εναντίον τους. Η μέθοδος του Θουκυδίδη διαφέρει. Δεν διαφωνεί με κανέναν ονομαστικά και δεν παρουσιάζει στερεότυπες εναλλακτικές απόψεις, ούτε καν διαψεύδει, αλλά δίνει στον αναγνώστη μόνο τα γεγονότα και τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά τα οποία κρίνει απαραίτητα μετά από προσεκτική έρευνα και σκέψη. Αυτή του η προσέγγιση υπήρξε τόσο επιτυχής, ώστε για περισσότερα από δύο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια λίγοι αναγνώστες γνώριζαν πως υπήρχε και άλλη οπτική γωνία. Αλλά μια προσεκτική ανάγνωση του ίδιου του Θουκυδίδη και άλλων αρχαίων πηγών δείχνει ότι υπήρχαν διαφορετικές απόψεις στην εποχή του και ότι η Ιστορία του αποτελεί ισχυρή και αποτελεσματική επιχειρηματολογία εναντίον τους. Ανακτώντας αυτές τις λησμονημένες και άγνωστες απόψεις της εποχής και συγκρίνοντάς τες με τις ερμηνείες του Θουκυδίδη φωτίζονται με τρόπο ενδιαφέροντα η σκέψη του και η σημασία του έργου του.
Το μέγεθος του Πολέμου
Η Ιστορία ξεκινά ως εξής: «Ο Αθηναίος Θουκυδίδης έγραψε την ιστορία του πολέμου μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων, πώς πολέμησαν μεταξύ τους. Άρχισε να γράφει μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, επειδή προέβλεψε ότι θα είναι ο μεγαλύτερος και ο σπουδαιότερος από όλους τους παλαιότερους πολέμους» (1.1.1). Αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός τουλάχιστον θα είχε προξενήσει κάποια έκπληξη στους συγχρόνους του. Θα αναλογίστηκαν αμέσως τον Τρωικό Πόλεμο, που τον είχε υμνήσει ο Όμηρος στα έπη του, τα οποία οι Έλληνες -και ο ίδιος ο Θουκυδίδης- θεωρούσαν κατά βάση ιστορικά έργα, και θα αναρωτήθηκαν αν οποιοσδήποτε άλλος πόλεμος μπορούσε να συγκριθεί με αυτό τον τιτάνιο αγώνα θεών και ηρώων. Μπορεί και να σκέφτηκαν τους μεγάλους Περσικούς Πολέμους, όταν ο τεράστιος στρατός και το ναυτικό της πελώριας Περσικής Αυτοκρατορίας επιτέθηκαν στις ελληνικές πόλεις· κατέλαβαν μεγάλο μέρος της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης και της Αττικής· και απείλησαν να την κατακτήσουν ολόκληρη, υποδουλώνοντας τον πληθυσμό της και πνίγοντας τον λαμπρό πολιτισμό της στο ίδιο του το λίκνο.
Προκειμένου να απαντήσει εκ των προτέρων σε τέτοιου είδους αντιρρήσεις, ο Θουκυδίδης υπερασπίστηκε και επέκτεινε τον τολμηρό ισχυρισμό του, υποστηρίζοντας ότι στον Πελοποννησιακό Πόλεμο «οι δύο αντίπαλοι ήσαν στην ακμή της δύναμής τους, ήσαν καλά ετοιμασμένοι, και όλοι οι άλλοι Έλληνες έπαιρναν ή ήσαν έτοιμοι να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου. Η αναταραχή αυτή συγκλόνισε τους Έλληνες και μερικούς από τους βαρβάρους και, μπορεί κανείς να πει, ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο» (1.1.1). Αυτή η περιγραφή, που υπαινίσσεται μια σχετική αδυναμία των αντιμαχόμενων πλευρών σε προηγούμενους πολέμους, απαιτεί απόδειξη. Ο Θουκυδίδης παραδέχεται ότι με το πέρασμα του χρόνου ήταν αδύνατο γι’ αυτόν να αντιληφθεί με βεβαιότητα τη φύση αυτών των συγκρούσεων, αλλά η προσεκτικότατη έρευ- νά του τον έπεισε ότι «ούτε πόλεμοι ούτε άλλα γεγονότα είχαν πάρει τόσο μεγάλη έκταση» (1.1.2).
Οι ενότητες 2-21 του Πρώτου Βιβλίου της Ιστορίας αναφέρονται στο ιστορικό της ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας από τους παλαιότατους χρόνους μέχρι το σημείο που οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι, η Σπάρτη και η Αθήνα, είχαν αποκτήσει ανάλογη δύναμη. Στόχος είναι η υποστήριξη του καινοφανούς ισχυρισμού του Θουκυδίδη ότι αυτός ο πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη σύγκρουση που είχε γίνει ποτέ. Προσεγγίζει το θέμα με εξαιρετικά εξεζητημένο τρόπο, συνάγοντας λογικά συμπεράσματα από υλικό που υπήρχε και χρησιμοποιώντας την κριτική ανάλυση των πληροφοριών που παρέχονται από τους ποιητές, ιδιαίτερα από τα έπη του Ομήρου. Αξιοποιεί τα στοιχεία που ανακύπτουν για να προωθήσει μια νέα, εντελώς ορθολογική, θεωρία της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης του Ελληνικού κόσμου.
Στα παλαιότερα χρόνια, οι άνθρωποι δεν είχαν μόνιμη κατοικία και μετανάστευαν διαρκώς. Δεν υπήρχε πλεόνασμα αγροτικών προϊόντων ούτε εμπόριο. Δεν φυτεύονταν οπωροφόρα δέντρα, γιατί οι οικισμοί ήταν ατείχιστοι, και πολύ φτωχοί και αδύναμοι για να αντισταθούν στους επιδρομείς που θα ήθελαν να αρπάξουν τη σοδειά τους. Εφόσον έπρεπε να είναι πάντα έτοιμοι να μετακινηθούν, σε περίπτωση επίθεσης, προς άλλους τόπους, οι πόλεις τους δεν ήταν ούτε μεγάλες ούτε πλούσιες. Τα πιο γόνιμα και ελκυστικά εδάφη δέχονταν επίσης επιδρομές, και, επιπλέον, την καλλιέργειά τους την εμπόδιζαν οι εσωτερικές διαμάχες. Για να υποστηρίξει το επιχείρημά του, ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί το παράδειγμα της Αθήνας - ένας τόπος ο οποίος είχε αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο και τις εισβολές ξένων λόγω του σχετικά φτωχού εδάφους του -, «και την κατοικούσαν από πάντα οι ίδιοι άνθρωποι». Χάρη σε αυτό τον παράγοντα ο πληθυσμός μπόρεσε να αυξηθεί, ενώ άλλους λαούς τούς εμπόδιζαν οι μεταναστεύσεις να πολλαπλασιαστούν. Από πολύ νωρίς δημιουργήθηκε εκεί μια σταθερά εδραιωμένη κοινότητα η οποία προσείλκυσε τους επιφανέστερους πρόσφυγες από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Μετά από κάποιο χρόνο, η Αθήνα δεν μπορούσε να χωρέσει τον ταχύτατα αυξανόμενο πληθυσμό της και άρχισε να ιδρύει αποικίες στην Ιωνία, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου (1.2).
Μια επιπλέον απόδειξη για τη σχετική έλλειψη ισχύος σε παλαιότερες εποχές αποτελεί το γεγονός ότι, στην εποχή του Ομήρου, δεν υπήρχε ακόμη ένα συλλογικό όνομα για όλους τους Έλληνες - και την Ελλάδα -, γι’ αυτό στα ποιήματά του δεν χρησιμοποιεί τον όρο βάρβαροί για να διακρίνει άλλους λαούς από τους Έλληνες. Μέχρι να αποκτήσουν οι Έλληνες ικανότητα ναυσιπλοΐας, δεν ήταν δυνατόν να αναλάβουν κανένα σημαντικό εγχείρημα από κοινού, και μόνο αφού την απέκτησαν μπόρεσαν να ξεκινήσουν τον Τρωικό Πόλεμο (1.3). Αυτή η στιγμή άργησε πολύ, γιατί καμία πολιτεία δεν είχε τον πλούτο ούτε τη δύναμη να καταστείλει την πειρατεία, που ήταν πολύ διαδεδομένη στη θάλασσα, ή τις λεηλασίες και την ανασφάλεια στη στεριά. Πράγματι, η απουσία τειχισμένων οικισμών και η γενική αίσθηση ανασφάλειας καθιστούσαν απαραίτητη για τους Έλληνες την οπλοφορία όπου κι αν πήγαιναν, και ζούσαν ακριβώς όπως οι βάρβαροι. Ο Θουκυδίδης παρατηρεί ότι, εξαιτίας αυτών των κινδύνων, οι παλαιότεροι ελληνικοί οικισμοί είχαν χτιστεί σε κάποια απόσταση από τη θάλασσα προκειμένου να αποφεύγονται οι πειρατικές επιδρομές, ενώ, σε όσους ίδρυσαν αργότερα, «όταν η ναυσιπλοΐα έγινε ασφαλέστερη και άρχισαν να αποταμιεύουν χρήματα, χτίστηκαν τειχισμένες [πόλεις], στα παράλια και στους ισθμούς, τόσο για να είναι σε κατάλληλη τοποθεσία για το εμπόριο όσο και για να είναι ισχυρότερες από τους γείτονές τους» (1.7). Ήδη ο Θουκυδίδης υποδεικνύει ορισμένα στοιχεία-κλειδιά απαραίτητα για τον πολιτισμό, το μεγαλείο και τη στρατιωτική ισχύ: πλούτος, τειχισμένες πόλεις, και ναυτική δύναμη.
Δεχόμενος ότι η ελληνική παράδοση βασίζεται στην πραγματικότητα, αναφέρει τον βασιλιά Μίνωα της Κρήτης ως τον πρώτο που απέκτησε ναυτικό, το οποίο χρησιμοποίησε για να καταστείλει την πειρατεία όσο καλύτερα μπορούσε, «ώστε να του περιέρχωνται ασφαλέστερα τα εισοδήματα των νησιών» (1.4). Ενώ ο Μίνως, με αυτό τον τρόπο, βοήθησε να δημιουργηθούν πιο ασφαλείς συνθήκες που επέτρεψαν στους Έλληνες να αναλάβουν κοινή στρατιωτική δράση με τη μορφή του Τρωικού Πολέμου, ακόμη και αυτή η περίφημη σύγκρουση δεν σήμαινε πάρα πολλά. Ηγέτης της ήταν ο Αγαμέμνων, βασιλιάς της οχυρωμένης πόλεως των Μυκηνών, πρωτεύουσας της Αργολίδας. Η παράδοση αποδίδει την ανάληψη από αυτόν της αρχηγίας της εκστρατείας στο γεγονός ότι ήταν αδελφός του Μενελάου, συζύγου της Ωραίας Ελένης, η οποία το είχε σκάσει στην Τροία με τον γοητευτικό Πάρι. Ο πατέρας της Ελένης, ο Τυνδάρεως, έλεγε η αφήγηση, είχε βάλει όλους τους επίδοξους μνηστήρες της να ορκιστούν ότι θα προστάτευαν τα γαμήλια δικαιώματα του άνδρα που εκείνη θα επέλεγε. Χωρίς να αρνείται την ιστορικότητα των γεγονότων που περιγράφει, ο Θουκυδίδης απορρίπτει τους όρκους ως πραγματική αιτία για την αρχηγία του Αγαμέμνονα. Αναθεωρώντας τον μύθο με χαρακτηριστικό τρόπο, συμπεραίνει ότι οι Έλληνες αρχηγοί δέχτηκαν να τους διοικεί ο Αγαμέμνων, επειδή «ήταν ισχυρότερος από τους άλλους ηγεμόνες» της εποχής (1.9.1). Τη θέση του στην κορυφή την είχε κληρονομήσει, μαζί με μια μεγάλη περιουσία, από τον πρόγονό του τον Πέλοπα. Αυτός την έφερε από την Ασία και έγινε κυβερνήτης ολόκληρης της Πελοποννήσου, στην οποία έδωσε και το όνομά του. Ο πλούτος και η εξουσία του αυξήθηκαν στον καιρό του γιου του Ατρέα, ο οποίος τα μεταβίβασε στον γιο του, τον Αγαμέμνονα. Με αυτό το κληροδότημα, ο Αγαμέμνων μπόρεσε να χτίσει τον μεγαλύτερο στόλο από όλους, γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα να διοικεί όλους τους άλλους ηγεμόνες εναντίον της Τροίας, οι οποίοι «τον ακολούθησαν μάλλον από φόβο παρά από προθυμία» (1.9.3).
Κάνοντας προσεκτικούς υπολογισμούς από τον κατάλογο των πλοίων της Ιλιάδας και αξιοποιώντας άλλες λεπτομέρειες του ομηρικού έπους, ο Θουκυδίδης υπερασπίζεται την περιγραφή του μεγέθους της ελληνικής εκστρατείας από τον ποιητή, και ισχυρίζεται ότι ήταν «η μεγαλύτερη από όσες είχαν γίνει» (1.10.3). Συγχρόνως προβάλλει το επιχείρημα ότι, ακόμη κι αν δεχτεί κανείς τους (πιθανόν υπερβολικούς) αριθμούς του Ομήρου, η στρατιωτική αυτή δύναμη ήταν μικρή συγκρινόμενη με εκείνες της εποχής του Θουκυδίδη. Αν υπολογίσουμε τον αριθμό των ανδρών οι οποίοι επέβαιναν στα πλοία για την Τροία βασιζόμενοι στον μέσο όρο πληρωμάτων που αναφέρονται στον κατάλογο του Ομήρου, «η πανελλήνια αυτή εκστρατεία δεν φαίνεται να ήταν πολυάριθμη» (1.10.5).
Το γεγονός ότι η εκστρατεία δεν ήταν ισχυρή δεν οφείλεται κυρίως σε ανεπάρκεια ανδρών, αλλά μάλλον σε έλλειψη κεφαλαίων. Ο Θουκυδίδης συμπεραίνει ότι υπήρχαν πολλοί διαθέσιμοι άνδρες για να οργανωθεί ένα μεγαλύτερο εκστρατευτικό σώμα, αλλά όχι και αρκετά εφόδια προκειμένου να συντηρηθούν, πράγμα που υποχρέωσε τους Έλληνες να πάρουν μαζί μόνον όσους μπορούσαν να τραφούν από τα εδάφη γύρω από την Τροία. Αυτές οι δυνάμεις έπρεπε να διασκορπιστούν, να καλλιεργήσουν και να λεηλατήσουν τα περίχωρα, διευκολύνοντας τους Τρώες να αντέξουν για δέκα χρόνια. «Η έλλειψη χρημάτων εξηγεί το ότι, τα προ των Τρωικών δεν ήσαν σπουδαία γεγονότα. Αλλά και τα Τρωικά, αν και φημίστηκαν πολύ περισσότερο από οτιδήποτε προηγούμενο, αποδείχνεται ότι ήσαν κατώτερα από την φήμη και την παράδοση που, χάρη στους ποιητές, έχει σήμερα επικρατήσει» (1.11.2). Ο Θουκυδίδης ισχυρίστηκε ότι τα στοιχεία που θα έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στον μεγάλο πόλεμο της εποχής του - χρήματα και ισχυρό ναυτικό- ήταν σημαντικά επίσης και για τον μεγάλο πόλεμο στη μακρινή Εποχή του Χαλκού.
Μετά τον Τρωικό Πόλεμο, μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης, δεν εμφανίστηκε καμία άξια λόγου δραστηριότητα. Οι διαμάχες εντός των πόλεων οδήγησαν τους ηττημένους στην εξορία, όπου ορισμένοι ίδρυσαν νέες πόλεις, και οι εκ νέου μεταναστεύσεις έγιναν αιτία για περαιτέρω διάλυση. Μόνο μετά από πολλά χρόνια ηρέμησαν τα πράγματα και η Ελλάδα έγινε αρκετά ασφαλής, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο πληθυσμός της και να ιδρυθούν αποικίες μέχρι και στη Μικρά Ασία, προς τα ανατολικά, και στην Ιταλία και τη Σικελία, ακόμη και στη Γαλλία και την Ισπανία, προς τα δυτικά. Η επακόλουθη αύξηση του πλούτου και της δύναμης ευνόησε την εμφάνιση τυραννικών καθεστώτων σε πολλές πόλεις, τα οποία φαίνεται πως αποτέλεσαν και τις πρώτες σημαντικές ναυτικές δυνάμεις μετά από αυτή του Μίνωα της Κρήτης. Οι Κορίνθιοι κατείχαν στρατηγική θέση στον ισθμό τους, που τους επέτρεπε να επωφελούνται από το εμπόριο μέσω ξηράς και θαλάσσης, και χρησιμοποιούσαν τα έσοδά τους για να ναυπηγήσουν στόλο, να απωθήσουν τους πειρατές, και να γίνουν ακόμη πιο πλούσιοι και ισχυροί. Χωρίς να κατονομάζει τον Κύψελο, τον ιδρυτή της κορινθιακής δυναστείας τυράννων, ή κάποιον από τους διαδόχους του, ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται πως, από ό,τι φαίνεται, οι Κορίνθιοι υπήρξαν οι πρώτοι που «οργάνωσαν το ναυτικό τους κατά τρόπο περίπου όμοιο με τον σημερινό», και στην Κόρινθο κατασκευάστηκαν οι πρώτες τριήρεις (1.13.2). Οι τριήρεις έγιναν τα χαρακτηριστικά ελληνικά πολεμικά πλοία, αήττητα επί αιώνες από κάθε άλλη ναυτική δύναμη, αλλά και τα σκάφη που προτιμήθηκαν και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Και άλλες ελληνικές πόλεις ανέπτυξαν επίσης σημαντική ναυτική δύναμη. Ο Πολυκράτης, ο τύραννος της Σάμου, απέκτησε τόσο μεγάλη δύναμη στη θάλασσα, ώστε κατέλαβε και άλλα νησιά του Αιγαίου και δημιούργησε αυτό που οι Έλληνες αποκαλούσαν θαλασσοκρατορία, μια ναυτική αυτοκρατορία. Ο Θουκυδίδης αναφέρει επίσης τη Φώκαια, μια ιωνική πόλη που ίδρυσε αποικία στη μακρινή Μασσαλία, και νίκησε την ισχυρή Καρχηδόνα σε ναυμαχία όταν προκλήθηκε.
Όλες αυτές οι περιπτώσεις ενισχύουν την υπόθεση του Θουκυδίδη ότι το μέγεθος των πολέμων εξαρτάται από τον πλούτο και τη ναυτική δύναμη, και, ενώ περιγράφει την ανάπτυξή τους κατά τους αιώνες που ακολούθησαν μετά τον Τρωικό Πόλεμο, καθιστά επίσης σαφές ότι καμία από αυτές τις νέες δυνάμεις της αρχαϊκής περιόδου της ελληνικής ιστορίας δεν διέθετε πραγματική υπεροχή. Μιλά για «τους ισχυρότερους στόλους» (1.14.1) αυτής της περιόδου, αλλά αυτοί χρησιμοποιούσαν μόνο λίγες τριήρεις. Αρχικά οι στόλοι αυτοί αποτελούνταν από πεντηκοντόρους, πλοία με πενήντα κουπιά, και από μακριές λέμβους, εννοώντας πολεμικά και όχι εμπορικά πλοία- και οι δύο αυτοί τύποι σύντομα ξεπεράστηκαν και ήταν πλέον οικτρά κατώτεροι από τις τριήρεις, οι οποίες τους διαδέχτηκαν. Πριν από την περσική εισβολή στην Ελλάδα, μόνο κάποιοι Σικελοί τύραννοι και οι Κερκυραίοι στο Ιόνιο πέλαγος είχαν αποκτήσει σημαντικό αριθμό τριήρεων. Ο περίφημος και παρατεταμένος ναυτικός πόλεμος μεταξύ Αθήνας και Αίγινας δεν αποτέλεσε εξαίρεση: οι στόλοι οι οποίοι ενεπλάκησαν στη σύγκρουση αποτελούνταν κυρίως από πεντηκοντόρους. Οι Αθηναίοι δημιούργησαν στόλο από τριήρεις με τον οποίο κέρδισαν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα από τη μεγάλη σύγκρουση με τους Πέρσες, αλλά και αυτά τα πλοία δεν είχαν ακόμη κατάστρωμα σε όλο τους το μήκος (1.14.3).
Η κατάσταση στην ξηρά ήταν περίπου ίδια με αυτή στη θάλασσα. Οι πόλεμοι αποτελούσαν μικρής έκτασης συγκρούσεις μεταξύ γειτόνων για συνοριακές διαμάχες. Δεν γίνονταν κατακτητικές εκστρατείες μακριά από την πατρίδα. Δεν είχε εμφανιστεί ούτε μία δύναμη ικανή να εξουσιάζει μια αυτοκρατορία ή, ακόμη, και να ηγείται ενός συνασπισμού πόλεων. Το πρώτο παράδειγμα σύρραξης όπου ενεπλάκησαν πολλές πόλεις υπήρξε ο πόλεμος για το Ληλάντιο Πεδίο, την πεδιάδα που εκτείνεται μεταξύ των κύριων αντιπάλων πόλεων, της Χαλκίδας και της Ερέτριας στην Εύβοια. Αν και δεν χρονολογείται με βεβαιότητα, φαίνεται να τερματίζεται περίπου το 700, αφού κάποιες σημαντικές πόλεις προσέτρεξαν σε βοήθεια και των δύο πλευρών, σίγουρα όμως δεν κατατάσσεται στους μεγάλους πολέμους.
Με βάση τους οικονομικούς πόρους και τη δύναμή τους, ίσως έπρεπε να περιμένουμε από τους τυράννους να αναλάβουν μεγάλη στρατιωτική δράση, αλλά κανείς τους δεν το έκανε. Στο σύνολό τους υπήρξαν συντηρητικοί κυβερνήτες, και τους απασχολούσε κυρίως η προσωπική και οικογενειακή τους ασφάλεια και ευημερία. Όταν αναλάμβαναν κάποια αξιοσημείωτη δράση, επρόκειτο πάντα για απάντηση ενός από αυτούς στις προκλήσεις κάποιου γείτονά του. «Έτσι, και για διαφόρους λόγους, η Ελλάδα, για πολύν καιρό, δεν ήταν σε θέση ν’ αναλάβη καμιά αξιόλογη κοινή δράση και οι ελληνικές πολιτείες, η καθεμιά τους χωριστά, ήσαν άτολμες» (1.17).
Έπειτα, λέει ο Θουκυδίδης, ήρθαν οι Σπαρτιάτες. Ξεπερνώντας μια μακρά πρώιμη περίοδο εσωτερικών συγκρούσεων, υιοθέτησαν ένα ευνοϊκότερο πολίτευμα και ήταν πάντα απαλλαγμένοι από τυράννους. Αυτός ο έξοχος και εξαιρετικά σταθερός τρόπος ζωής και διακυβέρνησης διήρκεσε περισσότερο από τετρακόσια χρόνια, υπολογίζοντας προς τα πίσω από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (404). Χάρη σε αυτό το πολίτευμα «κατόρθωσαν να είναι ισχυροί και να επεμβαίνουν και στις άλλες πολιτείες» (1.18.1). Τέλος, κατόρθωσαν να καταλύσουν τυραννικά καθεστώτα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η συνοπτική περιγραφή του Θουκυδίδη για την ανάπτυξη της Σπάρτης είναι ιδιαίτερα απλή και υπερβάλλει ως προς τον ρόλο της για την κατάλυση της τυραννίδας στην Ελλάδα. Οι τυραννίδες αναπτύχθηκαν και κατέρρευσαν στο Άργος, στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, και στην Κόρινθο και τα Μέγαρα, πολύ κοντά της, χωρίς καμία τεκμηριωμένη σπαρτιατική επέμβαση. Αναμφίβολα, η περιώνυμη αντιπαλότητα της Σπάρτης με τους τυράννους την εποχή του Θουκυδίδη και ο κρίσιμος ρόλος της στην ανατροπή της δυναστείας των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα το 510 επηρέασαν την εκτίμησή του, αλλά αυτό το απόσπασμα του προσφέρει επίσης το σημείο εκκίνησης για να ερμηνεύσει την κατάκτηση της ηγεμονίας στην Πελοπόννησο από τη Σπάρτη και την ανάδειξή της ως μία από τις κυρίαρχες δυνάμεις του επικείμενου μεγάλου πολέμου.
Η Σπάρτη βρισκόταν ήδη σε αυτή τη θέση όταν έγινε η περσική εισβολή το 480. Ο Θουκυδίδης αναγνωρίζει ότι οι Πέρσες «εξεστράτευσαν με τεράστια προετοιμασία» εναντίον της Ελλάδας για να την υποδουλώσουν, ότι η άμυνα των Ελλήνων ήταν μια κοινή προσπάθεια, ότι οι Σπαρτιάτες ανέλαβαν την ηγεσία των πόλεων που επέλεξαν να αντισταθούν, και ότι οι Αθηναίοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και, «να μπουν, με τα υπάρχοντά τους, στα καράβια τους, εμπιστευόμενοι στο ναυτικό τους» (1.18.2). Ο Περσικός Πόλεμος, λέει, «ήταν το μεγαλύτερο γεγονός» πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο- παρ’ όλα αυτά, όμως, τερματίστηκε γρήγορα «με δύο ναυμαχίες και δύο μάχες» (1.23.1). Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, αντίθετα, είχε μεγάλη διάρκεια, και ποτέ πριν δεν είχαν συμβεί τόσες πολλές συμφορές σε ανάλογο χρονικό διάστημα.
Ποτέ άλλοτε δεν κυριεύτηκαν και δεν καταστράφηκαν τόσες πολιτείες είτε από βαρβάρους είτε από Έλληνες που πολεμούσαν μεταξύ τους. Σε πολλές, μάλιστα, πολιτείες, αφού καταστράφηκαν, εγκαταστάθηκε καινούργιος πληθυσμός. Ποτέ άλλοτε δεν έγιναν τόσες εξορίες και δεν σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι, είτε στον πόλεμο είτε σ’ εμφυλίους σπαραγμούς. Εκτός απ’ αυτό πολλά από τα όσα αναφέρονται σε παλιές διηγήσεις, τα οποία όμως σπάνια επαληθεύονταν, έγιναν πιστευτά. Γιατί έγιναν πολλοί και καταστρεπτικοί σεισμοί και εκλείψεις ηλίου πολύ συχνότερες από όσες μπορούσαν να μνημονευτούν για τις παλιές εποχές. Μεγάλες ξηρασίες σημειώθηκαν σε πολλά μέρη και προκάλεσαν λιμούς και τέλος η φοβερή επιδημία, που προξένησε μεγάλες βλάβες και καταστροφή. Όλα αυτά έγιναν κατά την διάρκεια του πολέμου. (1.23.1-3)
Με αυτά τα δραματικά λόγια ο Θουκυδίδης κλείνει τη μακρά, αφηγηματική επιχειρηματολογία του με την οποία αντικρούει την κοινή γνώμη και αιτιολογεί τον ισχυρισμό του ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη αναταραχή που συγκλόνισε τους Έλληνες και «ο σπουδαιότερος από όλους τους παλαιότερους πολέμους». Αλλά προκειμένου να πείσει τους ακροατές ή τους αναγνώστες του απαιτείται κάτι περισσότερο: χρειάζεται να αποδείξει ότι συχνά η κοινή γνώμη είναι λανθασμένη, και ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη πίστη στη δική του αναφορά.
Μετά τη σύντομη περιγραφή της ανάπτυξης της Σπάρτης και της Αθήνας από την εποχή του Περσικού Πολέμου παρατηρεί: «Αυτά είναι τα όσα μπόρεσα να εξακριβώσω για τα αρχαιότερα χρόνια. Είναι δύσκολο, όμως, να δώσει κανείς πίστη σ’ όλες τις πληροφορίες, γιατί οι άνθρωποι, όταν πρόκειται ακόμα και για την δική τους πατρίδα, δέχονται αβασάνιστα τα όσα ακούνε για το παρελθόν» (1.20.1). Φέρνει ως παράδειγμα το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, στην πλειονότητά τους, εξακολουθούσαν να πιστεύουν πως ο Ίππαρχος ήταν τύραννος όταν δολοφονήθηκε από τους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα. Δεν γνώριζαν ότι, στην πραγματικότητα, αυτός που βρισκόταν στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα τους, του Πεισίστρατου, ήταν ο Ιππίας, ο μεγαλύτερος αδελφός του, ούτε είχαν σωστή πληροφόρηση για άλλες λεπτομέρειες του φόνου. Αλλά οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν είναι οι μόνοι παραπλανημένοι. «Υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα, και σύγχρονα ακόμα, που δεν τα έχει θολώσει ο χρόνος, για τα οποία και οι άλλοι Έλληνες έχουν λανθασμένη ιδέα» (1.20.3). Πίστευαν, για παράδειγμα, ότι οι Σπαρτιάτες βασιλείς είχαν διπλή ψήφο, και όχι μία, και ότι υπήρχε κάτι στον σπαρτιατικό στρατό που το αποκαλούσαν λόχο Πιτανάτη, ενώ ποτέ δεν υπήρξε κάτι τέτοιο. Σίγουρα, πρόκειται για ασήμαντες λεπτομέρειες, όμως, στην πραγματικότητα, ο στόχος του Θουκυδίδη εδώ δεν είναι ο συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της Ιστορίας. «Τέτοια είναι η αδιαφορία των πολλών, που δεν κοπιάζουν να εξακριβώσουν την αλήθεια, αλλά προτιμούν τα έτοιμα σχήματα» (1.20.3).
Όχι, όμως, και ο Θουκυδίδης. Ο αναγνώστης του δεν θα κάνει λάθος αν δεχτεί τις ερμηνείες του, γιατί η περιγραφή του είναι ανώτερη από αυτή των ποιητών, οι οποίοι υπερβάλλουν και εξωραΐζουν το θέμα τους, ή των αφηγητών, οι οποίοι είχαν σκοπό να ευχαριστήσουν το κοινό στις δημόσιες απαγγελίες μάλλον παρά να μεταφέρουν την αλήθεια. «Δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθούν τα γεγονότα αυτά που είναι τόσο παλιά, ώστε βρίσκονται στην περιοχή του μύθου» (1.21.1). Γνωρίζει ότι ο άνθρωπος, από τη φύση του, όσο βρίσκεται σε εξέλιξη ένας πόλεμος, τον θεωρεί τον σπουδαιότερο στην Ιστορία, όταν όμως τελειώσει τον θαμπώνουν περισσότερο οι παλαιότερες συγκρούσεις. Επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό του, πάντως, διαβεβαιώνει τους αναγνώστες του ότι, κρίνοντας τα ίδια τα γεγονότα, θα δουν ότι αυτός ο πόλεμος «ήταν ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους προηγούμενους» (1.21.2).
Για να στηρίξει την άποψή του, ο Θουκυδίδης τώρα ξεκινά να περιγράφει τις μεθόδους που χρησιμοποίησε στη συγγραφή της Ιστορίας του. Διαχωρίζει το έργο του σε δύο μέρη: στη μεταφορά των αγορεύσεων (λόγοι) και στην περιγραφή των «γεγονότων (έργα) του πολέμου» (1.22.1-2). Από αυτά τα αποσπάσματα γίνεται σαφές ότι ο Θουκυδίδης δηλώνει πως καταβάλλει επιμελή και απαιτητική προσπάθεια ώστε να είναι ακριβής στην έρευνά του για την αλήθεια των γεγονότων που περιγράφει, και είναι δύσκολο για τον προσεκτικό μελετητή της Ιστορίας να τον αμφισβητήσει.
Αλλά γιατί μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει με τόση σαφήνεια και επιμονή τη μέθοδό του, τη στιγμή που κανείς άλλος ιστορικός της αρχαιότητας δεν έχει κάνει το ίδιο; Η εξήγηση βρίσκεται στον ακόμη πιο φιλόδοξο στόχο τον οποίο διατυπώνει στη συνέχεια: προορίζει το έργο του να γίνει «αιώνιο κτήμα» με σκοπό να φανεί χρήσιμο σε «όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θα είναι όμοια ή παραπλήσια». Για να μπορέσει να πετύχει τον στόχο του, η περιγραφή του πρέπει να είναι σχολαστική και σωστή, αφού κάθε λάθος στα γεγονότα μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη κατανόηση, η οποία θα παραπλανούσε τον εξειδικευμένο αναγνώστη που χρησιμοποιεί το έργο του προκειμένου να πάρει σωστές αποφάσεις. Δεδομένης της θέσης της, επιπλέον, αυτή η μοναδική περιγραφή των μεθόδων του παρέχει στον Θουκυδίδη το ύστατο επιχείρημα που του επιτρέπει να υποστηρίξει την εκτίμησή του ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος αποτελεί εξέχον ιστορικό γεγονός.
Αλλά τι ακριβώς συνέβη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο; Ενώ κατά πάσα πιθανότητα ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος που ορίζει τα γεγονότα τα οποία εκτυλίχθηκαν από την άνοιξη του 431 μέχρι την άνοιξη του 404 ως αυτά που αποτέλεσαν έναν ξεχωριστό πόλεμο -τον πόλεμο μεταξύ Σπαρτιατών και Αθηναίων-, ο τρόπος με τον οποίο τα ερμηνεύει δεν είναι καν ο μοναδικός. Νωρίτερα, οι δύο πλευρές είχαν πάρει μέρος σε αυτό που οι σύγχρονοι μελετητές αποκαλούν Πρώτο Πελοποννησιακό Πόλεμο περίπου μεταξύ του 460 και του 445, και ορισμένοι τον θεωρούν ως την πραγματικά πρώτη ενέργεια του μακροχρόνιου πολέμου που επεκτάθηκε σχεδόν μέχρι το τέλος του αιώνα. Από την άλλη, κάποιοι συγγραφείς σύγχρονοι του Θουκυδίδη, και στα χρόνια που ακολούθησαν, αντιμετώπισαν τα διάφορα πολεμικά επεισόδια μεταξύ του 431 και του 404 ως ανεξάρτητους πολέμους. Στο κείμενο που ονομάστηκε δεύτερη εισαγωγή, αφού αναφέρει τη συνθήκη που έβαλε τέλος στην πρώτη φάση του πολέμου το 421, ο Θουκυδίδης δίνει επιχειρήματα υπέρ του ενιαίου χαρακτήρα του πολέμου, καθώς και την άποψή του για την έκτασή του με τόσο καυστικό και εμφαντικό τρόπο, ώστε αναιρεί κάθε αμφιβολία ότι πρόκειται για αναθεώρηση των όσων πίστευε η κοινή γνώμη της εποχής.
Ο ίδιος Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε και την ιστορία των γεγονότων αυτών, όπως συνέβησαν διαδοχικά, κατά χειμώνα και καλοκαίρι, μέχρι της στιγμής που οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους νίκησαν τους Αθηναίους και κυρίεψαν τα Μακρά Τείχη και τον Πειραιά. Η συνολική διάρκεια του πολέμου ήταν είκοσι επτά χρόνια. Θα ήταν σφάλμα να μην περιλάβει κανείς στον πόλεμο και την περίοδο της ανακωχής. (5.26.1-2)
Όπως είχε κάνει νωρίτερα για να υποστηρίξει την άποψή του περί του διαμετρήματος του πολέμου, ο Θουκυδίδης υπερασπίζεται την ερμηνεία του βασιζόμενος σε όσα γεγονότα θεωρεί ότι σχετίζονται με αυτόν. Πώς μπορεί κάποιος να θεωρεί γνήσια την ειρήνη όταν κανένα από τα μερη που συμφώνησαν την ανακωχή δεν εκτέλεσε τους εδαφικούς όρους, για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι στη διάρκεια της υποτιθέμενης Νικίειου Ειρήνης σημειώθηκαν εχθροπραξίες μεταξύ των δύο πλευρών στη Μαντίνεια και την Επίδαυρο; Ή όταν οι σύμμαχοι των Πελοποννησίων στη Θράκη παρέμεναν ανοιχτά εχθρικοί προς τους Αθηναίους, και οι Βοιωτοί αρνούνταν να δεχτούν την ειρήνη αλλά συμφωνούσαν μόνο για ανακωχές που τις ανανέωναν κάθε δέκα ημέρες; Ο Θουκυδίδης συμπεραίνει ότι:
«αν προσθέση κανείς στα δέκα πρώτα χρόνια του πολέμου την περίοδο της αμφίβολης ανακωχής και τον πόλεμο που τη διαδέχτηκε, θα βρει ακριβώς όσα χρόνια ανάφερα και μερικές μέρες, αν υπολογίζει το χρονικό διάστημα με βάση την φυσική διαίρεση του χρόνου» (5.26.3).
Και εδώ, επίσης, έχοντας παρουσιάσει μια νέα και προκλητική ερμηνεία, αισθάνεται την ανάγκη να επιχειρηματολογήσει για την αξιοπιστία της:
Τον έζησα ολόκληρο [τον πόλεμο] και σε ηλικία που μου επέτρεπε να έχω ήρεμη κρίση και να παρακολουθώ τα γεγονότα με προσοχή, ώστε να μαθαίνω τα πράγματα με ακρίβεια. Μετά την στρατηγία μου στην Αμφίπολη, εξορίστηκα είκοσι χρόνια από την πατρίδα μου, σχετίστηκα με τις δύο παρατάξεις, ιδίως με τους Πελοποννησίους, κ’ έτσι μπόρεσα να παρακολουθήσω με ηρεμία τα γεγονότα. (5.25.5)
Αυτές οι αναθεωρήσεις ήταν σημαντικές για τον Θουκυδίδη, και τις υποστήριξε σθεναρά. Καμία, ωστόσο, δεν ήταν τόσο αμφιλεγόμενη όσο κάποιες άλλες που θα δούμε στη συνέχεια· δεν απαιτούν λιγότερο σθένος αλλά πολύ περισσότερη ευστροφία.