4. -δόν- και -δανό-
§ 386. Το θηλυκό επίθημα -δόν- για αφηρημένα και για συγκεκριμένα, παράγωγα των πρώτων, το μοιράζεται η ελληνική μόνο με τη λατινική· πρβ. cup ī- do - d ī n - is 'επιθυμία' από το cup ī- v ĭ, torp ē- do 'μούδιασμα, νάρκωση' από το torp ē- re. Οι ελληνικοί σχηματισμοί δεν είναι ενιαίοι, ένδειξη του ότι είχαν διατηρηθεί περισσότερο σε μεμονωμένες λέξεις παρά σε τύπους: από ρήμα π.χ. σπαδών 'σπασμός' (Ιπποκρ.) από το σπᾰ- 'τραβώ', από όνομα π.χ. κοτυληδών 'βαθούλωμα > κοίλο φυμάτιο της σουπιάς, κοίλωμα του οστού της πυέλου, κ.ά.' (Όμ.) από το κοτύλη 'κοιλότητα'. Η εικόνα αποκτά μεγαλύτερη ποικιλία χάρη στις όποιες παραλλαγές του επιθήματος, όπως ἁρπε-δόνη 'σκοινί' (Ξεν.) από το ἁρπ-άζειν, μελε-δωνός 'φροντιστής' (Ηρόδοτος), μελε-δώνη 'φροντίδα' (Όμ.) από το μέλειν μέλεσθαι 'είμαι αντικείμενο του ενδιαφέροντος, νοιάζομαι', φαγέδαινα 'σαρκοφάγο έλκος' (κλασ.) από το φαγεῖν 'τρώω'. Παραγωγικά στους ιστορικούς χρόνους φαίνεται να υπήρξαν ακόμη μόνο τα -εδών και -ηδών, αλλά κι αυτά μόνο σε περιορισμένη κλίμακα: σηπεδών 'σήψη' (Πλάτωνας) από το σηπ- 'σαπίζω',
τυφεδών 'άναμμα, ανάφλεξη' (Καλλίμ.) από το τύφειν 'βγάζω καπνό',
ἀλγηδών 'αίσθημα πόνου' (κλασ.) από το ἀλγεῖν ἀλγῆ-σαι 'αισθάνομαι πόνο',
Κηληδόνες 'Γόησσες, μαγικά πλάσματα' (Πίνδ.) από το κηλεῖν κηλῆ-σαι 'μαγεύω'.
§ 387. Το -δανός συνδέεται στενά με το -δών:
ῥῑγεδανός 'φρικώδης' (Όμ.) από το ῥιγεῖν 'φρικιάζω',
τυφεδανός 'επαρμένος' (Αριστοφ.) από το τυφεδών (δες παραπάνω),
ληθεδανός 'που φέρνει λήθη' (Λουκιανός) από το ληθ- 'λησμονώ'.
Σχετικά με το οὐτιδανός δες § 377
Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 5. Από τον Αλέξανδρο στον Πύρρο
5.2. Όμορφος και φιλοκίνδυνος
Ο Αλέξανδρος φόρεσε το περσικό διάδημα. Εκτός από κατακτητής του βασιλείου, εμφανιζόταν πλέον ως νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Είχε ήδη αποτίσει φόρο τιμής στον τάφο του ιδρυτή της δυναστείας, του Κύρου, και έσπευσε να αποδώσει τιμητική ταφή στον Δαρείο, τιμωρώντας ταυτοχρόνως τον δολοφόνο του με σκληρό τρόπο. Περιστοιχιζόταν άλλωστε από συγγενείς του τελευταίου Πέρση βασιλιά και πολλούς ανώτατους αξιωματούχους του, στους οποίους περιλαμβανόταν ο σατράπης Αρτάβαζος. Αναγκαία έκρινε επίσης τη στρατολόγηση ανδρών από τα κατακτημένα έθνη. Για πρώτη φορά, αντί να τιμωρήσει παραδειγματικά τους ηττημένους Έλληνες μισθοφόρους, τους κατέταξε στον στρατό του. Ήταν καιρός άλλωστε να αποστρατεύσει τα συμμαχικά στρατεύματα. Κράτησε έτσι κοντά του μόνο τους Μακεδόνες - μολονότι αρκετοί από αυτούς έδειχναν όλο και πιο απρόθυμοι να συνεχίσουν την εκστρατεία.
Ο Αλέξανδρος προχώρησε περισσότερο. Ως κληρονόμος των Αχαιμενιδών, άρχισε να απομακρύνεται από τα ήθη των Μακεδόνων, υιοθετώντας βασικά χαρακτηριστικά της περσικής τελετουργίας. Μάλιστα, η απαίτησή του να τον προσκυνούν τον αποξένωσε από πολλούς φίλους και εταίρους. Οι συζητήσεις για συνωμοσίες και συνωμότες, που δεν είχαν άλλωστε εκλείψει ποτέ, αναζωπυρώθηκαν.
Ο Αλέξανδρος αντέδρασε άμεσα. Έδωσε εντολή να δολοφονηθεί ο γηραιός στρατηγός Παρμενίων και να εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες ο γιος του Φιλώτας, που είχε διακριθεί σε όλες τις μεγάλες μάχες. Με παρόμοιο τρόπο εξόντωσε και άλλους επιφανείς Μακεδόνες. Το πιο ακραίο ήταν ότι σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον Κλείτο, έναν από τους προσωπικούς του φίλους, που του είχε σώσει τη ζωή στον Γρανικό. Λίγο αργότερα άφησε να λιθοβοληθούν πολλά τέκνα επιφανών Μακεδόνων, που αποκαλούνταν βασιλικοὶ παῖδες και του πρόσφεραν προσωπικές υπηρεσίες. Είχαν κατηγορηθεί για συνωμοσία, την οποία ομολόγησαν ύστερα από σκληρά βασανιστήρια. Αμέσως μετά θανάτωσε τον ιστορικό Καλλισθένη ως εμπνευστή της συνωμοσίας, αλλά και επειδή χλεύαζε την απαίτησή του να τον προσκυνούν.
Η εκστρατεία συνεχιζόταν χωρίς οι στόχοι της να είναι πλέον σαφείς στους πολεμιστές. Μετά την οριστική ήττα των περσικών στρατευμάτων, ο πόλεμος πήρε μάλιστα άλλη τροπή. Αντί για μεγάλες και καθοριστικές μάχες, οι άνδρες του Αλεξάνδρου άρχισαν να αντιμετωπίζουν την αντίσταση μαχητικών λαών, πολλοί από τους οποίους είχαν παραμείνει έως τότε ανεξάρτητοι. Οι νέες συγκρούσεις γίνονταν συχνά σε περιοχές δύσβατες, ορεινές και χιονισμένες. Ο Αλέξανδρος, αναπροσαρμόζοντας ταχύτατα την τακτική του, διασπούσε τον στρατό του σε μικρότερα τμήματα, αναθέτοντας στους στρατηγούς του ειδικές αποστολές. Στις κρίσιμες αναμετρήσεις ήταν ωστόσο πάντα παρών, κάποτε στην πρώτη γραμμή, μαχόμενος ακόμη και πεζός ή σκαρφαλώνοντας τα τείχη στις πολιορκίες. Σε αρκετές περιπτώσεις τραυματίστηκε και κινδύνεψε.
Η νικηφόρος πορεία του Αλεξάνδρου απαιτούσε διαρκώς μεγαλύτερες θυσίες και κατέληγε σε αβέβαια αποτελέσματα. Οι νικημένοι συχνά ανασυντάσσονταν και οι σύμμαχοι συχνά αποσκιρτούσαν. Στα πεδία των μαχών οι νεκροί αντίπαλοι πολλαπλασιάζονταν, περιλαμβάνοντας ορισμένες φορές γυναίκες που αγωνίζονταν για τις εστίες τους με αυτοθυσία. Μετά από μια δύσκολη πολιορκία και νίκη στη Βακτριανή, ο Αλέξανδρος επέλεξε από τις αιχμάλωτες ως σύζυγο τη Ρωξάνη, θυγατέρα ενός τοπικού αρχηγού, που ξεχώριζε για την ομορφιά της. Η επιλογή αυτή του επέτρεψε να συμφιλιωθεί με τον πατέρα της και να εξασφαλίσει την υποταγή του. Με τη Ρωξάνη έμελλε να αποκτήσει έναν ακόμη γιο, τον οποίο ωστόσο δεν πρόλαβε να γνωρίσει.
Το 326 ο Αλέξανδρος έφτασε στον Ινδό ποταμό και αναμετρήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον βασιλιά Πώρο, που διέθετε 50.000 πεζούς, 3.000 ιππείς, πάνω από 1.000 άρματα και 130 ελέφαντες. Επιπλέον, είχε να αντιμετωπίσει και άλλο βασιλιά με πολυπληθή στρατό, ο οποίος συνέπραττε με τον Πώρο. Ύστερα από μία ακόμη νίκη, άφησε στο πεδίο της μάχης περισσότερους από 12.000 νεκρούς Ινδούς και περίπου 1.000 Μακεδόνες. Επίσης, αιχμαλώτισε περισσότερους από 9.000 άνδρες. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας την ανδρεία του Πώρου, του απέδωσε το βασίλειό του, καθιστώντας τον σύμμαχο και υποτελή.
Οι μάχες με τους τοπικούς πληθυσμούς συνεχίζονταν χωρίς ανάπαυλα. Υπήρχαν περιπτώσεις που ο στρατός του Αλεξάνδρου σκότωνε ή εξανδραπόδιζε, καθώς λεγόταν, πολλές δεκάδες χιλιάδες άνδρες. Οι μαζικές σφαγές και η λεηλασία μεγάλων εκτάσεων ήταν διαρκείς. Μολονότι οι αριθμοί αυτοί παραδίδονται συχνά από αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο Αριστόβουλος και ο Πτολεμαίος, υπερβαίνουν κάθε φαντασία. Υποδεικνύουν ωστόσο την κλίμακα των επιχειρήσεων. Βαριές απώλειες είχε άλλωστε και ο στρατός του Αλεξάνδρου, όχι μόνο από τις συγκρούσεις με λαούς πολεμικούς που αντιστέκονταν σθεναρά και έκαναν αιφνιδιαστικές επιθέσεις, αλλά και από τα καιρικά φαινόμενα.
Μετά από οκτώ χρόνια αδιάκοπων μαχών σε μια πορεία που δεν έδειχνε να τελειώνει, οι άνδρες του Αλεξάνδρου αποφάσισαν ότι δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να τον ακολουθήσουν. Ο Αλέξανδρος επέμεινε. Ήθελε να φτάσει στον Γάγγη, θεωρώντας ότι η ανατολική θάλασσα δεν θα ήταν μακριά. (Προφανώς αγνοούσε την ύπαρξη της Κίνας.) Κατακτώντας ολόκληρη την Ινδία, πίστευε ότι η κυριαρχία του σε ολόκληρο τον κόσμο βρισκόταν πλέον κοντά. Ο έλεγχος της Λιβύης (δηλαδή της Αφρικής) του φαινόταν σχετικά εύκολος, και θα απέμενε μόνο μια επιχείρηση στον Εύξεινο Πόντο. (Για τη δυτική Ευρώπη δεν φαίνεται να έδειχνε ενδιαφέρον και μάλλον αγνοούσε την ύπαρξη των Ρωμαίων.) Ισχυρίστηκε έτσι ότι τα όρια της εξουσίας του θα ταυτίζονταν με τα όρια που οι θεοί είχαν δώσει στη γη. (Στα λόγια που του αποδίδονται, οι αναγνώστες του Ηροδότου δεν θα είχαν δυσκολία να αναγνωρίσουν τους πανομοιότυπους ισχυρισμούς του Ξέρξη όταν ξεκινούσε να καταλάβει την Ελλάδα.) Πίστευε επιπλέον ότι άξιζε τον κόπο να πεθάνει κανείς αφήνοντας πίσω του αθάνατη δόξα.
Αλλά οι άνδρες του αγνόησαν όλες τις προτροπές και επέμεναν να τερματιστεί η εκστρατεία. Αναλογίζονταν πόσοι ξεκίνησαν και πόσοι είχαν απομείνει. Πολλοί είχαν σκοτωθεί στις μάχες και περισσότεροι είχαν πεθάνει από αρρώστιες. Αλλά και από αυτούς που διασκορπίζονταν σε διάφορα μέρη ως απόστρατοι δεν παρέμεναν όλοι στην Ασία με τη θέλησή τους. Από τη μεγάλη στρατιά είχαν διασωθεί λίγοι, αδύναμοι στο σώμα και με πεσμένο ηθικό. Διατηρούσαν τον πόθο να ξαναδούν τους γονείς τους, εάν ζούσαν ακόμη, τις γυναίκες, τα παιδιά και τη γη τους. Οργισμένος και απογοητευμένος, ο Αλέξανδρος υποχρεώθηκε να συγκατατεθεί, προκαλώντας ένα παραλήρημα χαράς στους στρατιώτες. Παρόμοια χαρά έδειξαν ασφαλώς και οι Ινδοί. Παρακολουθώντας τη στρατιά που αποχωρούσε διαπλέοντας τον Ινδό ποταμό, θεώρησαν ότι η ώρα ήταν κατάλληλη για τραγούδια.
Η επιστροφή δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ενισχύσεις που κατέφθασαν από την Ελλάδα ήταν ασφαλώς πολύτιμες για τις νέες κατακτήσεις και τους νέους πολύνεκρους αγώνες που σχεδίαζε ο Αλέξανδρος. Αλλά η πορεία μέσα από την έρημο της Γαδρωσίας αποδείχθηκε καταστροφική. Οι ταλαιπωρίες από τον καύσωνα, τη λειψυδρία και τις πλημμύρες ήταν μεγαλύτερες από όσες είχε αντιμετωπίσει η στρατιά διασχίζοντας ολόκληρη την Ασία. Όσα από τα άλογα και τα υποζύγια δεν πέθαιναν από τις κακουχίες γίνονταν τροφή των ανδρών. Οι άρρωστοι και οι καταπονημένοι εγκαταλείπονταν στη μοίρα τους, ενώ μεγάλο πλήθος των αιχμάλωτων γυναικών και παιδιών πνίγηκαν από την υπερχείλιση ενός χειμάρρου. Από τους 60.000 άνδρες με τους οποίους ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την πορεία της επιστροφής διασώθηκαν μόλις 15.000. Ο αριθμός των νεκρών αμάχων παρέμεινε άγνωστος.
Φτάνοντας στα Σούσα, ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τη Στάτειρα, τη μεγαλύτερη θυγατέρα του Δαρείου, και την Παρύσατη, θυγατέρα του Αρταξέρξη Γ', ενώ αρκετοί από τους επιφανείς φίλους του παντρεύτηκαν ευγενείς Περσίδες. Στο μεταξύ πολλές χιλιάδες Μακεδόνες είχαν τεκνοποιήσει με αιχμάλωτες. Το σοβαρότερο εγχείρημα πάντως ήταν η αξιοποίηση Περσών για τις ανάγκες του στρατού. Επιλέχθηκαν 30.000 εύρωστοι νέοι από τις οικογένειες των κατακτημένων και ασκούνταν επίμονα στην τέχνη του πολέμου, σύμφωνα με τα μακεδονικά ήθη. Την ίδια στιγμή, οι Μακεδόνες πολεμιστές αποστρατεύονταν μαζικά, ενώ πολλοί από όσους απέμεναν αποξενώνονταν από τον βασιλιά τους. Για να διατηρήσει την τάξη, ο Αλέξανδρος χρειάστηκε να εκκαθαρίσει ορισμένους από τους άνδρες του που διαμαρτύρονταν εντόνως. Αποκατάσταση χρειαζόταν και η διοίκηση της αυτοκρατορίας, εφόσον αρκετοί από τους νεοδιορισμένους σατράπες, Έλληνες και Πέρσες, θεωρήθηκαν ακατάλληλοι - ορισμένοι εκτελέστηκαν.
Όταν το 324 πέθανε στα Εκβάτανα ο επιστήθιος φίλος του Ηφαιστίων, ο Αλέξανδρος βυθίστηκε σε βαρύ πένθος που θύμιζε στην υπερβολή του την αντίδραση του Αχιλλέα μετά τον θάνατο του Πατρόκλου. Συνέχισε ωστόσο εντατικές προετοιμασίες για την κατάκτηση της Αραβίας. Μερικούς μήνες αργότερα, το 323, αρρώστησε και πέθανε, σε ηλικία 32 ετών. Είχε βασιλέψει 12 χρόνια και 8 μήνες. Πριν ξεψυχήσει, οι Μακεδόνες που είχαν παραμείνει κοντά του τον αποχαιρέτησαν σιωπηλοί. Όπως σημειώνει ο Αρριανός, ξεχώριζε για την ομορφιά του, την εργατικότητά του, την ευφυΐα του, την αγάπη του για τις τιμές, την περιφρόνηση των κινδύνων και την ευσέβειά του. Τετρακόσια χρόνια αργότερα οι Μακεδόνες έπαιρναν ακόμη χρησμούς προς τιμήν του. Σύμφωνα με γενική εκτίμηση, ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ο επιφανέστερος στρατηγός της αρχαιότητας.
Για να διοικήσει τη μεγάλη αυτοκρατορία που κατακτούσε, ο Αλέξανδρος διατήρησε όλες σχεδόν τις μεθόδους των Περσών προκατόχων του. Αναγνώρισε τον πολυεθνικό της χαρακτήρα και διόρισε σατράπες, όχι μόνο δικούς του ανθρώπους αλλά και ανώτατους αξιωματούχους του Δαρείου. Οι φόροι που επέβαλε στους κατακτημένους δεν ήταν συνήθως μεγαλύτεροι από αυτούς στους οποίους ήταν συνηθισμένοι - με μόνη βεβαίως διαφορά τον βαρύ φόρο αίματος που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν. Στον θρησκευτικό τομέα υπήρξε ανεκτικός όσο και οι Πέρσες, δείχνοντας μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεγαλύτερο σεβασμό από αυτούς στους τοπικούς θεούς. Σε ένα μόνο ζήτημα διαφοροποιήθηκε ριζικά. Ίδρυσε νέες πόλεις, δίνοντας σε πολλές το όνομά του - ο Πλούταρχος κάνει λόγο για περισσότερες από εβδομήντα. Είχε την εύλογη προσδοκία ότι μέσα από αυτές θα μπορούσε να διοικήσει καλύτερα και αποτελεσματικότερα.
Οι νέες πόλεις κατοικούνταν από τοπικούς πληθυσμούς, συγκεντρωμένους από τις γύρω περιοχές, αλλά παραδίδονταν από την αρχή σε αξιωματούχους του Αλεξάνδρου και είχαν, ως πυρήνα, απόστρατους άνδρες του. Στη μορφή και τις συνήθειες θύμιζαν πολύ τις ελληνικές, ενώ οι διοικητές τους μιλούσαν ελληνικά. Πρωταρχικός στόχος ήταν να συγκεντρώνονται σε αυτές στρατεύματα ικανά για την αντιμετώπιση εξεγέρσεων. Επιπλέον, μεταφύτευαν σε ένα τελείως ξένο περιβάλλον τον πολιτισμό των Ελλήνων, με θέατρα, γυμνάσια, στοές και λουτρά. Χάρη στις νέες αυτές πόλεις δημιουργήθηκαν δίγλωσσες ομάδες τοπικών πληθυσμών, εξοικειωμένες με τον κόσμο και τη σκέψη των Ελλήνων.
Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου άλλαζαν ριζικά και τον παλαιό ελληνικό κόσμο. Κατακτημένες και υποταγμένες, οι σημαντικότερες πόλεις του δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης πολιτικής. Όπου διασώζονταν τα πάτρια πολιτεύματα, λειτουργούσαν συνήθως μέσα στα όρια που τους επέτρεπαν οι Μακεδόνες. Ταυτοχρόνως επερχόταν μια άλλη βαθύτερη μεταβολή, που άλλαζε την όψη των πόλεων και τη δομή των κοινωνιών τους.
Ο πλούτος της Περσίας (τα ταμεία των βασιλέων, οι θησαυροί που συσσωρεύονταν για αιώνες, τα χρήματα πολλών αριστοκρατών αλλά και τα αγαθά ιδιωτών) βρέθηκε στα χέρια των κατακτητών, άλλοτε με κατάσχεση, άλλοτε με τη λεηλασία και άλλοτε με διαρπαγή, μέσα στις έκρυθμες συνθήκες που επικρατούσαν. Ένα πολύ μεγάλο μέρος δαπανήθηκε για τις ανάγκες του παρατεινόμενου πολέμου, για τη συγκρότηση νέων διοικήσεων και για την οικοδόμηση πόλεων. Αλλά ένα σημαντικό μέρος διοχετεύτηκε στην Ελλάδα, καθώς ο Αντίπατρος και άλλοι Μακεδόνες λάμβαναν τακτικά ενισχύσεις από τον βασιλιά τους. Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος είχε στείλει έναν ολόκληρο στόλο για να μεταφέρει περσικούς θησαυρούς στη Μακεδονία. Αλλά με χρήματα και αγαθά επέστρεφαν στις πατρίδες τους και οι άνδρες που αποστρατεύονταν, ιδίως οι πάμπλουτοι πλέον στρατηγοί.
Η διάθεση του τεράστιου πλούτου στον ελληνικό κόσμο γινόταν με τρόπο άνισο, που όξυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις. Πολλοί ιδιώτες άρχισαν να επιδεικνύουν τη νέα τους θέση, οικοδομώντας λαμπρές κατοικίες σε βαθμό πρωτόγνωρο έως την εποχή εκείνη. Εμφανιζόμενοι ως ευεργέτες των πόλεων, νέοι μεγιστάνες χρηματοδοτούσαν δημόσια κτίρια, λουτρά, γυμνάσια και θέατρα. Επιπλέον, στον ελληνικό κόσμο κατέφθαναν διαρκώς πλήθη από υποδουλωμένους άνδρες και γυναίκες για να προσφέρουν τις φθηνές υπηρεσίες τους. Η δουλεία λάμβανε πλέον διαστάσεις άγνωστες στον ελληνικό κόσμο.
Όταν έγινε γνωστή η είδηση για τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Ρόδιοι έδιωξαν τη μακεδονική φρουρά, ενώ πολλοί Αθηναίοι εκδήλωσαν τον τρομερό τους ενθουσιασμό - ιδιαιτέρως οι μεγάλες μάζες των φτωχότερων πολιτών. Μάταια συντηρητικοί ηγέτες, όπως ο Φωκίων, που εξέφραζαν περισσότερο τα αισθήματα των πλουσίων, προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους Αθηναίους. Από την πρώτη στιγμή ήταν φανερό ότι η αντίδραση στη μακεδονική κυριαρχία θα ήταν δυναμική. Υπήρχαν άλλωστε πρόσφατες εξελίξεις που οδηγούσαν σε μια νέα σύγκρουση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Μακεδονία.
Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος σχεδίαζε να αφαιρέσει από την Αθήνα τον έλεγχο της Σάμου, να διώξει τους Αθηναίους κληρούχους από το νησί και να αποκαταστήσει τους παλαιούς κατοίκους του. Είχε εκδώσει διαταγή άλλωστε όλες οι ελληνικές πόλεις να δεχτούν πίσω τους εξορίστους τους, που υπολογίζονταν σε περίπου 20.000. Επιπλέον, υποδείκνυε στους Έλληνες να του αποδίδουν θεϊκές τιμές. Μέσα στη γενική αναταραχή συνέβη και ένα τελείως απροσδόκητο γεγονός. Ο θησαυροφύλακάς του, ο Άρπαλος, είχε εγκαταλείψει τον βασιλιά του και με έναν μεγάλο θησαυρό ζητούσε καταφύγιο από τη Βαβυλώνα στην Αθήνα.
Οι Αθηναίοι, με τη σύμφωνη γνώμη του Δημοσθένη, υποχώρησαν στο ζήτημα των θεϊκών τιμών, με την ελπίδα ότι θα μεταπείσουν τον Αλέξανδρο στην υπόθεση της Σάμου και των εξορίστων, άφησαν ωστόσο τον Άρπαλο να διαφύγει. Σύντομα διαπίστωσαν ότι από τον θησαυρό, τον οποίο είχαν καταθέσει στην Ακρόπολη, έλειπαν περίπου τα μισά χρήματα. Υπεύθυνος θεωρήθηκε, μεταξύ άλλων, και ο Δημοσθένης, που καταδικάστηκε σε βαρύ πρόστιμο. Κατήγορός του ήταν ο πρώην συνεργάτης του Υπερείδης. Αδυνατώντας να καταβάλει το πρόστιμο (εάν είχε καταχραστεί χρήματα, αυτά είχαν αξιοποιηθεί προφανώς για τον αντιμακεδονικό αγώνα), ο φυλακισμένος Δημοσθένης δραπέτευσε από την πόλη.
Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ο Αθηναίος στρατηγός Λεωσθένης άρχισε να συγκροτεί έναν αντιμακεδονικό συνασπισμό, έχοντας τη συνδρομή των Αιτωλών και πολλών άλλων Ελλήνων, εκτός βέβαια από τους Λακεδαιμόνιους, που δεν ήταν πλέον σε θέση ούτε να σκεφτούν για νέο εγχείρημα. Υπήρχαν όμως διαθέσιμες αρκετές χιλιάδες έμπειρων μισθοφόρων, από αυτούς που είχαν πολεμήσει με τον στρατό του Αλεξάνδρου στην Ασία και βρίσκονταν σε αποστρατεία. Όλοι οι Αθηναίοι έως 40 ετών στρατεύτηκαν, και ένας στόλος 240 πλοίων (στα οποία έμελλε να προστεθούν περισσότερα) ετοιμάστηκε. Η γενική αμνηστία που δόθηκε επέτρεψε στον Δημοσθένη να επιστρέψει στην πόλη του και να δώσει, σε συνεργασία με τον Υπερείδη, την τελευταία του μάχη. Ο Δημάδης, που είχε εισηγηθεί τις θεϊκές τιμές για τον Αλέξανδρο, καταδικάστηκε επειδή είχε εισαγάγει καινὰ δαιμόνια, δηλαδή νέους θεούς.
Ο Ελληνικός Πόλεμος, όπως τον αποκάλεσαν οι εξεγερμένοι, ξεκίνησε το 323 με σημαντικές επιτυχίες και ο Αντίπατρος βρέθηκε πολιορκημένος στη Λαμία. (Οι μεταγενέστεροι ιστορικοί τον αποκάλεσαν, για τον λόγο αυτό, Λαμιακό.) Σκοτώθηκε ωστόσο ο ικανός στρατηγός Λεωσθένης, ενώ οι Μακεδόνες έλαβαν ισχυρές ενισχύσεις από την Ασία, στις οποίες περιλαμβάνονταν πολλοί Πέρσες στρατιώτες. Τον επιτάφιο για τον νεκρό Λεωσθένη και τους πρώτους πεσόντες εκφώνησε ο Υπερείδης - πρόκειται για τον τελευταίο ίσως σπουδαίο λόγο που σώζεται από τη δημοκρατική Αθήνα. Το 322, σε δύο ναυμαχίες και σε μία αποφασιστική μάχη, ηττήθηκαν όσοι είχαν απομείνει από τους συνασπισμένους Έλληνες, και οι Αθηναίοι έχασαν τον τελευταίο τους στόλο. Ο Δημάδης και ο Φωκίων διαπραγματεύτηκαν μαζί με τον πλατωνικό φιλόσοφο Ξενοκράτη τους ταπεινωτικούς όρους της συνθηκολόγησης.
Μια μακεδονική φρουρά εγκαταστάθηκε στη Μουνιχία, και οι Αθηναίοι ανέλαβαν να πληρώσουν όλα τα έξοδα του πολέμου. Επιπλέον, η δημοκρατία καταργήθηκε ή, πάντως, συρρικνώθηκε σε βαθμό που έγινε αγνώριστη. Δικαιώματα πολίτη είχαν πλέον μόνο οι εύποροι και, συνεπώς, πολλές χιλιάδες Αθηναίοι υποβιβάστηκαν. Αρκετοί αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν. Με πρόταση του Δημάδη, οι Αθηναίοι πολιτικοί που είχαν αναλάβει το βάρος του πολέμου εναντίον των Μακεδόνων καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Υπερείδης σκοτώθηκε και ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε. Σύντομα οι Αθηναίοι που ήταν εγκαταστημένοι στη Σάμο υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στην πόλη τους.
Ο Αλέξανδρος φόρεσε το περσικό διάδημα. Εκτός από κατακτητής του βασιλείου, εμφανιζόταν πλέον ως νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Είχε ήδη αποτίσει φόρο τιμής στον τάφο του ιδρυτή της δυναστείας, του Κύρου, και έσπευσε να αποδώσει τιμητική ταφή στον Δαρείο, τιμωρώντας ταυτοχρόνως τον δολοφόνο του με σκληρό τρόπο. Περιστοιχιζόταν άλλωστε από συγγενείς του τελευταίου Πέρση βασιλιά και πολλούς ανώτατους αξιωματούχους του, στους οποίους περιλαμβανόταν ο σατράπης Αρτάβαζος. Αναγκαία έκρινε επίσης τη στρατολόγηση ανδρών από τα κατακτημένα έθνη. Για πρώτη φορά, αντί να τιμωρήσει παραδειγματικά τους ηττημένους Έλληνες μισθοφόρους, τους κατέταξε στον στρατό του. Ήταν καιρός άλλωστε να αποστρατεύσει τα συμμαχικά στρατεύματα. Κράτησε έτσι κοντά του μόνο τους Μακεδόνες - μολονότι αρκετοί από αυτούς έδειχναν όλο και πιο απρόθυμοι να συνεχίσουν την εκστρατεία.
Ο Αλέξανδρος προχώρησε περισσότερο. Ως κληρονόμος των Αχαιμενιδών, άρχισε να απομακρύνεται από τα ήθη των Μακεδόνων, υιοθετώντας βασικά χαρακτηριστικά της περσικής τελετουργίας. Μάλιστα, η απαίτησή του να τον προσκυνούν τον αποξένωσε από πολλούς φίλους και εταίρους. Οι συζητήσεις για συνωμοσίες και συνωμότες, που δεν είχαν άλλωστε εκλείψει ποτέ, αναζωπυρώθηκαν.
Ο Αλέξανδρος αντέδρασε άμεσα. Έδωσε εντολή να δολοφονηθεί ο γηραιός στρατηγός Παρμενίων και να εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες ο γιος του Φιλώτας, που είχε διακριθεί σε όλες τις μεγάλες μάχες. Με παρόμοιο τρόπο εξόντωσε και άλλους επιφανείς Μακεδόνες. Το πιο ακραίο ήταν ότι σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον Κλείτο, έναν από τους προσωπικούς του φίλους, που του είχε σώσει τη ζωή στον Γρανικό. Λίγο αργότερα άφησε να λιθοβοληθούν πολλά τέκνα επιφανών Μακεδόνων, που αποκαλούνταν βασιλικοὶ παῖδες και του πρόσφεραν προσωπικές υπηρεσίες. Είχαν κατηγορηθεί για συνωμοσία, την οποία ομολόγησαν ύστερα από σκληρά βασανιστήρια. Αμέσως μετά θανάτωσε τον ιστορικό Καλλισθένη ως εμπνευστή της συνωμοσίας, αλλά και επειδή χλεύαζε την απαίτησή του να τον προσκυνούν.
Η εκστρατεία συνεχιζόταν χωρίς οι στόχοι της να είναι πλέον σαφείς στους πολεμιστές. Μετά την οριστική ήττα των περσικών στρατευμάτων, ο πόλεμος πήρε μάλιστα άλλη τροπή. Αντί για μεγάλες και καθοριστικές μάχες, οι άνδρες του Αλεξάνδρου άρχισαν να αντιμετωπίζουν την αντίσταση μαχητικών λαών, πολλοί από τους οποίους είχαν παραμείνει έως τότε ανεξάρτητοι. Οι νέες συγκρούσεις γίνονταν συχνά σε περιοχές δύσβατες, ορεινές και χιονισμένες. Ο Αλέξανδρος, αναπροσαρμόζοντας ταχύτατα την τακτική του, διασπούσε τον στρατό του σε μικρότερα τμήματα, αναθέτοντας στους στρατηγούς του ειδικές αποστολές. Στις κρίσιμες αναμετρήσεις ήταν ωστόσο πάντα παρών, κάποτε στην πρώτη γραμμή, μαχόμενος ακόμη και πεζός ή σκαρφαλώνοντας τα τείχη στις πολιορκίες. Σε αρκετές περιπτώσεις τραυματίστηκε και κινδύνεψε.
Η νικηφόρος πορεία του Αλεξάνδρου απαιτούσε διαρκώς μεγαλύτερες θυσίες και κατέληγε σε αβέβαια αποτελέσματα. Οι νικημένοι συχνά ανασυντάσσονταν και οι σύμμαχοι συχνά αποσκιρτούσαν. Στα πεδία των μαχών οι νεκροί αντίπαλοι πολλαπλασιάζονταν, περιλαμβάνοντας ορισμένες φορές γυναίκες που αγωνίζονταν για τις εστίες τους με αυτοθυσία. Μετά από μια δύσκολη πολιορκία και νίκη στη Βακτριανή, ο Αλέξανδρος επέλεξε από τις αιχμάλωτες ως σύζυγο τη Ρωξάνη, θυγατέρα ενός τοπικού αρχηγού, που ξεχώριζε για την ομορφιά της. Η επιλογή αυτή του επέτρεψε να συμφιλιωθεί με τον πατέρα της και να εξασφαλίσει την υποταγή του. Με τη Ρωξάνη έμελλε να αποκτήσει έναν ακόμη γιο, τον οποίο ωστόσο δεν πρόλαβε να γνωρίσει.
Το 326 ο Αλέξανδρος έφτασε στον Ινδό ποταμό και αναμετρήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον βασιλιά Πώρο, που διέθετε 50.000 πεζούς, 3.000 ιππείς, πάνω από 1.000 άρματα και 130 ελέφαντες. Επιπλέον, είχε να αντιμετωπίσει και άλλο βασιλιά με πολυπληθή στρατό, ο οποίος συνέπραττε με τον Πώρο. Ύστερα από μία ακόμη νίκη, άφησε στο πεδίο της μάχης περισσότερους από 12.000 νεκρούς Ινδούς και περίπου 1.000 Μακεδόνες. Επίσης, αιχμαλώτισε περισσότερους από 9.000 άνδρες. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας την ανδρεία του Πώρου, του απέδωσε το βασίλειό του, καθιστώντας τον σύμμαχο και υποτελή.
Οι μάχες με τους τοπικούς πληθυσμούς συνεχίζονταν χωρίς ανάπαυλα. Υπήρχαν περιπτώσεις που ο στρατός του Αλεξάνδρου σκότωνε ή εξανδραπόδιζε, καθώς λεγόταν, πολλές δεκάδες χιλιάδες άνδρες. Οι μαζικές σφαγές και η λεηλασία μεγάλων εκτάσεων ήταν διαρκείς. Μολονότι οι αριθμοί αυτοί παραδίδονται συχνά από αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο Αριστόβουλος και ο Πτολεμαίος, υπερβαίνουν κάθε φαντασία. Υποδεικνύουν ωστόσο την κλίμακα των επιχειρήσεων. Βαριές απώλειες είχε άλλωστε και ο στρατός του Αλεξάνδρου, όχι μόνο από τις συγκρούσεις με λαούς πολεμικούς που αντιστέκονταν σθεναρά και έκαναν αιφνιδιαστικές επιθέσεις, αλλά και από τα καιρικά φαινόμενα.
Μετά από οκτώ χρόνια αδιάκοπων μαχών σε μια πορεία που δεν έδειχνε να τελειώνει, οι άνδρες του Αλεξάνδρου αποφάσισαν ότι δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να τον ακολουθήσουν. Ο Αλέξανδρος επέμεινε. Ήθελε να φτάσει στον Γάγγη, θεωρώντας ότι η ανατολική θάλασσα δεν θα ήταν μακριά. (Προφανώς αγνοούσε την ύπαρξη της Κίνας.) Κατακτώντας ολόκληρη την Ινδία, πίστευε ότι η κυριαρχία του σε ολόκληρο τον κόσμο βρισκόταν πλέον κοντά. Ο έλεγχος της Λιβύης (δηλαδή της Αφρικής) του φαινόταν σχετικά εύκολος, και θα απέμενε μόνο μια επιχείρηση στον Εύξεινο Πόντο. (Για τη δυτική Ευρώπη δεν φαίνεται να έδειχνε ενδιαφέρον και μάλλον αγνοούσε την ύπαρξη των Ρωμαίων.) Ισχυρίστηκε έτσι ότι τα όρια της εξουσίας του θα ταυτίζονταν με τα όρια που οι θεοί είχαν δώσει στη γη. (Στα λόγια που του αποδίδονται, οι αναγνώστες του Ηροδότου δεν θα είχαν δυσκολία να αναγνωρίσουν τους πανομοιότυπους ισχυρισμούς του Ξέρξη όταν ξεκινούσε να καταλάβει την Ελλάδα.) Πίστευε επιπλέον ότι άξιζε τον κόπο να πεθάνει κανείς αφήνοντας πίσω του αθάνατη δόξα.
Αλλά οι άνδρες του αγνόησαν όλες τις προτροπές και επέμεναν να τερματιστεί η εκστρατεία. Αναλογίζονταν πόσοι ξεκίνησαν και πόσοι είχαν απομείνει. Πολλοί είχαν σκοτωθεί στις μάχες και περισσότεροι είχαν πεθάνει από αρρώστιες. Αλλά και από αυτούς που διασκορπίζονταν σε διάφορα μέρη ως απόστρατοι δεν παρέμεναν όλοι στην Ασία με τη θέλησή τους. Από τη μεγάλη στρατιά είχαν διασωθεί λίγοι, αδύναμοι στο σώμα και με πεσμένο ηθικό. Διατηρούσαν τον πόθο να ξαναδούν τους γονείς τους, εάν ζούσαν ακόμη, τις γυναίκες, τα παιδιά και τη γη τους. Οργισμένος και απογοητευμένος, ο Αλέξανδρος υποχρεώθηκε να συγκατατεθεί, προκαλώντας ένα παραλήρημα χαράς στους στρατιώτες. Παρόμοια χαρά έδειξαν ασφαλώς και οι Ινδοί. Παρακολουθώντας τη στρατιά που αποχωρούσε διαπλέοντας τον Ινδό ποταμό, θεώρησαν ότι η ώρα ήταν κατάλληλη για τραγούδια.
Η επιστροφή δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ενισχύσεις που κατέφθασαν από την Ελλάδα ήταν ασφαλώς πολύτιμες για τις νέες κατακτήσεις και τους νέους πολύνεκρους αγώνες που σχεδίαζε ο Αλέξανδρος. Αλλά η πορεία μέσα από την έρημο της Γαδρωσίας αποδείχθηκε καταστροφική. Οι ταλαιπωρίες από τον καύσωνα, τη λειψυδρία και τις πλημμύρες ήταν μεγαλύτερες από όσες είχε αντιμετωπίσει η στρατιά διασχίζοντας ολόκληρη την Ασία. Όσα από τα άλογα και τα υποζύγια δεν πέθαιναν από τις κακουχίες γίνονταν τροφή των ανδρών. Οι άρρωστοι και οι καταπονημένοι εγκαταλείπονταν στη μοίρα τους, ενώ μεγάλο πλήθος των αιχμάλωτων γυναικών και παιδιών πνίγηκαν από την υπερχείλιση ενός χειμάρρου. Από τους 60.000 άνδρες με τους οποίους ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την πορεία της επιστροφής διασώθηκαν μόλις 15.000. Ο αριθμός των νεκρών αμάχων παρέμεινε άγνωστος.
Φτάνοντας στα Σούσα, ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τη Στάτειρα, τη μεγαλύτερη θυγατέρα του Δαρείου, και την Παρύσατη, θυγατέρα του Αρταξέρξη Γ', ενώ αρκετοί από τους επιφανείς φίλους του παντρεύτηκαν ευγενείς Περσίδες. Στο μεταξύ πολλές χιλιάδες Μακεδόνες είχαν τεκνοποιήσει με αιχμάλωτες. Το σοβαρότερο εγχείρημα πάντως ήταν η αξιοποίηση Περσών για τις ανάγκες του στρατού. Επιλέχθηκαν 30.000 εύρωστοι νέοι από τις οικογένειες των κατακτημένων και ασκούνταν επίμονα στην τέχνη του πολέμου, σύμφωνα με τα μακεδονικά ήθη. Την ίδια στιγμή, οι Μακεδόνες πολεμιστές αποστρατεύονταν μαζικά, ενώ πολλοί από όσους απέμεναν αποξενώνονταν από τον βασιλιά τους. Για να διατηρήσει την τάξη, ο Αλέξανδρος χρειάστηκε να εκκαθαρίσει ορισμένους από τους άνδρες του που διαμαρτύρονταν εντόνως. Αποκατάσταση χρειαζόταν και η διοίκηση της αυτοκρατορίας, εφόσον αρκετοί από τους νεοδιορισμένους σατράπες, Έλληνες και Πέρσες, θεωρήθηκαν ακατάλληλοι - ορισμένοι εκτελέστηκαν.
Όταν το 324 πέθανε στα Εκβάτανα ο επιστήθιος φίλος του Ηφαιστίων, ο Αλέξανδρος βυθίστηκε σε βαρύ πένθος που θύμιζε στην υπερβολή του την αντίδραση του Αχιλλέα μετά τον θάνατο του Πατρόκλου. Συνέχισε ωστόσο εντατικές προετοιμασίες για την κατάκτηση της Αραβίας. Μερικούς μήνες αργότερα, το 323, αρρώστησε και πέθανε, σε ηλικία 32 ετών. Είχε βασιλέψει 12 χρόνια και 8 μήνες. Πριν ξεψυχήσει, οι Μακεδόνες που είχαν παραμείνει κοντά του τον αποχαιρέτησαν σιωπηλοί. Όπως σημειώνει ο Αρριανός, ξεχώριζε για την ομορφιά του, την εργατικότητά του, την ευφυΐα του, την αγάπη του για τις τιμές, την περιφρόνηση των κινδύνων και την ευσέβειά του. Τετρακόσια χρόνια αργότερα οι Μακεδόνες έπαιρναν ακόμη χρησμούς προς τιμήν του. Σύμφωνα με γενική εκτίμηση, ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ο επιφανέστερος στρατηγός της αρχαιότητας.
Για να διοικήσει τη μεγάλη αυτοκρατορία που κατακτούσε, ο Αλέξανδρος διατήρησε όλες σχεδόν τις μεθόδους των Περσών προκατόχων του. Αναγνώρισε τον πολυεθνικό της χαρακτήρα και διόρισε σατράπες, όχι μόνο δικούς του ανθρώπους αλλά και ανώτατους αξιωματούχους του Δαρείου. Οι φόροι που επέβαλε στους κατακτημένους δεν ήταν συνήθως μεγαλύτεροι από αυτούς στους οποίους ήταν συνηθισμένοι - με μόνη βεβαίως διαφορά τον βαρύ φόρο αίματος που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν. Στον θρησκευτικό τομέα υπήρξε ανεκτικός όσο και οι Πέρσες, δείχνοντας μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεγαλύτερο σεβασμό από αυτούς στους τοπικούς θεούς. Σε ένα μόνο ζήτημα διαφοροποιήθηκε ριζικά. Ίδρυσε νέες πόλεις, δίνοντας σε πολλές το όνομά του - ο Πλούταρχος κάνει λόγο για περισσότερες από εβδομήντα. Είχε την εύλογη προσδοκία ότι μέσα από αυτές θα μπορούσε να διοικήσει καλύτερα και αποτελεσματικότερα.
Οι νέες πόλεις κατοικούνταν από τοπικούς πληθυσμούς, συγκεντρωμένους από τις γύρω περιοχές, αλλά παραδίδονταν από την αρχή σε αξιωματούχους του Αλεξάνδρου και είχαν, ως πυρήνα, απόστρατους άνδρες του. Στη μορφή και τις συνήθειες θύμιζαν πολύ τις ελληνικές, ενώ οι διοικητές τους μιλούσαν ελληνικά. Πρωταρχικός στόχος ήταν να συγκεντρώνονται σε αυτές στρατεύματα ικανά για την αντιμετώπιση εξεγέρσεων. Επιπλέον, μεταφύτευαν σε ένα τελείως ξένο περιβάλλον τον πολιτισμό των Ελλήνων, με θέατρα, γυμνάσια, στοές και λουτρά. Χάρη στις νέες αυτές πόλεις δημιουργήθηκαν δίγλωσσες ομάδες τοπικών πληθυσμών, εξοικειωμένες με τον κόσμο και τη σκέψη των Ελλήνων.
Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου άλλαζαν ριζικά και τον παλαιό ελληνικό κόσμο. Κατακτημένες και υποταγμένες, οι σημαντικότερες πόλεις του δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης πολιτικής. Όπου διασώζονταν τα πάτρια πολιτεύματα, λειτουργούσαν συνήθως μέσα στα όρια που τους επέτρεπαν οι Μακεδόνες. Ταυτοχρόνως επερχόταν μια άλλη βαθύτερη μεταβολή, που άλλαζε την όψη των πόλεων και τη δομή των κοινωνιών τους.
Ο πλούτος της Περσίας (τα ταμεία των βασιλέων, οι θησαυροί που συσσωρεύονταν για αιώνες, τα χρήματα πολλών αριστοκρατών αλλά και τα αγαθά ιδιωτών) βρέθηκε στα χέρια των κατακτητών, άλλοτε με κατάσχεση, άλλοτε με τη λεηλασία και άλλοτε με διαρπαγή, μέσα στις έκρυθμες συνθήκες που επικρατούσαν. Ένα πολύ μεγάλο μέρος δαπανήθηκε για τις ανάγκες του παρατεινόμενου πολέμου, για τη συγκρότηση νέων διοικήσεων και για την οικοδόμηση πόλεων. Αλλά ένα σημαντικό μέρος διοχετεύτηκε στην Ελλάδα, καθώς ο Αντίπατρος και άλλοι Μακεδόνες λάμβαναν τακτικά ενισχύσεις από τον βασιλιά τους. Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος είχε στείλει έναν ολόκληρο στόλο για να μεταφέρει περσικούς θησαυρούς στη Μακεδονία. Αλλά με χρήματα και αγαθά επέστρεφαν στις πατρίδες τους και οι άνδρες που αποστρατεύονταν, ιδίως οι πάμπλουτοι πλέον στρατηγοί.
Η διάθεση του τεράστιου πλούτου στον ελληνικό κόσμο γινόταν με τρόπο άνισο, που όξυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις. Πολλοί ιδιώτες άρχισαν να επιδεικνύουν τη νέα τους θέση, οικοδομώντας λαμπρές κατοικίες σε βαθμό πρωτόγνωρο έως την εποχή εκείνη. Εμφανιζόμενοι ως ευεργέτες των πόλεων, νέοι μεγιστάνες χρηματοδοτούσαν δημόσια κτίρια, λουτρά, γυμνάσια και θέατρα. Επιπλέον, στον ελληνικό κόσμο κατέφθαναν διαρκώς πλήθη από υποδουλωμένους άνδρες και γυναίκες για να προσφέρουν τις φθηνές υπηρεσίες τους. Η δουλεία λάμβανε πλέον διαστάσεις άγνωστες στον ελληνικό κόσμο.
Όταν έγινε γνωστή η είδηση για τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Ρόδιοι έδιωξαν τη μακεδονική φρουρά, ενώ πολλοί Αθηναίοι εκδήλωσαν τον τρομερό τους ενθουσιασμό - ιδιαιτέρως οι μεγάλες μάζες των φτωχότερων πολιτών. Μάταια συντηρητικοί ηγέτες, όπως ο Φωκίων, που εξέφραζαν περισσότερο τα αισθήματα των πλουσίων, προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους Αθηναίους. Από την πρώτη στιγμή ήταν φανερό ότι η αντίδραση στη μακεδονική κυριαρχία θα ήταν δυναμική. Υπήρχαν άλλωστε πρόσφατες εξελίξεις που οδηγούσαν σε μια νέα σύγκρουση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Μακεδονία.
Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος σχεδίαζε να αφαιρέσει από την Αθήνα τον έλεγχο της Σάμου, να διώξει τους Αθηναίους κληρούχους από το νησί και να αποκαταστήσει τους παλαιούς κατοίκους του. Είχε εκδώσει διαταγή άλλωστε όλες οι ελληνικές πόλεις να δεχτούν πίσω τους εξορίστους τους, που υπολογίζονταν σε περίπου 20.000. Επιπλέον, υποδείκνυε στους Έλληνες να του αποδίδουν θεϊκές τιμές. Μέσα στη γενική αναταραχή συνέβη και ένα τελείως απροσδόκητο γεγονός. Ο θησαυροφύλακάς του, ο Άρπαλος, είχε εγκαταλείψει τον βασιλιά του και με έναν μεγάλο θησαυρό ζητούσε καταφύγιο από τη Βαβυλώνα στην Αθήνα.
Οι Αθηναίοι, με τη σύμφωνη γνώμη του Δημοσθένη, υποχώρησαν στο ζήτημα των θεϊκών τιμών, με την ελπίδα ότι θα μεταπείσουν τον Αλέξανδρο στην υπόθεση της Σάμου και των εξορίστων, άφησαν ωστόσο τον Άρπαλο να διαφύγει. Σύντομα διαπίστωσαν ότι από τον θησαυρό, τον οποίο είχαν καταθέσει στην Ακρόπολη, έλειπαν περίπου τα μισά χρήματα. Υπεύθυνος θεωρήθηκε, μεταξύ άλλων, και ο Δημοσθένης, που καταδικάστηκε σε βαρύ πρόστιμο. Κατήγορός του ήταν ο πρώην συνεργάτης του Υπερείδης. Αδυνατώντας να καταβάλει το πρόστιμο (εάν είχε καταχραστεί χρήματα, αυτά είχαν αξιοποιηθεί προφανώς για τον αντιμακεδονικό αγώνα), ο φυλακισμένος Δημοσθένης δραπέτευσε από την πόλη.
Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ο Αθηναίος στρατηγός Λεωσθένης άρχισε να συγκροτεί έναν αντιμακεδονικό συνασπισμό, έχοντας τη συνδρομή των Αιτωλών και πολλών άλλων Ελλήνων, εκτός βέβαια από τους Λακεδαιμόνιους, που δεν ήταν πλέον σε θέση ούτε να σκεφτούν για νέο εγχείρημα. Υπήρχαν όμως διαθέσιμες αρκετές χιλιάδες έμπειρων μισθοφόρων, από αυτούς που είχαν πολεμήσει με τον στρατό του Αλεξάνδρου στην Ασία και βρίσκονταν σε αποστρατεία. Όλοι οι Αθηναίοι έως 40 ετών στρατεύτηκαν, και ένας στόλος 240 πλοίων (στα οποία έμελλε να προστεθούν περισσότερα) ετοιμάστηκε. Η γενική αμνηστία που δόθηκε επέτρεψε στον Δημοσθένη να επιστρέψει στην πόλη του και να δώσει, σε συνεργασία με τον Υπερείδη, την τελευταία του μάχη. Ο Δημάδης, που είχε εισηγηθεί τις θεϊκές τιμές για τον Αλέξανδρο, καταδικάστηκε επειδή είχε εισαγάγει καινὰ δαιμόνια, δηλαδή νέους θεούς.
Ο Ελληνικός Πόλεμος, όπως τον αποκάλεσαν οι εξεγερμένοι, ξεκίνησε το 323 με σημαντικές επιτυχίες και ο Αντίπατρος βρέθηκε πολιορκημένος στη Λαμία. (Οι μεταγενέστεροι ιστορικοί τον αποκάλεσαν, για τον λόγο αυτό, Λαμιακό.) Σκοτώθηκε ωστόσο ο ικανός στρατηγός Λεωσθένης, ενώ οι Μακεδόνες έλαβαν ισχυρές ενισχύσεις από την Ασία, στις οποίες περιλαμβάνονταν πολλοί Πέρσες στρατιώτες. Τον επιτάφιο για τον νεκρό Λεωσθένη και τους πρώτους πεσόντες εκφώνησε ο Υπερείδης - πρόκειται για τον τελευταίο ίσως σπουδαίο λόγο που σώζεται από τη δημοκρατική Αθήνα. Το 322, σε δύο ναυμαχίες και σε μία αποφασιστική μάχη, ηττήθηκαν όσοι είχαν απομείνει από τους συνασπισμένους Έλληνες, και οι Αθηναίοι έχασαν τον τελευταίο τους στόλο. Ο Δημάδης και ο Φωκίων διαπραγματεύτηκαν μαζί με τον πλατωνικό φιλόσοφο Ξενοκράτη τους ταπεινωτικούς όρους της συνθηκολόγησης.
Μια μακεδονική φρουρά εγκαταστάθηκε στη Μουνιχία, και οι Αθηναίοι ανέλαβαν να πληρώσουν όλα τα έξοδα του πολέμου. Επιπλέον, η δημοκρατία καταργήθηκε ή, πάντως, συρρικνώθηκε σε βαθμό που έγινε αγνώριστη. Δικαιώματα πολίτη είχαν πλέον μόνο οι εύποροι και, συνεπώς, πολλές χιλιάδες Αθηναίοι υποβιβάστηκαν. Αρκετοί αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν. Με πρόταση του Δημάδη, οι Αθηναίοι πολιτικοί που είχαν αναλάβει το βάρος του πολέμου εναντίον των Μακεδόνων καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Υπερείδης σκοτώθηκε και ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε. Σύντομα οι Αθηναίοι που ήταν εγκαταστημένοι στη Σάμο υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στην πόλη τους.
Η Αφύπνιση
Η Αντίληψη της Ύπαρξής μας (Υπάρχω, Είμαι, Είμαι Εδώ, Τώρα) είναι μια Βασική Άμεση Ενδογενής «Αίσθηση», που η «ανάδυσή» της εκδηλώνεται σαν «Συνείδησης», σαν «Εγώ», σαν εγώ μέσα στην ύπαρξη. Η περαιτέρω αποσαφήνιση της ύπαρξης και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο υπάρχουμε και ζούμε γίνεται με τις εξωτερικές δραστηριότητες, λειτουργίες, της διανόησης, των «επιλογών», των εξωτερικών αισθήσεων. Αντιλαμβανόμαστε μέσα από τον εαυτό, το εγώ, μέσα από ένα αντιληπτικό κέντρο, τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας. Αυτός είναι ο δεύτερος, δευτερογενής, διαχωρισμός.
Ήδη ο «διαχωρισμός» μας από το Όλο, η ανάδυση της «συνείδησης», του αντιληπτικού κέντρου, μας διαχωρίζει από το «περιβάλλον», τον κόσμο, το Άλλο. Αντιλαμβανόμαστε πάντα ότι «κατοικούμε» μέσα στο Άλλο, το Οποίο δεν είναι απλά το «περιβάλλον» αλλά η «Κατοικία» κι Αυτό που μας Γέννησε, η Μητέρα Φύση, ο Ουρανός Άνωθεν που Γεννά τα Πάντα, ο ''Θεός''. Τουλάχιστον αυτή είναι η βασική κοσμοθεωρητική αντίληψη του ανθρώπου, εδώ και χιλιάδες χρόνια, η «θρησκευτική» αντίληψη.
Εξαιτίας της υιοθέτησης αυτής της αντίληψης (αυτού του τρόπου αντίληψης) ο Άνθρωπος αισθάνεται πως «διαχωρίζεται» από το Άλλο, από την Φύση, το Παγκόσμιο, τον Θεό. Και πάντα, το Πρόβλημα του Ανθρώπου είναι η «Σύνδεση με το Άλλο», η «Επικοινωνία» με το Όλο και ο Τρόπος Ένωσης, η «Ένωση» με το Άλλο, που Έχει Ένα Μυστηριώδες Βάθος, πέρα από την ανθρώπινη αντίληψη. Είναι το Όντως Ον, το Αληθινό Είναι, η Πηγή του Είναι, το Εσωτερικό Είναι Όλων των Όντων, η Εσώτερη Ουσία, η Πραγματικότητα, η Αλήθεια, κλπ. Έτσι γεννήθηκε η Πρώτη Αντίληψη του Θεού, η Προσπάθεια Επανένωσης της διασπασμένης ύπαρξης, η Οδός της Θρησκείας, η Θρησκεία. Όχι σαν απλή θεωρητική εξήγηση της ύπαρξης, σαν ερμηνεία της ζωής και των φαινομένων αλλά σαν Πρακτικός Βίος, σαν Βιωματική Εμπειρία της Ουσίας της Ύπαρξης, σαν Αληθινή Ζωή.
Ο Άνθρωπος, στην προσπάθειά του να Κατανοήσει, πάντα με τα εξωτερικά μέσα που διέθετε, προσπάθησε να καταλάβει το Μυστηριώδες Βάθος του Κόσμου, από Που έρχεται η ύπαρξη, Που πηγαίνει η «δύναμη» που εμψυχώνει το σώμα, όταν το σώμα κείτεται «άψυχο», νεκρό. Λογικά κατανοούσε ότι η Μυστηριώδης Δύναμη που Δημιούργησε την Φύση που Αντιλαμβανόμαστε (κι όσα «διαισθανόμαστε»), η δύναμη που εμψυχώνει το σώμα και φεύγει με τον «θάνατο», ανήκουν όχι στον κόσμο των αισθήσεων, των φαινομένων, αλλά σε ένα Άλλο Κόσμο, που ίσως δεν θα μπορούσε να διερευνήσει ούτε η διανόηση – η διανόηση θα μπορούσε ίσως να υιοθετήσει μόνο, με την «πίστη», αλλά όχι να αποδείξει ή να αγγίξει.
Έτσι, από πολύ παλιά, χιλιετηρίδες πίσω, έγινε κατανοητό από τον άνθρωπο ότι όσο κι αν ψάχνει να διερευνήσει τον εαυτό του, τον κόσμο, αυτό που συμβαίνει, με εξωτερικές δυνάμεις, θα φτάνει πάντα σε αδιέξοδο, γιατί αυτό που ζητά δεν είναι μέσα στον κόσμο που αντιλαμβάνεται, που έφτιαξε με την αντίληψη, με την διανόηση και τις αισθήσεις. Υπήρξαν άνθρωποι, από πολύ παλιά, που κατανόησαν ότι ο κόσμος των ανθρώπων, που φτιάχνουν με την διανόηση, τις αισθήσεις, την γνώση, την μνήμη, τον πολιτισμό, είναι απλά μια ανθρώπινη κατασκευή, κάτι περιορισμένο (σαν προϊόν μια ανθρώπινης λειτουργίας, της διανόησης) και δεν μπορεί να ταυτιστεί με την Πραγματικότητα που Υπερβαίνει κατά πολύ όλες αυτές τις περιορισμένες αντιλήψεις. Το Όλο Είναι Το Μυστηριώδες Μέσα στο Οποίο Ενώνονται Όλα και δεν υπάρχουν «διαχωρισμοί», Είναι Πέρα από κάθε αντίληψη, πέρα από εγώ και αντικείμενο, Πέρα από όλα.
Που είναι λοιπόν το «λάθος» των ανθρώπων; Το λάθος βρίσκεται στο ότι ενώ ξεκινούν από την μόνη πραγματική υπαρξιακή βάση (την Συνείδηση, το Υπάρχω, το Είμαι, το Είμαι Εδώ, Τώρα) αντιλαμβάνονται εξωτερικά και «ταυτίζουν» την αντίληψη με την πραγματικότητα, ενώ πρόκειται μόνο για αντίληψη, για μια αντίληψη, (και πάντα θα πρόκειται για αντίληψη, για μια αντίληψη, για μια «κατασκευή»). Ίσως θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να Αναζητήσουν την Αλήθεια με «άλλο τρόπο».
Αυτό σημαίνει να Αναζητήσουν Μέσα, στον Ίδιο τον Εαυτό, την Διαφώτιση της Ύπαρξης, την Κατανόηση με Ίδιες Εσωτερικές Δυνάμεις κι όχι με την εξωτερική δραστηριότητα της διανόησης ή με τις αισθήσεις. Έτσι δημιουργήθηκε ο Εσωτερισμός, η Στροφή Προς Τα Έσω, η Γνώση του Εαυτού. Κι αυτό τον Δρόμο ακολούθησαν όλοι εκείνοι που ήθελαν να Κατανοήσουν την Αληθινή Φύση του Ανθρώπου για να ξεπεράσουν τον κόσμο της δυαδικότητας, του διαχωρισμού υποκειμένου, αντικειμένου, τον κόσμο της αυταπάτης και να Ανυψωθούν στον Κόσμο της Ενότητας, στην Βιωματική Εμπειρία του Όλου.
Η Στροφή Προς Τα Έσω δεν οδηγεί σε ένα απομονωμένο και πλαστό υποκειμενισμό αλλά στην Αντικειμενική Βάση στην Οποία Εδράζεται το Υποκείμενο, στην Αντικειμενική Ύπαρξή μας, στην Αληθινή Ουσία μας. Αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει να βιώσει κάποιος για να κατανοήσει. Δεν συλλαμβάνεται με την διανόηση. Θα πρέπει πραγματικά να σταματήσουν οι εξωτερικές δραστηριότητες για να Νοιώσουμε την Πραγματικότητα, το Βάθος και την Ποιότητα της Αληθινής Ουσίας μας. Αυτή είναι η κατάσταση που περιγράφει η Ανατολική Παράδοση σαν Σαμάντι ή η Χριστιανική Παράδοση σαν Καθαρό Νου.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Στροφή Προς τα Έσω, η Αναγνώριση του Εαυτού, η Εμβάθυνση και η Κατανόηση του Εαυτού, οδηγεί όχι σε ένα άλλο ξεχωριστό, σε ένα εσωτερικό κόσμο σε αντίθεση με τον εξωτερικό αλλά σε μια Διαπλάτυνση της Αντιληπτικής Όρασης, σε ένα Πλατύτερο Κόσμο Ενότητας που συμπεριλαμβάνει μέσα του τον εξωτερικό κόσμο των παροδικών φαινομένων ,σε μια «Σύνθεση» του Εσωτερικού και του «εξωτερικού», σε μια «ολότητα» που καταργεί τους διαχωρισμούς εσωτερικό εξωτερικό, σε μια Πρώτη Αντίληψη της Ολότητας της Ύπαρξης, στο Όλο (που Βρίσκεται στο Απέραντο Βάθος).
Ήδη ο «διαχωρισμός» μας από το Όλο, η ανάδυση της «συνείδησης», του αντιληπτικού κέντρου, μας διαχωρίζει από το «περιβάλλον», τον κόσμο, το Άλλο. Αντιλαμβανόμαστε πάντα ότι «κατοικούμε» μέσα στο Άλλο, το Οποίο δεν είναι απλά το «περιβάλλον» αλλά η «Κατοικία» κι Αυτό που μας Γέννησε, η Μητέρα Φύση, ο Ουρανός Άνωθεν που Γεννά τα Πάντα, ο ''Θεός''. Τουλάχιστον αυτή είναι η βασική κοσμοθεωρητική αντίληψη του ανθρώπου, εδώ και χιλιάδες χρόνια, η «θρησκευτική» αντίληψη.
Εξαιτίας της υιοθέτησης αυτής της αντίληψης (αυτού του τρόπου αντίληψης) ο Άνθρωπος αισθάνεται πως «διαχωρίζεται» από το Άλλο, από την Φύση, το Παγκόσμιο, τον Θεό. Και πάντα, το Πρόβλημα του Ανθρώπου είναι η «Σύνδεση με το Άλλο», η «Επικοινωνία» με το Όλο και ο Τρόπος Ένωσης, η «Ένωση» με το Άλλο, που Έχει Ένα Μυστηριώδες Βάθος, πέρα από την ανθρώπινη αντίληψη. Είναι το Όντως Ον, το Αληθινό Είναι, η Πηγή του Είναι, το Εσωτερικό Είναι Όλων των Όντων, η Εσώτερη Ουσία, η Πραγματικότητα, η Αλήθεια, κλπ. Έτσι γεννήθηκε η Πρώτη Αντίληψη του Θεού, η Προσπάθεια Επανένωσης της διασπασμένης ύπαρξης, η Οδός της Θρησκείας, η Θρησκεία. Όχι σαν απλή θεωρητική εξήγηση της ύπαρξης, σαν ερμηνεία της ζωής και των φαινομένων αλλά σαν Πρακτικός Βίος, σαν Βιωματική Εμπειρία της Ουσίας της Ύπαρξης, σαν Αληθινή Ζωή.
Ο Άνθρωπος, στην προσπάθειά του να Κατανοήσει, πάντα με τα εξωτερικά μέσα που διέθετε, προσπάθησε να καταλάβει το Μυστηριώδες Βάθος του Κόσμου, από Που έρχεται η ύπαρξη, Που πηγαίνει η «δύναμη» που εμψυχώνει το σώμα, όταν το σώμα κείτεται «άψυχο», νεκρό. Λογικά κατανοούσε ότι η Μυστηριώδης Δύναμη που Δημιούργησε την Φύση που Αντιλαμβανόμαστε (κι όσα «διαισθανόμαστε»), η δύναμη που εμψυχώνει το σώμα και φεύγει με τον «θάνατο», ανήκουν όχι στον κόσμο των αισθήσεων, των φαινομένων, αλλά σε ένα Άλλο Κόσμο, που ίσως δεν θα μπορούσε να διερευνήσει ούτε η διανόηση – η διανόηση θα μπορούσε ίσως να υιοθετήσει μόνο, με την «πίστη», αλλά όχι να αποδείξει ή να αγγίξει.
Έτσι, από πολύ παλιά, χιλιετηρίδες πίσω, έγινε κατανοητό από τον άνθρωπο ότι όσο κι αν ψάχνει να διερευνήσει τον εαυτό του, τον κόσμο, αυτό που συμβαίνει, με εξωτερικές δυνάμεις, θα φτάνει πάντα σε αδιέξοδο, γιατί αυτό που ζητά δεν είναι μέσα στον κόσμο που αντιλαμβάνεται, που έφτιαξε με την αντίληψη, με την διανόηση και τις αισθήσεις. Υπήρξαν άνθρωποι, από πολύ παλιά, που κατανόησαν ότι ο κόσμος των ανθρώπων, που φτιάχνουν με την διανόηση, τις αισθήσεις, την γνώση, την μνήμη, τον πολιτισμό, είναι απλά μια ανθρώπινη κατασκευή, κάτι περιορισμένο (σαν προϊόν μια ανθρώπινης λειτουργίας, της διανόησης) και δεν μπορεί να ταυτιστεί με την Πραγματικότητα που Υπερβαίνει κατά πολύ όλες αυτές τις περιορισμένες αντιλήψεις. Το Όλο Είναι Το Μυστηριώδες Μέσα στο Οποίο Ενώνονται Όλα και δεν υπάρχουν «διαχωρισμοί», Είναι Πέρα από κάθε αντίληψη, πέρα από εγώ και αντικείμενο, Πέρα από όλα.
Που είναι λοιπόν το «λάθος» των ανθρώπων; Το λάθος βρίσκεται στο ότι ενώ ξεκινούν από την μόνη πραγματική υπαρξιακή βάση (την Συνείδηση, το Υπάρχω, το Είμαι, το Είμαι Εδώ, Τώρα) αντιλαμβάνονται εξωτερικά και «ταυτίζουν» την αντίληψη με την πραγματικότητα, ενώ πρόκειται μόνο για αντίληψη, για μια αντίληψη, (και πάντα θα πρόκειται για αντίληψη, για μια αντίληψη, για μια «κατασκευή»). Ίσως θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να Αναζητήσουν την Αλήθεια με «άλλο τρόπο».
Αυτό σημαίνει να Αναζητήσουν Μέσα, στον Ίδιο τον Εαυτό, την Διαφώτιση της Ύπαρξης, την Κατανόηση με Ίδιες Εσωτερικές Δυνάμεις κι όχι με την εξωτερική δραστηριότητα της διανόησης ή με τις αισθήσεις. Έτσι δημιουργήθηκε ο Εσωτερισμός, η Στροφή Προς Τα Έσω, η Γνώση του Εαυτού. Κι αυτό τον Δρόμο ακολούθησαν όλοι εκείνοι που ήθελαν να Κατανοήσουν την Αληθινή Φύση του Ανθρώπου για να ξεπεράσουν τον κόσμο της δυαδικότητας, του διαχωρισμού υποκειμένου, αντικειμένου, τον κόσμο της αυταπάτης και να Ανυψωθούν στον Κόσμο της Ενότητας, στην Βιωματική Εμπειρία του Όλου.
Η Στροφή Προς Τα Έσω δεν οδηγεί σε ένα απομονωμένο και πλαστό υποκειμενισμό αλλά στην Αντικειμενική Βάση στην Οποία Εδράζεται το Υποκείμενο, στην Αντικειμενική Ύπαρξή μας, στην Αληθινή Ουσία μας. Αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει να βιώσει κάποιος για να κατανοήσει. Δεν συλλαμβάνεται με την διανόηση. Θα πρέπει πραγματικά να σταματήσουν οι εξωτερικές δραστηριότητες για να Νοιώσουμε την Πραγματικότητα, το Βάθος και την Ποιότητα της Αληθινής Ουσίας μας. Αυτή είναι η κατάσταση που περιγράφει η Ανατολική Παράδοση σαν Σαμάντι ή η Χριστιανική Παράδοση σαν Καθαρό Νου.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Στροφή Προς τα Έσω, η Αναγνώριση του Εαυτού, η Εμβάθυνση και η Κατανόηση του Εαυτού, οδηγεί όχι σε ένα άλλο ξεχωριστό, σε ένα εσωτερικό κόσμο σε αντίθεση με τον εξωτερικό αλλά σε μια Διαπλάτυνση της Αντιληπτικής Όρασης, σε ένα Πλατύτερο Κόσμο Ενότητας που συμπεριλαμβάνει μέσα του τον εξωτερικό κόσμο των παροδικών φαινομένων ,σε μια «Σύνθεση» του Εσωτερικού και του «εξωτερικού», σε μια «ολότητα» που καταργεί τους διαχωρισμούς εσωτερικό εξωτερικό, σε μια Πρώτη Αντίληψη της Ολότητας της Ύπαρξης, στο Όλο (που Βρίσκεται στο Απέραντο Βάθος).
Η δυσκολία του σχετίζεσθαι
Αλήθεια τι θα απαντούσες στην ερώτηση, «ποιος ξέρει καλύτερα από σχέσεις; Οι ενήλικοι ή τα παιδιά;».
Σ αυτό το άρθρο ίσως βρεις μια απάντηση στην ερώτηση αυτή. Δεν θα απαντήσει κανείς άλλος παρά μόνο εσύ. Ξέχνα σωστό και λάθος, πρέπει, γνώσεις και κοινωνικές επιταγές και απάντησε με την καρδιά σου. Κλείσε τα μάτια σου και στρέψε την προσοχή σου προς το στήθος σου. Υπάρχει μια αίσθηση εκεί. Αφουγκράσου κάτι έχει να σου πει.
Πολλές φορές στην ενήλικη ζωή σου θα έχεις αναρωτηθεί τι μπορεί να πηγαίνει λάθος στις σχέσεις σου ή τι μπορεί να πηγαίνει λάθος μ’ εσένα. Τι λάθος μπορεί να κάνεις και οι κοντινοί σου ή ο/η σύντροφος σου δεν σε καταλαβαίνουν.
Μήπως φταις εσύ που δεν εξηγείς σωστά; Ή τέλος πάντων τι μπορεί να πηγαίνει λάθος;
Μήπως κουράστηκες τώρα που τα διαβάζεις αυτά;
Μήπως σκέφτεσαι να παρατήσεις το άρθρο στα μισά λέγοντας «τι βλακείες είναι αυτές! Δεν υπάρχει απάντηση η ανάλυση δεν βοηθάει!».
Πριν να παρατήσεις το άρθρο, θέλω απλά να κλείσεις ξανά τα μάτια σου ή έστω να χαμηλώσεις το βλέμμα σου, να πάρεις μια βαθιά ανάσα και να φέρεις στο μυαλό σου την εικόνα του παιδιού που ήσουν κάποτε.
Αλήθεια πως νιώθει αυτό το παιδί;
Πώς σε κοιτάζει;
Τι σου ζητάει;
Έχει παράπονα;
Τι χρειάζεται;
Καλύπτονται οι ανάγκες του;
Στο σήμερα οι ανάγκες του έχουν καλυφθεί η ακόμα προσπαθεί να τις καλύψει;
Μοιάζουν τα συναισθήματά του με αυτά που έχεις εσύ σήμερα;
Αν τα παραπάνω σου φαίνονται οικεία και βρίσκεις κάποιο νόημα τότε ίσως έχεις βρει μια απάντηση στο τι μπορεί να πηγαίνει λάθος στις σχέσεις σου.
Κάθε άλλο παρά καινούργια είναι η θεωρία ότι οι σχέσεις με τους γονείς μας είναι η βάση για όλες τις ενήλικες σχέσεις. Ένα πονεμένο παιδί που παραμένει πονεμένο γιατί κανένας ενήλικας δεν το βοήθησε όπως το χρειαζόταν, ούτε καν εσύ ο ίδιος ως ενήλικας, συνεχίζει να μένει πονεμένο. Συνεχίζει να έχει πληγές που κάθε τόσο αιμορραγούν και προσπαθεί αέναα, μέσα από ανθρώπους που του θυμίζουν τις πρώτες εκείνες σχέσεις με την μαμά και τον μπαμπά, να επιλύσει τα προβλήματα και να βρει αντίδοτο στον πόνο του.
Δυστυχώς, η μέθοδος αυτή αργά η γρήγορα αποτυγχάνει και αν προσφέρει μια πρόσκαιρη ανακούφιση είναι πολύ πιθανό αυτό να μην κρατήσει για πολύ.
Και τώρα ίσως με ρωτήσεις «και τι κάνουμε;».
«Κολυμπάμε». Ναι καλά το διάβασες κολυμπάμε μέσα στα βαθιά, σκουρόχρωμα, μπλε νερά του παιδιού που ήσουν κάποτε. Κι αν έχεις αλλάξει στην όψη και πλέον θεωρείσαι ενήλικας, υπάρχει ένα κομμάτι σου που μοιάζει μ εκείνο το παιδί που ήσουν κάποτε. Αν κοιτάξεις μάλιστα πιο προσεκτικά ίσως δεις πως αυτό το παιδί καταλαμβάνει πολύ περισσότερο χώρο μέσα σου απ’ όσο πίστευες στην αρχή.
Μην σε τρομάζει. Δεν είσαι ανώριμος. Δεν σε κρίνω. Ίσα ίσα συμπάσχω γι’ αυτό το τρομαγμένο, θλιμμένο παιδί που προσπαθούσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες των άλλων κι εκείνο έμενε ανικανοποίητο, φοβισμένο και «άδειο». Καταλαβαίνω πόση κούραση μπορεί να νιώθεις. Και ξαναλέω δεν σε κρίνω. Ίσα ίσα που πιστεύω πως έκανες πολύ καλά ότι σου μάθανε. Απλά παράλληλα πιστεύω πως ίσως δεν είναι ταιριαστό για εσένα. Ίσως να μην το αντέχεις και να στο θυμίζουν πολλά «πράγματα» γύρω σου, με πρώτο και καλύτερο το σώμα σου, αλλά εσύ κάνεις πως δεν ακούς. Τα φιμώνεις, κι όντος μετά από λίγο δεν ακούς. Έχεις εκπαιδεύσει τον εαυτό σου να μην ακούει. Αρχικά είχε αυτή τη δυνατότητα κι έκανες τα πάντα για να τον πείσεις να την μειώσει και τώρα μην σκεφτείς να τον κατηγορήσεις που αγνοεί τα σημάδια..
Τον έμαθες να τα αγνοεί και έχεις την απαίτηση να μην τα αγνοεί; Πόσο απαιτητικό και πόσο άδικο. Ο εαυτός σου έκανε ακριβώς αυτό που του έμαθες και τώρα έχεις την αντίθετη απαίτηση. Μήπως αυτό το παράδοξο που περιγράφεται σου θυμίζει κάτι; Μήπως το έχεις ξανασυναντήσει σαν εμπειρία; Μήπως ως παιδί αυτός είναι ο τρόπος να σχετίζεσαι με τους δικούς σου; Μήπως αυτόν τον τρόπο σου έμαθαν; Και τώρα εσύ το έχεις μάθει τόσο καλά που πλέον σχετίζεσαι έτσι με τον εαυτό σου;
Ενδεχομένως να έχεις μεγαλώσει μέσα σ ένα περιβάλλον όπου τα διπλά μηνύματα έδιναν και έπαιρναν.
Τι σημαίνει ο όρος διπλά μηνύματα; Θα το εξηγήσω με ένα παράδειγμα. Ένας γονιός λέει στο παιδί του πόσο πολύ το αγαπά αλλά τα χείλη του είναι σφιγμένα. Το λεκτικό μήνυμα είναι ένα τρυφερό μήνυμα αγάπης αλλά το μη λεκτικό μήνυμα που δίνεται μέσω της έκφρασης του προσώπου κάθε άλλο παρά τρυφερό είναι.
Και κάπου εδώ αναρωτιέμαι μήπως αυτή είναι η βάση της παιδικής κακοποίησης.
Και για να σε προλάβω με την λέξη κακοποίηση δεν εννοώ αναγκάστηκα την λεκτική ή την σωματική βία ούτε και την σεξουαλική παρενόχληση. Εννοείται πως η έννοια τα συμπεριλαμβάνει αλλά αυτή η έννοια είναι μια ομπρέλα που από κάτω της υπάρχουν κι άλλες πολλές έννοιες.
Μια από αυτές τις έννοιες είναι το βάρος των ευθυνών που έχουν τα παιδιά το οποίο δεν τους αναλογεί.
Μια φράση που ακούμε από πολλούς είναι, «οι γονείς μου δεν με χτυπούσαν, 1 άντε 2 φορές και έφταιγα. Οι καημένοι οι γονείς μου έκαναν τόσα πολλά για να με μεγαλώσουν.»
Εδώ λοιπόν τα παιδιά αυτά από πολύ μικρή ηλικία μπορεί να θεωρήσουν τον εαυτό τους βάρος και επιπλέον κούραση για τους γονείς τους που έκαναν υπερπροσπάθεια να τα μεγαλώσουν. Ακόμα κι αν ήταν απόλυτα δική τους επιλογή να τα φέρουν στον κόσμο αυτά τα παιδιά. Επίσης πολλοί ενήλικες θεωρούν πως αγάπη σημαίνει να είσαι υπεύθυνος για το πως αισθάνεται ο άλλος κι αυτό ενδεχομένως έχει προκύψει από πιθανή γονεοποίηση- δηλαδή οι ρολόι γονέων και παιδιών έχουν αντιστραφεί. Το παραπάνω γεγονός όπως αντιλαμβάνεστε είναι πολύ βαρύ για έναν παιδί και μπορεί να σημαίνει έναν πολύ κουρασμένο, ίσως αγχώδη ή ακόμα και φιλάσθενο ενήλικα.
Από τα παραπάνω μπορείς να συμπεράνεις πως αν προσπαθείς να αγνοείς το μικρό παιδί μέσα σου και όλες τις ανάγκες του που δεν ικανοποιήθηκαν ποτέ τότε θα κουβαλάς έναν απογοητευμένο ενήλικα που ψάχνει να καλύψει τις ανάγκες του μέσα από άλλους ανθρώπους που έχουν κι εκείνοι την δική τους ενδεχομένως δύσκολη ιστορία.
Θα μου πεις, «ε τότε να μην κάνω ποτέ σχέση στη ζωή μου» όχι φυσικά. Αυτό θα ήταν απάνθρωπο καθώς ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν. Δεν ζει μόνο του και εξελίσσεται μέσα από τους άλλους.
Το σημαντικό όμως είναι να προσπαθήσεις εσύ ο ίδιος να γίνεις ο ενήλικας που θα καλύψει τις ανάγκες του παιδιού αυτού που κλαίει και ζητάει μέσα σου, χωρίς να περιμένεις να το κάνουν οι άλλοι. Όταν δίνεις στον εαυτό σου αυτό που έχει ανάγκη τότε οι σχέσεις σου θα γίνονται πιο ουσιαστικές.
Σε σχέση με το παραπάνω, σε καμία περίπτωση δεν εννοώ να σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας και όχι τους άλλους. Ίσα ίσα υγιής σχέση σημαίνει πως σέβομαι τα όρια του άλλου, πως τα δικαιώματα μου τελειώνουν εκεί που ξεκινάνε τα δικαιώματα του άλλου.
Όμως που θα ξέρω τα δικαιώματα μου όταν έχω μεγαλώσει με γονείς που συνέχεια ζητούσαν από εμένα ή παραβίαζαν τον προσωπικό μου χώρο.
Πώς θα ξέρω ποιο είδος αγάπης είναι ταιριαστό για εμένα όταν έχω γνωρίσει σχέσεις με απόσταση και φόβο. Όταν έχω πιστέψει ότι η αγάπη πονάει και ότι με δέρνουν αλλά μ αγαπούν.
Χρειάζεται λοιπόν μια βουτιά στο εσωτερικό μας εαυτό, καλύτερη επίγνωση του παιδιού που κρύβουμε μέσα μας. Αυτή η γνώση είναι πολύ σημαντικό συστατικό για τις καλύτερες, πιο ουσιαστικές, στενές σχέσεις.
Μην ξεχνάτε πως πολλές φορές ερωτευόμαστε ανθρώπους που μας θυμίζουν οικείες καταστάσεις του παρελθόντος μας. Δεν έχει σημασία αν είναι θετικές ή αρνητικές, είναι οικείες και μέσα από αυτές προσπαθούμε να επιλύουμε μια δική μας τραυματική κατάσταση.
Πώς θα την επιλύουμε όμως αν δεν ξεκινάμε την προσπάθεια πρώτα από εμάς τους ίδιους. Άλλωστε ήταν και θα παραμείνει ανέφικτο το να αλλάξουμε τους άλλους.
Σ αυτό το άρθρο ίσως βρεις μια απάντηση στην ερώτηση αυτή. Δεν θα απαντήσει κανείς άλλος παρά μόνο εσύ. Ξέχνα σωστό και λάθος, πρέπει, γνώσεις και κοινωνικές επιταγές και απάντησε με την καρδιά σου. Κλείσε τα μάτια σου και στρέψε την προσοχή σου προς το στήθος σου. Υπάρχει μια αίσθηση εκεί. Αφουγκράσου κάτι έχει να σου πει.
Πολλές φορές στην ενήλικη ζωή σου θα έχεις αναρωτηθεί τι μπορεί να πηγαίνει λάθος στις σχέσεις σου ή τι μπορεί να πηγαίνει λάθος μ’ εσένα. Τι λάθος μπορεί να κάνεις και οι κοντινοί σου ή ο/η σύντροφος σου δεν σε καταλαβαίνουν.
Μήπως φταις εσύ που δεν εξηγείς σωστά; Ή τέλος πάντων τι μπορεί να πηγαίνει λάθος;
Μήπως κουράστηκες τώρα που τα διαβάζεις αυτά;
Μήπως σκέφτεσαι να παρατήσεις το άρθρο στα μισά λέγοντας «τι βλακείες είναι αυτές! Δεν υπάρχει απάντηση η ανάλυση δεν βοηθάει!».
Πριν να παρατήσεις το άρθρο, θέλω απλά να κλείσεις ξανά τα μάτια σου ή έστω να χαμηλώσεις το βλέμμα σου, να πάρεις μια βαθιά ανάσα και να φέρεις στο μυαλό σου την εικόνα του παιδιού που ήσουν κάποτε.
Αλήθεια πως νιώθει αυτό το παιδί;
Πώς σε κοιτάζει;
Τι σου ζητάει;
Έχει παράπονα;
Τι χρειάζεται;
Καλύπτονται οι ανάγκες του;
Στο σήμερα οι ανάγκες του έχουν καλυφθεί η ακόμα προσπαθεί να τις καλύψει;
Μοιάζουν τα συναισθήματά του με αυτά που έχεις εσύ σήμερα;
Αν τα παραπάνω σου φαίνονται οικεία και βρίσκεις κάποιο νόημα τότε ίσως έχεις βρει μια απάντηση στο τι μπορεί να πηγαίνει λάθος στις σχέσεις σου.
Κάθε άλλο παρά καινούργια είναι η θεωρία ότι οι σχέσεις με τους γονείς μας είναι η βάση για όλες τις ενήλικες σχέσεις. Ένα πονεμένο παιδί που παραμένει πονεμένο γιατί κανένας ενήλικας δεν το βοήθησε όπως το χρειαζόταν, ούτε καν εσύ ο ίδιος ως ενήλικας, συνεχίζει να μένει πονεμένο. Συνεχίζει να έχει πληγές που κάθε τόσο αιμορραγούν και προσπαθεί αέναα, μέσα από ανθρώπους που του θυμίζουν τις πρώτες εκείνες σχέσεις με την μαμά και τον μπαμπά, να επιλύσει τα προβλήματα και να βρει αντίδοτο στον πόνο του.
Δυστυχώς, η μέθοδος αυτή αργά η γρήγορα αποτυγχάνει και αν προσφέρει μια πρόσκαιρη ανακούφιση είναι πολύ πιθανό αυτό να μην κρατήσει για πολύ.
Και τώρα ίσως με ρωτήσεις «και τι κάνουμε;».
«Κολυμπάμε». Ναι καλά το διάβασες κολυμπάμε μέσα στα βαθιά, σκουρόχρωμα, μπλε νερά του παιδιού που ήσουν κάποτε. Κι αν έχεις αλλάξει στην όψη και πλέον θεωρείσαι ενήλικας, υπάρχει ένα κομμάτι σου που μοιάζει μ εκείνο το παιδί που ήσουν κάποτε. Αν κοιτάξεις μάλιστα πιο προσεκτικά ίσως δεις πως αυτό το παιδί καταλαμβάνει πολύ περισσότερο χώρο μέσα σου απ’ όσο πίστευες στην αρχή.
Μην σε τρομάζει. Δεν είσαι ανώριμος. Δεν σε κρίνω. Ίσα ίσα συμπάσχω γι’ αυτό το τρομαγμένο, θλιμμένο παιδί που προσπαθούσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες των άλλων κι εκείνο έμενε ανικανοποίητο, φοβισμένο και «άδειο». Καταλαβαίνω πόση κούραση μπορεί να νιώθεις. Και ξαναλέω δεν σε κρίνω. Ίσα ίσα που πιστεύω πως έκανες πολύ καλά ότι σου μάθανε. Απλά παράλληλα πιστεύω πως ίσως δεν είναι ταιριαστό για εσένα. Ίσως να μην το αντέχεις και να στο θυμίζουν πολλά «πράγματα» γύρω σου, με πρώτο και καλύτερο το σώμα σου, αλλά εσύ κάνεις πως δεν ακούς. Τα φιμώνεις, κι όντος μετά από λίγο δεν ακούς. Έχεις εκπαιδεύσει τον εαυτό σου να μην ακούει. Αρχικά είχε αυτή τη δυνατότητα κι έκανες τα πάντα για να τον πείσεις να την μειώσει και τώρα μην σκεφτείς να τον κατηγορήσεις που αγνοεί τα σημάδια..
Τον έμαθες να τα αγνοεί και έχεις την απαίτηση να μην τα αγνοεί; Πόσο απαιτητικό και πόσο άδικο. Ο εαυτός σου έκανε ακριβώς αυτό που του έμαθες και τώρα έχεις την αντίθετη απαίτηση. Μήπως αυτό το παράδοξο που περιγράφεται σου θυμίζει κάτι; Μήπως το έχεις ξανασυναντήσει σαν εμπειρία; Μήπως ως παιδί αυτός είναι ο τρόπος να σχετίζεσαι με τους δικούς σου; Μήπως αυτόν τον τρόπο σου έμαθαν; Και τώρα εσύ το έχεις μάθει τόσο καλά που πλέον σχετίζεσαι έτσι με τον εαυτό σου;
Ενδεχομένως να έχεις μεγαλώσει μέσα σ ένα περιβάλλον όπου τα διπλά μηνύματα έδιναν και έπαιρναν.
Τι σημαίνει ο όρος διπλά μηνύματα; Θα το εξηγήσω με ένα παράδειγμα. Ένας γονιός λέει στο παιδί του πόσο πολύ το αγαπά αλλά τα χείλη του είναι σφιγμένα. Το λεκτικό μήνυμα είναι ένα τρυφερό μήνυμα αγάπης αλλά το μη λεκτικό μήνυμα που δίνεται μέσω της έκφρασης του προσώπου κάθε άλλο παρά τρυφερό είναι.
Και κάπου εδώ αναρωτιέμαι μήπως αυτή είναι η βάση της παιδικής κακοποίησης.
Και για να σε προλάβω με την λέξη κακοποίηση δεν εννοώ αναγκάστηκα την λεκτική ή την σωματική βία ούτε και την σεξουαλική παρενόχληση. Εννοείται πως η έννοια τα συμπεριλαμβάνει αλλά αυτή η έννοια είναι μια ομπρέλα που από κάτω της υπάρχουν κι άλλες πολλές έννοιες.
Μια από αυτές τις έννοιες είναι το βάρος των ευθυνών που έχουν τα παιδιά το οποίο δεν τους αναλογεί.
Μια φράση που ακούμε από πολλούς είναι, «οι γονείς μου δεν με χτυπούσαν, 1 άντε 2 φορές και έφταιγα. Οι καημένοι οι γονείς μου έκαναν τόσα πολλά για να με μεγαλώσουν.»
Εδώ λοιπόν τα παιδιά αυτά από πολύ μικρή ηλικία μπορεί να θεωρήσουν τον εαυτό τους βάρος και επιπλέον κούραση για τους γονείς τους που έκαναν υπερπροσπάθεια να τα μεγαλώσουν. Ακόμα κι αν ήταν απόλυτα δική τους επιλογή να τα φέρουν στον κόσμο αυτά τα παιδιά. Επίσης πολλοί ενήλικες θεωρούν πως αγάπη σημαίνει να είσαι υπεύθυνος για το πως αισθάνεται ο άλλος κι αυτό ενδεχομένως έχει προκύψει από πιθανή γονεοποίηση- δηλαδή οι ρολόι γονέων και παιδιών έχουν αντιστραφεί. Το παραπάνω γεγονός όπως αντιλαμβάνεστε είναι πολύ βαρύ για έναν παιδί και μπορεί να σημαίνει έναν πολύ κουρασμένο, ίσως αγχώδη ή ακόμα και φιλάσθενο ενήλικα.
Από τα παραπάνω μπορείς να συμπεράνεις πως αν προσπαθείς να αγνοείς το μικρό παιδί μέσα σου και όλες τις ανάγκες του που δεν ικανοποιήθηκαν ποτέ τότε θα κουβαλάς έναν απογοητευμένο ενήλικα που ψάχνει να καλύψει τις ανάγκες του μέσα από άλλους ανθρώπους που έχουν κι εκείνοι την δική τους ενδεχομένως δύσκολη ιστορία.
Θα μου πεις, «ε τότε να μην κάνω ποτέ σχέση στη ζωή μου» όχι φυσικά. Αυτό θα ήταν απάνθρωπο καθώς ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν. Δεν ζει μόνο του και εξελίσσεται μέσα από τους άλλους.
Το σημαντικό όμως είναι να προσπαθήσεις εσύ ο ίδιος να γίνεις ο ενήλικας που θα καλύψει τις ανάγκες του παιδιού αυτού που κλαίει και ζητάει μέσα σου, χωρίς να περιμένεις να το κάνουν οι άλλοι. Όταν δίνεις στον εαυτό σου αυτό που έχει ανάγκη τότε οι σχέσεις σου θα γίνονται πιο ουσιαστικές.
Σε σχέση με το παραπάνω, σε καμία περίπτωση δεν εννοώ να σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας και όχι τους άλλους. Ίσα ίσα υγιής σχέση σημαίνει πως σέβομαι τα όρια του άλλου, πως τα δικαιώματα μου τελειώνουν εκεί που ξεκινάνε τα δικαιώματα του άλλου.
Όμως που θα ξέρω τα δικαιώματα μου όταν έχω μεγαλώσει με γονείς που συνέχεια ζητούσαν από εμένα ή παραβίαζαν τον προσωπικό μου χώρο.
Πώς θα ξέρω ποιο είδος αγάπης είναι ταιριαστό για εμένα όταν έχω γνωρίσει σχέσεις με απόσταση και φόβο. Όταν έχω πιστέψει ότι η αγάπη πονάει και ότι με δέρνουν αλλά μ αγαπούν.
Χρειάζεται λοιπόν μια βουτιά στο εσωτερικό μας εαυτό, καλύτερη επίγνωση του παιδιού που κρύβουμε μέσα μας. Αυτή η γνώση είναι πολύ σημαντικό συστατικό για τις καλύτερες, πιο ουσιαστικές, στενές σχέσεις.
Μην ξεχνάτε πως πολλές φορές ερωτευόμαστε ανθρώπους που μας θυμίζουν οικείες καταστάσεις του παρελθόντος μας. Δεν έχει σημασία αν είναι θετικές ή αρνητικές, είναι οικείες και μέσα από αυτές προσπαθούμε να επιλύουμε μια δική μας τραυματική κατάσταση.
Πώς θα την επιλύουμε όμως αν δεν ξεκινάμε την προσπάθεια πρώτα από εμάς τους ίδιους. Άλλωστε ήταν και θα παραμείνει ανέφικτο το να αλλάξουμε τους άλλους.
Μόνο εγώ μπορώ να κάνω τον εαυτό μου χαρούμενο ή λυπημένο
Αποσυνδεθείτε από πράγματα που δεν είναι γραφτό να γίνουν. Αν νιώθετε ότι έχετε κολλήσει και δεν μπορείτε να προχωρήσετε.
Αν νιώθετε απογοητευμένοι και δεσμευμένοι αυτό τον καιρό σε μια κατάσταση που σας ανησυχεί για το ότι δεν μπορείτε να την ελέγξετε, πρέπει να ξέρετε ότι μερικές φορές οι δύσκολες καταστάσεις έρχονται στη ζωή μας για να μας διδάξουν κάτι και να μας κάνουν να αντιληφθούμε τι είναι αυτό που επιθυμούμε ή χρειαζόμαστε τελικά.
Παρόλο που είναι δύσκολη η διαδικασία αποσύνδεσης από τα αποτελέσματα, τις καταστάσεις και τους ανθρώπους για τους οποίους νοιαζόμαστε, η τέχνη της αποστασιοποίησης αποτελεί ένα αναπόφευκτο μάθημα που χρειάζεται να πάρουμε, ώστε να εξελιχθούμε και να προχωρήσουμε ήρεμα τη ζωή μας, αν έχουμε κολλήσει τόσο σε ένα αποτέλεσμα μιας ορισμένης κατάστασης ή έχουμε εστιάσει τόσο σε ένα άτομο που δεν μας θέλει, μας εμποδίζει από το να δεχτούμε κάτι καλύτερο, και να συνδεθούμε περισσότερο με τον αληθινό μας εαυτό και τον σκοπό της ζωής μας.
“Να νιώθετε ευγνωμοσύνη για τις κλειστές πόρτες, τις παρακάμψεις και τα εμπόδια. Σας προστατεύουν από μονοπάτια και μέρη που δεν είναι προορισμένα για εσάς και σας κατευθύνουν προς κάτι καλύτερο”.
Αν έχετε πάντα μαζί σας αυτή την οπτική των πραγμάτων, όταν κάτι δεν λειτουργεί για εσάς, θα αναπτύξετε μια βαθύτερη αίσθηση γαλήνης, γνωρίζοντας ότι όλα θα πάνε καλά τελικά, αργά ή γρήγορα. Η ζωή είναι τόσο σύντομη για να σπαταλάτε πολύτιμο χρόνο, προσπαθώντας να πιέσετε καταστάσεις και ανθρώπους, αντί να αφήνετε τα πράγματα να ρέουν.
“Ό,τι είναι προορισμένο για εσάς, θα βρεθεί στο δρόμο σας”.
Για να προχωρήσουμε μπροστά, πρέπει να μάθουμε να αφήνουμε κάποια πράγματα πίσω μας, καθώς είναι ο μόνος τρόπος να ανακτήσουμε τη δύναμη του νου μας και την ευτυχία μας.
“Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά στο σύμπαν”.
Ένας τρόπος να ανακτήσετε την ηρεμία σας, είναι να χαλαρώσετε την ανάγκη σας για έλεγχο. Δεν μπορούμε να ελέγχουμε κάθε εξωτερική κατάσταση ή το πώς νιώθουν οι άλλοι άνθρωποι. Το μόνο που μπορούμε να ελέγξουμε είναι τη δική μας εσωτερική ηρεμία και την επιλογή μας να εστιάσουμε σε ένα πιο θετικό συναίσθημα.
Πάρτε την απόφαση
Σε κάθε λεπτό και δευτερόλεπτο έχετε την δυνατότητα να αποφασίσετε ότι δεν αξίζει πλέον να αναλώνεστε σε αυτό. Πάρτε μια απόφαση, καταγράψτε τη και εμμείνετε σε αυτή, μέχρι να φύγει εντελώς. Πάρτε την απόφαση να μη δίνετε άλλη ενέργεια σε κάτι που μόνο άσχημα τελικά σας κάνει να νιώθετε και πείτε στον εαυτό σας: “Στο τέλος, κι αυτό θα περάσει”.
Δεν έχετε ανάγκη από τίποτα
Συχνά ανησυχούμε ότι αν χάσουμε μια δουλειά ή ένα άτομο από τη ζωή μας, δεν θα καταφέρουμε να επιβιώσουμε. Όμως, όλα διορθώνονται στο τέλος και μάλιστα γίνονται καλύτερα απ’ ότι θα φανταζόσασταν ποτέ. Εμπιστευτείτε και πιστέψτε στον εαυτό σας, το αξίζετε.
“Όταν δεν χρειάζεστε τίποτα, ελκύετε τα πάντα”.
“Δεν υπάρχει πρόβλημα, υπάρχει μόνο οπτική γωνία” Barbara Kovachich
Όλα είναι μια επιλογή
Ο Corey Wayne (life coach) μας λέει ότι είναι δική μας επιλογή να μένουμε συγχυσμένοι και ενοχλημένοι. Αν θέλετε κάτι ή κάποιον που δεν σας θέλει, η επιλογή είναι δική σας στο να μένετε σε μια κατάσταση που σας απογοητεύει. Αυτό δεν είναι κάτι που ένας άνθρωπος με αυτοπεποίθηση θα έκανε· εκείνος θα έλεγε: “Δεν με θέλεις. Εσύ χάνεις”
“Αν αλλάξεις αυτό που νιώθεις μέσα σου, τότε το εξωτερικό περιβάλλον δεν θα καταφέρει να σε αλλάξει χωρίς τη θέλησή σου”
Να είστε ευγνώμονες
Αρχικά, να νιώθετε ευγνωμοσύνη για το ότι έχετε την υγεία σας, που έχετε τροφή και νερό. Ύστερα, εστιάστε σε όλες εκείνες τις θετικές πλευρές της τρέχουσας κατάστασης που σίγουρα θα υπάρχουν. Χάσατε τη δουλειά σας; Τώρα θα έχετε λίγο χρόνο να σκεφτείτε τι είναι αυτό που θέλετε να κάνετε. Σας άφησε ο/η σύντροφός σας; Τώρα έχετε περισσότερο χρόνο να ασχοληθείτε με τον εαυτό σας και να γίνετε η καλύτερη εκδοχή σας. Τώρα αναρωτηθείτε: Αξίζει τελικά όλο αυτό να ταράζω την ηρεμία του νου και της καρδιάς μου; Θα έχει καμία σημασία για μένα σε ένα ή σε 5 χρόνια από τώρα;
“Όταν δεν υπάρχει γαλήνη στο εξωτερικό σας περιβάλλον, χρειάζεται να βρείτε τη γαλήνη μέσα σας”
Ψάξτε μέσα σας
Κάντε ένα διάλειμμα, 5 λεπτά σιωπής, έναν όμορφο και ήρεμο περίπατο.
“Γίνετε εσείς η πηγή της ευτυχίας σας” –Dr. Quin Trey
Βάλτε τέλος στις προσδοκίες
Σκεφτείτε γιατί σας ενοχλεί τόσο πολύ αυτό; Ελέγξτε τι είναι αυτό που πυροδοτεί τον προβληματισμό σας και αυτή η αναγνώριση θα σας βοηθήσει να λύσετε τις εσωτερικές σας συγκρούσεις, να απωλέσετε τα βαρίδια των προσδοκιών και να βρείτε τελικά τι είναι αυτό που χρειάζεστε.
Αφήστε τα πίσω σας
Αφήστε πίσω όλες εκείνες τις ιδέες, τα ιδανικά και τις προσδοκίες που σας ταλαιπωρούν. Απελευθερωθείτε από τις περιστάσεις.
«Ευτυχία είναι το να αποδεσμεύεσαι από αυτό που νομίζεις ότι η ζωή σου θα έπρεπε να είναι και το να την απολαμβάνεις για όλα όσα είναι» -Mandy Hale
Μόνο εγώ μπορώ να κάνω τον εαυτό μου χαρούμενο ή λυπημένο.
Αν νιώθετε απογοητευμένοι και δεσμευμένοι αυτό τον καιρό σε μια κατάσταση που σας ανησυχεί για το ότι δεν μπορείτε να την ελέγξετε, πρέπει να ξέρετε ότι μερικές φορές οι δύσκολες καταστάσεις έρχονται στη ζωή μας για να μας διδάξουν κάτι και να μας κάνουν να αντιληφθούμε τι είναι αυτό που επιθυμούμε ή χρειαζόμαστε τελικά.
Παρόλο που είναι δύσκολη η διαδικασία αποσύνδεσης από τα αποτελέσματα, τις καταστάσεις και τους ανθρώπους για τους οποίους νοιαζόμαστε, η τέχνη της αποστασιοποίησης αποτελεί ένα αναπόφευκτο μάθημα που χρειάζεται να πάρουμε, ώστε να εξελιχθούμε και να προχωρήσουμε ήρεμα τη ζωή μας, αν έχουμε κολλήσει τόσο σε ένα αποτέλεσμα μιας ορισμένης κατάστασης ή έχουμε εστιάσει τόσο σε ένα άτομο που δεν μας θέλει, μας εμποδίζει από το να δεχτούμε κάτι καλύτερο, και να συνδεθούμε περισσότερο με τον αληθινό μας εαυτό και τον σκοπό της ζωής μας.
“Να νιώθετε ευγνωμοσύνη για τις κλειστές πόρτες, τις παρακάμψεις και τα εμπόδια. Σας προστατεύουν από μονοπάτια και μέρη που δεν είναι προορισμένα για εσάς και σας κατευθύνουν προς κάτι καλύτερο”.
Αν έχετε πάντα μαζί σας αυτή την οπτική των πραγμάτων, όταν κάτι δεν λειτουργεί για εσάς, θα αναπτύξετε μια βαθύτερη αίσθηση γαλήνης, γνωρίζοντας ότι όλα θα πάνε καλά τελικά, αργά ή γρήγορα. Η ζωή είναι τόσο σύντομη για να σπαταλάτε πολύτιμο χρόνο, προσπαθώντας να πιέσετε καταστάσεις και ανθρώπους, αντί να αφήνετε τα πράγματα να ρέουν.
“Ό,τι είναι προορισμένο για εσάς, θα βρεθεί στο δρόμο σας”.
Για να προχωρήσουμε μπροστά, πρέπει να μάθουμε να αφήνουμε κάποια πράγματα πίσω μας, καθώς είναι ο μόνος τρόπος να ανακτήσουμε τη δύναμη του νου μας και την ευτυχία μας.
“Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά στο σύμπαν”.
Ένας τρόπος να ανακτήσετε την ηρεμία σας, είναι να χαλαρώσετε την ανάγκη σας για έλεγχο. Δεν μπορούμε να ελέγχουμε κάθε εξωτερική κατάσταση ή το πώς νιώθουν οι άλλοι άνθρωποι. Το μόνο που μπορούμε να ελέγξουμε είναι τη δική μας εσωτερική ηρεμία και την επιλογή μας να εστιάσουμε σε ένα πιο θετικό συναίσθημα.
Πάρτε την απόφαση
Σε κάθε λεπτό και δευτερόλεπτο έχετε την δυνατότητα να αποφασίσετε ότι δεν αξίζει πλέον να αναλώνεστε σε αυτό. Πάρτε μια απόφαση, καταγράψτε τη και εμμείνετε σε αυτή, μέχρι να φύγει εντελώς. Πάρτε την απόφαση να μη δίνετε άλλη ενέργεια σε κάτι που μόνο άσχημα τελικά σας κάνει να νιώθετε και πείτε στον εαυτό σας: “Στο τέλος, κι αυτό θα περάσει”.
Δεν έχετε ανάγκη από τίποτα
Συχνά ανησυχούμε ότι αν χάσουμε μια δουλειά ή ένα άτομο από τη ζωή μας, δεν θα καταφέρουμε να επιβιώσουμε. Όμως, όλα διορθώνονται στο τέλος και μάλιστα γίνονται καλύτερα απ’ ότι θα φανταζόσασταν ποτέ. Εμπιστευτείτε και πιστέψτε στον εαυτό σας, το αξίζετε.
“Όταν δεν χρειάζεστε τίποτα, ελκύετε τα πάντα”.
“Δεν υπάρχει πρόβλημα, υπάρχει μόνο οπτική γωνία” Barbara Kovachich
Όλα είναι μια επιλογή
Ο Corey Wayne (life coach) μας λέει ότι είναι δική μας επιλογή να μένουμε συγχυσμένοι και ενοχλημένοι. Αν θέλετε κάτι ή κάποιον που δεν σας θέλει, η επιλογή είναι δική σας στο να μένετε σε μια κατάσταση που σας απογοητεύει. Αυτό δεν είναι κάτι που ένας άνθρωπος με αυτοπεποίθηση θα έκανε· εκείνος θα έλεγε: “Δεν με θέλεις. Εσύ χάνεις”
“Αν αλλάξεις αυτό που νιώθεις μέσα σου, τότε το εξωτερικό περιβάλλον δεν θα καταφέρει να σε αλλάξει χωρίς τη θέλησή σου”
Να είστε ευγνώμονες
Αρχικά, να νιώθετε ευγνωμοσύνη για το ότι έχετε την υγεία σας, που έχετε τροφή και νερό. Ύστερα, εστιάστε σε όλες εκείνες τις θετικές πλευρές της τρέχουσας κατάστασης που σίγουρα θα υπάρχουν. Χάσατε τη δουλειά σας; Τώρα θα έχετε λίγο χρόνο να σκεφτείτε τι είναι αυτό που θέλετε να κάνετε. Σας άφησε ο/η σύντροφός σας; Τώρα έχετε περισσότερο χρόνο να ασχοληθείτε με τον εαυτό σας και να γίνετε η καλύτερη εκδοχή σας. Τώρα αναρωτηθείτε: Αξίζει τελικά όλο αυτό να ταράζω την ηρεμία του νου και της καρδιάς μου; Θα έχει καμία σημασία για μένα σε ένα ή σε 5 χρόνια από τώρα;
“Όταν δεν υπάρχει γαλήνη στο εξωτερικό σας περιβάλλον, χρειάζεται να βρείτε τη γαλήνη μέσα σας”
Ψάξτε μέσα σας
Κάντε ένα διάλειμμα, 5 λεπτά σιωπής, έναν όμορφο και ήρεμο περίπατο.
“Γίνετε εσείς η πηγή της ευτυχίας σας” –Dr. Quin Trey
Βάλτε τέλος στις προσδοκίες
Σκεφτείτε γιατί σας ενοχλεί τόσο πολύ αυτό; Ελέγξτε τι είναι αυτό που πυροδοτεί τον προβληματισμό σας και αυτή η αναγνώριση θα σας βοηθήσει να λύσετε τις εσωτερικές σας συγκρούσεις, να απωλέσετε τα βαρίδια των προσδοκιών και να βρείτε τελικά τι είναι αυτό που χρειάζεστε.
Αφήστε τα πίσω σας
Αφήστε πίσω όλες εκείνες τις ιδέες, τα ιδανικά και τις προσδοκίες που σας ταλαιπωρούν. Απελευθερωθείτε από τις περιστάσεις.
«Ευτυχία είναι το να αποδεσμεύεσαι από αυτό που νομίζεις ότι η ζωή σου θα έπρεπε να είναι και το να την απολαμβάνεις για όλα όσα είναι» -Mandy Hale
Μόνο εγώ μπορώ να κάνω τον εαυτό μου χαρούμενο ή λυπημένο.
Η ακατανίκητη δύναμη του συναισθήματος
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι είναι αυτό που δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα ένας άνθρωπος; Τι είναι αυτό που τον καίει περισσότερο; Τι είναι αυτό που τον καθορίζει και τον παρασέρνει;
Σίγουρα μιλάμε για τον ατομικισμό του απόλυτα. Αλλά τι είναι αυτό που τον παρακινεί στην πραγματικότητα να σκεφτεί, να δράσει, να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, ακόμα και το πιο απλό πράγμα.
Αυτό που ¨αναγκάζει¨ τον άνθρωπο να κάνει το οτιδήποτε, είναι το συναίσθημα.
Μπορεί σε μερικούς να είναι αδύνατον να το πιστέψουν, κι όμως, είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας των πράξεων και των σκέψεων μας. Το συναίσθημα είναι τόσο απόλυτο, τόσο ισχυρό ώστε να φέρει στα ύψη τον άνθρωπο, αλλά και να τον καταστρέψει τελείως.
Οι άνθρωποι πάντα χρησιμοποιούνε το συναίσθημα. Όχι εσκεμμένα, ούτε ηθελημένα. Αλλά ασυνείδητα, απρόοπτα. Είναι δύσκολο να αποφύγουμε τα συναισθήματα μας. Για αυτό κάποιες φορές φτάνουν στο σημείο να μας κυριεύουν.
Όλος ο κόσμος κυριαρχείται και περιβάλλεται από ένα σωρό ανεξήγητα συναισθήματα. Κάνουν τον άνθρωπο να περιθωριοποιήσει την λογική. Διώχνει κάθε ίχνος καθαρής σκέψης. Το συναίσθημα, είναι ένας έντονος πόθος που κυριεύει την ψυχή και το μυαλό μας. Εγκλωβίζει κυρίως το μυαλό μέσα σε μία σακούλα τρεμάμενη από τις φωνές τους και ύστερα σταθεροποιεί τις θελήσεις τους μέσω της ψυχής. Τότε είναι που λέμε ότι λειτουργεί πιο πολύ το παρασυμπαθητικό και δεν υπάρχει συνοχή, δεν υπάρχει λογική πλευρά.
Όλοι αυτοί που κυριεύονται από τα αυταρχικά συναισθήματα τους λέγονται δειλοί. Δειλοί γιατί δεν μπορούν να αντισταθούν στις φωνές που βομβαρδίζουν τη λογική τους. Επομένως ο πραγματικά θαρραλέος άνθρωπος δεν είναι αυτός που δεν φοβάται να αντιμετωπίσει κάποιες δύσκολες καταστάσεις, αλλά αυτός που μπορεί να αποστασιοποιηθεί από τα συναισθήματα του και τα πάθη του. Αυτός θεωρείται ο πραγματικά θαρραλέος άνθρωπος, εκείνος που απελευθερώνει τα δεσμά του, που αντιστέκεται ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό. Ο οποίος μπορεί άλλοτε να είναι ο καλύτερος σου φίλος , αλλά και ο χειρότερος σου εχθρός.
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, πως θα ήταν η ζωή χωρίς συναισθήματα; Θα ήταν τα πράγματα πιο ξεκάθαρα; Αν δεν υπήρχε το συναίσθημα για να θολώσει το μυαλό μας, μήπως θα ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι;
Είναι υποθέσεις του μυαλού για να γαληνέψει την καταπονημένη ψυχή. Ίσως να χρειαζόμασταν και μία δόση απανθρωπιάς και αναισθησίας μέσα μας. Όλοι μας. Ίσως έτσι δεν θα πονούσαμε τόσο, δεν θα μαραζώναμε τόσο, δεν θα αναρωτιόμασταν γιατί αυτός έκανε εκείνο, γιατί είπε αυτό. Δεν θα καθόμασταν τα βράδια να σκεφτόμαστε αργά πως έχει καταντήσει η ζωή μας και αν αξίζουμε αυτό που λαμβάνουμε. Απλά θα προσπερνούσαμε κάθε δυσάρεστο γεγονός που θα βρίσκαμε μπροστά μας, θα το ποδοπατούσαμε μέχρι να εξαφανιστεί από την μνήμη της ψυχής και θα συνεχίζαμε ήρεμοι και ακατάπαυστοι.
Και έτσι έρχεται αυτή η στιγμή που απογοητεύεσαι και αποκαρδιώνεσαι και αυτά είναι σημάδια κακά, ολισθηρά και από εκεί και πέρα ακολουθεί ο θάνατος της ωραίας σκέψης. Δεν τη σώζει τίποτα, όσο κι αν τρέχεις να προλάβεις. Είναι σαν το γυαλί που όταν ραγίζει δεν ξανά κολλάει.
Έτσι, απογοητευμένος και προβληματισμένος κλείνεσαι στον εαυτό σου. Βρίσκεις πως μόνο αυτός σου μένει πιστός. Κάνεις χίλιους όρκους, να μην ξαναφήσεις την καρδιά σου να την ποδοπατήσουν. Οχυρώνεσαι, βάζεις σύρτες και αμπάρες, μα κάποια στιγμή πνίγεσαι ασφυκτιάς. Και αρχίζεις σιγά σιγά να ξεκλειδώνεις , ετοιμάζεσαι και πάλι να βγεις στον ήλιο.
Μόνος του κανένας δεν ζει ούτε στον παράδεισο. Όσες απογοητεύσεις και αν δοκιμάσει, πάλι θα δεχτεί ή θα προσφέρει «χείρα φιλίας». Το αντίθετο θα ήταν αφύσικο.
Αυτή είναι η ακατανίκητη δύναμη του συναισθήματος. Έτσι λειτουργεί. Το συναίσθημα σου θυμίζει είτε ότι υπάρχεις ευχάριστα, είτε το πόσο ανόητος είσαι.
Σίγουρα μιλάμε για τον ατομικισμό του απόλυτα. Αλλά τι είναι αυτό που τον παρακινεί στην πραγματικότητα να σκεφτεί, να δράσει, να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, ακόμα και το πιο απλό πράγμα.
Αυτό που ¨αναγκάζει¨ τον άνθρωπο να κάνει το οτιδήποτε, είναι το συναίσθημα.
Μπορεί σε μερικούς να είναι αδύνατον να το πιστέψουν, κι όμως, είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας των πράξεων και των σκέψεων μας. Το συναίσθημα είναι τόσο απόλυτο, τόσο ισχυρό ώστε να φέρει στα ύψη τον άνθρωπο, αλλά και να τον καταστρέψει τελείως.
Οι άνθρωποι πάντα χρησιμοποιούνε το συναίσθημα. Όχι εσκεμμένα, ούτε ηθελημένα. Αλλά ασυνείδητα, απρόοπτα. Είναι δύσκολο να αποφύγουμε τα συναισθήματα μας. Για αυτό κάποιες φορές φτάνουν στο σημείο να μας κυριεύουν.
Όλος ο κόσμος κυριαρχείται και περιβάλλεται από ένα σωρό ανεξήγητα συναισθήματα. Κάνουν τον άνθρωπο να περιθωριοποιήσει την λογική. Διώχνει κάθε ίχνος καθαρής σκέψης. Το συναίσθημα, είναι ένας έντονος πόθος που κυριεύει την ψυχή και το μυαλό μας. Εγκλωβίζει κυρίως το μυαλό μέσα σε μία σακούλα τρεμάμενη από τις φωνές τους και ύστερα σταθεροποιεί τις θελήσεις τους μέσω της ψυχής. Τότε είναι που λέμε ότι λειτουργεί πιο πολύ το παρασυμπαθητικό και δεν υπάρχει συνοχή, δεν υπάρχει λογική πλευρά.
Όλοι αυτοί που κυριεύονται από τα αυταρχικά συναισθήματα τους λέγονται δειλοί. Δειλοί γιατί δεν μπορούν να αντισταθούν στις φωνές που βομβαρδίζουν τη λογική τους. Επομένως ο πραγματικά θαρραλέος άνθρωπος δεν είναι αυτός που δεν φοβάται να αντιμετωπίσει κάποιες δύσκολες καταστάσεις, αλλά αυτός που μπορεί να αποστασιοποιηθεί από τα συναισθήματα του και τα πάθη του. Αυτός θεωρείται ο πραγματικά θαρραλέος άνθρωπος, εκείνος που απελευθερώνει τα δεσμά του, που αντιστέκεται ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό. Ο οποίος μπορεί άλλοτε να είναι ο καλύτερος σου φίλος , αλλά και ο χειρότερος σου εχθρός.
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, πως θα ήταν η ζωή χωρίς συναισθήματα; Θα ήταν τα πράγματα πιο ξεκάθαρα; Αν δεν υπήρχε το συναίσθημα για να θολώσει το μυαλό μας, μήπως θα ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι;
Είναι υποθέσεις του μυαλού για να γαληνέψει την καταπονημένη ψυχή. Ίσως να χρειαζόμασταν και μία δόση απανθρωπιάς και αναισθησίας μέσα μας. Όλοι μας. Ίσως έτσι δεν θα πονούσαμε τόσο, δεν θα μαραζώναμε τόσο, δεν θα αναρωτιόμασταν γιατί αυτός έκανε εκείνο, γιατί είπε αυτό. Δεν θα καθόμασταν τα βράδια να σκεφτόμαστε αργά πως έχει καταντήσει η ζωή μας και αν αξίζουμε αυτό που λαμβάνουμε. Απλά θα προσπερνούσαμε κάθε δυσάρεστο γεγονός που θα βρίσκαμε μπροστά μας, θα το ποδοπατούσαμε μέχρι να εξαφανιστεί από την μνήμη της ψυχής και θα συνεχίζαμε ήρεμοι και ακατάπαυστοι.
Και έτσι έρχεται αυτή η στιγμή που απογοητεύεσαι και αποκαρδιώνεσαι και αυτά είναι σημάδια κακά, ολισθηρά και από εκεί και πέρα ακολουθεί ο θάνατος της ωραίας σκέψης. Δεν τη σώζει τίποτα, όσο κι αν τρέχεις να προλάβεις. Είναι σαν το γυαλί που όταν ραγίζει δεν ξανά κολλάει.
Έτσι, απογοητευμένος και προβληματισμένος κλείνεσαι στον εαυτό σου. Βρίσκεις πως μόνο αυτός σου μένει πιστός. Κάνεις χίλιους όρκους, να μην ξαναφήσεις την καρδιά σου να την ποδοπατήσουν. Οχυρώνεσαι, βάζεις σύρτες και αμπάρες, μα κάποια στιγμή πνίγεσαι ασφυκτιάς. Και αρχίζεις σιγά σιγά να ξεκλειδώνεις , ετοιμάζεσαι και πάλι να βγεις στον ήλιο.
Μόνος του κανένας δεν ζει ούτε στον παράδεισο. Όσες απογοητεύσεις και αν δοκιμάσει, πάλι θα δεχτεί ή θα προσφέρει «χείρα φιλίας». Το αντίθετο θα ήταν αφύσικο.
Αυτή είναι η ακατανίκητη δύναμη του συναισθήματος. Έτσι λειτουργεί. Το συναίσθημα σου θυμίζει είτε ότι υπάρχεις ευχάριστα, είτε το πόσο ανόητος είσαι.
ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΑ ΠΥΘΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Στην αρχαία Ελλάδα οι καλές τέχνες έφθασαν στο ύψιστο σημείο τελειότητας και έδωσαν εκπληκτικά πρότυπα προς μίμηση σ’ όλους τους λαούς. Η επική ποίηση συγχωνεύτηκε με τη λυρική και έχοντας πυρήνα το διθύραμβο διαμόρφωσαν την τραγωδία. Το τελειότερο και συγκλονιστικότερο θεατρικό είδος των αιώνων. Ταυτόχρονα η αυτάδελφη του ποιητικού λόγου, η μουσική έκανε εκπληκτικά άλματα προόδου
Στην ανάπτυξη αυτών συνετέλεσαν πολύ οι μουσικού και δραματικοί αγώνες που τελούσαν μαζί με τους άλλους αγώνες σ’ όλη την αρχαία Ελλάδα. Οι αγώνες αυτοί ήσαν τα Ολύμπια που γινόντουσαν στην Ολυμπία προς τιμήν του Ολυμπίου Διός.Τα Πύθια που τελούσαν στους Δελφούς προς τιμήν του Απόλλωνος. Τα Ισθμια στην Κόρινθο προς τιμήν του Ποσειδώνος. Τα Νέμεα στην Νεμέα. Τα Παναθήναια στην Αθήνα προς τιμήν της Αθηνάς. Τα Κάρνεια στη Σπάρτη προς τιμήν του Κάρνειου Απόλλωνος. Τα Διονύσια Λύναια και Ανθεστήρια στην Αθήνα προς τιμήν του Διονύσου. Αλλά τελούσαν και άλλους μικρότερης σημασίας αγώνες όπως τα Ελευσίνια κλπ.’όμως οι πιο σπουδαίοι ήσαν τα Πύθια και οι Ολυμπιακοί αγώνες γιατί συμμετείχαν αθλητές από όλη την Ελλάδα.
Για να γίνουν περισσότερο κατανοητοί οι τελούμενοι μουσικοί και δραματικοί αγώνες θα πρέπει να δούμε τη θέση της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα , καθώς και την σχέση της με την ποίηση και την τραγωδία. Η μουσική εθεωρείτο ο κυριότερος παράγοντας της ψυχικής καλλιέργειας. Και συντελούσε στη διάπλαση και την διαμόρφωση του ψυχικού μας κόσμου. Η μουσική συνυπήρχε πάντοτε με την ποίηση αλλά και με το χορό. Δεν υπήρχε μουσική χωρίς ποίηση και ποίηση χωρίς μουσική, εκτός πολύ ελαχίστων εξαιρέσεων , οι δε ποιητές ήσαν κατά κανόνα και εξαίρετοι μουσικοί. Συνόδευαν οι ίδιοι τα ποιήματά τους συνήθως παίζοντας κιθάρα ή λύρα.
Ο Πλάτων θεωρούσε τη μουσική σαν αναπόσπαστο μέρος της παιδείας και απαραίτητο στοιχείο του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Είχε δε ευρύτερη έννοια – μουσική ήταν και η φιλοσοφία και τα μαθηματικά – γι’αυτό και οι μεγάλοι άνδρες εκείνης της εποχής επιδίδονταν στη μουσική με ιδιαίτερη φροντίδα. Και αυτός ο Σωκράτης στα εξήντα χρόνια του καταπιάστηκε να τελειοποιηθεί στη μουσική ο δε Θεμιστοκλής εθεωρείτο απαίδευτος επειδή δεν ήξερε μουσική Γενικώς η έλλειψη μουσικής μόρφωσης εθεωρείτο προσβολή. Επίσης ο Πλάτων στην «Πολιτεία» έλεγε για τη μουσική και την γυμναστική πως τις χάρισε κάποιος θεός στους ανθρώπους για την ισορροπία γερού σώματος και καλλιεργημένου πνεύματος, συνδυάζοντας την ανδρεία με τη σοφία. Διευκρίνιζε δε ότι μόνον η καλή μουσική είναι εκείνη που εμπνέει στον άνθρωπο γενναία φρονήματα και όχι εκείνη που μας δίνει απλώς ευχαρίστηση. Η μουσική στην αρχαία τραγωδία συνόδευε το χορό των ανδρών και των γυναικών. Χρησιμοποιούσαν δε τη λύρα, την κιθάρα αυλούς και άλλα όργανα. Ο χορός και η μουσική ήταν τα λυρικά στοιχεία της τραγωδίας, ενώ η δράση και ο λόγος τα δραματικά στοιχεία.
Τα Πύθια που ήσαν στην αρχή μόνο μουσικού αγώνες γινόντουσαν κάθε πέντε χρόνια προς τιμή του Απόλλωνα που είχε σκοτώσει το δράκοντα Πύθωνα. Από το 582 π.χ. γενικεύτηκαν και περιέλαβαν και άλλους αγώνες. Δραματικούς ιππικούς και αγώνες μικρού και διπλού δρόμου. Την επιμέλεια και οργάνωση είχαν οι «ιερομνήμονες», δηλαδή οι ενθυμούμενοι, οι γνωρίζοντες και τηρούντες τα ιερά αρχεία της θρησκείας. Οι ιερομνήμονες εφρόντιζαν να δίνουν μεγάλη επισημότητα στους αγώνες. Άρχιζαν και τελείωναν με λαμπρές θρησκευτικές τελετές. Επίσης οι αθλητές προσέφεραν θυσίες στο θεό Απόλλωνα πριν από τα αγωνίσματα. Έχαιραν δε ιδιαιτέρας τιμής και τους έδιναν διάφορα χρηματικά βραβεία και αργότερα τους εστεφάνωναν με στέφανο από δάφνη. Από τους πρώτους που βραβεύτηκαν στα Πύθια ήταν ο μεγάλος Λέσβιος ποιητής Τέρπανδρος που γεννήθηκε το 710 π.χ. θεωρείτε ο ιδρυτής της μουσικής και αναφέρεται σαν ο πιο άξιος μουσικός και αοιδός της εποχής του. Βραβεύτηκε τέσσερις φορές διαδοχικά στα Πύθια και μια φορά σε μουσικό αγώνα στη Σπάρτη. Χρησιμοποίησε κιθάρα με επτά χορδές αντί για πέντε και γι’ αυτό κατηγορήθηκε και πέρασε από δικαστήριο αλλά αθωώθηκε.
Το 586 π.χ. ο αργίτης αυλητής Σακάδας εθριάμβευσε παίζοντας ένα «νόμο» που περιέγραφε την πάλη του Απόλλωνα με τον δράκοντα Πύθωνα. Είχε τα εξής μέρη:
1) Εισαγωγή. 2) Πρόκληση. 3) Ιαμβικό (πάλη, σαλπίσματα, απομίμηση και οδοντριγμών του Δράκωντα. 4) Προσευχή (εορτασμός της νίκης ) 5) Αλαλαγμό. Ο Νόμος ήταν μια μελωδία – τύπος , που εκινείτο ελεύθερα αλλά μέσα σε ορισμένα πλαίσια. Η μελωδική καμπύλη , η κλίμακα και ο ρυθμός έμεναν αμετάβλητα. Ο Σακάδας επίσης αγωνίστηκε πρώτος με μουσικό αυλό σε μουσική σύνθεση χωρίς ποιητικό κείμενο. Το τόλμημα αυτό και η νίκη του, άνοιξαν το δρόμο του χωρισμού της μουσικής από την ποίηση, που ήταν αδιανόητο μέχρι τότε. Στους αγώνες του έτους 488 π.χ. ο αυλητής Μίδας συνέχιζε να παίζει παρ’ όλο που του έσπασε το επιστόμιο προς μεγάλη έκπληξη του κοινού. Αυτό αποδεικνύει ότι υπήρχαν τέλειοι αυλοί όπως οι σημερινοί, με ράμφος.
Επίσης στα Πύθια εθριάμβευσε ο Τιμόθεος ο Μιλήσιος (417-357 π.χ.) στο έργο του «Ναυτίλος» που περιγράφει μια τρικυμία. Άλλος σπουδαίος αυλητής ήταν ο Πυθόκριτος από τη ΣΙΚΥΩΝΑ. Νίκησε έξη φορές σε αγώνες αυλού σε σύνθεση χωρίς ποιητικό κείμενο , ενισχύοντας την οργανική μουσική με τη δική της αυθυπαρξία. Το δρόμο αυτόν ακολούθησε και ο Αχέλαος που ήταν δεινός κιθαρωδός. Νίκησε στα Πύθια σε αγώνα κιθάρας χωρίς τραγούδι.
Βέβαια και άλλοι πολλοί είναι αυτοί που θριάμβευσαν στους μουσικούς και δραματικούς αγώνες των Πυθίων, αλλά δεν υπάρχουν μαρτυρίες για περισσότερες πληροφορίες. Επίσης τα μουσικά κείμενα της αρχαίας Ελλάδας που διασώθηκαν είναι ελάχιστα. Αναφέρουμε την αρχή της πρώτης Πυθικής Ωδής του Πινδάρου (522-438 π.χ.) που θεωρείται ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής αλλά και πολύ σπουδαίος μουσικός. Μελοποιούσε ο ίδιος τις θαυμάσιες ωδές του και τις συνόδευε με την κιθάρα του. Ο Μ. Αλέξανδρος μόνο το σπίτι του και τα ιερά σεβάστηκε στη Θήβα όταν επαναστάτησε Στην αρχαία Ολυμπία τελούσαν κάθε τέσσερα χρόνια πανελλήνιες γιορτές προς τιμήν του Ολυμπίου Διός. Οι γιορτές αυτές περιελάμβαναν θρησκευτικές τελετές και αθλητικούς αγώνες στους οποίους έπαιρναν μέρος και μεγάλοι ποιητές, ρήτορες και καλλιτέχνες που απήγγελαν ή εξέθεταν τα έργα τους. Ο Ηρόδοτος, ο Γοργίας, ο Λυσίας και πολλοί άλλοι. Οι Ολυμπιακοί αγώνες όπως ονομάστηκαν, σύμφωνα με τη μυθολογία ιδρύθηκαν από τους Ιδαίους ή Κουρήτες που ήρθαν από την Κρήτη. Αναφέρεται ως ιδρυτής και ο Ηρακλής. Η καθιέρωση σαν πανελλήνιας γιορτής έγινε το 884 π.χ. από τον βασιλιά της ‘Ηλιδας Ίφιτο, τον Κλεισθένη και τον Λυκούργο , που κήρυξαν την περιοχή της Ολυμπίας χώρο ιερό και απαραβίαστο. Υπήρχε δε εκεχειρία και σταματούσε κάθε πόλεμος κατά την τέλεσή των, την Ιερομηνία που αντιστοιχεί με τον Αύγουστο. Οι νικητές ετιμούντο όχι μόνο από την πολιτεία τους αλλά και από όλους τους Έλληνες. Ο γυρισμός στην πατρίδα τους ήταν αληθινός θρίαμβος. Στους Ολυμπιονίκες έστηναν αγάλματα και τους στεφάνωναν με στεφάνι από αγριελιά. Αναφέρεται ότι ο Πίνδαρος έγραψε ύμνους για τους Ολυμπιονίκες.
Στους δραματικούς αγώνες από τους πρώτους νικητές αναφέρεται ό Θέσπης και ο μαθητής του, ο Αθηναίος Χοιρήλος. Ο Χοιρήλος έγραψε εκατόν εξήντα δράματα και στεφανώθηκε δέκα τρεις φορές σε δραματικούς αγώνες. Φαίνεται όμως ότι πολλοί από αυτούς αποτελούσαν και μέρος των Διονυσιακών αγώνων. Η Αθηναϊκή πολιτεία ενομοθέτησε την οργάνωση και χρηματοδότηση των δραματικών αγώνων που το κοινό παρακολουθούσε με θρησκευτική κατάνυξη από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στους έλαβαν μέρος και οι τρεις κορυφαίοι τραγικοί που ήσαν και άριστοι μουσικοί και έγραψαν τη μουσική των τραγωδιών τους. Ο κάθε ένας από τους τρεις τραγικούς έπρεπε να παρουσιάσει στην σκηνή τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Τα τέσσερα αυτά έργα αποτελούσαν μια τετραλογία και η υπόθεσή τους έπρεπε να αναφέρεται σε ενιαίο μύθο. Τα τρία πρώτα έργα της τετραλογίας τα έλεγαν τραγική τριλογία. Τον ποιητή που νικούσε τον επευφημούσαν και τον στεφάνωναν δημόσια στο θέατρό. Η τετραλογία έφθασε στη μεγάλη ακμή με τα έργα του Αισχύλου. Ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης έγραψαν τετραλογίες χωρίς κοινό μύθο. Αναφέρεται ότι ο Σοφοκλής ενίκησε τον Αισχύλο σε δραματικούς αγώνες.
Οι Ολυμπιακοί αγώνες καταργήθηκαν από την (Μέγα) Θεοδόσιο το 396 μ.Χ. ‘Ύστερα από 1500 χρόνια ανασυνεστήθησαν με πρωτοβουλία του Γάλλου Βαρώνου Πέτρου Κουπερτέν. Σήμερα αποτελούν θεσμό συνεννοήσεως και φιλίας των λαών και παράγοντα εδραιώσεως παγκόσμιας ειρήνης. ‘Όμως έχουν υπεισέλθει σε οικονομικά συμφέροντα που αλλοιώνουν το αγνό πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων. Οι πρώτοι διεθνείς Ολυμπιακοί αγώνες αποφασίσθηκε να γίνουν στην πρωτεύουσα της χώρας που γεννήθηκαν, και έγιναν στην Αθήνα το 1896. Σήμερα οι Ολυμπιακοί αγώνες δεν περιλαμβάνουν δραματικούς και μουσικούς αγώνες. ‘Όμως διοργανώνονται εθνικοί και διεθνείς διαγωνισμοί όπου βραβεύονται τα καλύτερα λογοτεχνικά έργα, καθώς και οι ερμηνευτές τους. Εκφράζουμε την ευχή μελλοντικά οι Ολυμπιακοί αγώνες να περιλαμβάνουν και τις πνευματικές δημιουργίες όπως και στην αρχαιότητα.
Στην ανάπτυξη αυτών συνετέλεσαν πολύ οι μουσικού και δραματικοί αγώνες που τελούσαν μαζί με τους άλλους αγώνες σ’ όλη την αρχαία Ελλάδα. Οι αγώνες αυτοί ήσαν τα Ολύμπια που γινόντουσαν στην Ολυμπία προς τιμήν του Ολυμπίου Διός.Τα Πύθια που τελούσαν στους Δελφούς προς τιμήν του Απόλλωνος. Τα Ισθμια στην Κόρινθο προς τιμήν του Ποσειδώνος. Τα Νέμεα στην Νεμέα. Τα Παναθήναια στην Αθήνα προς τιμήν της Αθηνάς. Τα Κάρνεια στη Σπάρτη προς τιμήν του Κάρνειου Απόλλωνος. Τα Διονύσια Λύναια και Ανθεστήρια στην Αθήνα προς τιμήν του Διονύσου. Αλλά τελούσαν και άλλους μικρότερης σημασίας αγώνες όπως τα Ελευσίνια κλπ.’όμως οι πιο σπουδαίοι ήσαν τα Πύθια και οι Ολυμπιακοί αγώνες γιατί συμμετείχαν αθλητές από όλη την Ελλάδα.
Για να γίνουν περισσότερο κατανοητοί οι τελούμενοι μουσικοί και δραματικοί αγώνες θα πρέπει να δούμε τη θέση της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα , καθώς και την σχέση της με την ποίηση και την τραγωδία. Η μουσική εθεωρείτο ο κυριότερος παράγοντας της ψυχικής καλλιέργειας. Και συντελούσε στη διάπλαση και την διαμόρφωση του ψυχικού μας κόσμου. Η μουσική συνυπήρχε πάντοτε με την ποίηση αλλά και με το χορό. Δεν υπήρχε μουσική χωρίς ποίηση και ποίηση χωρίς μουσική, εκτός πολύ ελαχίστων εξαιρέσεων , οι δε ποιητές ήσαν κατά κανόνα και εξαίρετοι μουσικοί. Συνόδευαν οι ίδιοι τα ποιήματά τους συνήθως παίζοντας κιθάρα ή λύρα.
Ο Πλάτων θεωρούσε τη μουσική σαν αναπόσπαστο μέρος της παιδείας και απαραίτητο στοιχείο του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Είχε δε ευρύτερη έννοια – μουσική ήταν και η φιλοσοφία και τα μαθηματικά – γι’αυτό και οι μεγάλοι άνδρες εκείνης της εποχής επιδίδονταν στη μουσική με ιδιαίτερη φροντίδα. Και αυτός ο Σωκράτης στα εξήντα χρόνια του καταπιάστηκε να τελειοποιηθεί στη μουσική ο δε Θεμιστοκλής εθεωρείτο απαίδευτος επειδή δεν ήξερε μουσική Γενικώς η έλλειψη μουσικής μόρφωσης εθεωρείτο προσβολή. Επίσης ο Πλάτων στην «Πολιτεία» έλεγε για τη μουσική και την γυμναστική πως τις χάρισε κάποιος θεός στους ανθρώπους για την ισορροπία γερού σώματος και καλλιεργημένου πνεύματος, συνδυάζοντας την ανδρεία με τη σοφία. Διευκρίνιζε δε ότι μόνον η καλή μουσική είναι εκείνη που εμπνέει στον άνθρωπο γενναία φρονήματα και όχι εκείνη που μας δίνει απλώς ευχαρίστηση. Η μουσική στην αρχαία τραγωδία συνόδευε το χορό των ανδρών και των γυναικών. Χρησιμοποιούσαν δε τη λύρα, την κιθάρα αυλούς και άλλα όργανα. Ο χορός και η μουσική ήταν τα λυρικά στοιχεία της τραγωδίας, ενώ η δράση και ο λόγος τα δραματικά στοιχεία.
Τα Πύθια που ήσαν στην αρχή μόνο μουσικού αγώνες γινόντουσαν κάθε πέντε χρόνια προς τιμή του Απόλλωνα που είχε σκοτώσει το δράκοντα Πύθωνα. Από το 582 π.χ. γενικεύτηκαν και περιέλαβαν και άλλους αγώνες. Δραματικούς ιππικούς και αγώνες μικρού και διπλού δρόμου. Την επιμέλεια και οργάνωση είχαν οι «ιερομνήμονες», δηλαδή οι ενθυμούμενοι, οι γνωρίζοντες και τηρούντες τα ιερά αρχεία της θρησκείας. Οι ιερομνήμονες εφρόντιζαν να δίνουν μεγάλη επισημότητα στους αγώνες. Άρχιζαν και τελείωναν με λαμπρές θρησκευτικές τελετές. Επίσης οι αθλητές προσέφεραν θυσίες στο θεό Απόλλωνα πριν από τα αγωνίσματα. Έχαιραν δε ιδιαιτέρας τιμής και τους έδιναν διάφορα χρηματικά βραβεία και αργότερα τους εστεφάνωναν με στέφανο από δάφνη. Από τους πρώτους που βραβεύτηκαν στα Πύθια ήταν ο μεγάλος Λέσβιος ποιητής Τέρπανδρος που γεννήθηκε το 710 π.χ. θεωρείτε ο ιδρυτής της μουσικής και αναφέρεται σαν ο πιο άξιος μουσικός και αοιδός της εποχής του. Βραβεύτηκε τέσσερις φορές διαδοχικά στα Πύθια και μια φορά σε μουσικό αγώνα στη Σπάρτη. Χρησιμοποίησε κιθάρα με επτά χορδές αντί για πέντε και γι’ αυτό κατηγορήθηκε και πέρασε από δικαστήριο αλλά αθωώθηκε.
Το 586 π.χ. ο αργίτης αυλητής Σακάδας εθριάμβευσε παίζοντας ένα «νόμο» που περιέγραφε την πάλη του Απόλλωνα με τον δράκοντα Πύθωνα. Είχε τα εξής μέρη:
1) Εισαγωγή. 2) Πρόκληση. 3) Ιαμβικό (πάλη, σαλπίσματα, απομίμηση και οδοντριγμών του Δράκωντα. 4) Προσευχή (εορτασμός της νίκης ) 5) Αλαλαγμό. Ο Νόμος ήταν μια μελωδία – τύπος , που εκινείτο ελεύθερα αλλά μέσα σε ορισμένα πλαίσια. Η μελωδική καμπύλη , η κλίμακα και ο ρυθμός έμεναν αμετάβλητα. Ο Σακάδας επίσης αγωνίστηκε πρώτος με μουσικό αυλό σε μουσική σύνθεση χωρίς ποιητικό κείμενο. Το τόλμημα αυτό και η νίκη του, άνοιξαν το δρόμο του χωρισμού της μουσικής από την ποίηση, που ήταν αδιανόητο μέχρι τότε. Στους αγώνες του έτους 488 π.χ. ο αυλητής Μίδας συνέχιζε να παίζει παρ’ όλο που του έσπασε το επιστόμιο προς μεγάλη έκπληξη του κοινού. Αυτό αποδεικνύει ότι υπήρχαν τέλειοι αυλοί όπως οι σημερινοί, με ράμφος.
Επίσης στα Πύθια εθριάμβευσε ο Τιμόθεος ο Μιλήσιος (417-357 π.χ.) στο έργο του «Ναυτίλος» που περιγράφει μια τρικυμία. Άλλος σπουδαίος αυλητής ήταν ο Πυθόκριτος από τη ΣΙΚΥΩΝΑ. Νίκησε έξη φορές σε αγώνες αυλού σε σύνθεση χωρίς ποιητικό κείμενο , ενισχύοντας την οργανική μουσική με τη δική της αυθυπαρξία. Το δρόμο αυτόν ακολούθησε και ο Αχέλαος που ήταν δεινός κιθαρωδός. Νίκησε στα Πύθια σε αγώνα κιθάρας χωρίς τραγούδι.
Βέβαια και άλλοι πολλοί είναι αυτοί που θριάμβευσαν στους μουσικούς και δραματικούς αγώνες των Πυθίων, αλλά δεν υπάρχουν μαρτυρίες για περισσότερες πληροφορίες. Επίσης τα μουσικά κείμενα της αρχαίας Ελλάδας που διασώθηκαν είναι ελάχιστα. Αναφέρουμε την αρχή της πρώτης Πυθικής Ωδής του Πινδάρου (522-438 π.χ.) που θεωρείται ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής αλλά και πολύ σπουδαίος μουσικός. Μελοποιούσε ο ίδιος τις θαυμάσιες ωδές του και τις συνόδευε με την κιθάρα του. Ο Μ. Αλέξανδρος μόνο το σπίτι του και τα ιερά σεβάστηκε στη Θήβα όταν επαναστάτησε Στην αρχαία Ολυμπία τελούσαν κάθε τέσσερα χρόνια πανελλήνιες γιορτές προς τιμήν του Ολυμπίου Διός. Οι γιορτές αυτές περιελάμβαναν θρησκευτικές τελετές και αθλητικούς αγώνες στους οποίους έπαιρναν μέρος και μεγάλοι ποιητές, ρήτορες και καλλιτέχνες που απήγγελαν ή εξέθεταν τα έργα τους. Ο Ηρόδοτος, ο Γοργίας, ο Λυσίας και πολλοί άλλοι. Οι Ολυμπιακοί αγώνες όπως ονομάστηκαν, σύμφωνα με τη μυθολογία ιδρύθηκαν από τους Ιδαίους ή Κουρήτες που ήρθαν από την Κρήτη. Αναφέρεται ως ιδρυτής και ο Ηρακλής. Η καθιέρωση σαν πανελλήνιας γιορτής έγινε το 884 π.χ. από τον βασιλιά της ‘Ηλιδας Ίφιτο, τον Κλεισθένη και τον Λυκούργο , που κήρυξαν την περιοχή της Ολυμπίας χώρο ιερό και απαραβίαστο. Υπήρχε δε εκεχειρία και σταματούσε κάθε πόλεμος κατά την τέλεσή των, την Ιερομηνία που αντιστοιχεί με τον Αύγουστο. Οι νικητές ετιμούντο όχι μόνο από την πολιτεία τους αλλά και από όλους τους Έλληνες. Ο γυρισμός στην πατρίδα τους ήταν αληθινός θρίαμβος. Στους Ολυμπιονίκες έστηναν αγάλματα και τους στεφάνωναν με στεφάνι από αγριελιά. Αναφέρεται ότι ο Πίνδαρος έγραψε ύμνους για τους Ολυμπιονίκες.
Στους δραματικούς αγώνες από τους πρώτους νικητές αναφέρεται ό Θέσπης και ο μαθητής του, ο Αθηναίος Χοιρήλος. Ο Χοιρήλος έγραψε εκατόν εξήντα δράματα και στεφανώθηκε δέκα τρεις φορές σε δραματικούς αγώνες. Φαίνεται όμως ότι πολλοί από αυτούς αποτελούσαν και μέρος των Διονυσιακών αγώνων. Η Αθηναϊκή πολιτεία ενομοθέτησε την οργάνωση και χρηματοδότηση των δραματικών αγώνων που το κοινό παρακολουθούσε με θρησκευτική κατάνυξη από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στους έλαβαν μέρος και οι τρεις κορυφαίοι τραγικοί που ήσαν και άριστοι μουσικοί και έγραψαν τη μουσική των τραγωδιών τους. Ο κάθε ένας από τους τρεις τραγικούς έπρεπε να παρουσιάσει στην σκηνή τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Τα τέσσερα αυτά έργα αποτελούσαν μια τετραλογία και η υπόθεσή τους έπρεπε να αναφέρεται σε ενιαίο μύθο. Τα τρία πρώτα έργα της τετραλογίας τα έλεγαν τραγική τριλογία. Τον ποιητή που νικούσε τον επευφημούσαν και τον στεφάνωναν δημόσια στο θέατρό. Η τετραλογία έφθασε στη μεγάλη ακμή με τα έργα του Αισχύλου. Ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης έγραψαν τετραλογίες χωρίς κοινό μύθο. Αναφέρεται ότι ο Σοφοκλής ενίκησε τον Αισχύλο σε δραματικούς αγώνες.
Οι Ολυμπιακοί αγώνες καταργήθηκαν από την (Μέγα) Θεοδόσιο το 396 μ.Χ. ‘Ύστερα από 1500 χρόνια ανασυνεστήθησαν με πρωτοβουλία του Γάλλου Βαρώνου Πέτρου Κουπερτέν. Σήμερα αποτελούν θεσμό συνεννοήσεως και φιλίας των λαών και παράγοντα εδραιώσεως παγκόσμιας ειρήνης. ‘Όμως έχουν υπεισέλθει σε οικονομικά συμφέροντα που αλλοιώνουν το αγνό πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων. Οι πρώτοι διεθνείς Ολυμπιακοί αγώνες αποφασίσθηκε να γίνουν στην πρωτεύουσα της χώρας που γεννήθηκαν, και έγιναν στην Αθήνα το 1896. Σήμερα οι Ολυμπιακοί αγώνες δεν περιλαμβάνουν δραματικούς και μουσικούς αγώνες. ‘Όμως διοργανώνονται εθνικοί και διεθνείς διαγωνισμοί όπου βραβεύονται τα καλύτερα λογοτεχνικά έργα, καθώς και οι ερμηνευτές τους. Εκφράζουμε την ευχή μελλοντικά οι Ολυμπιακοί αγώνες να περιλαμβάνουν και τις πνευματικές δημιουργίες όπως και στην αρχαιότητα.
Είναι η ζωή μας σελίδες κενές…
Όλα εδώ, όλα για λίγο, μα και για πάντα…
Η ζωή μας είναι σελίδες κενές που κάτι γράφτηκε πάνω τους…
H ζωή μας είναι γεμάτη με βιαστικές και χαλαρές στιγμές, γεμάτη με χαρές μα και πίκρες.
Όλα εδώ, όλα για λίγο, μα και για πάντα… αφού κάποιες στιγμές φεύγουν με ένα φύσημα του ανέμου και σκορπίζονται σαν να μην υπήρξανε ποτέ, ενώ κάποιες άλλες μας σημαδεύουν, διαρκούν για όλη μας τη ζωή και εκτοξεύονται στο άπειρο!
Τι μπορούμε να ελέγξουμε, τι μπορούμε να προλάβουμε, τι μπορούμε να σταματήσουμε; Πόσο ελάχιστοι στεκόμαστε μπροστά σε όσα μας φέρνει η τύχη και ο χρόνος, πόσο μετακινούμαστε προς το πιθανό και πόσο καμιά φορά μας ξεφεύγουνε όλα;
Είναι η ζωή μας σελίδες κενές που κάτι γράφτηκε πάνω τους, άλλοτε όρκοι δυνατοί που δεν τους σπάει κανείς, με καμιά δύναμη… και άλλοτε αστείες υποσχέσεις που σε κάνουν να θλίβεσαι και να γελάς, σχεδόν ταυτόχρονα.
Δρόμοι που δεν ξέρεις πού θα βγάλουν.
Σιωπές που δεν ξέρεις αν θα φέρουνε κραυγές.
Η ζωή είναι γεμάτη τελικά από όσα είναι σίγουρο πως θα συμβούν, μα και με όλα αυτά που ανά πάσα στιγμή ανατρέπουνε τα πάντα…
Κι έτσι ποτέ δεν είναι βέβαιος κανείς για την επόμενη στιγμή!
Κανείς δεν ξέρει πόσο μπορεί να διαρκέσει το αίσθημα της ευτυχίας στην καρδιά του,
πόσο μπορεί να διαρκέσει η αγωνία του κινδύνου ή ο θόρυβος μιας απερίγραπτης καταστροφής.
Κάτι γράφτηκε πάνω… τόσα πολλά, όλα εδώ, όλα για λίγο, μα και για πάντα…
Όμως ό,τι και να γράφτηκε σ’ αυτές τις κενές σελίδες της ζωής μας, αν υπάρχει κάπου μέσα τους αγάπη, εκεί θα γυρίζουμε πάντα… εκεί που αισθανθήκαμε αγάπη, μονάχα σ’ αυτές τις στιγμές.
Η ζωή μας είναι σελίδες κενές που κάτι γράφτηκε πάνω τους…
H ζωή μας είναι γεμάτη με βιαστικές και χαλαρές στιγμές, γεμάτη με χαρές μα και πίκρες.
Όλα εδώ, όλα για λίγο, μα και για πάντα… αφού κάποιες στιγμές φεύγουν με ένα φύσημα του ανέμου και σκορπίζονται σαν να μην υπήρξανε ποτέ, ενώ κάποιες άλλες μας σημαδεύουν, διαρκούν για όλη μας τη ζωή και εκτοξεύονται στο άπειρο!
Τι μπορούμε να ελέγξουμε, τι μπορούμε να προλάβουμε, τι μπορούμε να σταματήσουμε; Πόσο ελάχιστοι στεκόμαστε μπροστά σε όσα μας φέρνει η τύχη και ο χρόνος, πόσο μετακινούμαστε προς το πιθανό και πόσο καμιά φορά μας ξεφεύγουνε όλα;
Είναι η ζωή μας σελίδες κενές που κάτι γράφτηκε πάνω τους, άλλοτε όρκοι δυνατοί που δεν τους σπάει κανείς, με καμιά δύναμη… και άλλοτε αστείες υποσχέσεις που σε κάνουν να θλίβεσαι και να γελάς, σχεδόν ταυτόχρονα.
Δρόμοι που δεν ξέρεις πού θα βγάλουν.
Σιωπές που δεν ξέρεις αν θα φέρουνε κραυγές.
Η ζωή είναι γεμάτη τελικά από όσα είναι σίγουρο πως θα συμβούν, μα και με όλα αυτά που ανά πάσα στιγμή ανατρέπουνε τα πάντα…
Κι έτσι ποτέ δεν είναι βέβαιος κανείς για την επόμενη στιγμή!
Κανείς δεν ξέρει πόσο μπορεί να διαρκέσει το αίσθημα της ευτυχίας στην καρδιά του,
πόσο μπορεί να διαρκέσει η αγωνία του κινδύνου ή ο θόρυβος μιας απερίγραπτης καταστροφής.
Κάτι γράφτηκε πάνω… τόσα πολλά, όλα εδώ, όλα για λίγο, μα και για πάντα…
Όμως ό,τι και να γράφτηκε σ’ αυτές τις κενές σελίδες της ζωής μας, αν υπάρχει κάπου μέσα τους αγάπη, εκεί θα γυρίζουμε πάντα… εκεί που αισθανθήκαμε αγάπη, μονάχα σ’ αυτές τις στιγμές.
Κρύψαμε τους καθρέπτες για να κρίνουμε ανενόχλητοι τους άλλους
Εγώ κάνω πάντα το σωστό. Εγώ, λέω μόνο την αλήθεια. Εγώ, δεν φταίω. Εγώ ξέρω… Εγώ, εγώ!
Όλοι οι υπόλοιποι δεν υπάρχουν γύρω μας. Τους εξαφανίζουμε και τους απαξιώνουμε μαγικά, φορώντας τον αστραφτερό μανδύα της τελειότητας και το φωτοστέφανο στο κεφάλι.
Ο φοβερός εγωισμός μας, η αλαζονεία, ο ναρκισσισμός, η ζήλια και η κακία περισσεύουν.
Κανένα από τα παραπάνω, δεν μας επιτρέπει να ασχοληθούμε με την καλλιέργεια του εσωτερικού μας κόσμου, ούτε να εξελιχθούμε.
Όλα στον υπέρτατο βαθμό, ενώ σπάνε κόκαλα, εμείς ατάραχοι, δεν τα αντιλαμβανόμαστε καν.
Για να διορθώσεις κάτι, πρέπει πρώτα να το παραδεχτείς. Στη προκειμένη, το μόνο μας μάλλον πρόβλημα είναι, τι κάνουν ή τι δεν κάνουν οι άλλοι. Όλοι οι άλλοι είναι λάθος και εμείς απέναντι τους, με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Εμείς, οι αναμάρτητοι, οι άμεμπτοι. Τι τραγικό!
Κρύψαμε τους καθρέπτες για να κρίνουμε ανενόχλητοι τους άλλους.
Αυτοί άλλωστε φταίνε πάντα και για όλα. Κοροϊδεύουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό. Δεν κοιτάμε την καμπούρα μας, παραμυθιαζόμαστε και νομίζουμε πως τα τακτοποιήσαμε όλα και πάλι μέσα μας τέλεια.
Συνεχίζουμε το έργο μας, με βασικό εργαλείο τη γλώσσα τη φαρμακερή και το φτυάρι στο χέρι, για να ανοίγουμε το λάκκο των άλλων. Να κοιτάξουμε τα μούτρα μας στον καθρέπτη, να αναλογιστούμε τα λάθη μας, να κάνουμε πίσω μια φορά, ούτε συζήτηση. Όλα καλά.
Η απόλυτη κατάντια τελικά. Μάλλον ξεχνάμε, πως όσο και να κρυφτούμε, υπάρχει ένα μάτι, που βλέπει τα πάντα. Από αυτό, δεν γλιτώνει κανείς.
Έρχεται η σωστή ώρα και ας αποστρεφόμαστε τους καθρέπτες. Η χαρά δεν κρατά πολύ.
Ό,τι κάνει ο καθένας θα το βρει μπροστά του. Το μόνο σίγουρο τελικά!
Ο φοβερός εγωισμός μας, η αλαζονεία, ο ναρκισσισμός, η ζήλια και η κακία περισσεύουν.
Κανένα από τα παραπάνω, δεν μας επιτρέπει να ασχοληθούμε με την καλλιέργεια του εσωτερικού μας κόσμου, ούτε να εξελιχθούμε.
Όλα στον υπέρτατο βαθμό, ενώ σπάνε κόκαλα, εμείς ατάραχοι, δεν τα αντιλαμβανόμαστε καν.
Για να διορθώσεις κάτι, πρέπει πρώτα να το παραδεχτείς. Στη προκειμένη, το μόνο μας μάλλον πρόβλημα είναι, τι κάνουν ή τι δεν κάνουν οι άλλοι. Όλοι οι άλλοι είναι λάθος και εμείς απέναντι τους, με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Εμείς, οι αναμάρτητοι, οι άμεμπτοι. Τι τραγικό!
Κρύψαμε τους καθρέπτες για να κρίνουμε ανενόχλητοι τους άλλους.
Αυτοί άλλωστε φταίνε πάντα και για όλα. Κοροϊδεύουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό. Δεν κοιτάμε την καμπούρα μας, παραμυθιαζόμαστε και νομίζουμε πως τα τακτοποιήσαμε όλα και πάλι μέσα μας τέλεια.
Συνεχίζουμε το έργο μας, με βασικό εργαλείο τη γλώσσα τη φαρμακερή και το φτυάρι στο χέρι, για να ανοίγουμε το λάκκο των άλλων. Να κοιτάξουμε τα μούτρα μας στον καθρέπτη, να αναλογιστούμε τα λάθη μας, να κάνουμε πίσω μια φορά, ούτε συζήτηση. Όλα καλά.
Η απόλυτη κατάντια τελικά. Μάλλον ξεχνάμε, πως όσο και να κρυφτούμε, υπάρχει ένα μάτι, που βλέπει τα πάντα. Από αυτό, δεν γλιτώνει κανείς.
Έρχεται η σωστή ώρα και ας αποστρεφόμαστε τους καθρέπτες. Η χαρά δεν κρατά πολύ.
Ό,τι κάνει ο καθένας θα το βρει μπροστά του. Το μόνο σίγουρο τελικά!
Αρκούν όσα δεν έκανες
Αν κάποιος φταίει για όλο αυτό είμαι εγώ.
Με εμένα τα έχω βάλει όχι με εσένα, εσύ μπορείς να φέρεσαι όπως γουστάρεις, αυτό έκανες πάντα χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν.
Κατανοώ ότι άδεια ήσουν και με ένα κενό θα συνεχίσεις να υπάρχεις.
Κούφιο σώμα θα βολτάρεις αριστερά και δεξιά.
Θα βρεθεί κάτι να σε γεμίσει;
Δεν το νομίζω κανείς δεν έχει τόσο περίσσευμα.
Σπατάλη θα θεωρηθεί και σε αυτούς τους καιρούς δε παίρνει κανέναν.
Δε θέλω λόγια και εξηγήσεις μου αρκούν όσα δεν έκανες και δε θα κάνεις ποτέ.
Δε σε βλέπω πια κατάφερα να έχω επιλεκτική όραση και εσύ είσαι σκοτάδι.
Εγώ αγαπώ το φως, εκεί που όλα είναι φανερά, χωρίς δήθεν και κρυφτό.
Από μικρό δε μου άρεσε το κρυφτό, το θεωρώ ανούσιο αφού κάποια στιγμή όλοι τρέχουν να γλιτώσουν από αυτό που τους κυνηγάει.
Δε σε ακούω πια, απομονώνω τους ήχους που μοιάζουν με βουητά, προτιμώ τους ξεκάθαρους.
Λυπάμαι αλλά δε πληροίς τίποτα από όλα αυτά.
Απορώ γιατί πίστεψα ότι θα σε έκανα να μπορέσεις να νιώσεις.
Θαρρώ θα τρόμαζες.
Δε σου πάει να φοβάσαι, τρέμεις σαν άνεμος, χάνεις κάθε είδους “εγωισμό” που ίσως έχεις.
Και ύστερα απ όλα αυτά σήκω και φύγε αρκετά ταπεινώθηκες για σήμερα.
Αγκαλιά με το κουφάρι σου πάλι θα κοιμηθείς.
Αύριο πάλι με μια καινούρια δικαιολογία για το τίποτα που είσαι.
Τα ξαναλέμε.
Κατανοώ ότι άδεια ήσουν και με ένα κενό θα συνεχίσεις να υπάρχεις.
Κούφιο σώμα θα βολτάρεις αριστερά και δεξιά.
Θα βρεθεί κάτι να σε γεμίσει;
Δεν το νομίζω κανείς δεν έχει τόσο περίσσευμα.
Σπατάλη θα θεωρηθεί και σε αυτούς τους καιρούς δε παίρνει κανέναν.
Δε θέλω λόγια και εξηγήσεις μου αρκούν όσα δεν έκανες και δε θα κάνεις ποτέ.
Δε σε βλέπω πια κατάφερα να έχω επιλεκτική όραση και εσύ είσαι σκοτάδι.
Εγώ αγαπώ το φως, εκεί που όλα είναι φανερά, χωρίς δήθεν και κρυφτό.
Από μικρό δε μου άρεσε το κρυφτό, το θεωρώ ανούσιο αφού κάποια στιγμή όλοι τρέχουν να γλιτώσουν από αυτό που τους κυνηγάει.
Δε σε ακούω πια, απομονώνω τους ήχους που μοιάζουν με βουητά, προτιμώ τους ξεκάθαρους.
Λυπάμαι αλλά δε πληροίς τίποτα από όλα αυτά.
Απορώ γιατί πίστεψα ότι θα σε έκανα να μπορέσεις να νιώσεις.
Θαρρώ θα τρόμαζες.
Δε σου πάει να φοβάσαι, τρέμεις σαν άνεμος, χάνεις κάθε είδους “εγωισμό” που ίσως έχεις.
Και ύστερα απ όλα αυτά σήκω και φύγε αρκετά ταπεινώθηκες για σήμερα.
Αγκαλιά με το κουφάρι σου πάλι θα κοιμηθείς.
Αύριο πάλι με μια καινούρια δικαιολογία για το τίποτα που είσαι.
Τα ξαναλέμε.
Η ζωή σού μοιάζει σκοτεινή και δυστυχισμένη είναι επειδή τη ζεις με λάθος τρόπο
Διαμορφωνόμαστε από αυτό που κάνουμε. Οι πράξεις μας τελικά είναι εκείνες που μας φτιάχνουν. Αυτό που κάνουμε σιγά σιγά γίνεται ο δημιουργός της ζωής μας και της ψυχής μας. Αυτό που κάνουμε στη ζωή αποφασίζει το πώς δημιουργούμε τους εαυτούς μας. Αυτό που είναι η συμπεριφορά μας στη ζωή αποφασίζει τις κατευθύνσεις στις οποίες θα ταξιδέψει η ψυχή μας, τα μονοπάτια που θα διασχίσει, τους νέους κόσμους που θα εξερευνήσει.
Αν γνωρίζαμε ότι η συμπεριφορά μας στη ζωή μάς δημιουργεί, τότε ίσως η άποψη ότι η ζωή είναι μάταιη και ανώφελη να φαινόταν παρεξηγημένη. Τότε ίσως η ιδέα να αποδεχτούμε ότι η ζωή είναι ένα βάσανο να έμοιαζε λάθος. Τότε ίσως η στάση μας κατά της ζωής να μας φαινόταν άθρησκη.
Αλλά μέχρι τώρα, στο όνομα της θρησκείας έχουμε διδαχτεί μόνο την άρνηση της ζωής. Μέχρι τώρα η πραγματικότητα είναι ότι όλη η θρησκεία είναι προσανατολισμένη προς τον θάνατο αντί να είναι προσανατολισμένη προς τη ζωή. Σημασία για τις θρησκείες έχει αυτό που έρχεται μετά τον θάνατο, όχι αυτό που είναι πριν από τον θάνατο. Ως τώρα, η άποψη των θρησκειών ήταν να σεβόμαστε τον θάνατο, όχι τη ζωή. Δεν μπορούμε να βρούμε ποτέ σεβασμό για τα λουλούδια της ζωής· παντού υπάρχουν μόνο ευλογίες και σεβασμός για νεκρά λουλούδια, μαραμένα λουλούδια, λουλούδια που έχουν πάει στους τάφους τους.
Μέχρι τώρα, όλος ο θρησκευτικός συλλογισμός έχει ασχοληθεί με αυτό που υπάρχει μετά τον θάνατο – παράδεισος, σωτηρία, νιρβάνα, λες και αυτό που υπάρχει πριν από τον θάνατο δεν έχει καμία σημασία. Θέλω να σας πω ότι αν δεν είστε σε θέση έστω και να φροντίσετε αυτό που υπάρχει πριν από τον θάνατο, δεν θα μπορέσετε ποτέ να φροντίσετε αυτό που έρχεται μετά τον θάνατο. Αν αυτό που είναι εδώ, πριν τον θάνατο, θεωρείται ότι δεν έχει νόημα, δεν μπορείτε να αναπτύξετε ποτέ την ικανότητα να βρείτε νόημα σε αυτό που έρχεται μετά τον θάνατο.
Η προετοιμασία για τον θάνατο πρέπει να γίνει μέσω όλων όσων υπάρχουν εδώ στη ζωή. Αν υπάρχει ένας άλλος κόσμος μετά τον θάνατο, θα βρούμε και εκεί μόνο αυτό που έχουμε δημιουργήσει και έχουμε ζήσει σε αυτή τη ζωή. Όμως ως τώρα το μόνο πράγμα που μας λένε είναι να περιφρονούμε αυτή τη ζωή, να αγνοούμε αυτή τη ζωή.
Δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από την ίδια τη ζωή. Δεν μπορεί να υπάρξει. Θέλω επίσης να πω ότι το να πασχίζουμε για την τελειοποίηση της τέχνης της ζωής σημαίνει να πασχίζουμε για την τελειοποίηση της τέχνης της θρησκευτικότητας και το να βιώνουμε την απόλυτη αλήθεια σε αυτή τη ζωή είναι το πρώτο βήμα προς την επίτευξη του απόλυτου. Εκείνος που χάνει αυτή τη ζωή είναι σίγουρο ότι θα χάσει και όλα τα άλλα.
Ωστόσο, η προσέγγιση ως τώρα ήταν ακριβώς η αντίθετη. Αυτή η προσέγγιση σας ζητάει να απαρνηθείτε τη ζωή, να απαρνηθείτε τον κόσμο. Δεν σας ζητάει να ψάξετε στη ζωή, δεν σας ζητάει να μάθετε την τέχνη της ζωής. Επίσης δεν σας λέει ότι ο τρόπος που βιώνετε τη ζωή εξαρτάται από το πώς τη βλέπετε. Αν η ζωή μοιάζει σκοτεινή και δυστυχισμένη είναι επειδή τη ζείτε με λάθος τρόπο. Αυτή η ίδια ζωή μπορεί να γίνει μια βροχή ευτυχίας αρκεί να ξέρετε τον σωστό τρόπο να τη ζείτε.
Θρησκεία αποκαλώ την τέχνη του να ζεις. Η πραγματική θρησκεία δεν είναι μια άρνηση της ζωής, είναι μια σκάλα για να κατεβαίνεις βαθιά μέσα στη ζωή. Η πραγματική θρησκεία δεν είναι να γυρίζει κανείς την πλάτη του στη ζωή, είναι να ανοίγει τα μάτια του στη ζωή. Θρησκεία δεν είναι απόδραση από τη ζωή· θρησκεία είναι ο πλήρης εναγκαλισμός της ζωής. Είναι μια ολοκληρωτική συνάντηση με τη ζωή.
Αν γνωρίζαμε ότι η συμπεριφορά μας στη ζωή μάς δημιουργεί, τότε ίσως η άποψη ότι η ζωή είναι μάταιη και ανώφελη να φαινόταν παρεξηγημένη. Τότε ίσως η ιδέα να αποδεχτούμε ότι η ζωή είναι ένα βάσανο να έμοιαζε λάθος. Τότε ίσως η στάση μας κατά της ζωής να μας φαινόταν άθρησκη.
Αλλά μέχρι τώρα, στο όνομα της θρησκείας έχουμε διδαχτεί μόνο την άρνηση της ζωής. Μέχρι τώρα η πραγματικότητα είναι ότι όλη η θρησκεία είναι προσανατολισμένη προς τον θάνατο αντί να είναι προσανατολισμένη προς τη ζωή. Σημασία για τις θρησκείες έχει αυτό που έρχεται μετά τον θάνατο, όχι αυτό που είναι πριν από τον θάνατο. Ως τώρα, η άποψη των θρησκειών ήταν να σεβόμαστε τον θάνατο, όχι τη ζωή. Δεν μπορούμε να βρούμε ποτέ σεβασμό για τα λουλούδια της ζωής· παντού υπάρχουν μόνο ευλογίες και σεβασμός για νεκρά λουλούδια, μαραμένα λουλούδια, λουλούδια που έχουν πάει στους τάφους τους.
Μέχρι τώρα, όλος ο θρησκευτικός συλλογισμός έχει ασχοληθεί με αυτό που υπάρχει μετά τον θάνατο – παράδεισος, σωτηρία, νιρβάνα, λες και αυτό που υπάρχει πριν από τον θάνατο δεν έχει καμία σημασία. Θέλω να σας πω ότι αν δεν είστε σε θέση έστω και να φροντίσετε αυτό που υπάρχει πριν από τον θάνατο, δεν θα μπορέσετε ποτέ να φροντίσετε αυτό που έρχεται μετά τον θάνατο. Αν αυτό που είναι εδώ, πριν τον θάνατο, θεωρείται ότι δεν έχει νόημα, δεν μπορείτε να αναπτύξετε ποτέ την ικανότητα να βρείτε νόημα σε αυτό που έρχεται μετά τον θάνατο.
Η προετοιμασία για τον θάνατο πρέπει να γίνει μέσω όλων όσων υπάρχουν εδώ στη ζωή. Αν υπάρχει ένας άλλος κόσμος μετά τον θάνατο, θα βρούμε και εκεί μόνο αυτό που έχουμε δημιουργήσει και έχουμε ζήσει σε αυτή τη ζωή. Όμως ως τώρα το μόνο πράγμα που μας λένε είναι να περιφρονούμε αυτή τη ζωή, να αγνοούμε αυτή τη ζωή.
Δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από την ίδια τη ζωή. Δεν μπορεί να υπάρξει. Θέλω επίσης να πω ότι το να πασχίζουμε για την τελειοποίηση της τέχνης της ζωής σημαίνει να πασχίζουμε για την τελειοποίηση της τέχνης της θρησκευτικότητας και το να βιώνουμε την απόλυτη αλήθεια σε αυτή τη ζωή είναι το πρώτο βήμα προς την επίτευξη του απόλυτου. Εκείνος που χάνει αυτή τη ζωή είναι σίγουρο ότι θα χάσει και όλα τα άλλα.
Ωστόσο, η προσέγγιση ως τώρα ήταν ακριβώς η αντίθετη. Αυτή η προσέγγιση σας ζητάει να απαρνηθείτε τη ζωή, να απαρνηθείτε τον κόσμο. Δεν σας ζητάει να ψάξετε στη ζωή, δεν σας ζητάει να μάθετε την τέχνη της ζωής. Επίσης δεν σας λέει ότι ο τρόπος που βιώνετε τη ζωή εξαρτάται από το πώς τη βλέπετε. Αν η ζωή μοιάζει σκοτεινή και δυστυχισμένη είναι επειδή τη ζείτε με λάθος τρόπο. Αυτή η ίδια ζωή μπορεί να γίνει μια βροχή ευτυχίας αρκεί να ξέρετε τον σωστό τρόπο να τη ζείτε.
Θρησκεία αποκαλώ την τέχνη του να ζεις. Η πραγματική θρησκεία δεν είναι μια άρνηση της ζωής, είναι μια σκάλα για να κατεβαίνεις βαθιά μέσα στη ζωή. Η πραγματική θρησκεία δεν είναι να γυρίζει κανείς την πλάτη του στη ζωή, είναι να ανοίγει τα μάτια του στη ζωή. Θρησκεία δεν είναι απόδραση από τη ζωή· θρησκεία είναι ο πλήρης εναγκαλισμός της ζωής. Είναι μια ολοκληρωτική συνάντηση με τη ζωή.
Αυτοί που έχουν πληγωθεί ξέρουν πώς να επιβιώνουν
Όταν κάποιος έχει πληγωθεί στο παρελθόν, ξέρει πολύ καλά πώς να επιβιώνει. Το δέρμα του είναι καλυμμένο με σημάδια και πληγές και η καρδιά του προστατεύεται από σκουριασμένη αλλά ανθεκτική πανοπλία. Δεν δέχεται πλέον τα ψέματα ή τον εγωισμό. Αυτοί οι επιζώντες ξέρουν πώς να προστατεύσουν τον εαυτό τους από βλαβερά λόγια. Φροντίζουν για τον εαυτό τους ακόμα και στις πιο περίπλοκες καταστάσεις.
Αυτού του τύπου ζωτικότητας και ευεξίας μπορούν να παραχθούν από διάφορους παράγοντες. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τραυματικές εμπειρίες. Ωστόσο, στην εποχή μας υπάρχει μια διάσταση που επεκτείνεται σαν αμείλικτος ιός: ο συναισθηματικός πόνος. Η ζωή πληγώνει και το κάνει με διάφορους τρόπους. Στην πραγματικότητα, κάποιες φορές δεν χρειάζεται να λάβεις ένα άμεσο χτύπημα για να βιώσεις μια βαθιά πληγή. Μια πληγή που κανείς δεν μπορεί να δει, δε σημαίνει ότι δεν πονάει.
Συναισθηματικές πληγές στην καρδιά
Υπάρχει ένα επεξηγηματικό βιβλίο γι αυτό το θέμα, λέγεται “Microaggressions in everyday life”. Αυτό το βιβλίο, μιλά για αυτές τις καθημερινές επιθέσεις. Αυτές που μπορούν να έρθουν στην καθημερινή ζωή σας λεκτικά. Χωρίς το φυσικό χτύπημα στο σώμα, παράγουν μια συναισθηματική διάβρωση που είναι απλώς επίπονη.
Η ζωή μπορεί να πληγώσει και επεκτείνει τα επιθετικά νύχια της με διάφορους τρόπους και μέσω ποικίλων μηχανισμών. Τόσο πολύ, που πολλοί άνθρωποι περπατούν στον δρόμο με ανοιχτές τις πληγές τους ανίκανοι να τις αναγνωρίσουν αλλά υποφέρουν από τα αποτελέσματα τους μέσω της άμυνας, της κακής διάθεσης, της πίκρας και κούρασης.
Ωστόσο, αυτοί που είναι ικανοί να θεραπευτούν από τις πληγές, έχουν κοπεί τώρα από κάτι άλλο. Στην καρδιά τους έχουν ένα μαγικό συστατικό: την ελαστικότητα.
Η ελαστικότητα μας κάνει ξεχωριστούς, μας κάνει ήρωες
Οι τραυματικές εμπειρίες όπως τα ατυχήματα, μια απώλεια, η κακοποίηση, ο χαλασμός μιας ρομαντικής σχέσης, έχουν την ικανότητα να μας μεταμορφώνουν. Αυτή η αλλαγή μπορεί να γίνει με δύο διαφορετικούς τρόπους. Από την μια μεριά μας κρατά μακριά από το να απολαύσουμε την ζωή μας. Και από την άλλη μεριά μπορεί να μας μεταμορφώσει σε τόσο δυνατά όντα, επιτρέποντας μας να βρούμε άλλες θαυμάσιες ευκαιρίες.
Χρειαζόμαστε εργαλεία, την επαρκή ψυχολογική προστασία με την οποία θα διευκολυνθεί η μεταμόρφωση που θα μας κάνει ήρωες των αγώνων μας.
Ήρωες και εγκεφαλική χημεία
Τώρα, κάτι που οι ψυχολόγοι και οι νευροβιολόγοι ξέρουν πολύ καλά είναι ότι δεν καταφέρνουν όλοι να κάνουν αυτό το βήμα. Δεν καταφέρνουν όλοι να ενεργοποιήσουν τον μηχανισμό επιβίωσης που είναι εγκατεστημένος στον εγκέφαλο μας και λέγεται ελαστικότητα. Ο Hans Selye, ένας Καναδός βιοχημικός από τις αρχές του 20ου αιώνα, απέδειξε πως η ελαστικότητα είναι πάνω από όλα, μια μορφή προσαρμογής σε μια αγχωτική κατάσταση. Το συμπαθητικό νευρικό μας σύστημα θέλει να αναρρώσει, να βρει την γαλήνη και την ισορροπία. Επομένως, δίνει εντολές σε συγκεκριμένες ορμόνες και τις κάνει υπεύθυνες για την ανάκαμψη της ομοιόστασης αφού έχει πληγωθεί.
Οι πληγές σας, σας έχουν μάθει πώς να επιβιώνετε
Η λέξη ‘τραύμα’ κυριολεκτικά σημαίνει ‘πληγή’. Υπάρχει μια πληγή που δεν φαίνεται αλλά οι επιπτώσεις της επεκτείνονται μέχρι κάθε πτυχή της ύπαρξης μας. Ο Richard Tedeschi είναι ψυχολόγος του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας και διακεκριμένος ειδικευμένος πάνω στο θέμα. Εξηγεί πως όταν κάποιος πληγώνεται εσωτερικά, το πρώτο πράγμα που χάνει είναι η εμπιστοσύνη του για τον κόσμο.
Ολόκληρο το σύστημα εμπιστοσύνης θρυμματίζεται και η εμπιστοσύνη για το μέλλον εξαφανίζεται πλήρως. Δεν υπάρχει παρόν και δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου αύριο. Η δουλειά που πρέπει να κάνει κάποιος για την ‘ανοικοδόμηση’ είναι ακριβής και πολύπλοκη. Δεν είναι σαν να περιμένουμε ένα σπασμένο κόκκαλο να θεραπευτεί. Στην πραγματικότητα είναι σαν να έχεις μια σπασμένη ψυχή και να πρέπει να μαζέψεις όλα τα κομμάτια. Γίνεται αυτό ώστε να μπορέσουμε να την ξανακολλήσουμε.
Οι άνθρωποι που έχουν πληγωθεί δεν χρειάζονται την λύπηση σας
Ο γιατρός Richard Tedeschi δίνει έμφαση σε ένα συγκεκριμένο λάθος που τείνει να κάνει η κοινωνία. Όταν κάποιος έχει κακοποιηθεί στην παιδική του ηλικία. Ή όταν κάποιος έχει χάσει τον σύντροφο του μετά από ένα ατύχημα. Ή όταν μια κακοποιημένη γυναίκα τελικά αφήνει τον κακοποιό της, είναι σύνηθες για πολλούς από εμάς το πρώτο πράγμα που να κάνουμε είναι να τους λυπηθούμε.
Επιπλέον, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ακόμα και να μην πουν τίποτα σκέφτονται συγκεκριμένες φράσεις. «Δεν μπορείς να ξεπεράσεις κάτι τέτοιο. Πρέπει να είναι σπασμένος μέσα του. Η ζωή του έχει τελειώσει.»
Κάνουν λάθος. Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμούμε τους ανθρώπους που έχουν πληγωθεί. Η εγκεφαλική νευροπλαστική είναι απέραντη. Ο εγκέφαλος μπορεί να επαναπρογραμματίσει τον εαυτό του και η ελαστικότητα μας επαναφέρει. Μας κάνει δυνατότερους και μας προσφέρει μια καινούργια ασπίδα. Ανοίγουμε το μονοπάτι για τον εαυτό μας ώστε να βρούμε νέα είδη ευτυχίας.
Αυτού του τύπου ζωτικότητας και ευεξίας μπορούν να παραχθούν από διάφορους παράγοντες. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τραυματικές εμπειρίες. Ωστόσο, στην εποχή μας υπάρχει μια διάσταση που επεκτείνεται σαν αμείλικτος ιός: ο συναισθηματικός πόνος. Η ζωή πληγώνει και το κάνει με διάφορους τρόπους. Στην πραγματικότητα, κάποιες φορές δεν χρειάζεται να λάβεις ένα άμεσο χτύπημα για να βιώσεις μια βαθιά πληγή. Μια πληγή που κανείς δεν μπορεί να δει, δε σημαίνει ότι δεν πονάει.
Συναισθηματικές πληγές στην καρδιά
Υπάρχει ένα επεξηγηματικό βιβλίο γι αυτό το θέμα, λέγεται “Microaggressions in everyday life”. Αυτό το βιβλίο, μιλά για αυτές τις καθημερινές επιθέσεις. Αυτές που μπορούν να έρθουν στην καθημερινή ζωή σας λεκτικά. Χωρίς το φυσικό χτύπημα στο σώμα, παράγουν μια συναισθηματική διάβρωση που είναι απλώς επίπονη.
Η ζωή μπορεί να πληγώσει και επεκτείνει τα επιθετικά νύχια της με διάφορους τρόπους και μέσω ποικίλων μηχανισμών. Τόσο πολύ, που πολλοί άνθρωποι περπατούν στον δρόμο με ανοιχτές τις πληγές τους ανίκανοι να τις αναγνωρίσουν αλλά υποφέρουν από τα αποτελέσματα τους μέσω της άμυνας, της κακής διάθεσης, της πίκρας και κούρασης.
Ωστόσο, αυτοί που είναι ικανοί να θεραπευτούν από τις πληγές, έχουν κοπεί τώρα από κάτι άλλο. Στην καρδιά τους έχουν ένα μαγικό συστατικό: την ελαστικότητα.
Η ελαστικότητα μας κάνει ξεχωριστούς, μας κάνει ήρωες
Οι τραυματικές εμπειρίες όπως τα ατυχήματα, μια απώλεια, η κακοποίηση, ο χαλασμός μιας ρομαντικής σχέσης, έχουν την ικανότητα να μας μεταμορφώνουν. Αυτή η αλλαγή μπορεί να γίνει με δύο διαφορετικούς τρόπους. Από την μια μεριά μας κρατά μακριά από το να απολαύσουμε την ζωή μας. Και από την άλλη μεριά μπορεί να μας μεταμορφώσει σε τόσο δυνατά όντα, επιτρέποντας μας να βρούμε άλλες θαυμάσιες ευκαιρίες.
Χρειαζόμαστε εργαλεία, την επαρκή ψυχολογική προστασία με την οποία θα διευκολυνθεί η μεταμόρφωση που θα μας κάνει ήρωες των αγώνων μας.
Ήρωες και εγκεφαλική χημεία
Τώρα, κάτι που οι ψυχολόγοι και οι νευροβιολόγοι ξέρουν πολύ καλά είναι ότι δεν καταφέρνουν όλοι να κάνουν αυτό το βήμα. Δεν καταφέρνουν όλοι να ενεργοποιήσουν τον μηχανισμό επιβίωσης που είναι εγκατεστημένος στον εγκέφαλο μας και λέγεται ελαστικότητα. Ο Hans Selye, ένας Καναδός βιοχημικός από τις αρχές του 20ου αιώνα, απέδειξε πως η ελαστικότητα είναι πάνω από όλα, μια μορφή προσαρμογής σε μια αγχωτική κατάσταση. Το συμπαθητικό νευρικό μας σύστημα θέλει να αναρρώσει, να βρει την γαλήνη και την ισορροπία. Επομένως, δίνει εντολές σε συγκεκριμένες ορμόνες και τις κάνει υπεύθυνες για την ανάκαμψη της ομοιόστασης αφού έχει πληγωθεί.
Οι πληγές σας, σας έχουν μάθει πώς να επιβιώνετε
Η λέξη ‘τραύμα’ κυριολεκτικά σημαίνει ‘πληγή’. Υπάρχει μια πληγή που δεν φαίνεται αλλά οι επιπτώσεις της επεκτείνονται μέχρι κάθε πτυχή της ύπαρξης μας. Ο Richard Tedeschi είναι ψυχολόγος του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας και διακεκριμένος ειδικευμένος πάνω στο θέμα. Εξηγεί πως όταν κάποιος πληγώνεται εσωτερικά, το πρώτο πράγμα που χάνει είναι η εμπιστοσύνη του για τον κόσμο.
Ολόκληρο το σύστημα εμπιστοσύνης θρυμματίζεται και η εμπιστοσύνη για το μέλλον εξαφανίζεται πλήρως. Δεν υπάρχει παρόν και δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου αύριο. Η δουλειά που πρέπει να κάνει κάποιος για την ‘ανοικοδόμηση’ είναι ακριβής και πολύπλοκη. Δεν είναι σαν να περιμένουμε ένα σπασμένο κόκκαλο να θεραπευτεί. Στην πραγματικότητα είναι σαν να έχεις μια σπασμένη ψυχή και να πρέπει να μαζέψεις όλα τα κομμάτια. Γίνεται αυτό ώστε να μπορέσουμε να την ξανακολλήσουμε.
Οι άνθρωποι που έχουν πληγωθεί δεν χρειάζονται την λύπηση σας
Ο γιατρός Richard Tedeschi δίνει έμφαση σε ένα συγκεκριμένο λάθος που τείνει να κάνει η κοινωνία. Όταν κάποιος έχει κακοποιηθεί στην παιδική του ηλικία. Ή όταν κάποιος έχει χάσει τον σύντροφο του μετά από ένα ατύχημα. Ή όταν μια κακοποιημένη γυναίκα τελικά αφήνει τον κακοποιό της, είναι σύνηθες για πολλούς από εμάς το πρώτο πράγμα που να κάνουμε είναι να τους λυπηθούμε.
Επιπλέον, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ακόμα και να μην πουν τίποτα σκέφτονται συγκεκριμένες φράσεις. «Δεν μπορείς να ξεπεράσεις κάτι τέτοιο. Πρέπει να είναι σπασμένος μέσα του. Η ζωή του έχει τελειώσει.»
Κάνουν λάθος. Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμούμε τους ανθρώπους που έχουν πληγωθεί. Η εγκεφαλική νευροπλαστική είναι απέραντη. Ο εγκέφαλος μπορεί να επαναπρογραμματίσει τον εαυτό του και η ελαστικότητα μας επαναφέρει. Μας κάνει δυνατότερους και μας προσφέρει μια καινούργια ασπίδα. Ανοίγουμε το μονοπάτι για τον εαυτό μας ώστε να βρούμε νέα είδη ευτυχίας.
Καταλαυνικά Πεδία 451 μ.Χ. – Η Μάχη των Εθνών: Η τελευταία νίκη της Ρώμης
Ο μέγας βάρβαρος Αττίλας, ηττήθηκε τελικά από τους συνασπισμένους αντιπάλους του και η αυτοκρατορία του αίματος που είχε ιδρύσει διαλύθηκε.
Ήδη από τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρουσίαζε έντονα τα σημάδια της παρακμής.
Τίποτε πέρα από βαρύγδουπους τίτλους δεν θύμιζε την παλαιά δόξα που είχαν προσδώσει στη Ρώμη ο Ιούλιος Καίσαρ ή ο Οκταβιανός Αύγουστος. Σταδιακά, η Αυτοκρατορία κατακρημνιζόταν καθημερινά, όλο και βαθύτερα στα πλοκάμια της παρακμής. Τα παλαιά στηρίγματα του κράτους, η δικαιοσύνη και ο στρατός, βίωναν επίσης τις συνέπειες της παρακμής αυτής. Στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. η κατάσταση είχε χειροτερέψει συνεπεία των συνεχών εμφυλίων πολέμων.
Εντός αυτού του πλαισίου έκαναν την εμφάνισή τους στο ιστορικό προσκήνιο οι Ούννοι, ένας λαός βαρβάρων ιπποτοξοτών, που αντλούσε την καταγωγή του από τις στέπες του Τουρκμενιστάν. H επαφή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τους Ούννους ήταν έμμεση και συντελέστηκε μέσω των Γερμανών. Οι Γερμανοί, πιεζόμενοι από τους Ούννους, εισέβαλαν τον 4ο αιώνα μ.Χ. εντός των ορίων της αυτοκρατορίας.
Μαζί τους εισέβαλαν στα ανατολικά αυτοκρατορικά εδάφη και τα πρώτα στοιχεία Ούννων. Οι Ούννοι ήταν λίγοι. Ο μεγάλος όγκος τους είχε παραμείνει πέρα από τα σύνορα. Οι Ούννοι είχαν φτάσει περί το 374 μ.Χ. στις όχθες του Βόλγα. Είχαν ξεκινήσει από τις μακρινές στέπες. Από εκεί κινήθηκαν δυτικότερα και αφού διέσχισαν όλους τους μεγάλους ποταμούς της νοτιοανατολικής Ευρώπης, έφτασαν στον Δούναβη.
Οι Ούννοι, ως νομάδες που ήταν, εγκαταστάθηκαν στην εύφορη κοιλάδα του Δούναβη, στις περιοχές της σημερινής Μολδαβίας και Ρουμανίας. Έτσι οι Ούννοι έφτασαν να εξαπλωθούν, στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. από τη Σιβηρία έως την Κασπία θάλασσα και από τη Σαμαρακάνδη έως τον Δούναβη. Οι Ούννοι ήταν το φόβητρο των Γερμανών, λόγω του πολεμικού τους μένους αλλά και της αγριότητάς τους.
Γι’ αυτό ακριβώς οι Ρωμαίοι σκέφθηκαν να τους χρησιμοποιήσουν ως το αντίπαλο δέος των Γερμανών. Κανείς δεν πίστευε ότι η μικρή αυτή νομαδική φυλή έμελλε να διαδραματίσει τόσο σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια Ιστορία. Όλα θα άλλαζαν όταν οι Ούννοι θα αποκτούσαν ενιαία και άξια ηγεσία. Οι Ούννοι διαβιούσαν αρχικά ειρηνικά στην κοιλάδα του Δούναβη.
Δεν μπορούσαν όμως να μείνουν για πολύ ήσυχοι. Μια μεγάλη ομάδα τους, με επικεφαλής τον Οκτάρ, στράφηκε προς την κεντρική Ευρώπη. Αν και αρχικά οι Ούννοι είχαν επιτυχίες, τελικά ηττήθηκαν από τους εκχριστιανισμένους Βουργουνδούς (γερμανικό φύλο). Οι υπόλοιποι Ούννοι που παρέμειναν στον Δούναβη δέχθηκαν την πρόταση του αυτοκράτορα της Ανατολής Θεοδοσίου Β΄ και αντί 350 λιβρών χρυσού κατ’ έτος συμμάχησαν με την Ανατολική Αυτοκρατορία. Ένα τρίτο τμήμα των Ούννων, υπό τον Ούλδη, κινήθηκε δυτικά και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στη Δυτική Αυτοκρατορία.
Οι μικρόσωμοι, άσχημοι στην όψη αυτοί Ασιάτες προκαλούσαν επί τη εμφανίσει το δέος στους Ρωμαίους. Οι αντίπαλοί τους τους περιέγραφαν ως αλλόκοτα ανθρωπόμορφα τέρατα, γεννήματα δαιμόνων, που περνούν όλη τους τη ζωή έφιπποι. Δεν αφίππευαν ούτε για να κοιμηθούν.
Απλώς όταν έδυε ήλιος και έπεφτε η νύχτα τα πλάσματα αυτά έγερναν στη ράχη του αλόγου τους και κοιμούνταν. Το μόνο που δεν έκαναν επάνω στα άλογά τους ήταν το ζευγάρωμα, όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν.
Το 395 μ.Χ. σε μια ξύλινη καλύβα, πλάι στις όχθες του Δούναβη, ο Ούννος βασιλιάς Ματζούκ γιόρταζε τη γέννηση ενός ακόμα γιού του. Το παιδί ονομάστηκε Αττίλας (Άτλι Έτζελ, στη γλώσσα των Ούννων), που σήμαινε «μικρός πατέρας». Με διαφορά λίγων μηνών, στη Σιλίστρια της σημερινής Βουλγαρίας γεννιόταν ένα άλλο αγόρι, το οποίο ονομάστηκε Αέτιος. Τα δύο συνομήλικα αγόρια δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν τι οι Μοίρες είχαν σχεδιάσει για αυτά. Θα το διαπίστωναν 56 έτη αργότερα στα Καταλαυνικά πεδία.
Ο Ούννος πρίγκιπας στάλθηκε ως όμηρος στη Ρώμη μετά τον θάνατο του βασιλιά πατέρα του. Αφού έληξε η ομηρία του και επέστρεψε, ο Αττίλας εξουδετέρωσε σταδιακά όλους τους άλλους διεκδικητές του θρόνου των Ούννων, ανάμεσά τους και το αδελφό του. Έχοντας ισχυροποιήσει τη θέση του εξαπέλυσε μεγάλης κλίμακας επίθεση κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τελικά όμως υποχώρησε, εξαγοραζόμενος με μεγάλα ποσά.
Ο Αττίλας, έχοντας καλύψει από κάθε άποψη τα νώτα του, ήταν πλέον έτοιμος για τη «Μεγάλη Κατάκτηση», για την κατάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σκέφτηκε να επιτεθεί πρώτα στο Ανατολικό κράτος και πάλι. Αλλά η αναρρίχηση του Μαρκιανού στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης συντέλεσε στην απόφαση του Αττίλα να αφήσει ήσυχη την Ανατολική Αυτοκρατορία, όταν αντιλήφθηκε ότι ο νέος αυτοκράτορας ήταν έτοιμος να τον αντιμετωπίσει.
Ο Μαρκιανός ήταν στρατιώτης, με καταγωγή από τη Θράκη. Ήταν υπερδραστήριος και γενναίος. Δεν φοβόταν τον Αττίλα, και ευθύς εξαρχής το έκανε γνωστό σε όλους. Έτσι όταν οι Ούννοι αντιπρόσωποι του Αττίλα ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη για να εισπράξουν τον φόρο υποτέλειας που πλήρωνε ο Θεοδόσιος Β΄ στον Ούννο βασιλιά, ο Μαρκιανός όχι μόνο δεν κατέβαλε τα χρήματα, αλλά τους είπε να μεταφέρουν το εξής μήνυμα στον Αττίλα: «Αν θέλει, ας έρθει να τα εισπράξει μόνος του. Θα τον περιμένω με τους άνδρες μου, οι οποίοι δεν υστερούν σε τίποτε σε σύγκριση με τους δικούς του».
Αποφάσισε λοιπόν να στραφεί αρχικά κατά της Δυτικής Αυτοκρατορίας, την οποία θεωρούσε εντελώς παρηκμασμένη και έτοιμη να του παραδοθεί. Ο αυτοκράτορας της Δύσης άλλωστε, ο απόλεμος και δειλός Βαλλεντιανός ο Γ΄, δεν ήταν ιδιαίτερα υπολογίσιμος αντίπαλος γι’ αυτόν. Το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να του δημιουργήσει πρόβλημα ήταν ο «τελευταίος των Ρωμαίων», ο γενναίος Αέτιος.
Ως αφορμή για τις διεκδικήσεις του, ο Αττίλας ξέθαψε από τα βάθη του μυαλού του μια παλαιά ιστορία με την Ονώρια, την αδελφή του Βαλλεντιανού, η οποία του είχε υποσχεθεί αιώνια αγάπη και ως απόδειξη του είχε δώσει το δαχτυλίδι της όταν ήταν όμηρος στη Ρώμη. Αξίωσε λοιπόν από τον Βαλλεντιανό, στέλνοντας πρεσβευτή του, να του δώσει ως σύζυγο την Ονώρια. Ζητούσε επίσης ως προίκα τη μισή αυτοκρατορία. Η Ονώρια δεν αποτελούσε παρά την πρόφαση για να υλοποιήσει την προειλημμένη απόφασή του για την εξαπόλυση μιας άνευ προηγουμένου επίθεσης κατά της Δυτικής Αυτοκρατορίας.
Η Μάχη των Εθνών
Καθώς ο χειμώνας του έτους 450 μ.Χ. πλησίαζε, το κλίμα αβεβαιότητας εντός της αυτοκρατορίας εντεινόταν. Ο Μαρκιανός στην Ανατολή, αγνοώντας τις πραγματικές προθέσεις του Αττίλα, συγκέντρωνε δυνάμεις. Στη Δύση, ο Αέτιος εξακολουθούσε τις προετοιμασίες όσο καλύτερα μπορούσε, αγνοώντας επίσης τον ακριβή τόπο και χρόνο που ο Αττίλας θα εκδήλωνε την επίθεσή του. Ο Αέτιος πάντως κατόρθωσε να συμμαχήσει με τον Βησιγότθο βασιλιά Θεοδώριχο, ο οποίος επίσης κινδύνευε από τους Ούννους. Αλλά και ο Ούννος βασιλιάς ολοκλήρωνε τις τελευταίες προετοιμασίες για τη «Μεγάλη Κατάκτηση».
Ο Αέτιος πίστευε ότι ο Αττίλας διέθετε δύο πιθανούς άξονες εισβολής. Ο ένας ήταν μέσω του Ρήνου και ο δεύτερος μέσω της διαδρομής αυστριακά υψίπεδα-πεδιάδα σημερινής Τεργέστης-κοιλάδα Πάδου. Η πρώτη οδός ενδείκνυτο για την ανάπτυξη μαζών Ιππικού, εφόσον κατά μήκος της υπήρχε νομή για τα άλογα. Η δεύτερη οδός ήταν πιο δύσκολη για ιππείς, αλλά οδηγούσε κατευθείαν στον ζωτικό γεωγραφικό χώρο της Δυτικής Αυτοκρατορίας, την ιταλική χερσόνησο. Στην προκειμένη όμως περίπτωση ο Αττίλας ακολούθησε τις επιταγές της έμμεσης στρατηγικής και επέλεξε την οδό μέσω Γαλατίας. Ενδεχομένως να είχε ως στόχο να εξοντώσει πρώτα τους Βησιγότθους, τους οποίους θεωρούσε πιο εύκολους αντίπαλους.
Τον Ιανουάριο του 451 μ.Χ. χιλιάδες Ούννοι, Γεπίδες, Αλανοί, Ρούγιοι, Φράγκοι, Θουρίγγιοι αλλά και Σλάβοι μαχητές συγκεντρώθηκαν στην ανατολική όχθη του ποταμού Ρήνου στην περιοχή απέναντι από τη σημερινή πόλη του Στρασβούργου. Οι πηγές αναφέρουν ότι ο Αττίλας είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει εκεί το σύνολο του τρομερού στρατού του, περί τους 700.000 άνδρες. Πιθανότατα ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικά διογκωμένος ή σε αυτόν περιλαμβάνονται και οι άμαχοι, που πάντα ακολουθούσαν τον στρατό στις εκστρατείες.
Ωστόσο η μάχιμη δύναμη του Αττίλα δεν θα πρέπει να ήταν μικρότερη των 300.000 ανδρών, αφού μόνο τα υποτελή έθνη του διέθεσαν περί τους 100.000 μαχητές. Από το σύνολο αυτό, το 60 με 70 % ήταν ιππείς.
Ο Αέτιος πληροφορήθηκε από κατασκόπους την αναχώρηση του Αττίλα από την πρωτεύουσά του. Πληροφορήθηκε επίσης τα πρώτα βήματα της τεράστιας στρατιάς. Σταδιακά όμως η ροή των πληροφοριών έπαψε και ο Ρωμαίος στρατηγός άρχισε και πάλι να προχωρεί σε υποθέσεις σχετικά με τις κινήσεις του αντιπάλου του. Ο Αέτιος υπολόγιζε ότι οι Φράγκοι και οι Θουρίγγιοι, που κατοικούσαν μεταξύ Αλσατίας και Σαξονίας, θα προέβαλαν μικρή έστω αντίσταση στις ουννικές ορδές.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη και οι μεν Φράγκοι σκότωσαν τον ρωμαιόφιλο βασιλιά τους και προσχώρησαν στον Αττίλα, οι δε Θουρίγγιοι προσχώρησαν σχεδόν σύσσωμοι. Ο Αέτιος λοιπόν, μένοντας με όλο και λιγότερους συμμάχους, έμαθε ξαφνικά ότι οι Ούννοι είχαν φτάσει στον Ρήνο και ότι είχαν μάλιστα αρχίσει να τον διασχίζουν με πλοιάρια, διστακτικά στην αρχή, φοβούμενοι ρωμαϊκή ενέδρα, μαζικά λίγο αργότερα, μέσω πλωτών γεφυρών που κατασκεύασαν. Σε λίγο η τεράστια στρατιά του Αττίλα στρατοπέδευε γύρω από τη μεγάλη πόλη Τρέβηρα (σημερινή Τρίερ).
Ο Αττίλας αντιμετώπισε σχετικά σοβαρή αντίσταση, για πρώτη φορά από την έναρξη της εκστρατείας, από τους Βουργουνδούς, υπό τον Γκίντερ, που κατοικούσαν στη σημερινή Λορένη. Τους κατανίκησε όμως και κατόπιν χώρισε την τεράστια στρατιά του σε δύο τμήματα. Το πρώτο διατάχθηκε να κινηθεί βορειοδυτικά προς το Αρράς. Το δεύτερο τμήμα, του οποίου ηγούνταν ο ίδιος, βάδισε κατά μήκος της κοιλάδας του Μοζέλα και έφτασε έως την πόλη Μπενσαζόν, την οποία και ισοπέδωσε. Την ίδια τύχη είχαν και οι πόλεις Βορμς και Μαγεντία, αλλά και το Κόλμαρ, η Τόνγκρ και το Αρράς. Ακολούθησε η ισοπέδωση του Μετς.
Οι ορδές του Αττίλα κινούνταν με ταχύτητα και πυρπολούσαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Όποιος αντιστεκόταν σφαγιαζόταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήδη το Ουννικό Ιππικό είχε εξαπλωθεί σε μια τεράστια έκταση, από την οροσειρά του ελβετικού Ιούρα έως τον Ατλαντικό ωκεανό. Υλοποιώντας τα σχέδιά του, ο Αττίλας κίνησε τις χιλιάδες των ανδρών του προς τον Λίγηρα. Η στρατιά του διέσχισε τον Σηκουάνα στο ύψος της Νοζάν. Στη συνέχεια, εξαπέλυσε τις ορδές του κατά της Τρουά. Η πόλη καταστράφηκε συθέμελα. Στις 2 Μαΐου 451 μ.Χ. ο Αττίλας έγινε κύριος των διαβάσεων του Λίγηρα και στρατοπέδευσε εμπρός από τα τείχη της Ορλεάνης.
Ο επίσκοπος της πόλης, Ανιανός, είχε αναλάβει τη διεύθυνση της Άμυνας και είχε φροντίσει για τον εξοπλισμό και τη συγκρότηση των κατοίκων σε υποτυπώδεις στρατιωτικές μονάδες. Ο γενναίος επίσκοπος είχε επίσης φροντίσει να αποστείλει μήνυμα στον Αέτιο να σπεύσει σε βοήθεια της πόλης. Αυτό που διακυβευόταν στην Ορλεάνη δεν ήταν η ύπαρξη της πόλης αυτής καθαυτής, αλλά η επιβίωση των συμμάχων της Ρώμης Βησιγότθων, και κατ’ επέκταση η επιβίωση της Αυτοκρατορίας, αλλά και του πολιτισμού στην Ευρώπη.
Αφού ανέλυσε την στρατηγική κατάσταση, βάσει των νέων πληροφοριών που έλαβε από τον επίσκοπο της Ορλεάνης, ο Αέτιος κίνησε με τον στρατό του για την Αρλ. Πριν αναχωρήσει όμως απέστειλε μια επιστολή στον βασιλιά των Βησιγότθων με την οποία τον ενημέρωνε για την πρόοδο του Αττίλα και τον καλούσε να ενώσει τις δυνάμεις του με τις δικές του.
Στο μεταξύ, οι κάτοικοι της Ορλεάνης υποχρεώθηκαν να παραδοθούν λόγω έλλειψης τροφίμων. Οι Ούννοι μόλις μπήκαν στην πόλη άρχισαν αμέσως τις σφαγές και τις λεηλασίες. Αλλά τότε έφτασε ο Αέτιος. Από τις ανοιχτές και αφρούρητες πύλες, οι άνδρες του Αέτιου εισήλθαν στην πόλη, αιφνιδιάζοντας τους απασχολημένους με τη λεηλασία και μεθυσμένους Ούννους. Οι Ούννοι τράπηκαν σε φυγή μόλις δέχθηκαν την πρώτη έφοδο των Ρωμαίων.
Μάταια ο οργισμένος Αττίλας επιχείρησε να συγκρατήσει τη φυγή των ανδρών του. Ο βαρβαρικός ασιατικός συρφετός συνέχισε τη φυγή του, έως ότου απομακρύνθηκε πολλά χιλιόμετρα από την πόλη. Πίσω του άφησε όμως χιλιάδες νεκρούς του. Οι Ούννοι διέφυγαν προς την Καμπανία.
Πίσω στην Ορλεάνη ο Θεοδώριχος πίεζε τον Αέτιο να καταδιώξουν τους υποχωρούντες Ούννους. Ο Ρωμαίος στρατηγός όμως δεν συμφώνησε. Θεώρησε πως δεν ήταν φρόνιμο να διακινδυνεύσουν καταδίωξη του Αττίλα στη μεγάλη πεδιάδα, εκεί όπου η υπεροχή του σε Iππικό θα μπορούσε να αποβεί καταλυτική. Αντίθετα ο Αέτιος άφησε τον στρατό του να αναπαυτεί στην Ορλεάνη και μόνο την επομένη κίνησε προς Βορρά, προς καταδίωξη των ηττημένων Ούννων.
Την ίδια ώρα στο στρατόπεδο του Αττίλα επικρατούσε κατήφεια. Η ήττα, η πρώτη που γνώρισαν τα όπλα του βάρβαρου αρχηγού, είχε φοβίσει τους άνδρες του και είχε σταματήσει τα μυστικιστικά παραληρήματα περί του αήττητου του Αττίλα. Οι Ούννοι δεν ήσαν αήττητοι, και αυτό το γνώριζαν οι αντίπαλοί τους.
Ο Αττίλας συνέχισε την προς Βορρά υποχώρηση. Επιθυμούσε να φτάσει στην απέραντη πεδιάδα της ανατολικής Καμπανίας, κοντά στην πόλη Σαλόν. Στη μεγάλη πεδιάδα το ακατάβλητο Ιππικό του θα εκδικούνταν τους εχθρούς για την ήττα της Ορλεάνης. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, ο Αττίλας είχε συναντήσει πριν τη μάχη έναν καλόγερο, ο οποίος του είχε πει τα εξής: «Εσύ είσαι η μάστιγα του Θεού και η σφύρα με την οποία η Θεία Πρόνοια πλήττει τον κόσμο.
Αλλά ο Θεός συντρίβει όταν το επιθυμεί ακόμα και τα όργανα της εκδίκησής του και δίνει το ξίφος του από ένα χέρι σε άλλο, σύμφωνα με την αλάνθαστη βούλησή Του. Μάθε λοιπόν ότι θα σε νικήσουν οι Ρωμαίοι, γιατί η ισχύς δεν προέρχεται από τα γήινα, αλλά από τον Θεό».Ο Αττίλας πάντως δεν πτοήθηκε, συνέχισε να κινείται και, λίγο πριν νυχτώσει, στρατοπέδευσε βόρεια της πεδιάδας του Μωριάκ. Στην πεδιάδα είχε εγκαταστήσει ως οπισθοφυλακή ένα ισχυρό τμήμα Γεπίδων. Την ίδια ώρα ο συμμαχικός στρατός του Αέτιου συνέχιζε την καταδίωξη των Ούννων.
Ο Αέτιος είχε τάξει ως εμπροσθοφυλακή σκληροτράχηλους Γερμανούς ιππείς. Οι Γερμανοί, υπό τον Μεροβαίο, συνέχισαν την κίνησή τους και με το τελευταίο φως της μέρας είχαν φτάσει στο Μωριάκ, κοντά στη θέση που είχαν ταχθεί οι Γεπίδες του Αττίλα. Οι τελευταίοι είχαν δει τα σύννεφα σκόνης από τα άλογα των Γερμανών και είχαν θορυβηθεί, θεωρώντας ότι πλησίαζε εναντίον τους το σύνολο του στρατού του Αέτιου.
Στο μεταξύ οι Γερμανοί του Μεροβαίου είχαν αντιληφθεί την παρουσία των Γεπίδων. Σε λίγο τους επιτέθηκαν με αλαλαγμούς, παρά το γεγονός ότι είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Μέσα στο σκοτάδι ξέσπασε τότε άγρια μάχη, χωρίς κανείς να μπορεί να αναγνωρίσει εχθρούς και φίλους. Μέσα στη σύγχυση, πολλοί άνδρες και από τους δύο στρατούς έπεσαν. Τελικά όμως οι Γεπίδες, πιστεύοντας πάντα ότι δέχονταν την επίθεση του συνόλου του συμμαχικού στρατού, τράπηκαν σε άτακτη φυγή, διωκόμενοι κατά πόδας από τους Γερμανούς.
Οι Γεπίδες συνέχισαν τη φυγή ακόμα και αφού έφτασαν στη θέση όπου βρισκόταν ο στρατός του Αττίλα. Σύντομα ο πανικός εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον στρατό. Στο μεταξύ εντός του ουννικού καταυλισμού είχαν φτάσει τώρα και οι λιγοστοί Γερμανοί ιππείς του Μεροβαίου. Σαν δαίμονες, ψάλλοντας τους τρομακτικούς τους πολεμικούς παιάνες, οι Γερμανοί όρμησαν καταπάνω στους ήδη πανικοβλημένους από τους Γεπίδες Ούννους, και τους έτρεψαν σε άτακτη φυγή.
Ολόκληρη η ορδή των πολλών χιλιάδων ανδρών ετράπη σε φυγή από την έφοδο όχι περισσοτέρων από 2.000 ιππέων. Ο Αττίλας και πάλι επιχείρησε να ανασυγκροτήσει τα απείθαρχα στρατεύματά του. Ο φόβος όμως αποδείχθηκε ισχυρότερός του. Ύστερα από το νέο αυτό ατύχημα, το μόνο που του απέμενε ήταν να κινηθεί το ταχύτερο δυνατόν προς τη Σαλόν, εκεί όπου είχε διατάξει τη συγκέντρωση και των υπολοίπων τμημάτων της στρατιάς, τα οποία επιχειρούσαν στη βορειοδυτική Γαλατία.
Εκεί, με το σύνολο του στρατού του συγκεντρωμένο, υπολόγιζε να συντρίψει τον συμμαχικό στρατό, ο οποίος άλλωστε υστερούσε και αριθμητικά απέναντι στα στίφη του.
Ήταν Ιούλιος όταν τελικά ο Αττίλας κατόρθωσε να συγκεντρώσει τον στρατό του κοντά στην πόλη Σαλόν, στη θέση που έμεινε γνωστή ως «Καταλαυνικά πεδία». Πολλοί ιστορικοί αμφισβητούν την άποψη ότι τα περίφημα Καταλαυνικά πεδία βρίσκονταν κοντά στη Σαλόν. Ως τις μέρες μας, η ακριβής θέση όπου έλαβε χώρα η τρομερότερη μάχη του μεσαιωνικού κόσμου δεν έχει καθοριστεί.
Το πιθανότερο πάντως είναι η μάχη πράγματι να δόθηκε στη μεγάλη πεδιάδα της Καμπανίας, κοντά στην πόλη Σαλόν, εκεί που η μορφολογία του εδάφους ευνοούσε τους Ούννους. Επίσης και η ακριβής ημερομηνία διεξαγωγής της μάχης δεν έχει καθοριστεί, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο για εικασίες. Το πιθανότερο είναι η μάχη να δόθηκε την 20ή Ιουλίου 451 μ.Χ.
Το βράδυ της 19ης Ιουλίου, τα ουννικά στρατεύματα, με επικεφαλής τον τρομερό βασιλιά τους, είχαν στρατοπεδεύσει νότια της Σαλόν, γύρω από τα ερείπια ενός παλαιού συνοριακού ρωμαϊκού οχυρού στρατοπέδου. Εντός του μισοκατεστραμμένου περιβόλου, ο Αττίλας έταξε τις άμαξες με τα εφόδια και το στρατηγείο του. Την ίδια ώρα ο συμμαχικός στρατός είχε φτάσει απέναντι από τους Ούννους, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων. Ο Αέτιος είχε αξιοποιήσει στο έπακρο τις πληροφορίες που είχε λάβει από τον Μεροβαίο και είχε ορθά υποθέσει ότι ο Αττίλας θα τον περίμενε στα Καταυλανικά πεδία, σε πρόσφορο γι’ αυτόν έδαφος.
Με το πρώτο φως της 20ής Ιουλίου, ο Αέτιος κίνησε τα τμήματά του σε σχηματισμό μάχης και διέταξε την προέλαση προς τον εχθρό. Στόχος του ήταν η κατάληψη ενός μικρού δασωμένου υψώματος, το οποίο δέσποζε στο κέντρο τού κατά τα άλλα ομαλού τοπίου. Την αξία του υψώματος αντιλήφθηκε και ο Αττίλας. Δυστυχώς όμως για τον ίδιο δεν είχε φροντίσει να το καταλάβει από το προηγούμενο βράδυ, υπολογίζοντας λανθασμένα ότι ο Αέτιος δεν θα πλησίαζε τις θέσεις τους πριν από την 21η Ιουλίου. Τώρα όμως που έκπληκτος αντίκριζε απέναντί του το σύνολο του συμμαχικού στρατού, διέταξε οργισμένος ένα τμήμα του να σπεύσει να καταλάβει πάση θυσία το ύψωμα.
Το συγκεκριμένο ύψωμα είχε πράγματι μεγάλη τακτική αξία, αφού όποιος το κατείχε διέθετε άριστο οπτικό πεδίο για τις κινήσεις του αντιπάλου, αλλά και ένα πρώτης τάξεως σημείο στηρίγματος. Οι Ούννοι ιππείς, εκτελώντας πιστά τη διαταγή του αρχηγού τους, κάλπασαν προς τον λοφίσκο με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα των αλόγων τους. Την κίνησή τους όμως αντιλήφθηκε ο γιος του Βησιγότθου βασιλιά, ο Θορισμούνδος. Οι Ούννοι πίεσαν αρχικά τα τμήματα που κατείχαν τον λόφο, και σχεδόν τον κυρίευσαν. Τότε όμως δέχθηκαν στο ακάλυπτο αριστερό τους πλευρό την επίθεση του Θορισμούνδου και τράπηκαν σε φυγή. Ο λόφος είχε κερδηθεί για τους συμμάχους.
Ο Αέτιος, μετά την πρώτη αυτή επιτυχία, ανέπτυξε τον στρατό του, στηρίζοντας το κέντρο της παράταξής του στον λόφο. Οι Φράγκοι, οι Βουργουνδοί και οι Σάξονες πεζοί τάχθηκαν επί του λόφου, σε πυκνούς σχηματισμούς. Μπροστά από το μέτωπό τους τάχθηκαν, στις παρυφές του λόφου, οι Αλανοί ιππείς, με σκοπό να λειτουργήσουν ως κινητό πρόχωμα προστασίας του πεζικού.
Σε περίπτωση που πιέζονταν πολύ, οι Αλανοί είχαν διαταγές να σπάσουν τον σχηματισμό τους και να κινηθούν οι μισοί προς την αριστερή πτέρυγα και οι άλλοι μισοί προς τη δεξιά. Αν οι Ούννοι συνέχιζαν τότε την επίθεσή τους κατά του υψώματος, οι Αλανοί θα τους επιτίθεντο και πάλι από τα πλευρά, την ώρα που θα ήταν ήδη «αγκιστρωμένοι» από το Γερμανικό Πεζικό.
Στη δεξιά πτέρυγα τάχθηκαν οι δυνάμεις των Βησιγότθων με επικεφαλής τον βασιλιά τους Θεοδώριχο και τον γιο του Θορισμούνδο. Οι Βησιγότθοι τάχθηκαν σε δύο γραμμές. Η πρώτη συγκροτήθηκε από πεζούς τοξότες, σκοπός τον οποίων ήταν να κόψουν την αρχική ορμή της ουννικής επίθεσης και η δεύτερη συγκροτήθηκε από το περίφημο βαρύ τους ιππικό, το οποίο θα επιτίθετο στους Ούννους αμέσως μόλις οι τελευταίοι έδειχναν σημάδια αποδιοργάνωσης.
Στην αριστερή πτέρυγα ο Αέτιος έταξε τον Ρωμαϊκό Στρατό του. Το πεζικό του τάχθηκε δίπλα στον λόφο, έχοντας το δεξιό του καλυπτόμενο από αυτόν, ενώ το ιππικό τάχθηκε στο άκρο αριστερό. Οι λεγεωνάριοι τάχθηκαν σε πυκνούς επίσης σχηματισμούς, σε μεγάλο βάθος. Κάθε τμήμα λεγεωνάριων διέθετε και μια οργανική υπομονάδα τοξοτών, γεγονός που είχε ως συνέπεια να αυξάνεται η αντοχή του απέναντι στο περίφημο ουννικό ιππικό.
Ο Αττίλας από την πλευρά του φαίνεται πως έταξε τον στρατό του μάλλον συμβατικά, σύμφωνα με τα καθιερωμένα στους Ούννους διδάγματα. Πιθανότατα ολόκληρη η πρώτη γραμμή να αποτελούνταν από ιππικό. Οι Ούννοι δεν διέθεταν δικό τους πεζικό και όλα τα τμήματα πεζικού της βαρβαρικής στρατιάς συγκροτούνταν από Γερμανούς υποτελείς. Γνωρίζοντας την παράταξη της στρατιάς του Αέτιου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Αττίλας παρέταξε τον στρατό του με τρόπο που να ανταποκρίνεται το δυνατόν καλύτερα στην παράταξη του αντιπάλου. Γι’ αυτό και υποθέτουμε ότι ολόκληρη η πρώτη γραμμή μάχης αποτελούνταν από ιππικό, και μάλιστα ελαφρύ ουννικό, αλλά και βαρύ οστρογοτθικό.
Οι Ούννοι ιππείς του Αττίλα θα μπορούσαν να αγκιστρώσουν τις δύο ισχυρές πτέρυγες του συμμαχικού στρατού, την ώρα που άλλοι ιππείς, ίσως βαριά οπλισμένοι Γερμανοί, θα εξαπέλυαν σφοδρή επίθεση για την ανατροπή των Αλανών ιππέων του ή ακόμα και για την ανατροπή των λεγεωνάριων του Αέτιου. Μόλις ο στόχος αυτός θα είχε επιτευχθεί και μόνο τότε ο Αττίλας θα έριχνε στη μάχη το πολύτιμο πεζικό του, που μόνο αυτό μπορούσε να ανατρέψει το αντίπαλο πεζικό από τον λόφο, να τον καταλάβει και να τον διατηρήσει.
Η ώρα ήταν 10.00. Οι δύο στρατοί έμεναν ακίνητοι, αντικρίζοντας ο ένας τον άλλο. Ο Αέτιος υπολόγιζε να τον βοηθήσει η απειθαρχία των Ούννων. Γνώριζε ότι οι βάρβαροι δεν αρέσκονται στην πολύωρη αναμονή, η οποία τους προκαλούσε εκνευρισμό και έριχνε το ηθικό τους. Ο Αέτιος ήταν βέβαιος ότι η στάση αναμονής που σκόπευε να τηρήσει θα οδηγούσε τους βαρβάρους στην εκτόξευση ορμητικής μεν, άκαιρης και ασυντόνιστης δε, επίθεσης.
Και έκρινε ορθά. Κατά το μεσημέρι, ούτε ο ίδιος ο Αττίλας δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους άνδρες του. Μικρά αρχικά, μεγαλύτερα αργότερα, αποσπάσματα Ούννων εγκατέλειπαν τις γραμμές τους, εφορμούσαν ορμητικά και αποκρούονταν κατά κύματα από τους συμμάχους με ευκολία, αφήνοντας πολλούς συντρόφους πίσω τους νεκρούς. Ο Αέτιος, φανερά ευχαριστημένος, έβλεπε τις προσδοκίες του να πραγματώνονται. Για να εντείνει μάλιστα τον εκνευρισμό των αντιπάλων αποφάσισε να προβεί σε επιθεώρηση των παρατεταγμένων του δυνάμεων.
Το θέαμα του αγέρωχου στρατηγού αποτέλεσε μιας πρώτης τάξεως τονωτική ένεση για τα τμήματά του. Οι στρατιώτες του τον επευφημούσαν με ζητωκραυγές, χτυπώντας ρυθμικά τα όπλα πάνω στις ασπίδες τους, και δημιουργώντας ένα πραγματικό πανδαιμόνιο. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά, οι Ούννοι παρακολουθούσαν κατηφείς το μεγαλειώδες θέαμα και άκουγαν, όχι χωρίς έναν ενδόμυχο φόβο να τους πλημμυρίζει, τις ζητωκραυγές και την κλαγγή των όπλων των αντιπάλων.
Μόλις ο Αέτιος περάτωσε την ιππηλασία, επέστρεψε στη θέση του. Δεν αποδέχτηκε την πρόταση του Θεοδώριχου για εξαπόλυση άμεσης επίθεσης κατά των εχθρών, εκμεταλλευόμενος τον ενθουσιασμό των ανδρών. Ο Αέτιος επέμεινε ότι έπρεπε να περιμένουν.
Το μεσημέρι είχε περάσει. Η ώρα πλησίαζε 15.00 και η ίδια εκνευριστική ακινησία επικρατούσε στις δύο στρατιές. Η αταξία, οι φωνές και η σύγχυση είχαν κυριεύσει την ουννική παράταξη. Ήταν φανερό ότι ο Αττίλας δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Ξαφνικά ο αέρας γέμισε από ουρανομήκεις κραυγές. Τύμπανα και σάλπιγγες άρχισαν να ηχούν. Ο Αττίλας, σε εμφανές σημείο στο κέντρο της παράταξής του, έδινε διαταγές.
Δευτερόλεπτα αργότερα, χιλιάδες ιππείς ρίχτηκαν μπροστά. Ο Αέτιος είδε τη μαινόμενη μάζα να καλπάζει εναντίον τους και έδωσε διαταγή στο πεζικό του να πυκνώσει τον σχηματισμό του. Πριν καλά-καλά εκτελεστεί το παράγγελμα, οι Ούννοι ιππείς είχαν φτάσει απέναντι στους Αλανούς, πιέζοντάς τους ασφυκτικά.
Οι Αλανοί πιέστηκαν πολύ, αλλά, με τα πλευρά τους καλυμμένα από τους Ρωμαίους λεγεωνάριους και τους Βησιγότθους τοξότες, άντεξαν στην πίεση και ανέκοψαν την έφοδο των Ούννων. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στο συμμαχικό δεξιό, όπου ο γενναίος Θεοδώριχος, όχι μόνο ανέκοψε την εχθρική επίθεση με τους τοξότες του, αλλά αντεπιτέθηκε με το βαρύ του ιππικό και, αφού ανέτρεψε το Ουννικό και το Οστρογοτθικό Ιππικό, επέπεσε με τους λογχοφόρους ιππείς του στους δορυφόρους Οστρογότθους πεζούς του Αττίλα. Τελικά αποκρούστηκε και οπισθοχώρησε στις αρχικές του θέσεις. Στην άλλη πτέρυγα, οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι δέχτηκαν επίσης ατάραχοι τις εφόδους του Γερμανικού Πεζικού και του Ουννογερμανικού Ιππικού του Αττίλα.
Μόνο στο άκρο αριστερό το ρωμαϊκό ιππικό πιέστηκε σοβαρά από το εκλεκτό αντίπαλο ιππικό. Παρ’ όλα αυτά άντεξε στην εχθρική πίεση και απέκρουσε την επίθεση. Ο Αττίλας βλέποντας την επίθεση του στρατού να αποτυγχάνει σε όλο το μήκος του μετώπου, αποφάσισε να συγκεντρώσει τους επίλεκτους Ούννους πολεμιστές του και με αυτούς να επιχειρήσει μια τελική έφοδο προς θραύση του εχθρικού κέντρου.
Την ίδια ώρα τα τμήματα των Γερμανών υποτελών του θα έπρεπε να αγκιστρώσουν τους Ρωμαίους του Αέτιου και τους Βησιγότθους τους Θεοδώριχου, έτσι ώστε να μην μπορούν να παράσχουν βοήθεια στο απειλούμενο κέντρο. Η μάχη έμπαινε στην πιο κρίσιμη φάσή της. Το επίλεκτο Ουννικό Ιππικό επιτέθηκε με αφάνταστη ορμή κατά των Αλανών και τους ανέτρεψε. Το συγκεντρωμένο σε δεύτερο κλιμάκιο εφεδρικό πεζικό του Αττίλα ρίχτηκε με τη σειρά του στη μάχη.
Οι πεζοί, υποστηριζόμενοι από το ιππικό, πλησίασαν το τείχος των ασπίδων των συμμάχων της Ρώμης Γερμανών μαχητών. Σε λίγο η κλαγγή των όπλων ακουγόταν παντού. Οι αντίπαλοι τώρα πολεμούσαν με έναν πρωτόγνωρο, απίστευτο φανατισμό. Ακόμα και ακρωτηριασμένοι άνδρες επιχειρούσαν να αρπάξουν με τα δόντια τους αντιπάλους τους. Η ένταση της μάχης στο κέντρο δεν άφησε ανεπηρέαστα και τα αντίπαλα τμήματα στις δύο πτέρυγες. Ο Αέτιος βλέποντας τους Ούννους να έχουν εμπλακεί σε φονικό αγώνα φθοράς στο κέντρο, αποφάσισε να αντεπιτεθεί τις πτέρυγες. Οι Βησιγότθοι, στη δεξιά πτέρυγα, κινήθηκαν πρώτοι. Επικεφαλής τους βρισκόταν πάντα ο γέρο-βασιλιάς τους Θεοδώριχος.
Με τη λόγχη στο χέρι, ο Θεοδώριχος όρμησε πρώτος στη μάχη. Σε λίγο τόσο ο ίδιος, όσο και οι ιππείς του είχαν εμπλακεί σε άγριο αγώνα με τους Οστρογότθους και τους Ούννους του Αττίλα. Οι Βησιγότθοι σταδιακά κέρδιζαν έδαφος, αναγκάζοντας τον εχθρό να οπισθοχωρήσει. Τότε όμως συνέβη το μοιραίο: ο Θεοδώριχος έπεσε χτυπημένος από τα εχθρικά δόρατα. Οι άνδρες του πάγωσαν στη θέα του νεκρού βασιλιά. Τότε όμως εμφανίστηκε ο Θορισμούνδος. «Για τον Θεοδώριχο», κραύγασε. «Για τον Θεοδώριχο», ούρλιαξαν και οι πολεμιστές του και όρμησαν με λύσσα κατά των εχθρών.
Οι Βησιγότθοι κομμάτιαζαν όποιον αντίπαλο έβρισκαν μπροστά τους, αδιαφορώντας για τις απώλειες. Επέπεσαν με άγρια μανία στο τείχος των Οστρογότθων δορυφόρων και τους διέλυσαν. Την ώρα που συνέβαιναν αυτά, στην αριστερή πτέρυγα ο Αέτιος διέταξε τους υπ’ αυτόν να προελάσουν. Οι Ρωμαίοι, ο μόνος τακτικός στρατός της εποχής, προήλασαν συντεταγμένα ως ένα πραγματικό ανθρώπινο τείχος, σαρώνοντας τους βαρβάρους που έβρισκαν απέναντι τους.
Εκείνοι αντεπιτέθηκαν για να αναχαιτίσουν την προέλασή τους. Οι Γερμανοί και οι Ούννοι πολέμησαν με εξαιρετική γενναιότητα. Αδιαφορώντας για τους νεκρούς συντρόφους τους, οι Γεπίδες χρησιμοποιούσαν τα πτώματα ως βάθρα για να σκαρφαλώσουν πάνω από τις ασπίδες των Ρωμαίων και να τους πλήξουν με τα σπαθιά τους. Το ίδιο έπρατταν και οι Ούννοι ιππείς. Παρ’ όλα αυτά, οι Ρωμαίοι άντεξαν. Όταν οι εχθροί σκαρφάλωναν επάνω στις ασπίδες τους, οι λεγεωνάριοι τις ύψωναν, ώστε να τους κρατήσουν ψηλά και τους έκοβαν τα πόδια με τα σπαθιά τους.
Η αντεπίθεση απέτυχε. Οι άνδρες του Αέτιου συνέχισαν την προέλασή τους. Οι Βησιγότθοι επίσης κατόρθωσαν να συντρίψουν τους απέναντί τους εχθρούς και έφτασαν έως τα ουννικά οχυρώματα, έξω από το παλαιό ρωμαϊκό οχυρό. Το ουννικό κέντρο επίσης μετά την κατάρρευση των πτερύγων υποχώρησε με τη σειρά του για να μην αποκοπεί. Ο Αττίλας κατάλαβε τότε ότι όλα είχαν χαθεί.
Η νύχτα απλώθηκε σκοτεινή πάνω από το πεδίο της μάχης, το οποίο ήταν γεμάτο με τα πτώματα 300.000 ανδρών. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Αττίλας είδε πολλές φωτιές να καίνε στο εχθρικό στρατόπεδο. Οι ανιχνευτές που απέστειλε τον ενημέρωσαν ότι οι εχθροί θρηνούσαν τον θάνατο του αρχηγού τους. Περιχαρής ο Αττίλας, νομίζοντας ότι ο νεκρός ήταν ο Αέτιος, έδωσε εντολή να ηχήσουν τα πολεμικά τύμπανα και τα βούκινα και οι άνδρες να αλαλάξουν. Απότομα η φρικτή νύχτα αναστατώθηκε από το ηχητικό πανδαιμόνιο των Ούννων. Ο Αέτιος, ανήσυχος, διέταξε τους άνδρες του να βρίσκονται σε επιφυλακή, έτοιμοι να αποκρούσουν κάθε νυχτερινό εγχείρημα του ηττημένου, αλλά πάντα επίφοβου αντιπάλου.
Ο Αέτιος, αφού τίμησε τον νεκρό Θεοδώριχο, συγκάλεσε συμβούλιο. Στη συζήτηση που ακολούθησε, τόσο οι βάρβαροι σύμμαχοι αρχηγοί, όσο και οι δικοί του επιτελείς τον πίεσαν να επιτεθεί στους οχυρωμένους Ούννους. Ο Αέτιος όμως ήταν αρνητικός σε ένα τέτοιο εγχείρημα, αναλογιζόμενος τις φρικτές απώλειες που θα υφίστατο ο στρατός του, σε μια τέτοια επιχείρηση. Κατόπιν τούτου, οι Γερμανοί σύμμαχοι του Αέτιου έφυγαν. Στο στρατόπεδο είχαν απομείνει μόνο οι Ρωμαίοι.
Ο Αττίλας αγνόησε τις εισηγήσεις των υφισταμένων του να επιχειρήσει νέα επίθεση, ακόμα και όταν οι ανιχνευτές του τον ενημέρωσαν ότι στο εχθρικό στρατόπεδο είχαν απομείνει μόνο οι Ρωμαίοι. Τους Ρωμαίους όμως τους διοικούσε ο Αέτιος, ο άνθρωπος τον οποίο ο Αττίλας φοβόταν, ο μόνος άνδρας που προκαλούσε δέος στον αιμοσταγή βάρβαρο αρχηγό. Ο Αττίλας έδωσε διαταγή να ετοιμαστούν για αναχώρηση με το πρώτο φως.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε. Οι φωτιές στο ρωμαϊκό στρατόπεδο έσβηναν σιγά-σιγά. Μόνο οι σκοποί περιδιάβαιναν στις επάλξεις του στρατοπέδου. Πέρα στον ορίζοντα οι άμαξες των Ούννων άρχισαν να κυλούν αργά προς τα βορειοανατολικά, για την ουγγρική πεδιάδα. Οι πολεμιστές ακολουθούσαν, κατάκοποι. Ο αξιωματικός φρουράς ξύπνησε τον Αέτιο. Του ανακοίνωσε ότι οι Ούννοι φεύγουν.
Ο νικητής τυλίχθηκε με τον μανδύα του και προχώρησε έως την κεντρική πύλη του στρατοπέδου. Με προσοχή παρατηρούσε τους βάρβαρους αντιπάλους του να αποχωρούν. Ξαφνικά ένας ιππέας ξέφυγε από τη μάζα και πλησίασε. Κοντοστάθηκε και κοίταξε το γεμάτο πτώματα πεδίο. Ύστερα είδε τον Αέτιο. Σήκωσε ψηλά το χέρι του και με μια κίνηση τον χαιρέτησε.
Ο Ρωμαίος σήκωσε και αυτός το χέρι και τον χαιρέτησε με τον ίδιο τρόπο. Κατόπιν ο Αττίλας, γιατί αυτός ήταν ο ιππέας, στράφηκε προς τον στρατό του, μαστίγωσε το άλογό του και χάθηκε. Ο Αέτιος απέμεινε να αγναντεύει το πεδίο της μάχης μέσα στη δροσιά του πρωινού. Είχε συντρίψει τη «σφύρα του σύμπαντος».
Ήδη από τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρουσίαζε έντονα τα σημάδια της παρακμής.
Τίποτε πέρα από βαρύγδουπους τίτλους δεν θύμιζε την παλαιά δόξα που είχαν προσδώσει στη Ρώμη ο Ιούλιος Καίσαρ ή ο Οκταβιανός Αύγουστος. Σταδιακά, η Αυτοκρατορία κατακρημνιζόταν καθημερινά, όλο και βαθύτερα στα πλοκάμια της παρακμής. Τα παλαιά στηρίγματα του κράτους, η δικαιοσύνη και ο στρατός, βίωναν επίσης τις συνέπειες της παρακμής αυτής. Στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. η κατάσταση είχε χειροτερέψει συνεπεία των συνεχών εμφυλίων πολέμων.
Εντός αυτού του πλαισίου έκαναν την εμφάνισή τους στο ιστορικό προσκήνιο οι Ούννοι, ένας λαός βαρβάρων ιπποτοξοτών, που αντλούσε την καταγωγή του από τις στέπες του Τουρκμενιστάν. H επαφή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τους Ούννους ήταν έμμεση και συντελέστηκε μέσω των Γερμανών. Οι Γερμανοί, πιεζόμενοι από τους Ούννους, εισέβαλαν τον 4ο αιώνα μ.Χ. εντός των ορίων της αυτοκρατορίας.
Μαζί τους εισέβαλαν στα ανατολικά αυτοκρατορικά εδάφη και τα πρώτα στοιχεία Ούννων. Οι Ούννοι ήταν λίγοι. Ο μεγάλος όγκος τους είχε παραμείνει πέρα από τα σύνορα. Οι Ούννοι είχαν φτάσει περί το 374 μ.Χ. στις όχθες του Βόλγα. Είχαν ξεκινήσει από τις μακρινές στέπες. Από εκεί κινήθηκαν δυτικότερα και αφού διέσχισαν όλους τους μεγάλους ποταμούς της νοτιοανατολικής Ευρώπης, έφτασαν στον Δούναβη.
Οι Ούννοι, ως νομάδες που ήταν, εγκαταστάθηκαν στην εύφορη κοιλάδα του Δούναβη, στις περιοχές της σημερινής Μολδαβίας και Ρουμανίας. Έτσι οι Ούννοι έφτασαν να εξαπλωθούν, στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. από τη Σιβηρία έως την Κασπία θάλασσα και από τη Σαμαρακάνδη έως τον Δούναβη. Οι Ούννοι ήταν το φόβητρο των Γερμανών, λόγω του πολεμικού τους μένους αλλά και της αγριότητάς τους.
Γι’ αυτό ακριβώς οι Ρωμαίοι σκέφθηκαν να τους χρησιμοποιήσουν ως το αντίπαλο δέος των Γερμανών. Κανείς δεν πίστευε ότι η μικρή αυτή νομαδική φυλή έμελλε να διαδραματίσει τόσο σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια Ιστορία. Όλα θα άλλαζαν όταν οι Ούννοι θα αποκτούσαν ενιαία και άξια ηγεσία. Οι Ούννοι διαβιούσαν αρχικά ειρηνικά στην κοιλάδα του Δούναβη.
Δεν μπορούσαν όμως να μείνουν για πολύ ήσυχοι. Μια μεγάλη ομάδα τους, με επικεφαλής τον Οκτάρ, στράφηκε προς την κεντρική Ευρώπη. Αν και αρχικά οι Ούννοι είχαν επιτυχίες, τελικά ηττήθηκαν από τους εκχριστιανισμένους Βουργουνδούς (γερμανικό φύλο). Οι υπόλοιποι Ούννοι που παρέμειναν στον Δούναβη δέχθηκαν την πρόταση του αυτοκράτορα της Ανατολής Θεοδοσίου Β΄ και αντί 350 λιβρών χρυσού κατ’ έτος συμμάχησαν με την Ανατολική Αυτοκρατορία. Ένα τρίτο τμήμα των Ούννων, υπό τον Ούλδη, κινήθηκε δυτικά και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στη Δυτική Αυτοκρατορία.
Οι μικρόσωμοι, άσχημοι στην όψη αυτοί Ασιάτες προκαλούσαν επί τη εμφανίσει το δέος στους Ρωμαίους. Οι αντίπαλοί τους τους περιέγραφαν ως αλλόκοτα ανθρωπόμορφα τέρατα, γεννήματα δαιμόνων, που περνούν όλη τους τη ζωή έφιπποι. Δεν αφίππευαν ούτε για να κοιμηθούν.
Απλώς όταν έδυε ήλιος και έπεφτε η νύχτα τα πλάσματα αυτά έγερναν στη ράχη του αλόγου τους και κοιμούνταν. Το μόνο που δεν έκαναν επάνω στα άλογά τους ήταν το ζευγάρωμα, όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν.
Το 395 μ.Χ. σε μια ξύλινη καλύβα, πλάι στις όχθες του Δούναβη, ο Ούννος βασιλιάς Ματζούκ γιόρταζε τη γέννηση ενός ακόμα γιού του. Το παιδί ονομάστηκε Αττίλας (Άτλι Έτζελ, στη γλώσσα των Ούννων), που σήμαινε «μικρός πατέρας». Με διαφορά λίγων μηνών, στη Σιλίστρια της σημερινής Βουλγαρίας γεννιόταν ένα άλλο αγόρι, το οποίο ονομάστηκε Αέτιος. Τα δύο συνομήλικα αγόρια δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν τι οι Μοίρες είχαν σχεδιάσει για αυτά. Θα το διαπίστωναν 56 έτη αργότερα στα Καταλαυνικά πεδία.
Ο Ούννος πρίγκιπας στάλθηκε ως όμηρος στη Ρώμη μετά τον θάνατο του βασιλιά πατέρα του. Αφού έληξε η ομηρία του και επέστρεψε, ο Αττίλας εξουδετέρωσε σταδιακά όλους τους άλλους διεκδικητές του θρόνου των Ούννων, ανάμεσά τους και το αδελφό του. Έχοντας ισχυροποιήσει τη θέση του εξαπέλυσε μεγάλης κλίμακας επίθεση κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τελικά όμως υποχώρησε, εξαγοραζόμενος με μεγάλα ποσά.
Ο Αττίλας, έχοντας καλύψει από κάθε άποψη τα νώτα του, ήταν πλέον έτοιμος για τη «Μεγάλη Κατάκτηση», για την κατάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σκέφτηκε να επιτεθεί πρώτα στο Ανατολικό κράτος και πάλι. Αλλά η αναρρίχηση του Μαρκιανού στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης συντέλεσε στην απόφαση του Αττίλα να αφήσει ήσυχη την Ανατολική Αυτοκρατορία, όταν αντιλήφθηκε ότι ο νέος αυτοκράτορας ήταν έτοιμος να τον αντιμετωπίσει.
Ο Μαρκιανός ήταν στρατιώτης, με καταγωγή από τη Θράκη. Ήταν υπερδραστήριος και γενναίος. Δεν φοβόταν τον Αττίλα, και ευθύς εξαρχής το έκανε γνωστό σε όλους. Έτσι όταν οι Ούννοι αντιπρόσωποι του Αττίλα ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη για να εισπράξουν τον φόρο υποτέλειας που πλήρωνε ο Θεοδόσιος Β΄ στον Ούννο βασιλιά, ο Μαρκιανός όχι μόνο δεν κατέβαλε τα χρήματα, αλλά τους είπε να μεταφέρουν το εξής μήνυμα στον Αττίλα: «Αν θέλει, ας έρθει να τα εισπράξει μόνος του. Θα τον περιμένω με τους άνδρες μου, οι οποίοι δεν υστερούν σε τίποτε σε σύγκριση με τους δικούς του».
Αποφάσισε λοιπόν να στραφεί αρχικά κατά της Δυτικής Αυτοκρατορίας, την οποία θεωρούσε εντελώς παρηκμασμένη και έτοιμη να του παραδοθεί. Ο αυτοκράτορας της Δύσης άλλωστε, ο απόλεμος και δειλός Βαλλεντιανός ο Γ΄, δεν ήταν ιδιαίτερα υπολογίσιμος αντίπαλος γι’ αυτόν. Το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να του δημιουργήσει πρόβλημα ήταν ο «τελευταίος των Ρωμαίων», ο γενναίος Αέτιος.
Ως αφορμή για τις διεκδικήσεις του, ο Αττίλας ξέθαψε από τα βάθη του μυαλού του μια παλαιά ιστορία με την Ονώρια, την αδελφή του Βαλλεντιανού, η οποία του είχε υποσχεθεί αιώνια αγάπη και ως απόδειξη του είχε δώσει το δαχτυλίδι της όταν ήταν όμηρος στη Ρώμη. Αξίωσε λοιπόν από τον Βαλλεντιανό, στέλνοντας πρεσβευτή του, να του δώσει ως σύζυγο την Ονώρια. Ζητούσε επίσης ως προίκα τη μισή αυτοκρατορία. Η Ονώρια δεν αποτελούσε παρά την πρόφαση για να υλοποιήσει την προειλημμένη απόφασή του για την εξαπόλυση μιας άνευ προηγουμένου επίθεσης κατά της Δυτικής Αυτοκρατορίας.
Η Μάχη των Εθνών
Καθώς ο χειμώνας του έτους 450 μ.Χ. πλησίαζε, το κλίμα αβεβαιότητας εντός της αυτοκρατορίας εντεινόταν. Ο Μαρκιανός στην Ανατολή, αγνοώντας τις πραγματικές προθέσεις του Αττίλα, συγκέντρωνε δυνάμεις. Στη Δύση, ο Αέτιος εξακολουθούσε τις προετοιμασίες όσο καλύτερα μπορούσε, αγνοώντας επίσης τον ακριβή τόπο και χρόνο που ο Αττίλας θα εκδήλωνε την επίθεσή του. Ο Αέτιος πάντως κατόρθωσε να συμμαχήσει με τον Βησιγότθο βασιλιά Θεοδώριχο, ο οποίος επίσης κινδύνευε από τους Ούννους. Αλλά και ο Ούννος βασιλιάς ολοκλήρωνε τις τελευταίες προετοιμασίες για τη «Μεγάλη Κατάκτηση».
Ο Αέτιος πίστευε ότι ο Αττίλας διέθετε δύο πιθανούς άξονες εισβολής. Ο ένας ήταν μέσω του Ρήνου και ο δεύτερος μέσω της διαδρομής αυστριακά υψίπεδα-πεδιάδα σημερινής Τεργέστης-κοιλάδα Πάδου. Η πρώτη οδός ενδείκνυτο για την ανάπτυξη μαζών Ιππικού, εφόσον κατά μήκος της υπήρχε νομή για τα άλογα. Η δεύτερη οδός ήταν πιο δύσκολη για ιππείς, αλλά οδηγούσε κατευθείαν στον ζωτικό γεωγραφικό χώρο της Δυτικής Αυτοκρατορίας, την ιταλική χερσόνησο. Στην προκειμένη όμως περίπτωση ο Αττίλας ακολούθησε τις επιταγές της έμμεσης στρατηγικής και επέλεξε την οδό μέσω Γαλατίας. Ενδεχομένως να είχε ως στόχο να εξοντώσει πρώτα τους Βησιγότθους, τους οποίους θεωρούσε πιο εύκολους αντίπαλους.
Τον Ιανουάριο του 451 μ.Χ. χιλιάδες Ούννοι, Γεπίδες, Αλανοί, Ρούγιοι, Φράγκοι, Θουρίγγιοι αλλά και Σλάβοι μαχητές συγκεντρώθηκαν στην ανατολική όχθη του ποταμού Ρήνου στην περιοχή απέναντι από τη σημερινή πόλη του Στρασβούργου. Οι πηγές αναφέρουν ότι ο Αττίλας είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει εκεί το σύνολο του τρομερού στρατού του, περί τους 700.000 άνδρες. Πιθανότατα ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικά διογκωμένος ή σε αυτόν περιλαμβάνονται και οι άμαχοι, που πάντα ακολουθούσαν τον στρατό στις εκστρατείες.
Ωστόσο η μάχιμη δύναμη του Αττίλα δεν θα πρέπει να ήταν μικρότερη των 300.000 ανδρών, αφού μόνο τα υποτελή έθνη του διέθεσαν περί τους 100.000 μαχητές. Από το σύνολο αυτό, το 60 με 70 % ήταν ιππείς.
Ο Αέτιος πληροφορήθηκε από κατασκόπους την αναχώρηση του Αττίλα από την πρωτεύουσά του. Πληροφορήθηκε επίσης τα πρώτα βήματα της τεράστιας στρατιάς. Σταδιακά όμως η ροή των πληροφοριών έπαψε και ο Ρωμαίος στρατηγός άρχισε και πάλι να προχωρεί σε υποθέσεις σχετικά με τις κινήσεις του αντιπάλου του. Ο Αέτιος υπολόγιζε ότι οι Φράγκοι και οι Θουρίγγιοι, που κατοικούσαν μεταξύ Αλσατίας και Σαξονίας, θα προέβαλαν μικρή έστω αντίσταση στις ουννικές ορδές.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη και οι μεν Φράγκοι σκότωσαν τον ρωμαιόφιλο βασιλιά τους και προσχώρησαν στον Αττίλα, οι δε Θουρίγγιοι προσχώρησαν σχεδόν σύσσωμοι. Ο Αέτιος λοιπόν, μένοντας με όλο και λιγότερους συμμάχους, έμαθε ξαφνικά ότι οι Ούννοι είχαν φτάσει στον Ρήνο και ότι είχαν μάλιστα αρχίσει να τον διασχίζουν με πλοιάρια, διστακτικά στην αρχή, φοβούμενοι ρωμαϊκή ενέδρα, μαζικά λίγο αργότερα, μέσω πλωτών γεφυρών που κατασκεύασαν. Σε λίγο η τεράστια στρατιά του Αττίλα στρατοπέδευε γύρω από τη μεγάλη πόλη Τρέβηρα (σημερινή Τρίερ).
Ο Αττίλας αντιμετώπισε σχετικά σοβαρή αντίσταση, για πρώτη φορά από την έναρξη της εκστρατείας, από τους Βουργουνδούς, υπό τον Γκίντερ, που κατοικούσαν στη σημερινή Λορένη. Τους κατανίκησε όμως και κατόπιν χώρισε την τεράστια στρατιά του σε δύο τμήματα. Το πρώτο διατάχθηκε να κινηθεί βορειοδυτικά προς το Αρράς. Το δεύτερο τμήμα, του οποίου ηγούνταν ο ίδιος, βάδισε κατά μήκος της κοιλάδας του Μοζέλα και έφτασε έως την πόλη Μπενσαζόν, την οποία και ισοπέδωσε. Την ίδια τύχη είχαν και οι πόλεις Βορμς και Μαγεντία, αλλά και το Κόλμαρ, η Τόνγκρ και το Αρράς. Ακολούθησε η ισοπέδωση του Μετς.
Οι ορδές του Αττίλα κινούνταν με ταχύτητα και πυρπολούσαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Όποιος αντιστεκόταν σφαγιαζόταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήδη το Ουννικό Ιππικό είχε εξαπλωθεί σε μια τεράστια έκταση, από την οροσειρά του ελβετικού Ιούρα έως τον Ατλαντικό ωκεανό. Υλοποιώντας τα σχέδιά του, ο Αττίλας κίνησε τις χιλιάδες των ανδρών του προς τον Λίγηρα. Η στρατιά του διέσχισε τον Σηκουάνα στο ύψος της Νοζάν. Στη συνέχεια, εξαπέλυσε τις ορδές του κατά της Τρουά. Η πόλη καταστράφηκε συθέμελα. Στις 2 Μαΐου 451 μ.Χ. ο Αττίλας έγινε κύριος των διαβάσεων του Λίγηρα και στρατοπέδευσε εμπρός από τα τείχη της Ορλεάνης.
Ο επίσκοπος της πόλης, Ανιανός, είχε αναλάβει τη διεύθυνση της Άμυνας και είχε φροντίσει για τον εξοπλισμό και τη συγκρότηση των κατοίκων σε υποτυπώδεις στρατιωτικές μονάδες. Ο γενναίος επίσκοπος είχε επίσης φροντίσει να αποστείλει μήνυμα στον Αέτιο να σπεύσει σε βοήθεια της πόλης. Αυτό που διακυβευόταν στην Ορλεάνη δεν ήταν η ύπαρξη της πόλης αυτής καθαυτής, αλλά η επιβίωση των συμμάχων της Ρώμης Βησιγότθων, και κατ’ επέκταση η επιβίωση της Αυτοκρατορίας, αλλά και του πολιτισμού στην Ευρώπη.
Αφού ανέλυσε την στρατηγική κατάσταση, βάσει των νέων πληροφοριών που έλαβε από τον επίσκοπο της Ορλεάνης, ο Αέτιος κίνησε με τον στρατό του για την Αρλ. Πριν αναχωρήσει όμως απέστειλε μια επιστολή στον βασιλιά των Βησιγότθων με την οποία τον ενημέρωνε για την πρόοδο του Αττίλα και τον καλούσε να ενώσει τις δυνάμεις του με τις δικές του.
Στο μεταξύ, οι κάτοικοι της Ορλεάνης υποχρεώθηκαν να παραδοθούν λόγω έλλειψης τροφίμων. Οι Ούννοι μόλις μπήκαν στην πόλη άρχισαν αμέσως τις σφαγές και τις λεηλασίες. Αλλά τότε έφτασε ο Αέτιος. Από τις ανοιχτές και αφρούρητες πύλες, οι άνδρες του Αέτιου εισήλθαν στην πόλη, αιφνιδιάζοντας τους απασχολημένους με τη λεηλασία και μεθυσμένους Ούννους. Οι Ούννοι τράπηκαν σε φυγή μόλις δέχθηκαν την πρώτη έφοδο των Ρωμαίων.
Μάταια ο οργισμένος Αττίλας επιχείρησε να συγκρατήσει τη φυγή των ανδρών του. Ο βαρβαρικός ασιατικός συρφετός συνέχισε τη φυγή του, έως ότου απομακρύνθηκε πολλά χιλιόμετρα από την πόλη. Πίσω του άφησε όμως χιλιάδες νεκρούς του. Οι Ούννοι διέφυγαν προς την Καμπανία.
Πίσω στην Ορλεάνη ο Θεοδώριχος πίεζε τον Αέτιο να καταδιώξουν τους υποχωρούντες Ούννους. Ο Ρωμαίος στρατηγός όμως δεν συμφώνησε. Θεώρησε πως δεν ήταν φρόνιμο να διακινδυνεύσουν καταδίωξη του Αττίλα στη μεγάλη πεδιάδα, εκεί όπου η υπεροχή του σε Iππικό θα μπορούσε να αποβεί καταλυτική. Αντίθετα ο Αέτιος άφησε τον στρατό του να αναπαυτεί στην Ορλεάνη και μόνο την επομένη κίνησε προς Βορρά, προς καταδίωξη των ηττημένων Ούννων.
Την ίδια ώρα στο στρατόπεδο του Αττίλα επικρατούσε κατήφεια. Η ήττα, η πρώτη που γνώρισαν τα όπλα του βάρβαρου αρχηγού, είχε φοβίσει τους άνδρες του και είχε σταματήσει τα μυστικιστικά παραληρήματα περί του αήττητου του Αττίλα. Οι Ούννοι δεν ήσαν αήττητοι, και αυτό το γνώριζαν οι αντίπαλοί τους.
Ο Αττίλας συνέχισε την προς Βορρά υποχώρηση. Επιθυμούσε να φτάσει στην απέραντη πεδιάδα της ανατολικής Καμπανίας, κοντά στην πόλη Σαλόν. Στη μεγάλη πεδιάδα το ακατάβλητο Ιππικό του θα εκδικούνταν τους εχθρούς για την ήττα της Ορλεάνης. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, ο Αττίλας είχε συναντήσει πριν τη μάχη έναν καλόγερο, ο οποίος του είχε πει τα εξής: «Εσύ είσαι η μάστιγα του Θεού και η σφύρα με την οποία η Θεία Πρόνοια πλήττει τον κόσμο.
Αλλά ο Θεός συντρίβει όταν το επιθυμεί ακόμα και τα όργανα της εκδίκησής του και δίνει το ξίφος του από ένα χέρι σε άλλο, σύμφωνα με την αλάνθαστη βούλησή Του. Μάθε λοιπόν ότι θα σε νικήσουν οι Ρωμαίοι, γιατί η ισχύς δεν προέρχεται από τα γήινα, αλλά από τον Θεό».Ο Αττίλας πάντως δεν πτοήθηκε, συνέχισε να κινείται και, λίγο πριν νυχτώσει, στρατοπέδευσε βόρεια της πεδιάδας του Μωριάκ. Στην πεδιάδα είχε εγκαταστήσει ως οπισθοφυλακή ένα ισχυρό τμήμα Γεπίδων. Την ίδια ώρα ο συμμαχικός στρατός του Αέτιου συνέχιζε την καταδίωξη των Ούννων.
Ο Αέτιος είχε τάξει ως εμπροσθοφυλακή σκληροτράχηλους Γερμανούς ιππείς. Οι Γερμανοί, υπό τον Μεροβαίο, συνέχισαν την κίνησή τους και με το τελευταίο φως της μέρας είχαν φτάσει στο Μωριάκ, κοντά στη θέση που είχαν ταχθεί οι Γεπίδες του Αττίλα. Οι τελευταίοι είχαν δει τα σύννεφα σκόνης από τα άλογα των Γερμανών και είχαν θορυβηθεί, θεωρώντας ότι πλησίαζε εναντίον τους το σύνολο του στρατού του Αέτιου.
Στο μεταξύ οι Γερμανοί του Μεροβαίου είχαν αντιληφθεί την παρουσία των Γεπίδων. Σε λίγο τους επιτέθηκαν με αλαλαγμούς, παρά το γεγονός ότι είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Μέσα στο σκοτάδι ξέσπασε τότε άγρια μάχη, χωρίς κανείς να μπορεί να αναγνωρίσει εχθρούς και φίλους. Μέσα στη σύγχυση, πολλοί άνδρες και από τους δύο στρατούς έπεσαν. Τελικά όμως οι Γεπίδες, πιστεύοντας πάντα ότι δέχονταν την επίθεση του συνόλου του συμμαχικού στρατού, τράπηκαν σε άτακτη φυγή, διωκόμενοι κατά πόδας από τους Γερμανούς.
Οι Γεπίδες συνέχισαν τη φυγή ακόμα και αφού έφτασαν στη θέση όπου βρισκόταν ο στρατός του Αττίλα. Σύντομα ο πανικός εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον στρατό. Στο μεταξύ εντός του ουννικού καταυλισμού είχαν φτάσει τώρα και οι λιγοστοί Γερμανοί ιππείς του Μεροβαίου. Σαν δαίμονες, ψάλλοντας τους τρομακτικούς τους πολεμικούς παιάνες, οι Γερμανοί όρμησαν καταπάνω στους ήδη πανικοβλημένους από τους Γεπίδες Ούννους, και τους έτρεψαν σε άτακτη φυγή.
Ολόκληρη η ορδή των πολλών χιλιάδων ανδρών ετράπη σε φυγή από την έφοδο όχι περισσοτέρων από 2.000 ιππέων. Ο Αττίλας και πάλι επιχείρησε να ανασυγκροτήσει τα απείθαρχα στρατεύματά του. Ο φόβος όμως αποδείχθηκε ισχυρότερός του. Ύστερα από το νέο αυτό ατύχημα, το μόνο που του απέμενε ήταν να κινηθεί το ταχύτερο δυνατόν προς τη Σαλόν, εκεί όπου είχε διατάξει τη συγκέντρωση και των υπολοίπων τμημάτων της στρατιάς, τα οποία επιχειρούσαν στη βορειοδυτική Γαλατία.
Εκεί, με το σύνολο του στρατού του συγκεντρωμένο, υπολόγιζε να συντρίψει τον συμμαχικό στρατό, ο οποίος άλλωστε υστερούσε και αριθμητικά απέναντι στα στίφη του.
Ήταν Ιούλιος όταν τελικά ο Αττίλας κατόρθωσε να συγκεντρώσει τον στρατό του κοντά στην πόλη Σαλόν, στη θέση που έμεινε γνωστή ως «Καταλαυνικά πεδία». Πολλοί ιστορικοί αμφισβητούν την άποψη ότι τα περίφημα Καταλαυνικά πεδία βρίσκονταν κοντά στη Σαλόν. Ως τις μέρες μας, η ακριβής θέση όπου έλαβε χώρα η τρομερότερη μάχη του μεσαιωνικού κόσμου δεν έχει καθοριστεί.
Το πιθανότερο πάντως είναι η μάχη πράγματι να δόθηκε στη μεγάλη πεδιάδα της Καμπανίας, κοντά στην πόλη Σαλόν, εκεί που η μορφολογία του εδάφους ευνοούσε τους Ούννους. Επίσης και η ακριβής ημερομηνία διεξαγωγής της μάχης δεν έχει καθοριστεί, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο για εικασίες. Το πιθανότερο είναι η μάχη να δόθηκε την 20ή Ιουλίου 451 μ.Χ.
Το βράδυ της 19ης Ιουλίου, τα ουννικά στρατεύματα, με επικεφαλής τον τρομερό βασιλιά τους, είχαν στρατοπεδεύσει νότια της Σαλόν, γύρω από τα ερείπια ενός παλαιού συνοριακού ρωμαϊκού οχυρού στρατοπέδου. Εντός του μισοκατεστραμμένου περιβόλου, ο Αττίλας έταξε τις άμαξες με τα εφόδια και το στρατηγείο του. Την ίδια ώρα ο συμμαχικός στρατός είχε φτάσει απέναντι από τους Ούννους, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων. Ο Αέτιος είχε αξιοποιήσει στο έπακρο τις πληροφορίες που είχε λάβει από τον Μεροβαίο και είχε ορθά υποθέσει ότι ο Αττίλας θα τον περίμενε στα Καταυλανικά πεδία, σε πρόσφορο γι’ αυτόν έδαφος.
Με το πρώτο φως της 20ής Ιουλίου, ο Αέτιος κίνησε τα τμήματά του σε σχηματισμό μάχης και διέταξε την προέλαση προς τον εχθρό. Στόχος του ήταν η κατάληψη ενός μικρού δασωμένου υψώματος, το οποίο δέσποζε στο κέντρο τού κατά τα άλλα ομαλού τοπίου. Την αξία του υψώματος αντιλήφθηκε και ο Αττίλας. Δυστυχώς όμως για τον ίδιο δεν είχε φροντίσει να το καταλάβει από το προηγούμενο βράδυ, υπολογίζοντας λανθασμένα ότι ο Αέτιος δεν θα πλησίαζε τις θέσεις τους πριν από την 21η Ιουλίου. Τώρα όμως που έκπληκτος αντίκριζε απέναντί του το σύνολο του συμμαχικού στρατού, διέταξε οργισμένος ένα τμήμα του να σπεύσει να καταλάβει πάση θυσία το ύψωμα.
Το συγκεκριμένο ύψωμα είχε πράγματι μεγάλη τακτική αξία, αφού όποιος το κατείχε διέθετε άριστο οπτικό πεδίο για τις κινήσεις του αντιπάλου, αλλά και ένα πρώτης τάξεως σημείο στηρίγματος. Οι Ούννοι ιππείς, εκτελώντας πιστά τη διαταγή του αρχηγού τους, κάλπασαν προς τον λοφίσκο με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα των αλόγων τους. Την κίνησή τους όμως αντιλήφθηκε ο γιος του Βησιγότθου βασιλιά, ο Θορισμούνδος. Οι Ούννοι πίεσαν αρχικά τα τμήματα που κατείχαν τον λόφο, και σχεδόν τον κυρίευσαν. Τότε όμως δέχθηκαν στο ακάλυπτο αριστερό τους πλευρό την επίθεση του Θορισμούνδου και τράπηκαν σε φυγή. Ο λόφος είχε κερδηθεί για τους συμμάχους.
Ο Αέτιος, μετά την πρώτη αυτή επιτυχία, ανέπτυξε τον στρατό του, στηρίζοντας το κέντρο της παράταξής του στον λόφο. Οι Φράγκοι, οι Βουργουνδοί και οι Σάξονες πεζοί τάχθηκαν επί του λόφου, σε πυκνούς σχηματισμούς. Μπροστά από το μέτωπό τους τάχθηκαν, στις παρυφές του λόφου, οι Αλανοί ιππείς, με σκοπό να λειτουργήσουν ως κινητό πρόχωμα προστασίας του πεζικού.
Σε περίπτωση που πιέζονταν πολύ, οι Αλανοί είχαν διαταγές να σπάσουν τον σχηματισμό τους και να κινηθούν οι μισοί προς την αριστερή πτέρυγα και οι άλλοι μισοί προς τη δεξιά. Αν οι Ούννοι συνέχιζαν τότε την επίθεσή τους κατά του υψώματος, οι Αλανοί θα τους επιτίθεντο και πάλι από τα πλευρά, την ώρα που θα ήταν ήδη «αγκιστρωμένοι» από το Γερμανικό Πεζικό.
Στη δεξιά πτέρυγα τάχθηκαν οι δυνάμεις των Βησιγότθων με επικεφαλής τον βασιλιά τους Θεοδώριχο και τον γιο του Θορισμούνδο. Οι Βησιγότθοι τάχθηκαν σε δύο γραμμές. Η πρώτη συγκροτήθηκε από πεζούς τοξότες, σκοπός τον οποίων ήταν να κόψουν την αρχική ορμή της ουννικής επίθεσης και η δεύτερη συγκροτήθηκε από το περίφημο βαρύ τους ιππικό, το οποίο θα επιτίθετο στους Ούννους αμέσως μόλις οι τελευταίοι έδειχναν σημάδια αποδιοργάνωσης.
Στην αριστερή πτέρυγα ο Αέτιος έταξε τον Ρωμαϊκό Στρατό του. Το πεζικό του τάχθηκε δίπλα στον λόφο, έχοντας το δεξιό του καλυπτόμενο από αυτόν, ενώ το ιππικό τάχθηκε στο άκρο αριστερό. Οι λεγεωνάριοι τάχθηκαν σε πυκνούς επίσης σχηματισμούς, σε μεγάλο βάθος. Κάθε τμήμα λεγεωνάριων διέθετε και μια οργανική υπομονάδα τοξοτών, γεγονός που είχε ως συνέπεια να αυξάνεται η αντοχή του απέναντι στο περίφημο ουννικό ιππικό.
Ο Αττίλας από την πλευρά του φαίνεται πως έταξε τον στρατό του μάλλον συμβατικά, σύμφωνα με τα καθιερωμένα στους Ούννους διδάγματα. Πιθανότατα ολόκληρη η πρώτη γραμμή να αποτελούνταν από ιππικό. Οι Ούννοι δεν διέθεταν δικό τους πεζικό και όλα τα τμήματα πεζικού της βαρβαρικής στρατιάς συγκροτούνταν από Γερμανούς υποτελείς. Γνωρίζοντας την παράταξη της στρατιάς του Αέτιου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Αττίλας παρέταξε τον στρατό του με τρόπο που να ανταποκρίνεται το δυνατόν καλύτερα στην παράταξη του αντιπάλου. Γι’ αυτό και υποθέτουμε ότι ολόκληρη η πρώτη γραμμή μάχης αποτελούνταν από ιππικό, και μάλιστα ελαφρύ ουννικό, αλλά και βαρύ οστρογοτθικό.
Οι Ούννοι ιππείς του Αττίλα θα μπορούσαν να αγκιστρώσουν τις δύο ισχυρές πτέρυγες του συμμαχικού στρατού, την ώρα που άλλοι ιππείς, ίσως βαριά οπλισμένοι Γερμανοί, θα εξαπέλυαν σφοδρή επίθεση για την ανατροπή των Αλανών ιππέων του ή ακόμα και για την ανατροπή των λεγεωνάριων του Αέτιου. Μόλις ο στόχος αυτός θα είχε επιτευχθεί και μόνο τότε ο Αττίλας θα έριχνε στη μάχη το πολύτιμο πεζικό του, που μόνο αυτό μπορούσε να ανατρέψει το αντίπαλο πεζικό από τον λόφο, να τον καταλάβει και να τον διατηρήσει.
Η ώρα ήταν 10.00. Οι δύο στρατοί έμεναν ακίνητοι, αντικρίζοντας ο ένας τον άλλο. Ο Αέτιος υπολόγιζε να τον βοηθήσει η απειθαρχία των Ούννων. Γνώριζε ότι οι βάρβαροι δεν αρέσκονται στην πολύωρη αναμονή, η οποία τους προκαλούσε εκνευρισμό και έριχνε το ηθικό τους. Ο Αέτιος ήταν βέβαιος ότι η στάση αναμονής που σκόπευε να τηρήσει θα οδηγούσε τους βαρβάρους στην εκτόξευση ορμητικής μεν, άκαιρης και ασυντόνιστης δε, επίθεσης.
Και έκρινε ορθά. Κατά το μεσημέρι, ούτε ο ίδιος ο Αττίλας δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους άνδρες του. Μικρά αρχικά, μεγαλύτερα αργότερα, αποσπάσματα Ούννων εγκατέλειπαν τις γραμμές τους, εφορμούσαν ορμητικά και αποκρούονταν κατά κύματα από τους συμμάχους με ευκολία, αφήνοντας πολλούς συντρόφους πίσω τους νεκρούς. Ο Αέτιος, φανερά ευχαριστημένος, έβλεπε τις προσδοκίες του να πραγματώνονται. Για να εντείνει μάλιστα τον εκνευρισμό των αντιπάλων αποφάσισε να προβεί σε επιθεώρηση των παρατεταγμένων του δυνάμεων.
Το θέαμα του αγέρωχου στρατηγού αποτέλεσε μιας πρώτης τάξεως τονωτική ένεση για τα τμήματά του. Οι στρατιώτες του τον επευφημούσαν με ζητωκραυγές, χτυπώντας ρυθμικά τα όπλα πάνω στις ασπίδες τους, και δημιουργώντας ένα πραγματικό πανδαιμόνιο. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά, οι Ούννοι παρακολουθούσαν κατηφείς το μεγαλειώδες θέαμα και άκουγαν, όχι χωρίς έναν ενδόμυχο φόβο να τους πλημμυρίζει, τις ζητωκραυγές και την κλαγγή των όπλων των αντιπάλων.
Μόλις ο Αέτιος περάτωσε την ιππηλασία, επέστρεψε στη θέση του. Δεν αποδέχτηκε την πρόταση του Θεοδώριχου για εξαπόλυση άμεσης επίθεσης κατά των εχθρών, εκμεταλλευόμενος τον ενθουσιασμό των ανδρών. Ο Αέτιος επέμεινε ότι έπρεπε να περιμένουν.
Το μεσημέρι είχε περάσει. Η ώρα πλησίαζε 15.00 και η ίδια εκνευριστική ακινησία επικρατούσε στις δύο στρατιές. Η αταξία, οι φωνές και η σύγχυση είχαν κυριεύσει την ουννική παράταξη. Ήταν φανερό ότι ο Αττίλας δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Ξαφνικά ο αέρας γέμισε από ουρανομήκεις κραυγές. Τύμπανα και σάλπιγγες άρχισαν να ηχούν. Ο Αττίλας, σε εμφανές σημείο στο κέντρο της παράταξής του, έδινε διαταγές.
Δευτερόλεπτα αργότερα, χιλιάδες ιππείς ρίχτηκαν μπροστά. Ο Αέτιος είδε τη μαινόμενη μάζα να καλπάζει εναντίον τους και έδωσε διαταγή στο πεζικό του να πυκνώσει τον σχηματισμό του. Πριν καλά-καλά εκτελεστεί το παράγγελμα, οι Ούννοι ιππείς είχαν φτάσει απέναντι στους Αλανούς, πιέζοντάς τους ασφυκτικά.
Οι Αλανοί πιέστηκαν πολύ, αλλά, με τα πλευρά τους καλυμμένα από τους Ρωμαίους λεγεωνάριους και τους Βησιγότθους τοξότες, άντεξαν στην πίεση και ανέκοψαν την έφοδο των Ούννων. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στο συμμαχικό δεξιό, όπου ο γενναίος Θεοδώριχος, όχι μόνο ανέκοψε την εχθρική επίθεση με τους τοξότες του, αλλά αντεπιτέθηκε με το βαρύ του ιππικό και, αφού ανέτρεψε το Ουννικό και το Οστρογοτθικό Ιππικό, επέπεσε με τους λογχοφόρους ιππείς του στους δορυφόρους Οστρογότθους πεζούς του Αττίλα. Τελικά αποκρούστηκε και οπισθοχώρησε στις αρχικές του θέσεις. Στην άλλη πτέρυγα, οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι δέχτηκαν επίσης ατάραχοι τις εφόδους του Γερμανικού Πεζικού και του Ουννογερμανικού Ιππικού του Αττίλα.
Μόνο στο άκρο αριστερό το ρωμαϊκό ιππικό πιέστηκε σοβαρά από το εκλεκτό αντίπαλο ιππικό. Παρ’ όλα αυτά άντεξε στην εχθρική πίεση και απέκρουσε την επίθεση. Ο Αττίλας βλέποντας την επίθεση του στρατού να αποτυγχάνει σε όλο το μήκος του μετώπου, αποφάσισε να συγκεντρώσει τους επίλεκτους Ούννους πολεμιστές του και με αυτούς να επιχειρήσει μια τελική έφοδο προς θραύση του εχθρικού κέντρου.
Την ίδια ώρα τα τμήματα των Γερμανών υποτελών του θα έπρεπε να αγκιστρώσουν τους Ρωμαίους του Αέτιου και τους Βησιγότθους τους Θεοδώριχου, έτσι ώστε να μην μπορούν να παράσχουν βοήθεια στο απειλούμενο κέντρο. Η μάχη έμπαινε στην πιο κρίσιμη φάσή της. Το επίλεκτο Ουννικό Ιππικό επιτέθηκε με αφάνταστη ορμή κατά των Αλανών και τους ανέτρεψε. Το συγκεντρωμένο σε δεύτερο κλιμάκιο εφεδρικό πεζικό του Αττίλα ρίχτηκε με τη σειρά του στη μάχη.
Οι πεζοί, υποστηριζόμενοι από το ιππικό, πλησίασαν το τείχος των ασπίδων των συμμάχων της Ρώμης Γερμανών μαχητών. Σε λίγο η κλαγγή των όπλων ακουγόταν παντού. Οι αντίπαλοι τώρα πολεμούσαν με έναν πρωτόγνωρο, απίστευτο φανατισμό. Ακόμα και ακρωτηριασμένοι άνδρες επιχειρούσαν να αρπάξουν με τα δόντια τους αντιπάλους τους. Η ένταση της μάχης στο κέντρο δεν άφησε ανεπηρέαστα και τα αντίπαλα τμήματα στις δύο πτέρυγες. Ο Αέτιος βλέποντας τους Ούννους να έχουν εμπλακεί σε φονικό αγώνα φθοράς στο κέντρο, αποφάσισε να αντεπιτεθεί τις πτέρυγες. Οι Βησιγότθοι, στη δεξιά πτέρυγα, κινήθηκαν πρώτοι. Επικεφαλής τους βρισκόταν πάντα ο γέρο-βασιλιάς τους Θεοδώριχος.
Με τη λόγχη στο χέρι, ο Θεοδώριχος όρμησε πρώτος στη μάχη. Σε λίγο τόσο ο ίδιος, όσο και οι ιππείς του είχαν εμπλακεί σε άγριο αγώνα με τους Οστρογότθους και τους Ούννους του Αττίλα. Οι Βησιγότθοι σταδιακά κέρδιζαν έδαφος, αναγκάζοντας τον εχθρό να οπισθοχωρήσει. Τότε όμως συνέβη το μοιραίο: ο Θεοδώριχος έπεσε χτυπημένος από τα εχθρικά δόρατα. Οι άνδρες του πάγωσαν στη θέα του νεκρού βασιλιά. Τότε όμως εμφανίστηκε ο Θορισμούνδος. «Για τον Θεοδώριχο», κραύγασε. «Για τον Θεοδώριχο», ούρλιαξαν και οι πολεμιστές του και όρμησαν με λύσσα κατά των εχθρών.
Οι Βησιγότθοι κομμάτιαζαν όποιον αντίπαλο έβρισκαν μπροστά τους, αδιαφορώντας για τις απώλειες. Επέπεσαν με άγρια μανία στο τείχος των Οστρογότθων δορυφόρων και τους διέλυσαν. Την ώρα που συνέβαιναν αυτά, στην αριστερή πτέρυγα ο Αέτιος διέταξε τους υπ’ αυτόν να προελάσουν. Οι Ρωμαίοι, ο μόνος τακτικός στρατός της εποχής, προήλασαν συντεταγμένα ως ένα πραγματικό ανθρώπινο τείχος, σαρώνοντας τους βαρβάρους που έβρισκαν απέναντι τους.
Εκείνοι αντεπιτέθηκαν για να αναχαιτίσουν την προέλασή τους. Οι Γερμανοί και οι Ούννοι πολέμησαν με εξαιρετική γενναιότητα. Αδιαφορώντας για τους νεκρούς συντρόφους τους, οι Γεπίδες χρησιμοποιούσαν τα πτώματα ως βάθρα για να σκαρφαλώσουν πάνω από τις ασπίδες των Ρωμαίων και να τους πλήξουν με τα σπαθιά τους. Το ίδιο έπρατταν και οι Ούννοι ιππείς. Παρ’ όλα αυτά, οι Ρωμαίοι άντεξαν. Όταν οι εχθροί σκαρφάλωναν επάνω στις ασπίδες τους, οι λεγεωνάριοι τις ύψωναν, ώστε να τους κρατήσουν ψηλά και τους έκοβαν τα πόδια με τα σπαθιά τους.
Η αντεπίθεση απέτυχε. Οι άνδρες του Αέτιου συνέχισαν την προέλασή τους. Οι Βησιγότθοι επίσης κατόρθωσαν να συντρίψουν τους απέναντί τους εχθρούς και έφτασαν έως τα ουννικά οχυρώματα, έξω από το παλαιό ρωμαϊκό οχυρό. Το ουννικό κέντρο επίσης μετά την κατάρρευση των πτερύγων υποχώρησε με τη σειρά του για να μην αποκοπεί. Ο Αττίλας κατάλαβε τότε ότι όλα είχαν χαθεί.
Η νύχτα απλώθηκε σκοτεινή πάνω από το πεδίο της μάχης, το οποίο ήταν γεμάτο με τα πτώματα 300.000 ανδρών. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Αττίλας είδε πολλές φωτιές να καίνε στο εχθρικό στρατόπεδο. Οι ανιχνευτές που απέστειλε τον ενημέρωσαν ότι οι εχθροί θρηνούσαν τον θάνατο του αρχηγού τους. Περιχαρής ο Αττίλας, νομίζοντας ότι ο νεκρός ήταν ο Αέτιος, έδωσε εντολή να ηχήσουν τα πολεμικά τύμπανα και τα βούκινα και οι άνδρες να αλαλάξουν. Απότομα η φρικτή νύχτα αναστατώθηκε από το ηχητικό πανδαιμόνιο των Ούννων. Ο Αέτιος, ανήσυχος, διέταξε τους άνδρες του να βρίσκονται σε επιφυλακή, έτοιμοι να αποκρούσουν κάθε νυχτερινό εγχείρημα του ηττημένου, αλλά πάντα επίφοβου αντιπάλου.
Ο Αέτιος, αφού τίμησε τον νεκρό Θεοδώριχο, συγκάλεσε συμβούλιο. Στη συζήτηση που ακολούθησε, τόσο οι βάρβαροι σύμμαχοι αρχηγοί, όσο και οι δικοί του επιτελείς τον πίεσαν να επιτεθεί στους οχυρωμένους Ούννους. Ο Αέτιος όμως ήταν αρνητικός σε ένα τέτοιο εγχείρημα, αναλογιζόμενος τις φρικτές απώλειες που θα υφίστατο ο στρατός του, σε μια τέτοια επιχείρηση. Κατόπιν τούτου, οι Γερμανοί σύμμαχοι του Αέτιου έφυγαν. Στο στρατόπεδο είχαν απομείνει μόνο οι Ρωμαίοι.
Ο Αττίλας αγνόησε τις εισηγήσεις των υφισταμένων του να επιχειρήσει νέα επίθεση, ακόμα και όταν οι ανιχνευτές του τον ενημέρωσαν ότι στο εχθρικό στρατόπεδο είχαν απομείνει μόνο οι Ρωμαίοι. Τους Ρωμαίους όμως τους διοικούσε ο Αέτιος, ο άνθρωπος τον οποίο ο Αττίλας φοβόταν, ο μόνος άνδρας που προκαλούσε δέος στον αιμοσταγή βάρβαρο αρχηγό. Ο Αττίλας έδωσε διαταγή να ετοιμαστούν για αναχώρηση με το πρώτο φως.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε. Οι φωτιές στο ρωμαϊκό στρατόπεδο έσβηναν σιγά-σιγά. Μόνο οι σκοποί περιδιάβαιναν στις επάλξεις του στρατοπέδου. Πέρα στον ορίζοντα οι άμαξες των Ούννων άρχισαν να κυλούν αργά προς τα βορειοανατολικά, για την ουγγρική πεδιάδα. Οι πολεμιστές ακολουθούσαν, κατάκοποι. Ο αξιωματικός φρουράς ξύπνησε τον Αέτιο. Του ανακοίνωσε ότι οι Ούννοι φεύγουν.
Ο νικητής τυλίχθηκε με τον μανδύα του και προχώρησε έως την κεντρική πύλη του στρατοπέδου. Με προσοχή παρατηρούσε τους βάρβαρους αντιπάλους του να αποχωρούν. Ξαφνικά ένας ιππέας ξέφυγε από τη μάζα και πλησίασε. Κοντοστάθηκε και κοίταξε το γεμάτο πτώματα πεδίο. Ύστερα είδε τον Αέτιο. Σήκωσε ψηλά το χέρι του και με μια κίνηση τον χαιρέτησε.
Ο Ρωμαίος σήκωσε και αυτός το χέρι και τον χαιρέτησε με τον ίδιο τρόπο. Κατόπιν ο Αττίλας, γιατί αυτός ήταν ο ιππέας, στράφηκε προς τον στρατό του, μαστίγωσε το άλογό του και χάθηκε. Ο Αέτιος απέμεινε να αγναντεύει το πεδίο της μάχης μέσα στη δροσιά του πρωινού. Είχε συντρίψει τη «σφύρα του σύμπαντος».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)