Όλοι μας δηλώνουμε -ευκαιρίας δοθείσης- την τεράστια σημασία της αγάπης στη ζωή του καθενός μας. Δεν είναι, όμως, καθόλου, μα καθόλου, βέβαιο πως όλοι μας, έστω η μειοψηφία, εννοούμε το ίδιο πράγμα για το τι σημαίνει αγάπη.
«Κατά βάθος, το ξέρω, πως με αγαπά» ισχυρίζονται πολλές γυναίκες που κακοποιούνται βάναυσα ή απατώνται εν γνώσει τους από τους συντρόφους τους. «Το κάνει από αγάπη ή για το καλό μου» μπορεί να σκέπτεται, να λέει ή να θέλει να πιστεύει ένα παιδί που κακοποιείται συστηματικά από κάποιον γονέα του. «Ο Θεός το κάνει για να μας δοκιμάσει» μπορεί να πιστεύει κάποιος ή να λέει μετά παρρησίας ένας ιερωμένος σε κάποιον που έχασε το παιδί του, την υγειά του ή τα υπάρχοντά του. Τα παραδείγματα ατέλειωτα.
Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στην ερωτική αγάπη και, πιο συγκεκριμένα, σε μία πλευρά της που έχει να κάνει με το αν και σε ποιο βαθμό βλέπουμε το ταίρι μας ως άτομο ξεχωριστό, με δικά του θέλω και ανάγκες, που μπορεί να μην συμπίπτουν με τις δικές μας, και αν ή μέχρι ποιου σημείου σεβόμαστε αυτή του τη διαφορετικότητα και μοναδικότητα.
Εάν, σε μια σχέση ερωτική, -και όχι μόνο- δεν υπάρχει αυτού του είδους η έγνοια, ο αλτρουισμός και η άρνηση χρησιμοποίησης του Άλλου και των αισθημάτων του προς ίδιον όφελος, τότε πρόκειται για οτιδήποτε άλλο, όχι όμως για αγάπη. Η αγάπη είναι σχεδόν πάντα συνυφασμένη με τόσα άλλα ταυτόχρονα συναισθήματα, προσδοκίες και ανάγκες -συνήθως υποσυνείδητες- που όλα μαζί δημιουργούν ένα απροσδιόριστο και αδιαίρετο Όλον, εντός του οποίου η αγάπη όχι μόνον δυσδιάκριτη είναι, αλλά προϋποθέτει πολύ μεγάλη συναισθηματική και γενικότερη ωριμότητα ώστε να μπορέσει κάποιος να τη βιώσει ατόφια και να τη διατηρήσει «αμόλυντη»...
Η σχέση φόβου και ανάγκης ελέγχου
Είναι αποδεδειγμένο πως όσο περισσότερο φοβόμαστε τόσο μεγαλύτερη είναι και η ανάγκη μας για έλεγχο ώστε να μειωθεί το δυσβάσταχτο αίσθημα φόβου που μας διακατέχει, μια δεδομένη στιγμή ή μόνιμα. Ο φόβος αυτός μπορεί να αφορά σε διάφορες καταστάσεις, αντικείμενα, άτομα ή και όλα μαζί ταυτόχρονα. Κάποιος μπορεί να έχει την ανάγκη να ελέγχει δέκα ή και περισσότερες φορές αν τα «μάτια» της κουζίνας είναι κλειστά, αν η βρύση του νιπτήρα δεν στάζει, αν η πόρτα είναι κλειδωμένη, αν το παιδί του αναπνέει ενώ κοιμάται, αν ο Άλλος τον/την αγαπά κ.τ.λ.
Έτσι, λοιπόν, όταν -για δικούς μας προσωπικούς λόγους και βιώματα- νιώσουμε κάποιου είδους απειλή εγκατάλειψης, ζήλεια, ανταγωνισμό και άλλα ανάλογα επώδυνα αισθήματα, τότε η ανάγκη ελέγχου του Άλλου μπορεί να είναι το μόνο αντίδοτο, που νομίζουμε πως υπάρχει, απέναντι στο φόβο ή στην απειλή αυτή. Το μέγεθος της ανάγκης ελέγχου είναι πάντα ανάλογο του μεγέθους του φόβου μας. Σε ανάλογες καταστάσεις, μπορούμε να φθάσουμε μέχρι και του σημείου να μισούμε, στην κυριολεξία, το οτιδήποτε είναι σημαντικό για τον Άλλον, δηλαδή, πράγματα ή/και πρόσωπα στη ζωή του -εκτός από εμάς- που αγαπά και που αφιερώνει χρόνο για αυτά (π.χ. εργασία, χόμπι, φίλοι, συγγενικά πρόσωπα κ.ά.). Στην πραγματικότητα, όμως, μισούμε το ότι ο Άλλος είναι ένα άτομο αυτόνομο και ξέχωρο από εμάς.
Σε μια τέτοια περίπτωση, θέλουμε υποσυνείδητα να εξαφανίσουμε κάθε είδους απόσταση μεταξύ του Εαυτού μας και του Άλλου ως ξεχωριστού ατόμου. Αρχίζουμε, λοιπόν, να του φερόμαστε και να υιοθετούμε μια στάση απέναντί του σαν να πρόκειται, στην ουσία, για ένα «αντικείμενο» -όχι πρόσωπο- που μας ανήκει απόλυτα. Κάτι τέτοιο μπορεί να μας δίνει μια πρόσκαιρη ψευδαίσθηση κατάργησης αυτής της ανυπόφορης για εμάς απόστασης, στερεί, όμως, από την ίδια τη σχέση το απαραίτητο οξυγόνο για να μπορέσει να υπάρξει μακροπρόθεσμα ως σχέση μεταξύ δύο ισότιμων ενήλικων ατόμων που χαίρονται να συνυπάρχουν αβίαστα, χωρίς την παρεμβολή «εσωτερικών φαντασμάτων».
Η παιχνιδιάρικη έκφραση μιας μητέρας που αναφωνεί: «Θα σε φάω, παιδί μου», στην ουσία, μια ανάλογη ανάγκη εκφράζει, αλλά, στην περίπτωση αυτή, αυτό γίνεται προς χάριν του μητρικού της ρόλου και της ιδιαιτερότητας της σχέσης τους στη διάρκεια της βρεφικής, κυρίως, ηλικίας. Εδώ, δεν πρόκειται για μια σχέση μεταξύ δύο ισότιμων ενήλικων ατόμων. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως και ένας γονέας δεν μπορεί να βλέπει το παιδί του ως προέκταση του εαυτού του και να του φέρεται ανάλογα, στραγγαλίζοντας, με τον τρόπο αυτό, τη διαφορετικότητα και τον αληθινό εαυτό του παιδιού.
Ο φόβος της εγγύτητας
Μιλάμε, συνήθως, για το φόβο μας να χάσουμε το άτομο που αγαπάμε, πολύ σπανιότερα, όμως, για το φόβο πολλών από εμάς να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Ο φόβος της εγγύτητας -τόσο της σωματικής όσο, κυρίως, αυτής του μοιράσματος συναισθημάτων- οφείλεται, συνήθως, σε εμπειρίες που έχουν τις ρίζες τους στο ξεκίνημα της ζωής μας που, αν και υποσυνείδητες, αφήνουν το αποτύπωμά τους σε σώμα και ψυχή, επηρεάζοντας και διαμορφώνοντας καθοριστικά όλες τις μετέπειτα στενές μας σχέσεις.
Όπως προαναφέραμε, ο φόβος -αλλά και το αίσθημα συνειδητής ή υποσυνείδητης εχθρότητας, σε μια ερωτική σχέση- προέρχεται, κατά κύριο λόγο, από το γεγονός πως ο Άλλος είναι, και θα παραμείνει στην ουσία για πάντα, ένα άτομο που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να κατέχουμε ή του οποίου τις σκέψεις και τα αισθήματα να γνωρίζουμε πλήρως.
Αυτή η αβεβαιότητα είναι για ορισμένους δυσβάσταχτη. Στην περίπτωση αυτή, ο φόβος της ουσιαστικής εγγύτητας εξωτερικεύεται και μετατρέπεται σε μια «αρρωστημένη» εγγύτητα στην οποία και οι δύο συμβάλλουν, αποκτώντας με τον τρόπο αυτό μια ψευδαίσθηση εγγύτητας και σύμπλευσης. Η εχθρότητα σεξουαλικοποιείται και αποκτά τελετουργικές διαστάσεις με σαδομαζοχιστική, συχνά, χροιά σε κάθε τομέα της σχέσης. Ο καθένας κάνει -με τον τρόπο του- δύσκολη τη ζωή του Άλλου, παραμένοντας όμως στη σχέση, ό,τι και αν συμβεί.
Οι συγκρούσεις αυτές, όσο επώδυνες ή σκληρές και αν είναι, έχουν μια προβλεψιμότητα -δηλαδή μια γνώριμη αρχή και ένα γνώριμο τέλος (αρκετές φορές στο κρεβάτι με μεγάλη ερωτική ένταση) που, όμως, δίνουν μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν δίνει -όπως τα άτομα αυτά την εννοούν και την επιδιώκουν- μια αυθεντική σχέση αγάπης, στην οποία ο καθένας αποδέχεται τη διαφορετικότητα και την αυτονομία του Άλλου ως ξεχωριστού ατόμου.
Το «παράδοξο» της αγάπης
Ποιος, αλήθεια, θα άντεχε να ζει σε μια συνεχή κατάσταση έντασης, πληρότητας και ευδαιμονίας, αν ήταν μόνον έτσι μια σχέση αγάπης; Αυτό θα ήταν παρόμοιο με μια μανιακή κατάσταση, δηλαδή με μια, στην ουσία, διεγερτική κατάσταση που, μετά από κάποιο διάστημα, θα εξουθένωνε πλήρως. Όταν, όμως, μια σχέση αγάπης έχει τη δυνατότητα να ενσωματώνει την αβεβαιότητα και το φόβο της απώλειας, τότε μόνο μπορεί να επιβιώσει και να διαρκέσει. Τη στιγμή που θα θεωρήσει πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος, κανενός είδους απειλητική σκιά, καμία αβεβαιότητα, πως έχει φθάσει σε έναν τελικό προορισμό, τότε, την ίδια στιγμή, είναι σαν να υπογράφει και το τέλος της...
Η σοφία της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας περιγράφει αυτήν ακριβώς την κατάσταση μέσα από το μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Όταν, λοιπόν, ο πρώτος θα επανέφερε την αγαπημένη του Ευρυδίκη από το βασίλειο των νεκρών στη γη, χρειάσθηκε να κάνει μια συμφωνία με τον Άδη και την Περσεφόνη πως θα προχωρούσε μπροστά χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του, για να διαπιστώσει αν αυτή τον ακολουθεί, μέχρι να φθάσουν στον επάνω κόσμο. Αυτός, από την αγωνία του, δεν άντεξε, γύρισε να δει αν πράγματι η Ευρυδίκη τον ακολουθεί με αποτέλεσμα, την ίδια στιγμή, να την ξαναχάσει, αυτήν τη φορά, για πάντα...
Επίλογος
Η πιο συχνή έκβαση μιας σχέσης, όπου οι εμπλεκόμενοι δεν αντέχουν την αβεβαιότητα και το ενδεχόμενο κάποιου είδους απώλειας, είναι η αποφυγή, η άρνηση ύπαρξης σοβαρών προβλημάτων στη σχέση, ο συμβιβασμός και, τελικά, η εξεζητημένη προσαρμογή, σε βάρος μιας ειλικρινούς και αυτόνομης συνύπαρξης. Σχεδόν πάντα, ο ένας από τους δύο συμβιβάζεται περισσότερο ή, καλύτερα, παραιτείται των προσωπικών του αναγκών. Αυτός είναι, συνήθως, ο άνδρας, χωρίς όμως να συνειδητοποιεί το συμβιβασμό και την άτακτη υποχώρησή του. Και η γυναίκα, φυσικά, μπορεί να παραιτείται ή να συμβιβάζεται, έχει όμως, συνήθως, μεγαλύτερη επίγνωση πως το κάνει...
Η μόνη πιθανότητα να διαρκέσει μία σχέση αγάπης είναι η αποδοχή του Άλλου ως αυτόνομου και ξεχωριστού ατόμου και άρα ενός ενδεχομένου απώλειάς του. Να τολμούμε να βλέπουμε τις όποιες δυσκολίες χωρίς να τις παραβλέπουμε, άλλοτε εξιδανικεύοντας, άλλοτε προσαρμοζόμενοι υπέρ του δέοντος και άλλοτε προβάλλοντας προσωπικές μας δυσκολίες στον Άλλον, μετατρέποντάς τες, με τον τρόπο αυτό, από προσωπικές σε διαπροσωπικές.
Στον έρωτα γινόμαστε ένα με τον Άλλον. Στην αγάπη ξαναγινόμαστε ζευγάρι που αποτελείται και πάλι από δύο άτομα που, όμως, μοιράζονται έναν κοινό χώρο με σεβασμό του καθενός προς τη διαφορετικότητα και αυτονομία του Άλλου.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως το μόνο αντίδοτο στο φόβο είναι η Αγάπη. Όμως, για να φθάσουμε εκεί, θέλει δουλειά πολλή...