ΓΡΑΥΣ Α’
τί ποθ᾽ ἅνδρες οὐχ ἥκουσιν; ὥρα δ᾽ ἦν πάλαι.
ἐγὼ δὲ καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ
ἕστηκα καὶ κροκωτὸν ἠμφιεσμένη
880 ἀργός, μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος,
παίζουσ᾽ ὅπως ἂν περιλάβοιμ᾽ αὐτῶν τινὰ
παριόντα. Μοῦσαι, δεῦρ᾽ ἴτ᾽ ἐπὶ τοὐμὸν στόμα,
μελύδριον εὑροῦσαί τι τῶν Ἰωνικῶν.
ΝΕΑΝΙΣ
νῦν μέν με παρακύψασα προὔφθης, ὦ σαπρά.
885 ᾤου δ᾽ ἐρήμας οὐ παρούσης ἐνθάδε
ἐμοῦ τρυγήσειν καὶ προσάξεσθαί τινα
ᾄδουσ᾽· ἐγὼ δ᾽, ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι.
κεἰ γὰρ δι᾽ ὄχλου τοῦτ᾽ ἐστὶ τοῖς θεωμένοις,
ὅμως ἔχει τερπνόν τι καὶ κωμῳδικόν.
890 ΓΡ. Α’ τούτῳ διαλέγου κἀποχώρησον· σὺ δέ,
φιλοττάριον αὐλητά, τοὺς αὐλοὺς λαβὼν
ἄξιον ἐμοῦ καὶ σοῦ προσαύλησον μέλος.
εἴ τις ἀγαθὸν βούλεται πα-
θεῖν τι, παρ᾽ ἐμοὶ χρὴ καθεύδειν.
895 οὐ γὰρ ἐν νέαις τὸ σοφὸν ἔν-
εστιν, ἀλλ᾽ ἐν ταῖς πεπείροις.
οὐδέ τοι στέργειν ἂν ἐθέλοι
μᾶλλον ἢ ᾽γὼ τὸν φίλον ᾧ-
περ ξυνείην, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ἕτερον ἂν πέτοιτο.
900 ΝΕΙΣ. μὴ φθόνει ταῖσιν νέαισι·
τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐμπέφυκε
τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς,
κἀπὶ τοῖς μήλοις ἐπαν-
θεῖ· σὺ δ᾽, ὦ γραῦ, παραλέλεξαι
κἀντέτριψαι
905 τῷ θανάτῳ μέλημα.
ΓΡ. Α’ ἐκπέσοι σου τὸ τρῆμα
τό τ᾽ ἐπίκλιντρον ἀποβάλοις
βουλομένη σποδεῖσθαι,
κἀπὶ τῆς κλίνης ὄφιν [εὕροις καὶ]
προσελκύσαιο
910 βουλομένη φιλῆσαι.
ΝΕΙΣ. αἰαῖ, τί ποτε πείσομαι;
οὐχ ἥκει μοὐταῖρος·
μόνη δ᾽ αὐτοῦ λείπομ᾽· ἡ
γάρ μοι μήτηρ ἄλλῃ βέβηκεν.—
καὶ τἄλλα ‹μ᾽› οὐδὲν ‹τὰ› μετὰ ταῦτα δεῖ λέγειν. —
915 ἀλλ᾽, ὦ μαῖ᾽, ἱκετεύομαι, κά-
λει τὸν Ὀρθαγόραν, ὅπως
‹ἂν› σαυτῆς κατόναι᾽,
ἀντιβολῶ σε.
ἤδη τὸν ἀπ᾽ Ἰωνίας
τρόπον, τάλαινα, κνησιᾷς.—
920 δοκεῖς δέ μοι καὶ λάβδα κατὰ τοὺς Λεσβίους.—
ἀλλ᾽ οὐκ ἄν ποθ᾽ ὑφαρπάσαιο
τἀμὰ παίγνια· τὴν δ᾽ ἐμὴν
ὥραν οὐκ ἀπολεῖς
οὐδ᾽ ἀπολήψει.
ΓΡ. Α’ ᾆδ᾽ ὁπόσα βούλει καὶ παράκυφθ᾽ ὥσπερ γαλῆ·.
925 οὐδεὶς γὰρ ὡς σὲ πρότερον εἴσεισ᾽ ἀντ᾽ ἐμοῦ.
ΝΕΙΣ. οὔκουν ἐπ᾽ ἐκφοράν γε. καινόν γ᾽, ὦ σαπρά.
ΓΡ. Α’ οὐ δῆτα. τί γὰρ ἂν γραῒ καινὸν τις λέγοι;
οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε γῆρας. ΝΕΙΣ. ἀλλὰ τί;
ἥγχουσα μᾶλλον καὶ τὸ σὸν ψιμύθιον;
930 ΓΡ. Α’ τί μοι διαλέγει; ΝΕΙΣ. σὺ δὲ τί διακύπτεις; ΓΡ. Α’ ἐγώ;
ᾄδω πρὸς ἐμαυτὴν Ἐπιγένει τὠμῷ φίλῳ.
ΝΕΙΣ. σοὶ γὰρ φίλος τίς ἐστιν ἄλλος ἢ Γέρης;
ΓΡ. Α’ δείξει γε καὶ σοί· τάχα γὰρ εἶσιν ὡς ἐμέ.
ὁδὶ γὰρ αὐτός ἐστιν. ΝΕΙΣ. οὐ σοῦ γ᾽, ὦλεθρε,
935 δεόμενος οὐδέν. ΓΡ. Α’ νὴ Δί᾽. ΝΕΙΣ. ὦ φθίνυλλα σύ,
δείξει τάχ᾽ αὐτός, ὡς ἔγωγ᾽ ἀπέρχομαι.
ΓΡ. Α’ κἄγωγ᾽, ἵνα γνῷς ὡς πολὺ σοῦ μεῖζον φρονῶ.
***
(Το σκηνικό αλλάζει. Μια πλατεία της Αθήνας με δυο σπίτια αντικριστά, που τα χωρίζει ένας δρομάκος. Μια γριά προβάλλει το κεφάλι της απ᾽ το παραθύρι του ενός σπιτιού.)
Α’ ΓΡΙΑ
Άντρα δε γλέπω. Η ώρα περασμένη.
Κι εγώ φκιασιδωμένη, με φουστάνι
κροκωτό, περιμένω άπραγη εδώ.
880 Και μοναχή μου ψιλοτραγουδάω
και σειέμαι και λυγιέμαι, να τραβήξω
κάποιον νταβραντισμένο διαβατάρη.
Ω Μούσες, κατεβείτε μου στο στόμα
να πείτ᾽ ένα τραγούδι ανατολίτικο.
ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ
(Προβάλλει απ᾽ το παραθύρι τ᾽ αντικρινού σπιτιού.)
Με πρόλαβες, σαράβαλο, και βγήκες
στο παραθύρι. Νόμισες πως έλειπα
κι ήθελες πάνου στη αναβροχιά
να ξεγελάσεις κάποιον να τον πάρεις
με το βραχνό τραγούδι σου. Κι εγώ
στο πείσμα σου θα γλυκοτραγουδήσω.
Κι αν οι πολλοί βαριούνται τα τραγούδια
όμως έχουν τη χάρη τους κι αυτά
κι η κωμωδία τα θέλει.
Α’ ΓΡ. (δείχνει το μεσαίο της δάκτυλο)
Νά σου, πάρ᾽ το
890 να βολευτείς. (στον αυλητή του χορού) Κι ελόγου σου, ομορφόπαιδο,
τη φλογέρα σου πάρε να μου παίξεις
ένα σκοπό που να καλοταιριάζει
τω δυονώ μας, σε μένα και σε σένα!
(Η Γριά τραγουδά με τη συνοδεία της φλογέρας.)
Όποιος θέλει να χορτάσει
έρωτα βαρβάτο, νά ᾽ρθει
να πλαγιάσουμε αγκαλίτσα.
Οι άγουρες δεν έχουν γνώση
κι ούτε μαστοριά, μονάχα
οι ώριμες και δουλεμένες.
Και καμιά δεν ξέρει τόσο
να κρατήσει μαγεμένον
τον καλό της, όσο εγώ.
Οι μικρές κάνουν φτερά
και κουρνιάζουν όπου βρούνε.
ΚΟΠ. (τραγουδώντας κι αυτή)
900 Μη ζηλεύεις τις μικρούλες
και τα τρυφερούδια, πὄχουν
απαλά μεριά και στήθος
δυο μελοροδάκινα!
Ω μπαμπόγρια μαδημένη
και πατσαλειμμένη, εσένα
Χάρος μοναχά σού πρέπει.
Α’ ΓΡ. (τραγουδώντας)
Ω, που να σου πέσ᾽ η τρύπα
και να σωριαστεί σου η κλίνη
κι όταν πας να κολληθείς,
αντίς άντρα φίδι νά ᾽βρεις
910 και μ᾽ αυτό να φιληθείς.
ΚΟΠ. (τραγουδώντας)
Συφορά μου, τί θα γίνω.
Πού ᾽σαι, αγόρι μου, κι αργείς,
ρέβω η μαύρη μοναχή μου
και να λείπ᾽ η μάνα μου!
(κουβεντιαστά)
Τ᾽ αποδέλοιπα τί να σου τα λέω;
(τραγουδιστά)
Πάρε, βάβω, να χαρείς,
έναν πέτσινο εραστή
και να βολευτείς μονάχη.
Δεν κρατιέσαι, τέτοια λύσσα
και φαγούρα σ᾽ έχει πιάσει,
920 τέτοιο πάθος λεσβιακό!
(κουβεντιαστά)
Και με τη γλώσσα θέλεις να δουλέψεις.
(τραγουδιστά)
Μα του κάκου προσπαθείς
να μου κλέψεις τα παιχνίδια
κι ούτε θ᾽ αξιωθείς τα νιάτα
τα δικά μου να τα πάρεις.
Α’ ΓΡ. (κουβεντιαστά)
Όσο θέλεις τραγούδα και λυγίσου
σαν τη νυφίτσα, μα κανείς δεν μπαίνει
στο σπίτι σου, πριχού περάσει εδώθες.
(δείχνει τον εαυτό της)
ΚΟΠ. Μονάχα για το ξόδι σου θα μπει.
Αυτό το νέο σού απόμεινε να μάθεις.
Α’ ΓΡ. Όλα τα ξέρουν οι πολυκαιρίσιες.
Και τί μου χολοσκάς για τα χρονάκια μου;
ΚΟΠ. Για τις μπογιές σου θες να χολοσκάω;
Α’ ΓΡ. Πάψε, δε θέλω να μου κουβεντιάζεις.
930 ΚΟΠ. Τότες γιατί μου βγήκες στο παράθυρο;
Α’ ΓΡ. Εγώ; Να τραγουδήσω τον καημό μου
για τον όμορφο φίλο μου τον Άδωνη.
ΚΟΠ. Για σένα φίλος μόνο ο Γεροξούρας.
Α’ ΓΡ. Θα τον δεις με τα μάτια σου, όπου να ᾽ναι.
Θά ᾽ρτει. Και νά τος! ΚΟΠ. Όχι δα για σένα,
ψειραλοιφή! Τί να σε κάνει; Α’ ΓΡ. Ναίσκε!
ΚΟΠ. Καλά λοιπόν. Εγώ θα τραβηχτώ.
Κάτσε να ιδείς προς πού θα βάνει πλώρη.
(τραβιέται από το παράθυρο)
Α’ ΓΡ. Κι εγώ θα τραβηχτώ, γιατί ᾽μαι πιότερο
περήφανη από σένα και φιλότιμη.
τί ποθ᾽ ἅνδρες οὐχ ἥκουσιν; ὥρα δ᾽ ἦν πάλαι.
ἐγὼ δὲ καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ
ἕστηκα καὶ κροκωτὸν ἠμφιεσμένη
880 ἀργός, μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος,
παίζουσ᾽ ὅπως ἂν περιλάβοιμ᾽ αὐτῶν τινὰ
παριόντα. Μοῦσαι, δεῦρ᾽ ἴτ᾽ ἐπὶ τοὐμὸν στόμα,
μελύδριον εὑροῦσαί τι τῶν Ἰωνικῶν.
ΝΕΑΝΙΣ
νῦν μέν με παρακύψασα προὔφθης, ὦ σαπρά.
885 ᾤου δ᾽ ἐρήμας οὐ παρούσης ἐνθάδε
ἐμοῦ τρυγήσειν καὶ προσάξεσθαί τινα
ᾄδουσ᾽· ἐγὼ δ᾽, ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι.
κεἰ γὰρ δι᾽ ὄχλου τοῦτ᾽ ἐστὶ τοῖς θεωμένοις,
ὅμως ἔχει τερπνόν τι καὶ κωμῳδικόν.
890 ΓΡ. Α’ τούτῳ διαλέγου κἀποχώρησον· σὺ δέ,
φιλοττάριον αὐλητά, τοὺς αὐλοὺς λαβὼν
ἄξιον ἐμοῦ καὶ σοῦ προσαύλησον μέλος.
εἴ τις ἀγαθὸν βούλεται πα-
θεῖν τι, παρ᾽ ἐμοὶ χρὴ καθεύδειν.
895 οὐ γὰρ ἐν νέαις τὸ σοφὸν ἔν-
εστιν, ἀλλ᾽ ἐν ταῖς πεπείροις.
οὐδέ τοι στέργειν ἂν ἐθέλοι
μᾶλλον ἢ ᾽γὼ τὸν φίλον ᾧ-
περ ξυνείην, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ἕτερον ἂν πέτοιτο.
900 ΝΕΙΣ. μὴ φθόνει ταῖσιν νέαισι·
τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐμπέφυκε
τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς,
κἀπὶ τοῖς μήλοις ἐπαν-
θεῖ· σὺ δ᾽, ὦ γραῦ, παραλέλεξαι
κἀντέτριψαι
905 τῷ θανάτῳ μέλημα.
ΓΡ. Α’ ἐκπέσοι σου τὸ τρῆμα
τό τ᾽ ἐπίκλιντρον ἀποβάλοις
βουλομένη σποδεῖσθαι,
κἀπὶ τῆς κλίνης ὄφιν [εὕροις καὶ]
προσελκύσαιο
910 βουλομένη φιλῆσαι.
ΝΕΙΣ. αἰαῖ, τί ποτε πείσομαι;
οὐχ ἥκει μοὐταῖρος·
μόνη δ᾽ αὐτοῦ λείπομ᾽· ἡ
γάρ μοι μήτηρ ἄλλῃ βέβηκεν.—
καὶ τἄλλα ‹μ᾽› οὐδὲν ‹τὰ› μετὰ ταῦτα δεῖ λέγειν. —
915 ἀλλ᾽, ὦ μαῖ᾽, ἱκετεύομαι, κά-
λει τὸν Ὀρθαγόραν, ὅπως
‹ἂν› σαυτῆς κατόναι᾽,
ἀντιβολῶ σε.
ἤδη τὸν ἀπ᾽ Ἰωνίας
τρόπον, τάλαινα, κνησιᾷς.—
920 δοκεῖς δέ μοι καὶ λάβδα κατὰ τοὺς Λεσβίους.—
ἀλλ᾽ οὐκ ἄν ποθ᾽ ὑφαρπάσαιο
τἀμὰ παίγνια· τὴν δ᾽ ἐμὴν
ὥραν οὐκ ἀπολεῖς
οὐδ᾽ ἀπολήψει.
ΓΡ. Α’ ᾆδ᾽ ὁπόσα βούλει καὶ παράκυφθ᾽ ὥσπερ γαλῆ·.
925 οὐδεὶς γὰρ ὡς σὲ πρότερον εἴσεισ᾽ ἀντ᾽ ἐμοῦ.
ΝΕΙΣ. οὔκουν ἐπ᾽ ἐκφοράν γε. καινόν γ᾽, ὦ σαπρά.
ΓΡ. Α’ οὐ δῆτα. τί γὰρ ἂν γραῒ καινὸν τις λέγοι;
οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε γῆρας. ΝΕΙΣ. ἀλλὰ τί;
ἥγχουσα μᾶλλον καὶ τὸ σὸν ψιμύθιον;
930 ΓΡ. Α’ τί μοι διαλέγει; ΝΕΙΣ. σὺ δὲ τί διακύπτεις; ΓΡ. Α’ ἐγώ;
ᾄδω πρὸς ἐμαυτὴν Ἐπιγένει τὠμῷ φίλῳ.
ΝΕΙΣ. σοὶ γὰρ φίλος τίς ἐστιν ἄλλος ἢ Γέρης;
ΓΡ. Α’ δείξει γε καὶ σοί· τάχα γὰρ εἶσιν ὡς ἐμέ.
ὁδὶ γὰρ αὐτός ἐστιν. ΝΕΙΣ. οὐ σοῦ γ᾽, ὦλεθρε,
935 δεόμενος οὐδέν. ΓΡ. Α’ νὴ Δί᾽. ΝΕΙΣ. ὦ φθίνυλλα σύ,
δείξει τάχ᾽ αὐτός, ὡς ἔγωγ᾽ ἀπέρχομαι.
ΓΡ. Α’ κἄγωγ᾽, ἵνα γνῷς ὡς πολὺ σοῦ μεῖζον φρονῶ.
***
(Το σκηνικό αλλάζει. Μια πλατεία της Αθήνας με δυο σπίτια αντικριστά, που τα χωρίζει ένας δρομάκος. Μια γριά προβάλλει το κεφάλι της απ᾽ το παραθύρι του ενός σπιτιού.)
Α’ ΓΡΙΑ
Άντρα δε γλέπω. Η ώρα περασμένη.
Κι εγώ φκιασιδωμένη, με φουστάνι
κροκωτό, περιμένω άπραγη εδώ.
880 Και μοναχή μου ψιλοτραγουδάω
και σειέμαι και λυγιέμαι, να τραβήξω
κάποιον νταβραντισμένο διαβατάρη.
Ω Μούσες, κατεβείτε μου στο στόμα
να πείτ᾽ ένα τραγούδι ανατολίτικο.
ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ
(Προβάλλει απ᾽ το παραθύρι τ᾽ αντικρινού σπιτιού.)
Με πρόλαβες, σαράβαλο, και βγήκες
στο παραθύρι. Νόμισες πως έλειπα
κι ήθελες πάνου στη αναβροχιά
να ξεγελάσεις κάποιον να τον πάρεις
με το βραχνό τραγούδι σου. Κι εγώ
στο πείσμα σου θα γλυκοτραγουδήσω.
Κι αν οι πολλοί βαριούνται τα τραγούδια
όμως έχουν τη χάρη τους κι αυτά
κι η κωμωδία τα θέλει.
Α’ ΓΡ. (δείχνει το μεσαίο της δάκτυλο)
Νά σου, πάρ᾽ το
890 να βολευτείς. (στον αυλητή του χορού) Κι ελόγου σου, ομορφόπαιδο,
τη φλογέρα σου πάρε να μου παίξεις
ένα σκοπό που να καλοταιριάζει
τω δυονώ μας, σε μένα και σε σένα!
(Η Γριά τραγουδά με τη συνοδεία της φλογέρας.)
Όποιος θέλει να χορτάσει
έρωτα βαρβάτο, νά ᾽ρθει
να πλαγιάσουμε αγκαλίτσα.
Οι άγουρες δεν έχουν γνώση
κι ούτε μαστοριά, μονάχα
οι ώριμες και δουλεμένες.
Και καμιά δεν ξέρει τόσο
να κρατήσει μαγεμένον
τον καλό της, όσο εγώ.
Οι μικρές κάνουν φτερά
και κουρνιάζουν όπου βρούνε.
ΚΟΠ. (τραγουδώντας κι αυτή)
900 Μη ζηλεύεις τις μικρούλες
και τα τρυφερούδια, πὄχουν
απαλά μεριά και στήθος
δυο μελοροδάκινα!
Ω μπαμπόγρια μαδημένη
και πατσαλειμμένη, εσένα
Χάρος μοναχά σού πρέπει.
Α’ ΓΡ. (τραγουδώντας)
Ω, που να σου πέσ᾽ η τρύπα
και να σωριαστεί σου η κλίνη
κι όταν πας να κολληθείς,
αντίς άντρα φίδι νά ᾽βρεις
910 και μ᾽ αυτό να φιληθείς.
ΚΟΠ. (τραγουδώντας)
Συφορά μου, τί θα γίνω.
Πού ᾽σαι, αγόρι μου, κι αργείς,
ρέβω η μαύρη μοναχή μου
και να λείπ᾽ η μάνα μου!
(κουβεντιαστά)
Τ᾽ αποδέλοιπα τί να σου τα λέω;
(τραγουδιστά)
Πάρε, βάβω, να χαρείς,
έναν πέτσινο εραστή
και να βολευτείς μονάχη.
Δεν κρατιέσαι, τέτοια λύσσα
και φαγούρα σ᾽ έχει πιάσει,
920 τέτοιο πάθος λεσβιακό!
(κουβεντιαστά)
Και με τη γλώσσα θέλεις να δουλέψεις.
(τραγουδιστά)
Μα του κάκου προσπαθείς
να μου κλέψεις τα παιχνίδια
κι ούτε θ᾽ αξιωθείς τα νιάτα
τα δικά μου να τα πάρεις.
Α’ ΓΡ. (κουβεντιαστά)
Όσο θέλεις τραγούδα και λυγίσου
σαν τη νυφίτσα, μα κανείς δεν μπαίνει
στο σπίτι σου, πριχού περάσει εδώθες.
(δείχνει τον εαυτό της)
ΚΟΠ. Μονάχα για το ξόδι σου θα μπει.
Αυτό το νέο σού απόμεινε να μάθεις.
Α’ ΓΡ. Όλα τα ξέρουν οι πολυκαιρίσιες.
Και τί μου χολοσκάς για τα χρονάκια μου;
ΚΟΠ. Για τις μπογιές σου θες να χολοσκάω;
Α’ ΓΡ. Πάψε, δε θέλω να μου κουβεντιάζεις.
930 ΚΟΠ. Τότες γιατί μου βγήκες στο παράθυρο;
Α’ ΓΡ. Εγώ; Να τραγουδήσω τον καημό μου
για τον όμορφο φίλο μου τον Άδωνη.
ΚΟΠ. Για σένα φίλος μόνο ο Γεροξούρας.
Α’ ΓΡ. Θα τον δεις με τα μάτια σου, όπου να ᾽ναι.
Θά ᾽ρτει. Και νά τος! ΚΟΠ. Όχι δα για σένα,
ψειραλοιφή! Τί να σε κάνει; Α’ ΓΡ. Ναίσκε!
ΚΟΠ. Καλά λοιπόν. Εγώ θα τραβηχτώ.
Κάτσε να ιδείς προς πού θα βάνει πλώρη.
(τραβιέται από το παράθυρο)
Α’ ΓΡ. Κι εγώ θα τραβηχτώ, γιατί ᾽μαι πιότερο
περήφανη από σένα και φιλότιμη.