895 Μενέλαε, φροίμιον μὲν ἄξιον φόβου
τόδ᾽ ἐστίν· ἐν γὰρ χερσὶ προσπόλων σέθεν
βίᾳ πρὸ τῶνδε δωμάτων ἐκπέμπομαι.
ἀτὰρ σχεδὸν μὲν οἶδά σοι μισουμένη,
ὅμως δ᾽ ἐρέσθαι βούλομαι· γνῶμαι τίνες
900 Ἕλλησι καὶ σοὶ τῆς ἐμῆς ψυχῆς πέρι;
ΜΕ. οὐκ εἰς ἀκριβὲς ἦλθες, ἀλλ᾽ ἅπας στρατὸς
κτανεῖν ἐμοί σ᾽ ἔδωκεν, ὅνπερ ἠδίκεις.
ΕΛ. ἔξεστιν οὖν πρὸς ταῦτ᾽ ἀμείψασθαι λόγῳ,
ὡς οὐ δικαίως, ἢν θάνω, θανούμεθα;
905 ΜΕ. οὐκ ἐς λόγους ἐλήλυθ᾽, ἀλλά σε κτενῶν.
ΕΚ. ἄκουσον αὐτῆς, μὴ θάνῃ τοῦδ᾽ ἐνδεής,
Μενέλαε, καὶ δὸς τοὺς ἐναντίους λόγους
ἡμῖν κατ᾽ αὐτῆς· τῶν γὰρ ἐν Τροίᾳ κακῶν
οὐδὲν κάτοισθα. συντεθεὶς δ᾽ ὁ πᾶς λόγος
910 κτενεῖ νιν οὕτως ὥστε μηδαμοῦ φυγεῖν.
ΜΕ. σχολῆς τὸ δῶρον· εἰ δὲ βούλεται λέγειν,
ἔξεστι. τῶν σῶν δ᾽ οὕνεχ᾽, ὡς μάθῃ, λόγων
δώσω τόδ᾽ αὐτῇ, τῆσδε δ᾽ οὐ δώσω χάριν.
ΕΛ. ἴσως με, κἂν εὖ κἂν κακῶς δόξω λέγειν,
915 οὐκ ἀνταμείψῃ πολεμίαν ἡγούμενος.
ἐγὼ δ᾽, ἅ σ᾽ οἶμαι διὰ λόγων ἰόντ᾽ ἐμοῦ
κατηγορήσειν, ἀντιθεῖσ᾽ ἀμείψομαι.
[τοῖς σοῖσι τἀμὰ καὶ τὰ σ᾽ αἰτιάματα].
πρῶτον μὲν ἀρχὰς ἔτεκεν ἥδε τῶν κακῶν
920 Πάριν τεκοῦσα· δεύτερον δ᾽ ἀπώλεσε
Τροίαν τε κἄμ᾽ ὁ πρέσβυς οὐ κτανὼν βρέφος,
δαλοῦ πικρὸν μίμημ᾽, Ἀλέξανδρόν ποτε.
ἐνθένδε τἀπίλοιπ᾽ ἄκουσον ὡς ἔχει.
ἔκρινε τρισσὸν ζεῦγος ὅδε τρισσῶν θεῶν·
925 καὶ Παλλάδος μὲν ἦν Ἀλεξάνδρῳ δόσις
Φρυξὶ στρατηγοῦνθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ἐξανιστάναι,
Ἥρα δ᾽ ὑπέσχετ᾽ Ἀσιάδ᾽ Εὐρώπης θ᾽ ὅρους
τυραννίδ᾽ ἕξειν, εἴ σφε κρίνειεν Πάρις·
Κύπρις δὲ τοὐμὸν εἶδος ἐκπαγλουμένη
930 δώσειν ὑπέσχετ᾽, εἰ θεὰς ὑπερδράμοι
κάλλει. τὸν ἐνθένδ᾽ ὡς ἔχει σκέψαι λόγον·
νικᾷ Κύπρις θεάς, καὶ τοσόνδ᾽ οὑμοὶ γάμοι
ὤνησαν Ἑλλάδ᾽· οὐ κρατεῖσθ᾽ ἐκ βαρβάρων,
οὔτ᾽ ἐς δόρυ σταθέντες, οὐ τυραννίδι.
935 ἃ δ᾽ εὐτύχησεν Ἑλλάς, ὠλόμην ἐγὼ
εὐμορφίᾳ πραθεῖσα, κὠνειδίζομαι
ἐξ ὧν ἐχρῆν με στέφανον ἐπὶ κάρᾳ λαβεῖν.
οὔπω με φήσεις αὐτὰ τἀν ποσὶν λέγειν,
ὅπως ἀφώρμησ᾽ ἐκ δόμων τῶν σῶν λάθρᾳ.
940 ἦλθ᾽ οὐχὶ μικρὰν θεὸν ἔχων αὑτοῦ μέτα
ὁ τῆσδ᾽ ἀλάστωρ, εἴτ᾽ Ἀλέξανδρον θέλεις
ὀνόματι προσφωνεῖν νιν εἴτε καὶ Πάριν·
ὅν, ὦ κάκιστε, σοῖσιν ἐν δόμοις λιπὼν
Σπάρτης ἀπῆρας νηὶ Κρησίαν χθόνα.
εἶεν.
945 οὐ σ᾽, ἀλλ᾽ ἐμαυτὴν τοὐπὶ τῷδ᾽ ἐρήσομαι·
τί δὴ φρονοῦσά γ᾽ ἐκ δόμων ἅμ᾽ ἑσπόμην
ξένῳ, προδοῦσα πατρίδα καὶ δόμους ἐμούς;
τὴν θεὸν κόλαζε καὶ Διὸς κρείσσων γενοῦ,
ὃς τῶν μὲν ἄλλων δαιμόνων ἔχει κράτος,
950 κείνης δὲ δοῦλός ἐστι· συγγνώμη δ᾽ ἐμοί.
ἔνθεν δ᾽ ἔχοις ἂν εἰς ἔμ᾽ εὐπρεπῆ λόγον·
ἐπεὶ θανὼν γῆς ἦλθ᾽ Ἀλέξανδρος μυχούς,
χρῆν μ᾽, ἡνίκ᾽ οὐκ ἦν θεοπόνητά μου λέχη,
λιποῦσαν οἴκους ναῦς ἔπ᾽ Ἀργείων μολεῖν.
955 ἔσπευδον αὐτὸ τοῦτο· μάρτυρες δέ μοι
πύργων πυλωροὶ κἀπὸ τειχέων σκοποί,
οἳ πολλάκις μ᾽ ἐφηῦρον ἐξ ἐπάλξεων
πλεκταῖσιν ἐς γῆν σῶμα κλέπτουσαν τόδε.
βίᾳ δ᾽ ὁ καινός μ᾽ οὗτος ἁρπάσας πόσις
960 Δηίφοβος ἄλοχον εἶχεν ἀκόντων Φρυγῶν.
πῶς οὖν ἔτ᾽ ἂν θνῄσκοιμ᾽ ἂν ἐνδίκως, πόσι,
πρὸς σοῦ δικαίως, ἣν ὃ μὲν βίᾳ γαμεῖ,
τὰ δ᾽ οἴκοθεν κεῖν᾽ ἀντὶ νικητηρίων
πικρῶς ἐδούλευσ᾽; εἰ δὲ τῶν θεῶν κρατεῖν
965 βούλῃ, τὸ χρῄζειν ἀμαθές ἐστί σοι τόδε.
ΧΟ. βασίλει᾽, ἄμυνον σοῖς τέκνοισι καὶ πάτρᾳ
πειθὼ διαφθείρουσα τῆσδ᾽, ἐπεὶ λέγει
καλῶς κακοῦργος οὖσα· δεινὸν οὖν τόδε.
***
ΕΛΕΝΗ
Τέτοιο προοίμιο εμπνέει, Μενέλαε, φόβο·
γιατί ήρθανε και μ᾽ άδραξαν κι εδώ έξω
με το στανιό οι ανθρώποι σου με βγάλαν.
Πως με μισείς, βέβαιη σχεδόν· μα θέλω
να σε ρωτήσω· οι γνώμες των Ελλήνων
900 για τη ζωή μου ποιές; και ποιά η δική σου;
ΜΕΝ. Συζήτηση πολλή δεν έγινε· όλος
ο στρατός σε παράδωσε σ᾽ εμένα,
να σε σκοτώσω· εμένα έχεις προσβάλει.
ΕΛΕ. Ε, ν᾽ απολογηθώ την άδεια δώσ᾽ μου
και θ᾽ αποδείξω πως ο θάνατός μου,
αν θα θανατωθώ, δε θα ᾽ναι δίκιος.
ΜΕΝ. Να σε σκοτώσω εδώ ᾽ρθα, όχι για λόγια.
ΕΚΑ. Μενέλαε, ας μιλήσει· μ᾽ ένα τέτοιο
παράπονο ας μην πάει, και δώσ᾽ μου εμένα
τον αντίλογο· τίποτα δεν ξέρεις
απ᾽ τις κακίες που ᾽καμε αυτή στην Τροία.
Όλ᾽ αν λογαριαστούν, θα γίνει αμέσως
910 φανερό πως αθώωση δε χωράει.
ΜΕΝ. Καιρός χαμένος, μα ας μιλήσει, αν θέλει·
να ξέρει μόνο πως την άδεια τούτη
τη δίνω για ν᾽ ακούσω τους δικούς σου
τους λόγους κι όχι για δικιά της χάρη.
ΕΛΕ. Στα επιχειρήματά μου, αφού εσύ μ᾽ έχεις
για εχθρό σου, κι αν σωστά κριθούν κι αν όχι,
καμιάν απάντηση ίσως να μη δώσεις.
Εγώ θ᾽ ανασκευάσω ένα προς ένα
όσα να πεις σ᾽ εμένα ενάντια θα είχες,
αν δεχόσουν συζήτηση μαζί μου.
Δείχνει την Εκάβη.
Των συμφορών νά η πρώτη αιτία: ετούτη
920 που γέννησε τον Πάρη· Τροία κι εμένα
μας χάλασε, μετά από τούτη, ο γέρος
που το μωρό δε σκότωσε, του ονείρου
το δαυλό, τον Αλέξαντρο μια μέρα.
Άκουσε τη συνέχεια τώρα· ο Πάρης
έκρινε τρεις θεές· η μια, η Παλλάδα,
του ᾽ταξε πως μ᾽ εκείνον αρχηγό τους
οι Φρύγες θα κυρίευαν την Ελλάδα·
η Ήρα πως, αν την προτιμούσε ο Πάρης,
θα τον έκανε ρήγα της Ασίας
και της Ευρώπης, όση εδώθε πέφτει·
η Κύπρη τού εξυμνούσε το κορμί μου
930 και θα του το ᾽δινε, έταζε, αν εκείνη
στου κάλλους τον αγώνα ερχόταν πρώτη.
Νά τώρα το αποτέλεσμα· τις άλλες
νικάει η Κύπρη, κι απ᾽ το γάμο μου είδε
αυτή καν την ωφέλεια η Ελλάδα:
δεν κάματε ρηγάδες τους βαρβάρους,
δε σας χτυπήσαν, δε σας πήραν δούλους.
Μα της Ελλάδας η ευτυχία, δική μου
καταστροφή· πουλήθηκα για να ᾽μαι
όμορφη, και στ᾽ ανάθεμα με στέλνουν,
που μου ᾽πρεπε στεφάνι στο κεφάλι.
Θα πεις δεν απαντώ στο κύριο θέμα:
γιατί κρυφά απ᾽ το σπίτι σου να φύγω.
940 Ήρθε αυτηνής ο γιος —πες τονε Πάρη
ή Αλέξαντρο, όπως θες— ο δαίμονάς μου
από μεγάλη θεά συνοδεμένος·
αυτόν εσύ —ντροπή σου— τον αφήνεις
στο σπίτι σου και φεύγεις για την Κρήτη.
Λοιπόν!
Τώρα ρωτώ, όχι εσένα, τον εαυτό μου
με ποιά βουλή ακολούθησα έναν ξένο
και σπίτι και πατρίδα παρατώντας.
Τιμώρησε τη θεά, πιο πάνω στάσου
κι από το Δία, που είν᾽ όλων ο δυνάστης,
950 μα μπρος της σκύβει· εμέ συμπάθησέ με.
Κάτι θα πεις που λογικό ίσως μοιάζει·
σαν πέθανε ο Αλέξαντρος, κι ο γάμος
ο θεόγραφτός μου λύθηκε, να φύγω
έπρεπ᾽ εγώ απ᾽ το σπίτι και στα πλοία
τ᾽ αργίτικα να ᾽ρθω· μα αυτό ίσα ίσα
να κάμω προσπαθούσα· μάρτυρές μου,
φρουροί των πύργων και των κάστρων βάρδιες,
που μ᾽ έπιασαν πολλές φορές, κρυφά
με σκοινιά να γλιστράω απ᾽ τα μπεντένια.
Κι ο Δηίφοβος, ο αφέντης μου ο καινούριος,
παρά τη γνώμη των Φρυγών μ᾽ αρπάζει
960 και με κρατάει με το στανιό δικιά του.
Με ποιό δίκιο λοιπόν θα με σκοτώσεις,
άντρα μου εσύ, αφού βλέπεις ότι ο ένας
με το στανιό γυναίκα του με κάνει,
κι όσο για τ᾽ άλλα, αντίς βραβείο της νίκης
πικρή σκλαβιά με βρήκε; Αν πάλι θέλεις
με τους θεούς κανένας να τα βάζει,
αυτή η αξίωση μοιάζει ανόητη κάπως.
ΚΟΡ. Βασίλισσα, υπεράσπισε τη χώρα
και τα παιδιά σου· οι λόγοι της μαγεύουν
και πείθουν· γκρέμισέ τους· η κακούργα
είν᾽ εύγλωττη, κι αυτό ειναι να το τρέμεις.
ΕΛΕΝΗ
Τέτοιο προοίμιο εμπνέει, Μενέλαε, φόβο·
γιατί ήρθανε και μ᾽ άδραξαν κι εδώ έξω
με το στανιό οι ανθρώποι σου με βγάλαν.
Πως με μισείς, βέβαιη σχεδόν· μα θέλω
να σε ρωτήσω· οι γνώμες των Ελλήνων
900 για τη ζωή μου ποιές; και ποιά η δική σου;
ΜΕΝ. Συζήτηση πολλή δεν έγινε· όλος
ο στρατός σε παράδωσε σ᾽ εμένα,
να σε σκοτώσω· εμένα έχεις προσβάλει.
ΕΛΕ. Ε, ν᾽ απολογηθώ την άδεια δώσ᾽ μου
και θ᾽ αποδείξω πως ο θάνατός μου,
αν θα θανατωθώ, δε θα ᾽ναι δίκιος.
ΜΕΝ. Να σε σκοτώσω εδώ ᾽ρθα, όχι για λόγια.
ΕΚΑ. Μενέλαε, ας μιλήσει· μ᾽ ένα τέτοιο
παράπονο ας μην πάει, και δώσ᾽ μου εμένα
τον αντίλογο· τίποτα δεν ξέρεις
απ᾽ τις κακίες που ᾽καμε αυτή στην Τροία.
Όλ᾽ αν λογαριαστούν, θα γίνει αμέσως
910 φανερό πως αθώωση δε χωράει.
ΜΕΝ. Καιρός χαμένος, μα ας μιλήσει, αν θέλει·
να ξέρει μόνο πως την άδεια τούτη
τη δίνω για ν᾽ ακούσω τους δικούς σου
τους λόγους κι όχι για δικιά της χάρη.
ΕΛΕ. Στα επιχειρήματά μου, αφού εσύ μ᾽ έχεις
για εχθρό σου, κι αν σωστά κριθούν κι αν όχι,
καμιάν απάντηση ίσως να μη δώσεις.
Εγώ θ᾽ ανασκευάσω ένα προς ένα
όσα να πεις σ᾽ εμένα ενάντια θα είχες,
αν δεχόσουν συζήτηση μαζί μου.
Δείχνει την Εκάβη.
Των συμφορών νά η πρώτη αιτία: ετούτη
920 που γέννησε τον Πάρη· Τροία κι εμένα
μας χάλασε, μετά από τούτη, ο γέρος
που το μωρό δε σκότωσε, του ονείρου
το δαυλό, τον Αλέξαντρο μια μέρα.
Άκουσε τη συνέχεια τώρα· ο Πάρης
έκρινε τρεις θεές· η μια, η Παλλάδα,
του ᾽ταξε πως μ᾽ εκείνον αρχηγό τους
οι Φρύγες θα κυρίευαν την Ελλάδα·
η Ήρα πως, αν την προτιμούσε ο Πάρης,
θα τον έκανε ρήγα της Ασίας
και της Ευρώπης, όση εδώθε πέφτει·
η Κύπρη τού εξυμνούσε το κορμί μου
930 και θα του το ᾽δινε, έταζε, αν εκείνη
στου κάλλους τον αγώνα ερχόταν πρώτη.
Νά τώρα το αποτέλεσμα· τις άλλες
νικάει η Κύπρη, κι απ᾽ το γάμο μου είδε
αυτή καν την ωφέλεια η Ελλάδα:
δεν κάματε ρηγάδες τους βαρβάρους,
δε σας χτυπήσαν, δε σας πήραν δούλους.
Μα της Ελλάδας η ευτυχία, δική μου
καταστροφή· πουλήθηκα για να ᾽μαι
όμορφη, και στ᾽ ανάθεμα με στέλνουν,
που μου ᾽πρεπε στεφάνι στο κεφάλι.
Θα πεις δεν απαντώ στο κύριο θέμα:
γιατί κρυφά απ᾽ το σπίτι σου να φύγω.
940 Ήρθε αυτηνής ο γιος —πες τονε Πάρη
ή Αλέξαντρο, όπως θες— ο δαίμονάς μου
από μεγάλη θεά συνοδεμένος·
αυτόν εσύ —ντροπή σου— τον αφήνεις
στο σπίτι σου και φεύγεις για την Κρήτη.
Λοιπόν!
Τώρα ρωτώ, όχι εσένα, τον εαυτό μου
με ποιά βουλή ακολούθησα έναν ξένο
και σπίτι και πατρίδα παρατώντας.
Τιμώρησε τη θεά, πιο πάνω στάσου
κι από το Δία, που είν᾽ όλων ο δυνάστης,
950 μα μπρος της σκύβει· εμέ συμπάθησέ με.
Κάτι θα πεις που λογικό ίσως μοιάζει·
σαν πέθανε ο Αλέξαντρος, κι ο γάμος
ο θεόγραφτός μου λύθηκε, να φύγω
έπρεπ᾽ εγώ απ᾽ το σπίτι και στα πλοία
τ᾽ αργίτικα να ᾽ρθω· μα αυτό ίσα ίσα
να κάμω προσπαθούσα· μάρτυρές μου,
φρουροί των πύργων και των κάστρων βάρδιες,
που μ᾽ έπιασαν πολλές φορές, κρυφά
με σκοινιά να γλιστράω απ᾽ τα μπεντένια.
Κι ο Δηίφοβος, ο αφέντης μου ο καινούριος,
παρά τη γνώμη των Φρυγών μ᾽ αρπάζει
960 και με κρατάει με το στανιό δικιά του.
Με ποιό δίκιο λοιπόν θα με σκοτώσεις,
άντρα μου εσύ, αφού βλέπεις ότι ο ένας
με το στανιό γυναίκα του με κάνει,
κι όσο για τ᾽ άλλα, αντίς βραβείο της νίκης
πικρή σκλαβιά με βρήκε; Αν πάλι θέλεις
με τους θεούς κανένας να τα βάζει,
αυτή η αξίωση μοιάζει ανόητη κάπως.
ΚΟΡ. Βασίλισσα, υπεράσπισε τη χώρα
και τα παιδιά σου· οι λόγοι της μαγεύουν
και πείθουν· γκρέμισέ τους· η κακούργα
είν᾽ εύγλωττη, κι αυτό ειναι να το τρέμεις.