πρέσβεις, σταθμᾶσθαι, τὸν βοτῆρ᾽ ὁρᾶν δοκῶ,
ὅνπερ πάλαι ζητοῦμεν. ἔν τε γὰρ μακρῷ
γήρᾳ ξυνᾴδει τῷδε τἀνδρὶ σύμμετρος,
ἄλλως τε τοὺς ἄγοντας ὥσπερ οἰκέτας
1115 ἔγνωκ᾽ ἐμαυτοῦ· τῇ δ᾽ ἐπιστήμῃ σύ μου
προύχοις τάχ᾽ ἄν που, τὸν βοτῆρ᾽ ἰδὼν πάρος.
ΧΟ. ἔγνωκα γάρ, σάφ᾽ ἴσθι· Λαΐου γὰρ ἦν
εἴπερ τις ἄλλος πιστὸς ὡς νομεὺς ἀνήρ.
ΟΙ. σὲ πρῶτ᾽ ἐρωτῶ, τὸν Κορίνθιον ξένον,
1120 ἦ τόνδε φράζεις; ΑΓ. τοῦτον, ὅνπερ εἰσορᾷς.
ΟΙ. οὗτος σύ, πρέσβυ, δεῦρό μοι φώνει βλέπων
ὅσ᾽ ἄν σ᾽ ἐρωτῶ. Λαΐου ποτ᾽ ἦσθα σύ;
ΘΕΡΑΠΩΝ
ἦ, δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ᾽ οἴκοι τραφείς.
ΟΙ. ἔργον μεριμνῶν ποῖον ἢ βίον τίνα;
1125 ΘΕ. ποίμναις τὰ πλεῖστα τοῦ βίου συνειπόμην.
ΟΙ. χώροις μάλιστα πρὸς τίσι ξύναυλος ὤν;
ΘΕ. ἦν μὲν Κιθαιρών, ἦν δὲ πρόσχωρος τόπος.
ΟΙ. τὸν ἄνδρα τόνδ᾽ οὖν οἶσθα τῇδέ που μαθών,
ΘΕ. τί χρῆμα δρῶντα; ποῖον ἄνδρα καὶ λέγεις;
1130 ΟΙ. τόνδ᾽ ὃς πάρεστιν· ἢ ξυναλλάξας τί που;
ΘΕ. οὐχ ὥστε γ᾽ εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ἄπο.
ΑΓ. κοὐδέν γε θαῦμα, δέσποτ᾽. ἀλλ᾽ ἐγὼ σαφῶς
ἀγνῶτ᾽ ἀναμνήσω νιν. εὖ γὰρ οἶδ᾽ ὅτι
κάτοιδεν ἦμος τὸν Κιθαιρῶνος τόπον
1135 ὃ μὲν διπλοῖσι ποιμνίοις, ἐγὼ δ᾽ ἑνὶ
ἐπλησίαζον τῷδε τἀνδρὶ τρεῖς ὅλους
ἐξ ἦρος εἰς ἀρκτοῦρον ἑκμήνους χρόνους·
χειμῶνα δ᾽ ἤδη τἀμά τ᾽ εἰς ἔπαυλ᾽ ἐγὼ
ἤλαυνον οὗτός τ᾽ ἐς τὰ Λαΐου σταθμά.
1140 λέγω τι τούτων, ἢ οὐ λέγω πεπραγμένον;
ΘΕ. λέγεις ἀληθῆ, καίπερ ἐκ μακροῦ χρόνου.
ΑΓ. φέρ᾽ εἰπὲ νῦν, τότ᾽ οἶσθα παῖδά μοί τινα
δούς, ὡς ἐμαυτῷ θρέμμα θρεψαίμην ἐγώ;
ΘΕ. τί δ᾽ ἔστι; πρὸς τί τοῦτο τοὔπος ἱστορεῖς;
1145 ΑΓ. ὅδ᾽ ἐστίν, ὦ τᾶν, κεῖνος ὃς τότ᾽ ἦν νέος.
ΘΕ. οὐκ εἰς ὄλεθρον; οὐ σιωπήσας ἔσῃ;
***
1110 ΟΙΔ. Γέροντες, αν μπορώ ζυγιάζονταςνα ξεχωρίσω κάποιον
που δεν αντάμωσα ποτέ,
θαρρώ πως βλέπω το βοσκό
που με τις ώρες ψάχναμε να βρούμε.
Συνηγορούν τα βαθιά γηρατειά του
κι οι δούλοι που τον συνοδεύουν.
Τους γνώρισα· είναι δικοί μου.
Εσύ που θα τον είδες και παλιότερα
θα βεβαιώσεις τις δικές μου υποθέσεις.
ΧΟΡ. Τον ξέρω καλά· τον αναγνώρισα·
ήταν ο πιο πιστός βοσκός του Λάιου.
ΟΙΔ. Εσένα πρώτα ρωτάω· τον Κορίνθιο.
Γι᾽ αυτόν μιλούσες;
1120 ΑΓΓ. Γι᾽ αυτόν που βλέπεις.
ΟΙΔ. Πλησίασε γέρο και κοίτα με κατάματα
και ν᾽ απαντάς, όταν ρωτάω.
Ήσουν ποτέ στο Λάιο;
ΘΕΡΑΠΩΝ
Ναι. Δούλος· μα δε μ᾽ αγόρασαν·
γεννήθηκα στο σπίτι· ψυχογιός.
ΟΙΔ. Και ποιές δουλειές σου φόρτωναν;
Πώς ζούσες;
ΘΕΡ. Πέρασα τη ζωή μου στα κοπάδια.
ΟΙΔ. Και πού συνήθως έστηνες μαντρί;
ΘΕΡ. Στον Κιθαιρώνα και στα γύρω μέρη.
ΟΙΔ. Αντάμωσες ποτές αυτό τον άνθρωπο;
Τον φέρνεις με το νου σου;
ΘΕΡ. Να κάνει τί; Ποιόν άνθρωπο μου λες;
1130 ΟΙΔ. Αυτόν εδώ· τον συνάντησες ποτέ;
ΘΕΡ. Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω
είναι πως δε θυμάμαι.
ΑΓΓ. Αφέντη μου, παράξενο δεν είναι·
αφού το ξέχασε,
τη μνήμη του λιγάκι θα τσιγκλήσω.
Ξέρω καλά πως δε λησμόνησε
πως κάποτε στον Κιθαιρώνα,
αυτός με δυο κοπάδια
και μ᾽ ένα εγώ,
απανωτούς τρεις χρόνους ανταμώναμε.
Από την άνοιξη μέχρι τα πρωτοβρόχια·
γεμάτους έξι μήνες.
Μόλις χειμώνας πλάκωνε,
εγώ ροβόλαγα στα χειμαδιά μου
1140 κι αυτός στις στάνες του Λάιου.
ΘΕΡ. Λες την αλήθεια· μα πέρασε πολύς καιρός.
ΑΓΓ. Για πες μου τώρα· θυμάσαι
ότι μου᾽ δωσες ένα μωρό
να τ᾽ αναθρέψω σπίτι μου;
ΘΕΡ. Τί λες τώρα; Προς τί
ξεθάβεις τέτοιες ιστορίες;
ΑΓΓ. Αυτός εδώ, παλιέ μου φίλε,
ήταν εκείνο το μωρό.
ΘΕΡ. Δεν πας να χαθείς;
Και δε θα το βουλώσεις;