ΜΕ. οὐ κλῶπές ἐσμεν οὐδ᾽ ὑπηρέται κακῶν.
ΕΛ. καὶ μὴν στολήν γ᾽ ἄμορφον ἀμφὶ σῶμ᾽ ἔχεις.
555 ΜΕ. στῆσον, φόβον μεθεῖσα, λαιψηρὸν πόδα.
ΕΛ. ἵστημ᾽, ἐπεί γε τοῦδ᾽ ἐφάπτομαι τάφου.
ΜΕ. τίς εἶ; τίν᾽ ὄψιν σήν, γύναι, προσδέρκομαι;
ΕΛ. σὺ δ᾽ εἶ τίς; αὑτὸς γὰρ σὲ κἄμ᾽ ἔχει λόγος.
ΜΕ. οὐπώποτ᾽ εἶδον προσφερέστερον δέμας.
560 ΕΛ. ὦ θεοί· θεὸς γὰρ καὶ τὸ γιγνώσκειν φίλους.
‹ΜΕ. Ἑλληνὶς εἶ τις ἢ ᾽πιχωρία γυνή;›
ΕΛ. Ἑλληνίς· ἀλλὰ καὶ τὸ σὸν θέλω μαθεῖν.
ΜΕ. Ἑλένηι σ᾽ ὁμοίαν δὴ μάλιστ᾽ εἶδον, γύναι.
ΕΛ. ἐγὼ δὲ Μενέλεώι γε σ᾽· οὐδ᾽ ἔχω τί φῶ.
565 ΜΕ. ἔγνως ἄρ᾽ ὀρθῶς ἄνδρα δυστυχέστατον.
ΕΛ. ὦ χρόνιος ἐλθὼν σῆς δάμαρτος ἐς χέρας.
ΜΕ. ποίας δάμαρτος; μὴ θίγηις ἐμῶν πέπλων.
ΕΛ. ἥν σοι δίδωσι Τυνδάρεως, ἐμὸς πατήρ.
ΜΕ. ὦ φωσφόρ᾽ Ἑκάτη, πέμπε φάσματ᾽ εὐμενῆ.
570 ΕΛ. οὐ νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας μ᾽ ὁρᾶις.
ΜΕ. οὐ μὴν γυναικῶν γ᾽ εἷς δυοῖν ἔφυν πόσις.
ΕΛ. ποίων δὲ λέκτρων δεσπότης ἄλλων ἔφυς;
ΜΕ. ἣν ἄντρα κεύθει κἀκ Φρυγῶν κομίζομαι.
ΕΛ. οὐκ ἔστιν ἄλλη σή τις ἀντ᾽ ἐμοῦ γυνή.
575 ΜΕ. οὔ που φρονῶ μὲν εὖ, τὸ δ᾽ ὄμμα μου νοσεῖ;
ΕΛ. οὐ γάρ με λεύσσων σὴν δάμαρθ᾽ ὁρᾶν δοκεῖς;
ΜΕ. τὸ σῶμ᾽ ὅμοιον, τὸ δὲ σαφές γ᾽ ἀποστατεῖ.
ΕΛ. σκέψαι· τί σοι δεῖ πίστεως σαφεστέρας;
ΜΕ. ἔοικας· οὔτοι τοῦτό γ᾽ ἐξαρνήσομαι.
580 ΕΛ. τίς οὖν διδάξει σ᾽ ἄλλος ἢ τὰ σ᾽ ὄμματα;
ΜΕ. ἐκεῖ νοσοῦμεν, ὅτι δάμαρτ᾽ ἄλλην ἔχω.
ΕΛ. οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωιάδ᾽, ἀλλ᾽ εἴδωλον ἦν.
ΜΕ. καὶ τίς βλέποντα σώματ᾽ ἐξεργάζεται;
ΕΛ. αἰθήρ, ὅθεν σὺ θεοπόνητ᾽ ἔχεις λέχη.
585 ΜΕ. τίνος πλάσαντος θεῶν; ἄελπτα γὰρ λέγεις.
ΕΛ. Ἥρας, διάλλαγμ᾽, ὡς Πάρις με μὴ λάβοι.
ΜΕ. πῶς οὖν; ἅμ᾽ ἐνθάδ᾽ ἦσθ᾽ ‹ἄρ᾽› ἐν Τροίαι θ᾽ ἅμα;
ΕΛ. τοὔνομα γένοιτ᾽ ἂν πολλαχοῦ, τὸ σῶμα δ᾽ οὔ.
ΜΕ. μέθες με· λύπης ἅλις ἔχων ἐλήλυθα.
590 ΕΛ. λείψεις γὰρ ἡμᾶς, τὰ δὲ κέν᾽ ἐξάξεις λέχη;
ΜΕ. καὶ χαῖρέ γ᾽, Ἑλένηι προσφερὴς ὁθούνεκ᾽ εἶ.
ΕΛ. ἀπωλόμην· λαβοῦσά σ᾽ οὐχ ἕξω πόσιν.
ΜΕ. τοὐκεῖ με μέγεθος τῶν κακῶν πείθει, σὺ δ᾽ οὔ.
ΕΛ. οἲ ᾽γώ· τίς ἡμῶν ἐγένετ᾽ ἀθλιωτέρα;
595 οἱ φίλτατοι λείπουσί μ᾽ οὐδ᾽ ἀφίξομαι
Ἕλληνας οὐδὲ πατρίδα τὴν ἐμήν ποτε.
***
ΜΕΝ. Δεν βοηθάω κακούς ούτε είμαι κλέφτης.
ΕΛΕ. Όμως η φορεσιά σου έτσι σε δείχνει.
ΜΕΝ. Στάσου, μην τρέχεις πια και μην τρομάζεις.
ΕΛΕ. Στέκομαι, γιατί αγγίζω αυτό το μέρος.
ΜΕΝ. Ποιά είσαι; Ποιά γυναίκα βλέπω μπρος μου;
ΕΛΕ. Ρωτώ κι εγώ το ίδιο. Εσύ ποιός είσαι;
ΜΕΝ. Τόσο πολύ να μοιάζει άλλη δεν είδα.
560 ΕΛΕ. Θεοί! Θεϊκό ᾽ναι να βρεις τους δικούς σου.
ΜΕΝ. Είσαι Ελληνίδα ή ντόπια από εδώ γύρω;
ΕΛΕ. Ελληνίδα· εσύ ποιός είσαι; Πες μου.
ΜΕΝ. Όμοια, απαράλλαχτη με την Ελένη!
ΕΛΕ. Κι εσύ με τον Μενέλαο, τα ᾽χω χάσει.
ΜΕΝ. Σωστά τον δύστυχο μ᾽ έχεις γνωρίσει.
ΕΛΕ. Μετά από χρόνια στη γυναίκα σου ήρθες.
ΜΕΝ. Γυναίκα μου; Σταμάτα, μη μ᾽ αγγίζεις.
ΕΛΕ. Που σου ᾽δωσε ο Τυνδάρεως, ο γονιός μου.
ΜΕΝ. Φαντάσματα αγαθά στείλε μου, Εκάτη.
570 ΕΛΕ. Συντρόφισσα δεν είμαι της Εκάτης.
ΜΕΝ. Κι εγώ δεν έχω πάρει δυο γυναίκες.
ΕΛΕ. Ποιάς άλλης είσαι ομόκλινος κι αφέντης;
ΜΕΝ. Αυτής μες στη σπηλιά που ήρθε απ᾽ την Τροία.
ΕΛΕ. Εμένα μοναχά γυναίκα σου έχεις.
ΜΕΝ. Σωστά δεν βλέπω ή σάλεψεν ο νους μου;
ΕΛΕ. Κοιτώντας με για την Ελένη δεν με παίρνεις;
ΜΕΝ. Μοιάζετε στη θωριά, μα ολότελα όχι.
ΕΛΕ. Δεν με γνωρίζεις; Σκέψου, τί άλλο λείπει;
ΜΕΝ. Της μοιάζεις· τούτο βέβαια δεν τ᾽ αρνιέμαι.
580 ΕΛΕ. Τα μάτια σου θα σου το φανερώσουν.
ΜΕΝ. Μα έχω άλλη γυναίκα, εδώ χαλάει.
ΕΛΕ. Στην Τροία πήγε μόνο το είδωλό μου.
ΜΕΝ. Ίσκιους που δείχνουν ζωντανοί ποιός φτιάχνει ;
ΕΛΕ. Ο αιθέρας, που το ταίρι σου έχει πλάσει.
ΜΕΝ. Απίστευτα όσα λες· θεός ο πλάστης;
ΕΛΕ. Έργο της Ήρας, να μ᾽ έχει ο Πάρης.
ΜΕΝ. Μα σύγκαιρα στην Τροία κι εδώ πώς ήσουν;
ΕΛΕ. Τ᾽ όνομα ολούθε πάει, όχι το σώμα.
ΜΕΝ. Άσε με, με περίσσιους ήρθα πόνους.
590 ΕΛΕ. Μ᾽ αφήνεις, για να φύγεις μ᾽ έναν ίσκιο;
ΜΕΝ. Να χαίρεσαι που μοιάζεις στην Ελένη.
ΕΛΕ. Άα! μόλις βρήκα τον άντρα μου, τον χάνω.
ΜΕΝ. Της Τροίας τους μόχθους, όχι εσέ, πιστεύω.
ΕΛΕ. Αχ! πιότερο από με δυστυχισμένη
δεν βρίσκεται· μ᾽ αφήνουν οι δικοί μου
κι ούτε στους Έλληνες θα πάω και στην Ελλάδα.
(Έρχεται ο πρώτος αγγελιαφόρος.)
ΕΛ. καὶ μὴν στολήν γ᾽ ἄμορφον ἀμφὶ σῶμ᾽ ἔχεις.
555 ΜΕ. στῆσον, φόβον μεθεῖσα, λαιψηρὸν πόδα.
ΕΛ. ἵστημ᾽, ἐπεί γε τοῦδ᾽ ἐφάπτομαι τάφου.
ΜΕ. τίς εἶ; τίν᾽ ὄψιν σήν, γύναι, προσδέρκομαι;
ΕΛ. σὺ δ᾽ εἶ τίς; αὑτὸς γὰρ σὲ κἄμ᾽ ἔχει λόγος.
ΜΕ. οὐπώποτ᾽ εἶδον προσφερέστερον δέμας.
560 ΕΛ. ὦ θεοί· θεὸς γὰρ καὶ τὸ γιγνώσκειν φίλους.
‹ΜΕ. Ἑλληνὶς εἶ τις ἢ ᾽πιχωρία γυνή;›
ΕΛ. Ἑλληνίς· ἀλλὰ καὶ τὸ σὸν θέλω μαθεῖν.
ΜΕ. Ἑλένηι σ᾽ ὁμοίαν δὴ μάλιστ᾽ εἶδον, γύναι.
ΕΛ. ἐγὼ δὲ Μενέλεώι γε σ᾽· οὐδ᾽ ἔχω τί φῶ.
565 ΜΕ. ἔγνως ἄρ᾽ ὀρθῶς ἄνδρα δυστυχέστατον.
ΕΛ. ὦ χρόνιος ἐλθὼν σῆς δάμαρτος ἐς χέρας.
ΜΕ. ποίας δάμαρτος; μὴ θίγηις ἐμῶν πέπλων.
ΕΛ. ἥν σοι δίδωσι Τυνδάρεως, ἐμὸς πατήρ.
ΜΕ. ὦ φωσφόρ᾽ Ἑκάτη, πέμπε φάσματ᾽ εὐμενῆ.
570 ΕΛ. οὐ νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας μ᾽ ὁρᾶις.
ΜΕ. οὐ μὴν γυναικῶν γ᾽ εἷς δυοῖν ἔφυν πόσις.
ΕΛ. ποίων δὲ λέκτρων δεσπότης ἄλλων ἔφυς;
ΜΕ. ἣν ἄντρα κεύθει κἀκ Φρυγῶν κομίζομαι.
ΕΛ. οὐκ ἔστιν ἄλλη σή τις ἀντ᾽ ἐμοῦ γυνή.
575 ΜΕ. οὔ που φρονῶ μὲν εὖ, τὸ δ᾽ ὄμμα μου νοσεῖ;
ΕΛ. οὐ γάρ με λεύσσων σὴν δάμαρθ᾽ ὁρᾶν δοκεῖς;
ΜΕ. τὸ σῶμ᾽ ὅμοιον, τὸ δὲ σαφές γ᾽ ἀποστατεῖ.
ΕΛ. σκέψαι· τί σοι δεῖ πίστεως σαφεστέρας;
ΜΕ. ἔοικας· οὔτοι τοῦτό γ᾽ ἐξαρνήσομαι.
580 ΕΛ. τίς οὖν διδάξει σ᾽ ἄλλος ἢ τὰ σ᾽ ὄμματα;
ΜΕ. ἐκεῖ νοσοῦμεν, ὅτι δάμαρτ᾽ ἄλλην ἔχω.
ΕΛ. οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωιάδ᾽, ἀλλ᾽ εἴδωλον ἦν.
ΜΕ. καὶ τίς βλέποντα σώματ᾽ ἐξεργάζεται;
ΕΛ. αἰθήρ, ὅθεν σὺ θεοπόνητ᾽ ἔχεις λέχη.
585 ΜΕ. τίνος πλάσαντος θεῶν; ἄελπτα γὰρ λέγεις.
ΕΛ. Ἥρας, διάλλαγμ᾽, ὡς Πάρις με μὴ λάβοι.
ΜΕ. πῶς οὖν; ἅμ᾽ ἐνθάδ᾽ ἦσθ᾽ ‹ἄρ᾽› ἐν Τροίαι θ᾽ ἅμα;
ΕΛ. τοὔνομα γένοιτ᾽ ἂν πολλαχοῦ, τὸ σῶμα δ᾽ οὔ.
ΜΕ. μέθες με· λύπης ἅλις ἔχων ἐλήλυθα.
590 ΕΛ. λείψεις γὰρ ἡμᾶς, τὰ δὲ κέν᾽ ἐξάξεις λέχη;
ΜΕ. καὶ χαῖρέ γ᾽, Ἑλένηι προσφερὴς ὁθούνεκ᾽ εἶ.
ΕΛ. ἀπωλόμην· λαβοῦσά σ᾽ οὐχ ἕξω πόσιν.
ΜΕ. τοὐκεῖ με μέγεθος τῶν κακῶν πείθει, σὺ δ᾽ οὔ.
ΕΛ. οἲ ᾽γώ· τίς ἡμῶν ἐγένετ᾽ ἀθλιωτέρα;
595 οἱ φίλτατοι λείπουσί μ᾽ οὐδ᾽ ἀφίξομαι
Ἕλληνας οὐδὲ πατρίδα τὴν ἐμήν ποτε.
***
ΜΕΝ. Δεν βοηθάω κακούς ούτε είμαι κλέφτης.
ΕΛΕ. Όμως η φορεσιά σου έτσι σε δείχνει.
ΜΕΝ. Στάσου, μην τρέχεις πια και μην τρομάζεις.
ΕΛΕ. Στέκομαι, γιατί αγγίζω αυτό το μέρος.
ΜΕΝ. Ποιά είσαι; Ποιά γυναίκα βλέπω μπρος μου;
ΕΛΕ. Ρωτώ κι εγώ το ίδιο. Εσύ ποιός είσαι;
ΜΕΝ. Τόσο πολύ να μοιάζει άλλη δεν είδα.
560 ΕΛΕ. Θεοί! Θεϊκό ᾽ναι να βρεις τους δικούς σου.
ΜΕΝ. Είσαι Ελληνίδα ή ντόπια από εδώ γύρω;
ΕΛΕ. Ελληνίδα· εσύ ποιός είσαι; Πες μου.
ΜΕΝ. Όμοια, απαράλλαχτη με την Ελένη!
ΕΛΕ. Κι εσύ με τον Μενέλαο, τα ᾽χω χάσει.
ΜΕΝ. Σωστά τον δύστυχο μ᾽ έχεις γνωρίσει.
ΕΛΕ. Μετά από χρόνια στη γυναίκα σου ήρθες.
ΜΕΝ. Γυναίκα μου; Σταμάτα, μη μ᾽ αγγίζεις.
ΕΛΕ. Που σου ᾽δωσε ο Τυνδάρεως, ο γονιός μου.
ΜΕΝ. Φαντάσματα αγαθά στείλε μου, Εκάτη.
570 ΕΛΕ. Συντρόφισσα δεν είμαι της Εκάτης.
ΜΕΝ. Κι εγώ δεν έχω πάρει δυο γυναίκες.
ΕΛΕ. Ποιάς άλλης είσαι ομόκλινος κι αφέντης;
ΜΕΝ. Αυτής μες στη σπηλιά που ήρθε απ᾽ την Τροία.
ΕΛΕ. Εμένα μοναχά γυναίκα σου έχεις.
ΜΕΝ. Σωστά δεν βλέπω ή σάλεψεν ο νους μου;
ΕΛΕ. Κοιτώντας με για την Ελένη δεν με παίρνεις;
ΜΕΝ. Μοιάζετε στη θωριά, μα ολότελα όχι.
ΕΛΕ. Δεν με γνωρίζεις; Σκέψου, τί άλλο λείπει;
ΜΕΝ. Της μοιάζεις· τούτο βέβαια δεν τ᾽ αρνιέμαι.
580 ΕΛΕ. Τα μάτια σου θα σου το φανερώσουν.
ΜΕΝ. Μα έχω άλλη γυναίκα, εδώ χαλάει.
ΕΛΕ. Στην Τροία πήγε μόνο το είδωλό μου.
ΜΕΝ. Ίσκιους που δείχνουν ζωντανοί ποιός φτιάχνει ;
ΕΛΕ. Ο αιθέρας, που το ταίρι σου έχει πλάσει.
ΜΕΝ. Απίστευτα όσα λες· θεός ο πλάστης;
ΕΛΕ. Έργο της Ήρας, να μ᾽ έχει ο Πάρης.
ΜΕΝ. Μα σύγκαιρα στην Τροία κι εδώ πώς ήσουν;
ΕΛΕ. Τ᾽ όνομα ολούθε πάει, όχι το σώμα.
ΜΕΝ. Άσε με, με περίσσιους ήρθα πόνους.
590 ΕΛΕ. Μ᾽ αφήνεις, για να φύγεις μ᾽ έναν ίσκιο;
ΜΕΝ. Να χαίρεσαι που μοιάζεις στην Ελένη.
ΕΛΕ. Άα! μόλις βρήκα τον άντρα μου, τον χάνω.
ΜΕΝ. Της Τροίας τους μόχθους, όχι εσέ, πιστεύω.
ΕΛΕ. Αχ! πιότερο από με δυστυχισμένη
δεν βρίσκεται· μ᾽ αφήνουν οι δικοί μου
κι ούτε στους Έλληνες θα πάω και στην Ελλάδα.
(Έρχεται ο πρώτος αγγελιαφόρος.)