Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - Φίλιππος (78-82)

[78] Ὧν ἐνθυμούμενον χρὴ μὴ περιορᾶν τοιαύτην φήμην σαυτῷ περιφυομένην, ἣν οἱ μὲν ἐχθροὶ περιθεῖναί σοι ζητοῦσι, τῶν δὲ φίλων οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἂν ἀντειπεῖν ὑπὲρ σοῦ τολμήσειεν. Καίτοι περὶ τῶν σοὶ συμφερόντων ἐν ταῖς τούτων ἀμφοτέρων γνώμαις μάλιστ᾽ ἂν κατίδοις τὴν ἀλήθειαν.

[79] Ἴσως οὖν ὑπολαμβάνεις μικροψυχίαν εἶναι τὸ τῶν βλασφημούντων καὶ φλυαρούντων καὶ τῶν πειθομένων τούτοις φροντίζειν, ἄλλως θ᾽ ὅταν καὶ μηδὲν σαυτῷ συνειδῇς ἐξαμαρτάνων. Χρὴ δὲ μὴ καταφρονεῖν τοῦ πλήθους, μηδὲ παρὰ μικρὸν ἡγεῖσθαι τὸ παρὰ πᾶσιν εὐδοκιμεῖν, ἀλλὰ τότε νομίζειν καλὴν ἔχειν καὶ μεγάλην τὴν δόξαν καὶ πρέπουσαν σοὶ καὶ τοῖς σοῖς προγόνοις καὶ τοῖς ὑφ᾽ ὑμῶν πεπραγμένοις,

[80] ὅταν οὕτω διαθῇς τοὺς Ἕλληνας ὥσπερ ὁρᾷς Λακεδαιμονίους τε πρὸς τοὺς αὑτῶν βασιλέας ἔχοντας τούς θ᾽ ἑταίρους τοὺς σοὺς πρὸς σὲ διακειμένους. Ἔστιν δ᾽ οὐ χάλεπον τυχεῖν τούτων, ἢν ἐθελήσῃς κοινὸς ἅπασιν γενέσθαι καὶ παύσῃ ταῖς μὲν τῶν πόλεων οἰκείως ἔχων, πρὸς δὲ τὰς ἀλλοτρίως διακείμενος, ἔτι δ᾽ ἢν τὰ τοιαῦτα προαιρῇ πράττειν ἐξ ὧν τοῖς μὲν Ἕλλησιν ἔσει πιστὸς, τοῖς δὲ βαρβάροις φοβερός.

[81] Καὶ μὴ θαυμάσῃς, ἅπερ ἐπέστειλα καὶ πρὸς Διονύσιον τὴν τυραννίδα κτησάμενον, εἰ μήτε στρατηγὸς ὢν μήτε ῥήτωρ μήτ᾽ ἄλλως δυνάστης θρασύτερόν σοι διείλεγμαι τῶν ἄλλων. Ἐγὼ γὰρ πρὸς μὲν τὸ πολιτεύεσθαι πάντων ἀφυέστατος ἐγενόμην τῶν πολιτῶν· οὔτε γὰρ φωνὴν ἔσχον ἱκανὴν οὔτε τόλμαν δυναμένην ὄχλῳ χρῆσθαι καὶ μολύνεσθαι καὶ λοιδορεῖσθαι τοῖς ἐπὶ τοῦ βήματος καλινδουμένοις·

[82] τοῦ δὲ φρονεῖν εὖ καὶ πεπαιδεῦσθαι καλῶς, εἰ καί τις ἀγροικότερον εἶναι φήσει τὸ ῥηθὲν, ἀμφισβητῶ καὶ θείην ἂν ἐμαυτὸν οὐκ ἐν τοῖς ἀπολελειμμένοις ἀλλ᾽ ἐν τοῖς προέχουσι τῶν ἄλλων. Διόπερ ἐπιχειρῶ συμβουλεύειν τὸν τρόπον τοῦτον, ὃν ἐγὼ πέφυκα καὶ δύναμαι, καὶ τῇ πόλει καὶ τοῖς Ἕλλησιν καὶ τῶν ἀνδρῶν τοῖς ἐνδοξοτάτοις.

***
[78] Αυτά πρέπει να έχεις στον νου σου και να μην αδιαφορείς, όταν κυκλοφορούν τέτοιες φήμες γύρω σου. Μέσα σε αυτές θέλουν οι εχθροί σου να σε ρίξουν, ενώ οι φίλοι σου έχουν όλη την προθυμία να αντιταχτούν και να τις αντικρούσουν. Και όμως, αν θέλεις το συμφέρο σου, από τις γνώμες και των δυο θα ήταν δυνατό να βγάλεις την αλήθεια.

[79] Ίσως βέβαια και να πεις πως είναι μικροπρέπεια να λογαριάζεις αυτούς που φλυαρούν ανόητα και σε συκοφαντούν και αυτούς που τους ακούν, προπάντων όταν ξέρεις πως τίποτα το κακό δεν έχεις διαπράξει. Και όμως, είναι ανάγκη να μην καταφρονείς ποτέ το πλήθος και ούτε να παραβλέπεις τη γενική εκτίμηση. Αντίθετα, τότε να είσαι σίγουρος ότι απόχτησες φήμη καλή, σπουδαία και αντάξια σε σένα, στους προγόνους, και στις λαμπρές σου πράξεις,

[80] όταν θα έχεις καταφέρει τους Έλληνες να νιώθουν για σένα τα αισθήματα που βλέπεις ότι τρέφουν οι Σπαρτιάτες για τους δικούς τους βασιλιάδες και οι φίλοι οι δικοί σου για σένα τον ίδιο. Και δεν σου είναι δύσκολο να το κατορθώσεις, αρκεί να θελήσεις να είσαι αμερόληπτος μπροστά σ᾽ όλον τον κόσμο, να πάψεις πια να φέρνεσαι σε άλλες πόλεις φιλικά και σε άλλες να δείχνεις έχθρα, και ακόμα να προτιμάς τις πράξεις που στους Έλληνες εμπνέουν εμπιστοσύνη και στους βαρβάρους φόβο.

[81] Και ούτε να παραξενευτείς —όπως το έγραψα και στον Διονύσιο τότε που ήταν τύραννος— που, χωρίς να είμαι ούτε στρατηγός ούτε και ρήτορας και χωρίς να έχω καμιά δύναμη στα χέρια μου, συζήτησα μαζί σου με θάρρος μεγαλύτερο από τους άλλους. Εγώ για την πολιτική αποδείχτηκα ο πιο ακατάλληλος από όλους τους συμπολίτες μου· η φύση δεν με προίκισε ούτε με δυνατή φωνή ούτε με τόλμη αρκετή, ώστε να ανακατεύομαι με τον όχλο, να κηλιδώνω την υπόληψή μου, να βρίζομαι με αυτούς που συνωστίζονται στο βήμα.

[82] Μα με την ορθοφροσύνη μου και την πλατιά μου μόρφωση —μόλο που ο λόγος μου αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί κάπως βαρύς— εννοώ να τη διεκδικήσω οπωσδήποτε· και θα λογάριαζα τον εαυτό μου όχι ανάμεσα σ᾽ αυτούς που υστερούν, αλλά σ᾽ αυτούς που ξεπερνούν τους άλλους. Γι᾽ αυτό κιόλας επιχειρώ, μονάχα με τον τρόπο που μου είναι φυσικός και έχω την ικανότητα να αξιοποιήσω, να δώσω συμβουλές και στη δικιά μου πόλη και στους Έλληνες και στους πιο ένδοξους άντρες.

Η φιλοξενία με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου

Αποτέλεσμα εικόνας για Η φιλοξενία με την αρχαιοελληνική σημασία του όρουΣε αυτή την προχριστιανική εποχή, η φιλοξενία αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά σε ανθρώπους, δεν νοείται ως φιλανθρωπία και δε ρυθμίζεται από τον πλούτο την ισχύ, τη θεία εύνοια και την κοινωνική διάκριση. Είναι ένα ιερό έθιμο με ισχύ νόμου το οποίο όχι μόνο αφορούσε όλους αλλά οποιαδήποτε παράλειψη ή παραβίασή του συνεπαγόταν την ύβρι.
 
Με αυτή την έννοια η φιλοξενία στην αρχαία Ελλάδα ήταν μια υποχρέωση και ένα δικαίωμα χωρίς όρους. Ήταν μια ιερή υποχρέωση κάθε αρχαίου Έλληνα οικοδεσπότη να φιλοξενήσει όποιον ξένο άγγιζε την εστία του σπιτιού του και ζητούσε φιλοξενία. Αυτό το δικαίωμα των ξένων αφορούσε ακόμα και τους δούλους. Υπάρχουν επίσης ιστορίες που διηγούνται πως μερικοί ταξιδιώτες χρησιμοποιούσαν τεχνάσματα για να μπουν σε μια πλούσια κατοικία και να αγγίξουν την εστία έτσι ώστε να γίνουν σίγουρα δεκτοί από τους οικοδεσπότες. 
 
Υπάρχουν επίσης διάφοροι αρχαιοελληνικοί μύθοι οι οποίοι δείχνουν τη σημασία της φιλοξενίας άνευ όρων. Για παράδειγμα, ο βασιλιάς Οιδίπους φιλοξενήθηκε από φτωχούς βοσκούς που τον βρήκαν ως μωρό που είχε εγκαταλειφθεί στο βουνό. Παρέμεινε μαζί τους μέχρι που δόθηκε στον βασιλιά της Κορίνθου, τον Πόλυβο, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του, την Περίβοια, τον ανέθρεψαν ως γιο τους. Στην ιστορία του Οιδίποδα, ο σύγχρονος αναγνώστης ή ο αρχαίος ακροατής βλέπει πως ο νόμος της φιλοξενίας υπερβαίνει ακραίες κοινωνικές και ταξικές διαφορές: ενώ ο Οιδίποδας ήταν ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας φιλοξενήθηκε από φτωχούς βοσκούς και κατόπιν ως παιδί φτωχών βοσκών φιλοξενήθηκε και υιοθετήθηκε από τον βασιλιά της Κορίνθου.
 
Ένα άλλο παράδειγμα από τη μυθολογία είναι η ιδιότητα του αρχηγού του δωδεκάθεου, του Δία, ως προστάτη των ξένων. Το δικαίωμα στη φιλοξενία εγγυόταν η δύναμη του μύθου που έλεγε ότι ο Ξένιος Δίας και άλλοι θεοί, κατά καιρούς, μεταμφιεζόταν σε ξένους και ζητούσαν φιλοξενία έτσι ώστε να ελέγξουν τα ήθη των Ελλήνων. Ο Τάνταλος, ο βασιλιάς και καλός φίλος του Δία, και ο Λάιος ο βασιλιάς των Θηβών και πατέρας του Οιδίποδα τιμωρήθηκαν από τους θεούς επειδή ακριβώς παρέβησαν τον νόμο της φιλοξενίας.
 
Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε τη φιλοσοφική λογοτεχνία και τον σημαντικό ρόλο που έχουν οι ξένοι στους διαλόγους του Πλάτωνα. Στον Σοφιστή, όπως και στον Πολιτικό και σε άλλους διαλόγους, ο Πλάτωνας εμπιστευόταν το προβάδισμα της φιλοσοφικής συζήτησης στον Ξένο.
 
Η αρχιτεκτονική κατοικιών της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας επίσης καταδεικνύει τον σημαντικό ρόλο που είχε η φιλοξενία. Το πιο σημαντικό και ιερό μέρος του σπιτιού ήταν η εστία. Εδώ η οικογένεια συναντιόταν και μαζευόταν, αφιέρωνε θυσίες στους θεούς και εδώ ένας ξένος μπορούσε να ζητήσει προστασία και φιλοξενία. Έχοντας πολλαπλούς κοινωνικούς και θρησκευτικούς ρόλους η εστία ως το κατεξοχήν μέρος για την υποδοχή των ξένων, αίρει τους βασικούς αρχιτεκτονικούς διαχωρισμούς μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού δημόσιου και ιδιωτικού. Οι ξένοι, φιγούρες ήδη του εξωτερικού δημόσιου χώρου, είχαν ήδη τη θέση τους στα πιο σημαντικά, από την άποψη της ιδιωτικής ζωής, μέρη του εσωτερικού σπιτιού όσο και της πόλης κράτους.
 
Εξαιτίας της θεμελιώδους πολυδιαστότητας της εστίας, η ιδιωτική κατοικία κατά την κλασική ελληνική αρχαιότητα ήταν ουσιαστικά ένας χώρος κλειστός και ανοιχτός. Το όριό του, η εστία, ήταν ταυτόχρονα το σύνορο και το κέντρο του, αναιρώντας έτσι τη σαφή διάκριση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού. Ενώ δηλαδή η κατοικία ήταν δομικά κλειστή, όπως κάθε κατοικία, για να προστατεύσει την ιδιωτικότητα και προσωπική ζωή των κατοίκων της, ήταν επίσης ανοιχτή στο βαθμό που η θεμελίωσή της ως χώρος περιελάμβανε τον ρόλο των ξένων και προφανώς όλοι όσοι δεν ανήκαν στον στενό οικογενειακό κύκλο.
 
Σε αντίθεση με τη φιλοξενία στην αρχαιοελληνική της σημασία, η χριστιανικά καθορισμένη hospitalitas δεν είναι δεσμευτικός νόμος αλλά ως φιλανθρωπία είναι μια δευτερεύουσα αξία. Ο χριστιανός οικοδεσπότης πρέπει πρώτα να εξασφαλίσει την ταξική θέση και οικονομική του κατάσταση ώστε να έχει τη δυνατότητα να δεχθεί ξένους. Το γεγονός ότι η hospitalitas είναι δευτερεύουσα αξία αντικατοπτρίζεται και στην κατοικία του, στον τρόπο με τον οποίο αυτή σχεδιάζεται και δομείται: οι ξένοι γίνονται δεκτοί σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους υποδοχής, στα σαλόνια, οι οποίοι διαχωρίζονται από τους χώρους που εξυπηρετούν τη διαμονή και τις συγκεντρώσεις της οικογένειας.
---------------
[1] Φυσικά κανείς από πρωταγωνιστές της ιστορίας, ούτε οι βοσκοί, ούτε ο βασιλιάς της Κορίνθου γνώριζαν ποιον φιλοξενούσαν στο πρόσωπο του Οιδίποδα. Αυτό το στοιχείο όμως εντείνει το τραγικό της ιστορίας. Ο σύγχρονος αναγνώστης, ή θεατής του έργου αλλά και ο αρχαίος θεατής γνώριζαν από την αρχή την ταυτότητα του Οιδίποδα και αυτό το νόημα έχει η παρατήρηση ότι στην ιστορία αυτή ο νόμος της φιλοξενίας διαπερνά ακραίες ταξικές διαφορές. Υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή του μύθου η οποία μπορεί να ερμηνευτεί ανάλογα με την πρώτη. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, το μωρό Οιδίπους πετάχτηκε από τον πατέρα του στον ποταμό και αργότερα βρέθηκε από τη βασίλισσα της Κορίνθου, Περίβοια. Καθώς η βασίλισσα και ο σύζυγός της δεν είχαν παιδιά τον υιοθέτησαν.
[2] Ο Τάνταλος σέρβιρε τον σφαγμένο γιο του στους θεούς στο δείπνο που τους παρέθετε και γι’ αυτό καταδικάστηκε με θάνατο και αιώνιο άλγος. Η ιστορία του Λάιου είναι ότι ερωτεύτηκε τον γιο του οικοδεσπότη του, τον Χρύσιππο, τον απήγαγε και τον έφερε στη Θήβα. Η Ήρα θέλησε να εκδικηθεί την πράξη του Λάιου και γι’ αυτό έστειλε τη Σφίγγα στη Θήβα.

Το δικό σου αποτύπωμα, δε θες να γράψει Ιστορία;

Ζωές δισεκατομμύριες. Χρωματοσώματα ατελείωτα. Ιστορίες που μετρούν το αμέτρητο.

 Ίχνη που αποτυπώνονται, άλλοτε βαθιά κι ανεξίτηλα κι άλλοτε επιφανειακά κι εξίτηλα.

Το ίδιο κι οι ψυχές, που βρίσκουν καταφύγιο σε κάθε καινούργιο σώμα και βάζουν πλώρη για ένα ταξίδι στ’ ανοιχτά, που μέλλει να διαγράψει τη δική του αποκλειστικότητα.

Όσο για τις ζωές, το μέτρημα αυξάνεται, οι ιστορίες πληθύνονται, κι αναπαραγωγή παραμένει σταθερή διαχρονική αξία.

Όπως όλα δείχνουν, τα χρόνια θα συνεχίσουν ανενόχλητα να πολλαπλασιάζονται, το ίδιο κι οι ζωές, το ίδιο κι οι ιστορίες.

Το ζητούμενο είναι, τι θέλει ο καθείς από εμάς να αφήσει πίσω του, όταν θα παραδώσει τη σκυτάλη στους επόμενους, εκείνους που θα συνεχίσουν την ιστορία. Το ζητούμενο είναι, πόσο σέβεται τελικά ο καθείς από εμάς, αυτήν την αποκλειστικότητά του.

Άλλοι το λεν «παρακαταθήκη». Άλλοι «ίχνη». Εγώ «αποτύπωμα». Κάθε ψυχή που σέβεται την ύπαρξη της και κάθε σώμα που κατάλαβε το εφήμερο του χαρακτήρος του, νοιάζονται και πασχίζουν γι’ αυτό τους το αποτύπωμα. Πολλοί λεν, ότι παρακαταθήκη είναι το DNA μας, η αναπαραγωγή που είπα και παραπάνω. Σύμφωνοι. Η πρεσβυτέρα της παρακαταθήκης είναι αδιαμφισβήτητα αυτή η μηχανή παραγωγής δακτυλικών αποτυπωμάτων και αυστηρώς μοναδικών χρωματοσωμάτων.

Έλα όμως που αποτύπωμα δεν είναι μόνο το δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό μας οξύ. Πόσο σπουδαίο είναι όταν ακούμε για μερικούς από τους συνταξιδιώτες μας, που δήλωσαν κάποτε παρόντες στο επί γης ραντεβού τους με τη ζωή, πως έγραψαν ιστορία;

Αριστοτέλης, Πλάτωνας, Γκάντι, Κολοκοτρώνης, Πικάσο, Αϊνστάιν, Ρούζβελτ, Ντιντερό, Μελίνα, Μαλβίνα, Ελύτης, Νίτσε, Ρίτσος, ο αγαπημένος Μητροπάνος, κι άλλοι πολλοί άσημοι, που πέρασαν, έζησαν κι άφησαν τη ψυχή και το αποτύπωμά τους να μεγαλουργήσουν! Το θέμα, μου φαίνεται, δεν είναι αν τελικά καταλήξουμε άσημοι ή διάσημοι.

Το θέμα είναι να καταφέρουμε να καταλήξουμε άσημοι, σημαντικοί. Να καταφέρουμε να κάνουμε τη διαφορά. Να αφήσουμε πίσω μας κάτι ίχνη, που κανείς και τίποτα να μη μπορεί ούτε να τα σβήσει, ούτε να τα προσπεράσει. Οι επιλογές ξεκάθαρες: είτε θα είσαι μια επανάληψη στον κόσμο αυτό που γεννήθηκες, με τη δική σου ιστορία ζωής να’ ναι απλά «μια απ’ τα ίδια», είτε θα αφήσεις κάτι αξιόλογο πίσω σου, να’ χει να θυμάται η ανθρωπότητα όταν εσύ θα δηλώνεις απών.

Σε σένα που διαβάζεις ακόμη τα γραφόμενά μου, σε σένα και σε μένα μιλάω. Ταξίδεψες αρκετά; Μεγάλωσαν τα φτερά σου; Πελώριασαν τα ρίσκα σου; Χαράχτηκε γερά το αποτύπωμά σου;

Μην αφήσεις τη ζωή σου να περάσει απαρατήρητη. Μη γίνεις μια ρέπλικα. Έχε το νου και την καρδιά ανοικτά. Μη σταματάς ποτέ να ταξιδεύεις. Τι κι αν η κλεψύδρα γυρίζει, τι κι αν ο χρόνος τρέχει. Μη σταματάς ποτέ να ανακαλύπτεις.

Να παίρνεις το ρίσκο.
Να χαμογελάς, μέχρι τελικής πτώσεως. Κι ακόμη παραπέρα.
Να δίνεις και να δίνεσαι, με πάθος.
Να εμπνέεις και να εμπνέεσαι, με πάθος.
Να ζεις και να δημιουργείς, κρατώντας το τέμπο σε επίπεδα καρδιακού.
Να φροντίσεις κι εσύ, να κάνεις τη διαφορά.

Γιατί, αγάπη μου, η ζωή, ποτέ δεν περιφρόνησε κανέναν εραστή της. Γιατί, αγάπη μου, η ζωή, ποτέ δεν υποτίμησε κανένα αποτύπωμά της.

Πως ξεχωρίζουν οι αισιόδοξοι

Αν κοιτάξεις γύρω σου, έχεις χίλιους λόγους για να γκρινιάξεις, αλλά ακόμα περισσότερους για να χαμογελάσεις…!

Πως ξεχωρίζουν οι αισιόδοξοι:
  • Σπάνια πανικοβάλλονται ή αναστατώνονται στις αντίξοες συνθήκες.
  • Πιστεύουν πάντα ότι ο έλεγχος της μελλοντικής τους πορείας, είναι δική τους υπόθεση.
  • Χρησιμοποιούν τη φαντασία τους για να φτιάξουν στο μυαλό τους σενάρια της επιτυχίας.
  • Αποδέχονται κάτι που είναι τελεσίδικο.
  • Πιστεύουν πως έχουν σχεδόν απεριόριστη ικανότητα βελτίωσης και πως δεν έχουν ακόμη φθάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους.
  • Έχουν καλύτερη υγεία, διακρίνονται στο χώρο που εργάζονται και δρουν, έχουν καλύτερες σχέσεις με την οικογένεια, τους φίλους, τους συμμαθητές και τους συναδέλφους τους.
  • Πιστεύουν στην ευνοϊκή και ευτυχή κατάληξη όλων των ζητημάτων που τους απασχολούν.
  • Διατηρούν αμείωτη την αγωνιστική τους διάθεση.
  • Θεωρούν τις δυσκολίες της ζωής, κίνητρο για δράση!
  • Υποστηρίζουν, στα λόγια και στην πράξη, πως οι μεγαλύτερες συμφορές είναι αυτές που δεν έρχονται ποτέ!
  • Γνωρίζουν πολύ καλά, και το αποδεικνύουν στην πράξη, ότι η αισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή, είναι επίκτητη και όχι κληρονομική.
  • Δε χάνουν το θάρρος και την αγωνιστικότητά τους, δεν αδρανούν ποτέ, δεν απελπίζονται με τίποτα, δε βλέπουν αδιέξοδα.
  • Δεν παραπονιούνται γιατί ο Θεός βάζει αγκάθια στα ρόδα, αλλά τον ευχαριστούν που βάζει ρόδα στ’ αγκάθια!
  • Ξέρουν να κάνουν τα εμπόδια, σκαλοπάτια…!

Ήρωες είναι εκείνοι που έχουν το θάρρος ν’ αφήσουν ο,τι έχουν

Είναι μεγάλος πειρασμός να μην προχωρούμε, να μένουμε εκεί που βρισκόμαστε, να πισωδρομούμε, με άλλα λόγια να βασιζόμαστε σ’ αυτά που έχουμε, γιατί ο,τι έχουμε, το γνωρίζουμε. Μπορούμε να στηριχτούμε σ’ αυτό, να αισθανθούμε ασφαλείς μέσα του. Φοβόμαστε, κι έτσι αποφεύγουμε να κάνουμε ένα βήμα προς το άγνωστο, το αβέβαιο. Γιατί πραγματικά, αν το βήμα μπορεί να μη μας φανεί ριψοκίνδυνο αφού το κάνουμε, πριν το κάνουμε οι προοπτικές μας φαίνονται πολύ ριψοκίνδυνες, και κατά συνέπεια τρομακτικές. Μόνο το παλιό, το δοκιμασμένο δίνει την αίσθηση της ασφάλειας· ή έτσι τουλάχιστο φαίνεται. Κάθε καινούργιο βήμα έχει μέσα του τον κίνδυνο της αποτυχίας, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι φοβούνται τόσο πολύ την ελευθερία. Βέβαια, σε κάθε στάδιο της ζωής μας το παλιό και το συνηθισμένο είναι διαφορετικά. Όταν είμαστε βρέφη, έχουμε μόνο το σώμα μας και το στήθος της μητέρας μας (αρχικά μη διαφοροποιημένα). Έπειτα αρχίζουμε να προσανατολιζόμαστε προς τον κόσμο, ξεκινώντας τη διαδικασία που χρειάζεται για να βρούμε μια θέση και για τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτόν. Αρχίζουμε να θέλουμε να έχουμε πράγματα· έχουμε τη μητέρα μας, τον πατέρα, τ’ αδέρφια, τα παιχνίδια. Αργότερα, αποκτάμε γνώσεις, δουλειά, κοινωνική θέση, σύζυγο, παιδιά, και τότε έχουμε ένα είδος μετα-ζωής, όταν πια αποκτάμε ένα τάφο, μια ασφάλεια ζωής και κάνουμε τη «διαθήκη» μας. Παρόλη όμως την ασφάλεια του έχει, οι άνθρωποι συνήθως θαυμάζουν εκείνους που ανοίγουν καινούργια μονοπάτια, που έχουν το κουράγιο να προχωρούν. Στη μυθο- λογία, αυτός ο τρόπος ύπαρξης αντιπροσωπεύεται συμβολικά από τον ήρωα. Ήρωες είναι εκείνοι που έχουν το θάρρος ν’ αφήσουν ο,τι έχουν —τη γη τους, την οικογένεια τους, την περιουσία τους — και να φύγουν, όχι χωρίς φόβο αλλά και χωρίς να υποκύπτουν στο φόβο τους. Στη βουδιστική παράδοση, ο Βούδας είναι ο ήρωας που αφήνει όλη του την περιουσία, όλη τη σιγουριά που υπάρχει στην ινδουιστική θεολογία –τη θέση του, την οικογένεια του — και προχωράει σε μια ζωή πέρα από δεσμεύσεις...

Οι Έλληνες έχουν κοσμικούς ήρωες, που σκοπός τους είναι η ικανοποίηση της αλαζονείας τους, η κυριαρχία. Παρόλα αυτά, όμοια με τους πνευματικούς ήρωες, ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας προχωρούν χωρίς να δειλιάζουν μπροστά στους κινδύνους που τους περιμένουν. Οι ήρωες των παραμυθιών λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο: φεύγουν, τραβάνε μπροστά και υπομένουν την ανασφάλεια. Θαυμάζουμε αυτούς τους ήρωες, γιατί βαθιά μέσα μας αισθανόμαστε ότι θα θέλαμε να είμαστε σαν κι αυτούς – αν βέβαια μπορούσαμε. Αλλά με το φόβο που έχουμε, πιστεύουμε ότι δε μπορούμε να γίνουμε έτσι, μόνο οι ήρωες μπορούν. Οι ήρωες γίνονται είδωλα. Προβάλλουμε σ’ αυτούς τη δική μας ικανότητα κίνησης, και μετά μένουμε εκεί που ήμασταν —«γιατί δεν είμαστε ήρωες».

Όλη αυτή η ανάλυση ίσως φαίνεται να υπονοεί ότι το να είσαι ήρωας είναι επιθυμητό, είναι όμως ταυτόχρονα ανόητο και ενάντια στο συμφέρον σου. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Τα άτομα τα επιφυλακτικά, τα κτητικά άτομα απολαμβάνουν την ασφάλεια, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ ανασφαλή. Εξαρτιόνται από αυτά που έχουν: χρήματα, κύρος, το εγώ τους — δηλαδή από πράγματα που είναι έξω απ’ αυτούς. Τι θα γίνουν όμως αν χάσουν ο,τι έχουν; Γιατί, πραγματικά, οτιδήποτε κι αν έχει κανείς μπορεί να χαθεί. Είναι πιθανό ότι η περιουσία μπορεί να χαθεί -και μαζί της τόσο η θέση όσο και οι φίλοι — και σε κάθε στιγμή ο καθένας μπορεί, και αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθεί, να χάσει τη ζωή του. Αν είμαι ο,τι έχω κι αν ό,τι έχω χαθεί, τότε ποιος είμαι; Τίποτ’ άλλο, από μια νικημένη, άδεια, αξιολύπητη μαρτυρία ενός λαθεμένου τρόπου ζωής. Επειδή μπορεί να χάσω ο,τι έχω, είμαι αναγκαστικά συνεχώς ανήσυχος ότι θα χάσω αυτά που έχω. Φοβάμαι τους κλέφτες, τις οικονομικές αλλαγές, τις επαναστάσεις, τις αρρώστιες, το θάνατο · φοβάμαι ακόμα την αγάπη, την ελευθερία, την ανάπτυξη, την αλλαγή, το άγνωστο. Έτσι είμαι συνέχεια ανήσυχος, υποφέροντας από χρόνια υποχονδρία, που δε συνεπάγεται μόνο την απώλεια της υγείας μου αλλά και οποιουδήποτε άλλου αποκτήματος μου. Γίνομαι άνθρωπος αμυντικός, σκληρός, καχύποπτος, μοναχικός, που παρασύρομαι από την ανάγκη να έχω όλο και περισσότερα για να νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο Ίψεν έχει δώσει μια ωραία περιγραφή αυτού του εγωκεντρικού ανθρώπου στον Πέερ Γκύντ. Ο ήρωας είναι γεμάτος μόνο από τον εαυτό του. Μέσα στον απέραντο εγωισμό του πιστεύει ότι αυτός είναι ο εαυτός του, γιατί αυτός είναι ένα «σύμπλεγμα από επιθυμίες». Στο τέλος της ζωής του αναγνωρίζει, ότι, επειδή όλη του η ύπαρξη ήταν χτισμένη πάνω στην ιδιοκτησία του, δεν κατάφερε ποτέ να είναι ο εαυτός του. Ένιωθε ότι ήταν ένα κρεμμύδι χωρίς ψίχα, ένας μισοτελειωμένος άνθρωπος που ποτέ δεν υπήρξε ο εαυτός του. Η αγωνία και η ανασφάλεια που προκαλείται από τον κίνδυνο να χάσει κανείς ό,τι έχει, δεν υπάρχει στους ανθρώπους που προσπαθούν να είναι. Αν είμαι αυτός που είμαι και όχι αυτό που έχω, τότε κανένας δε μπορεί να μου στερήσει ή να με απειλήσει για την ασφάλεια και την αίσθηση της ταυτότητας μου. Το κέντρο μου είναι μέσα μου, η δυνατότητα μου να υπάρχω και να εκφράζω τις βασικές μου δυνάμεις είναι κομμάτι της δομής του χαρακτήρα μου και εξαρτάται από εμένα. Αυτό βέβαια αληθεύει σε φυσιολογικές συνθήκες ζωής, όχι σε περιπτώσεις αρρώστιας, αναπηρίας, βασανισμού ή άλλες συνθήκες ισχυρών εξωτερικών περιορισμών. Ενώ το έχει βασίζεται σε κάποιο πράγμα που φθείρεται με τη χρήση, το είναι αναπτύσσεται με την εξάσκηση. (Η «φλεγόμενη βάτος» που δεν καίγεται είναι ο βιβλικός συμβολισμός γι’ αυτό το παράδοξο). Οι δυνάμεις της λογικής, της αγάπης, της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, όλες οι βασικές δυνάμεις αναπτύσσονται μέσα από τη διαδικασία της έκφρασης τους. Ο,τι ξοδεύεται δεν πάει χαμένο, αντίθετα ο,τι φυλάγεται είναι χαμένο. Όταν προσπαθώ να είμαι, ή μόνη απειλή για την ασφάλεια μου βρίσκεται μέσα μου: στην έλλειψη πίστης στη ζωή και στις δημιουργικές μου ικανότητες, στις τάσεις πισωδρόμησης, στην εσωτερική μαλθακότητα και στην προθυμία ν’ αφήσω τους άλλους ν’ αναλάβουν τη ζωή μου. Αλλά αυτοί οι κίνδυνοι εξαφανίζονται, δεν είναι συστατικά του είναι, ενώ ο κίνδυνος της απώλειας είναι έμφυτος στο έχει.

Ο Επικουρισμός, μια ηθική αθεΐα

Άλλο ένα προϊόν της πολιτισμικής κρίσης του 4ου και του 3ου αι. υπήρξε ο επικουρισμός, κατά πολύ σαφέστερα άθεος από τον στωικισμό. Αλλοιωμένος από τους πολέμιους του, θα παραμείνει επί μακρόν το μαύρο πρόβατο του χριστια­νισμού, που θα τον προβάλλει ως οιονεί διαβολικό δόγμα, ένα κράμα αθεΐας, ακραιφνούς υλισμού και ανηθικότητας. Όλοι οι άπιστοι χαρακτηρίζονται ως «χοίροι του Επίκουρου», ενώ ο επικουρισμός συνιστά έναν εύχρηστο κάλαθο αχρήστου, προκειμένου κάποιος ανεξέταστα να απαλλαγεί από όλους τους σκεπτικιστές και τους ελευθέριους, με τον προσβλητικό χαρακτηρισμό τους ως επικούρειων.

Η τοποθέτηση του επικουρισμού στον αντίποδα των παραδοσιακών θρη­σκειών είναι εύκολα αποδεκτή. Λόγω του συνδυασμού ενός τρόπου ζωής με μία φιλοσοφική θεωρία, στην πραγματικότητα αποτελεί θεωρητική και ταυ­τόχρονα, εμπειρική αθεΐα. Ο Επίκουρος (34 1-270) ωστόσο βεβαιώνει σαφώς την ύπαρξη των θεών: «Οι θεοί υπάρχουν, απόδειξη σαφής είναι η γνώση μας για αυτούς». Είναι υλικοί, αποτελούμενοι από λεπτά άτομα, είναι ωραίοι και ευτυχείς. Η ευτυχία των θεών πρέπει να αποτελέσει γνώμονα της ευτυχίας των ανθρώπων: απολαμβάνουν την απόλυτη ηρεμία, την αταραξία, καθώς δεν ασχολούνται με τίποτε και, βεβαίως, ούτε με τα ανθρώπινα ζητήματα. Σε τίποτε δεν ωφελεί η προσευχή προς αυτούς ή ο φόβος εξαιτίας τους: οι θεοί αδιαφορούν για την ανθρώπινη μοίρα. Οι θεοί αυτοί, που δεν δημιούργησαν τον κόσμο και ουδέποτε παρεμβαίνουν, δεν υπόσχονται ούτε ανταμοιβή ούτε τιμω­ρία στον άνθρωπο του οποίου ο βίος είναι επίγειος και τερματίζεται με τον θάνατο, χωρίς να υπάρχει επιβίωση της ψυχής, αυτοί λοιπόν οι θεοί υπάρχουν απλώς τυπικά. Η εξύμνησή τους, κατά τον Επίκουρο, σημαίνει ήδη μία ελά­χιστη συμμετοχή στην ευτυχία τους. Πέραν αυτού, ένας επικούρειος κάλλι­στα αντιπαρέρχεται τους θεούς, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ουδεμία παρα­μόρφωση των θεμελίων της θεωρίας.
        
Ο επικουρισμός ανάγεται μάλλον, όπως έδειξε ο J.-A. Festugiere, σε αντίδραση κατά του φόβου απέναντι στους θεούς, που φθείρει την ανθρώπι­νη ζωή. Εντοπίζεται σε αυτό το σημείο μία μάλλον άγνωστη πλευρά των αρχαίων θρησκειών, που συνηγορεί επίσης υπέρ της επανεξέτασης τους, σε μία κρίση σαφώς ανάλογη με αυτήν του τέλους του 20ου αιώνα.

Συνηθισμένοι να συνδέουμε τον θρησκευτικό φόβο με τον χριστιανισμό, με τον διάβολο και την κόλαση, την απειλή της αιώνιας τιμωρίας, που επί μεγάλο διάστη­μα εκμεταλλεύθηκε ο κλήρος, λησμονούμε τελικά ότι στις ειδωλολατρικές θρησκείες ο φόβος ήταν παρών και η συμβολή του στην ανάπτυξη του σκε­πτικισμού και της αθεΐας υπήρξε καθοριστική. Ο ειδωλολάτρης φοβάται τους θεούς του με τις απρόβλεπτες αντιδράσεις. Θεοί που υφαίνουν την τύ­χη του αυθαίρετα, όπως εύγλωττα απεικονίζει ο μύθος των Ατρειδών, θεοί που προκαλούν αναίτια φυσικούς κατακλυσμούς και οδηγούν τον άνθρωπο στον θάνατο, σε ένα επέκεινα αβέβαιο, που οι φήμες το παρουσιάζουν απο­τρόπαιο. Από τη στιγμή που ο πιστός απαιτεί την ύπαρξη μιας θείας πρό­νοιας, μιας θεϊκής παρέμβασης στις ανθρώπινες υποθέσεις, περιμένει τα πά­ντα από αυτά τα υπερφυσικά, πανίσχυρα και μνησίκακα όντα, τα πάντοτε πρόθυμα για εκδίκηση.

«Ο φόβος για τους θεούς, λοιπόν, για την οργή τους εναντίον των ζωντανών, την εκδικητικότητα τους απέναντι στους νεκρούς, υπήρξε σημαντικότατος παράγοντας της θρησκείας των Ελλήνων. Ενδεχομέ­νως, τον βίωσε και ο ίδιος ο Επίκουρος».

Η άποψη αυτή υπερακοντίζει την άποψη του Πλούταρχου, ενός παραδο­σιακού θρησκευτικού πνεύματος, ο οποίος στο Περί δεισιδαιμονίας, δηλώνει ότι ο επικουρισμός, κατά μία έννοια, προτιμάται αντί του υπερβολικού φό­βου πολλών πιστών για τους θεούς, στους οποίους περιδεείς αποδίδουν τη δυστυχία τους: κατρακυλούν στον βούρκο ομολογώντας τα σφάλματα τους, φρικιούν στην προοπτική μιας αιωνιότητας μαρτυρίων. Ο άθεος αντιθέτως αυτοπαρηγορείται. Ατάραχος και άφοβος, αποδίδει τα δεινά του στο ενδεχό­μενο ή την Τύχη.

Η απόρριψη των θεών επομένως θα ήταν μία επαναστατική αντίδραση, η επανάσταση του ανθρώπου που θέλει να έχει υπό τον έλεγχο του το πεπρωμένο του, που αρνείται τους θεϊκούς μύθους, που τον υποδουλώνουν και τον φοβίζουν. Η αντίδραση αυτή είναι εμφανής στον επιφανέστερο συνε­χιστή του Επίκουρου, τον Ρωμαίο Λουκρήτιο (Titus Lucretius Carus, 100-50 π.κ.χ.). Στο σπουδαίο ποί­ημά του De retum natura με πληθώρα μυθο­λογικών παραδειγμάτων, αποδεικνύει ότι οι θεοί είναι ανθρώπινα δημιουρ­γήματα, αποκυήματα του φόβου για τις δυνάμεις της φύσης. Η θρησκεία, κατά τον ίδιο τρόπο, καθιστά τον άνθρωπο δυστυχή, πείθοντας τον ότι οι θεοί είναι υπεύθυνοι για τις καταστροφές. Εάν λοιπόν αυτοί είναι ικανοί να του στέλνουν τέτοιους κατακλυσμούς στη ζωή αυτή, τι του επιφυλάσσουν άραγε στην επόμενη; Η φαντασία συνεπώς επινόησε όλα αυτά τα μαρ­τύρια που υποθάλπουν τον φόβο. Ο άνθρωπος πρέπει να αποβάλει αυτές τις αντιλήψεις:

«Πρέπει να κυνηγήσουμε και να γκρεμίσουμε αυτόν τον φόβο του Αχέροντα, που διαπερνά τον άνθρωπο μέχρι τα βάθη, που συνταράζει τη ζωή του, και τη χρωμα­τίζει με τη μαυρίλα του θανάτου.... Δεν υπάρχει, όπως λέει ο μύθος, ο δυστυχι­σμένος Τάνταλος που αδιάκοπα φοβάται τον πελώριο βράχο που κρέμεται πάνω από το κεφάλι του και παραλύει από έναν τρόμο αναίτιο. Αυτός είναι μάλλον ο μάταιος φόβος για τους θεούς, που αναστατώνει τον βίο των θνητών, και ο φό­βος για τη μοίρα, που απειλεί καθένα μας με τα χτυπήματά της. Ούτε Τιτυός υπάρχει να κείτεται στις όχθες του Αχέροντα, με σάρκες ξεσκισμένες απ' τα όρνια· κι αυτά άλλωστε δεν θα μπορούσαν αιώνια να σκαλίζουν το ευρύ του στέρνο για τροφή…»

Κατά τον Λουκρήτιο, ο Επίκουρος έσωσε τον άνθρωπο από τη θρησκεία. Με την ανατροπή της, του απέδωσε την απολεσθείσα αξιοπρέπεια του:

«Ενώ στα μάτια όλων η ανθρωπότητα ζούσε πάνω στη γη μία ζωή αξιοκαταφρόνητη, συντεθλιμμένη κάτω από το βάρος της θρησκείας, που πρόβαλλε το πρόσωπο της αφ’ υψηλού από τους ουρανούς και απειλούσε τους θνητούς με την τρομακτική της όψη, ένας Έλληνας τόλμησε να υψώσει τα μάτια του, την αντίκρισε και την αντιμετώπισε. Οι μύθοι για τους θεούς, ο κεραυνός, οι απει­λητικοί ουράνιοι βρυχηθμοί, όχι μόνο δεν τον πτόησαν, αλλά δυνάμωσαν περισ­σότερο την ορμή του θάρρους του και την επιθυμία του να παραβιάσει πρώτος τις σφιχτοκλεισμένες θύρες της φύσης. Από τότε, με τη σειρά της γκρεμί­στηκε η θρησκεία και ποδοπατήθηκε, και εμάς, η νίκη αυτή μάς ανυψώνει μέ­χρι τους ουρανούς…»

Κατά τον Λουκρήτιο επομένως ο επικουρισμός είναι όντως αθεΐα. Αγνοεί τους μακάριους και ατάραχους θεούς, που διατηρούσε ακόμη ο δάσκαλος του, και αρκείται σε έναν καθαρό μηχανιστικό υλισμό.

«Η ύλη αποτελείται από άτομα απολύτως πλήρη, που κινούνται άφθαρτα εις το διηνεκές. Ολόκληρο το σύμπαν, επομένως, είναι πανταχόθεν ελεύθερο, άπειρο, συγκροτημένο από κενό και ύλη, όπου τα πάντα δημιουργούνται και διαλύο­νται, χωρίς συνολικό σχέδιο.»

Διαφορά με τη δημοκρίτεια αντίληψη: τα άτομα διαγράφουν μία ελαφρώς πλάγια τροχιά, αυτή δε η παρέγκλιση, που ευνοεί τους ποικίλους συνδυασμούς, περιφρουρεί επίσης το όποιο ενδεχόμενο και ένα βαθμό ελευθερίας του ανθρώπου, καθώς διευθετεί ένα χώρο διαθέσιμο στην ηθική.

Ο επικουρισμός αποτελεί πράγματι την πρώτη σοβαρή απόπειρα άθεης ηθικής, μιας ηθικής που εδράζεται στη μόνη δυνατή, αυθεντική αξία ενός ανθρώπινου κόσμου χωρίς θεό: την αναζήτηση της προσωπικής επίγειας ευτυχίας. Η ευτυχία αυτή θεμελιώνεται στην απουσία φυσικού πόνου και ψυχικής σύγχυσης, σε αυτή την ισορροπημένη κατάσταση σοφίας, δηλαδή την αταραξία. Μοναδικό κίνητρο για τον σοφό είναι η αναζήτηση της ηδονής, άρα αποκλείεται η εύκολη και άσωτη ζωή, πηγή δεινών μάλλον παρά ηδονής. Στην πραγματικότητα βεβαίως η επικούρεια ηδονή προσομοιάζει προς τον ασκητισμό και όχι προς τη διασκέδαση. Είναι το αποτέλεσμα μιας σοφής και ευαίσθητης αναλογίας, η οποία, σε περίπτωση υιοθέτησης της από το σύνολο, θα κατέληγε σε μία κοινωνία τέλεια, δίκαιη, ισορροπημένη:

«Βέβαια, επειδή η ηδονή είναι το πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό, δεν προτιμούμε οποιαδήποτε ηδονή: ορισμένες φορές αντιπαρερχόμαστε πολλές ηδονές, όταν μας προξενούν μεγαλύτερες δυσκολίες. Ανάλογα, θεωρούμε κάποιους πόνους προτιμότερους από μερικές ηδονές, όταν μακροχρόνια βάσανα τα ακολουθεί εντονότερη ηδονή.

«Γιατί όταν έχει εξαλειφθεί ο πόνος της έλλειψης, η λιτή τροφή μάς δίνει την ίδια ηδονή με τα πλούσια γεύματα και το ψωμί και το νερό φέρνουν την υπέρτα­τη ηδονή, όταν προσφερθούν σε κάποιον τη στιγμή που τα χρειάζεται. Το να συνηθίζει λοιπόν κανείς στην απλή και όχι στην πολυτελή διατροφή και βελτιώνει την υγεία του και καθιστά τον άνθρωπο ακούραστο στις υποχρεώσεις της ζωής κι όταν πότε πότε προσερχόμαστε σε πολυτελή γεύματα, μας προδιαθέτει καλύτερα γι’ αυτά κι ακόμη μας προετοιμάζει να αντιμετωπίζουμε χωρίς φόβο τις μεταστροφές της ζωής.»

«Όταν λοιπόν λέμε ότι η ηδονή είναι ο σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και τις αισθησιακές ηδονές, όπως νομίζουν κάποιοι που αγνοούν, διαφωνούν ή παρερμηνεύουν τις απόψεις μας· εννοούμε την απουσία σωματικού πόνου και ψυχικής ταραχής.»

Εξαρχής συκοφαντημένη από τους Στωικούς, η επικούρεια διδασκαλία θα προβληθεί παραδόξως ως η αποτρόπαια αντίθεση στα μάτια των πιστών και ως απόδειξη της ασυμβατότητας αθεΐας και ηθικής. Η παρεξήγηση αυτή είναι περίεργη, δεδομένου ότι Στωικοί και Επικούρειοι εκθειάζουν στο σύνολο τους την απαραίτητη συμμόρφωση με τη φύση· αλλά, ενώ οι πρώτοι θεωρούν ως σοφία την εκούσια αφομοίωση ανθρώπου και φύσης, οι δεύτεροι συνιστούν μία συνετή αναλογία φυσικών στοιχείων, προκειμένου να διασφαλίσουν την κατά το δυνατό μεγαλύτερη ψυχική ευεξία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Επικού­ρειοι διασώζουν την αξιοπρέπεια και την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου, εν αντι­θέσει προς τους Στωικούς, που την κατακυρώνουν στη δήθεν θεϊκή φύση.

Άλλο παράδοξο: οι χριστιανοί που θα απορρίψουν και τις δύο θεωρίες ως άθεες, εκδηλώνουν θαυμασμό απέναντι στη στωική ηθική, δεδομένου ότι εξαίρει την εκούσια αποδοχή της μοίρας, και περιφρονούν την επικούρεια, διότι καθιστά το άτομο μοναδικό κύριο της συμπεριφοράς του. Εξού και ο γνήσιος επικούρειος σοφός, κυριαρχώντας πάνω στη φύση, προσεγγίζει περισσότερο προς τον χριστιανό ασκητή, εν συγκρίσει προς τον στωικό σοφό, που ακολου­θεί τη φύση. Ο πρώτος, όμως, κατά τους χριστιανούς, έχει άδικο, εφόσον προ­βάλλει ως υπέρτατη αξία την αναζήτηση της ηδονής, ενώ ο χριστιανισμός εξαίρει την κακουχία και τον πόνο, με την προμελετημένη αναζήτηση των οποίων επιδιώκεται ο εξαγνισμός.

Ο χριστιανισμός άλλωστε ουδέποτε θα συγχωρήσει στον επικουρισμό τη ρητή άρνηση της αθανασίας της ψυχής. Κατά τον Επίκουρο, ο θάνατος είναι συνολικός και οριστικός· επομένως δεν προκαλεί φόβο: «Η ανυπαρξία αυτού που πέθανε σήμερα θα είναι κοινή με την ανυπαρξία εκείνου, που πέθανε πριν από μήνες ή χρόνια», γράφει ο Λουκρήτιος. Τα άτομα που συνέθεταν τον άνθρωπο επανασυντίθενται, ώστε να σχηματίσουν άλλες μορφές.

Σημειωτέον επίσης ότι ο επικουρισμός παρά την αναζήτηση των ισορρο­πημένων ηδονών επ' ουδενί εγγυάται ένα βίο ανέφελο, όπως άλλωστε εύγλωτ­τα περιγράφει οΛουκρήτιος, ο πατέρας της υπαρξιακής θλίψης:

«Ο καθένας προσπαθεί να αποφύγει τον εαυτό του, χωρίς προφανώς να είναι σε θέση να αποδράσει, παραμένει προσκολλημένος στον εαυτό του, παρά τη θέληση του, και τον απεχθάνεται».

Ο ίδιος ο έρωτας είναι μαρτύριο, μια παραφροσύνη, ένας παροξυμμένος πόθος, ανικανοποίητος διαπαντώς. Για τον Λουκρήτιο η κόλα­ση είναι το εγώ και όλοι του οι φόβοι είναι το υπαρξιακό άγχος. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να απαλλαγεί από ορισμένους φόβους του, όπως από τον φόβο του θεού ή του θανάτου, αλλά από το καταχθόνιο υπαρξιακό άγχος, το άγχος της ύπαρξης, απαλλάσσεται μόνο με τον ίδιο τον θάνατο του.

Το ένστικτο δεν το ξεγέλασε ποτέ η λογική

Σε συναντώ τυχαία. Μου είσαι παντελώς άγνωστος. Ένας απλός περαστικός ή μόλις συστηθήκαμε. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για σένα, για το ποιος είσαι ή ποιος είναι ο χαρακτήρας σου. Η πρώτη εντύπωσή μου για το πρόσωπό σου αποτυπώνεται στο μυαλό μου, καθώς σε παρατηρώ.

Αντιλαμβάνομαι απ’ το βλέμμα σου και τον τρόπο που με κοιτάζεις, πώς με κάνεις να αισθάνομαι.

Οι χειρονομίες σου κι ο τόνος της φωνής σου όταν μου μιλάς  λένε πολλά για σένα. Επίσης, οι μορφασμοί σου δηλώνουν πόσο με συμπαθείς ή με βλέπεις αδιάφορα. Οι γκριμάτσες σου προδίδουν, αν σου αρέσει να συζητάς μαζί μου. Κι ένα σύνολο πραγμάτων που παρατηρώ σε σένα συμπληρώνουν την εικόνα σου και με κάνουν να νιώθω οικεία ή όχι.

Όλα ξεκινούν απ’ την αλληλεπίδραση των ανθρώπινων αισθήσεων. Βλέπω, ακούω, αισθάνομαι, μυρίζω, γεύομαι. Όταν έρχομαι σε επαφή με καθετί που κεντρίζει το ενδιαφέρον, ξεκινά ένας πόλεμος συναισθημάτων στον εγκέφαλο που μας επιτρέπει ή δε μας επιτρέπει ν’ αντιληφθούμε θετικά ή αρνητικά ό,τι συμβαίνει κοντά μας.

Όταν πρόκειται βέβαια για ανθρώπινες σχέσεις μπαίνει δυνατά στο παιχνίδι η έκτη αίσθηση. Και δεν είναι άλλη απ’ τη διαίσθηση. Η φύση μας έχει προικίσει μ’ αυτό το όπλο-ασπίδα σ’ οποιαδήποτε περίσταση απαιτεί την ενόρασή μας. Άλλοι σε μεγαλύτερο κι άλλοι σε μικρότερο βαθμό τη χρησιμοποιούμε για να κρίνουμε, να συγκρίνουμε και στο τέλος να εγκρίνουμε ή ν’ απομακρύνουμε χαρακτήρες.

Σημάδια, κινήσεις κι ένα χαμόγελο είναι καθοριστικά πολλές φορές για να σε βοηθήσουν να νιώσεις την αύρα που εκπέμπουν οι άνθρωποι γύρω σου. Καθημερινά συναναστρεφόμαστε κόσμο. Στο δρόμο, στη δουλειά, στα μαγαζιά θα έρθουμε σ’ επαφή μ’ ένα σωρό άτομα που, θέλοντας και μη, θα υπάρξει μια αλληλεπίδραση. Θ’ ανταλλάξουμε δεκάδες κουβέντες και βλέμματα. Θα θυμώσουμε, θα διαφωνήσουμε, θα χαρούμε, θα προβληματιστούμε. Όπως και να ‘χει, κάτι θα δώσουμε και κάτι θα πάρουμε.

Πολλές φορές απ’ τις εκφράσεις των ανθρώπων μπορούμε να διαπιστώσουμε πολλά για το χαρακτήρα τους, ακόμη κι αν δεν τους γνωρίζουμε σε βάθος. Ο μορφασμός είναι μια  αντίδραση του οργανισμού σε κάθε συναίσθημα,  που μας προκαλεί ένα ερέθισμα. Αν η παρουσία σου είναι ευχάριστη για το άτομο που έχεις απέναντί σου, το αντιλαμβάνεσαι απ’ τη χαρά που ζωγραφίζεται στο βλέμμα του όταν σε κοιτάζει.

Οι κινήσεις του είναι προσιτές κι η γλώσσα του κορμιού του δείχνει πως όλα τα μέλη του σώματός του είναι στραμμένα προς το μέρος σου. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως νιώθει οικεία μαζί σου και κάθε μέλος του αντιδρά με κάθε τρόπο θετικά. Αντίθετα, αν κοντά σου υπάρξει κάποιος ο οποίος για τον οποιαδήποτε λόγο δεν είναι ανοιχτός προς σε σένα ή δεν ταιριάζουν ιδιαίτερα οι χαρακτήρες σας το αντιλαμβάνεσαι απ’ το πως και κατά πόσο σε πλησιάζει.

Το να θέλει να βρίσκεται ή να μη βρίσκεται δίπλα σου ή ν’ αδιαφορεί όταν μιλάς είναι ένα σημάδι πως πιθανότατα δεν ταιριάζουν οι ιδιοσυγκρασίες σας. Αυτό αυτόματα σε κάνει να δημιουργείς μια συγκεκριμένη άποψη γι’ αυτό το άτομο η οποία δύσκολα αλλάζει στην πορεία. Κι έτσι ασυναίσθητα πάντα μπαίνεις στη διαδικασία να ψυχογραφείς τους άλλους.

Η συναισθηματική νοημοσύνη σε βοηθάει να διαβάζεις τα σημάδια που σου στέλνουν οι άνθρωποι που βρίσκονται στο περιβάλλον σου. Συνήθως οι πρώτες εντυπώσεις που μας αφήνει κάποιος είναι καθοριστικές  για να μπορέσουμε να καταλάβουμε το ποιόν του. Αν θα γίνει φίλος μας, σύντροφός μας, αν πρόκειται για μια απλή συναναστροφή, αν υπάρχει συμπάθεια ή αντιπάθεια.

Λένε πως το ένστικτο δε σε ξεγελάει ποτέ. Εμπιστεύσου το και θα σ’ οδηγήσει στο σωστό συμπέρασμα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει κι απόλυτα πως πάντα θα πράττεις το σωστό ακούγοντάς το. Γιατί όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινες συμπεριφορές, τίποτα δεν είναι απόλυτο.

Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να ξεγελαστείς και να νιώσεις πως έκανες λάθος για κάποιον. Πως δεν τον έκρινες σωστά και να διχαστείς. Αυτό συμβαίνει βέβαια σε περιπτώσεις που κάποιος πιθανόν να προσποιείται. Που ξέρει να κρύβει τα συναισθήματά του. Έτσι σου είναι αδύνατο να τα διαβάσεις. Και πλανάσαι πλάνην οικτράν. Το προαίσθημα πάει περίπατο και μένεις ν’ αναρωτιέσαι τι πήγε στραβά.

Σε κάθε περίπτωση αυτό δε σε πτοεί και προχωράς ακάθεκτος. Άλλωστε είναι τόσο όμορφο να διαβάζουμε στο πρόσωπο του άλλου καθετί που αισθάνεται για εμάς. Την αγάπη, το σεβασμό, τη λύπη, τη συμπάθεια, το φόβο, την απογοήτευση.

Μ’ ένα μόνο κοίταγμα να μπορείς να πεις πως ναι, αντιλαμβάνομαι τα συναισθήματά σου κι ανταποδίδω αναλόγως. Πορεύομαι μ’ αυτά για να σε μάθω. Διαχειρίζομαι την αύρα σου και καθοδηγούμαι για ν’ αναλύσω την ψυχή σου. Αυτό έχει σημασία. Να εμβαθύνουμε στην αναγνώριση του εσωτερικού κόσμου. Όχι απλώς να κοιτάμε, αλλά να διαβάζουμε. Να βλέπουμε πιο βαθιά κι όχι επιφανειακά.

Το ένστικτο είναι ένα χάρισμα. Δεν είναι επίκτητο, μα ένα δώρο ζωής. Και τα δώρα που μας χαρίστηκαν πρέπει να τα αποδεχόμαστε με χαρά κι ευγνωμοσύνη.

Πλουτάρχου: Αρετή, Κακία, Τύχη

Αποτέλεσμα εικόνας για Πλουτάρχου: Αρετή, Κακία, ΤύχηΑναπόσπαστο τμήμα τής γνήσιας ελληνικής ηθικής παράδοσης και τής πάλαι ποτέ ελληνότροπης σχολικής διδασκαλίας αποτελούσε επί αιώνες ο περίφημος μύθος τού ημίθεου Ηρακλή και των δρόμων τής Αρετής και τής Κακίας.
 
Σύμφωνα με αυτόν τον διδακτικότατο μύθο, ο φημισμένος Έλληνας ήρωας, πριν αρχίσει την επιτέλεση των διακεκριμένων άθλων του, οι οποίοι ήταν πολύ περισσότεροι από τους δώδεκα γνωστότερους, βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο οδούς: τής Αρετής και τής Κακίας. Τότε τού ζητήθηκε να ξεπεράσει το δίλημμα και να επιλέξει την μία από τις δύο ηθικές οδούς. Η Κακία τού υποσχέθηκε έναν δρόμο γεμάτο πλούτη, ηδονές και εξουσία, χωρίς κόπους, καταπονήσεις και εργασία, ενώ η Αρετή τού υπέδειξε τον δρόμο των αδιάκοπων αγώνων, τής συνεχούς εργασίας και των μεγάλων εμπειριών, τον δρόμο που με ευκολία δεν προσφέρει τίποτε σε κανέναν. Ο δρόμος τής Κακίας, διασχίζοντας την χλιδή και την πολυτέλεια, οδηγούσε στο άγνωστο, ενώ ο δρόμος τής Αρετής, περνώντας μέσα από δοκιμασίες και πόνους, κατέληγε στην θέωση.

Ο Ηρακλής, επιθυμώντας να φανεί αντάξιος των ευγενών προγόνων του και όντας γνήσιος εκφραστής των ύψιστων ιδεωδών τού ελληνικού έθνους, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο τής Αρετής, θέτοντας ως τελικό σκοπό τής επίπονης πορείας του την πολυπόθητη θέωση, πρόθυμος να αντιμετωπίσει τις μεγάλες δυσκολίες και τους πολλούς πειρασμούς, τους πόνους και τις θλίψεις. Ο ίδιος μύθος – ως αλληγορικός ή συμβολικός λόγος – μάς βεβαιώνει ότι ο Ηρακλής επάξια οδηγήθηκε στην θέωση, κατέστη «ημίθεος» ή «Θεός κατά χάριν», εισήλθε στα ουράνια δώματα, στον μακάριο Οίκο των Ολύμπιων Θεών και απόλαυσε την θεϊκή ευδαιμονία.
 
Ο μακραίωνος και πολύπλευρος φιλοσοφικός στοχασμός των Ελλήνων επανειλημμένα αναρωτήθηκε εάν η τελική επιλογή και η μετέπειτα πορεία τού ημίθεου Ηρακλή υπήρξε θέμα απλής τύχης ή θέμα σαφούς και ξεκάθαρης προαίρεσης τού ήρωα, εάν δηλαδή ο ένδοξος Έλληνας εκούσια και υπεύθυνα επέλεξε ή εάν ακούσια και ανεύθυνα ακολούθησε τον δρόμο τής Αρετής, καθώς κ’ εάν – κάτω από διαφορετικές συνθήκες, γεννήματα τής Τύχης – ο Ηρακλής θα επέλεγε την οδό τής Κακίας, με όλα τα συνεφελκόμενά της. Αν και είναι αρκετοί εκείνοι οι στοχαστές, οι οποίοι αποδίδουν κυρίως στην Τύχη τις ενέργειες τού Ηρακλή, οι σπουδαιότεροι φιλόσοφοι αποδέχονται ότι ο Ηρακλής έδρασε ακολουθώντας την προαίρεσή του, η οποία αποδείχτηκε «καλή και αγαθή».
 
Τόσο, λοιπόν, το αντιθετικό ζεύγος Αρετής και Κακίας, όσο και ο παράγοντας Τύχη, αποτελούσε πάντοτε αντικείμενο σοβαρής και επισταμένης διερεύνησης τής ελληνικής – και όχι μόνον αυτής – ηθικής φιλοσοφίας, όπως και τού υγιούς τμήματος τής ελληνικής κοινωνίας, που «μετά κόπων και βασάνων» διασώζει, καλλιεργεί και αναπτύσσει τις αξίες και τα ιδανικά τού πολυτιμότερου πολιτισμού τής Οικουμένης. Στο παρόν βιβλίο θα παρακολουθήσουμε τις θέσεις και τις απόψεις τού σοφού Πλουτάρχου γιά την Αρετή, την Κακία και την Τύχη. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τις τρεις έννοιες, αλλά και δυνάμεις, μέσα από πραγματικά γεγονότα, μέσα από την δράση ευρέως γνωστών ιστορικών προσώπων και μέσα από αληθινά παραδείγματα τού ελληνο-ρωμαϊκού βίου, καταδεικνύοντας – μεταξύ άλλων – ότι η εσωτερική πάλη τού ανθρώπου, ο οποίος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην οδό τής Αρετής και στην οδό τής Κακίας, ήταν χαρακτηριστικό πολλών προσωπικοτήτων τού καθημερινού βίου, και όχι μόνον μυθολογικό θέμα ή αντικείμενο τής θεωρητικής διδασκαλίας των φιλοσόφων, όπως αφελώς διαδίδεται από μία πληθώρα προβεβλημένων «διανοουμένων». Από την άλλη πλευρά, πάλι κατά την γνώμη τού Πλουτάρχου, η Τύχη, αν και συχνότατα αποτελούσε την πιό βολική δικαιολογία γιά τις ενέργειες των κακοπροαίρετων, των ράθυμων, των πονηρών και των παράσιτων, δεν ήταν πάντοτε, ίσως ποτέ, μία βασική αιτία ή ένας κύριος ρυθμιστικός παράγοντας τής δράσης και τής αντίδρασης των ανθρώπων.
 
Στην «ταλαπείρια» εποχή μας, η οποία επιδεικτικά και προς δική της φθορά και καταστροφή και καταισχύνη αγνοεί ότι «το αγαθό και το ευχάριστο έχουν διαφορετική φύση μεταξύ τους» (Πλάτων, Φίληβος, 60b), καθώς και ότι «συμφέρον είναι ο τι οδηγεί στο αγαθό» (Πλάτων, Όροι, 414e), η Αρετή και η Κακία, όταν «κατά τύχη» εντοπιστούν, δεν αναγνωρίζονται ως μεταξύ τους παντελώς αντίθετες έννοιες και ως αντίρροπες δυνάμεις, ενώ η Τύχη – μοναδική αιτία όσων συμβαίνουν στην ζωή των ηλίθιων όντων – ύπουλα και υστερόβουλα χρησιμοποιείται γιά να δικαιολογήσει τις ανθρώπινες ενέργειες, όπως ακριβώς συμβαίνει στον βίο των περισσότερων ζώων, και μάλιστα των άγριων θηρίων, ο οποίος φαίνεται να αποτελεί προσιτό υπόδειγμα και ικανοποιητικό πρότυπο των σύγχρονων «απελευθερωμένων και εκσυγχρονισμένων» κοινωνιών.
 
Πλούταρχος
Ο Πλούταρχος (περ. 45 – περ. 120 μ.Χ.) καταγόταν από εύπορη αριστοκρατική οικογένεια της Χαιρώνειας της Βοιωτίας, όπου γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Φοίτησε στην Ακαδημία της Αθήνας και ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια, στη Μικρά Ασία και την Ιταλία. Επισκέφθηκε τουλάχιστον δύο φορές τη Ρώμη, όπου συνδέθηκε με κύκλους του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος.
 
Έχαιρε μεγάλου σεβασμού και τιμήθηκε με διάφορα δημόσια αξιώματα. Επί «πολλάς πυθιάδας», τουλάχιστον είκοσι χρόνια, διετέλεσε πρωθιερέας του μαντείου των Δελφών.
 
Έμεινε γνωστός ως ο μεγάλος βιογράφος της αρχαιότητας, χάρη στους πενήντα (από τους οποίους σώζονται οι 48) «Βίους Παραλλήλους επιφανών Ελλήνων και Ρωμαίων«. Το έργο του περιλαμβάνει επιπλέον περίπου διακόσια (σώζονται 78) κείμενα ποικίλης θεματολογίας, δοκίμια, ομιλίες και διαλόγους, στο σύνολο των οποίων δόθηκε, όχι απολύτως εύστοχα, ο τίτλος «Ηθικά».
 
Η επίδραση που άσκησε το έργο του Πλούταρχου ήταν τεράστια. Έχει γραφτεί ότι μέσα από αυτό έχουμε όλοι οι μεταγενέστεροι γνωρίσει την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Ειδικά μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα η διάδοσή του στους μορφωμένους ευρωπαϊκούς κύκλους δεν απείχε εκείνης της Βίβλου.
 
Στους θαυμαστές του και σ` εκείνους που άντλησαν από αυτό κατά τους τελευταίους αιώνες συγκαταλέγονται, ενδεικτικά, ο Έρασμος, που μετέφρασε στα λατινικά και αφιέρωσε στον Ερρίκο Η΄ το «Πως αν τις διακρίνοιε τον κόλακα του φίλου»· ο Μονταίν, που εμπνεύστηκε τις «Δοκιμές» του από τα «Ηθικά»· ο Σαίξπηρ, που βάσισε στους «Βίους» τις ρωμαϊκές τραγωδίες του· ο Ρουσσώ και ο Γκαίτε, που κατέτασσαν τον Πλούταρχο στους αγαπημένους τους συγγραφείς· ο Μπετόβεν, που τον εκτιμούσε όσο και τον Όμηρο και αναζήτησε στο έργο του στήριγμα όταν έχανε την ακοή του· ο Έμερσον και οι υπερβατιστές· ο Καβάφης, στο «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», στους «Αλεξανδρινούς βασιλείς» κ.α., ενώ οι «Παράλληλοι Βίοι» ήταν το αγαπημένο ανάγνωσμα του Ναπολέοντα.
 
Η μελέτη του Πλούταρχου εγκαταλείφθηκε κατά τον 19ο αιώνα, κυρίως επειδή το έργο του αποδεικνυόταν αναξιόπιστο για την ιστορική ανασύνθεση του ελληνορωμαϊκού παρελθόντος. Εντούτοις ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν τόσο για την ιστορική ακρίβεια, όσο για το χαρακτήρα και την ψυχολογία των ηρώων του, καθώς και για την ηθική διάσταση των πράξεών τους. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα το ενδιαφέρον για το έργο του Πλούταρχου ώς έναν βαθμό αναζωπυρώθηκε, ωστόσο περιορίστηκε κυρίως στην ακαδημαϊκή κοινότητα.

Αξιοπρέπεια

Μεγάλο προσόν αν υπάρχει... Ή κι αν δεν υπάρχει μα να είναι συνειδητή επιλογή... Όλα στο βωμό της, αξίζει;

Η αξιοπρέπεια είναι ομολογουμένως μια σπουδαία αρετή την οποία την κατακτούμε στην πορεία της ζωής μας ή και όχι. Ωστόσο υπάρχουν φορές που οφείλεις να την παραμερίσεις ή τουλάχιστο να μη τα θυσιάσεις όλα στο βωμό της αφού μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη αλλά και να σε κάνει να χάσεις πιο σπουδαία πράγματα.

Αξιοπρεπής στάση
Η αξιοπρέπεια λένε οι ειδικοί πως στην ουσία δεν υφίσταται και είναι απλά κάτι που το δημιουργούμε μόνοι μας σε άμεση συνάρτηση με την κοινωνία και τις όποιες αρχές με τις οποίες γαλουχηθήκαμε. Όπως με τη φράση του τι θα πει ο κόσμος για παράδειγμα! Συνεπώς οι όποιες επιλογές ή αποφάσεις μας αν έχουν γνώμονα αυτή τη φράση, το βαφτίζουμε αξιοπρέπεια διότι μας ενδιαφέρει περισσότερο η γνώμη των άλλων για εμάς.

Αυτή η διεργασία πολλές φορές γίνεται ακούσια γιατί ενδόμυχα διψάμε για αναγνώριση ή αποδοχή κοινωνικά. Ή πολύ απλά δεν αντέχουμε το βάρος του να διαφέρουμε από το σύνολο. Έτσι, άλλα θέλουμε κι άλλα τελικά κάνουμε βάζοντας την αξιοπρέπεια ως άλλοθι.

Θετικά κι αρνητικά
Υπάρχουν θετικές αλλά και αρνητικές επιπτώσεις κρατώντας μια αξιοπρεπή στάση. Σίγουρα τα έχουμε καλά με τη συνείδησή μας και τον αυτοσεβασμό μας. Η περηφάνια μας και η αξία μας κυμαίνονται σε επίπεδα υψηλά και το γεγονός ότι μας σέβονται άλλοι άνθρωποι, μας ανεβάζει την ψυχολογία.

Από την άλλη πλευρά όμως, σε κάποιες φάσεις της ζωής μας χάνουμε σημαντικά πράγματα επιλέγοντας αυτή τη στάση. Χάνουμε την ευκαιρία να προσφέρουμε στον εαυτό μας στιγμούλες που έχει τόση ανάγκη, λίγη χαρά κι ευτυχία, θαρρώντας και θεωρώντας πως κάποια συμπεριφορά τρίτου μας θίγει ή πως δεν υπάγονται κάποια θέματα στα πιστεύω μας. Στερούμε από τον εαυτό μας τη δυνατότητα να ανακαλύψει πόσο βαθύ είναι αυτό που νιώθουμε ή να το κατανοήσει εις βάθος από φόβο μην θιχτούμε κάνοντας σκόντο στις αξίες που έχουμε ενστερνστεί με το χρόνο.

Δε θέλουμε να κάνουμε καμιά έκπτωση στα θέλω μας επειδή εικάζουμε πως κανείς δε θα το εκτιμήσει αλλά και ίσως το εκμεταλλευτεί αυτό και ίσως να είναι κι έτσι.

Πως επιλέγω στάση τελικά
Η αξιοπρέπεια, ο αυτοσεβασμός και η αυτοεκτίμηση αλλά και η περηφάνια μας πρέπει να υπάρχουν με μοναδικό όμως κριτήριο τη δική μας ωφέλεια. Η επιλογή του πότε θα θυσιάσουμε κάτι από όλα αυτά ή και όλα, είναι αυστηρά προσωπική και πρέπει να γίνει απρόσκοπτα μετά από σκέψη και πλήρη αξιολόγηση κάθε περίπτωσης.

Αν τελικά αποφασίσουμε να κρατήσουμε αυτό που θεωρούμε αξιοπρέπεια, οφείλουμε να περάσουμε το μήνυμα και στον άλλον ότι το κάνουμε με πλήρη συνειδητότητα αλλά κυρίως ότι πραγματικά τη διαθέτουμε και παίζει σπουδαίο ρόλο για εμάς.

Εάν διαφανεί πως κάποιος δε μας σέβεται ή εκμεταλλεύεται τούτη τη στάση μας, απαιτούνται άλλα μέτρα. Πρέπει να θυμόμαστε πάντα ως κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει την αξιοπρέπειά μας παρά μόνο εμείς οι ίδιοι. Αν αυτή υπάρχει, δε θα πάει πουθενά.

Δυστυχώς υπάρχουν άνθρωποι που δεν την καταλαβαίνουν καν την αξιοπρέπεια και ποτέ δε θα φερθούν όπως μας αξίζει αναλογικά. Δε θα καταλάβουν μήτε θα εκτιμήσουν το ότι τη βάλαμε στην άκρη για αυτούς και θα αποτελέσουμε στόχο. Αντιμετωπίσιμο κι αυτό όμως, έστω με κόστος και μάθημα.

Ευμένεια

Ευμένεια. Ανάμεσα στα μικρά αλλά εξαιρετικά άφθονα και συνεπώς πολύ αποτελεσματικά πράγματα που πρέπει να προσέξει η επιστήμη περισσότερο από όσο τα μεγάλα, σπάνια πράγματα, είναι και η ευμένεια.

Εννοώ εκείνες τις εκφράσεις φιλικής διάθεσης στις ανθρώπινες σχέσεις, εκείνο το χαμόγελο των ματιών, εκείνες τις χειραψίες, εκείνη την άνεση που συνήθως αγκαλιάζει όλες σχεδόν τις πράξεις των ανθρώπων. Κάθε δάσκαλος, κάθε υπάλληλος προσθέτει αυτό το συστατικό σε ό,τι θεωρεί καθήκον του˙ είναι η συνεχής εκδήλωση της ανθρωπιάς, τα κύματα τον φωτός της για να το πούμε έτσι, μέσα στα οποία μεγαλώνουν τα πάντα.

Ειδικά στον πιο στενό κύκλο, εκείνον της οικογένειας, η ζωή βλασταίνει και ανθίζει μόνο χάρη σε αυτή την ευμένεια. Η καλοκαγαθία, η φιλικότητα και η λεπτότητα της καρδιάς είναι ανεξάντλητες εκροές της μη εγωιστικής ενόρμησης και έχουν συνεισφέρει πολύ περισσότερο στην οικοδόμηση της κουλτούρας από εκείνες τις πιο διάσημες εκφράσεις τούτης της ενόρμησης που ονομάζονται συμπόνια, ευσπλαχνία και αυτοθυσία.

Τείνουμε όμως να τις υποτιμάμε, και, πράγματι, δεν υπάρχει πολύ μη εγωιστικό στοιχείο μέσα τους.

Το άθροισμα αυτών των ελάχιστων δόσεων είναι μολαταύτα μεγάλο – η συνολική τους δύναμη είναι από τις ισχυρότερες. Παρόμοια, μπορεί κανείς να βρει στον κόσμο πολύ περισσότερη ευτυχία από αυτήν που βλέπουν τα συννεφιασμένα μάτια˙ αρκεί να υπολογίσει σωστά και να μην ξεχάσει όλες εκείνες τις στιγμές ευχαρίστησης που είναι τόσο άφθονες σε κάθε μέρα της ανθρώπινης ζωής, ακόμη και της πιο βασανισμένης.

ΝΙΤΣΕ, Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο

Δράσε ή σιώπα

Βλέπεις το μπουρίνι να πλησιάζει και βάζεις στοίχημα με τo αδύνατο. Αυτό που θα σε κάνει να ξεπεράσεις τον εαυτό σου. Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων. Αυτοί που μόλις δουν να σηκώνεται αεράκι πάνε και λουφάζουν στην αδράνεια και εκείνοι που σηκώνουν το ανάστημά τους απέναντι στους καιρούς και είναι έτοιμοι να παλέψουν. Με λίγα λόγια, οι δειλοί που ψάχνετε από κάπου να πιαστείτε, αλλά με βάση τα δικά σας δεδομένα δεν υπάρχει σωτηρία και οι τολμηροί και δραστήριοι τύποι που έχουν τόσο έντονη προσωπικότητα, που δεν τους σταματάει ούτε ο κεραυνός.

Καθισμένος στον καναπέ κανείς δεν έκανε καριέρα. Γκρινιάζεις όλη μέρα για το παραμικρό. Για τη δουλειά σου, για τη ζωή σου, την καθημερινότητα, τα παιδικά σου χρόνια. Σου φταίει το σύμπαν, ο κόσμος γύρω σου, ακόμα και το περιστέρι που κουτσούλισε αριστερά και όχι δεξιά του μπαλκονιού. Δεν κάνεις τίποτα που να σε γεμίζει και ό, τι προσπάθησες να ξεκινήσεις αμέσως το βαρέθηκες. Βάζεις σε όλα ταμπέλες και τα καταδικάζεις πριν καλά-καλά σου προσφέρουν κάτι.

Κοιμάσαι και ξυπνάς με την πικρή γεύση του μάταιου. Όπου και να κοιτάξεις βλέπεις το αναπόφευκτο, το αδύνατο. Πέφτεις συνεχώς σε τοίχο γιατί δεν είσαι καθόλου αισιόδοξος και έχεις μόνο τα αρνητικά στο μυαλό σου. Δε σε ευχαριστεί πλέον τίποτα και σου φαίνονται όλα ανούσια. Μαλώνεις με τους ανθρώπους που σε αγαπάνε και σε στηρίζουν, επειδή νομίζεις πως έχεις δίκιο σε όλα. Τηρείς επί λέξη το καθημερινό βαρετό σου πρόγραμμα, με λίγα λόγια «τούβλο πας, τούβλο γυρνάς». Ε, σκάσε επιτέλους.

Δες τη θετική πλευρά της ζωής. Για όλα υπάρχουν λύσεις. Όλα μπορείς να τα καταφέρεις, να τα ανατρέψεις, να τα κατακτήσεις. Βάλε το μυαλουδάκι σου να δουλέψει, την ψυχούλα σου να λαχταρίσει. Σήκω, ντύσου, πάρε μια βαθιά ανάσα και ανακάλυψε τον εαυτό σου. Κοίτα μέσα σου και ψάξε τι πραγματικά θέλεις, τι είναι αυτό που σε κάνει ευτυχισμένο. Δράσε τώρα, μην αφήνεις τίποτα για αύριο. Βρες το κρυμμένο σου ταλέντο και αξιοποίησέ το. Ό,τι σε ταράζει άλλαξέ το και μην το αφήνεις στη μοίρα του.

Εσύ αποφασίζεις τι σου ανήκει, τι σου ταιριάζει και τι όχι. Άνοιξε το διακόπτη που έχεις κλείσει χρόνια τώρα και βάλε τη ζωή σου ξανά σε λειτουργία. Μην καταθέτεις τα όπλα σαν να είσαι ο τελευταίος καημένος, που δεν κατάφερε ούτε την κλωστή να περάσει από τη βελόνα. Άνοιξε τις πόρτες να μπει καθαρός αέρας και θετική ενέργεια και κούνα το δαχτυλάκι σου, δε θα καταστραφεί ο πλανήτης. Βάλε ένα «σύστημα συναγερμού» στον εαυτό σου και κάθε φορά που τον πιάνεις να αδιαφορεί, να γίνεται κυνικός θα χτυπάει αυτή η σειρήνα, θα σου υπενθυμίζει πως κάνεις μεγάλος λάθος. Λάθος, που αφήνεις να περνάνε έτσι αδιάφορα οι μέρες.

Την επιτυχία δεν μπορείς να τη ράψεις στα μέτρα σου. Πολλές φορές έρχεται σε λάθος μέγεθος και λάθος χρώμα. Είναι στο χέρι σου να τη φορέσεις. Πέτα το πέπλο της αρνητικότητας και φόρεσε το πιο ωραίο χαμόγελο. Κάνε μια επανεκκίνηση στην αντικειμενική σου αξία και θάψε ό,τι σε κάνει να πλήττεις. Μην κάθεσαι και διαβάζεις την είδηση, άλλαξέ την.

Η ψυχολογία της εμφάνισης!

Συχνά έχουμε την τάση να διαχωρίζουμε το σώμα μας από την προσωπικότητά μας, να θεωρούμε πως το πρώτο είναι αυτό που μπορεί να μας αποφέρει δόξα, χρήματα, ικανοποίηση σεξουαλική και ψυχική αλλά και την επιβεβαίωση πως "αξίζουμε".

Εγκλωβιζόμαστε ήδη από την πιο μικρή ηλικία σε κατηγορίες είτε μέσα στην οικογένειά μας είτε στον πιο ευρύ κοινωνικό μας κύκλο:"Η όμορφη της οικογένειας, ο άσχημος, ο κοντός, ο χοντρός, η αδύνατη, η έξυπνη".

 Έρευνες έχουν δείξει πως οι γονείς, έπειτα και οι δάσκαλοι τείνουν να επιβραβεύουν περισσότερο τα πιο "όμορφα" παιδιά αφιερώνοντας σ'αυτά περισσότερη προσοχή και ίσως απαλλαγή από τυχόν "σκανδαλιές", που μπορεί να έχουν προκαλέσει.

Οι περισσότεροι τομείς εργασιών αναζητούν άτομα "αντικειμενικά" όμορφα, μία λέξη που με βρίσκει εντελώς αντίθετο. Μάλιστα συνήθως αναθέτουν σ'αυτά να κατέχουν ρόλους πιο σημαντικούς-κεντρικούς σε μία εταιρεία.

Οδηγούμαι λοιπόν σε μία διαπίστωση: Βλέπω πολλούς ανθρώπους σωματικά ίδιους, γυμνασμένους ή αγχωμένους, λόγω του καλοκαιριού, να προλάβουν να διορθώσουν τις ατέλειες τους. Ανθρώπους που ποτέ δεν θα δεις να κρατούν μία σακούλα από ένα βιβλιοπωλείο παρά μόνο από καταστήματα ρούχων και καλλυντικών.

Πόσο εύκολο είναι να βελτιώσεις το σώμα σου; Σίγουρα δεν είναι εφικτό να το πετύχεις σ'ένα μικρό χρονικό διάστημα αλλά τα αποτελέσματα λίγο πολύ είναι εμφανή σχετικά γρήγορα. Εκεί έγκειται και η διαφορά μεταξύ προσωπικότητας και εξωτερικής εμφάνισης.

Την πρώτη χρειάζεσαι χρόνο και πολλή προσπάθεια για να τη βελτιώσεις, ο κοινωνικός περίγυρος μπορεί πιο εύκολα να σε αποπροσανατολίσει από το στόχο σου, ακόμη κι εσύ ο ίδιος μπορεί να παραιτηθείς εύκολα.

Τα θετικά αποτελέσματα της βελτίωσης της προσωπικότητάς μας είναι συνήθως εμφανή μακροπρόθεσμα. Έτσι επιλέγουμε να βλέπουμε ανθρώπους, οι οποίοι προτιμούν να στολίζουν μόνο το σώμα τους κι όχι την προσωπικότητα τους. Το στολίζουν μάλιστα με τατουάζ, το φροντίζουν με διάφορες αντιγηραντικές κρέμες για να προλάβουν την γήρανση του. Γιατί έτσι έχουν μάθει.

Πως μόνο όταν είμαι όμορφος αγαπιέμαι, μόνο όταν είμαι νέος μπορώ να αποκτήσω ερωτικούς συντρόφους, πως οι έπαινοι της οικογένειάς μου αφορούσαν περισσότερο την εξωτερική μου εμφάνιση παρά την προσωπικότητά μου. Οπότε; Υποσυνείδητα τους χάνω όλους, αν δεν είμαι πλέον όμορφος.

Η αυτοπεποίθηση μας λοιπόν κλονίζεται. Αυτό που εμείς θεωρούμε ως "αρνητικό" στην εμφάνισή μας μετατρέπεται στο σημείο που πιστεύουμε πως εστιάζουν οι άλλοι όταν μας κοιτούν. Παρατηρώ πολλούς όμορφους ανθρώπους, στα δικά μου πάντα μάτια, οι οποίοι συνεχώς θεωρούν πως επιδέχονται βελτίωσης.

Μην ξεχνάτε πως υπάρχουν τρεις πτυχές που αφορούν την εξωτερική μας εμφάνιση:

1)Η ρεαλιστική. Αυτό που βλέπουμε στον καθρέφτη, Το αντικειμενικό.

2)Το πώς εμείς θεωρούμε πως είμαστε.Η εικόνα για το σώμα μας, για τον εαυτό μας.

3)Το πώς νομίζουμε πως μας κρίνουν οι άλλοι. Πώς δηλαδή πιστεύουμε πως μας βλέπουν (άσχημους, όμορφους, κοντούς, αδύνατους, παχύσαρκους).

Ας κάνουμε έναν απολογισμό: πόσα χρήματα έχουμε διαθέσει για την προσωπικότητά μας και πόσα για την εξωτερική μας εμφάνιση τον τελευταίο χρόνο; Πόσοι άνθρωποι εντοπίζουν αμέσως ατέλειες εξωτερικές παραβλέποντας τις εσωτερικές; Πόσοι άνθρωποι επιλέγουν να διαβάσουν για να αυτοβελτιωθούν; Ή να επισκεφθούν έναν ψυχολόγο για να ανακαλύψουν άγνωστες πτυχές του εαυτού τους βελτιώνοντας τις ήδη υπάρχουσες;

Αγάπα τον εαυτό σου όπως είναι, το όπλο σου είναι η διαφορετικότητά σου, η ουλή σου, το σώμα σου, τα σκιστά σου μάτια, το σκούρο σου δέρμα, το ύψος σου, τα κιλά σου, η μύτη σου, τα μάτια σου, το στόμα σου, τα μαλλιά σου. Αγάπησε τα γιατί όλα αυτά σου ανήκουν, είσαι εσύ και διαφοροποιείσαι από τους γύρω σου.

Για να αγαπήσεις όμως το περιτύλιγμα οφείλεις να αγαπήσεις και την ουσία, αυτή εκπέμπει στους γύρω σου τη θετική σου ενέργεια, αυτή θα σε οδηγήσει στον δύσκολο δρόμο της ενδοσκόπησης.

Δεν είσαι διαφορετικός, δεν είσαι μη-φυσιολογικός. Εξάλλου ό,τι είναι μη-φυσιολογικό για μένα για τον διπλανό μου είναι συνηθισμένο και πάντα αδιαφορούμε γι'αυτό που έχουμε συνηθίσει.

Αγάπησε εσένα με όσα όπλα διαθέτεις, γιατί όλα αυτά σου ανήκουν, είναι δικά σου. Μην καταδικάζεις τον εαυτό σου και μην τον ταλαιπωρείς. Δόμησε καλά αυτό που έχεις μέσα σου, αυτό είναι σταθερό,αυτό έχει αξία, αυτό θα σε συντροφεύει για πάντα στη ζωή σου. Στόλισε πρώτα την προσωπικότητά σου κι ύστερα το σώμα σου.

Αν εξάλλου όλοι είμαστε διαφορετικοί, γιατί πρέπει να γίνουμε ίδιοι; Ποιος ορίζει την ομορφιά; Ποιος παραγκωνίζει ανθρώπους από τον κοινωνικό τους περίγυρο ή από εργασιακούς χώρους επειδή απλώς είναι όμορφοι μ'έναν τρόπο διαφορετικό; Εξάλλου το διαφορετικό δεν είναι πιο ελκυστικό;

Υ.Γ. =Αγάπα τον εαυτό σου όπως είναι, γιατί μόνο αυτός σου ανήκει αποκλειστικά!

Μήπως αρχικά το ηλιακό σύστημα είχε πέντε γιγάντιους πλανήτες;

Το ηλιακό μας σύστημα μπορεί να είχε περισσότερους από τέσσερις γιγάντιους πλανήτες που να γλύτωσαν τη Γη. "Έχουμε όλες τις ενδείξεις για την πρώιμη εξέλιξη του ηλιακού συστήματος," λέει ο David Nesvorny του Νοτιοδυτικού Ερευνητικού Ινστιτούτου στο Κολοράντο. "Αυτές προέρχονται από την ανάλυση του πληθυσμού των μικρών αντικειμένων στη ζώνη μετά τον Ποσειδώνα, γνωστής ως ζώνη Kuiper, και από τον μεγάλο αριθμό κρατήρων στη Σελήνη."

"Η πιθανότητα το ηλιακό σύστημα να είχε πάνω από τέσσερις γιγάντιους πλανήτες αρχικά, και κάποιοι να εκτινάχθηκαν έξω από αυτόν, φαίνεται ότι είναι εφικτή λόγω της πρόσφατης ανακάλυψης ενός μεγάλου αριθμού ελεύθερα κινούμενων πλανητών στο διαστρικό διάστημα, που υποστηρίζουν την ιδέα ότι η διαδικασία εξώθησης ενός πλανήτη θα μπορούσε να είναι ένα συχνό φαινόμενο", υποστηρίζει ο David Nesvorny.

Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι οι τροχιές των γιγάντιων πλανητών επηρεάστηκαν από μια δυναμική αστάθεια, όταν το ηλιακό σύστημα ήταν περίπου 600 εκατομμυρίων ετών. Κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι γίγαντες πλανήτες και τα μικρότερα σώματα να διασκορπιστούν μακριά το ένα από το άλλο.
 
Μερικά μικρά αντικείμενα μεταφέρθηκαν στη ζώνη Kuiper και άλλα ταξίδεψαν προς το εσωτερικό, συγκρουόμενα με τους γήινους πλανήτες και τη Σελήνη. Οι γιγάντιοι πλανήτες μετακινήθηκαν κι αυτοί, επίσης. Ο Δίας, για παράδειγμα, διασκόρπισε τα περισσότερα μικρά σώματα προς τα έξω και μετακινήθηκε προς τα μέσα.
 
Πάντως, αυτό το σενάριο παρουσιάζει ένα πρόβλημα. Οι αργές αλλαγές στην τροχιά του Δία, όπως αυτές που αναμένονται από την αλληλεπίδραση με τα μικρά σώματα, θα είχαν μεταφέρει πάρα πολύ ορμή στις τροχιές των γήινων πλανητών. Αναμοχλεύοντας ή διαταράσσοντας έτσι το εσωτερικό του ηλιακού συστήματος και, ενδεχομένως, αναγκάζοντας τη Γη να συγκρουστεί με τον Άρη ή την Αφροδίτη.
 
«Κάποιοι πρότειναν έναν έξυπνο τρόπο εξήγησης για αυτό το πρόβλημα», λέει ο Nesvorny. «Πρότειναν ότι η τροχιά του Δία άλλαξε γρήγορα, όταν ο Δίας άλλαξε θέση εξ αιτίας του Ουρανού ή του Ποσειδώνα κατά τη διάρκεια της δυναμικής αστάθειας στο εξωτερικό ηλιακό σύστημα." Η θεωρία του "άλματος του Δία", όπως είναι γνωστή, είναι λιγότερο επιβλαβής για το εσωτερικό ηλιακό σύστημα, γιατί η τροχιακή σύζευξη μεταξύ των γήινων πλανητών και του Δία και είναι αδύναμη, αν ο Δίας πήδηξε σε άλλη θέση.
 
Ο Nesvorny έχει κάνει χιλιάδες προσομοιώσεις σε υπολογιστή για τις απαρχές του ηλιακού συστήματος για τον έλεγχο της θεωρίας του άλματος του Δία. Βρήκε ότι, όπως ήλπιζε, ο Δίας έκανε όντως το άλμα λόγω σκέδασης του από τον Ουρανό και τον Ποσειδώνα. Όταν ‘πήδηξε’, ωστόσο, ο Ουρανός και ο Ποσειδώνας έφυγαν έξω από το ηλιακό σύστημα. «Κάτι είναι σαφώς λάθος", λέει.
 
Παρακινημένος από αυτά τα αποτελέσματα, ο Nesvorny αναρωτήθηκε αν το πρώιμο ηλιακό σύστημα θα μπορούσε να είχε πέντε γιγάντιους πλανήτες αντί για τέσσερις. Εκτελώντας τις προσομοιώσεις με ένα επιπλέον γιγάντιο πλανήτη και με μάζα παρόμοια με αυτή του Ουρανού και του Ποσειδώνα, τα πράγματα ξαφνικά ήρθαν στη θέση τους. Ένας λοιπόν μεγάλος πλανήτης εκτινάχθηκε έξω από το ηλιακό σύστημα από τον Δία, αφήνοντας τέσσερις μόνο γιγάντιους πλανήτες πίσω του, ενώ συγχρόνως το άλμα του Δία, άφησε τους γήινους πλανήτες ανενόχλητους.

Αναπαράχθηκαν στο εργαστήριο οι συνθήκες κατά τη γένεση των πλανητών

Χρησιμοποιώντας τεχνικές συμπίεσης που βασίζονται σε λέιζερ, επιστήμονες από το Εργαστήριο Lawrence Livermore (LLNL) στις ΗΠΑ και στα πανεπιστήμια του Μπέρκλεϊ και του Μπαϊρόιτ αναπαρήγαγαν τις συνθήκες που επικρατούν κατά τον σχηματισμό των γήινων πλανητών, όπως επίσης και στο εσωτερικό των Υπερ-Γαιών και τους γιγάντιων πλανητών. Τα πειράματα, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Science, αποκαλύπτουν τις ασυνήθιστες ιδιότητες του οξειδίου του πυριτίου –βασικού συστατικού των πετρωμάτων– στις υψηλές πιέσεις και θερμοκρασίες που επικρατούν κατά τη δημιουργία ενός πλανήτη και στην εξέλιξη της εσωτερικής δομής του.

Η έρευνα έγινε εφικτή από τη στιγμή που οι ερευνητές κατάφεραν να συνθέσουν στο εργαστήριο στισοβίτη, μια μορφή οξειδίου του πυριτίου υψηλής πυκνότητας, το οποίο συνήθως υπάρχει σε μικρές ποσότητες σε κρατήρες από τη σύγκρουση μετεωριτών.

Με τη χρήση λέιζερ, ο φυσικός του LLNL Μάριους Μίλοτ και οι συνάδελφοί του από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία κατάφεραν να συμπιέσουν και να μετρήσουν τη θερμοκρασία δειγμάτων οξειδίου του πυριτίου σε 5 εκατομμύρια ατμόσφαιρες, δηλαδή 5 εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη πίεση από αυτήν που επικρατεί στην επιφάνεια της Γης και συγκρίσιμη με τις συνθήκες στο εσωτερικό των υπερ-Γαιών, στο σημείο όπου ο πυρήνας τους γειτνιάζει με τον μανδύα. Παρόμοιες συνθήκες επικρατούν επίσης στις βίαιες συγκρούσεις αστεροειδών και κομητών σε έναν πλανήτη, στα τελευταία στάδια της δημιουργίας του.
 
«Στο εσωτερικό των πλανητών, η ακραία πυκνότητα, πίεση και θερμοκρασία αλλάζουν δραστικά τις ιδιότητες των υλικών», αναφέρει ο ΜίλοτL. «Η θερμότητα που μπορούν να απορροφήσουν τα στερεά υπό πίεση μέχρι να λιώσουν, που είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για τον προσδιορισμό της εσωτερικής δομής ενός πλανήτη, μπορούν σήμερα να μετρηθούν άμεσα στο εργαστήριο».
 
Σε συνδυασμό με προηγούμενες μελέτες για το σημείο τήξης άλλων οξειδίων και του σιδήρου, τα νέα δεδομένα υποδεικνύουν πως τα πυριτικά οξείδια του μανδύα και ο μεταλλικός πυρήνας έχουν παρόμοια σημεία τήξης πάνω από τα 3 εκατομμύρια ατμόσφαιρες, υποδεικνύοντας ότι ίσως όλοι οι μεγάλοι βραχώδεις πλανήτες διαθέτουν ωκεανούς μάγματος στο υπέδαφός τους. Σε αυτό το στρώμα μπορούν να δημιουργηθούν  μαγνητικά πεδία.
 
«Επιπλέον, η έρευνά μας δείχνει πως πιθανότατα είναι στερεός ο πυρήνας αέριων γιγάντων όπως του Ποσειδώνα, του Ουρανού ή του Κρόνου. Μια ανακάλυψη που δημιουργεί νέα δεδομένα για μελλοντικά βελτιωμένα μοντέλα τα οποία θα περιγράφουν τη δομή και την εξέλιξη των ουράνιων σωμάτων αυτής της κατηγορίας», επισημαίνει ο φυσικός.
 
Η έρευνα έγινε εφικτή από τη στιγμή που οι ερευνητές κατάφεραν να συνθέσουν στο εργαστήριο στισοβίτη, μια μορφή οξειδίου του πυριτίου υψηλής πυκνότητας, το οποίο συνήθως υπάρχει σε μικρές ποσότητες σε κρατήρες από τη σύγκρουση μετεωριτών. «Ο στισοβίτης διατηρεί τη θερμοκρασία του χαμηλότερη όταν συμπιέζεται, γεγονός που μας επέτρεψε να μετρήσουμε σημεία τήξης σε μεγαλύτερη πίεση», σημειώνει ο Μίλοτ.
 
Οι 1.000 και πλέον εξωπλανήτες που έχουν ανακαλυφθεί έως σήμερα δείχνουν πως όλοι αυτοί οι «συγγενείς» της Γης έχουν μεγάλη ποικιλία σε μεγέθη και ιδιότητες. Χρησιμοποιώντας την ικανότητα αναπαραγωγής στο εργαστήριο των ακραίων συνθηκών που επικρατούν είτε στο εσωτερικό τους είτε κατά το σχηματισμό τους, οι επιστήμονες ελπίζουν πως θα συμβάλουν στην πληρέστερη κατανόηση δημιουργία της Γης, αλλά και της προέλευσης της ζωής.

Από την αρχαία στη μεσαιωνική φιλοσοφία

Τι είναι η μεσαιωνική φιλοσοφία;

§1. Η φιλοσοφία εκείνης της περιόδου της ευρωπαϊκής ιστορίας, που βρίσκεται ανάμεσα στους αρχαίους και νέους χρόνους, ονομάστηκε μεσαιωνική φιλοσοφία, ή αλλιώς: φιλοσοφία των μέσων χρόνων ή μέσων αιώνων. Σχετικά με την ακριβή χρονική στιγμή έναρξής της οι απόψεις των ιστορικών ποικίλουν. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως θα πρέπει να αρχίζει ευθύς με το κλείσιμο της Ακαδημίας των Αθηνών (529 μ.Χ.) από τον Ιουστινιανό. Αρκετοί άλλοι θεωρούν ως χρονικό σημείο έναρξής της το 800 μ.Χ. Είναι τότε που ο Καρλομάγνος ίδρυσε την λεγόμενη καρολίγγεια αυτοκρατορία, την πρώτη στη λατινογενή Δυτική Ευρώπη μετά την κατάλυση της πάλαι ποτέ κραταιάς δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αποτελεί ορόσημο αυτή η χρονική στιγμή, διότι επί βασιλείας του Καρλομάγνου έλαβε σάρκα και οστά μια πρωτόφαντη πολιτισμική και πνευματική ανάπτυξη μέσα στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας. Υπ’ αυτούς τους ορίζοντες, η μεσαιωνική φιλοσοφία ενσάρκωνε έναν αντίστοιχο μεσαιωνικό τρόπο σκέψης, ο οποίος δεν εξέφραζε ούτε κατά την πιο αρρωστημένη φαντασία έναν «μεσαιωνικό σκοταδισμό». Η κουβέντα για έναν τέτοιο «σκοταδισμό» ανήκει στην τάξη της καθημερινότητας και τροφοδοτείται εν πολλοίς από την ολική άγνοια ορισμένων γύρω από την πνευματική/φιλοσοφική δημιουργία της υπό συζήτηση εποχής ή ακόμη και από μια τυφλή πίστη τους στις πλάνες της ιδεολογικής τους νύχτας. Μια συζήτηση περί «σκοτεινών αιώνων», θεμιτή λιγότερο ή περισσότερο επιστημονικά, θα μπορούσε να αφορά την ενδιάμεση περίοδο από την κατάλυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (476 μ.Χ.) έως το 800 μ.Χ. Αυτή η περίοδος δεν έχει να επιδείξει κάποιο ουσιώδες φιλοσοφικό – στοχαστικό επίτευγμα ή ιδεώδες και συναφώς κάποια παιδευτική διαδικασία, συστηματικά ή θεσμικά οργανωμένη. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως μια νεκρή, εντελώς-παντελώς στάσιμη περίοδος.

§2. Ποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας επιτρέπουν να μιλάμε για μεσαιωνική φιλοσοφία; Το θεμελιακό χαρακτηριστικό, γύρω από το οποίο περιστρέφονται και τόσα άλλα, είναι η εμφάνιση και η καθίδρυση του χριστιανισμού ως κυρίαρχης θρησκείας. Η επικράτηση βέβαια της συγκεκριμένης θρησκείας κυρίως –χωρίς ασφαλώς να παραβλέπεται και η συμβολή άλλων θρησκειών, όπως π.χ. ο ιουδαϊσμός ή ο ισλαμισμός, στην ευρύτερη επικράτεια του τότε κόσμου– δεν προέκυψε ως εκπλήρωση μιας καλά οργανωμένης επιχείρησης, με προδιαγεγραμμένη σκοπιμότητα, να εκτοπίσει κάθε προηγούμενο, ισχυρό ως τότε, πνευματικό, πολιτισμικό ή στοχαστικό κίνημα. Απεναντίας συνιστά μια πρώτη θεσμική ολοκλήρωση νέων αντιλήψεων, θεωρήσεων, διδασκαλιών, θρησκευτικών δογμάτων για τη ζωή και τον κόσμο, ωριμασμένων σιγά- σιγά και σε μεγάλο βάθος του παρελθοντικού χρόνου, από τότε περίπου που πρωτοεμφανίστηκε ο χριστιανισμός, αποτελεσματικών στο να ανταποκρίνονται στις λυτρωτικές ανησυχίες των λαών και των ανθρώπινων ατόμων. Γιατί υπήρχαν τέτοιες ανησυχίες; Επειδή η κατάρρευση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με τη μεγάλη μετανάστευση ολόκληρων λαών, τη δημιουργία νέων κρατικών μορφωμάτων, τη δόμηση σκληροτράχηλων δομών εξουσίας, την ύπαρξη ανηλεών συγκρούσεων και πολέμων, προκαλούσε απρόβλεπτες αβεβαιότητες στους συγκροτούμενους, υπ’ αυτές τις συνθήκες, νέους πληθυσμούς. Στο μεταξύ, η αποσύνθεση της εν λόγω αυτοκρατορίας σήμαινε και την περαιτέρω αποδυνάμωση του αρχαίου πολιτισμού ως συστηματικής πηγής δημιουργικού πνεύματος, ικανής να μεταδώσει στα νέα φύλα εξουσίας, όπως τα γερμανικά, μια αναγεννησιακή μόρφωση που ως τότε δεν είχαν. Στη χορεία των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών ανήκει και το γεγονός ότι η ίδια η ελληνική φιλοσοφία, από την εποχή της ακμής της έως και τις τελευταίες αναλαμπές του Νεοπλατωνισμού, ανέπτυξε περιοδικά πλούσιους προβληματισμούς, εξόχως ταιριαστούς στις αρχέγονες αναζητήσεις του χριστιανικού δόγματος. Ο φιλοσοφικός στοχασμός της ελληνικής αρχαιότητας, με όλες τις κατά περιόδους σχολές του, επηρέασε βαθύτητα τη διαμόρφωση της μεσαιωνικής φυσιογνωμίας του στοχασμού.

§3. Η νέα τούτη πραγματικότητα χαρακτηρίζεται τελικά από ένα σύνολο αντιθετικών ή αντιφατικών τάσεων, που εξομαλύνονται βαθμιαία κάτω από την απόλυτη ισχύ του θεολογικού πνεύματος. Μοιραία, ως μια τέτοια πρωτόγνωρη πραγματικότητα, σημαδεύεται από άσπλαχνες δονήσεις κάθε προηγούμενου στηρίγματος ζωής, από την κατάλυση κάθε άμεσης ζωτικής επικοινωνίας με τα πνευματικά επιτεύγματα των Ελλήνων, από καθοριστικές εν πολλοίς αλλοιώσεις του ως τότε ισχύοντος συστήματος αξιών. Ωστόσο δεν εξαφανίζει ορισμένως κάποιες δοκιμασμένες δομές οργάνωσης, λειτουργίας, μετάβασης από το παλαιό στο νέοˑ και τούτο όχι μόνο στη σφαίρα του Πολιτικού, αλλά και του Πνευματικού εν γένει. Ο νέος κόσμος δεν γνωρίζει τα υψιπετή επίπεδα μόρφωσης, που ανέδιδε καθ’ όλους τους προηγούμενους αιώνες το ελληνικό πνεύμα. Αντικειμενικά όμως σπεύδει να αφομοιώσει, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, βασικές του πτυχές, προκειμένου να βαδίσει πάνω σε ανθεκτικά στο χρόνο θεμέλια και να διαμορφώνει ευέλικτους τρόπους σκέψης και δράσης. Έτσι, η ουσία της μεσαιωνικής φιλοσοφίας συνδυάζει θεωρητικό ενδιαφέρον για μεγάλα οντολογικά, αξιολογικά ή γνωσιοθεωρητικά προβλήματα, όπως περίπου έρχονται από την αρχαία ελληνική παράδοση, με μια έντονα θρησκευτική στάση ζωής, όπως υπαγορεύεται από το θεσμισμένο πια σε κυρίαρχη θρησκεία χριστιανικό δόγμα. Αυτός ο συνδυασμός γίνεται αισθητός σε έναν τρόπο σκέψης και σε αντίστοιχα περιεχόμενα, που τείνουν ανυπερθέτως να εδραιώνουν την απόλυτη υπεροχή του θρησκευτικού/χριστιανικού αξιακού συστήματος. Μα και τούτη η υπεροχή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει χωρίς έναν νέο κόσμο της ψυχής, δηλαδή μια συνείδηση, που οι φιλοσοφικές της καταβολές θα οδηγούν σε νέα ψυχικά βάθη και θα εμπεδώνουν ή θα μεταλαμπαδεύουν στους καινούριους σχηματισμούς λαών, στην πληγωμένη αλλά και απολίτιστη ψυχή τους, εκχριστιανισμένα συστήματα αξιών, παρηγορητικών ιδεών, θεραπευτικών άρθρων πίστης, φιλοσοφικών/μεταφυσικών πτήσεων.       

§4. Όσο πιο πολύπλοκο και περιπετειώδες γίνεται το πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, επιστημονικό σύμπλεγμα του μεσαιωνικού κόσμου, τόσο πιο πολύ η χριστιανική θρησκεία αποζητά να εκλογικεύει τα θέματά της και να δίνει στην πίστη ένα πιο λογικό περιεχόμενο. Έτσι αποκτά μια πιο στενή σχέση με τη φιλοσοφία και εντείνει την προσπάθειά της να περισώσει ό,τι μπορεί από τη φιλοσοφική κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων και να επωφεληθεί απ’ αυτήν. Είναι αλήθεια πως τα αρχαία ελληνικά κείμενα, τα πρωτότυπα, μόνο ή σχεδόν μόνο μέσω των λατινικών έφθαναν –εάν έφθαναν– στη Δύση. Εξίσου αλήθεια είναι πως μέσα στην αγριότητα και τη βαρβαρότητα των εκ Βορρά προελαυνόντων φύλων και των αντίμαχων εξουσιαστικών ορδών, –καλή ώρα σαν τις σύγχρονες ορδές αιμοδιψών βαρβάρων της εξουσίας εντός της ελληνικής επικράτειας– τα εν λόγω κείμενα είτε κινδύνευαν να χαθούν ολοσχερώς και κυριολεκτικά, όπως συνέβη με πολλά που δεν έφθασαν ως εμάς, είτε να ξεχαστούν και να χαθούν βαθμιαία από προσώπου γης. Εξάλλου, ο αισθητικός, πολιτισμικός και επιστημονικός απόηχος των εν λόγω κειμένων έμεινε έξω από τόσο αγριωπά πρόσωπα και ώτα σαν εκείνα, όπως δεν συγκινεί και ορισμένα δικά μας σημερινά σχήματα εξουσίας. Ο ρόλος της εκκλησίας και των διανοουμένων της εδώ ήταν καταλυτικός. Διέσωσε τα κείμενα, τουλάχιστον εκείνα που εξυπηρετούσαν καλύτερα τους σκοπούς της, με πολλαπλούς τρόπους: με μεταφράσεις, ερμηνείες, σχολιασμούς, διδασκαλίεςˑ με τη μετατροπή τους γενικώς σε μορφωτικό αγαθό, έστω και με θρησκευτικό εμποτισμό, για την παίδευση και αισθητική καλλιέργεια του νέου κόσμου. Ο ρόλος της εκκλησίας θα μπορούσε και σήμερα να γίνει καταλυτικά φιλοσοφικός με τη μόρφωση και διαμόρφωση ελεύθερων συνειδήσεων μέσω της συμπόρευσης με τη θύραθεν παιδεία, και όχι συμπόρευση με την εκάστοτε εξουσία, στο βαθμό που ετούτο συμβαίνει. Γενικώς ειπείν, η σχέση φιλοσοφίας και χριστιανικής θρησκείας στο Μεσαίωνα δεν είναι απλώς σχέση ιδεών, αλλά και θεσμικά λειτουργική με το νόημα ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός εξ ολοκλήρου υπηρετεί τους σκοπούς της θρησκείας, ήτοι της εκκλησίας, έτσι ώστε η φιλοσοφία να θεωρείται υπηρέτρια της θεολογίας (ancilla theologiae=θεραπαινίδα της θεολογίας).

§5. Σε κάθε περίπτωση, από την πολλαπλή σχέση της θρησκείας με τη φιλοσοφία προέκυψαν εξελικτικά δυο κατευθύνσεις της μεσαιωνικής φιλοσοφίας: πρωταρχικά η φιλοσοφία της Πατρολογίας (Philosophie der Patristik), η Πατερική φιλοσοφία, και στη συνέχεια η Σχολαστική (Philosophie der Scholastik). Αυτοί που υλοποιούν την Πατερική φιλοσοφία είναι προπάντων οι Πατέρες της εκκλησίας, εξού και το όνομα. Το φιλοσοφικό τους έργο έγκειται κυρίως στην ερμηνεία, επεξεργασία ή μετουσίωση παλαιών φιλοσοφικών θεωριών με πνεύμα και μορφή θρησκευτικο-χριστιανική. Επίσης παραλαμβάνονται έννοιες και εμποτίζονται με χριστιανικά περιεχόμενα, έτσι ώστε να αποτελέσουν την ορολογία της εξ αποκαλύψεως θρησκείας. Μέσα από την υπέρβαση του δυισμού, τον οποίο κληρονόμησε η χριστιανική φιλοσοφία από την αρχαία, αναδύθηκε ο Ενισμός, δηλαδή μια και ενιαία αρχή του σύμπαντος κόσμου. Στη χριστιανικοθρησκευτική-θεολογική του εννόηση ο Ενισμός είναι ο θεάνθρωπος: η ενότητα θείου και ανθρώπινου όντος. Όλη αυτή η διανοητική/φιλοσοφική εργασία αναπτύχθηκε κάτω από δύσκολους εσωτερικούς αγώνες/διαμάχες ανθρώπων και πραγμάτων της εκκλησίας, με αφορισμούς και αναθεματισμούς, όπως π.χ. συνέβη με τον χαλκέντερο θεωρητικό της φιλοσοφίας Ωριγένη, ένα πραγματικά ελεύθερο πνεύμα για τα τότε δεδομένα της εκκλησίας. Η Σχολαστική φιλοσοφία πήρε το όνομά της από την αρχική ονομασία του δασκάλου ως σχολάριου, σχολαστικού, συσχετιζομένου με τη σχολή, το σχολείο. Θεμελιώδες γνώρισμα αυτής της φιλοσοφίας, μεταξύ πολλών άλλων, είναι να υπερβαθεί το στερεότυπο, ατεκμηρίωτο των βασικών αρχών της πίστης μέσα από τη γνώση: οικοδόμηση φιλοσοφικο-θεολογικού συστήματος, κατά το οποίο η προβαλλόμενη ως τώρα σοφία της πίστης υπόκειται σε μεταστοχασμό δια του Λόγου –εν αρχή είναι ο Λόγος– και υψώνεται σε μια τεκμηριωμένη αλήθεια της πίστης. Επίσης αναπτύχθηκε μια ενιαία οργάνωση και μέθοδος διδασκαλίας, ζητήματα, για τα οποία θα γίνει λόγος σε επόμενες ενασχολήσεις. Συγκεφαλαιωτικά θα μπορούσε να πει κανείς πως η εν λόγω φιλοσοφία εργάστηκε ομοθυμαδόν για μια Λογική συνόψιση, σύνθεση όλης της γνώσης με παράλληλη αποσαφήνιση, δια της Λογικής οδού, της σκέψης: εκλογικευμένη πίστη.

Καθοδόν προς τον κόσμο των Προσωκρατικών

Η γένεση της προσωκρατικής φιλοσοφίας

§1. Ανήκει στη μοίρα του ανθρώπου να ταξιδεύει μέσα στο χρόνο και να επισταθμεύει σε περιόδους, που κυοφορούν μια φωτεινή απαρχή της ανθρώπινης σκέψης, παρά και ενάντια ενίοτε στο σκοταδισμό των καιρών. Αυτό είναι εξάλλου το κύριο χαρακτηριστικό της ιστορίας, που παρηγορεί την απαρηγόρητη, κατά τα άλλα, ανθρώπινη ζωή. Μια τέτοια περίοδος είναι εκείνη της γένεσης της ελληνικής φιλοσοφίας, που μας διανοίγει ολοταχώς προς την ζωοδότρα εστία της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Η τελευταία αρχίζει να αναδύεται στην ιστορική σκηνή, κατά τον 6ο αι. π.Χ., ως ορθολογικός στοχασμός ορισμένων διανοητών έναντι του ασύντακτου, αλλά άκρως παντοδύναμου ακόμη μυθολογικού τρόπου σκέψης. Υπόσχεται να καθιδρύσει ένα νέο σκέπτεσθαι στη ζωή του ανθρώπου και του πολιτισμού του, που να συνδυάζει θεωρητική ερμηνεία του σύμπαντος κόσμου και πρακτική αντιμετώπιση καίριων ζητημάτων της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης του ανθρώπινου κόσμου. Γι’ αυτό και ο λόγος των προσωκρατικών διανοητών δεν εκτυλίσσεται ερήμην του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι, αλλά σε συνδυασμό με πρακτικές τους συμβολές για τη θεσμική συγκρότηση της πόλεως, για τη χάραξη αποτελεσματικής πολιτικής στρατηγικής, για την αντιμετώπιση δυσοίωνων καταστάσεων, για μια στοχαστική θεώρηση του θείου κ.λπ. Πρόκειται για ένα ανεπανάληπτο επίτευγμα της ιστορίας, το οποίο όμως δεν προέκυψε στιγμιαία και αιφνίδιαˑ κυοφορήθηκε καθ’ όλο τον προηγούμενο χρόνο και δέσποσε στο κέντρο της ζωής, ευθύς με την ωρίμανση όλων των υλικών και πνευματικών συνθηκών. Παρόμοιο επίτευγμα πάνω σε ελληνικό έδαφος και από αληθινούς δημιουργούς είναι και εκείνο της δημοκρατίας.

 §2. Γενέθλιος τόπος της δημοκρατίας είναι η Αθήναˑ όχι όμως και της ελληνικής φιλοσοφίας. Γενέθλιος τόπος της τελευταίας, υπό τη μορφή του προσωκρατικού στοχασμού, είναι οι ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας, με βασική κοιτίδα τη Μίλητο, από όπου κατάγονται οι τρεις Μιλήσιοι διανοητές: Θαλής, Αναξίμανδρος και Αναξιμένης. Επίσης η Κολοφώνα, πατρίδα του Ξενοφάνη, η Έφεσος (Ηράκλειτος), η Σάμος (Πυθαγόρας-Μέλισσος), οι Κλαζομενές (Αναξαγόρας) τα Άβδηρα (Λεύκιππος και Δημόκριτος) κ.α. ή ακόμη και οι εποικισμένες περιοχές της κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, η Ελέα και ο Ακράγαντας (Ζήνων, Παρμενίδης, Εμπεδοκλής). Ωστόσο, η Αθήνα αναδείχτηκε, στα μετέπειτα χρόνια, σε κέντρο πνευματικών ζυμώσεων, οι οποίες δεν θα έπρεπε να αμφισβητούν τα καθιερωμένα όρια του υγιούς κοινού νου. Κάθε υπέρβαση του status της μαζικής κουλτούρας τιμωρούνταν με θάνατο ή εξορία, όπως συνέβη με τον Σωκράτη, τον Αναξαγόρα, τον Πρωταγόρα κ.α., και θα συνέβαινε επίσης με τον Αριστοτέλη, μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, εάν δεν έφευγε από την Αθήνα. Τέτοια φαινόμενα αποτελούν ιστορικά τεκμήρια για το πώς η φιλοσοφία, χωρίς να εχθρεύεται την καθημερινότητα, είναι το ευθέως αντίθετο προς την επιδερμική, τη λεγόμενη μαζική, κουλτούρα αυτής της καθημερινότητας. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, η φιλοσοφία θεωρείται για τον κοινό νου μια ανεστραμμένη Λογική. Η καλλιέργεια συνεπώς της φιλοσοφίας, πολύ περισσότερο δε η άσκησή της, εκκινεί από την αναγκαιότητα να δίνει νέα πνοή στο πνεύμα της εποχής (Zeitgeist) και να το ανυψώνει σε αυθεντικό θεωρεῖν, που σημαίνει: σε εποπτική σκέψη, σε κατανοητική ερμήνευση του πραγματικού. Εδώ έγκειται και η μεγάλη αξία του γεμάτου ελληνική ιδιοφυία συμβάντος της σκέψης, που ονομάζεται προσωκρατική φιλοσοφία.

§3. Για τον άνθρωπο, επομένως, που θέλει να φιλοσοφεί αληθινά, η φιλοσοφία δεν αποτελεί μια απλώς επαγγελματική απασχόληση, δικαιολογητική για υποχθόνιες σκοπιμότητες και ιδιοτελείς υπολογισμούς, όπως συμβαίνει κατά πολύ σήμερα με ορισμένους κηφήνες, που από καθέδρας ασχολούνται με τη φιλοσοφία ως διορισμένοι υπάλληλοι των διαφόρων κέντρων ή παράκεντρων εξουσίας, εκείνα δηλαδή που ο Σαρτρ αποκαλούσε παρακράτος. Η τάση της ελληνικής φιλοσοφίας, από τις απαρχές της ακόμη, αποβλέπει στην υπηρέτηση θεωρητικών σκοπών, στενά συνυφασμένων με πρακτικούς σκοπούς. Αυτή είναι η χαρακτηριστική κορυφογραμμή της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Δυνάμει αυτής της γραμμής, η φιλοσοφία επανέρχεται στην επι-φάνεια της ανθρώπινης πραγματικότητας ως αληθινή φιλοσοφία, ως η διαλεκτική ερμηνεία του κόσμου. Όπως μας λέει ο Πλάτων, ο αληθινός φιλόσοφος δεν έχει καμιά σχέση με εκείνον τον τύπο ανθρώπου, που ασωτεύει αχαλίνωτα, ενίοτε μάλιστα μεταμφιέζεται σε φιλομαθή και διαλαλεί πως τάχα του αρέσει η φιλοσοφία, την ίδια στιγμή που η «ακρόπολη της ψυχής του … είναι άδεια από γνώσεις και ωραίες ενασχολήσεις και από αληθινούς στοχασμούς» (Πολιτεία 560b). Απεναντίας, ο πραγματικός φίλος της σοφίας [=φιλό-σοφος] αντιμετωπίζει το ρεύμα της ζωής μέσα από την πιο βαθιά γνωριμία με την ιδέα του αγαθού, ώστε να αγαπά τη σοφία και να την αγαπά ολοκληρωτικά. Προς τούτο καλλιεργεί την έμφυτη ορμή της φιλομάθειας –έμφυτη σε κάθε άνθρωπο– εξευγενίζει ενθουσιαστικά την ψυχή του ως τα απώτερα ύψη και βάθη της, για να επιτύχει τελικά, σε κάποια ευλογημένη στιγμή, την πλήρη ταύτισή του με τη φιλοσοφία. Μια τέτοια ταύτιση σημαίνει πως ο φιλομαθής μετουσιώνει σε ύψιστη αρχή του βίου του τη διαλεκτική και μάλιστα ως την πιο ακαταμάχητη ερμηνευτική δύναμη.

§4. Εάν λοιπόν ο Πλάτων έφτασε να συλλάβει σε μια εντελή μορφή τη διαλεκτική, είναι γιατί προηγήθηκε όλη η, κατά την ορολογία του Νίτσε, προπλατωνική, κοινώς προσωκρατική φιλοσοφία, της οποίας ο Λόγος εν γένει σμιλεύτηκε με εξόχως διαλεκτικό τρόπο, ανεξάρτητα, εάν η έννοια της διαλεκτικής δεν είχε εισαχθεί ακόμη ως αντικείμενο έρευνας. Πώς εξηγείται αυτή η διαλεκτική αφύπνιση του Λόγου, χωρίς την προ-απαιτούμενη διανοητική/φιλοσοφική προπαιδεία. Εξηγείται από το γεγονός ότι αυτή τούτη η διαλεκτική δεν αντανακλά απλώς έναν τρόπο εξωτερικής επικοινωνίας, κοινής συνομιλίας ή εμπειρικής αποτίμησης, αλλά τη βαθύτερη ουσία του ανθρωπίνως υπάρχειν. Πώς έχει αυτό το υπάρχειν στα χρόνια γένεσης της ελληνικής φιλοσοφίας; Σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής είναι ενεργές ποικίλες θεολογικές δοξασίες, όχι σπάνια με τη μορφή Θεογονιών και Κοσμογονιών, και αποτελούν την πρωταρχική ύλη για την εξήγηση της καταγωγικής αρχής των όντων. Το σύνολο σχεδόν των δοξασιών του ελληνικού κόσμου διέπεται από την παντοκρατορία του μύθου, που αποτελεί αστείρευτη πηγή ερεθισμάτων, εμπνεύσεων, φαντασιακών εκλεπτύνσεων ή παρορμήσεων για υψηλή ποίηση (π.χ. Όμηρος ή Ησιοδος), για μεταφυσικές, ήτοι μυστικιστικές συλλήψεις (π.χ. Ορφισμός), ή για εξυμνήσεις του ήθους ή του θείου. Στην δομική ενδοχώρα ωστόσο του μυθολογικού πλούτου μπορεί να εντοπίσει κανείς και κάποια φιλοσοφικά προμηνύματα, που προοιωνίζονται, κατά κάποιο τρόπο, την έλευση του φιλοσοφικού στοχασμού των προσωκρατικών. Πάντως, το κύριο γνώρισμα αυτού του στοχασμού είναι η τιτάνια προσπάθεια να δώσει ορθολογικές εξηγήσεις στα φαινόμενα της φύσης και του κόσμου σε συνδυασμό πάντα και με ένα πρότυπο κοινωνικοπολιτικής ηθικής. Έτσι, όταν η προσωκρατική σκέψη εκκινεί από την ερμηνεία της φύσης, νοούμενης ως οντολογικής αρχής του κόσμου, δεν παραλείπει να ασχοληθεί και με συναφή οντολογικά, γνωσιοθεωρητικά ή ηθικά προβλήματα, σχετικά με τη δημόσια ή ιδιωτική ζωή των ανθρώπων, ως ζωτικών μελών της πόλεως, και να κατανοήσει την ενδότερη Λογική κίνηση της εν λόγω πραγματικότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναπτύσσει έναν Λόγο, που ενσαρκώνει, κατά το δυνατόν, αυτή την κίνηση και αποστέργει μυθολογικές εξηγήσεις. Βέβαια, μια τέτοια δυναμική εκδίπλωση του προσωκρατικού Λόγου δεν ήταν ούτε μπορούσε να είναι ενιαίαˑ ήταν ωστόσο κατ’ εξοχήν διεισδυτική και διαλεκτική. 

Ηράκλειτος: οι απαρχές της ερμηνευτικής διαλεκτικής

Η ερμηνευτική δύναμη του Λόγου

Ι. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

§1. Ο Ηράκλειτος έχει απασχολήσει τους πιο διαφορετικούς διανοητές, αρχαίους και σύγχρονους, του παγκόσμιου φιλοσοφικού στερεώματος. Ανάμεσα σ’ αυτούς και τον διαλεκτικό γίγαντα της νεωτερικής φιλοσοφίας: τον Γκέοργκ Χέγκελ. Ως ο κατ’ εξοχήν διαλεκτικός της νεωτερικότητας αισθάνεται την ανάγκη να βυθιστεί στη διαλεκτική ερμηνεία του Ηράκλειτουˑ και τούτο, όχι μόνο για ιστορικούς λόγους, αλλά κυρίως για να αναδείξει την επικαιρότητα της σκέψης του έλληνα σοφού, συγχρόνως δε και τη μοναδικότητα αυτής της σκέψης, σε συνδυασμό πάντα με το δικό του φιλοσοφικό σύστημα. Μας λέει λοιπόν πως ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει το ίδιο το απόλυτο –ο όρος είναι του Χέγκελ και όχι του Ηράκλειτου– ως μια διαδικασία, ως μια κίνηση με αντικειμενικό χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο κατονομάζει την ίδια τη διαλεκτικήˑ και τούτη όμως όχι απλώς ως μια εξωτερική επιχειρηματολογία ή μια περιγραφική συλλογιστική ούτε επίσης ως μια διαλεκτική του υποκειμένου, που δεν υπερβαίνει τις χωριστικές εξηγήσεις του κοινού νου, αλλά ως αντικειμενικότητα, ως καθολική αρχή. Ετούτη η αρχή συνυφαίνεται με το Είναι, που συνιστά τη λογική αφετηρία μιας ενιαίας και συμπαντικής κίνησης των όντων. Το επόμενο στάδιο είναι το γίγνεσθαι και το τελευταίο η ενότητα των αντιθέτων, με τη μορφή του Συγκεκριμένου, του Απόλυτου. Εδώ, παρατηρεί ο γερμανός φιλόσοφος, βλέπουμε στεριά και συνεχίζει αποκαλυπτικά: «Δεν υπάρχει ούτε μια πρόταση του Ηράκλειτου, που να μην την έχω συμπεριλάβει στη Λογική μου».

§2. Αρχή των όντων είναι η ενιαία ολότητα, ενώ η συνεκτική της αρχή κατανόησης, ερμηνείας, καθολικής δομής του κοσμικού γίγνεσθαι είναι ο Λόγος. Ετούτος είναι η νοούσα αρχή, που διέπει και όλες τις άλλες σχεσιακές αναπτύξεις του Ηράκλειτου γύρω από τη φύση και την ύπαρξη του κόσμου: είναι το αείζωον πυρ, που θερμαίνει, αλλά και φωτίζει. Ποια είναι η οντότητα του εν λόγω πυρός; Η αέναη μεταβολή, η ακαταπόνητη ενέργεια και κινητικότητα, η αδιάκοπη εναλλαγή των όντων ανάμεσα στη γένεση και τη φθορά. Αυτή η εναλλαγή δεν είναι μια τυχαία ή εξωτερική συνάθροιση και αντικατάσταση στοιχείων, αλλά ανα-Λογική μείξη των πιο αντιθετικών τοιούτων. Πρόκειται για μια ακατάλυτη διαδικασία μετασχηματισμού του οντολογικού πυρήνα του κόσμου, με παράλληλη εκάστοτε ανακατεύθυνση των ερμηνευτικών του δυνατοτήτων. Με βάση τούτη την ανακατεύθυνση, η ερμηνευτική πράξη εκτυλίσσεται όχι ως μια άμεση καταγραφή ή εξήγηση δεδομένων και φαινομένων, αλλά ως «ο κεραυνός [που] οιακίζει [=κυβερνά-κατευθύνει] τα πάντα» (απ.64). Αυτός ο κεραυνός διαθέτει φρόνηση και εμφανίζεται ξαφνικά, φωτίζει εκτυφλωτικά και ύστερα σβήνει. Με τούτο ο Gadamer [Γκάταμερ] θέλει να πει πως η εν λόγω πράξη είναι δομημένη και λειτουργεί, όπως περίπου η θεωρησιακή σκέψη (spekulatives Denken) του Χέγκελ, δηλαδή ως διαλεκτική ένταση –και όχι λιγότερο αλληλονοηματοδότηση – πολλαπλών ή και αντιθετικών σημασιών, νοημάτων, ερμηνειών, κατανοήσεων γύρω από το γίγνεσθαι του Είναι. Ως εκ τούτου, η ερμηνευτική διαλεκτική μοιάζει με τον ποταμό που ρέει αιωνίως και ο οποίος ποτέ δεν είναι ο ίδιοςˑ γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς να μπει δυο φορές στον ίδιο. 

ΙΙ. Κείμενο-μετάφραση-σχολιασμός

1. Απόσπασμα Ι

«τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται».
2. Μετάφραση

Αν και ο λόγος αυτός υπάρχει αιώνια, οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα συμβαίνουν σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, αυτοί μοιάζουν με άπειρους αν και αποκτούν εμπειρία λέξεων και έργων τέτοιων σαν αυτά που εγώ εξηγώ, διαιρώντας το καθένα σύμφωνα με τη φύση του και λέγοντας πώς έχει. Όμως οι άλλοι άνθρωποι διαφεύγουν λησμονούν όσα κάμνουν ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα κάμνουν όταν κοιμούνται

3. Ανάλυση – Σχολιασμός

§1. Είναι γενικώς παραδεκτό, με βάση και τη σχετική άποψη του Αριστοτέλη, ότι το παραπάνω απόσπασμα θα πρέπει να αποτελούσε την αρχή του βιβλίου του Ηράκλειτου. Φαίνεται λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, πως το κείμενο μας εισάγει, με έναν συμβατικό τρόπο, στα ενδότερα νοήματα ολόκληρου του Περί Φύσεως έργου του. Μια δεύτερη ανάγνωσή του ωστόσο μας οδηγεί πέρα από οποιαδήποτε συμβατική φαινομενικότητα και κοντά σ’ εκείνη την κρυφή αρμονία του στοχασμού, που δεν αποκρυπτογραφείται εύκολα, καθώς περιέχει το Παν. Όσο πιο πολύ οικειωνόμαστε με τον ήχο ή τον απόηχο αυτής της κρυφής αρμονίας, τόσο πολλαπλασιάζουμε τους προβληματισμούς μας και όχι σπάνια περιερχόμαστε σε απορία. Και τούτο όχι επειδή κινούμαστε ανάμεσα σε αποσπάσματα, αλλά λόγω του αποφθεγματικού του λόγου, που «οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει = δεν λέει ούτε κρύβει, αλλά στέλνει σήματα» (απ. 93). Στέλνει σήματα: αναδύεται δηλαδή μέσα από το συγκεκριμένο γίγνεσθαι του Είναι ως αφαιρετική σκέψη, ως οδός κατανόησης της ζωντανής πραγματικότητας και όχι ως ένα συνονθύλευμα κενών αφαιρέσεων, τέτοιων π.χ. που κατακλύζουν σήμερα τις σκονισμένες αίθουσες της α-νοηματικής «φιλοσοφίας» ουκ ολίγων μορφωτικών μας ιδρυμάτων. Πρόκειται λοιπόν για ένα φωτεινό μονοπάτι, που μας διανοίγει διαλεκτικά προς την πολυμορφία του υπάρχοντος και εν ταυτώ προς την αναίρεση, τουτέστιν την αναγωγή αυτής της πολυμορφίας στην ενότητα, στο Ενα: «ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν πάντα εἶναι = είναι σοφό να ομολογείτε πως τα πάντα είναι ένα» (απ. 50) ή «ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα» (απ.10).

§2. Ο φιλοσοφικά στοχαστικός τύπος της γλώσσας του Ηράκλειτου δεν περιορίζεται σε μονοσήμαντες διατυπώσεις ή περιγραφές, αλλά συνδυάζει αινιγματικές ρήσεις, διανοηματικούς αφορισμούς, εναρμόνιση αντιφατικών ή αντιθετικών εννοιών, διαλεκτικές υπερβάσεις της καθημερινής κουβέντας. Απ’ αυτή την άποψη προχωρεί πέρα από μια τυπικά λογική παράθεση λέξεων, φράσεων ή εννοιών, συγκροτεί λεκτικές εικόνες, πλήρεις απόκρυφου νοήματος, και αρθρώνει μια διαλεκτική διαίσθηση του κόσμου, μια ενεργοποίηση της διαισθητικής ενόρασης των αντιθετικών ή αντιφατικών μορίων, που διέπουν τη σύσταση του κόσμου. Η κύρια έννοια, που συνέχει όλες τις σκέψεις και αποφάνσεις του Ηράκλειτου, είναι ο Λόγος. Αυτός αποτελεί το παρατηρητήριό του, από το ύψος του οποίου θεάται τον άνθρωπο, τον κόσμο, το σύμπαν, το θεό. Στο παρόν απόσπασμα, ο Λόγος ενυπάρχει ως το κεντρικό μοτίβο της Ηρακλείτειας διδασκαλίας, καθώς απεικονίζει –με τη μορφή μιας εσωτερικής διαλεκτικής ενόρασης, αλλά και διόρασης– τη νομοτελειακή κίνηση των πάντων υπό την προ-οπτική της συνδιαλλαγής ή της συναγωγής και της συν-εν-νόησης των αντιθετικών στοιχείων, που διέπουν τα πράγματα. Η εν λόγω διδασκαλία σχετίζεται με τον τρόπο που ο μεγάλος διανοητής κατανοούσε τον κόσμο και εννοούσε την ερμηνευτική δύναμη του Λόγου. Είναι ακριβώς αυτή η ερμηνευτική του δύναμη, που ρίχνει τις ηλιόλουστες ακτίνες της προς το κέντρο του Είναι και προς όλες τις υπάλληλες ή επάλληλες περιοχές του. Υπ’ αυτή την έννοια γίνεται δύναμη δείξης, εμπνευσιακής κατάδειξης, παρά συσσώρευσης εξωτερικών επιχειρημάτων, δηλαδή διδασκαλικών νουθεσιών χωρίς αντίκρισμα.

§3. Πώς στοιχειοθετείται αυτός ο Λόγος στο υπό συζήτηση απόσπασμα; Τι έχει για περιεχόμενο και τι σχετικό θέλει να μας πει; Καθοριστικό βήμα κατανόησής του είναι η συνύφανσή του με τον χαρακτηρισμό του ως ἐόντος ἀεὶ. Τι θέλει να μας πει τούτη η φράση; Πως ο Λόγος υπάρχει αιώνια και ως τέτοιος αποτελεί το θεμέλιο όλης της σκέψης, που διατρέχει το απόσπασμα, αλλά και το βιβλίο. Αυτή η σκέψη είναι πολύσημη, σε ευθεία αναλογία προς την πολυσημία του Λόγου, η οποία έχει να κάνει με την αεί και πανταχού παρουσία του. Σε σχέση με την ιστορικότητα της εν λόγω φράσης σημειωτέον πως τη συναντάμε, κατά κόρον, στον Όμηρο. Πρόκειται για τη φράση αἰὲν ἐόντες, την οποία χρησιμοποιεί ο ποιητής για να προσδιορίσει τους αθάνατους θεούς έναντι των θνητών, των βροτών, των καθημερινών αυτών όντων, που υπόκεινται στη γένεση και τη φθορά. Ο Λόγος, κατά την αυτή αναλογία, δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από το αιώνιο, το άφθαρτο, αλλά το ενσαρκώνει –γνωσιοντολογικά– ως εκείνο, που δεν εξαφανίζει το φθαρτό, το εφήμερο, αλλά το συμπεριλαμβάνει, κατ’ αναγκαιότητα, στον δικό του ρυθμό. Είναι ο ρυθμός της αιώνιας αλήθειας, νοούμενης κυρίως ως μη-λήθης: δηλαδή δεν λησμονεί [=δεν παύει] να απηχεί το Είναι όλων των όντων και πραγμάτων, φθαρτών και άφθαρτων. Έτσι δεν ενδημεί στο μονοσήμαντο μιας απλής λέξης, μιας καθημερινής πίστης ή μιας εξωτερίκευσης γνώμης, αλλά στην έλλογη τάξη, που διέπει την πολυσημία των όντων και ιδιάζει στη σύσταση αυτών των ίδιων. Ως τέτοιος χωρεί πέρα και πάνω από την εφήμερη ουσία των ανθρώπων, πέρα από καθετί το θνητό, με το νόημα ότι υπάρχει, ανεξάρτητα από το τι κατανοούν οι άνθρωποι ή πώς τον κατανοούν.

§4. Όταν λοιπόν τον κατονομάζει ρητά ο Ηράκλειτος, απλώς αναγιγνώσκει την αντικειμενική εκ-δήλωση ενός νοηματικού Όλου, διαλεκτικά δομημένου, που ήδη προϋπάρχει και μάλιστα όχι με τη μορφή ενός περιοριστικού λόγου [=εκφοράς λέξεων] του ενός ή του άλλου ανθρώπου, όχι με τον τρόπο της επί μέρους ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά με τον έλλογο, συμπαντικό χαρακτήρα του Απόλυτου, κατά Χέγκελ. Ως τέτοιο Όλο, ο Λόγος δεν αρθρώνει σε γλώσσα μεμονωμένες εμπειρίες των ατόμων, αλλά ό,τι είναι ο ίδιος στην περιεκτική του πεμπτουσία, για την οποία ωστόσο δεν είναι άγνωστες οι κάθε είδους ατομικές εμπειρίες. Πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι απέναντι σε τούτη την πραγματικότητα; Όπως διαβάζουμε στη συνέχεια του αποσπάσματος: «ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι»ˑ δηλαδή συμπεριφέρονται ως αδύναμα, σε επίπεδο κατανόησης, θνησιγενή όντα απέναντι σε έναν υπεράνθρωπο, ήτοι σε έναν ανθρώπινο-Λόγο πέρα και πάνω από τον καθημερινό άνθρωπο, από τον κοινό νου: Αεί είναι παρών ο Λόγος, αεί και οι καθημερινοί άνθρωποι στερούνται βαθύτερης κατανόησης των πραγμάτων. Τούτο σημαίνει πως η αυθεντική ουσία του ανθρώπου σχετίζεται με την ικανότητά του για εσωτερική επικοινωνία με αυτόν τον υπέρ- τον άνθρωπο Λόγο. Ενώ αυτός-εδώ είναι ο συμπαντικός νόμος και ρυθμός του κόσμου και είναι παρών και στον ύπνο τους και στο ξύπνο τους, δηλαδή παντού και πάντα, οι κοινοί άνθρωποι αδυνατούν να τον κατανοήσουνˑ δεν είναι σε θέση να γνωρίσουν και να ανα-γνωρίσουν την αρχή, τον γνωσιοντολογικό παράγοντα, τις έλλογες διαδικασίες που καθορίζουν το Είναι τους. Και τούτο συμβαίνει με ξύπνιους και καθεύδοντες. Άραγε ο Λόγος είναι ακατανόητος για τον κοινό άνθρωπο; Είναι απρόσιτος ή ανέφικτος; Όχι, μας λέει ο Ηράκλειτος. Είναι προσιτός, καθότι φωτοδότης των πάντων, αλλά μόνο μέσα από συγκεκριμένη διαδικασία, τουτέστιν μέσα από την εξέταση του εαυτού μας (απ. 101). Γιατί εξέταση του εαυτού μας; Επειδή λείπει από τη συμπεριφορά των ανθρώπων η γνώση (απ. 78), όταν δεν αξιοποιούν τη μέγιστη δυνατότητα που έχουν: να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να μάθουν να σκέπτονται (απ. 116). Να γιατί ο «Σκοτεινός» Ηράκλειτος είναι πάντα φωτεινός (Χάιντεγκερ).