Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (1116-1230)

ΜΗ. φίλαι, πάλαι τοι προσμένουσα τὴν τύχην
καραδοκῶ τἀκεῖθεν οἷ προβήσεται.
καὶ δὴ δέδορκα τόνδε τῶν Ἰάσονος
στείχοντ᾽ ὀπαδῶν· πνεῦμα δ᾽ ἠρεθισμένον
1120 δείκνυσιν ὥς τι καινὸν ἀγγελεῖ κακόν.

ΑΓΓΕΛΟΣ
[ὦ δεινὸν ἔργον παρανόμως εἰργασμένη,]
Μήδεια, φεῦγε φεῦγε, μήτε ναΐαν
λιποῦσ᾽ ἀπήνην μήτ᾽ ὄχον πεδοστιβῆ.
ΜΗ. τί δ᾽ ἄξιόν μοι τῆσδε τυγχάνει φυγῆς;
1125 ΑΓ. ὄλωλεν ἡ τύραννος ἀρτίως κόρη
Κρέων θ᾽ ὁ φύσας φαρμάκων τῶν σῶν ὕπο.
ΜΗ. κάλλιστον εἶπας μῦθον, ἐν δ᾽ εὐεργέταις
τὸ λοιπὸν ἤδη καὶ φίλοις ἐμοῖς ἔσῃ.
ΑΓ. τί φῄς; φρονεῖς μὲν ὀρθὰ κοὐ μαίνῃ, γύναι,
1130 ἥτις, τυράννων ἑστίαν ᾐκισμένη,
χαίρεις κλύουσα κοὐ φοβῇ τὰ τοιάδε;
ΜΗ. ἔχω τι κἀγὼ τοῖσι σοῖς ἐναντίον
λόγοισιν εἰπεῖν. ἀλλὰ μὴ σπέρχου, φίλος,
λέξον δέ· πῶς ὤλοντο; δὶς τόσον γὰρ ἂν
1135 τέρψειας ἡμᾶς, εἰ τεθνᾶσι παγκάκως.
ΑΓ. ἐπεὶ τέκνων σῶν ἦλθε δίπτυχος γονὴ
σὺν πατρὶ καὶ παρῆλθε νυμφικοὺς δόμους,
ἥσθημεν οἵπερ σοῖς ἐκάμνομεν κακοῖς
δμῶες· δι᾽ ὤτων δ᾽ εὐθὺς ἦν πολὺς λόγος
1140 σὲ καὶ πόσιν σὸν νεῖκος ἐσπεῖσθαι τὸ πρίν.
κυνεῖ δ᾽ ὁ μέν τις χεῖρ᾽, ὁ δὲ ξανθὸν κάρα
παίδων· ἐγὼ δὲ καὐτὸς ἡδονῆς ὕπο
στέγας γυναικῶν σὺν τέκνοις ἅμ᾽ ἑσπόμην.
δέσποινα δ᾽ ἣν νῦν ἀντὶ σοῦ θαυμάζομεν,
1145 πρὶν μὲν τέκνων σῶν εἰσιδεῖν ξυνωρίδα,
πρόθυμον εἶχ᾽ ὀφθαλμὸν εἰς Ἰάσονα·
ἔπειτα μέντοι προυκαλύψατ᾽ ὄμματα
λευκήν τ᾽ ἀπέστρεψ᾽ ἔμπαλιν παρηίδα,
παίδων μυσαχθεῖσ᾽ εἰσόδους. πόσις δὲ σὸς
1150 ὀργάς τ᾽ ἀφῄρει καὶ χόλον νεάνιδος,
λέγων τάδ᾽· Οὐ μὴ δυσμενὴς ἔσῃ φίλοις,
παύσῃ δὲ θυμοῦ καὶ πάλιν στρέψεις κάρα,
φίλους νομίζουσ᾽ οὕσπερ ἂν πόσις σέθεν,
δέξῃ δὲ δῶρα καὶ παραιτήσῃ πατρὸς
1155 φυγὰς ἀφεῖναι παισὶ τοῖσδ᾽ ἐμὴν χάριν;
ἡ δ᾽, ὡς ἐσεῖδε κόσμον, οὐκ ἠνέσχετο,
ἀλλ᾽ ᾔνεσ᾽ ἀνδρὶ πάντα, καὶ πρὶν ἐκ δόμων
μακρὰν ἀπεῖναι πατέρα καὶ παῖδας σέθεν
λαβοῦσα πέπλους ποικίλους ἠμπέσχετο,
1160 χρυσοῦν τε θεῖσα στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις
λαμπρῷ κατόπτρῳ σχηματίζεται κόμην,
ἄψυχον εἰκὼ προσγελῶσα σώματος.
κἄπειτ᾽ ἀναστᾶσ᾽ ἐκ θρόνων διέρχεται
στέγας, ἁβρὸν βαίνουσα παλλεύκῳ ποδί,
1165 δώροις ὑπερχαίρουσα, πολλὰ πολλάκις
τένοντ᾽ ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη.
τοὐνθένδε μέντοι δεινὸν ἦν θέαμ᾽ ἰδεῖν·
χροιὰν γὰρ ἀλλάξασα λεχρία πάλιν
χωρεῖ τρέμουσα κῶλα καὶ μόλις φθάνει
1170 θρόνοισιν ἐμπεσοῦσα μὴ χαμαὶ πεσεῖν.
καί τις γεραιὰ προσπόλων, δόξασά που
ἢ Πανὸς ὀργὰς ἤ τινος θεῶν μολεῖν,
ἀνωλόλυξε, πρίν γ᾽ ὁρᾷ διὰ στόμα
χωροῦντα λευκὸν ἀφρόν, ὀμμάτων τ᾽ ἄπο
1175 κόρας στρέφουσαν, αἷμά τ᾽ οὐκ ἐνὸν χροΐ·
εἶτ᾽ ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς μέγαν
κωκυτόν. εὐθὺς δ᾽ ἡ μὲν ἐς πατρὸς δόμους
ὥρμησεν, ἡ δὲ πρὸς τὸν ἀρτίως πόσιν,
φράσουσα νύμφης συμφοράν· ἅπασα δὲ
1180 στέγη πυκνοῖσιν ἐκτύπει δραμήμασιν.
ἤδη δ᾽ ἀνελθὼν κῶλον ἕκπλεθρον δρόμου
ταχὺς βαδιστὴς τερμόνων ἂν ἥπτετο·
ἡ δ᾽ ἐξ ἀναύδου καὶ μύσαντος ὄμματος
δεινὸν στενάξασ᾽ ἡ τάλαιν᾽ ἠγείρετο.
1185 διπλοῦν γὰρ αὐτῇ πῆμ᾽ ἐπεστρατεύετο·
χρυσοῦς μὲν ἀμφὶ κρατὶ κείμενος πλόκος
θαυμαστὸν ἵει νᾶμα παμφάγου πυρός,
πέπλοι δὲ λεπτοί, σῶν τέκνων δωρήματα,
λευκὴν ἔδαπτον σάρκα τῆς δυσδαίμονος.
1190 φεύγει δ᾽ ἀναστᾶσ᾽ ἐκ θρόνων πυρουμένη,
σείουσα χαίτην κρᾶτά τ᾽ ἄλλοτ᾽ ἄλλοσε,
ῥῖψαι θέλουσα στέφανον· ἀλλ᾽ ἀραρότως
σύνδεσμα χρυσὸς εἶχε, πῦρ δ᾽, ἐπεὶ κόμην
ἔσεισε, μᾶλλον δὶς τόσως ἐλάμπετο.
1195 πίτνει δ᾽ ἐς οὖδας συμφορᾷ νικωμένη,
πλὴν τῷ τεκόντι κάρτα δυσμαθὴς ἰδεῖν·
οὔτ᾽ ὀμμάτων γὰρ δῆλος ἦν κατάστασις
οὔτ᾽ εὐφυὲς πρόσωπον, αἷμα δ᾽ ἐξ ἄκρου
ἔσταζε κρατὸς συμπεφυρμένον πυρί,
1200 σάρκες δ᾽ ἀπ᾽ ὀστέων ὥστε πεύκινον δάκρυ
γνάθοις ἀδήλοις φαρμάκων ἀπέρρεον,
δεινὸν θέαμα. πᾶσι δ᾽ ἦν φόβος θιγεῖν
νεκροῦ· τύχην γὰρ εἴχομεν διδάσκαλον.
πατὴρ δ᾽ ὁ τλήμων συμφορᾶς ἀγνωσίᾳ
1205 ἄφνω παρελθὼν δῶμα προσπίτνει νεκρῷ.
ᾤμωξε δ᾽ εὐθὺς καὶ περιπτύξας χέρας
κυνεῖ προσαυδῶν τοιάδ᾽· Ὦ δύστηνε παῖ,
τίς σ᾽ ὧδ᾽ ἀτίμως δαιμόνων ἀπώλεσεν;
τίς τὸν γέροντα τύμβον ὀρφανὸν σέθεν
1210 τίθησιν; οἴμοι, συνθάνοιμί σοι, τέκνον.
ἐπεὶ δὲ θρήνων καὶ γόων ἐπαύσατο,
χρῄζων γεραιὸν ἐξαναστῆσαι δέμας
προσείχεθ᾽ ὥστε κισσὸς ἔρνεσιν δάφνης
λεπτοῖσι πέπλοις, δεινὰ δ᾽ ἦν παλαίσματα.
1215 ὁ μὲν γὰρ ἤθελ᾽ ἐξαναστῆσαι γόνυ,
ἡ δ᾽ ἀντελάζυτ᾽· εἰ δὲ πρὸς βίαν ἄγοι,
σάρκας γεραιὰς ἐσπάρασσ᾽ ἀπ᾽ ὀστέων.
χρόνῳ δ᾽ ἀπέσβη καὶ μεθῆχ᾽ ὁ δύσμορος
ψυχήν· κακοῦ γὰρ οὐκέτ᾽ ἦν ὑπέρτερος.
1220 κεῖνται δὲ νεκροὶ παῖς τε καὶ γέρων πατήρ
πέλας, †ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά†.
καί μοι τὸ μὲν σὸν ἐκποδὼν ἔστω λόγου·
γνώσῃ γὰρ αὐτὴ ζημίας ἐπιστροφήν.
τὰ θνητὰ δ᾽ οὐ νῦν πρῶτον ἡγοῦμαι σκιάν,
1225 οὐδ᾽ ἂν τρέσας εἴποιμι τοὺς σοφοὺς βροτῶν
δοκοῦντας εἶναι καὶ μεριμνητὰς λόγων
τούτους μεγίστην μωρίαν ὀφλισκάνειν.
θνητῶν γὰρ οὐδείς ἐστιν εὐδαίμων ἀνήρ·
ὄλβου δ᾽ ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος
1230 ἄλλου γένοιτ᾽ ἂν ἄλλος, εὐδαίμων δ᾽ ἂν οὔ.

***
ΜΗ. Ώρα τώρα, φίλες, αδημονώ για την έκβαση,
προσμένω να μάθω τί τροπή θα πάρουν τα εκεί.
Όμως δες, καταφθάνει, βλέπω, ένας ακόλουθος του Ιάσονα.
Η ερεθισμένη ανάσα του φανερώνει
1120 ότι καινούργιο κακό θ᾽ αναγγείλει.

(Από την ίδια πάροδο, από την οποία εισήλθαν νωρίτερα
ο Κρέων και ο Ιάσων εισέρχεται ο Άγγελος
.)

ΑΓΓΕΛΟΣ
[Ω εσύ που απάνθρωπα έπραξες την πράξη την τρομερή,]
φύγε φύγε, Μήδεια, φύγε από στεριά, φύγε από θάλασσα.
ΜΗ. Τί έχω κάνει για να φύγω έτσι που λες;
1125 ΑΓ. Μόλις έσβησε η κόρη του δυνάστη και ο Κρέων,
ο πατέρας της, από το δικό σου το φαρμάκι.
ΜΗ. Το ωραιότερο νέο που άκουσα. Από σήμερα
συγκαταλέγεσαι ήδη στους ευεργέτες και στους φίλους μου.
ΑΓ. Τί λες; Έχεις τα λογικά σου, γυναίκα; Δεν παραλογίζεσαι;
1130 Σκόρπισες τη φρίκη στο παλάτι
και χαίρεσαι όταν το ακούς; Δεν φοβάσαι;
ΜΗ. Στα όσα είπες βέβαια θα είχα ν᾽ αντιτάξω κάτι και εγώ.
Όμως μη βιάζεσαι, φίλε. Πες μου: Πώς πέθαναν;
Γιατί θα λάβω τέρψη διπλή,
1135 αν ήτανε μαρτυρικός ο θάνατός τους.
ΑΓ. Όταν ήρθαν τα δυο σου αγόρια με τον πατέρα τους
και μπήκανε στα δώματα τα νυφικά,
οι δούλοι που υποφέραμε για το κακό που σε είχε βρει
χαρήκαμε. Ευθύς ακούστηκε και ξανακούστηκε πάλι και πάλι
1140 ότι εσύ και ο άντρας σου τερματίσατε την παλαιά διαμάχη.
Ένας από μας φιλάει το χέρι των παιδιών,
ένας άλλος το ξανθό κεφάλι.
Εγώ, από τη χαρά μου, ακολούθησα και ο ίδιος τα παιδιά
στις κάμαρες των γυναικών.
Η δέσποινα που τώρα τιμάμε αντί για σένα,
1145 προτού αντικρίσει τα δυο σου παιδιά,
δεν χόρταινε να κοιτάζει τον Ιάσονα.
Τότε όμως κάλυψε τα μάτια της
και έστρεψε από την άλλη το λευκό της πρόσωπο,
αηδιασμένη που είχαν έρθει τα παιδιά.
1150 Ο άντρας σου επράυνε την οργή και το μένος της κόρης
λέγοντάς της: «Μη νιώθεις έχθρα γι᾽ αυτούς που αγαπώ.
Άφησε τον θυμό και στρέψε κατά δω το πρόσωπό σου.
Θεώρησε φίλους τους φίλους του άντρα σου.
Δέξου τα δώρα και παρακάλεσε τον πατέρα σου
1155 να χαρίσει στα παιδιά την εξορία για χάρη μου.»
Εκείνη, όταν είδε τη χλιδή, δεν άντεξε
και υποσχέθηκε στον άντρα της τα πάντα.
Προτού ακόμα τα παιδιά και ο πατέρας ξεμακρύνουν,
πήρε τον ολοκέντητο πέπλο και τον φόρεσε.
1160 Έστεψε με το χρυσό στεφάνι τους βοστρύχους
και χτένιζε την κόμη κοιτάζοντας στον λαμπερό καθρέφτη,
ενώ εγέλαγε στο άψυχο είδωλο του σώματός της.
Ύστερα σηκώνεται από τον θρόνο
και περπατάει ώς την άλλη άκρη του σπιτιού.
Βαδίζει όλο χάρη με πάλλευκο πόδι.
1165 Η χαρά της για τα δώρα δεν γνωρίζει όριο.
Πάλι και πάλι φέρνει το βλέμμα της
στον ορθωμένο τένοντα της φτέρνας
και κοιτάζεται. Όμως αυτό που ήρθε μετά
ήτανε θέαμα φριχτό για τα μάτια των ανθρώπων.
Αλλάζει άξαφνα χρώμα, γυρίζει πίσω,
παραπατά, τα πόδια της τρέμουν,
1170 μόλις που προφταίνει να σωριαστεί στον θρόνο
και να μην πέσει χάμω.
Μια γριά δούλα, που νόμισε ίσως
ότι ξέσπασε απάνω της η οργή του Πάνα
ή κάποιου άλλου θεού, ανέπεμψε ευλαβικό αλαλαγμό.
Όταν όμως είδε να βγαίνει από το στόμα της άσπρος αφρός,
1175 να γυρίζουν οι κόρες των ματιών και το αίμα της να έχει χαθεί,
αλλάζει σκοπό και ο ευλαβικός αλαλαγμός
έγινε τότε σπαρακτικός ολολυγμός.
Μια δούλα τρέχει γρήγορα στο σπίτι του πατέρα της κόρης,
μια άλλη στον νεόνυμφο άντρα της,
να του μιλήσει για τη συμφορά της νύφης.
1180 Το σπίτι ολόκληρο αντηχούσε καθώς ετρέχανε και ξανατρέχαν.
Πόσο θέλει ένας γρήγορος δρομέας για να διατρέξει ένα στάδιο;
Τόσο χρειάστηκε κι αυτή· εκεί που είχε μείνει άλαλη
και με τα μάτια της κλειστά, εβόγκηξε με σπαραγμό η δύστυχη,
1185 και θέλησε να εγερθεί. Γιατί διπλό κακό τη χτύπαγε.
Από το χρυσό στεφάνι, που έμενε φορεμένο στο κεφάλι της,
ξεχύνονταν αλλόκοτες ροές αχόρταγης φωτιάς,
και ο λεπτός πέπλος, το δώρο των παιδιών σου,
κατέτρωγε τη λευκή σάρκα της δύσμοιρης.
1190 Σηκώνεται από τον θρόνο φλεγόμενη, τρέχει,
τινάζει δώθε κείθε τη χαίτη και το κεφάλι,
θέλει να απαλλαγεί από το στεφάνι. Όμως το χρυσάφι
μένει κολλημένο γερά, και η φωτιά, όταν ετίναξε την κόμη,
λαμπάδιασε με τόση κι άλλη τόση δύναμη.
1195 Νικημένη από τη συμφορά σωριάζεται χάμω. Κανείς,
πάρεξ εκείνος που τη γέννησε, δεν θα τη γνώριζε, αν την έβλεπε.
Τα μάτια της δεν είχαν πια το βλέμμα που είχαν άλλοτε,
το ωραίο πρόσωπο δεν υπήρχε. Από την κορυφή της κεφαλής
έσταζε αίμα που είχε γίνει ένα με τη φωτιά.
1200 Οι σάρκες της, καθώς τις έτρωγε το φαρμάκι με αόρατα σαγόνια,
έλιωναν και κύλαγαν από τα κόκαλα όπως το δάκρυ του πεύκου
— ήταν ένα θέαμα φριχτό. Είχαμε μείνει όλοι φοβισμένοι,
κανείς δεν άγγιζε τη νεκρή. Το δικό της πάθημα
μας είχε γίνει μάθημα.
Όμως ο δύστυχος πατέρας της,
1205 που βρέθηκε άξαφνα στην κάμαρη
δίχως να ξέρει για τη συμφορά, πέφτει απάνω στη νεκρή.
Βογκάει, τυλίγει τα χέρια του γύρω της και τη φιλάει,
ενώ της μίλαε και της έλεγε: «Δύσμοιρη κόρη,
ποιός θεός θέλησε για σένα ένα τέλος τόσο ελεεινό;
Ποιός όρισε να ορφανέψω εγώ ο γέροντας, ο ζωντανός νεκρός;
1210 Ω, ας γινόταν, παιδί μου, να πέθαινα μαζί σου κι εγώ.»
Όταν έναν καιρό έπαψε να θρηνεί και να οδύρεται
και θέλησε να ορθώσει το γερασμένο του κορμί,
έμενε κολλημένος απάνω στον λεπτό πέπλο
όπως ο κισσός στα κλωνάρια της δάφνης.
Ακολούθησε πάλη αλλόκοτη.
1215 Εκείνος ήθελε να ορθώσει τα γόνατά του,
όμως η νεκρή, κολλημένη απάνω του, τον έσερνε κάτω.
Αν έκανε να τραβηχτεί με βία, οι γερασμένες σάρκες
ξεκόλλαγαν από τα κόκαλα. Πάλεψε, πάλεψε,
ώσπου κάποτε απόκαμε και άφησε την πνοή του
ο δύσμοιρος. Το κακό δεν μπορούσε πια να το δαμάσει.
1220 Κείτονται τώρα νεκροί, κόρη και πατέρας πλάι πλάι,
μια συμφορά που ξυπνάει πόθο δακρύων.
Το τί πάει να πει αυτό για σένα το προσπερνώ
— θα ζήσεις άλλωστε απάνω σου την τιμωρία που έρχεται.
Και δεν είναι τώρα η πρώτη φορά
που θεωρώ μια σκιά τα ανθρώπινα
1225 και δεν φοβάμαι να πω
ότι εκείνοι που νομίζονται σοφοί και βαθυστόχαστοι
αποδεικνύονται στο τέλος οι πιο αστόχαστοι.
Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος ευδαίμων.
Όταν ρέει για κάποιον ο πλούτος, αυτός
1230 είναι, αν θες, πιο τυχερός από έναν άλλο,
δεν είναι όμως ευδαίμων.

(Ο Άγγελος εξέρχεται από την ίδια πάροδο
από την οποία είχε εισέλθει.
)

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η αρχιτεκτονική της γλώσσας και η αρχαία Ελληνική γλώσσα

7.3 Ουσιαστικά


Στη θέση της λέξης παιδί θα μπορούσαμε να έχουμε πάμπολλα ουσιαστικά. Ουσιαστικά ονομάζονται τα μέρη του λόγου που δηλώνουν οντότητες, δηλαδή στοιχεία του κόσμου που μπορούν να εντοπιστούν στον χώρο, π.χ. συγκεκριμένα αντικείμενα: τραπέζι, καρέκλα κ.ά. Ως ουσιαστικά ωστόσο εμφανίζονται στη γλώσσα και πιο αφηρημένα «πράγματα»: ειρήνη, πόλεμος, θυμός, θλίψη, καταδίκη. Πολλά από αυτά προέρχονται από ρήματα. Στη θέση της λέξης παιδί θα μπορούσε να εμφανιστεί επίσης ένα κύριο όνομα, π.χ. ο Γιάννης έφυγε. Κύρια ονόματα είναι αυτά που ονομάζουν πρόσωπα και τόπους. Στη θέση, τέλος, της λέξης παιδί θα μπορούσε να εμφανιστεί (ως όνομα ή υποκείμενο) μια ολόκληρη φράση: το παιδί που σου έλεγα έφυγε. Η πρόταση που εισάγεται με τη «μικρή» λέξη που λέγεται αναφορική, γιατί αναφέρεται σε (και προσδιορίζει ειδικότερα) ένα ουσιαστικό που προηγείται. Οι αναφορικές προτάσεις είναι ένας μηχανισμός που διαθέτουν οι γλώσσες για να «κατασκευάζουν» ουσιαστικά, για τα οποία δεν υπάρχουν ή δεν χρειάζεται να υπάρχουν μονολεκτικά ουσιαστικά. Έτσι, η φράση το παιδί που σου έλεγα κλείνει μέσα της ένα περιφραστικό ουσιαστικό, ένα ουσιαστικό δηλαδή που δεν αποτελεί μια λέξη αλλά φτιάχνεται από πολλές λέξεις. Τέτοιου είδους περιφράσεις χρησιμοποιούν τα ερμηνευτικά λεξικά για να περιγράψουν το νόημα των ουσιαστικών και σε τέτοιου είδους περιφράσεις καταφεύγουμε όταν δεν μπορούμε να θυμηθούμε ένα ουσιαστικό και ζητάμε από τον συνομιλητή μας να μας βοηθήσει να το θυμηθούμε. Οι αναφορικές προτάσεις μάς βοηθούν να επεκτείνουμε το λεξιλόγιο, κατασκευάζοντας ουσιαστικά «μιας χρήσης», που δεν χρειάζονται δηλαδή για το σταθερό λεξιλόγιο της γλώσσας. Το παιδί που σου έλεγα είναι ένα τέτοιο ουσιαστικό «μιας χρήσης».

Άρθρο

Δυο λόγια τώρα για το άρθρο. Το άρθρο είναι μια «μικρή λέξη» που προσδιορίζει το ουσιαστικό. Χρησιμοποιούμε το οριστικό άρθρο (ο γιατρός, η γυναίκα, το παιδί), όταν θεωρούμε ότι ο συνομιλητής μας ξέρει για ποιον ή για τί μιλάμε. Έτσι, όταν σε μια συνομιλία λέω το παιδί έφυγε, χρησιμοποιώ το οριστικό άρθρο γιατί πιστεύω (σωστά ή λάθος - δεν έχει σημασία) ότι ο συνομιλητής μου ξέρει για ποιο παιδί μιλάω. Αν πίστευα το αντίθετο, θα χρησιμοποιούσα το αόριστο άρθρο: ένας, μία, ένα. Όταν λέω λοιπόν, ένα παιδί έφυγε, διαλέγω το αόριστο άρθρο γιατί πιστεύω (σωστά ή λάθος - δεν έχει σημασία) ότι μεταφέρω στον συνομιλητή μου μια καινούργια πληροφορία. Το αν θα χρησιμοποιήσουμε λοιπόν οριστικό ή αόριστο άρθρο εξαρτάται από το τί θεωρούμε ότι είναι γνωστό στον συνομιλητή μας. Και αυτό δεν είναι παράξενο. Τις «προτάσεις», όπως λέγαμε, τις «εξαπολύουμε», σαν βέλη, στους συνομιλητές μας· υπηρετούν τον διάλογο. Τα άρθρα, ως στοιχεία της πρότασης, υπηρετούν, και αυτά, τις ανάγκες του διαλόγου.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙII. ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 5. Από τον Αλέξανδρο στον Πύρρο

5.2. Όμορφος και φιλοκίνδυνος                Ο Μέγας Αλέξανδρος φόρεσε το περσικό διάδημα. Εκτός από κατακτητής του βασιλείου, εμφανιζόταν πλέον ως νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Είχε ήδη αποτίσει φόρο τιμής στον τάφο του ιδρυτή της δυναστείας, του Κύρου, και έσπευσε να αποδώσει τιμητική ταφή στον Δαρείο, τιμωρώντας ταυτοχρόνως τον δολοφόνο του με σκληρό τρόπο. Περιστοιχιζόταν άλλωστε από συγγενείς του τελευταίου Πέρση βασιλιά και πολλούς ανώτατους αξιωματούχους του, στους οποίους περιλαμβανόταν ο σατράπης Αρτάβαζος. Αναγκαία έκρινε επίσης τη στρατολόγηση ανδρών από τα κατακτημένα έθνη. Για πρώτη φορά, αντί να τιμωρήσει παραδειγματικά τους ηττημένους Έλληνες μισθοφόρους, τους κατέταξε στον στρατό του. Ήταν καιρός άλλωστε να αποστρατεύσει τα συμμαχικά στρατεύματα. Κράτησε έτσι κοντά του μόνο τους Μακεδόνες - μολονότι αρκετοί από αυτούς έδειχναν όλο και πιο απρόθυμοι να συνεχίσουν την εκστρατεία.

Ο Αλέξανδρος προχώρησε περισσότερο. Ως κληρονόμος των Αχαιμενιδών, άρχισε να απομακρύνεται από τα ήθη των Μακεδόνων, υιοθετώντας βασικά χαρακτηριστικά της περσικής τελετουργίας. Μάλιστα, η απαίτησή του να τον προσκυνούν τον αποξένωσε από πολλούς φίλους και εταίρους. Οι συζητήσεις για συνωμοσίες και συνωμότες, που δεν είχαν άλλωστε εκλείψει ποτέ, αναζωπυρώθηκαν.

Ο Αλέξανδρος αντέδρασε άμεσα. Έδωσε εντολή να δολοφονηθεί ο γηραιός στρατηγός Παρμενίων και να εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες ο γιος του Φιλώτας, που είχε διακριθεί σε όλες τις μεγάλες μάχες. Με παρόμοιο τρόπο εξόντωσε και άλλους επιφανείς Μακεδόνες. Το πιο ακραίο ήταν ότι σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον Κλείτο, έναν από τους προσωπικούς του φίλους, που του είχε σώσει τη ζωή στον Γρανικό. Λίγο αργότερα άφησε να λιθοβοληθούν πολλά τέκνα επιφανών Μακεδόνων, που αποκαλούνταν βασιλικοὶ παῖδες και του πρόσφεραν προσωπικές υπηρεσίες. Είχαν κατηγορηθεί για συνωμοσία, την οποία ομολόγησαν ύστερα από σκληρά βασανιστήρια. Αμέσως μετά θανάτωσε τον ιστορικό Καλλισθένη ως εμπνευστή της συνωμοσίας, αλλά και επειδή χλεύαζε την απαίτησή του να τον προσκυνούν.

Η εκστρατεία συνεχιζόταν χωρίς οι στόχοι της να είναι πλέον σαφείς στους πολεμιστές. Μετά την οριστική ήττα των περσικών στρατευμάτων, ο πόλεμος πήρε μάλιστα άλλη τροπή. Αντί για μεγάλες και καθοριστικές μάχες, οι άνδρες του Αλεξάνδρου άρχισαν να αντιμετωπίζουν την αντίσταση μαχητικών λαών, πολλοί από τους οποίους είχαν παραμείνει έως τότε ανεξάρτητοι. Οι νέες συγκρούσεις γίνονταν συχνά σε περιοχές δύσβατες, ορεινές και χιονισμένες. Ο Αλέξανδρος, αναπροσαρμόζοντας ταχύτατα την τακτική του, διασπούσε τον στρατό του σε μικρότερα τμήματα, αναθέτοντας στους στρατηγούς του ειδικές αποστολές. Στις κρίσιμες αναμετρήσεις ήταν ωστόσο πάντα παρών, κάποτε στην πρώτη γραμμή, μαχόμενος ακόμη και πεζός ή σκαρφαλώνοντας τα τείχη στις πολιορκίες. Σε αρκετές περιπτώσεις τραυματίστηκε και κινδύνεψε.

Η νικηφόρος πορεία του Αλεξάνδρου απαιτούσε διαρκώς μεγαλύτερες θυσίες και κατέληγε σε αβέβαια αποτελέσματα. Οι νικημένοι συχνά ανασυντάσσονταν και οι σύμμαχοι συχνά αποσκιρτούσαν. Στα πεδία των μαχών οι νεκροί αντίπαλοι πολλαπλασιάζονταν, περιλαμβάνοντας ορισμένες φορές γυναίκες που αγωνίζονταν για τις εστίες τους με αυτοθυσία. Μετά από μια δύσκολη πολιορκία και νίκη στη Βακτριανή, ο Αλέξανδρος επέλεξε από τις αιχμάλωτες ως σύζυγο τη Ρωξάνη, θυγατέρα ενός τοπικού αρχηγού, που ξεχώριζε για την ομορφιά της. Η επιλογή αυτή του επέτρεψε να συμφιλιωθεί με τον πατέρα της και να εξασφαλίσει την υποταγή του. Με τη Ρωξάνη έμελλε να αποκτήσει έναν ακόμη γιο, τον οποίο ωστόσο δεν πρόλαβε να γνωρίσει.

Το 326 ο Αλέξανδρος έφτασε στον Ινδό ποταμό και αναμετρήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον βασιλιά Πώρο, που διέθετε 50.000 πεζούς, 3.000 ιππείς, πάνω από 1.000 άρματα και 130 ελέφαντες. Επιπλέον, είχε να αντιμετωπίσει και άλλο βασιλιά με πολυπληθή στρατό, ο οποίος συνέπραττε με τον Πώρο. Ύστερα από μία ακόμη νίκη, άφησε στο πεδίο της μάχης περισσότερους από 12.000 νεκρούς Ινδούς και περίπου 1.000 Μακεδόνες. Επίσης, αιχμαλώτισε περισσότερους από 9.000 άνδρες. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας την ανδρεία του Πώρου, του απέδωσε το βασίλειό του, καθιστώντας τον σύμμαχο και υποτελή.

Οι μάχες με τους τοπικούς πληθυσμούς συνεχίζονταν χωρίς ανάπαυλα. Υπήρχαν περιπτώσεις που ο στρατός του Αλεξάνδρου σκότωνε ή εξανδραπόδιζε, καθώς λεγόταν, πολλές δεκάδες χιλιάδες άνδρες. Οι μαζικές σφαγές και η λεηλασία μεγάλων εκτάσεων ήταν διαρκείς. Μολονότι οι αριθμοί αυτοί παραδίδονται συχνά από αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο Αριστόβουλος και ο Πτολεμαίος, υπερβαίνουν κάθε φαντασία. Υποδεικνύουν ωστόσο την κλίμακα των επιχειρήσεων. Βαριές απώλειες είχε άλλωστε και ο στρατός του Αλεξάνδρου, όχι μόνο από τις συγκρούσεις με λαούς πολεμικούς που αντιστέκονταν σθεναρά και έκαναν αιφνιδιαστικές επιθέσεις, αλλά και από τα καιρικά φαινόμενα.

Μετά από οκτώ χρόνια αδιάκοπων μαχών σε μια πορεία που δεν έδειχνε να τελειώνει, οι άνδρες του Αλεξάνδρου αποφάσισαν ότι δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να τον ακολουθήσουν. Ο Αλέξανδρος επέμεινε. Ήθελε να φτάσει στον Γάγγη, θεωρώντας ότι η ανατολική θάλασσα δεν θα ήταν μακριά. (Προφανώς αγνοούσε την ύπαρξη της Κίνας.) Κατακτώντας ολόκληρη την Ινδία, πίστευε ότι η κυριαρχία του σε ολόκληρο τον κόσμο βρισκόταν πλέον κοντά. Ο έλεγχος της Λιβύης (δηλαδή της Αφρικής) του φαινόταν σχετικά εύκολος, και θα απέμενε μόνο μια επιχείρηση στον Εύξεινο Πόντο. (Για τη δυτική Ευρώπη δεν φαίνεται να έδειχνε ενδιαφέρον και μάλλον αγνοούσε την ύπαρξη των Ρωμαίων.) Ισχυρίστηκε έτσι ότι τα όρια της εξουσίας του θα ταυτίζονταν με τα όρια που οι θεοί είχαν δώσει στη γη. (Στα λόγια που του αποδίδονται, οι αναγνώστες του Ηροδότου δεν θα είχαν δυσκολία να αναγνωρίσουν τους πανομοιότυπους ισχυρισμούς του Ξέρξη όταν ξεκινούσε να καταλάβει την Ελλάδα.) Πίστευε επιπλέον ότι άξιζε τον κόπο να πεθάνει κανείς αφήνοντας πίσω του αθάνατη δόξα.

Αλλά οι άνδρες του αγνόησαν όλες τις προτροπές και επέμεναν να τερματιστεί η εκστρατεία. Αναλογίζονταν πόσοι ξεκίνησαν και πόσοι είχαν απομείνει. Πολλοί είχαν σκοτωθεί στις μάχες και περισσότεροι είχαν πεθάνει από αρρώστιες. Αλλά και από αυτούς που διασκορπίζονταν σε διάφορα μέρη ως απόστρατοι δεν παρέμεναν όλοι στην Ασία με τη θέλησή τους. Από τη μεγάλη στρατιά είχαν διασωθεί λίγοι, αδύναμοι στο σώμα και με πεσμένο ηθικό. Διατηρούσαν τον πόθο να ξαναδούν τους γονείς τους, εάν ζούσαν ακόμη, τις γυναίκες, τα παιδιά και τη γη τους. Οργισμένος και απογοητευμένος, ο Αλέξανδρος υποχρεώθηκε να συγκατατεθεί, προκαλώντας ένα παραλήρημα χαράς στους στρατιώτες. Παρόμοια χαρά έδειξαν ασφαλώς και οι Ινδοί. Παρακολουθώντας τη στρατιά που αποχωρούσε διαπλέοντας τον Ινδό ποταμό, θεώρησαν ότι η ώρα ήταν κατάλληλη για τραγούδια.

Η επιστροφή δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ενισχύσεις που κατέφθασαν από την Ελλάδα ήταν ασφαλώς πολύτιμες για τις νέες κατακτήσεις και τους νέους πολύνεκρους αγώνες που σχεδίαζε ο Αλέξανδρος. Αλλά η πορεία μέσα από την έρημο της Γαδρωσίας αποδείχθηκε καταστροφική. Οι ταλαιπωρίες από τον καύσωνα, τη λειψυδρία και τις πλημμύρες ήταν μεγαλύτερες από όσες είχε αντιμετωπίσει η στρατιά διασχίζοντας ολόκληρη την Ασία. Όσα από τα άλογα και τα υποζύγια δεν πέθαιναν από τις κακουχίες γίνονταν τροφή των ανδρών. Οι άρρωστοι και οι καταπονημένοι εγκαταλείπονταν στη μοίρα τους, ενώ μεγάλο πλήθος των αιχμάλωτων γυναικών και παιδιών πνίγηκαν από την υπερχείλιση ενός χειμάρρου. Από τους 60.000 άνδρες με τους οποίους ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την πορεία της επιστροφής διασώθηκαν μόλις 15.000. Ο αριθμός των νεκρών αμάχων παρέμεινε άγνωστος.

Φτάνοντας στα Σούσα, ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τη Στάτειρα, τη μεγαλύτερη θυγατέρα του Δαρείου, και την Παρύσατη, θυγατέρα του Αρταξέρξη Γ', ενώ αρκετοί από τους επιφανείς φίλους του παντρεύτηκαν ευγενείς Περσίδες. Στο μεταξύ πολλές χιλιάδες Μακεδόνες είχαν τεκνοποιήσει με αιχμάλωτες. Το σοβαρότερο εγχείρημα πάντως ήταν η αξιοποίηση Περσών για τις ανάγκες του στρατού. Επιλέχθηκαν 30.000 εύρωστοι νέοι από τις οικογένειες των κατακτημένων και ασκούνταν επίμονα στην τέχνη του πολέμου, σύμφωνα με τα μακεδονικά ήθη. Την ίδια στιγμή, οι Μακεδόνες πολεμιστές αποστρατεύονταν μαζικά, ενώ πολλοί από όσους απέμεναν αποξενώνονταν από τον βασιλιά τους. Για να διατηρήσει την τάξη, ο Αλέξανδρος χρειάστηκε να εκκαθαρίσει ορισμένους από τους άνδρες του που διαμαρτύρονταν εντόνως. Αποκατάσταση χρειαζόταν και η διοίκηση της αυτοκρατορίας, εφόσον αρκετοί από τους νεοδιορισμένους σατράπες, Έλληνες και Πέρσες, θεωρήθηκαν ακατάλληλοι - ορισμένοι εκτελέστηκαν.

Όταν το 324 πέθανε στα Εκβάτανα ο επιστήθιος φίλος του Ηφαιστίων, ο Αλέξανδρος βυθίστηκε σε βαρύ πένθος που θύμιζε στην υπερβολή του την αντίδραση του Αχιλλέα μετά τον θάνατο του Πατρόκλου. Συνέχισε ωστόσο εντατικές προετοιμασίες για την κατάκτηση της Αραβίας. Μερικούς μήνες αργότερα, το 323, αρρώστησε και πέθανε, σε ηλικία 32 ετών. Είχε βασιλέψει 12 χρόνια και 8 μήνες. Πριν ξεψυχήσει, οι Μακεδόνες που είχαν παραμείνει κοντά του τον αποχαιρέτησαν σιωπηλοί. Όπως σημειώνει ο Αρριανός, ξεχώριζε για την ομορφιά του, την εργατικότητά του, την ευφυΐα του, την αγάπη του για τις τιμές, την περιφρόνηση των κινδύνων και την ευσέβειά του. Τετρακόσια χρόνια αργότερα οι Μακεδόνες έπαιρναν ακόμη χρησμούς προς τιμήν του. Σύμφωνα με γενική εκτίμηση, ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ο επιφανέστερος στρατηγός της αρχαιότητας.

Για να διοικήσει τη μεγάλη αυτοκρατορία που κατακτούσε, ο Αλέξανδρος διατήρησε όλες σχεδόν τις μεθόδους των Περσών προκατόχων του. Αναγνώρισε τον πολυεθνικό της χαρακτήρα και διόρισε σατράπες, όχι μόνο δικούς του ανθρώπους αλλά και ανώτατους αξιωματούχους του Δαρείου. Οι φόροι που επέβαλε στους κατακτημένους δεν ήταν συνήθως μεγαλύτεροι από αυτούς στους οποίους ήταν συνηθισμένοι - με μόνη βεβαίως διαφορά τον βαρύ φόρο αίματος που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν. Στον θρησκευτικό τομέα υπήρξε ανεκτικός όσο και οι Πέρσες, δείχνοντας μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεγαλύτερο σεβασμό από αυτούς στους τοπικούς θεούς. Σε ένα μόνο ζήτημα διαφοροποιήθηκε ριζικά. Ίδρυσε νέες πόλεις, δίνοντας σε πολλές το όνομά του - ο Πλούταρχος κάνει λόγο για περισσότερες από εβδομήντα. Είχε την εύλογη προσδοκία ότι μέσα από αυτές θα μπορούσε να διοικήσει καλύτερα και αποτελεσματικότερα.

Οι νέες πόλεις κατοικούνταν από τοπικούς πληθυσμούς, συγκεντρωμένους από τις γύρω περιοχές, αλλά παραδίδονταν από την αρχή σε αξιωματούχους του Αλεξάνδρου και είχαν, ως πυρήνα, απόστρατους άνδρες του. Στη μορφή και τις συνήθειες θύμιζαν πολύ τις ελληνικές, ενώ οι διοικητές τους μιλούσαν ελληνικά. Πρωταρχικός στόχος ήταν να συγκεντρώνονται σε αυτές στρατεύματα ικανά για την αντιμετώπιση εξεγέρσεων. Επιπλέον, μεταφύτευαν σε ένα τελείως ξένο περιβάλλον τον πολιτισμό των Ελλήνων, με θέατρα, γυμνάσια, στοές και λουτρά. Χάρη στις νέες αυτές πόλεις δημιουργήθηκαν δίγλωσσες ομάδες τοπικών πληθυσμών, εξοικειωμένες με τον κόσμο και τη σκέψη των Ελλήνων.

Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου άλλαζαν ριζικά και τον παλαιό ελληνικό κόσμο. Κατακτημένες και υποταγμένες, οι σημαντικότερες πόλεις του δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης πολιτικής. Όπου διασώζονταν τα πάτρια πολιτεύματα, λειτουργούσαν συνήθως μέσα στα όρια που τους επέτρεπαν οι Μακεδόνες. Ταυτοχρόνως επερχόταν μια άλλη βαθύτερη μεταβολή, που άλλαζε την όψη των πόλεων και τη δομή των κοινωνιών τους.

Ο πλούτος της Περσίας (τα ταμεία των βασιλέων, οι θησαυροί που συσσωρεύονταν για αιώνες, τα χρήματα πολλών αριστοκρατών αλλά και τα αγαθά ιδιωτών) βρέθηκε στα χέρια των κατακτητών, άλλοτε με κατάσχεση, άλλοτε με τη λεηλασία και άλλοτε με διαρπαγή, μέσα στις έκρυθμες συνθήκες που επικρατούσαν. Ένα πολύ μεγάλο μέρος δαπανήθηκε για τις ανάγκες του παρατεινόμενου πολέμου, για τη συγκρότηση νέων διοικήσεων και για την οικοδόμηση πόλεων. Αλλά ένα σημαντικό μέρος διοχετεύτηκε στην Ελλάδα, καθώς ο Αντίπατρος και άλλοι Μακεδόνες λάμβαναν τακτικά ενισχύσεις από τον βασιλιά τους. Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος είχε στείλει έναν ολόκληρο στόλο για να μεταφέρει περσικούς θησαυρούς στη Μακεδονία. Αλλά με χρήματα και αγαθά επέστρεφαν στις πατρίδες τους και οι άνδρες που αποστρατεύονταν, ιδίως οι πάμπλουτοι πλέον στρατηγοί.

Η διάθεση του τεράστιου πλούτου στον ελληνικό κόσμο γινόταν με τρόπο άνισο, που όξυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις. Πολλοί ιδιώτες άρχισαν να επιδεικνύουν τη νέα τους θέση, οικοδομώντας λαμπρές κατοικίες σε βαθμό πρωτόγνωρο έως την εποχή εκείνη. Εμφανιζόμενοι ως ευεργέτες των πόλεων, νέοι μεγιστάνες χρηματοδοτούσαν δημόσια κτίρια, λουτρά, γυμνάσια και θέατρα. Επιπλέον, στον ελληνικό κόσμο κατέφθαναν διαρκώς πλήθη από υποδουλωμένους άνδρες και γυναίκες για να προσφέρουν τις φθηνές υπηρεσίες τους. Η δουλεία λάμβανε πλέον διαστάσεις άγνωστες στον ελληνικό κόσμο.

Όταν έγινε γνωστή η είδηση για τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Ρόδιοι έδιωξαν τη μακεδονική φρουρά, ενώ πολλοί Αθηναίοι εκδήλωσαν τον τρομερό τους ενθουσιασμό - ιδιαιτέρως οι μεγάλες μάζες των φτωχότερων πολιτών. Μάταια συντηρητικοί ηγέτες, όπως ο Φωκίων, που εξέφραζαν περισσότερο τα αισθήματα των πλουσίων, προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους Αθηναίους. Από την πρώτη στιγμή ήταν φανερό ότι η αντίδραση στη μακεδονική κυριαρχία θα ήταν δυναμική. Υπήρχαν άλλωστε πρόσφατες εξελίξεις που οδηγούσαν σε μια νέα σύγκρουση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Μακεδονία.

Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος σχεδίαζε να αφαιρέσει από την Αθήνα τον έλεγχο της Σάμου, να διώξει τους Αθηναίους κληρούχους από το νησί και να αποκαταστήσει τους παλαιούς κατοίκους του. Είχε εκδώσει διαταγή άλλωστε όλες οι ελληνικές πόλεις να δεχτούν πίσω τους εξορίστους τους, που υπολογίζονταν σε περίπου 20.000. Επιπλέον, υποδείκνυε στους Έλληνες να του αποδίδουν θεϊκές τιμές. Μέσα στη γενική αναταραχή συνέβη και ένα τελείως απροσδόκητο γεγονός. Ο θησαυροφύλακάς του, ο Άρπαλος, είχε εγκαταλείψει τον βασιλιά του και με έναν μεγάλο θησαυρό ζητούσε καταφύγιο από τη Βαβυλώνα στην Αθήνα.

Οι Αθηναίοι, με τη σύμφωνη γνώμη του Δημοσθένη, υποχώρησαν στο ζήτημα των θεϊκών τιμών, με την ελπίδα ότι θα μεταπείσουν τον Αλέξανδρο στην υπόθεση της Σάμου και των εξορίστων, άφησαν ωστόσο τον Άρπαλο να διαφύγει. Σύντομα διαπίστωσαν ότι από τον θησαυρό, τον οποίο είχαν καταθέσει στην Ακρόπολη, έλειπαν περίπου τα μισά χρήματα. Υπεύθυνος θεωρήθηκε, μεταξύ άλλων, και ο Δημοσθένης, που καταδικάστηκε σε βαρύ πρόστιμο. Κατήγορός του ήταν ο πρώην συνεργάτης του Υπερείδης. Αδυνατώντας να καταβάλει το πρόστιμο (εάν είχε καταχραστεί χρήματα, αυτά είχαν αξιοποιηθεί προφανώς για τον αντιμακεδονικό αγώνα), ο φυλακισμένος Δημοσθένης δραπέτευσε από την πόλη.

Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ο Αθηναίος στρατηγός Λεωσθένης άρχισε να συγκροτεί έναν αντιμακεδονικό συνασπισμό, έχοντας τη συνδρομή των Αιτωλών και πολλών άλλων Ελλήνων, εκτός βέβαια από τους Λακεδαιμόνιους, που δεν ήταν πλέον σε θέση ούτε να σκεφτούν για νέο εγχείρημα. Υπήρχαν όμως διαθέσιμες αρκετές χιλιάδες έμπειρων μισθοφόρων, από αυτούς που είχαν πολεμήσει με τον στρατό του Αλεξάνδρου στην Ασία και βρίσκονταν σε αποστρατεία. Όλοι οι Αθηναίοι έως 40 ετών στρατεύτηκαν, και ένας στόλος 240 πλοίων (στα οποία έμελλε να προστεθούν περισσότερα) ετοιμάστηκε. Η γενική αμνηστία που δόθηκε επέτρεψε στον Δημοσθένη να επιστρέψει στην πόλη του και να δώσει, σε συνεργασία με τον Υπερείδη, την τελευταία του μάχη. Ο Δημάδης, που είχε εισηγηθεί τις θεϊκές τιμές για τον Αλέξανδρο, καταδικάστηκε επειδή είχε εισαγάγει καινὰ δαιμόνια, δηλαδή νέους θεούς.

Ο Ελληνικός Πόλεμος, όπως τον αποκάλεσαν οι εξεγερμένοι, ξεκίνησε το 323 με σημαντικές επιτυχίες και ο Αντίπατρος βρέθηκε πολιορκημένος στη Λαμία. (Οι μεταγενέστεροι ιστορικοί τον αποκάλεσαν, για τον λόγο αυτό, Λαμιακό.) Σκοτώθηκε ωστόσο ο ικανός στρατηγός Λεωσθένης, ενώ οι Μακεδόνες έλαβαν ισχυρές ενισχύσεις από την Ασία, στις οποίες περιλαμβάνονταν πολλοί Πέρσες στρατιώτες. Τον επιτάφιο για τον νεκρό Λεωσθένη και τους πρώτους πεσόντες εκφώνησε ο Υπερείδης - πρόκειται για τον τελευταίο ίσως σπουδαίο λόγο που σώζεται από τη δημοκρατική Αθήνα. Το 322, σε δύο ναυμαχίες και σε μία αποφασιστική μάχη, ηττήθηκαν όσοι είχαν απομείνει από τους συνασπισμένους Έλληνες, και οι Αθηναίοι έχασαν τον τελευταίο τους στόλο. Ο Δημάδης και ο Φωκίων διαπραγματεύτηκαν μαζί με τον πλατωνικό φιλόσοφο Ξενοκράτη τους ταπεινωτικούς όρους της συνθηκολόγησης.

Μια μακεδονική φρουρά εγκαταστάθηκε στη Μουνιχία, και οι Αθηναίοι ανέλαβαν να πληρώσουν όλα τα έξοδα του πολέμου. Επιπλέον, η δημοκρατία καταργήθηκε ή, πάντως, συρρικνώθηκε σε βαθμό που έγινε αγνώριστη. Δικαιώματα πολίτη είχαν πλέον μόνο οι εύποροι και, συνεπώς, πολλές χιλιάδες Αθηναίοι υποβιβάστηκαν. Αρκετοί αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν. Με πρόταση του Δημάδη, οι Αθηναίοι πολιτικοί που είχαν αναλάβει το βάρος του πολέμου εναντίον των Μακεδόνων καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Υπερείδης σκοτώθηκε και ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε. Σύντομα οι Αθηναίοι που ήταν εγκαταστημένοι στη Σάμο υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στην πόλη τους.

Και όμως… Η Μήδεια Δεν Σκότωσε τα Παιδιά της

 «Το δίκιο δε φωλιάζει στα μάτια των θνητών · δίχως να μάθεις τι κρύβει κάποιος στην καρδιά του τον μισείς μ’ ένα σου βλέμμα μοναχά, χωρὶς ποτέ κακό να σου ’χει κάνει.» -Μήδεια-Ευριπίδη

Έχουμε πληθώρα συνθέσεων-ανακατασκευών του μύθου της Μήδειας με την ευριπίδειο μορφή να θεωρείται πρωτότυπη. Έτσι η πρωταγωνίστρια δεν είναι ποτέ η ίδια, αλλά αλλάζει ώστε σήμερα πια να μιλάμε για Μήδειες και για ένα πλουραλισμό των προσωπείων της ηρωίδας…

Όλες τους όμως εισάγουν, πρώτο διδάξαντα τον Ευριπίδη, την παιδοκτονία στη δράση τους: αυτό είναι γεγονός οξύμωρο, αν σκεφτεί κανείς ότι η παράδοση μιλά για τη Μήδεια και τα παιδιά της ως παρουσίες αλληλένδετες και ότι η Μήδεια εμφανίζεται συγχρόνως ως θεότητα της γονιμότητας και της μητρότητας.

Η Μήδεια είναι η ηρωίδα που «μήδεται» δηλαδή προνοεί, νοιάζεται, γνωρίζει τις τελετές των μυστών και μεταφέρει τη γνώση της στην Ελλάδα.

Το όνομα Μήδεια προέρχεται από το ρήμα μέδομαι, το οποίο σημαίνει προνοώ, μελετώ, διαλογίζομαι και φροντίζω, καθώς και επινοώ, μηχανεύομαι και εν τέλει κυβερνώ, άρχω. 

Στη ενεργητική του διάθεση, μέδω, το ρήμα αποκτά τη σημασία του εξουσιάζω, προστατεύω. Φορέας και εκπρόσωπος ενός αρχαϊκού πολιτισμού, ανήκει σ’ ένα είδος «ορφισμού». Είναι ερωμένη, ερωτευμένη μάγισσα που σώζει τον εραστή και τους συντρόφους της, είναι μάνα αλλά και «Μέδουσα» και «Σκύλλα», η «πανφάρμακη ξείνα» κατά τον Πίνδαρο. Θεωρείται μάγισσα, γιατί: Παρασκευάζει προστατευτικές αλοιφές, χρησιμοποιεί ξόρκια, δηλητηριάζει, μαγνητίζει με το βλέμμα, προκαλεί ύπνο, έχει μαντικές ικανότητες, φονεύει (θυσιάζει, ανθρωποθυσία) ή βάζει άλλους να φονεύουν τελετουργικά και κομματιάζει. Επίσης υπόσχεται και επιδιώκει με τελετουργικές δράσεις, ξόρκια και ουσίες την αναπαραγωγή, αιώνια νιότη και την αθανασία.

Ως «Θεοειδής μάγισσα» την κοσμεί ο Page, ο οποίος της αποδίδει μαγικοθρησκευτικές αρετές. Κάνει θετική ή αρνητική χρήση τους: πρόκειται για μια ηθική αντιπαράθεση ανάμεσα στην «λευκή» και τη « μαύρη» μαγεία, μια διχοτόμηση ανάμεσα στο θείο και το δαιμονικό, μια σχάση ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Κι όμως η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της· η Μήδεια του μύθου γιατί η Μήδεια του Ευριπίδη, ναι, το έκανε, τα σκότωσε και τα δύο. Όχι πως έκανε λίγα εγκλήματα η Μήδεια του μύθου: έκοψε κομματάκια τον αδελφό της και τον σκόρπισε στη θάλασσα, αργότερα έβαλε τις κόρες του Πελία να σκοτώσουν τον πατέρα τους, αλλά τα παιδιά της όχι, δεν τα σκότωσε.

Ούτε η Μήδεια του Πίνδαρου σκότωσε τα παιδιά της. Αγάπησε τον Ιάσωνα και τον βοήθησε με τα μαγικά της να κλέψει το χρυσόμαλλο δέρας αλλά ως εκεί. Το ίδιο κι η Μήδεια του Απολλώνιου του Ρόδιου. Μετά από εντολή της Αφροδίτης, ο Έρωτας σημάδεψε την καρδιά της κι αγάπησε παράφορα τον Ιάσωνα με τον οποίο, μετά από πολλές περιπλανήσεις, κατέληξαν στην Αίγινα και τέλος καλό.
Η Μήδεια λοιπόν δεν σκότωσε τα παιδιά της. Τώρα πώς του ήρθε του Ευριπίδη, τέτοια ιδέα είναι μεγάλη ιστορία. Μια ιστορία που θα την πούμε παρακάτω.

Όμως ποια ήταν η Μήδεια; Τι λέει η μυθολογία μας για αυτήν;

Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι.

Στην ελληνική μυθολογία, η Μήδεια είναι κόρη του βασιλιά της Κολχίδας, Αιήτη και της Ωκεανίδας Ιδυίας ή Εκάτης και εγγονή του θεού Ήλιου. «Με τον θεών το θέλημα, την ομορφομάγουλη Ιδυία κι από τον έρωτά του αυτή του γέννησε τη Μήδεια την ομορφοστράγαλη» μας λέει ο Ησίοδος στην Θεογονία του. Αδερφή της η Χαλκιόπη η οποία παντρεύτηκε τον Φρίξο. Από τη θεία της, Κίρκη, είχε μάθει την τέχνη της μαγείας, την οποία χρησιμοποιούσε σ’ όλη την ζωή της ενώ το όνομα της μητέρας της αλλάζει, με αποτέλεσμα να αλλάζει και η συγγένεια που έχει με την Κίρκη και την Εκάτη. Άλλοτε μητέρα της είναι η Ωκεανίδα Ιδυία ή η Εκάτη (Διόδωρος), άλλοτε είναι ανιψιά και άλλοτε αδελφή της Κίρκης. Πάντως, και οι τρεις ανήκουν στον ίδιο κύκλο των μαγισσών, με προστάτιδα την Εκάτη και τη Μήδεια να αποκτά αυτόν τον ρόλο και στην αττική τραγωδία στον μύθο των Αργοναυτών. Η Μήδεια ήταν ιέρεια της Άρτεμης στην Κολχίδα, το οποίο είχε ιδρύσει η Εκάτη.

Για τη Μήδεια εξιστορούν πως έμαθε από τη μητέρα και την αδελφή της όλες τις ιδιότητες των φαρμάκων, αλλά τα χρησιμοποίησε για εντελώς αντίθετους σκοπούς· γιατί έβαλε στόχο της να γλιτώνει από τους κινδύνους τους ξένους που κατέπλεαν, πότε με το να παρακαλεί τον πατέρα της να χαρίσει τη ζωή στους μελλοθάνατους και πότε να τους απελευθερώνει η ίδια από τη φυλακή και να προνοεί για την ασφάλεια των άτυχων ανθρώπων γιατί ο Αιήτης, τόσο ένεκα της δικής του ωμότητας όσο και από την επίδραση της γυναίκας του της Εκάτης, είχε δεχτεί το έθιμο της ξενοκτονίας.

Την έθεσε λοιπόν υπό «ελευθέρα φυλακή»· όμως η Μήδεια κατάφερε να δραπετεύσει και κατέφυγε σε κάποιο τέμενος του Ήλιου κοντά στη θάλασσα. Τότε ήταν που μια νύχτα κατέπλευσαν στην Κολχίδα στο εν λόγω τέμενος και οι Αργοναύτες ερχόμενοι από την Ταυρική. Εκεί, λοιπόν, συνάντησαν τη Μήδεια να περιπλανιέται στην ακτή κι έμαθαν από αυτή για το έθιμο της ξενοκτονίας, χάρηκαν με την πολιτισμένη στάση της κοπέλας και, αφού της φανέρωσαν τον σκοπό τους, έμαθαν, πάλι από εκείνη, τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε για κείνη ο πατέρας της, επειδή η ίδια σεβόταν τους ξένους. Μετά απ’ αυτά, οι Αργοναύτες άφησαν φύλακες στο πλοίο και ξεκίνησαν νύχτα μαζί με τη Μήδεια για το χρυσόμαλλο δέρας.

Η Μήδεια υποσχέθηκε να τους βοηθήσει μέχρις ότου εκτελέσουν τον προκείμενο άθλο, και ο Ιάσονας της έδωσε όρκο πίστης ότι θα την παντρευτεί και θα την έχει σύζυγο για όλη του τη ζωή με τον όρο να την πάρει από τη βάρβαρη χώρα της, ώστε να μην χρειάζεται να επιτελεί τις θυσίες των ξένων.

Ο βασιλιάς των Κόλχων, Αιήτης, ζήτησε με τη σειρά του από τον Ιάσωνα να επιτελέσει δύο άθλους. Να ζέψει δύο άζευτους μέχρι εκείνη τη στιγμή ταύρους με χάλκινα πόδια, που έβγαζαν φλόγες από τα ρουθούνια τους, δώρο του Ηφαίστου στον Αιήτη. Και να οργώσει με αυτούς ένα χωράφι και να το σπείρει με τα δόντια του δράκου που είχε σκοτώσει ο Κάδμος στη Βοιωτία, τα μισά από τα οποία είχε δώσει ο Κάδμος στον Αιήτη. Επειδή η Μήδεια ερωτεύτηκε τον Ιάσωνα -οι δύο νέοι συναντήθηκαν στον ναό της Εκάτης, τον βοήθησε.

«και πως απ΄ τους παρθενικούς της πόθους νικήθηκε η Μήδεια κι έκανε απαίσιο γάμο χάρη στο θέλημα της Ήρας. Γιατί η Κυθέρεια, του έρωτα τροφός, ξύπνησε μέσα της σφοδρή επιθυμία και πέρασε το βέλος μες στα σπλάχνα της η Ερινύα των κακών ερώτων» (Ορφέως «Αργοναυτικά»).

Του έδωσε μιαν αλοιφή που είχε φτιάξει από το προμήθειο, βότανο που είχε φυτρώσει από το αίμα της πληγής του Προμηθέα. Με αυτό ο Ιάσωνας άλειψε το σώμα του και επικάλυψε τα όπλα του και παρέμεινε προστατευμένος για εικοσιτέσσερις ώρες -τόσο διαρκούσε η δύναμη της αλοιφής. Πριν από αυτό ο Ιάσωνας έπρεπε να επικαλεστεί τη θεά Εκάτη. Προμήθειο και προσευχή τον προφύλαξαν από τις πύρινες ανάσες και τα χάλκινα πόδια των ταύρων.

Η Μήδεια αποκάλυψε στον Ιάσωνα ότι, καθώς θα έσπερνε τα δόντια του δράκου, θα φύτρωναν οπλισμένοι πολεμιστές, που θα επεδίωκαν να τον σκοτώσουν, όπως είχε συμβεί και με τον Κάδμο στην Αρεία πηγή, και ότι θα έπρεπε να κάνει ό,τι και ο Κάδμος: να ρίξει μια πέτρα ανάμεσα στους πολεμιστές που «έσπειρε», οπότε αυτοί θα αλληλοσκοτώνονταν θεωρώντας ότι κάποιος από τους ίδιους την έριξε.

Με τις συμβουλές της Μήδειας ο Ιάσωνας κατάφερε να ζέψει τους ταύρους χωρίς να καεί από τις φλόγες τους και να γλυτώσει από την επιθετική μανία των «Σπαρτών» της Κολχίδας.

Ο Ιάσονας έπρεπε να πάρει το δέρας μόνος του, κάτι που δεν θα κατόρθωνε χωρίς τις ιδιαίτερες ικανότητες της Μήδειας που με τα μάγια της αποκοίμισε τον ακοίμητο δράκο που το φυλούσε. Τότε ο Ιάσονας πλησίασε, ξεκρέμασε το δέρας από το δέντρο όπου ήταν κρεμασμένο και το πήρε μαζί του.

Ύστερα απ’ αυτό ακολούθησε τον εραστή της και για να αργοπορήσει τον Αιήτη, ο οποίος τους καταδίωκε, τεμάχισε τον αδελφό της, Άψυρτο και σκόρπισε στη θάλασσα τα μέλη του. Έτσι απελπισμένος ο Αιήτης άρχισε να μαζεύει τα μέλη του γιου του. Ο Γρέιβς υποστηρίζει ότι το όνομα «Άψυρτος» δεν είναι παρά ένα προσωνύμιο του Ορφέως και ότι ο μύθος αναφέρεται στον διαμελισμό του από τις μαινάδες.

Τις καταλογίζουν ένα φόνο που ποτέ δεν έκανε γιατί όπως γράφει ο Στράβων (Ζ 5,5) αρχηγός του κοχλικού στόλου ήταν και μετά ο Άψυρτος και ότι η Μήδεια –δήθεν – τον σκότωσε στις Αψυρτίδες νήσους κοντά στα ιλλυρικά παράλια. Φαίνεται ότι στα νησιά αυτά εδόθη στον Άψυρτο από την ιέρεια και αδελφή του η τελική μύηση της αθανασίας. Το συμβολικό κομμάτιασμα (όπως το κομμάτιασμα του Διόνυσου αλλά και του Ορφέως) ήταν μέσα στις τεχνικές της αθανασίας, ήταν ένας πανάρχαιος αιματηρός ίσως τρόπος απόρριψης του παλιού αίματος ενσωματωμένος στις όλες τεχνικές της αθανασίας. Βλέπουμε λοιπόν ολοκάθαρα ότι η Μήδεια σαν ιέρεια της Άρτεμης κατείχε μαγικές δυνάμεις και συνάμα τεχνικές αθανασίας που εφάρμοσε στον αδελφό της.

Η Μήδεια προτού φύγει προφανώς θέλησε να κάνει σωματικά αθάνατο τον αδελφό της, αλλά βέβαια το ιερατείο το οποίο έλεγχε τα γραπτά διαστρέβλωσε την πραγματικότητα και την παρουσίασε σαν φόνισσα του αδελφού της.

Ο γάμος του Ιάσωνα και της Μήδειας έγινε κρυφά στο σπήλαιο της Μάκριδος στη Σχερία, που έκτοτε θεωρούνταν ιερό της Μήδειας. Το γάμο τέλεσε κρυφά η βασίλισσα των Φαιάκων Αρήτη, επειδή ο σύζυγός της βασιλιάς Αλκίνοος υποσχέθηκε στους διώκτες της Μήδειας, Κόλχους να τους την παραδώσει αν δεν είχε ακόμη δεθεί ερωτικά με τον Ιάσωνα. Γάμος και ένωση επισπεύσθηκαν. Σύμφωνα με μεταγενέστερη εκδοχή, οι γάμοι τελέστηκαν στην Κολχίδα, όπου παρέμεινε ο Ιάσωνας για τέσσερα χρόνια πριν τελέσει τους άθλους του.

Την «συναντάμε» έπειτα στην Κρήτη να τρελαίνει με ξόρκια και με το μαγικό της βλέμμα τον γίγαντα Τάλω, του έστειλε απατηλά οράματα και τον έκανε να σχίσει τη φλέβα του αστραγάλου του, κέντρο της ζωής του, πάνω σε βράχο. Κατά άλλη εκδοχή του είπε πως αν του τραβήξει έξω το καρφί που συγκρατούσε το αίμα της φλέβας θα γινόταν αθάνατος.

Στην Ιωλκό αργότερα, ο Ιάσωνας την παρακάλεσε να εκδικηθεί τον Πελία. Λίγο νωρίτερα η Μήδεια είχε ξαναδώσει τα νιάτα στον ταλαιπωρημένο από τα γηρατειά πατέρα του Ιάσωνα, Αίσωνα, αφού άδειασε όλο το αίμα από το σώμα του με κάποιο μυστηριώδες τρόπο και κατόπιν τον παρουσίασε νέο και ρωμαλέο στο παλάτι που έμενε ο σφετεριστής βασιλιάς Πελίας.

Η Μήδεια «υπακούοντας» την εντολή του Ιάσωνα για εκδίκηση τότε έπεισε τις κόρες του Πελία να τεμαχίσουν το σώμα του πατέρα τους και να το βράσουν, γιατί έτσι δήθεν θα κατόρθωναν να τον κάνουν πάλι νέο. Για να γίνει πιο πιστευτή άλειψε το δέρμα της με αλοιφή για να φαίνεται ρυτιδωμένο, έβαψε τα μαλλιά της άσπρα και ντύθηκε σαν τις ιέρειες της Άρτεμης, μπήκε στο παλάτι φορώντας ιερατικό προσωπείο. Σε μικρό κούφιο άγαλμα της θεάς έκρυψε τα μαγικά φάρμακα και με το άγαλμα στο χέρι γυρνούσε στους δρόμους χορεύοντας με θρησκευτική έκσταση. Φώναζε ότι είχε φέρει το άγαλμα από τους Υπερβόρειους για το καλό του βασιλιά και της πόλης και πως όλοι οι πολίτες έπρεπε να το καλοδεχτούν. Κυριευμένη από θεϊκό οίστρο μπήκε στο παλάτι και τους έκανε να πιστέψουν πως η θεά είχε έρθει στο σπίτι για καλό. Είπε στον Πελία ότι η Άρτεμη θέλει να τον ανταμείψει για την ευσέβειά του δίνοντας πίσω τα νιάτα του. Τον υπνώτισε με μάγια και ο Πελίας πείστηκε και ζήτησε από τις κόρες του να την υπακούσουν. Οι θυγατέρες τότε κατέσφαξαν τον γέροντα Πελία προσδοκώντας τη μετατροπή του σε νέο.

Αμέσως μετά τον θρόνο ανέλαβε ο γιος του Πελία, ή του τον παραχώρησε ο Ιάσωνας, μια και μετά το φονικό δεν θα μπορούσαν να μείνει εκεί, ούτε ο ίδιος ούτε η Μήδεια.

Κατόπιν η Μήδεια και ο Ιάσωνας έφυγαν για την Κόρινθο, όπου οι Κορίνθιοι την αναγνώρισαν σαν κόρη και συνεχιστή της βασιλείας του Αιήτη ο οποίος είχε φύγει για την Κολχίδα και είχε αφήσει κάποιον αντιβασιλέα.

Ο Ιάσωνας έγινε βασιλιάς και η Μήδεια επιδίδεται στις τεχνικές της αθανασίας στην Ακροκόρινθο στο ιερό της Ήρας που αυτή ίδρυσε δίνοντας την αθανασία σε πολλά αγόρια και κορίτσια των Κορινθίων.

Ο ναός της Ήρας όπως διαφαίνεται από τις διηγήσεις γίνεται ένα κέντρο όπου η Μήδεια απλόχερα δίνει την αθανασία σε όσους την ζητήσουν αλλά ήταν άξιοι για αυτή την αλλαγή. Σύμφωνα με τον Διόδωρο έζησαν δέκα χρόνια μαζί και απέκτησαν παιδιά, δύο ή τρία, οι δυο πρώτοι δίδυμοι, ο Θεσσαλός και ο Αλκιμένης, και ο τρίτος, πολύ μικρότερος απ’ αυτούς, ο Τίσανδρος. Κατά μία άλλη παραλλαγή τα παιδιά που αποκτήσανε ήταν παραπάνω από τρία και φτάνουν στο σύνολο τα δεκατέσσερα, με τα ονόματα να αλλάζουν και ανάμεσά τους να μαθαίνουμε και για άλλους δύο γιους τον Φέρητα και τον Μέρμερο.

Και ενώ στην αρχή την τιμούσε ο Ιάσωνας, αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση του βασιλιά Κρέοντα να τον παντρέψει με την κόρη του Γλαύκη ή Κρέουσα, είτε για να συνδέσει τα παιδιά του με τον βασιλικό οίκο της Κορίνθου είτε γιατί η Μήδεια είχε πια μεγαλώσει και η ομορφιά της ήταν πιο θαμπή μπροστά στη νεαρή Γλαύκη. Η Μήδεια θα εξοριζόταν. Με την προθεσμία μιας μέρας που κέρδισε η Μήδεια ετοίμασε την εκδίκησή της.

«Η μεγάλη αγωνία της γυναίκας είναι αν θα πετύχει άνδρα κακὸ ή καθωσπρέπει.
Άτιμη θα την πουν αν τον αφήσει, πιότερο οι χωρισμοί τις γυναίκες στιγματίζουν
.» μας λέει ο Ευριπίδης στην Μήδεια του.

Της τότε έστειλε δηλητηριασμένο χιτώνα σαν δώρο για το γάμο της, ο οποίος έβγαζε φλόγες και την έκαψε. Το κορίτσι κάηκε, το ίδιο και ο πατέρας της που έτρεξε να τη βοηθήσει και το παλάτι.

Και κάπου παρακάτω συνεχίζει:

«Κι αν η γυναίκα με φόβο στέκεται μπροστὰ στα όπλα και στον πόλεμο
όταν της γίνει στο γάμο αδικία, πιο φονικὴ ψυχὴ δε γίνεται να υπάρχει
»
Και εδώ είναι που ο μύθος «χάνεται»…

Λέγεται λοιπόν πως στην συνέχεια η εκδίκησή της δε σταμάτησε εδώ, αλλά έφτασε στο πιο αποτρόπαιο έγκλημά της. Σκότωσε τα δύο της παιδιά Φέρητα και Μέρμερο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η Μήδεια όχι μόνο δεν σκότωσε τα παιδιά της αλλά είχε προσπαθήσει να τα κάνει αθάνατα. Γι’ αυτό τα έκρυβε στον ναό της Ήρας, επειδή πίστευε ότι η θεά θα τα έκανε αθάνατα· όμως τα παιδιά πέθαιναν. Κατά άλλες εκδοχές οι Κορίνθιοι σκότωσαν τα παιδιά της. Ο Κarl Kerenyi γράφει χαρακτηριστικά ότι οι Κορίνθιοι ήσαν εκείνοι που δεν ανέχονταν την κυριαρχία της ξένης μάγισσας και σκότωσαν τους εφτά γιους και τις εφτά κόρες της. πάνω στον βωμό της Ακραίας Ήρας, επειδή κουβάλησαν με τα χέρια τους τα φονικά δώρα της μητέρας τους. Τότε ξέσπασε λιμός στην πόλη και πέθαιναν τα μωρά.

Και κάπου εδώ είναι που ξεκινά η ευριπίδειος εκδοχή του μύθου.

Φαίνεται πως έφτασε στ’ αυτιά του (Ευριπίδη)η ιστορία του Εύμηλου, ενός Κορίνθιου ποιητή του 8ου αιώνα π. Χ., που φαντάστηκε πως η Μήδεια, προσπαθώντας να κάνει τα παιδιά της αθάνατα, χρησιμοποίησε μαγικά που δυστυχώς είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα και τα παιδιά πέθαναν.
Επομένως το έγκλημα έγινε άθελά της.

Την ιστορία την πήρε ο Παυσανίας και τη διέσωσε στα Κορινθιακά του.

Ο δε Παρμενίσκος προτίμησε την αρχική εκδοχή με μια παραλλαγή: η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της, της τα σκότωσαν Κορίνθιες γυναίκες στο ναό της Ήρας. Πάντως τον καιρό που ο Ευριπίδης έγραφε τη δική του Μήδεια, δημοφιλής στην Αθήνα ήταν και η εκδοχή του Κρεώφυλου: η Μήδεια σκότωσε τον βασιλιά της Κορίνθου και οι Κορίνθιοι -έχει σημασία αυτό- για εκδίκηση σκότωσαν τα παιδιά της και διέδωσαν ότι φονιάς ήταν η μάνα τους.

Επομένως για τους Αθηναίους, η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της, οι Κορίνθιοι το έκαναν, οι εχθροί των Αθηναίων -βρισκόμαστε στα 431 π. Χ., τη χρονιά που ξεσπάει ο Πελοποννησιακός πόλεμος, και η Κόρινθος είναι σύμμαχος της μισητής Σπάρτης-, και μάλιστα οι Κορίνθιοι φόρτωσαν το έγκλημα στη Μήδεια.

Βλέποντας λοιπόν οι Αθηναίοι στα Μεγάλα Διονύσια πως οι Κορίνθιοι είναι αθώοι και πως όλα τα έκανε η Μήδεια, είναι λογικό να δυσανασχέτησαν, γι’ αυτό ίσως έδωσαν το α΄ βραβείο στον Ευφορίονα, τον γιο του Αισχύλου και το δεύτερο στον Σοφοκλή αφήνοντας τον Ευριπίδη τρίτο και βάζοντας ένα ακόμα λιθαράκι στην αντιδημοτικότητα του Ευριπίδη που ολοκληρώθηκε με τις φοβερές ‘Τρωάδες” του. Υπάρχει, φυσικά, η περίπτωση να μην άρεσε το έργο, πάντως στην απόφαση των κριτών θα πρέπει να μέτρησε το γεγονός πως για τους Αθηναίους η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της.

Το μοτίβο της θανάτωσης του παιδιού από τη μάνα επανεμφανίστηκε στον Ευριπίδη αργότερα στις «Βάκχες» όπου η Αγαύη διαμέλισε το γιο της υπό το κράτος διονυσιακής μανίας. Έτσι ο Ευριπίδης με τόσες αναφορές σε σφάγια αναπαρίσταται μέσα μας ως «ανατόμος» η ακόμα ως «σφάχτης ψυχών».

Ήταν άραγε πρώτος ο Ευριπίδης που ισχυρίστηκε κάτι τόσο φοβερό, πως δηλαδή η Μήδεια σκότωσε εσκεμμένα τα παιδιά της; “Άλυτο πρόβλημα” θεωρείται για τους μελετητές. Πάντως, είτε ήταν δική του η αρχική ιδέα είτε όχι, γεγονός είναι πως η Μήδεια του Ευριπίδη σκότωσε τα παιδιά της.

Όμως ακόμη και αυτή η Μήδεια, του Ευριπίδη, μιλά με τα λόγια μάνας που σβήνουν όλα ολόγυρα, όταν χάνονται οι καρποί της. Τα παιδιά της:

«Λοιπόν, παιδιά μου, άδικα σας ανάστησα;
Άδικα μοχθούσα και παιδευόμουνα με βάσανα;
Του κάκου τράβηξα τους σκληρούς της γέννας σας τους πόνους;
Κι είχα σε σας η δύστυχη πολλές ελπίδες να με γεροκομήσετε
και πως σαν πεθάνω όμορφα με τα χέρια σας θα με στολίσετε
που οι άνθρωποι το λαχταράν.
Μα τώρα πάει κάθε γλυκιά μου συλλογή, γιατί μακριά σας
άθλια ζωή γεμάτη πίκρες θα περάσω


Η Μήδεια του Ευριπίδη είναι η γυναίκα που την ύβρισαν, η βασίλισσα που αφόπλισαν, το θηλυκό που δεν αμείφθηκε ο έρωτάς του. Επιπροσθέτως διεκδικεί χαρακτηριστικά και αρετές που αποδίδονταν μόνο στους άνδρες όπως η σοφία, η επιστήμη, το θάρρος, η τόλμη, ο ηρωισμός, η εκδίκηση.

Άλλωστε την βλέπουμε να αναδεικνύεται νικήτρια σε μια σειρά από ρητορικούς αγώνες με τον Κρέοντα, τον Ιάσωνα, τον Αιγέα. Ο ποιητής μας τόλμησε να δημιουργήσει μια πρωταγωνίστρια που δε θα συνδέσει τη μοίρα της με τη παθητικότητα: η Μήδεια του Ευριπίδη δεν παραδίδεται στην «παράδοση».

Η Μήδεια δεν αποχαιρετά, είναι νηπενθής δηλαδή δεν πενθεί δε δέχεται την έλλειψη, αρνείται το γεγονός έχασε τον άντρα της, θέλει να συγκρατεί το αντικείμενο, δε διαπραγματεύεται την απόδρασή του. Αρνούμενη να θρηνήσει τον Ιάσωνα που έχασε παλινδρομεί, τρελαίνεται στιγμιαία μη δυνάμενη να πενθήσει εν μέρει, δηλαδή να καμφθεί λίγο, σπάει κομματιάζεται και βουλιάζει μαζικά μέσα σε μια ασυγκράτητη μανία αφανισμού. Η Μήδεια είναι (από τις σωζόμενες τραγωδίες) ο μοναδικός δολοφόνος που μένει ατιμώρητη και θριαμβευτής. Τον Ευριπίδη δεν τον ενδιαφέρει να αποδώσει δικαιοσύνη αλλά να δείξει την εναλλαγή μεταξύ ψυχής και ισχύος.

Ειρωνεία: αυτή που δεν καταδέχεται να χάνει τον ένα καταλήγει να τα χάνει όλα. Σκοτώνοντας τα παιδιά της- δηλαδή τις ναρκισσιστικές προεκτάσεις της- σκοτώνει και τον εαυτόν της: πρόκειται για έναν αυτοκτόνο φόνο μια πράξη διευρυμένης αυτοκτονίας όπου ο αυτοκτόνος παρασύρει στον θάνατο όλους τους αγάπη μένους: ιδού μια εκδήλωση της ενόρμησης του θανάτου, η αρνητικοποίηση της ζωής. Η Κολχίδα γίνεται, εν τέλει, μια ερωμένη του Πένθους η οποία «ηδονίζεται από ένα βαθύ έρωτα του πένθους». “Φοβού την γελασμένη-εξαπατημένη γυναίκα» συμπληρώνει ο Shakespeare.

Και η Μήδεια θα ανταπαντούσε: «από όσα έχουν ψυχή και νου, οι γυναίκες είμαστε το πιο δυστυχισμένο πλάσμα» (στ. 230)

Τι απέγινε όμως η Μήδεια;

Μετά την εξορία της από την Κόρινθο λέγεται ότι η Μήδεια κατέφυγε στον Ηρακλή, στις Θήβες, βρήκε όμως τον ήρωα να έχει πάθει μανία και να έχει σκοτώσει τους γιους του. Από τη μανία του τον γιάτρεψε με τα φάρμακα της. Πριν εξοριστεί από την Κόρινθο, η Μήδεια είχε εξασφαλίσει τη βοήθεια του Αιγέα, γιατί του είχε υποσχεθεί ότι με τα βότανά της θα τον απάλλασσε από την ατεκνία του. Έτσι την βλέπουμε να φτάνει στην Αθήνα πάνω σε ένα άρμα που το έσερναν φτερωτοί δράκοντες όπου και ενώθηκε με τον Αιγέα και απέκτησαν ένα γιο, τον Μήδο, τον μετέπειτα επώνυμο ήρωα των Μήδων. Μετά την αποτυχημένη προσπάθειά της να σκοτώσει τον γιο του Αιγέα Θησέα, εξορίστηκε και από εκεί. Επέστρεψε στην Ασία με τον γιο τους και στη συνέχεια στην πατρίδα της, όπου αποκατέστησε τον πατέρα της στον θρόνο, τον οποίο είχε πάρει με τη βία ο αδελφός του Πέρσης.

Στα παλιά χρόνια η Μήδεια λατρευόταν ως θεά στην Κόρινθο, παραμερίστηκε όμως όταν η λατρεία της Ήρας πέρασε από το Άργος στην Κόρινθο.

Ο μύθος της Μήδειας έχει σχετιστεί με λατρευτικές παραδόσεις τόσο στην Αθήνα, όσο και στην Κόρινθο. Στο Δελφίνιο της Αθήνας το όνομά της είχε συνδεθεί με ένα μνημείο όπου εορταζόταν κάθε χρόνο η αποτυχημένη απόπειρά της να δολοφονήσει το Θησέα.

Τέλος, στην Κόρινθο η Μήδεια σχετιζόταν με μια ετήσια εκδήλωση η οποία περιλάμβανε επτά νεαρά αγόρια και επτά νεαρά κορίτσια (όσα και τα παιδιά που της σκότωσαν οι Κορίνθιοι). Για να εξιλεωθούν οι Κορίνθιοι, έστησαν στον τάφο τους το άγαλμα μιας γυναικείας μορφής με άγρια έκφραση που το ονόμαζαν Δείμα = Φόβητρο. Τα έντυναν στα μαύρα, τους έκοβαν τα μαλλιά και έκαναν θυσίες. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να εξευμενίσουν και τα παιδιά της Μήδειας και την οργή της θεάς Ήρας.

Η Μήδεια, για όσα διαπράττει ή σκέφτεται να διαπράξει, διώκεται από την πατρίδα της, από την Ιωλκό, από την Κόρινθο, από την Αθήνα. Ωστόσο, μετά το πέρας του τελευταίου της «εγκλήματος» ανέρχεται στους ουρανούς με άρμα που στέλνει ο Ήλιος και μεταφέρεται στα Ηλύσια πεδία, όπου παντρεύεται στον Αχιλλέα...!

Για το τέλος της γράφει ο Ρόμπερτ Γκρέιβς: «Η Μήδεια δεν πέθανε ποτέ αλλά έγινε αθάνατη και βασίλευε στο Ηλύσιο Πεδίο, όπου λέγεται από μερικούς ότι εκείνη ήταν που παντρεύτηκε τον Αχιλλέα και όχι η Ελένη όπως γράφτηκε…».

Για την σωματική της αθανασία το βεβαιώνει και ο Karl Kerenyi:

«Η Μήδεια ήταν αθάνατη…» γράφει μεταξύ άλλων για την πριγκίπισσα από την Κολχίδα που ήρθε στην Ελλάδα.

Η έρευνα έγινε σαν μια αποκατάσταση στον μύθο και στο όνομα αυτής της γυναίκας. Η Μήδεια εκδιώχθηκε και μυθολογικά αλλά και μέσα από τις σκέψεις των ανθρώπων σαν μίασμα, σαν την ντροπή, το στίγμα που δεν αντέχεται να ζει όχι μόνο στην μνήμη, αλλά να προκαλεί απέχθεια ακόμα και στο άκουσμα του ονόματός της… ποτέ πια μανάδες δεν ξαναδώσανε στις κόρες τους το όνομα Μήδεια.

Η Μήδεια πλέον είναι η μάγισσα που τιμάται.

Είναι η γυναίκα που αγάπησε.

Είναι ο άνθρωπος που χάρισε απλόχερα τις γνώσεις της όταν το δίκαιο ήταν παρών και άξιζε να φανερωθεί.

Όχι λοιπόν! Όχι!! Η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της.

Αλλά ακόμη και να το έκανε… ας κρατήσουμε για το τέλος τα λόγια του Ντοστογιέφσκι:
«Γιατί σε τελευταία ανάλυση η Μήδεια μόνο να κατηγορείται ως εγκληματίας την ίδια στιγμή που απαλλάσσονται όσοι κάνουν τους πολέμους κι ευθύνονται για εκατομμύρια θανάτους παιδιών σ’ όλο τον κόσμο»…
 

Η ΕΒΡΑΪΚΗ ΣΟΦΙΑ: Η ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΗ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ και η ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ

Η ΕΒΡΑΪΚΗ ΣΟΦΙΑ: (Η ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΗ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ).

"Και δανιείς έθνεσι πολλοίς, σύ δε ου δανιεί και άρξεις εθνών πολλών, σου δε ουκ άρξουσιν" (Παλαιά Διαθήκη, Βιβλίο Δευτερονόμιο, ΙΕ΄6)

Ο Ιεχωβά συμβουλεύει στην Παλαιά Διαθήκη τους Εβραίους: "να δανείζουν τους άλλους λαούς, αλλά αυτοί να μην δανείζονται από κανένα, για να καταφέρουν να κυβερνήσουν πολλά έθνη"...

Τα κατάφεραν;

¨Τω αλλοτρίω εκτοκιείς, τω δε αδελφώ σου ουκ εκτοκιείς, ίνα ευλογήση σε Κύριος ο Θεός σου¨ (Παλαιά Διαθήκη, Βιβλίο Δευτερονόμιο, ΚΓ΄21)

"Τους ξένους να δανείζεις με τόκο, τους δε εβραίους χωρίς τόκο".

Έξυπνη συμβουλή δίνει στα τέκνα του εδώ ο θεός, αλλά ηχεί λίγο παράξενα όταν την ξεστομίζει ο ίδιος ο Θεός... πάντως οι Εβραίοι την εφήρμοσαν και την εφαρμόζουν αποτελεσματικά εδώ και χιλιετίες.

ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙ Ο ΠΑΠΑΣ ΜΑΚΡΟΣΥΡΤΑ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΧΩΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΑ ΚΑΤΩ, (ΧΩΡΙΣ ΛΕΦΤΑ - ΧΡΕΩΚΟΠΗΜΕΝΟ) ΝΑ ΣΤΑΥΡΟΚΟΠΙΕΤΑΙ ΚΡΑΥΓΑΖΟΝΤΑΣ ΑΜΗΝ;

Οι συμβουλές αυτές του Ιεχωβά στους ιουδαίους ισχύουν απολύτως και στους σημερινούς χριστιανούς γιατί: "Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή ΤΟΥΣ ΠΡΟΦΗΤΑΣ. ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι", (Ματθαίος Ε΄17)

Φανταστείτε, αυτές τις συμβουλές τις διαβάζουν οι Έλληνες ιερείς μέσα στις Ελληνικές εκκλησίες δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, το ευσεβές ποίμνιο τις ακούει συνεχώς και κανένας δεν διερωτάται: τι στο καλό μας λένε οι παπάδες και ο Ιεχωβά εδώ πέρα και εμείς σταυροκοπιώμαστε; 

Τι γίνεται επιτέλους εδώ;

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: ΕΠΙΣΗΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ "ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ" ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
(Ορθόδοξη Απολογητική Ομάδα):

"Ο Ιεχωβά δεν μιλάει για ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ, αλλά για νόμιμο έντοκο δανεισμό. Τοκογλυφία, είναι ο υπερβολικός τόκος. Υπάρχει όμως και ο λογικός και νόμιμος τόκος, τον οποίο εννοεί ο Θεός.
Όμως οι κακοπροαίρετοι Παγανιστές, και αυτό το διέστρεψαν, και μιλούν για τοκογλυφία, κάτι που είναι ψευδές. Δηλαδή, κακό είναι που ο Θεός, τους είπε ότι εκτός από τον νόμιμο τόκο προς τα έθνη, μεταξύ τους θα έπρεπε να δανείζουν άτοκα; Μάλλον πολύ καλό είναι! Όμως και σε αυτό οι ειδωλολάτρες, έσπευσαν να διαστρέψουν την αλήθεια, μιλώντας για τοκογλυφία! Παρατηρήστε κακοήθεια!"


Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΟΦΙΑ

ΔΕΛΦΙΚΟΝ ΡΗΤΟΝ: «ΠΛΟΥΤΕΙ ΔΙΚΑΙΩΣ»

«Γοργίας» του Πλάτωνος: «ΠΛΟΥΤΕΙΝ ΑΔΟΛΩΣ».

Πλουτάρχου, Φιλοσοφικόν σύγγραμμα «Περί του μη δανείζεσθαι»: 

 «Ο δανεισμός είναι πράξις υπερτάτης αφροσύνης και μαλθακότητος. Έχεις; Μη δανείζεσαι, διότι δεν σου λείπουν. Δεν έχεις; Μη δανείζεσαι διότι δεν θα ξεπληρώσεις το χρέος σου. Οι οφειλέτες είναι δούλοι όλων των δανειστών τους», οι οποίοι δανειστές παρομοιάζονται με γύπες που κατατρώνε και γδέρνουν τους οφειλέτες: «ΓΥΠΩΝ ΔΙΚΗΝ ΕΣΘΟΥΣΙ ΚΑΙ ΥΠΟΚΕΙΡΟΥΣΙΝ ΑΥΤΟΥΣ».

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ: Η Αληθινή Επίγνωση

(Στο Άδυτο του ΙΕΡΟΥ ΧΩΡΟΥ)

Επίγνωση (στην Πραγματική Βιωματική Προσέγγισή της – άσχετα πως το αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος) Είναι Αυτοαναβλύζουσα Αντίληψη της Ύπαρξης, που στην Βάση της, στην Πλήρη Λειτουργία της και στην Αληθινή Κατάστασή της, Είναι Αντίληψη Παρουσίας Χωρίς Ιδιότητες, Χωρίς Όρια, Χωρίς Περιεχόμενο – Μια Αδιαφοροποίητη Αντίληψη Συνέχειας, Αιωνιότητας, Πληρότητας κι Ολοκλήρωσης.

Όταν η Επίγνωση Συσχετίζεται με Περιεχόμενο τότε αποκτά ένα Απεριόριστο Βάθος, σαν Χώρος Αντίληψης, Βάθρο Αντίληψης πάνω στο Οποίο μπορεί να θεωρηθεί, (να θεμελιωθεί, να παρατηρηθεί και να αναλυθεί) το ιδιαίτερο. Η Επίγνωση του Χώρου Ύπαρξης, της Ενότητας του Αδιαφοροποίητου, όχι μόνο Προηγείται αλλά και Προϋποτίθεται σε κάθε επίγνωση του ιδιαίτερου. Η επίγνωση του ιδιαίτερου δεν είναι παρά μια πολύ μερική επίγνωση-αντίληψη, μια εξαρτημένη κατάσταση αντίληψης και ποτέ (ποτέ) η πλήρης ολοκληρωμένη επίγνωση. Η Επίγνωση Είναι το Λευκό Φόντο που είτε Υπάρχει Από Μόνο του, στην Καθαρή Κατάστασή του, είτε χρησιμοποιείται σαν Φόντο, Βάση πάνω στην Οποία σχηματίζεται οποιοδήποτε σχήμα, που αποτελεί είτε ένα ολοκληρωμένο «νόημα», είτε στοιχείο κάποιου νοήματος (ύπαρξης, δραστηριότητας, κατάστασης, κλπ.)… Αυτό το Λευκό Φόντο είναι Πλήρες Δυνάμεως Δυνατότητας και Ζωής κι όχι «κενός» «ανύπαρκτος» «χώρος»… Επιτέλους, είναι θέμα απλής κοινής λογικής: για να γράψεις κάτι χρειάζεσαι χαρτί, ή κάποιο άλλο υλικό σαν βάση.

Συνήθως οι άνθρωποι (από τους φιλοσόφους, επιστήμονες, μέχρι τους απλούς ανθρώπους) αντιλαμβάνονται την «Επίγνωση» και την ορίζουν σαν «επίγνωση του κάτι» (επειδή ακριβώς δεν έχουν «εμπειρία» κάποιας άλλης κατάστασης επίγνωσης). Παραβλέπουν, τόσο την Ουσιαστική Παρουσία (τους) που Συνιστά την Επίγνωση, όσο και το Πλαίσιο Χώρο Αντίληψης και προσδιορίζουν και ορίζουν σαν επίγνωση μόνο την άμεση παρούσα συμβαίνουσα αντίληψη του συγκεκριμένου (δηλαδή δεν έχουν αντίληψη του πλήρους φαινομένου αλλά μόνον του «περιεχομένου»). Αυτή είναι μια πολύ επιφανειακή προσέγγιση ενός Φαινομένου, που έχει τις Αιτίες του, τις Ρίζες του, την Ουσιαστική Λειτουργία του, πολύ βαθιά (μεταφυσικά), πολύ μακριά (μέσα στην ποικιλία των καταστάσεων επίγνωσης που είναι δυνατές), και πολύ ψηλότερα από το απλό «κοίταγμα» του αφελούς ανθρώπου, και ασφαλώς (γελάμε με αυτό ακόμα κι αν διατυπώνεται από δήθεν επιστήμονες και) δεν μπορούμε να πάρουμε μια τέτοια αντίληψη στα σοβαρά… Κάποιοι θεωρούν ακόμα την επίγνωση σαν επιφαινόμενο της υλικής εγκεφαλικής λειτουργίας και δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι μπορεί να υπάρξει «Επίγνωση» χωρίς ύλη, χωρίς εγκέφαλο, χωρίς έμβια ζωή. Παραβλέπουν προκλητικά το γεγονός ότι προϋποτίθεται η «Επίγνωση» για να μπορέσουν να συλλάβουν όλες αυτές τις ωραίες ηλίθιες θεωρίες - αφού πάντα ο παρατηρητής προϋποτίθεται σε κάθε δραστηριότητα, ενέργημα, γνώσης – και μετά κάνουν το επιστημονικό ηλίθιο λάθος να περιορίζουν και να προσδιορίζουν σαν Ζωή (που στην πραγματική της Ουσία είναι Κίνηση, Ενέργεια, Δραστηριότητα) το υλικό φαινόμενο της ζωής (και μάλιστα της γήινης, ενώ είναι μαθηματικά βέβαιο ότι υπάρχουν εκατομμύρια πλανήτες στους Γαλαξίες με έμβια ζωή, πολλές φορές δομημένη σε διαφορετική υλική βάση…). Και τέλος το ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν εμπειρία μιας Ανώτερης Κατάστασης Επίγνωσης, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κιόλας μια τέτοια κατάσταση: Τότε κι ο τυφλός έχει κάθε δικαίωμα να αποδείξει ότι δεν υπάρχει φως, αντίδραση της αντίληψης των αισθήσεων, όραση. Πολύ επιστημονικό ακούγεται αυτό!

Στην πραγματικότητα η Επίγνωση Προηγείται της Ύπαρξης (αφού η ύπαρξη δεν εμφανίζεται παρά σαν αντιληπτική σύλληψη, ιδιότητες, φαινόμενα) ό,τι κι αν λέει η «τετράγωνη» λογική των ανθρώπων. Και μάλιστα, είναι η Επίγνωση που δημιουργεί όλα τα φαινόμενα της ύπαρξης, τη ζωή, ακόμα και τα υλικά φαινόμενα. Όλα είναι «συμβάντα επίγνωσης», «νοητικά» φαινόμενα, που μέσα στην (μετρήσιμη) «νοητική» λειτουργία εμφανίζονται σαν φαινόμενα μιας χονδροειδούς «υλικής» ουσίας… Έτσι μας δίδαξαν όλοι οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι, ο Ορφέας, ο Λάο Τσε, ο Βούδας… κι έτσι διαπιστώσαμε, βιωματικά, ότι συμβαίνει… Κι αν κάποιοι θεωρούν το «μυστικό βίωμα» σαν υποκειμενική παραφροσύνη και φαντασία με το ίδιο δικαίωμα τους θεωρούμε με τη σειρά μας ανόητους που δεν «βλέπουν» αυτό που είναι μπροστά στα μάτια τους. Η Ευγένεια είναι αμοιβαία!

Η Επίγνωση Εκδηλώνεται σε διάφορες μορφές (Βαθμίδες Επίγνωσης, που δημιουργούν τα Πεδία Δραστηριότητας), σαν «Είναι», σαν «Νοείν», σαν «Ενέργεια», σαν «Φαινόμενο», που «μελέτησαν» οι Έλληνες Σοφοί (Ορφέας, Πυθαγόρας, Παρμενίδης, Ηράκλειτος, Πλάτωνας… Πλωτίνος), που «διευκρίνισε» ο Λάο Τσε στην «Οδό» του κι εξάντλησε η βουδιστική μεταφυσική (Σιντάρτα, Ναγκαρζούνα, Ασάνγκα και Βασουμπάντχου, Μποντιντάρμα… Όταν η Επίγνωση συνδέεται με ένα υλικό φορέα δημιουργούνται, εκδηλώνονται και λειτουργούν όλες εκείνες οι δραστηριότητες που εμφανίζονται σαν «ψυχολογική λειτουργία» (που ο Πλάτωνας όριζε σαν «υλική ψυχή» και την θεωρούσε σαν ένα πρόσκαιρο φαινόμενο που όφειλε ακριβώς την ύπαρξή του στην «σύνδεση της Επίγνωσης-Ψυχής με το σώμα), σαν ψυχοσωματική δραστηριότητα… Η Επίγνωση μπορεί να λειτουργεί σε αυτή την περίπτωση μέσω των ψυχοσωματικών λειτουργιών και μέσω των αισθήσεων και να δραστηριοποιείται στον κόσμο… αλλά μπορεί να Υπάρχει (όταν Απελευθερώνεται) και χωρίς το σώμα… Αυτός είναι ο Δρόμος των Σοφών. Τον Ακολούθησαν πολλοί. Ο Καθένας μπορεί να το διαπιστώσει μόνος του, με δική του προσωπική εμπειρία…

Πως Μπορεί λοιπόν Κάποιος (Ξεκινώντας από την Παρούσα Επίγνωση) να Προχωρήσει στο Απέραντο Βάθος της Επίγνωσης, πέρα από την επίγνωση του συγκεκριμένου, στην Ουσία της Επίγνωσης, στην Ίδια την Πηγή της Επίγνωσης, που Είναι η Αληθινή Ύπαρξη, η Αληθινή Ζωή, η Χωρίς Όρια Κατάσταση, η Ίδια η Θεότητα (Gottheit του Μάιστερ Έκχαρτ);

Αυτή η Κατάσταση Επίγνωσης που δεν είναι κατάσταση αλλά Υπέρβαση όλων των καταστάσεων επίγνωσης, στον Χωρίς Όρια Χώρο Αντίληψης, είναι το Άδυτο του ΙΕΡΟΥ, το ΙΕΡΟ, όπου λιώνουν τα Πάντα σε Μια Απέραντη Ήρεμη Θάλασσα Παρουσίας Χωρίς Ιδιότητες.

ΒΑΡΒΑΡΙΚΕΣ (ΠΑΡ)ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

Εδώ και χρόνια, έχω πεί ότι όπως δεν μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά έναν μωαμεθανό που μιλάει για τον Χριστιανισμό, έτσι και δεν μπορούμε να λάβουμε έναν μη Εθνικό που μιλάει για την Εθνική Ελληνική Θρησκεία και την ερμηνεύει αναλόγως. Είναι αστείο πραγματικά το γεγονός ότι κατά κανόνα δεν υπάρχει ουδεμία ένσταση (από ποιους άλλωστε;) στις διάφορες τέτοιες ερμηνείες.

Οι παραδοσιακές Θρησκείες, ταυτοχρόνως ρευστές στην εξωτερική μορφή τους όσο και σταθερές στη φυσική και εθνική τους αναφορά, δεν ερμηνεύονται ποτέ από έξω. Συνεπώς, κάπου εδώ απαιτείται ο ορισμός ή ξεκαθάρισμα του πολυκακοποιηθέντος όρου «Παράδοση».

Ο όρος «Παράδοση» λοιπόν, δεν έχει τίποτε να κάνει με αυτό που λέμε «τοπικό χρώμα» ή «φολκλόρ», όπως δεν έχει να κάνει και με τα διάφορα ανά τόπους έθιμα που καταγράφουν οι λαογράφοι μελετητές. Η Παράδοση, όπως έχω ήδη γράψει, έχει να κάνει με την προέλευση και την μεταβίβαση μέσα από τους αιώνες, ενός πλέγματος εννοιών, οπτικών γωνιών και αντιλήψεων που βοηθούν τον άνθρωπο - οργανικό μέλος τής κάθε συγκεκριμένης Παραδόσεως, να ερμηνεύσει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τον εαυτό του και το φυσικό και ηθικό περιβάλλον του. Η Παράδοση είναι τρόπος οράσεως και γνώση που μεταδίδεται από γενεά σε γενεά, περνάει μέσα από τα φίλτρα των κοινωνικών και ηθικών διαφοροποιήσεων και άρα φθάνει στους εκάστοτε κοινωνούς της πάντοτε ορθή και σεβαστή. Ενσαρκώνει μία εσωτερική γνώση που συνυπάρχει αρμονικά με την ζωή σε κάθε της επίπεδο, προσωπικό, συλλογικό, πολιτικό, είναι καθολική μετάδοση και καθολικό βίωμα, αφού το μόνο που ουσιαστικά διαφοροποιείται στον κάθε κοινωνό της είναι μόνο το μέγεθος και η ποιότητα αυτής της μεταδόσεως και βιώματος.

Η Παράδοση, τέλος, είναι πάντοτε ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ (σε αντιδιαστολή προς την υποκειμενική, ατομική αντίληψη και θέση) και επίσης ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΗ και ΕΘΝΙΚΗ και ποτέ δεν επιβάλλεται από ένα Έθνος πάνω σε άλλο, ούτε υπάρχει Παράδοση που μοιράζεται σε περισσότερα του ενός Έθνη. Δεν υπάρχει συνεπώς χριστιανική ή μωαμεθανική Παράδοση, αφού είναι σαφές ότι ένας τέτοιος όρος μάς σέρνει σε ένα χονδροειδές οξύμωρο (αποδοχή δύο «Παραδόσεων» που απαιτούν την.. κατάργηση όλων των Παραδόσεων καθώς και οποιουδήποτε άλλου στοιχείου παραδοσιακότητος, δηλαδή Εθνισμού).

Έτερος πολυκακοποιηθείς όρος είναι και ο «Θεός», στην πραγματικότητα ένα ΕΠΙΘΕΤΟ για να προσδιορίζεται το κάθε όν (ενέργεια, δύναμις και όχι πρόσωπο, να το τονίσουμε αυτό ξανά και ξανά) που έχει προικισθεί από τον Κόσμο με αθανασία, απεραντοσύνη και γνώση για να εξυπηρετεί την ευταξία του. Ως προς την ρίζα, ο Ηρόδοτος (2. 52) λέει ότι οι Θεοί εκλήθησαν έτσι "ΟΤΙ ΚΟΣΜΩΙ ΘΕΝΤΕΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ" (διότι συνέθεσαν δηλαδή τα πράγματα σε κεκοσμημένο σύνολο). Η ετυμολόγηση εκ του "θέειν" που επιχειρεί ο Πλάτων (με παράδειγμα τον Ήλιο και τη Σελήνη) είναι όχι μόνο μεταγενεστέρα αλλά και ασθενούς εγκυρότητος αφού εξυπηρετεί απλώς την γνωστή αντίληψη των ουρανίων σωμάτων ως "Θεών" από όλη την πυθαγορο-πλατωνική φιλοσοφική "γραμμή" (με την επιπρόσθετο πίστη ότι τα ουράνια σώματα θεωρούνται η πηγή της γνώσεως του αριθμού ως θεμελίου της νοημοσύνης και της ηθικότητος), ακόμη και από τον Αριστοτέλη στα πρώτα του έργα και φυσικά από τους Νεοπλατωνικούς και Νεοπυθαγορείους.

Μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές ωστόσο του ανθρωπίνου νοητικού είναι η πονηρή μετατροπή της λέξεως «Θεός» από επίθετο σε ουσιαστικό για να περιγράψει τον ανύπαρκτο "ένα", "προσωπικό", εξωκοσμικό Θεό των Μονοθεϊστών Ιαχωβά.

Έτερος πολυκακοποιηθείς όρος είναι βεβαίως και ο «Λόγος», ο οποίος, κατά τον παππού Ηράκλειτο, είναι ο αιώνιος και ενιαίος κοσμικός Νόμος, η απόλυτος και λογική νομοτέλεια που κυριαρχεί σε κάθε μεταβολή και ροή των πραγμάτων, αλλά και συγχρόνως, για τον άνθρωπο, το ύπατο στοιχείο της πνευματικής ζωής και απόλυτο μέτρο συμπεριφοράς. Αργότερα, στην πλατωνική «γραμμή», ο Λόγος γίνεται το μέσον επικοινωνίας με τις αρχέτυπες ουσίες των όντων, δηλαδή τις νοητές μορφές τους, τις Ιδέες. Κατά τους Στωϊκούς δε, Λόγος είναι η διάχυτη σε όλα τα όντα Καθαρή Ουσία του Σύμπαντος, η ταυτόσημη προς τον Θεό πύρινη Πνοή, η πηγή όλων των ηθικών αξιών (ο Σενέκας υποστηρίζει μάλιστα ότι το Αγαθόν μπορεί να πραγματωθεί μόνον σε κάτι που είναι λογικό, «Επιστολαί» 124, 13 κ. ε.) τμήμα της οποίας Καθαρής Ουσίας αποτελεί η ανθρώπινη ψυχή ως ο «εν ημίν Λόγος».

Η ανοχή της βαρβαρικής παρερμηνείας του Λόγου από τον Ιουδαίο Φίλωνα (ο οποίος κατά τον πρώτο αιώνα της Βαρβαρικής Εποχής εκμεταλλεύθηκε πονηρότατα την πολυσημία της λέξεως, και υπεβίβασε τον Φυσικό Νόμο, Θεό και ορθολογική Αρχή του Κόσμου, σε «εικόνα» ή αποκαλυπτική «σκέψη» του Ιαχωβά, καθώς και σε… «πρωτότοκο Υιό» του), κατέληξε στο να φορτωθεί σχεδόν αμέσως η ανθρωπότητα τον παραλογισμό του τάχα «ενσαρκωθέντος» Λόγου με τη μορφή του ραβίνου Τζεσουά, Υιού του Ιαχωβά, που με τη σειρά του κόστισε την ίδρυση μίας μοχθηρής και ευτελιστικής Θρησκείας και την ασύλληπτη σε μέγεθος χρονικής διάρκειας και θυμάτων γενοκτόνο και εθνοκτόνο εγκληματική δραστηριότητα ισοπεδώσεως των πάντων και βιαίου συστηματικού προσηλυτισμού, καθώς κόστισε και ένα τρομακτικό πισωγύρισμα του Πολιτισμού από το οποίο, έκτοτε, ποτέ δεν συνήλθε η ανθρωπότης.

Κρούω λοιπόν για μίαν ακόμη φορά τον κώδωνα του συναγερμού, ότι ΔΕΝ υπάρχουν αθώες παρερμηνείες στο επίπεδο των νοημάτων και των ιδεών. Και σταματώ εδώ γιατί αυτά που κανονικά θα πρέπει να λεχθούν ξεπερνούν κατά πολύ τον ορίζοντα μίας δεκαλέπτου εισηγήσεως.

Προτού κλείσω, θα ήθελα απλώς να τονίσω ότι υπάρχει και μία ακόμη πολύ συγκεκριμένη και συχνή, όσο και επικίνδυνη μορφή παρερμηνείας της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, σκόπιμη από όσο γνωρίζω, και όντως γνωρίζω. Πρόκειται για την περίεργη διόγκωση μικρών τμημάτων της Εθνικής Κοσμοθεάσεως και Θρησκείας και προβολή τους εν συνεχεία ως το «άπαν» και το «κατ’ εξοχήν έγκυρο και πλήρες περιεχομένου». Περιθωριακές θρησκευτικές απόψεις και πρακτικές, όπως λ.χ. των Ορφικών, βαπτίζονται «υψηλή» τάχα θρησκευτικότητα και σείονται από επιτηδείους, κυρίως εσωτεριστές Μονοθεϊστές, κατά της πραγματικής Εθνικής μας Θρησκείας, την οποία οι ίδιοι κύκλοι παρουσιάζουν στα μάτια των χαζών ή απληρόφορητων θυμάτων τους ως τάχα προοριζόμενη μόνο για τους… «αμύητους».

Το ίδιο κόλπο γίνεται, φυσικά, και με την Φιλοσοφία. Επειδή η Γραμματεία των Ακαδημεικών και Περιπατητικών διεσώθη σχεδόν ολόκληρη από τύχη ή επιλογή των εξουσιαστών, βρισκόμαστε εμείς σήμερα υποχρεωμένοι να συζητάμε συνεχώς για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, λες και σε αυτούς ή στους οπαδούς τους εξαντλείται το ζήτημα «Ελληνική Φιλοσοφία». Μίλησα στην προηγούμενη σημερινή ομιλία μου για τους Υλοζωϊστές. Το αστείο είναι ότι πατώντας κάποιος εκεί, μόνο κατά παραχώρηση θα μπορούσε να αποδεχθεί ως ανήκοντες στην «καθαρή θέαση» τους εισηγητές της «φαινομενικότητος» και, μάλιστα, η αποδοχή τους αυτή επ’ ουδενί βεβαίως επιτρέπει να κτίσουμε επάνω τους ολόκληρο οικοδόμημα, που μάλιστα προτιθέμεθα να ανακηρύξουμε συν τοίς άλλοις το «άπαν» της Εθνικής μας Κοσμοθεάσεως.

Η Παγκόσμια Ιερουσαλήμ, από διαστροφή, ερωτοτροπεί πάντοτε με τα… «άπαντα». Ας της το χαλάσουμε λοιπόν το σκηνικό. Διαπαντός. Το δικό μας Ωραίο και Αληθές, Αγαθόν και Αιώνιον, απαρτίζεται από απείρως άπειρα ωραία, αληθή, αγαθά και αιώνια τμήματα. Υπεράγια, αλλά και ταυτοχρόνως εξαιρετικώς οικεία.

Οι «Μεγάλοι Θεοί» των Καβειρίων Μυστηρίων, και τα διακριτικά των μυημένων στις μυσταγωγικές τελετές τους

«Οι Κάβειροι μας αντικρίζουν γεμάτοι έλεος αυτοί όμως ποτέ δεν είναι ολοκληρωμένοι. Οι ασυγκράτητοι πάντα θέλουν περισσότερο με λαχτάρα πεινασμένου ποθούν το Ανέφικτο. Είναι θεοί ! Αλλά εξαιρετικά περίεργοι, συνεχώς αλλάζουν μορφές χωρίς ποτέ να ξέρεις τι είναι». (Κάβειροι), Πράξη II, Σκηνή V. Απόσπασμα από το έργο του Goethe «Faust»

Στα Καβείρια μυστήρια έχω αναφερθεί αρκετές φορές διότι προσωπικά θεωρώ πως οι μυσταγωγικές και μυθαγωγικές τελετές των Καβειρίων προηγούνται όλων των υπολοίπων, καθώς το πρώτο στοιχείο πολιτισμού του ανθρώπου σχετίζεται με τον έλεγχο της φωτιάς, ενώ έπεται η καλλιέργεια της Γης.

Στις αρχαίες πηγές υπάρχουν αρκετές εκδοχές σχετικά με την προέλευση τους. Επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι οι Κάβειροι είναι μια ομάδα χθονίων Θεοτήτων Θρακοπελασγικής προέλευσης, οι οποίοι ήταν μικρόσωμοι φαλλικοί δαίμονες, παιδιά του Ηφαίστου (στη Λήμνο τους ονόμαζαν Καρκίνους), θεού της φωτιάς και των τεχνών, και φαίνεται πως σε πρώιμο τουλάχιστον στάδιο σχετίζονται με την Μεγάλη Μητέρα, τη μητέρα γη.

Γενικά αποφεύγονταν η χρήση των ονομάτων των Καβείρων και ονομαζόντουσαν γενικά Μεγάλοι Θεοί. Στις επιγραφές που έχουν βρεθεί στις ανασκαφές ονομάζονται πάντοτε ως «Μεγάλοι Θεοί ή Άνακτες».

Δεν θα αναφέρω στο πόσοι και ποιοι μπορεί να ήταν οι Κάβειροι, καθώς όπως φαίνεται ο αριθμός τους άλλαζε συν το χρόνω, σχετίζονται όμως αρχικά όπως φαίνεται με τον Ήφαιστο την φωτιά, την σιδηρουργία, την βλάστηση, την αμπελουργία, και την θάλασσα, καθώς ήταν προστάτες των ναυτικών.

Αργότερα αρκετές θεότητες συνδέθηκαν με τη Καβείρια λατρεία, πληροφορίες για αυτές αντλούμε κυρίως από επιγραφές αλλά όχι μόνο. Σε κάποιες από αυτές εμφανίζονται θεότητες μαζί με την Μεγάλη Μήτηρ, ο Ερμής, αλλά και η Περσεφόνη ή Εκάτη ως δαδούχες. Εντούτοις έχει διαπιστωθεί, εύστοχα, πως αυτό το σχήμα, ενώ ανασκαφικά απαντά σε διάφορα μέρη, δεν εντοπίσθηκε στην ίδια την Σαμοθράκη.

Μια αρκετά παραποιημένη χρονικά εικόνα μας έχει δώσει μια μολύβδινη πινακίδα από την Αντιόχεια, η οποία εμπεριέχει επιγραφή κατάδεσμου των τελών του 5ου ή των αρχών του 6ου μ.Χ. αιώνα. Εκεί στην επίκληση η οποία αρχίζει με αναφορά σε ονόματα των Καβείρων, τα οποία διέσωσε ο Μνασεύς και ο Διονυσόδωρος, αναφέρονται οι Ζευς, Πλούτων, ένας Διόσκουρος, η Ρέα, Δήμητρα, Περσεφόνη, Διόνυσος, οι Κορυβάντες και η Εκάτη. Είναι φανερό πως πλέον ο αρχικός τους χαρακτήρας έχει χάσει την αυθεντικότητα του.

Οι επιφανέστεροι των Ελλήνων λέγεται ότι είχαν μυηθεί στα Καβείρια μυστήρια, όπως λ.χ. οι Αργοναύτες, ο Αγαμέμνων, ο Οδύσσειας, ο Πυθαγόρας ο Βασιλιάς Φίλιππος (όπου γνώρισε την Ολυμπιάδα την μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η οποία ήταν ιέρεια των Καβείρων). Ο μέγας Αλέξανδρος, κ.λ.π.

Ο Γκαίτε στο έργο του «Φάουστ», παρουσιάζει τους ήρωες του στην πράξη Κάβειροι, να ξεκινούν το ταξίδι τους για το νησί της Σαμοθράκης, και στο δρόμο τους ρωτούν πρώτα τον Πρωτέα και μετά τον Νηρέα.

Οι συμβουλές απομένουν όμως χωρίς επιτυχία, μέχρι να δουν τις Νεράιδες, που φέρνουν σε συνοδεία τους Καβείρους στη Σαμοθράκη: πρόκειται για τρεις Θεούς-ο τρίτος ξέμεινε πίσω- αμφίβολης ταυτότητας: «δεν ξέρουν οι ίδιοι ποιοι είναι ακριβώς».

Ο Γκαίτε τους παρουσιάζει σαν σκεύη που εκφράζουν την ορμή του «αέναου Γίγνεσθαι», δηλαδή τόσο την δημιουργία του ανθρώπου, όσο και τον έλεγχο του ρυθμού της Φύσης. Στις μυσταγωγικές τελετές της Σαμοθράκης υπήρχαν δρώμενα περί της δημιουργίας των ανθρώπων, καθώς η λατρεία των μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης ήταν στενά συνδεδεμένοι με την Σεξουαλικότητα, τόσο με την στενή έννοια της σεξουαλικής πράξης, όσο και με την ευρεία, δηλαδή, με το ερώτημα, πώς δημιουργούνται οι άνθρωποι, και πολύ περισσότερο με το πώς εκείνοι γίνονται αυτό που πραγματικά «είναι».

Στη Λήμνο πίστευαν ότι ο πρώτος άνθρωπος της γης υπήρξε ο Κάβειρος, τον οποίο γέννησε η Λήμνος με μυστικές ιερές τελετές. Οι Τελετές στη Σαμοθράκη γιόρταζαν την ίαση σαν μια νέα Γέννηση, και ο Μυημένος ήταν από εκείνη τη στιγμή ένα παιδί του Διός. Η μύηση πρόσφερε μια γενική βελτίωση της ποιότητας της ζωής του μυημένου: οι μυημένοι, κατά τον Διόδωρο «ήταν περισσότερο συνετοί και περισσότερο δίκαιοι και γενικά σε όλα καλύτεροι από πριν». -Διόδωρος Σίκουλος, Diodori biblioteca histirica, 5.48.2-6]

Σύμφωνα με τον Γκαίτε η αποκάλυψη περί της Δημιουργίας του ανθρώπου βρίσκεται στην Θάλασσα, σε μία σκηνή, στην αρχή της οποίας οι Σειρήνες τονίζουν την σπουδαιότητα του νερού ως στοιχείου της φύσης:

«Χωρίς Νερό δεν υπάρχει καμία Θεραπεία».

Και είναι γεγονός πως οι Θεότητες της Σαμοθράκης ήταν οι προστάτες των Ναυτικών. Αργοναύτες, στο ταξί­δι τους από τη Θεσσαλία στην Κολχίδα μέσω των Στενών, αποβιβάστη­καν στη Σαμοθράκη και μυήθηκαν στα μυστήρια των μεγάλων Θεών, «για να ταξιδέψουν στη τρομερή θάλασσα με μεγαλύτερη ασφάλεια», σύμφωνα με το κείμενο του Απολλώνιου Ρόδιου. Ο Απολλώνιος επί­σης υποδηλώνει ότι η τελετή γινόταν τη νύχτα, υπό το φως λαμπάδων. Τα Καβείρια σχετίζονται ως γνωστό εξάλλου με το ιερό Απολλώνιο φως της Δήλου.

Σύμφωνα με τον εκ Λήμνου σοφιστή Φλάβιο Φιλόστρατο (170-244 μ.Χ.), στις Καβειριακές τελετές της Λήμνου, έσβηναν όλες τις φωτιές στο νησί της Λήμνου, και άπαντες ανέμεναν το πλοίο που είχε πλεύσει στη Δήλο, στο νησί του φωτοδότη θεού Απόλλωνα, για να φέρει το καινούργιο φως. Μέχρι που να επιστρέψει το πλοίο, η ζωή στο νησί ακολουθούσε μάλλον αφύσικους ρυθμούς: Δε γινόταν οι θυσίες προς τους θεούς, δε ζύμωναν ψωμί, δε μαγείρευαν φαγητό και η οικογένεια δεν καθόταν μαζεμένη στο τραπέζι.

Επικαλούνταν τους χθόνιους και απόρρητους θεούς. Η άφιξη του πλοίου με το ιερό φως που συμβόλιζε την καινούργια, εξαγνισμένη ζωή ήταν μέρα γιορτής. Ιερείς και μύστες υποδεχόταν το πλοίο στην ακτή κάτω από το Καβείριο - εκεί όπου λέγεται πως βρίσκεται η σπηλιά του μυθικού ήρωα Φιλοκτήτη - ψάλλοντας επικλήσεις και δεήσεις για μια ζωή ανανεωμένη. Μοίραζαν το φως σε όλα τα σπίτια του νησιού και βεβαίως και στα εργαστήρια των μεταλλουργών.

Για τους αρχαίους Έλληνες λόγω της τοπογραφίας της Ελλάδος, το ταξίδι στη Θάλασσα αποτελούσε μια εμπειρία που είχε σκοπό την διαμόρφωση χαρακτήρων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ταξίδι του Οδυσσέα στην Οδύσσεια. Η θάλασσα έδωσε την ευκαιρία στους Έλληνες να γνωρίσουν άλλους πολιτισμούς, για αυτό τον λόγο και οι μεγαλύτεροι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ταξίδεψαν σε άλλους σύγχρονους προς αυτούς πολιτισμούς όπου απέκτησαν πολύτιμε γνώσεις και μυήθηκαν στα κατά τόπους μυστήρια. Θαλής, Πυθαγόρας, Σόλωνας, Πλάτων, κ.λ.π .

Το Νερό και η θάλασσα είναι μέσα κάθαρσης και εξυγίανσης, από την θεραπεία στα Ασκληπιεία, έως την δεύτερη ημέρα των Ελευσινίων μυστηρίων η οποία ονομαζόταν «έλασις» από την προτροπή του Κήρυκα «’Αλα δε μύσται - μύστες στη θάλασσα». Ήταν η ημέρα που οι υποψήφιοι μύστες κατευθύνονταν στην θάλασσα προς το Φάληρο όπου έκαναν καθαρτήριο λουτρό εξαγνισμού μαζί με το χοιρίδιο που προόριζαν για θυσία στην Θεά.

Το νερό όμως και πιο συγκεκριμένα η θάλασσα δεν έχει όμως μόνο ευεργετικές ιδιότητες, μπορεί να είναι καταστροφική, μπορεί να αφανίσει τον οποιοδήποτε ο Ποσειδώνας εξάλλου φημιζόταν για τον ευέξαπτο και άστατο χαρακτήρα του, για αυτό τον λόγο και ήταν παράλληλα και θεός των σεισμών. Για αυτό τον λόγο όποιος πλέει στο βασίλειο που αυτός διαφεντεύει χρειάζεται την προστασία των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης, ώστε το ταξίδι στη Θάλασσα να έχει καλή έκβαση.

Έτσι λοιπόν δεν είναι καθόλου παράξενο το ότι μερικές έρευνες υιοθετούν την υπόθεση, ότι οι Θεότητες της Σαμοθράκης είναι συγγενικές Θεότητες οι οποίες – αν και παρουσιάζονται διαφορετικά σε κάθε Κουλτούρα- πρόσφεραν την προστασία τους στις ανεξέλεγκτες φυσικές δυνάμεις ή καταστροφές,. Υπό μιαν ευρεία έννοια προσφέρουν οι Θεότητες της Σαμοθράκης μια προστασία απέναντι στα ναυάγια της Ζωής, αν κάποιος θέλει να παραμείνει πιστός στην μεταφορά της Ζωής, ως ταξίδι στη Θάλασσα.

Οι Θεοί της Σαμοθράκης είναι οι Προστάτες στο ταξίδι της Ζωής, καθόσον βεβαίως ο καθένας από μας απευθύνεται σε αυτούς. Αυτό συμβαίνει μόνο ένα κατάφερνε ο μύστης να τις δυνάμεις του με την Μεγάλη Μητέρα, ώστε να είναι αυτές δημιουργικές και όχι καταστροφικές, και για να μπορέσει τέλος η εσωτερική παρόρμηση να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη Μορφή.

Διασώζεται από τον Κικέρωνα ένα χαρακτηριστικό ανέκδοτο από την αρχαιότητα («Περί της φύσης των θεών» Cicero, De Natura Deorum, iii 89), που αφορά την προστατευτική ιδιότητα των Καβείρων στους ναυτικούς. Σε αυτή την αναφορά ο Διαγόρας της Μήλου Έλληνας ποιητής και σοφιστής του 5ου αιώνα π.Χ. , περιβόητος αθεϊστής, επισκεπτόμενος τη Σαμοθράκη, βρέθηκε αντιμέτωπος με το πλήθος των αναθηματικών πινακίδων στο ιερό, ευχαριστήρια τεκμήρια, στημένα από εκείνους που είχαν διασωθεί από τους κινδύνους της ναυσιπλοΐας από τους Μεγάλους Θεούς. Ο αθεϊστής ρωτήθηκε αν αυτό δεν ήταν μια απόδειξη της δύναμης των Θεών. Ο Διαγόρας αντέστρεψε το επιχείρημα:

«Θα ήταν πολύ περισσότερα αυτά, αν εκείνοι που είχαν καταποντιστεί είχαν την ευκαιρία να κά­νουν αφιερώσεις».

Η χρονολογία θα ήταν γύρω στο 430 π.χ.  - αν πράγματι πήρε μέρος ο Δια­γόρας· το ανέκδοτο αποδίδεται και στο Διογένη τον Κυνικό. Το ανέκ­δοτο αντιμετωπίζει ένα γενικό πρόβλημα θρησκευτικής πίστης, αλλά επίσης εκφράζει σαφώς την κύρια λειτουργικότητα των θεών της Σαμο­θράκης, δηλαδή τη διάσωση από τους κινδύνους της θάλασσας. Ο ρόλος των ευχών στους Μεγάλους Θεούς επιβεβαιώνεται από τον Αριστοφά­νη. Ένας εντυπωσιακός αριθμός αναθηματικών μνημείων δεν θα προϋπέθετε στην πραγματικότητα μυστήρια με την έννοια των ειδικών, μυστικών μυήσεων αναθηματική θρησκεία και μυστήρια μπορούσαν να υπάρχουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, αλλά και εύκολα μπορούν να συνυπάρχουν.

Γενικά τα αρχαία μυστήρια αφορούσαν μυσταγωγικές τελετουργίες εορτές προς τιμή μιας Θεότητας, οι οποίες είχαν ως στόχο την «Θέωση», την «εποπτεία - Θεογνωσία» η οποία επιτυγχανόταν όταν η Θεότητα έκανε αισθητή την παρουσία της, όταν δηλ. οι συμμετέχοντες δουν τον Θεό.

Για τους Έλληνες τελετές αυτές σχετίζονταν με τους κύκλους στη Φύση και την Σπορά, την άνθηση και τον συγκομιδή. Η κεντρική δομή αυτών των τελετών ήταν αρχικά σε όλα τα μυστήρια η ίδια. Υπήρχαν τρεις βαθμίδες της τελετουργίας, η προπαρασκευή και η κάθαρση, η μύηση και η «εποπτεία», οι οποίες κανονικά σήμαιναν διαφορετικούς βαθμούς προσέγγισης της Θεότητας, και έτσι δεν μπορούσαν να γίνουν την ίδια ημέρα. Οι τελετές ως γνωστόν, ήταν άρρητες και απόρρητες, και η αποκάλυψη τους επέφεραν την ποινή του θανάτου.

Το Μυστικό είναι κάτι, που δεν πρέπει να ειπωθεί, για τον λόγο ότι πρόκειται για Αλήθειες, που μπορούν να είναι ακατανόητες για τον κοινό νου, όπως για παράδειγμα είναι τα μαθηματικά Θεωρήματα. Η άλλη δυνατή ερμηνεία είναι, ότι εδώ πρόκειται για μια υπόθεση, που είναι από μόνη της ανείπωτη- ο Πυρήνας των Μυστηρίων δεν είναι τίποτε ειδικές προτάσεις και Νοήματα, αλλά το Βίωμα της Μύησης, κατά την διάρκεια των αχαλίνωτων Χορών των Κορυβάντων- εκεί ακριβώς όπου κάνει την εμφάνισή του ο Θεός.

Η πρώτη εξήγηση δείχνει προς το φαινόμενο του Εσωτερισμού, στον οποίο είναι απαραίτητες συγκεκριμένες γνώσεις, για να μπορεί κανείς να εισχωρήσει στον κύκλο των μυημένων, ενώ μετά την Μύηση γεννιούνται συσχετισμοί δύναμης ανάμεσα στα μέλη της ομάδας, που διεκδικούν την διατήρηση της Ηγεμονίας πάνω στην Αλήθεια. Σε αυτήν την περίπτωση η Αλήθεια μπορούσε να κοινοποιηθεί, κάτι όμως που μερικές ομάδες απαγόρευαν.

Η δεύτερη υπόθεση έχει να κάνει με κάτι, που δεν είναι κοινοποιήσημο καθαυτό γιατί δεν μπορεί να επαναληφθεί, και γιατί είναι κάτι που μπορεί να προκληθεί μόνο κάτω υπό ορισμένες συνθήκες και κάτω από ορισμένες διαδικασίες, ενώ η αποκάλυψή του μπορεί να παραμείνει κρυφή. Σε αυτό το σημείο αξίζει να παραθέσουμε έναν αφορισμό του Friedhelm Schneider που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την υπόθεση.

«Το Μυστικό δεν απαιτεί το ίδιο την απόκρυψη του, παρά είναι εκείνο που οδηγεί στην Σιωπή- Για όποιον νομίζει ότι μπορεί να προδώσει το Μυστικό, σημαίνει ότι δεν το έχει καταλάβει, και ό,τι προδίδει δεν αφορά το Μυστικό αυτό καθεαυτό» -F. Schneider, Bruchstücke 2, Aph.272

Στον «Μένωνα» και στο «Συμπόσιο», του Πλάτωνος , αναφέρει ότι οι συζητήσεις του Σωκράτη έχουν μια ανάλογη δομή με αυτήν των Μυστηρίων : μόνο μετά από μια αντίθεση, έναν έλεγχο, μπορεί να έρθει ένας καθαρισμός των εσφαλμένων γνωμών, για να ακολουθήσει κατόπιν η μυθική διήγηση σαν μεσολάβηση νοημάτων, ενώ τέλος έρχεται η πρόσκληση σε Θέαση της θεϊκής Αλήθειας.

Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να αποδώσουμε στον Λόγο έναν σημαντικό ρόλο, αλλά παραμένει απαραίτητο να τονισθεί το αιφνίδιο της Θεότητας. Αυτό που χαρακτηρίζει κάθε αληθινή γιορτή, είναι το υπερβολικό. Αυτό δεν μπορεί να προκληθεί, να ελεγχθεί ή να παραχθεί. Αυτό το επίπεδο μπορεί να το πετύχει μόνο ο ενθουσιασμός, μέσα απ’ τον οποίο κανείς έρχεται πιο κοντά στην Θεότητα. Αυτό το πλησίασμα της Θεότητας μπορεί να φτάσει και στην ομοίωση τω Θεώ, η οποία όμως για τον άνθρωπο είναι χρονικά περιορισμένη.

Στην Σαμοθράκη ως προετοιμασία της μυήσεως, έπρεπε κανείς να νηστέψει, ώστε να μπορέσει έτσι να πετύχει την σωστή συγκέντρωση. Στο νησί άρχιζε η τελετή με ένα καθαρτικό μπάνιο.

Το νόημα αυτών των σταδίων ήταν να εξαγνίσει κάθε τι ακάθαρτο, γιατί κάθε τι μη καθαρό μπορούσε να εμποδίσει, αν όχι να ματαιώσει την συνάντηση με την Θεότητα. Αυτό το στάδιο της τελετής, σύμφωνα με μερικές πηγές εμπεριείχε στην Σαμοθράκη και μια μοναδικότητα, που ήταν ένα είδος εξομολόγησης. Αυτή η τεχνική της εξομολόγησης δεν ήταν εξαπλωμένη στις υπόλοιπες τελετές και εξασκούνταν μόνο απ’ τους εδώ Ιερείς, κάτι που ήταν ακόμα πιο παράξενο.

Διασώζεται επίσης ένα ανέκδοτο από την αρχαιότητα με πρωταγωνιστή τον Σπαρτιάτη Βασιλιά Λύσανδρο: αυτός ήθελε να μυηθεί στα μυστήρια της Σαμοθράκης και αντέδρασε με μεγάλη αποφασιστικότητα στην απαίτηση του Ιερέα (Κόη) να εξομολογηθεί σ’ αυτόν τις αμαρτίες του. Ο Λύσανδρος, όπως λέει η παράδοση, ήθελε να αποφύγει αυτό που θεωρούσε σαν ανθρώπινη μεσολάβηση και να εξομολογηθεί τα Λάθη της Ζωής του κατ’ ευθείαν και μόνο ενώπιον του Θεού.

Εδώ θα πρέπει να τονισθεί η διαφορά μεταξύ αυτού του τρόπου της εξομολόγησης και εκείνου που συμβαίνει στην Χριστιανική Θρησκεία, ότι δηλαδή ο Άνθρωπος με την βάπτιση στο όνομα του Χριστού λυτρώνεται απ' τις αμαρτίες του, γιατί κάτι τέτοιο δεν ίσχυε για τους Έλληνες. Εδώ μπορεί κανείς να βρει ένα είδος Ψυχανάλυσης, στην οποία κάποιος διηγείται τις Πράξεις που τον βασανίζουν, ώστε με την παρουσία του Θεού να φτάσει στην Θεραπεία, πράγμα που όμως δεν ίσχυε μια για πάντα, αλλά έπρεπε κάθε φορά να επαναλαμβάνεται, και έτσι να συμβαίνει η Θεραπεία κάθε φορά.

Μετά τον καθαρισμό έμπαιναν οι μυημένοι στο Ανάκτορο (στην Οικία των Αρχόντων), όπου λάμβανε χώραν η Μύησις, ο καθένας κρατώντας μία δάδα. Σε μια μεγάλη σάλα (27 X 12 μέτρα) προετοιμάζονταν οι συμμετέχοντες, με την βοήθεια τυπικών χορών των Κορυβάντων για την «Θέαση» του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή, παρουσιάζοντας το Χορό τους, συνδέονταν οι προς μύησιν, με την Θεότητα. Ο καθένας εισέρχονταν κατόπιν σε μία εσοχή και εκεί έριχνε μέσα στον σωλήνα ενός πηγαδιού την δωρεά του, που ήταν κάτι πόσιμο. Στην βάση του πηγαδιού κείτονταν μία ιερή πέτρα.

Μετά έψαλλαν οι Ιερείς τους επονομαζόμενους ιερούς Λόγους, που έπρεπε να μείνουν κρυφοί, και οι οποίοι είχαν σχέση με τους Θεούς της Σαμοθράκης. Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι ενώ οι Ιερείς έψαλλαν τους ιερούς λόγους στα Ελληνικά, την στιγμή της εμφάνισης του Θεού μιλούσαν την γλώσσα των «Σάων», μια Θρακική διάλεκτο που στους περισσότερους συμμετέχοντες ήταν άγνωστη.

Στο τέλος λάμβανε χώρα η «Θρόνωσις». Ο υποψήφιος κάθονταν σε έναν Θρόνο, ενώ περικυκλώνονταν απ’ τους Ιερείς, οι οποίοι με αστεϊσμούς και χορούς, με γρήγορα, φρενήρη βήματα, επετύγχαναν την έκσταση, στην διάρκεια της οποίας ήταν στην πραγματικότητα οι ίδιοι οι Κορύβαντες, που προστάτευαν το τέκνον του Διός. Συγχρόνως ακούγονταν ο εξής ύμνος:

«Κουρήτες εσείς που χτυπάτε το αμώνι και δίνετε μορφή στο μέταλλο, παντοδύναμοι ευεργέτες του Κόσμου, αυτοί που κατοικείται την Θάλασσα, την Γη και τον Ουρανό και το ιερό Νησί της Σαμοθράκης-παρακαλούμε να είσαστε επιεικείς και φιλικοί προς εμάς, Θεϊκοί Άρχοντες!».

Τα μυστή­ρια με κυκλικό χορό αναφέ­ρονται σε κείμενο του Δίωνα της Προύσας ρήτορα-πολιτικό, σοφιστή και φιλόσοφο (Προύσα Βιθυνίας, 40 - 120 μ. Χ):

«Εάν κανείς θα έφερνε έναν άνθρωπο, Έλληνα ή βάρβαρο, για μύηση μέσα σε ένα μυστικό σηκό, εξαιρετικής ομορφιάς και μεγέθους, όπου αυτός θα παρατηρούσε πολλές μυστι­κές θέες και θα άκουγε πολ­λούς μυστικούς ήχους, με σκοτάδι και φως να εναλ­λάσσονται ξαφνικά και άλλα αμέτρητα πράγματα να συμβαίνουν, και ακόμη, όπως ακριβώς συνη­θίζουν να κάνουν στην καλούμενη τελετή 'θρονισμού' - όπου οι τελούντες ιερείς έχουν τους μυουμένους να κάθονται κάτω και αυτοί χορεύουν γύρω τους- εάν όλα αυτά συνέβαιναν, θα ήταν δυνατόν, ώστε αυτός ο άνθρωπος να μην δοκίμαζε τίποτα στην ψυχή του και να μην έφτανε στο σημείο να μαντεύσει ότι όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα κάτι παραπάνω από μια σοφή πρόθεση και προετοιμασία»

Τα μεγάλα μυστήρια, με την χαρακτηριστική χρήση τυμπάνου και κυμβάλων έγιναν γνωστά, με αφορμή την παράδοσή τους ως δώρο από την Ηλέκτρα για το Γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας στη Σαμοθράκη. Τα μετέφερε από το νησί στη Φρυγία η σύζυγος του Ιασίωνα Κυβέλη, όταν και εγκαταστάθηκε εκεί μετά το θάνατο του.

Υπάρχουν μαρτυρίες πως στην Σαμοθράκη υπήρχαν δύο αγάλματα ηδυφάλλιων οντοτήτων, που έμοιαζαν με τον Ερμή, που βρίσκονταν μάλλον μέσα στο ανάκτορο. Απ’ τον Ηρόδοτο γνωρίζουμε, ότι οι ιεροί λόγοι είχαν να κάνουν με αυτά τα δύο όντα. Η παρουσία φαλλικών στοιχείων συμβολίζει την ανάπτυξη του νεαρού άνδρα, που θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ποιες Δυνάμεις τού είναι διαθέσιμες όταν μπαίνει στην εφηβεία.

Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι οι Μεγάλοι Θεοί της Σαμοθράκης ήταν Υπηρέτες της Μεγάλης Μητέρας, ή μάλλον ότι η Μεγάλη Μητέρα ανήκε σε αυτούς, καταλαβαίνουμε το πως ήταν συνδεδεμένοι με αυτό: Δηλαδή στις περιοχές, όπου η Θεά ήταν γνωστή σαν Κυβέλη, είναι γνωστό απ’ την παράδοση, ότι διαφύλαγε τα γεννητικά όργανα, τα οποία η ίδια είχε αφαιρέσει απ’ τον 'Αττη, (τον άντρα της) και τα οποία είχε θάψει, ενώ απ’ το σημείο εκείνο ξεπηδούσαν μενεξέδες, δηλαδή μια νέα Ζωή. Η μυστική διδαχή των μυστηρίων της Σαμοθράκης ίσως κατ’ αυτόν τον τρόπο, σχετίζεται με την ταυτότητα του Άδη και του Διονύσου.

Η Εποπτεία δεν εφαρμόζονταν στη Σαμοθράκη συχνά, όπως για παράδειγμα στην Ελευσίνα, και τελούνταν στο Ιερό, μπροστά απ’ την πόρτα του οποίου ήταν γραμμένο το εξής: «Απαγορεύεται η είσοδος σε μη μυημένους».

Οι μυημένοι μετά το πέρας των μυητικών τελετών έπαιρναν δύο αντικείμενα τα οποία ήταν χαρακτηριστικά και δηλωτικά της μυήσεως τους. Αυτά ήταν: ένα μια πορφυρή ταινία που φόραγαν στην μέση , και ένα δαχτυλίδι με μαγνητική πέτρα. Αυτά τα αντικείμενα ήταν ένα σημάδι για να εδραιώσουν με αυτόν τον τρόπο μεταξύ τους ένα είδος συμμαχίας. Ήταν σύνηθες το φαινόμενο της ίδρυσης συλλόγων, που ήταν γνωστοί σαν «Σαμοθρακιαστές», που τους αποτελούσαν μυημένοι ή εκείνοι που επιθυμούσαν να μυηθούν, για να μπορέσουν έτσι μαζί να ανταπεξέλθουν στο μακρύ ταξίδι για την Σαμοθράκη.

Μία ενδιαφέρουσα πληροφορία διασώζεται και πάλι από τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, στο πλαίσιο της Αργοναυτικής εκστρατείας:

«Λένε ότι ο Οδυσσέας, όντας μύστης και χρησιμοποιώντας τον πέπλο της Λευκοθέας ως ταινία, σώθηκε από την καταιγίδα στη θάλασσα, βάζοντας το πέπλο κάτω από την κοιλιά του. Γιατί οι μύστες δένουν πορφυρές ταινίες κάτω από τις κοιλιές τους».

Αυτό είναι μοναδικό, καθώς αποκαλύπτει μια λεπτομέρεια της ιεροτελεστίας μαζί με το σκοπό της και ένα μυθικό πλαίσιο. Η ιεροτε­λεστία, με έκδυση και ένδυση με ένα κομμάτι υφάσματος, φαίνεται να είναι τυπική για μύηση· συνεπάγεται ότι ο μυούμενος έχει γυμνωθεί, όπως ο Οδυσσέας έχει πετάξει τα ρούχα του, προτού φορέσει τον πέπλο της Λευκοθέας. Το «πορφυρό» δείχνει το ασυνήθιστο και πολύτιμο χαρακτήρα της ταινίας. Δυστυχώς, δεν μαθαίνουμε τίποτε που θα επέ­τρεπε την απόδοση της τελετής σε κάποιον ειδικό τόπο ή κτίριο μέσα στο ιερό της Σαμοθράκης.

Το κείμε­νο είναι σαφέστατο για το σκοπό της τελετής: διάσωση από τους κινδύ­νους της θάλασσας. Ο σχολιαστής προσθέτει μια άλλη εφαρμογή της «πορφύρας ταινίας» στον Όμηρο, όταν ο Αγαμέμνων καλεί τους πολε­μιστές του σε μια πιο γενναία άμυνα κατά του Έκτορα, «κρατώντας ένα μεγάλο πορφυρό ρούχο στο δυνατό του χέρι». Ως επιχείρημα κατά της απλής κατανόησης ότι αυτό το ύφασμα χρησιμοποιήθηκε από τον Αγαμέμνονα, για να γίνει ευδιάκριτος μέσα στην ταραχή, ο σχολιαστής έχει πιο ειδικές ιδέες και γνώσεις, σχετίζοντας το με τη μαγική ταινία της Σαμοθράκης, που έχει τη δύναμη να ημερεύει την οχλοβοή.

Το δεύτερο δώρο που έπαιρναν οι μυημένοι, ήταν ένα μαγνητικό δαχτυλίδι, που ήταν ένα πολύ σημαντικό σύμβολο. Η επιβεβαίωση εδώ έρχεται από τις ανασκαφές: βρέθηκαν σιδερένια δαχτυλίδια σε διάφο­ρους τόπους μέσα στο ιερό - ένα σύνολο βρέθηκε μαζί, πιθανώς χρησι­μοποιούμενο από τους ιερείς μέσα στο ιερό, αδημοσίευτο ακόμη. Τα δαχτυλίδια χωρίς αμφιβολία ήταν για να επιδείξουν κάποιον τύπο προσκόλλησης, «θρησκευτικής κοινότητας».

Η μεγαλύτερη εξάπλωση αυτών των Μυστηρίων άρχισε τον 3ο π.Χ. αιώνα, λόγω της υποστήριξης των από τους Μακεδόνες Βασιλείς, κάτι που συνεχίστηκε και κατά την Ρωμαϊκή περίοδο, έως ότου οι δάδες των μυστών έσβησαν από τον άνεμο που γέννησε ο Χριστιανισμός...

Ερωτευόμαστε τα πρόσωπα ή την ανάγκη μας για έρωτα;

Ο έρωτας θ΄ αποτελεί, πάντοτε, ένα μυστήριο. Κι γι΄ αυτούς που τον βιώνουν, όπως και για όλους εκείνους που, απλώς, τον παρατηρούν. Και τούτο επειδή είναι εσωτερικός, είναι υποκειμενικός και καθαρά βιωματικός. Η αλήθεια είναι ότι κάθε άνθρωπος ερωτεύεται διαφορετικά. Και στον τρόπο, αλλά και στη συχνότητα.

Πολλοί ερωτεύονται για μια και παντοτινή φορά. Ακόμη κι αν ο αυτός ο έρωτας δεν έχει το φινάλε που εξ΄ αρχής ονειρευόντουσαν, παραμένει για ‘κείνους ο ένας και μοναδικός. Πολύ δύσκολα θα ερωτευθούν και πάλι. Ή, έστω, με την ίδια ακριβώς ένταση. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που ερωτεύονται συχνά. Σαν να ΄ναι κάτι τόσο απλό κι αυτονόητο. Έρωτες με διαφορετικά κάθε φορά πρόσωπα, που διαρκώς εναλλάσσονται, με την ίδια ακριβώς ένταση. Η σχέση που κάθε φορά δημιουργούν, γεννά σ΄ αυτούς τα ίδια ακριβώς συναισθήματα· τον ένα και παντοτινό έρωτα. Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζουν.

Κάποιοι, απόλυτα δικαιολογημένα, θα σκεφτούν ότι όταν ερωτεύεσαι συνεχώς διαφορετικά πρόσωπα, μπορεί να δείχνει επιπολαιότητα και συναισθηματική ανωριμότητα απ΄ την πλευρά τους, ενδεχομένως κι ανασφάλεια. Πώς είναι δυνατόν σε κάθε πρόσωπο να βλέπουν πάντοτε τον ιδανικό άνθρωπο και τη μεγάλη αγάπη; Και στο τέλος (κάθε έρωτα) να τρώνε τα μούτρα τους. Ν΄ απογοητεύονται. Όμως να μη σταματούν. Να συναντούν, σχεδόν, αμέσως το επόμενο πρόσωπο και πάλι απ΄ την αρχή. Να ερωτεύονται ξανά και ξανά.

Όχι, δεν ερωτεύονται κάθε πρόσωπο, με το οποίο συνάπτουν σχέση. Νομίζουν μόνο ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει, καθώς η αλήθεια είναι ότι μεταβιβάζουν την άκρατη ανάγκη τους για έρωτα στα πρόσωπα που, διαρκώς, εναλλάσσονται. Είναι ερωτευμένοι με τον ίδιο τον έρωτα, δίνοντάς του μορφή κι υπόσταση στα μάτια του ανθρώπου, με τον οποίο σχετίζονται κάθε φορά συναισθηματικά. Εξισορροπούν με τον τρόπο αυτό την ανάγκη τους να βρίσκονται διαρκώς σε μία σχέση, πιστεύοντας ότι με την κάθε μία από αυτές είναι ερωτευμένοι. Πράγματι ο δείκτης αυτός της συναισθηματικής ανωριμότητας πηγάζει απ’ την ανάγκη των ανθρώπων αυτών ν΄ αποζητούν την αποδοχή του εαυτού τους μέσω του έρωτα.

Αυτό μπορούμε εύκολα να τ’ αντιληφθούμε. Αρκεί ν΄ αναγνωρίσουμε ότι όταν συνδεόμαστε συναισθηματικά μ΄ ένα πρόσωπο, ερωτευόμαστε αυτό που οι ίδιοι προβάλλουμε πάνω του κι όχι αυτό που είναι ή δείχνει. Καθώς αυτό δε γίνεται συνειδητά, το άτομο δεν μπορεί να καταλάβει το λόγο που ο έρωτας που ένιωσε για τον άνθρωπο αυτό πέρασε και ξαφνικά του τελείωσε. Πολύ εύκολα, λοιπόν, προχωρά σε δέσμευση με το επόμενο πρόσωπο, στο οποίο συνεχίζει να προβάλλει αυτό που το ίδιο είναι κι επιζητεί. Προσδοκά έτσι κι αγαπάει την ανάγκη του για τον έρωτα κι όχι το πρόσωπο με το οποίο κάθε φορά σχετίζεται. Με τον ασυνείδητο αυτό τρόπο κατορθώνει να καλύπτει και την ανάγκη της αποδοχής του εαυτού του.

Ο έρωτας είναι απλός γι΄ αυτό και συνήθως έρχεται αμέσως και μπορεί ν΄ εναλλάσσεται παίρνοντας τη μορφή διαφορετικών προσώπων. Δε χρειάζεται να γνωρίζεις και πολλά για τον άλλο. Ερωτεύεσαι την εικόνα που εσύ ο ίδιος έχεις προβάλλει και τελικά πλάσει για εκείνον, μέσω της φαντασίας σου. Ερωτεύεσαι την ίδια σου την ανάγκη για τον έρωτα. Ερωτεύεσαι τις προσδοκίες σου. Όταν στην πορεία οι προσδοκίες σου τελικά δεν καλύπτονται και τη φαντασία σου διαδέχεται η ψυχρή και στεγνή πραγματικότητα, τότε ο έρωτάς σου για το πρόσωπο-έρωτα παύει να υπάρχει. Και ξεκινάς να δημιουργείς νέες προσδοκίες κι όνειρα στην εικόνα του επόμενου προσώπου-έρωτα.

Η αγάπη, όμως, είναι αυτή που ‘ναι τόσο περίπλοκη. Για ν΄ αγαπήσεις τον άλλον πρέπει πρώτα να τον γνωρίσεις και να σε γνωρίσει. Ν’ ανακαλύψετε ο ένας τον άλλον μέσω της σύνδεσής σας. Ν΄ αναγνωρίσετε κομμάτια του εαυτού σας που ταιριάζουν και συμπληρώνουν το παζλ της σχέσης σας. Η αγάπη έρχεται σταδιακά και συμπληρώνεται απ’ τον έρωτα. Επειδή η αγάπη εμπεριέχει τον έρωτα. Τον «ώριμο», όμως, έρωτα. Σε γνωρίζω και σιγά-σιγά σ΄ ερωτεύομαι. Σε μαθαίνω και σ΄ αγαπώ γι΄ αυτό που είσαι και γι΄ αυτό που γίνομαι εγώ, όταν είμαι μαζί σου. Δεν προσδοκώ να ολοκληρωθώ σαν προσωπικότητα και να νιώσω ευτυχία απ’ τη σχέση μας. Αντίθετα εγώ είμαι αυτός, που προσθέτω τη δική μου χαρά κι ευτυχία σ΄ αυτό που κι οι δύο μαζί αποφασίζουμε, με αργά και σταθερά βήματα, να δημιουργήσουμε. Αυτή, λοιπόν, είναι η διαφορά ανάμεσα στον «ανώριμο» έρωτα και στον «ώριμο» που εμπεριέχεται στην αγάπη.

Πρόσφατα διάβασα ένα κείμενο που επί της ουσίας κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αν δεν έχεις αναγνωρίσει τις ανώριμες πλευρές της προσωπικότητάς σου κι αισθάνεσαι ότι η ζωή που ζεις δε σε καλύπτει, τόσο περισσότερο θ΄ αποζητάς να ζεις τον έρωτα. Κι αυτό τελικά είναι απόλυτα αληθινό. Επειδή ο έρωτας ξεκινά απ΄ τον ίδιο μας τον εαυτό. Επειδή δε χρειαζόμαστε τους άλλους για να νιώσουμε εμείς οι ίδιοι ολοκληρωμένοι. Επειδή δύο μισά όταν ενωθούν δε δημιουργούν ένα ολόκληρο, το «εμείς». Αλλά θα παραμένουν πάντοτε δύο μισά. Ενώ αντίθετα δύο ολοκληρωμένα «εγώ» είναι αυτά που συνθέτουν το «εμείς». Κι ίσως αυτό είναι που πρέπει ν΄ αναγνωρίσουμε.