Επιδοκιμάζουμε και αποδοκιμάζουμε, επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά. Μπορούμε να αντέχουμε την αίσθηση του πόνου όταν μας καίει η φωτιά; Μπορούμε να αντισταθούμε στο να συμπονούμε τους φίλους μας; (Έντβαρντ Βέστερμαρκ, 1912 )
Γιατί θα πρέπει η μοχθηρία μας να αποτελεί κληρονομιά του πιθηκοειδούς παρελθόντος και η καλοσύνη μας να είναι αποκλειστικά ανθρώπινη; Γιατί δεν πρέπει να αναζητήσουμε την συνέχεια με τα άλλα ζώα και για τα «ευγενή» χαρακτηριστικά μας; (Στήβεν Τζέυ Γκούλντ, 1980)
To homo hominis lupus, «ο άνθρωπος είναι λύκος απέναντι στον άλλο άνθρωπο», είναι ένα αρχαίο ρωμαϊκό γνωμικό, που διαδόθηκε από τον Τόμας Χομπς. Μολονότι το βασικό αξίωμά του διαπερνά μεγάλο μέρος του νόμου, της οικονομίας και της πολιτικής επιστήμης, το γνωμικό έχει δύο σημαντικά ψεγάδια. Πρώτον, αποτυγχάνει να δικαιώσει τα κωνοειδή, που είναι από τα πιο αγελαία και συνεργατικά ζώα του πλανήτη. Ακόμα χειρότερα, όμως, το ρητό απαρνείται την έμφυτη κοινωνική φύση του δικού μας είδους.
Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, μαζί της και ο δυτικός πολιτισμός, φαίνεται εμβαπτισμένη στην υπόθεση ότι είμαστε ακοινώνητα όντα, ακόμα και μοχθηρά, αντί του πολιτικού ζώου, που διέκρινε σ’ εμάς ο Αριστοτέλης. Ο Χομπς απέρριψε απερίφραστα την αριστοτελική οπτική προτείνοντας ότι οι πρόγονοί μας ξεκίνησαν αυτόνομοι και μαχόμενοι, και συγκρότησαν κοινοτική ζωή μόνον όταν το κόστος της έριδας έγινε αφόρητο. Σύμφωνα με τον Χομπς, η κοινωνική ζωή δεν έφτασε ποτέ σ’ εμάς με φυσικό τρόπο. Την έβλεπε ως ένα βήμα που κάναμε απρόθυμα και «μόνο με συμβόλαιο, το οποίο είναι τεχνητό». Πιο πρόσφατα, ο Ρωλς πρότεινε μία μετριοπαθέστερη εκδοχή της ίδιας θεώρησης, προσθέτοντας ότι η κίνηση της ανθρωπότητας προς την κοινωνικότητα εξαρτάται από συνθήκες ίσης μεταχείρισης, δηλαδή από την προοπτική μιας αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας μεταξύ ίσων.
Οι ιδέες για την καταγωγή της καλά οργανωμένης κοινωνίας παραμένουν δημοφιλείς, μολονότι είναι αδύνατον να υποστηρίξουμε την υπόθεση μιας ορθολογικής απόφασης από όντα που είναι εγγενώς ακοινώνητα, αν λάβουμε υπόψη τα δεδομένα μας για την εξέλιξη των ειδών. Ο Χομπς και ο Ρωλς διαμόρφωσαν την ψευδαίσθηση της ανθρώπινης κοινωνίας ως εθελοντικής οργάνωσης, με αυτο-επιβαλλόμενους κανόνες, στους οποίους συγκατατίθενται ελεύθερα και ίσα υποκείμενα. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποια διακριτή στιγμή κατά την οποία γίναμε κοινωνικοί. Ανέκαθεν ζούσαμε σε ομάδες, καθώς προερχόμαστε από πολύ κοινωνικούς προγόνους και από μια μακρά καταγωγική γραμμή μαϊμούδων και πιθήκων. Ουδέποτε υπήρξαν άνθρωποι ελεύθεροι και ίσοι. Οι άνθρωποι ξεκίνησαν, αν μπορεί να διακριθεί κάποιο σημείο εκκίνησης, ως αλληλοεξαρτώμενοι, δεσμευμένοι και άνισοι. Προερχόμαστε από μια μακρά γενιά ιεραρχικών ζώων, για τα οποία η ζωή σε ομάδες δεν είναι επιλογή, αλλά στρατηγική επιβίωσης. Όλοι οι ζωολόγοι θα ταξινομούσαν το είδος μας ως υποχρεωτικά αγελαίο.
Το να έχεις συντρόφους προσφέρει σημαντικότατα πλεονεκτήματα στον εντοπισμό της τροφής και στην αποφυγή των αρπακτικών. Επειδή τα άτομα που έχουν ομαδικό προσανατολισμό αφήνουν περισσότερους απογόνους από εκείνα που έχουν μικρότερη τάση προς την ομαδικότητα, η κοινωνικότητα διαπότισε ακόμα πιο βαθιά τη βιολογία και την ψυχολογική διάθεση των πρωτευόντων. Άρα, αν ελήφθη κάποια στιγμή απόφαση να ιδρυθούν κοινωνίες, αυτή θα πρέπει να πιστωθεί στην Μητέρα Φύση και όχι στην αφεντιά μας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτουμε την ευρετική αξία της αρχικής θέσης» του Ρωλς, ως έναν τρόπο που μας κάνει να σκεφτούμε σε τι είδους κοινωνία θα θέλαμε να ζούμε. Η αρχική θέση του αναφέρεται σε μία «καθαρά υποθετική κατάσταση που προσδιορίζεται έτσι ώστε να οδηγεί σε συγκεκριμένες αντιλήψεις για τη δικαιοσύνη». Αλλά ακόμα και αν η αρχική θέση δεν εκληφθεί κυριολεκτικά, και την υιοθετήσουμε απλώς χάριν του επιχειρήματος, μας απομακρύνει από την πιο σημαντική συζήτηση που θα έπρεπε να επιζητούμε, και η οποία αφορά ο στο πώς πράγματι γίναμε αυτό που είμαστε σήμερα. Ποια μέρη της ανθρώπινης φύσης μας οδήγησαν σε αυτό το μονοπάτι, και πώς αυτά τα μέρη διαμορφώθηκαν κατά την εξέλιξη; Αν στραφούμε στο πραγματικό, αντί σε ένα υποθετικό, παρελθόν, αυτά τα ερωτήματα εξασφαλίζουν ότι θα πλησιάσουμε περισσότερο στην αλήθεια, η οποία ισχυρίζεται ότι κατά βάθος είμαστε κοινωνικοί.
Ένα προσφυές παράδειγμα για τη βαθιά κοινωνική φύση του είδους μας αποτελεί το γεγονός ότι ο εγκλεισμός σε μια φυλακή αποτελεί την δεύτερη πιο ακραία τιμωρία, που μπορούμε να σκεφτούμε, μετά την θανατική ποινή. Λειτουργεί, ασφαλώς, κατ’ αυτό τον τρόπο, διότι δεν έχουμε γεννηθεί μονήρεις. Τα σώματα και οι νόες μας δεν είναι σχεδιασμένα για ένα μοναχικό βίο, δηλαδή μια ζωή χωρίς άλλους γύρω μας. Γινόμαστε ανέλπιστα καταθλιπτικοί χωρίς κοινωνική στήριξη: η υγεία μας φθείρεται. Σε ένα πρόσφατο πείραμα, υγιείς εθελοντές που συνειδητά εκτέθηκαν στο κρύο και σε ιούς της γρίπης, αρρώσταιναν πιο εύκολα, όταν είχαν τριγύρω λιγότερους φίλους ή οικογένεια (Cohen κ.ά., 1997). Τα πρωτεία των σχέσεων κατανοούνται με φυσικό τρόπο από τις γυναίκες, ίσως διότι τα θηλυκά θηλαστικά με υποχρεώσεις φροντίδας έχουν υπερκεράσει αναπαραγωγικά εκείνα που δεν έχουν τέτοιες υποχρεώσεις, εδώ και 180 εκατομμύρια χρόνια. Πάντως, αυτό ισχύει εξίσου και για τους άνδρες. Στη σύγχρονη κοινωνία, δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικός τρόπος να επεκτείνουν οι άνδρες τον ορίζοντα της ηλικίας τους από το να παντρευτούν και να μείνουν παντρεμένοι: αυξάνεται η πιθανότητα ζωής μετά την ηλικία των εξήντα πέντε από το 65% στο 90% .
Η κοινωνική συγκρότησή μας είναι τόσο έκδηλη, που δεν θα ήταν αναγκαίο να επεξεργαστούμε περαιτέρω αυτήν τη θέση, αν δεν ήταν τόσο προκλητική η απουσία της από τις αφηγήσεις για την καταγωγή, στα πεδία του Δικαίου, της Οικονομίας και της Πολιτικής Επιστήμης. Στη Δύση, η τάση να βλέπουμε τα συναισθήματα ως μαλθακά και τις κοινωνικές συνάψεις ως ακατάστατες υπέδειξε στους θεωρητικούς να επιλέξουν τη γνώση ως προτιμότερο οδηγό της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εξυμνούμε τον ορθό λόγο. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η ψυχολογική έρευνα αποδίδει προτεραιότητα στο συναίσθημα, δηλώνοντας ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά υπαγορεύεται πρωτίστως από γρήγορες, αυτόματες συναισθηματικές κρίσεις, και μόνο δευτερευόντως από βραδύτερες συνειδητές διαδικασίες
Δυστυχώς, η έμφαση στην ατομική αυτονομία και στη λογική, καθώς και η αντίστοιχη παραγνώριση των συναισθημάτων και των σχέσεων, δεν περιορίζεται μόνο στις ανθρωπιστικές και στις κοινωνικές επιστήμες. Στην εξελικτική βιολογία, ορισμένοι έχουν υιοθετήσει την ιδέα ότι είμαστε είδος που έχει «εφευρεθεί» από μόνο του. Μία παράλληλη αντιπαράθεση της λογικής εναντίον του συναισθήματος εκτυλίσσεται σε σχέση με την καταγωγή της αίσθησης για την ηθική (ηθικότητα), που αποτελεί τυπική ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης κοινωνίας. Η μία σχολή θεωρεί την ηθικότητα ως πολιτισμική καινοτομία, ένα αποκλειστικό επίτευγμα του είδους μας. Αυτή η σχολή δεν θεωρεί τις ηθικές τάσεις ως ενιαίο και αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Οι πρόγονοί μας, υποστηρίζει, έγιναν ηθικοί κατ’ επιλογή. Αντιθέτως, η δεύτερη σχολή θεωρεί την ηθικότητα ως άμεση εκβλάστηση των κοινών κοινωνικών ενστίκτων που έχουμε με άλλα ζώα. Σύμφωνα με την τελευταία θεώρηση, η ηθικότητα είναι παράγωγο της κοινωνικής εξέλιξης και δεν είναι αποκλειστικά δική μας, ούτε αποτελεί μία συνειδητή απόφαση που έχουμε λάβει κάποια χρονική στιγμή.
Γιατί θα πρέπει η μοχθηρία μας να αποτελεί κληρονομιά του πιθηκοειδούς παρελθόντος και η καλοσύνη μας να είναι αποκλειστικά ανθρώπινη; Γιατί δεν πρέπει να αναζητήσουμε την συνέχεια με τα άλλα ζώα και για τα «ευγενή» χαρακτηριστικά μας; (Στήβεν Τζέυ Γκούλντ, 1980)
To homo hominis lupus, «ο άνθρωπος είναι λύκος απέναντι στον άλλο άνθρωπο», είναι ένα αρχαίο ρωμαϊκό γνωμικό, που διαδόθηκε από τον Τόμας Χομπς. Μολονότι το βασικό αξίωμά του διαπερνά μεγάλο μέρος του νόμου, της οικονομίας και της πολιτικής επιστήμης, το γνωμικό έχει δύο σημαντικά ψεγάδια. Πρώτον, αποτυγχάνει να δικαιώσει τα κωνοειδή, που είναι από τα πιο αγελαία και συνεργατικά ζώα του πλανήτη. Ακόμα χειρότερα, όμως, το ρητό απαρνείται την έμφυτη κοινωνική φύση του δικού μας είδους.
Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, μαζί της και ο δυτικός πολιτισμός, φαίνεται εμβαπτισμένη στην υπόθεση ότι είμαστε ακοινώνητα όντα, ακόμα και μοχθηρά, αντί του πολιτικού ζώου, που διέκρινε σ’ εμάς ο Αριστοτέλης. Ο Χομπς απέρριψε απερίφραστα την αριστοτελική οπτική προτείνοντας ότι οι πρόγονοί μας ξεκίνησαν αυτόνομοι και μαχόμενοι, και συγκρότησαν κοινοτική ζωή μόνον όταν το κόστος της έριδας έγινε αφόρητο. Σύμφωνα με τον Χομπς, η κοινωνική ζωή δεν έφτασε ποτέ σ’ εμάς με φυσικό τρόπο. Την έβλεπε ως ένα βήμα που κάναμε απρόθυμα και «μόνο με συμβόλαιο, το οποίο είναι τεχνητό». Πιο πρόσφατα, ο Ρωλς πρότεινε μία μετριοπαθέστερη εκδοχή της ίδιας θεώρησης, προσθέτοντας ότι η κίνηση της ανθρωπότητας προς την κοινωνικότητα εξαρτάται από συνθήκες ίσης μεταχείρισης, δηλαδή από την προοπτική μιας αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας μεταξύ ίσων.
Οι ιδέες για την καταγωγή της καλά οργανωμένης κοινωνίας παραμένουν δημοφιλείς, μολονότι είναι αδύνατον να υποστηρίξουμε την υπόθεση μιας ορθολογικής απόφασης από όντα που είναι εγγενώς ακοινώνητα, αν λάβουμε υπόψη τα δεδομένα μας για την εξέλιξη των ειδών. Ο Χομπς και ο Ρωλς διαμόρφωσαν την ψευδαίσθηση της ανθρώπινης κοινωνίας ως εθελοντικής οργάνωσης, με αυτο-επιβαλλόμενους κανόνες, στους οποίους συγκατατίθενται ελεύθερα και ίσα υποκείμενα. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποια διακριτή στιγμή κατά την οποία γίναμε κοινωνικοί. Ανέκαθεν ζούσαμε σε ομάδες, καθώς προερχόμαστε από πολύ κοινωνικούς προγόνους και από μια μακρά καταγωγική γραμμή μαϊμούδων και πιθήκων. Ουδέποτε υπήρξαν άνθρωποι ελεύθεροι και ίσοι. Οι άνθρωποι ξεκίνησαν, αν μπορεί να διακριθεί κάποιο σημείο εκκίνησης, ως αλληλοεξαρτώμενοι, δεσμευμένοι και άνισοι. Προερχόμαστε από μια μακρά γενιά ιεραρχικών ζώων, για τα οποία η ζωή σε ομάδες δεν είναι επιλογή, αλλά στρατηγική επιβίωσης. Όλοι οι ζωολόγοι θα ταξινομούσαν το είδος μας ως υποχρεωτικά αγελαίο.
Το να έχεις συντρόφους προσφέρει σημαντικότατα πλεονεκτήματα στον εντοπισμό της τροφής και στην αποφυγή των αρπακτικών. Επειδή τα άτομα που έχουν ομαδικό προσανατολισμό αφήνουν περισσότερους απογόνους από εκείνα που έχουν μικρότερη τάση προς την ομαδικότητα, η κοινωνικότητα διαπότισε ακόμα πιο βαθιά τη βιολογία και την ψυχολογική διάθεση των πρωτευόντων. Άρα, αν ελήφθη κάποια στιγμή απόφαση να ιδρυθούν κοινωνίες, αυτή θα πρέπει να πιστωθεί στην Μητέρα Φύση και όχι στην αφεντιά μας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτουμε την ευρετική αξία της αρχικής θέσης» του Ρωλς, ως έναν τρόπο που μας κάνει να σκεφτούμε σε τι είδους κοινωνία θα θέλαμε να ζούμε. Η αρχική θέση του αναφέρεται σε μία «καθαρά υποθετική κατάσταση που προσδιορίζεται έτσι ώστε να οδηγεί σε συγκεκριμένες αντιλήψεις για τη δικαιοσύνη». Αλλά ακόμα και αν η αρχική θέση δεν εκληφθεί κυριολεκτικά, και την υιοθετήσουμε απλώς χάριν του επιχειρήματος, μας απομακρύνει από την πιο σημαντική συζήτηση που θα έπρεπε να επιζητούμε, και η οποία αφορά ο στο πώς πράγματι γίναμε αυτό που είμαστε σήμερα. Ποια μέρη της ανθρώπινης φύσης μας οδήγησαν σε αυτό το μονοπάτι, και πώς αυτά τα μέρη διαμορφώθηκαν κατά την εξέλιξη; Αν στραφούμε στο πραγματικό, αντί σε ένα υποθετικό, παρελθόν, αυτά τα ερωτήματα εξασφαλίζουν ότι θα πλησιάσουμε περισσότερο στην αλήθεια, η οποία ισχυρίζεται ότι κατά βάθος είμαστε κοινωνικοί.
Ένα προσφυές παράδειγμα για τη βαθιά κοινωνική φύση του είδους μας αποτελεί το γεγονός ότι ο εγκλεισμός σε μια φυλακή αποτελεί την δεύτερη πιο ακραία τιμωρία, που μπορούμε να σκεφτούμε, μετά την θανατική ποινή. Λειτουργεί, ασφαλώς, κατ’ αυτό τον τρόπο, διότι δεν έχουμε γεννηθεί μονήρεις. Τα σώματα και οι νόες μας δεν είναι σχεδιασμένα για ένα μοναχικό βίο, δηλαδή μια ζωή χωρίς άλλους γύρω μας. Γινόμαστε ανέλπιστα καταθλιπτικοί χωρίς κοινωνική στήριξη: η υγεία μας φθείρεται. Σε ένα πρόσφατο πείραμα, υγιείς εθελοντές που συνειδητά εκτέθηκαν στο κρύο και σε ιούς της γρίπης, αρρώσταιναν πιο εύκολα, όταν είχαν τριγύρω λιγότερους φίλους ή οικογένεια (Cohen κ.ά., 1997). Τα πρωτεία των σχέσεων κατανοούνται με φυσικό τρόπο από τις γυναίκες, ίσως διότι τα θηλυκά θηλαστικά με υποχρεώσεις φροντίδας έχουν υπερκεράσει αναπαραγωγικά εκείνα που δεν έχουν τέτοιες υποχρεώσεις, εδώ και 180 εκατομμύρια χρόνια. Πάντως, αυτό ισχύει εξίσου και για τους άνδρες. Στη σύγχρονη κοινωνία, δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικός τρόπος να επεκτείνουν οι άνδρες τον ορίζοντα της ηλικίας τους από το να παντρευτούν και να μείνουν παντρεμένοι: αυξάνεται η πιθανότητα ζωής μετά την ηλικία των εξήντα πέντε από το 65% στο 90% .
Η κοινωνική συγκρότησή μας είναι τόσο έκδηλη, που δεν θα ήταν αναγκαίο να επεξεργαστούμε περαιτέρω αυτήν τη θέση, αν δεν ήταν τόσο προκλητική η απουσία της από τις αφηγήσεις για την καταγωγή, στα πεδία του Δικαίου, της Οικονομίας και της Πολιτικής Επιστήμης. Στη Δύση, η τάση να βλέπουμε τα συναισθήματα ως μαλθακά και τις κοινωνικές συνάψεις ως ακατάστατες υπέδειξε στους θεωρητικούς να επιλέξουν τη γνώση ως προτιμότερο οδηγό της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εξυμνούμε τον ορθό λόγο. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η ψυχολογική έρευνα αποδίδει προτεραιότητα στο συναίσθημα, δηλώνοντας ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά υπαγορεύεται πρωτίστως από γρήγορες, αυτόματες συναισθηματικές κρίσεις, και μόνο δευτερευόντως από βραδύτερες συνειδητές διαδικασίες
Δυστυχώς, η έμφαση στην ατομική αυτονομία και στη λογική, καθώς και η αντίστοιχη παραγνώριση των συναισθημάτων και των σχέσεων, δεν περιορίζεται μόνο στις ανθρωπιστικές και στις κοινωνικές επιστήμες. Στην εξελικτική βιολογία, ορισμένοι έχουν υιοθετήσει την ιδέα ότι είμαστε είδος που έχει «εφευρεθεί» από μόνο του. Μία παράλληλη αντιπαράθεση της λογικής εναντίον του συναισθήματος εκτυλίσσεται σε σχέση με την καταγωγή της αίσθησης για την ηθική (ηθικότητα), που αποτελεί τυπική ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης κοινωνίας. Η μία σχολή θεωρεί την ηθικότητα ως πολιτισμική καινοτομία, ένα αποκλειστικό επίτευγμα του είδους μας. Αυτή η σχολή δεν θεωρεί τις ηθικές τάσεις ως ενιαίο και αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Οι πρόγονοί μας, υποστηρίζει, έγιναν ηθικοί κατ’ επιλογή. Αντιθέτως, η δεύτερη σχολή θεωρεί την ηθικότητα ως άμεση εκβλάστηση των κοινών κοινωνικών ενστίκτων που έχουμε με άλλα ζώα. Σύμφωνα με την τελευταία θεώρηση, η ηθικότητα είναι παράγωγο της κοινωνικής εξέλιξης και δεν είναι αποκλειστικά δική μας, ούτε αποτελεί μία συνειδητή απόφαση που έχουμε λάβει κάποια χρονική στιγμή.