ΠΟ. ὤμοι ἐγώ, πᾷ βῶ,
πᾷ στῶ, πᾷ κέλσω;
τετράποδος βάσιν θηρὸς ὀρεστέρου,
τιθέμενος †ἐπὶ χεῖρα κατ᾽ ἴχνος;† ποίαν
1060 ποίαν ἢ ταύταν ἢ τάνδ᾽
ἐξαλλάξω, τὰς
ἀνδροφόνους μάρψαι χρῄζων Ἰλιάδας,
αἵ με διώλεσαν;
τάλαιναι κόραι τάλαιναι Φρυγῶν,
1065 ὦ κατάρατοι,
ποῖ καί με φυγᾷ πτώσσουσι μυχῶν;
εἴθε μοι ὀμμάτων αἱματόεν βλέφαρον
ἀκέσαι᾽ ἀκέσαιο, τυφλόν, Ἅλιε,
φέγγος ἀπαλλάξας.
ἆ ἆ,
1070 σίγα· κρυπτὰν βάσιν αἰσθάνομαι
τάνδε γυναικῶν. πᾷ πόδ᾽ ἐπᾴξας
σαρκῶν ὀστέων τ᾽ ἐμπλησθῶ,
θοίναν ἀγρίων θηρῶν τιθέμενος,
ἀρνύμενος λώβας
1075 λύμας τ᾽ ἀντίποιν᾽ ἐμᾶς; ὦ τάλας.
ποῖ πᾷ φέρομαι τέκν᾽ ἔρημα λιπὼν
Βάκχαις Ἅιδου διαμοιρᾶσαι,
σφακτὰ κυσίν τε φοινίαν δαῖτ᾽ ἀνή-
μερόν τ᾽ οὐρείαν ἐκβολάν;
1080 πᾷ στῶ, πᾷ κάμψω, [πᾷ βῶ]
ναῦς ὅπως ποντίοις πείσμασιν λινόκροκον
φᾶρος στέλλων, ἐπὶ τάνδε συθεὶς
τέκνων ἐμῶν φύλαξ ὀλέθριον κοίταν;
1085 ΧΟ. ὦ τλῆμον, ὥς σοι δύσφορ᾽ εἴργασται κακά·
δράσαντι δ᾽ αἰσχρὰ δεινὰ τἀπιτίμια
[δαίμων ἔδωκεν ὅστις ἐστί σοι βαρύς].
ΠΟ. αἰαῖ ἰὼ Θρῄκης
λογχοφόρον ἔνοπλον εὔιππον Ἄ-
1090 ρει κάτοχον γένος.
ἰὼ Ἀχαιοί, ἰὼ Ἀτρεῖδαι·
βοὰν βοὰν ἀυτῶ, βοάν·
ὦ ἴτε· μόλετε πρὸς θεῶν.
κλύει τις ἢ οὐδεὶς ἀρκέσει; τί μέλλετε;
1095 γυναῖκες ὤλεσάν με,
γυναῖκες αἰχμαλωτίδες·
δεινὰ δεινὰ πεπόνθαμεν.
ὤμοι ἐμᾶς λώβας.
ποῖ τράπωμαι, ποῖ πορευθῶ;
1100 [αἰθέρ᾽] ἀμπτάμενος οὐράνιον
ὑψιπετὲς ἐς μέλαθρον,
Ὠαρίων ἢ Σείριος ἔνθα πυρὸς φλογέας ἀφίη-
1105 σιν ὄσσων αὐγάς, ἢ τὸν ἐς Ἀίδα
μελάγχρωτα πορθμὸν ᾄξω τάλας;
ΧΟ. συγγνώσθ᾽, ὅταν τις κρείσσον᾽ ἢ φέρειν κακὰ
πάθῃ, ταλαίνης ἐξαπαλλάξαι ζόης.
***
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Αλίμονό μου, πού να πάω;
Πού να σταθώ και πού ν᾽ αράξω;
Σαν αγρίμι του βουνού, με τα τέσσερα,
καταπόδι τους να τραβήξω,
για να βρω με το χέρι τ᾽ αχνάρια τους;
1060 Ποιό δρόμο, τούτον ή εκείνον, να πάρω
για ν᾽ αδράξω τις αντροφόνες Τρωαδίτισσες
που μ᾽ αφανίσαν;
Ω ελεεινές των Φρυγών θυγατέρες,
ω κατάρατες,
πώς μου ξέφυγαν, πού έχουν τρυπώσει;
Ω Ήλιε μου, τα ματωμένα,
τα τυφλά μου τα μάτια να γιάτρευες,
αλλάζοντας
το σκοτάδι σε φως.
Α, α, γιά σώπα, σαν ν᾽ ακούω
κρυφοπατήματα· αυτές θα ᾽ναι.
1070 Κατά πού να ριχτώ,
με κόκαλα και σάρκες να χορτάσω,
των άγριων θεριών το φαΐ να γευτώ;
Να τις αφανίσω, να πάρω
τον γδικιωμό μου,
ο δύστυχος, που μ᾽ έχουν ρημάξει.
Κατά πού σέρνομαι, αφήνοντας έρημα
τα παιδιά μου
στις Μαινάδες του Άδη,
που θα τα κομματιάσουν
για να γίνουν ματωμένη τροφή των σκυλιών,
για να πεταχτούνε
στων βουνών τα θηρία τ᾽ ανήμερα!
Πού να σταθώ; Κατά πού να στραφώ, πού να γείρω;
1080 σαν καράβι που πάει παραδέρνοντας,
με κατεβασμένα πανιά,
για ν᾽ αράξω στου θανάτου την κοίτη,
των παιδιών μου φρουρός;
ΧΟΡΟΣ
Δυστυχισμένε, τί αβάσταχτες συμφορές σ᾽ έχουν βρει;
μα αισχρές οι πράξεις, φοβερή κι η τιμωρία.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Ε, σεις, Θρακιώτες γενναίοι, καβαλάρηδες
1090 αρματωμένοι, γενιά πολεμόχαρη.
Ε, σεις, Αχαιοί, κι εσείς, τέκνα του Ατρέα,
στη φωνή μου, στην κραυγή μου τρεχάτε.
Στ᾽ όνομα των θεών σάς εξορκίζω,
κοντά μου ελάτε.
Μα κανείς δεν ακούει; Τί αργείτε;
Οι γυναίκες με ξέκαμαν,
οι γυναίκες οι σκλάβες σας·
συμφορές, συμφορές που έχω πάθει.
Αλίμονό μου, κακό που με βρήκε.
Ποιό δρόμο να πάρω, δεν ξέρω.
1100 Να πετάξω στα ουράνια παλάτια,
όπου φλόγινες λάμψεις πετούνε,
από πύρινα μάτια,
ο Ωρίων κι ο Σείριος,
ή στο μαύρο το πέρασμα του Άδη
ο πανάθλιος να πορευτώ;
ΧΟΡΟΣ
Όταν σε βρουν δυστυχίες που δεν μπορείς να υποφέρεις,
συχωριέται ν᾽ αφήσεις τη ζωή τη βαριόμοιρη.
πᾷ στῶ, πᾷ κέλσω;
τετράποδος βάσιν θηρὸς ὀρεστέρου,
τιθέμενος †ἐπὶ χεῖρα κατ᾽ ἴχνος;† ποίαν
1060 ποίαν ἢ ταύταν ἢ τάνδ᾽
ἐξαλλάξω, τὰς
ἀνδροφόνους μάρψαι χρῄζων Ἰλιάδας,
αἵ με διώλεσαν;
τάλαιναι κόραι τάλαιναι Φρυγῶν,
1065 ὦ κατάρατοι,
ποῖ καί με φυγᾷ πτώσσουσι μυχῶν;
εἴθε μοι ὀμμάτων αἱματόεν βλέφαρον
ἀκέσαι᾽ ἀκέσαιο, τυφλόν, Ἅλιε,
φέγγος ἀπαλλάξας.
ἆ ἆ,
1070 σίγα· κρυπτὰν βάσιν αἰσθάνομαι
τάνδε γυναικῶν. πᾷ πόδ᾽ ἐπᾴξας
σαρκῶν ὀστέων τ᾽ ἐμπλησθῶ,
θοίναν ἀγρίων θηρῶν τιθέμενος,
ἀρνύμενος λώβας
1075 λύμας τ᾽ ἀντίποιν᾽ ἐμᾶς; ὦ τάλας.
ποῖ πᾷ φέρομαι τέκν᾽ ἔρημα λιπὼν
Βάκχαις Ἅιδου διαμοιρᾶσαι,
σφακτὰ κυσίν τε φοινίαν δαῖτ᾽ ἀνή-
μερόν τ᾽ οὐρείαν ἐκβολάν;
1080 πᾷ στῶ, πᾷ κάμψω, [πᾷ βῶ]
ναῦς ὅπως ποντίοις πείσμασιν λινόκροκον
φᾶρος στέλλων, ἐπὶ τάνδε συθεὶς
τέκνων ἐμῶν φύλαξ ὀλέθριον κοίταν;
1085 ΧΟ. ὦ τλῆμον, ὥς σοι δύσφορ᾽ εἴργασται κακά·
δράσαντι δ᾽ αἰσχρὰ δεινὰ τἀπιτίμια
[δαίμων ἔδωκεν ὅστις ἐστί σοι βαρύς].
ΠΟ. αἰαῖ ἰὼ Θρῄκης
λογχοφόρον ἔνοπλον εὔιππον Ἄ-
1090 ρει κάτοχον γένος.
ἰὼ Ἀχαιοί, ἰὼ Ἀτρεῖδαι·
βοὰν βοὰν ἀυτῶ, βοάν·
ὦ ἴτε· μόλετε πρὸς θεῶν.
κλύει τις ἢ οὐδεὶς ἀρκέσει; τί μέλλετε;
1095 γυναῖκες ὤλεσάν με,
γυναῖκες αἰχμαλωτίδες·
δεινὰ δεινὰ πεπόνθαμεν.
ὤμοι ἐμᾶς λώβας.
ποῖ τράπωμαι, ποῖ πορευθῶ;
1100 [αἰθέρ᾽] ἀμπτάμενος οὐράνιον
ὑψιπετὲς ἐς μέλαθρον,
Ὠαρίων ἢ Σείριος ἔνθα πυρὸς φλογέας ἀφίη-
1105 σιν ὄσσων αὐγάς, ἢ τὸν ἐς Ἀίδα
μελάγχρωτα πορθμὸν ᾄξω τάλας;
ΧΟ. συγγνώσθ᾽, ὅταν τις κρείσσον᾽ ἢ φέρειν κακὰ
πάθῃ, ταλαίνης ἐξαπαλλάξαι ζόης.
***
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Αλίμονό μου, πού να πάω;
Πού να σταθώ και πού ν᾽ αράξω;
Σαν αγρίμι του βουνού, με τα τέσσερα,
καταπόδι τους να τραβήξω,
για να βρω με το χέρι τ᾽ αχνάρια τους;
1060 Ποιό δρόμο, τούτον ή εκείνον, να πάρω
για ν᾽ αδράξω τις αντροφόνες Τρωαδίτισσες
που μ᾽ αφανίσαν;
Ω ελεεινές των Φρυγών θυγατέρες,
ω κατάρατες,
πώς μου ξέφυγαν, πού έχουν τρυπώσει;
Ω Ήλιε μου, τα ματωμένα,
τα τυφλά μου τα μάτια να γιάτρευες,
αλλάζοντας
το σκοτάδι σε φως.
Α, α, γιά σώπα, σαν ν᾽ ακούω
κρυφοπατήματα· αυτές θα ᾽ναι.
1070 Κατά πού να ριχτώ,
με κόκαλα και σάρκες να χορτάσω,
των άγριων θεριών το φαΐ να γευτώ;
Να τις αφανίσω, να πάρω
τον γδικιωμό μου,
ο δύστυχος, που μ᾽ έχουν ρημάξει.
Κατά πού σέρνομαι, αφήνοντας έρημα
τα παιδιά μου
στις Μαινάδες του Άδη,
που θα τα κομματιάσουν
για να γίνουν ματωμένη τροφή των σκυλιών,
για να πεταχτούνε
στων βουνών τα θηρία τ᾽ ανήμερα!
Πού να σταθώ; Κατά πού να στραφώ, πού να γείρω;
1080 σαν καράβι που πάει παραδέρνοντας,
με κατεβασμένα πανιά,
για ν᾽ αράξω στου θανάτου την κοίτη,
των παιδιών μου φρουρός;
ΧΟΡΟΣ
Δυστυχισμένε, τί αβάσταχτες συμφορές σ᾽ έχουν βρει;
μα αισχρές οι πράξεις, φοβερή κι η τιμωρία.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Ε, σεις, Θρακιώτες γενναίοι, καβαλάρηδες
1090 αρματωμένοι, γενιά πολεμόχαρη.
Ε, σεις, Αχαιοί, κι εσείς, τέκνα του Ατρέα,
στη φωνή μου, στην κραυγή μου τρεχάτε.
Στ᾽ όνομα των θεών σάς εξορκίζω,
κοντά μου ελάτε.
Μα κανείς δεν ακούει; Τί αργείτε;
Οι γυναίκες με ξέκαμαν,
οι γυναίκες οι σκλάβες σας·
συμφορές, συμφορές που έχω πάθει.
Αλίμονό μου, κακό που με βρήκε.
Ποιό δρόμο να πάρω, δεν ξέρω.
1100 Να πετάξω στα ουράνια παλάτια,
όπου φλόγινες λάμψεις πετούνε,
από πύρινα μάτια,
ο Ωρίων κι ο Σείριος,
ή στο μαύρο το πέρασμα του Άδη
ο πανάθλιος να πορευτώ;
ΧΟΡΟΣ
Όταν σε βρουν δυστυχίες που δεν μπορείς να υποφέρεις,
συχωριέται ν᾽ αφήσεις τη ζωή τη βαριόμοιρη.