ὥστ᾽ ἐκεῖνος, ἄν ποτ᾽ ἔλθῃ, τὴν κόρην ἄπεισ᾽ ἔχων.
715 παῖ, τί τοῦτ᾽; ΔΗ. οὐκ οἶδ᾽ ἔγωγε, μὰ Δία. (ΝΙ.) πῶς οὐκ οἶσθα σύ;
χλαμύς· ἀπαίρειν οὑτοσί που διανοεῖται. (ΔΗ.) φησὶ γοῦν.
(ΝΙ.) φησὶν οὗτος; τίς δ᾽ ἐάσει, μοιχὸν ὄντ᾽ εἰλημμένον,
ὁμολογοῦντ᾽; ἤδη σε δήσω, μειράκιον, οὐκ εἰς μακράν.
(ΔΗ.) δῆσον, ἱκετεύω. ΝΙ. φλυαρεῖς πρός μ᾽ ἔχων. οὐ καταβαλεῖς
720 τὴν σπάθην θᾶττον; (ΔΗ.) κατάβαλε, Μοσχίων, πρὸς τῶν θεῶν,
μὴ παροξύνῃς. ΜΟ. ἀφείσθω· καταλελιπαρήκατε
δεόμενοί μου. (ΝΙ.) σοῦ δεόμενοι; δεῦρο δή. (ΜΟ.) δήσεις μ᾽ ἴσως;
(ΔΗ.) μηδαμῶς. ἔξω κόμιζε δεῦρο τὴν νύμφην. ΝΙ. δοκεῖ;
ΔΗ. πάνυ μὲν οὖν. ΜΟ. εἰ τοῦτ᾽ ἐποίεις εὐθύς, οὐκ ἂν πράγματα
725 εἶχες, ὦ πάτερ, φιλοσοφῶν ἄρτι. ΝΙ. πρόαγε δὴ σύ μοι.
μαρτύρων ἐναντίον σοι τήνδ᾽ ἐγὼ δίδωμ᾽ ἔχειν
γνησίων παίδων ἐπ᾽ ἀρότῳ, προῖκα τἀμὰ πάνθ᾽ ὅταν
ἀποθάνω γ᾽, ὃ μὴ γένοιτ᾽, ἀλλ᾽ ‹εἰσ›αεὶ ζῴην. (ΜΟ.) ἔχω,
λαμβάνω, στέργω. (ΔΗ.) τὸ λοιπόν ἐστι λουτρὰ μετιέναι·
730 Χρυσί, πέμπε τὰς γυναῖκας, λουτροφόρον, αὐλητρίδα.
δεῦρο δ᾽ ἡμῖν ἐκδότω τις δᾷδα καὶ στεφάνους, ἵνα
συμπροπέμπωμεν. (ΜΟ.) πάρεστιν ὅδε φέρων. (ΔΗ.) πύκαζε σὺ
κρᾶτα καὶ κόσμει σεαυτόν. (ΜΟ.) ἀλλ᾽ ἐγώ. (ΔΗ.) παῖδες καλοί,
μειράκια, γέροντες, ἄνδρες, πάντες εὐρώστως ἅμα
735 πεμψατ᾽ εὐνοίας προφήτην Βακχίῳ φίλον κρότον.
ἡ δὲ κα]λλίστων ἀγώνων πάρεδρος ἄφθιτος θεὰ
εὐμε]νὴς ἕποιτο Νίκη τοῖς ἐμοῖς ἀεὶ χοροῖς.
715 παῖ, τί τοῦτ᾽; ΔΗ. οὐκ οἶδ᾽ ἔγωγε, μὰ Δία. (ΝΙ.) πῶς οὐκ οἶσθα σύ;
χλαμύς· ἀπαίρειν οὑτοσί που διανοεῖται. (ΔΗ.) φησὶ γοῦν.
(ΝΙ.) φησὶν οὗτος; τίς δ᾽ ἐάσει, μοιχὸν ὄντ᾽ εἰλημμένον,
ὁμολογοῦντ᾽; ἤδη σε δήσω, μειράκιον, οὐκ εἰς μακράν.
(ΔΗ.) δῆσον, ἱκετεύω. ΝΙ. φλυαρεῖς πρός μ᾽ ἔχων. οὐ καταβαλεῖς
720 τὴν σπάθην θᾶττον; (ΔΗ.) κατάβαλε, Μοσχίων, πρὸς τῶν θεῶν,
μὴ παροξύνῃς. ΜΟ. ἀφείσθω· καταλελιπαρήκατε
δεόμενοί μου. (ΝΙ.) σοῦ δεόμενοι; δεῦρο δή. (ΜΟ.) δήσεις μ᾽ ἴσως;
(ΔΗ.) μηδαμῶς. ἔξω κόμιζε δεῦρο τὴν νύμφην. ΝΙ. δοκεῖ;
ΔΗ. πάνυ μὲν οὖν. ΜΟ. εἰ τοῦτ᾽ ἐποίεις εὐθύς, οὐκ ἂν πράγματα
725 εἶχες, ὦ πάτερ, φιλοσοφῶν ἄρτι. ΝΙ. πρόαγε δὴ σύ μοι.
μαρτύρων ἐναντίον σοι τήνδ᾽ ἐγὼ δίδωμ᾽ ἔχειν
γνησίων παίδων ἐπ᾽ ἀρότῳ, προῖκα τἀμὰ πάνθ᾽ ὅταν
ἀποθάνω γ᾽, ὃ μὴ γένοιτ᾽, ἀλλ᾽ ‹εἰσ›αεὶ ζῴην. (ΜΟ.) ἔχω,
λαμβάνω, στέργω. (ΔΗ.) τὸ λοιπόν ἐστι λουτρὰ μετιέναι·
730 Χρυσί, πέμπε τὰς γυναῖκας, λουτροφόρον, αὐλητρίδα.
δεῦρο δ᾽ ἡμῖν ἐκδότω τις δᾷδα καὶ στεφάνους, ἵνα
συμπροπέμπωμεν. (ΜΟ.) πάρεστιν ὅδε φέρων. (ΔΗ.) πύκαζε σὺ
κρᾶτα καὶ κόσμει σεαυτόν. (ΜΟ.) ἀλλ᾽ ἐγώ. (ΔΗ.) παῖδες καλοί,
μειράκια, γέροντες, ἄνδρες, πάντες εὐρώστως ἅμα
735 πεμψατ᾽ εὐνοίας προφήτην Βακχίῳ φίλον κρότον.
ἡ δὲ κα]λλίστων ἀγώνων πάρεδρος ἄφθιτος θεὰ
εὐμε]νὴς ἕποιτο Νίκη τοῖς ἐμοῖς ἀεὶ χοροῖς.
***
ΝΙΚ. Άφησέ με ήσυχο. Όλα έγιναν· τα λουτρά, η θυσία, ο γάμος.Ώστε, αν καμιά φορά έρθει εκείνος, θα πάρει τη νύφη
και θα φύγει. Μπά! Τί είν᾽ αυτό; ΔΗΜ. Εγώ πάντως, μα τον Δία,
715 δεν ξέρω. ΝΙΚ. Πώς δεν ξέρεις εσύ; Βλέπω χλαμύδα. Αυτός εδώ
σκέφτεται να φύγει. ΔΗΜ. Έτσι λέει τουλάχιστο. ΝΙΚ. Λέει αυτός;
Και ποιός θα τον αφήσει, που πιάστηκε μοιχός
και το ομολογεί; Τώρα θα σε δέσω, νεαρέ μου, αμέσως.
ΔΗΜ. Δέσε τον, σε παρακαλώ. ΝΙΚ. Συνεχίζεις τις φλυαρίες. Δε θα βάλεις
720 το σπαθί σου κάτω γρήγορα; ΔΗΜ. Κάτω το σπαθί, Μοσχίων,
για τους θεούς, μη τον αγριεύεις. ΜΟΣ. Ας το βάλω.
Οι ικεσίες σας με κάνουν να υποχωρήσω. ΝΙΚ. Ποιές ικεσίες;
Γιά έλα δω. ΜΟΣ. Για να με δέσεις ίσως; ΔΗΜ. Όχι βέβαια. Φέρε έξω
τη νύφη. ΝΙΚ. Το εγκρίνεις; ΔΗΜ. Με όλη μου την καρδιά.
ΜΟΣ. Αν αμέσως το έκανες αυτό, πατέρα, θα είχες αποφύγει
725 πριν από λίγο τις δυσάρεστες φιλοσοφίες. ΝΙΚ. Για πλησίασε
συ Πλαγγόνα. Ενώπιον μαρτύρων σού δίνω εγώ αυτήν,
να την έχεις για ν᾽ αποκτήσεις νόμιμα παιδιά και
προίκα όλα όσα έχω, όταν βέβαια πεθάνω, ο μη γένοιτο,
αλλά είθε να ζω αιώνια. ΜΟΣ. Την έχω, την παίρνω, την αγαπώ.
ΔΗΜ. Μένει τώρα να φέρουμε το νερό για τα γαμήλια λουτρά.
730 Χρυσί, φέρε έξω τις γυναίκες, αυτή με το νερό
και την αυλητρίδα. Κι εδώ ας μας φέρει κάποιος
λαμπάδες και στεφάνια να λάβουμε μέρος κι εμείς
στη πομπή του γάμου. ΜΟΣ. Νά αυτός τα φέρνει.
ΔΗΜ. Βάλε το στεφάνι στο κεφάλι σου
και φτιάξου. ΜΟΣ. Αυτό κάνω. ΔΗΜ. Καλά παιδιά,
νέοι, γέροι, άντρες, όλοι μαζί και δυνατά.
735 να μας στείλετε τον κρότο των χεριών σας, που αγαπά
ο Βάκχος, προάγγελο της εύνοιάς σας. Κι η Νίκη,
η αθάνατη θεά, που συνοδεύει τους πιο ωραίους αγώνες,
είθε να χαρίζει πάντοτε στις κωμωδίες μου την εύνοιά της.