Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (271-315)

ΚΡΕΩΝ
σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην,
Μήδει᾽, ἀνεῖπον τῆσδε γῆς ἔξω περᾶν
φυγάδα, λαβοῦσαν δισσὰ σὺν σαυτῇ τέκνα,
καὶ μή τι μέλλειν· ὡς ἐγὼ βραβεὺς λόγου
275 τοῦδ᾽ εἰμί, κοὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν
πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω.
ΜΗ. αἰαῖ· πανώλης ἡ τάλαιν᾽ ἀπόλλυμαι·
ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων,
κοὐκ ἔστιν ἄτης εὐπρόσοιστος ἔκβασις.
280 ἐρήσομαι δὲ καὶ κακῶς πάσχουσ᾽ ὅμως·
τίνος μ᾽ ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις, Κρέον;
ΚΡ. δέδοικά σ᾽, οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους,
μή μοί τι δράσῃς παῖδ᾽ ἀνήκεστον κακόν.
συμβάλλεται δὲ πολλὰ τοῦδε δείγματα·
285 σοφὴ πέφυκας καὶ κακῶν πολλῶν ἴδρις,
λυπῇ δὲ λέκτρων ἀνδρὸς ἐστερημένη.
κλύω δ᾽ ἀπειλεῖν σ᾽, ὡς ἀπαγγέλλουσί μοι,
τὸν δόντα καὶ γήμαντα καὶ γαμουμένην
δράσειν τι. ταῦτ᾽ οὖν πρὶν παθεῖν φυλάξομαι.
290 κρεῖσσον δέ μοι νῦν πρὸς σ᾽ ἀπεχθέσθαι, γύναι,
ἢ μαλθακισθένθ᾽ ὕστερον μεταστένειν.
ΜΗ. φεῦ φεῦ.
οὐ νῦν με πρῶτον ἀλλὰ πολλάκις, Κρέον,
ἔβλαψε δόξα μεγάλα τ᾽ εἴργασται κακά.
χρὴ δ᾽ οὔποθ᾽ ὅστις ἀρτίφρων πέφυκ᾽ ἀνὴρ
295 παῖδας περισσῶς ἐκδιδάσκεσθαι σοφούς·
χωρὶς γὰρ ἄλλης ἧς ἔχουσιν ἀργίας
φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι δυσμενῆ.
σκαιοῖσι μὲν γὰρ καινὰ προσφέρων σοφὰ
δόξεις ἀχρεῖος κοὐ σοφὸς πεφυκέναι·
300 τῶν δ᾽ αὖ δοκούντων εἰδέναι τι ποικίλον
κρείσσων νομισθεὶς ἐν πόλει λυπρὸς φανῇ.
ἐγὼ δὲ καὐτὴ τῆσδε κοινωνῶ τύχης·
σοφὴ γὰρ οὖσα, τοῖς μέν εἰμ᾽ ἐπίφθονος,
[τοῖς δ᾽ ἡσυχαία, τοῖς δὲ θατέρου τρόπου,]
305 τοῖς δ᾽ αὖ προσάντης· εἰμὶ δ᾽ οὐκ ἄγαν σοφή.
σὺ δ᾽ οὖν φοβῇ με· μὴ τί πλημμελὲς πάθῃς;
οὐχ ὧδ᾽ ἔχει μοι, μὴ τρέσῃς ἡμᾶς, Κρέον,
ὥστ᾽ ἐς τυράννους ἄνδρας ἐξαμαρτάνειν.
σὺ γὰρ τί μ᾽ ἠδίκηκας; ἐξέδου κόρην
310 ὅτῳ σε θυμὸς ἦγεν. ἀλλ᾽ ἐμὸν πόσιν
μισῶ· σὺ δ᾽, οἶμαι, σωφρονῶν ἔδρας τάδε.
καὶ νῦν τὸ μὲν σὸν οὐ φθονῶ καλῶς ἔχειν·
νυμφεύετ᾽, εὖ πράσσοιτε· τήνδε δὲ χθόνα
ἐᾶτέ μ᾽ οἰκεῖν. καὶ γὰρ ἠδικημένοι
315 σιγησόμεσθα, κρεισσόνων νικώμενοι.

***
(Εισέρχεται ο Κρέων από την πάροδο που οδηγεί στην πόλη.)

ΚΡΕΩΝ
Εσύ η βλοσυρή, που πνέεις μένεα για τον άντρα σου,
εσύ Μήδεια, σε καλώ να πάρεις μαζί σου τα δυο σου παιδιά
και να πορευτείς πάραυτα έξω από τούτη τη χώρα
εξόριστη. Και μην βραδύνεις!
Ο εκτελεστής αυτής της διαταγής είμαι εγώ,
275 και δεν θα γυρίσω πίσω στο σπίτι, 
αν δεν σε πετάξω έξω από τα όρια της χώρας.
ΜΗ. Ωωω! Βυθίζομαι η δύσμοιρη στην άβυσσο του ολέθρου.
Οι εχθροί μου ανοίγουν τα πανιά τους διάπλατα
και δεν έχει λιμάνι απάνεμο για να ξεφύγω από τη συμφορά.
280 Όμως, όσο και αν υποφέρω, θέλω να σε ρωτήσω: 
Γιατί με διώχνεις από τη χώρα, Κρέοντα;
ΚΡ. Σε φοβάμαι —ποιός ο λόγος να υποκρίνομαι;—,
φοβάμαι μην κάνεις κακό ανήκεστο στην κόρη μου.
Είναι πολλά που τρέφουν αυτόν μου τον φόβο:
285 Είσαι από τη φύση σου σοφή και κατέχεις
τρόπους και τρόπους για να κάνεις το κακό·
έπειτα νιώθεις πληγωμένη
που έχασες το κρεβάτι του άντρα σου.
Ακούω ακόμα πως απειλείς —έτσι μαθαίνω—
ότι θα κάνεις, λέει, κάτι σ᾽ αυτόν που έδωσε
την κόρη και στον γαμπρό και στη νύφη.
Προτού λοιπόν να πάθω, θα προφυλαχθώ.
Προτιμώ να σε δυσαρεστήσω, γυναίκα, τώρα
290 παρά να λυγίσω και να στενάζω μετανιωμένος αργότερα. 
ΜΗ. Αλίμονο! Αλίμονο!
Δεν είναι τώρα η πρώτη φορά, Κρέοντα, είναι η πολλοστή
που μ᾽ έβλαψε η φήμη μου και μου έκανε κακό μεγάλο.
Γι᾽ αυτό ένας άνθρωπος εχέφρων δεν πρέπει ποτέ
να διδάσκει τόσο τα παιδιά του
295 ώστε να ξεχωρίζουν για τη σοφία τους.
Δεν είναι μόνο που τα λένε αργόσχολα,
εισπράττουν και τον αχάριστο φθόνο των πολιτών.
Όταν προσφέρεις σε αδαείς σοφίες πρωτόγνωρες,
θα πουν πως είσαι άχρηστος, όχι σοφός.
Αν πάλι θεωρηθείς στην πόλη ανώτερος
300 από αυτούς που νομίζουν ότι είναι μυημένοι,
γίνεσαι δυσάρεστος.
Αυτή τη μοίρα τη μοιράζομαι και εγώ.
Άλλοι με φθονούν για τη σοφία μου,
[άλλοι με θεωρούν απόκοσμη και άλλοι το αντίθετο,]
305και άλλοι με λένε απρόσιτη. Ωστόσο δεν είμαι και τόσο σοφή.
Εσύ τώρα με φοβάσαι. Μήπως πάθεις από μένα τί;
Δεν έχω τον τρόπο να κάνω κακό σε βασιλιάδες
— μη με φοβάσαι, Κρέοντα.
Άλλωστε, σε τί με αδίκησες εσύ;
Εσύ πάντρεψες την κόρη σου με αυτόν που επόθησε η ψυχή σου.
310 Τον άντρα μου μισώ.
Εσύ έπραξες, αν με ρωτάς, με σωφροσύνη.
Και τώρα δεν ζηλεύω την ευτυχία σου.
Παντρευτείτε, καλή τύχη να έχετε.
Αφήστε όμως να ζήσω και εγώ
σ᾽ αυτό τον τόπο. Αδικήθηκα, ωστόσο θα σωπάσω,
315 γιατί με νικούν οι δυνατότεροι.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πότε γεννήθηκε και πότε πρωτογράφτηκε η Ελληνική γλώσσα

4.11 Τί ξέρουμε για τις προελληνικές γλώσσες;

Πολύ λίγα πράγματα. Όπως λέγαμε νωρίτερα, η γραμμική Α', που «κρύβει» μια τέτοια γλώσσα, δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Το ίδιο ισχύει για τις κυπρομινωικές, ετεοκρητικές και ετεοκυπριακές επιγραφές. Οι ίδιοι οι αρχαίοι ονόμαζαν τους φορείς μερικών από αυτές τις γλώσσες: Πελασγοί, Λέλεγες και άλλοι.

Σε αυτές τις γλώσσες φαίνεται να ανήκουν μια σειρά από ονόματα τόπων. Αυτό δεν είναι παράξενο. Οι νέοι κάτοικοι μιας περιοχής κρατούν το όνομα που της έδιναν οι παλιοί κάτοικοι. Έτσι, σε πολλά μέρη της Τουρκίας επιζούν ελληνικά τοπωνύμια: Λατάκια = Λαοδίκεια, Ιζμίρ = Σμύρνη κλπ., επειδή για πολλούς αιώνες οι πληθυσμοί που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία ήταν ελληνόφωνοι. Τέτοια τοπωνύμια που πιθανότατα ανήκουν σε προελληνικές γλώσσες είναι όσα λήγουν σε -άνθος (π.χ. Ερύμανθος), -ινθος (π.χ. Κόρινθος), -υνθος (π.χ. Ζάκυνθος), -σσος/-ττος (π.χ. Παρνασσός, Λυκαβηττός).

Από προελληνικές γλώσσες προέρχονται πιθανότατα οι λέξεις ἀσάμινθος 'μπανιέρα', ἐρέβινθος 'ρεβίθι', λαβύρινθος, ὑάκινθος, δάφνη, κολοκύνθη 'κολοκύθα', λωτός, ὄλυνθος 'αγριόσυκο', σῦκον, σαργός, σάλπη (οι δύο τελευταίες λέξεις είναι ονόματα ψαριών). Θα προσέξετε ότι πολλές από αυτές δηλώνουν φυτά, ψάρια κλπ. Αυτό συμβαίνει συχνά. Η εγκατάσταση σε έναν νέο χώρο σημαίνει γνωριμία με νέα προϊόντα, νέα χλωρίδα (φυτικό περιβάλλον), νέα πανίδα (ζώα). Έτσι υιοθετούνται τα ονόματα που δίνουν οι παλιοί κάτοικοι σε αυτά τα στοιχεία. Οι Τούρκοι π.χ., που απώτερη πατρίδα τους ήταν η κεντρική Ασία, όταν μετακινούνται προς τη Μεσόγειο, δανείζονται από τους παλαιότερους πληθυσμούς, τους Έλληνες, τα ονόματα των ψαριών που δεν υπήρχαν στη μακρινή τους πατρίδα. Έτσι, όλα σχεδόν τα ονόματα ψαριών στην τουρκική γλώσσα είναι δανεισμένα από τα ελληνικά, π.χ. levrek = λαβράκι. Και οι Έλληνες με τη σειρά τους είχαν δανειστεί πολλά από αυτά τα ονόματα από τους πληθυσμούς που ζούσαν πριν από αυτούς στον ελλαδικό χώρο, τους προελληνικούς πληθυσμούς.

Η καταστροφική δύναμη των ανασφαλειών

Ζούμε σε μια εποχή που η αμφιβολία και ο δισταγμός στη ζωή μας κυριαρχούν. Δεν είμαστε σίγουροι για τίποτα και τα βήματα που κάνουμε μπροστά είναι μικρά και δειλά. Δεν μιλάμε γιατί φοβόμαστε.

Πιστεύουμε ότι και να πούμε δεν είναι σωστό ή δεν έχει νόημα. Έχουμε δημιουργήσει ένα κουτάκι στο οποίο νιώθουμε ασφαλείς και σίγουροι. Δεν τολμάμε να βγούμε έξω από αυτό διότι εάν το κάνουμε το αίσθημα σιγουριάς εξαφανίζεται. Ας λυθούμε από τα δεσμά που μας βάζουμε εμείς οι ίδιοι.

Μια ζωή υπάρχει ας τη ζήσουμε όπως αξίζει στο καθένα. Αν οι ανασφάλειες είναι αυτοκαταστροφικές δεν θα έπρεπε να υφίσταται καν σαν ερώτηση. Δεν μας αφήνουν να ζήσουμε, να ανασάνουμε. Δηλητηριάζουν τη ζωή μας με αποτέλεσμα αυτή να μολύνεται.

Ανασφάλειες για το τι θα πω, τι θα κάνω, πως θα ντυθώ, για το σώμα μου. Γιατί; Όλα αυτά είναι προσωπικά για το καθένα. Μπορεί να τα λύσει εάν πιστεύει στον εαυτό του.

Το τι θα πει ο κόσμος είναι μόνιμες λέξεις μέσα στο στόμα μας. Ο κόσμος πάντα θα λέει, έτσι έμαθε. Εμείς γιατί πρέπει να τους ακούμε; Επικρίνουν χωρίς να ξέρουν και τσουπ εμφανίζονται οι ανασφάλειες σε εσένα.

Όχι δεν θα σταθείς στο τι είπε ο ένας και ο άλλος, θα σταθείς σε αυτό που λες εσύ. Τα δικά σου λόγια να ακούς, τη δική σου καρδιά να εμπιστεύεσαι. Πίστη να αποκτήσεις στον εαυτό σου και όλα θα είναι λίγο ποιο εύκολα.

Θα συναντήσουμε αρκετά εμπόδια στη ζωή μας ας μην δημιουργούμε και εμείς περισσότερα. Ας ξεκινήσουμε βάζοντας τις ανασφάλειες στην άκρη και να θυμηθούμε το πόσο ικανοί είμαστε.

Kάθε αναβολή σημαίνει και φόβος;

Οι αποφάσεις που παίρνουμε στη ζωή μας είναι καίριες για τον τρόπο που θα επιλέξουμε να ζούμε, σωστές και λάθος. Κάθε μας επιλογή περνάει από σαράντα κύματα για να φτάσει επιτέλους στην υλοποίησή της. Δεν είναι εύκολο κομμάτι αφού κάθε απόφαση είναι άλλο ένα ρίσκο γιατί το αποτέλεσμα ίσως να μην είναι πάντα αυτό που εμείς επιθυμούμε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι προχωρήσαμε στην υλοποίησή της όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, γιατί η όλη η μαγκιά κρύβεται πίσω από την απόφαση κι εκεί εντοπίζεται και το πιο δύσκολο κομμάτι.

Συχνά η αναβολή και ο φόβος κυριαρχούν εντός μας ως ανασταλτικός παράγοντας του να δράσουμε. Άραγε κάθε αναβολή που συμβαίνει, σημαίνει και φόβο; Ο φόβος άλλωστε είναι δεσποτικός ως προς τις άλλες συναισθηματικές αποχρώσεις και είτε το παραδεχόμαστε, είτε όχι, επηρεάζει κατά πολύ κάθε μας βήμα ως προς τις συνέπειες που αυτό θα φέρει και πιθανόν να μην επιθυμούμε.

Ο φόβος ανήκει σε φυσικά συναισθήματα του ανθρώπου και είναι συχνή η εμφάνισή του από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας με πρώτο και κύριο τον φόβο που προκύπτει από το ένστικτο της επιβίωσης. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης, εναλλακτικά, που μας θέτει σε μια κατάσταση άμυνας, αυτοπροστασίας αλλά και ανάγκη διαφύλαξης της ατομικής ακεραιότητας. Ο φόβος είναι η ανασφάλειά μας για την άγνωστη έκβαση, σαν τον κυνηγό που δε θα βγει από τη σπηλιά να κυνηγήσει όταν έχει καταιγίδα με κεραυνούς να πέφτουν βροχή κι ας πεινάει στ’ αλήθεια πολύ.

Οι πολλές φοβίες οι οποίες μας οδηγούν σε αναβολές για κάθε μας απόφαση σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό και με τα προσωπικά μας βιώματα, αφού κάποιες στιγμές της ζωής μας στο παρελθόν ίσως να επηρεάζουν αποφάσεις που σχετίζονται με γεγονότα του παρόντος. Επίσης, συζητήσεις και γεγονότα δικών μας ανθρώπων μάς οδηγούν σε σύγκριση ως προς το αποτέλεσμα κι έτσι η αναβολή τείνει να είναι πιο κοντά από μια απόφαση. Ακόμη, το άγχος οδηγεί συχνά σε αρνητικές σκέψεις και συνεπώς σε συχνές αναβολές. Έρευνες ψυχολογίας τοποθετούν τον φόβο αποτυχίας ως την κύρια πηγή αναβλητικότητας, αφού πολλοί άνθρωποι φοβούμενοι μια επερχόμενη αποτυχία δυσκολεύονται να πάρουν αποφάσεις με αποτέλεσμα να καταφεύγουν στην απραξία.

Ο φόβος έχει μεγάλη δύναμη επάνω μας, σε σημείο που μας κάνει να νιώθουμε ανίκανοι και ευάλωτοι- εκτεθειμένοι κι από εκεί προκύπτει και ο συνδυασμός φόβου και αναβολής. Για να μπορέσουμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας να έρθει αντιμέτωπος με το φόβο μας χρειάζεται να ανακαλύψουμε τους λόγους ύπαρξής του. Πολλές φορές οι αποφάσεις μας ίσως να είναι πολύ μεγάλες αλλά και σημαντικές σε σημείο που μπορούν να αλλάξουν ριζικά την κατεύθυνση της ζωής μας κι είναι κι αυτός κύριος λόγος φόβου, το άγνωστο. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση αρκετές φορές μάς κάνει να νιώθουμε ακατάλληλοι να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις. Κάθε φοβία, όμως, είτε προκύπτει, είτε υπάρχει, είτε δημιουργείται στην πορεία πρέπει να αντιμετωπίζεται.

Μα για να εξαλείψουμε το φόβο, να βάλουμε στην άκρη τις αναβολές, πρέπει να αναγνωρίσουμε τον αληθινό φόβο και να βρούμε το χειρότερο πιθανό σενάριο αφού θα είμαστε πλέον αντιμέτωποι με και προετοιμασμένοι για κάθε πιθανή συνέπεια. Βοηθάει η πρακτικότητα σε τέτοιες καταστάσεις, το να γίνουμε δηλαδή όσο πιο συγκεκριμένοι ως πως το πώς θα κινηθούμε, γιατί θα κινηθούμε και τι αποτέλεσμα θα φέρει η ενέργειά μας αυτή, χωρίς όμως να κάνουμε σενάρια επί σεναρίων. Όσο πιο πολύ περιορίσουμε τις εκδοχές κι απορρίψουμε τα σενάρια, τόσο πιο σίγουροι θα νιώθουμε για το αποτέλεσμα. Και μετά, έρχεται η ανάληψη ευθύνης που συνοδεύει το ρίσκο που παίρνουμε και πάντα αναπόφευκτα υπάρχει.

Όλα λοιπόν συνδέονται μεταξύ τους και για κάθε αναβολή από πίσω κρύβεται και ένας φόβος για το νέο και το αβέβαιο. Για να μπορέσουμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με τους φόβους μας οι οποίοι μας αφήνουν πίσω και μας οδηγούν ολοένα και περισσότερο στην αναβολή αντί στην απόφαση. Ο φόβος για να αντιμετωπισθεί πρέπει να ανακαλυφθεί ο λόγος ύπαρξής του. Προσποιούμενοι πως δεν υπάρχει, είναι πολύ πιθανόν να περιορίσουμε τον εαυτό μας και ίσως μείνουμε κολλημένοι στο μόνιμο άγχος που μας αποτρέπει να δοκιμάσουμε άλλα πράγματα τα οποία μπορούν να αποτελέσουν πηγή ευτυχίας. Άλλωστε, η συστηματική αναβολή μας κάνει να νιώθουμε θεατές της ίδιας μας της ζωής.

Χαλίλ Γκιμπράν: Ένα μάτι για ένα μάτι, κι όλος ο κόσμος θα ήταν τυφλός

Ο Χαλίλ Γκιμπράν γνωστός ως «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», έμεινε γνωστός παγκοσμίως ως ένας χαρισματικός συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος και καλλιτέχνης. «Ο Προφήτης» είναι ένα από το πιο γνωστά του έργα πέραν άλλων. Ο Χαλίλ μας άφησε μερικά σπουδαία αποφθέγματα, μερικά από τα οποία σε ελεύθερη μετάφραση θα τα περπατήσουμε παρακάτω:

«Ένα μάτι για ένα μάτι, κι όλος ο κόσμος θα ήταν τυφλός»

Η εκδίκηση είναι μια ενέργεια η οποία το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να καταστρέψει. Και το έξω σου αλλά και εσένα. Πολλές φορές μέσα στον χείμαρρο των συναισθημάτων μπερδεύουμε την εκδίκηση με την δικαιοσύνη. Με το να θέλεις να «ισοφαρίσεις» το μόνο που θα καταφέρεις είναι να μην «προχωρήσεις». Τον κάθε κύκλο μπορείς να τον κλείσεις μέσα σου. Το πάθημα αν γίνει αναβάθμιση γνώση και μάθημα, δεν χρειάζεται να γίνει κράτημα. Ελευθερώσου.

«Είμαστε περιορισμένοι, όχι από τις ικανότητές μας, αλλά από το όραμά μας»

Όταν καταλάβεις και σου επιτρέψεις την αλήθεια πως έχεις την δύναμη μέσα σου να αλλάξεις και να ζήσεις αυτά που θέλεις, τότε θα καταλάβεις πως ο μόνος περιορισμός είναι εκείνος που εσύ σου επιβάλλεις. Όταν έχεις ένα ισχυρό όραμα το οποίο πηγάζει από τα βάθη της ύπαρξής σου, τότε και αυτό αλλά και οι απαιτούμενες ικανότητες, επίκτητες και μη, γίνονται προσιτά. Κι ό,τι δεν είναι προσιτό για το εγώ σου, είναι περιττό για τον Δρόμο του Ανώτερου Εαυτού σου.

«Επιλέγουμε της λύπες και τις χαρές μας πολύ πιο πριν τις βιώσουμε»

Είτε μιλάμε για σχέδιο και πορεία Ψυχής, είτε μιλάμε για τον Νόμο της Συνήχησης, αυτό που πρέπει να καταλάβεις είναι πως ό,τι έρχεται στην ζωή σου, το έχεις μαγνητίσει. Το έχει μαγνητίσει όλο σου το είναι, ή κάποιο κομμάτι του είτε από το συνειδητό σου είτε από το υποσυνείδητό σου. Το συγκεκριμένο είναι μια επέκταση της διδασκαλίας του Dreamer. Όταν αναλάβεις αυτή την ευθύνη, τότε θα διαπιστώσεις πως όλα μπορούν να αλλάξουν, και πως όλα έχουν κάτι να σε διδάξουν.

«Όσο βαθύτερα σκάψει η θλίψη μέσα σου, τόσο περισσότερη ευτυχία θα μπορείς να περιέχεις»

Το συγκεκριμένο είναι μια μορφή αναπλαισίωσης, αλλά και εμπεριέχει μια μεγάλη δόση αλήθειας. Κι αυτό γιατί είναι πια ξεκάθαρο, πως όσο περισσότερο έχεις πονέσει ή στερηθεί, τόσο περισσότερο εκτιμάς αλλά κι απολαμβάνεις τις χαρές και την ευτυχία όταν σε επισκέπτονται. Μέσω των αντιθέσεων, ως ένα σημείο, επεκτείνεσαι, μέχρι να κατανοήσεις την αναλογία των βιωμάτων. Οι άνθρωποι που έχουν πονέσει κι επιστρέψει βαθιά μέσα από την Νύχτα της Ψυχής, ξεχωρίζουν από το χαμόγελο, την καλοσύνη και την παιδικότητά τους.

«Η πιο ανεπαίσθητη πράξη ευγένειας και καλοσύνης, είναι μεγαλύτερη από κάθε καλή πρόθεση»

Λόγια, χάρτινα όνειρα και «θα», πολλοί τάζουν και πολλοί υπόσχονται. Με προθέσεις ακόμα και καλές, τίποτα δεν άλλαξε και τίποτε δεν θ’ αλλάξει. Η δράση είναι αυτή που δείχνει στην πράξη την αληθινή πρόθεση. Οτιδήποτε άλλο το παίρνει ο άνεμος. Στα μικρά βρίσκεται ο Θεός, για όσους τον ή την βλέπουν. Και τα μικρά πολλές φορές, έχουν και το μεγάλο ειδικό βάρος. Ξεκίνα με τα μικρά.

«Μέσα από την δυσκολία και την αντιξοότητα έχουν αναδυθεί οι δυνατότερες ψυχές. Οι πιο ισχυροί χαρακτήρες είναι γεμάτοι από ουλές και σημάδια»

Το διαμάντι πρέπει να υποστεί συγκεκριμένες διαδικασίες και δυνάμεις μέχρι να δημιουργηθεί και να φτάσει την ανθεκτικότητα, την καθαρότητα και τις εν δυνάμει ιδιότητες του. Το κάθε άγαλμα χρειάζεται σμίλευμα και λάξευμα μέχρι αντάξια να απεικονίσει και να καθρεφτίσει στην φθαρτή ύλη τις άυλες κι άφθαρτες αρετές του κόσμου των Ιδεών. Και το κάθε σπαθί, απαιτεί χτύπημα και χρόνο στο αμόνι μεταξύ φωτιάς και ψύχους προκειμένου να μεγιστοποιήσει την αντοχή και την αποτελεσματικότητά του, είτε για χρήση άμυνας, είτε για επίθεση. Για να είσαι τώρα εδώ, έχεις την Πρώτη Ύλη. Ξαναδιάβασε την προηγούμενη πρόταση.

«Σε μια σταγόνα νερού βρίσκονται όλα τα μυστικά του Ωκεανού. Σε μία όψη σου βρίσκονται όλες οι όψεις την Ύπαρξης»

Μια παραλλαγή από μία διδασκαλία Ερμή Τρισμέγιστου. Όλα είναι μια αντανάκλαση. Ξέχνα το έξω σου για την ώρα. Γύρνα μέσα και στο κέντρο σου. Όταν σε αποδεχθείς, σε αγαπήσεις, και σε καταλάβεις, τότε θα έχεις αποδεχθεί, αγαπήσει, και καταλάβει και τους γύρω σου, αλλά και το σύμπαν ολάκερο.

Χρόνος και “Αχρονικότητα”: Πώς βιώνουμε το συνειδητό, το υποσυνείδητο και τα συναισθήματα μέσα στα όνειρα

Χρόνος
: η ακαθόριστη κίνηση της ύπαρξης και των γεγονότων στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, θεωρούμενη ως σύνολο. Γενικά χρόνος χαρακτηρίζεται η ακριβής μέτρηση μιας διαδικασίας από το παρελθόν στο μέλλον.

Αχρονικός: εκείνος που δεν λαμβάνει υπόψιν του τη ροή και την εξέλιξη του χρόνου.

Τον χρόνο τον αντιλαμβανόμαστε κυρίως με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ο υποκειμενικός τρόπος και ο άλλος ο ημερολογιακός, μαθηματικός και αντικειμενικός τρόπος. Η υποκειμενική εμπειρία του πως βιώνουμε τον χρόνο δεν είναι τυχαία, αλλά συνήθως καθορίζεται από τα συναισθήματα, την παρούσα ψυχική μας κατάσταση και διάθεση, την ηλικία αλλά και την ιδιοσυγκρασία μας. Επομένως ο ψυχολογικός χρόνος, που είναι η υποκειμενική εμπειρία του χρόνου, βιώνεται διαφορετικά σε αρκετές περιστάσεις, σε αντίθεση με τον μαθηματικό, αντικειμενικά μετρήσιμο από το ρολόι ή το ημερολόγιο χρόνο.

Χρόνος και Ασυνείδητο

Ασυνείδητο: Το ασυνείδητο μπορεί να περιγραφεί ως εκείνο το μέρος της ψυχής το οποίο δημιουργεί πολλές νοητικές διαδικασίες και διεργασίες, οι οποίες εκδηλώνονται στην ψυχή του ατόμου χωρίς το άτομο να γνωρίζει την ύπαρξή τους. Αυτές οι διαδικασίες περιλαμβάνουν ασυνείδητα συναισθήματα, ασυνείδητες σκέψεις ή ιδέες, ασυνείδητες αντιλήψεις και αντιδράσεις, συμπλέγματα, φοβίες και κρυφούς πόθους και επιθυμίες.

Σύμφωνα με τον Freud (1915): Οι διαδικασίες του συστήματος του ασυνείδητου είναι αχρονικές, δηλαδή δεν έχουν διάταξη στο χρόνο, δεν τροποποιούνται από τη ροή του χρόνου και δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με το χρόνο. Πιο συγκεκριμένα το ασυνείδητο δεν αντιλαμβάνεται την πάροδο του χρόνου. Το πέρασμα του χρόνου δεν μεταβάλλει τις ψυχικές του διεργασίες.

Επιθυμίες, παρορμήσεις, ανεκπλήρωτα απωθημένα, τα οποία ποτέ δεν βγήκαν προς τα έξω, υπάρχουν εκεί και μοιάζουν σαν να συνέβησαν πρόσφατα. Μπορούν να γίνουν συνειδητά, με την βοήθεια της θεραπείας, και έτσι να αναγνωριστούν και να κατανοηθούν. Στην θεραπεία γίνεται αντιληπτό το ότι όλα αυτά προέρχονται από το παρελθόν και έτσι ενδεχομένως χάνουν την «σπουδαιότητα» τους, και έτσι το άτομο με αυτό τον τρόπο μπορεί να απεμπλακεί πλέον στο εδώ και τώρα από το φορτίο που του επιφέρουν.

Χρόνος και Όνειρα

Όνειρο: η βίωση μίας σειράς εικόνων, ήχων ή άλλων αισθήσεων, ιδεών, συναισθημάτων και μορφών που ενδεχομένως δημιουργούν μία, συνήθως αλλοπρόσαλλη, «ιστορία» στην διάρκεια του ύπνου κατά τη φάση REM.

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, τα όνειρα αποτελούν την βασιλική οδό για το ασυνείδητο. Επομένως, το ασυνείδητο κατέχοντας αυτή την προεξάρχουσα θέση στα όνειρα, τα καθιστά αχρονικά (όντας και το ίδιο αχρονικό), χωρίς να τα περιορίζει. Το άτομο στο όνειρο δεν έχει πλήρη αίσθηση και συνειδητότητα του χρόνου. Η αίσθηση αυτή είναι σχετική. Όπως στο ασυνείδητο έτσι και στα όνειρα, ουσιαστικά δεν παρουσιάζεται παντελής εξάλειψη του χρόνου αλλά ένας παράλογος και διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης του.

Η αχρονικότητα του ονείρου έγκειται στο ότι το όνειρο προέρχεται από το παρελθόν, εκφράζοντας επιθυμίες, εντάσεις, συγκρούσεις, που παρά το πέρασμα του χρόνου είναι ακόμα ενεργές.

Στο όνειρο όλα βιώνονται με μεγαλύτερη ένταση και αμεσότητα σε σχέση με την πραγματική, εκτός ύπνου ζωή μας. Πολλές φορές τα πράγματα στο όνειρο μοιάζουν να γίνονται γρήγορα και αυτό εξηγείται από την ανάγκη μας για μία φυγή σε άλλη πραγματικότητα. Θέλουμε να βιώσουμε μία διαφορετική εμπειρία, πέρα από τα όρια της καθημερινής ρουτίνας μας.

Όπως συμβαίνει με τα συναισθήματα και τις επιθυμίες μας, ανεξάρτητα από το πότε προέρχονται χρονικά τα βιώνουμε στο παρόν, έτσι και ο χρόνος ως εμπειρία στα όνειρα αποδίδεται στο παρόν. Τις περισσότερες φορές όσα βιώνουμε στο όνειρο προέρχονται από επιθυμίες και σκέψεις άλλων χρονικών περιόδων, συνήθως παρελθοντικών. Σύμφωνα με τον Freud (1900): Τα όνειρα χρησιμοποιούν ενεστώτα χρόνο, όπως και τα ονειροπολήματα. Ο ενεστώτας είναι ο χρόνος στον οποίο οι επιθυμείς παρουσιάζονται ως εκπληρωμένες.

Όσον αφορά το πως βλέπουμε τον εαυτό μας στο όνειρο ηλικιακά, σπάνια τον βλέπουμε σε διαφορετική από την τωρινή μας ηλικία. Ενδεχομένως να έχουμε άλλη ταυτότητα στο όνειρο, και αυτή η ταυτότητα να είναι άλλης ηλικίας, όμως η συνείδηση της ηλικίας παραμένει αυτή του παρόντος, τουλάχιστον και σαν υπόνοια.

Όσον αφορά το βίωμα του ατόμου που ονειρεύεται, αυτό είναι αχρονικό, χωρίς ηλικία, και υποδηλώνει την προσωπικότητα με διαχρονικά χαρακτηριστικά, με μία έννοια του εαυτού που σχετίζεται με επιθυμίες, απωθημένα και ταυτίσεις της παιδικής ηλικίας, παρά με την τρέχουσα επαγγελματική ταυτότητα και τον κοινωνικό του ρόλο.

Χρόνος και Χώρος

Σκεπτόμενοι ένα όνειρο που είδαμε, συνήθως δεν μπορούμε να θυμηθούμε τι προηγήθηκε και τι ακολούθησε. Όταν ένα όνειρο έρχεται στον συνειδητό εαυτό μας, προσπαθούμε κάπου να το τοποθετήσουμε χρονικά. Εξαιτίας όμως της αχρονικότητας του ασυνείδητου, το όνειρο δεν μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά κάπου συγκεκριμένα (Federn, 1974). Επομένως, ανήκει σε ένα σύστημα στο οποίο το χρονικό στοιχείο δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο.

Όμως το συγκεκριμένο σύστημα παρουσιάζει κάτι το οποίο μοιάζει με αυτό που ονομάζουμε χωρικότητα. Επομένως ο χρόνος στο όνειρο εκφράζεται με όρους που έχουν σχέση με το χώρο. Γενικά ο χώρος και ο χρόνος, καθορίζουν την πραγματικότητα μας και το πως αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Οι δύο αυτές έννοιες ρεαλιστικά δεν μπορούν να αναχθούν η μία στην άλλη. Παρά ταύτα η διεργασία του ονείρου ανάγει τη σκέψη σε εικονικές και γλωσσικές μορφές, χρησιμοποιώντας τρεις μεθόδους σύμφωνα με τον Freud: την συμπύκνωση, τον συμβολισμό και την μετάθεση. Έτσι ο χώρος και χρόνος ακολουθούν τους κανόνες του ονείρου.

Ο χρόνος βιώνεται είτε ως διάρκεια, είτε ως προοπτική. Η εμπειρία του χρόνου ως προοπτική (παρελθόν / μέλλον) βασίζεται στον διαχωρισμό του εαυτού μας από τα αντικείμενα και στην επίγνωση των ορίων του εαυτού μας από αυτά. Όλα αυτά υποδηλώνουν την έννοια του χώρου. Η εμπειρία του χρόνου ως διάρκεια, του αισθήματος ότι τα πράγματα διαρκούν, ότι χρόνος κυλά αργά ή γρήγορα, βασίζεται στην πίεση και την ζωτικότητα των επιθυμιών μας στο ασυνείδητο. Στο όνειρο εκδηλώνεται περισσότερο ως κίνηση παρά ως χώρος (αργή ή γρήγορη κίνηση με αναφορά σε γεγονότα του ονείρου όπως τα παρατηρεί ο ονειρευόμενος, ή στον ονειρευόμενο ως υποκείμενο).

Όνειρο και Αντικειμενότροπες Σχέσεις

Αντικειμενότροπες Σχέσεις*: Η Melanie Klein υποστήριξε πως τα ένστικτα είναι ψυχοσωματικά αντικείμενα* που διατηρούν το βιολογικό τους χαρακτήρα, αλλά παράλληλα επικοινωνούν με αντικείμενα του περιβάλλοντος και στηριζόμενα από αυτά, προσπαθούν να επιτύχουν μία κατάσταση οργανισμικής ασφάλειας, η οποία εκφράζεται με εσωτερικές απεικονίσεις (Ashbach & Schermer, 1994). Κατά την ψυχική ανάπτυξη του βρέφους, αυτή η αλληλεπίδραση των εσωτερικών και εξωτερικών αντικειμένων, διαμορφώνει την προσωπικότητα του ατόμου (Hurry, 1998). Η θεωρία δέχεται πως οι πρώιμες σχέσεις αντικειμένων του βρέφους σχετίζονται με την ποιότητα των μεταγενέστερων σχέσεων του ατόμου (Pervin & John, 1999).

Η παρουσία του αντικειμενότροπου χρόνου στα όνειρα υποδηλώνει και εκφράζει ποικίλα νοήματα. Έχει να κάνει με την παρελθούσα εμπειρία του χρόνου και αφορά επετείους, γενέθλια, χρονικές διορίες, το θάνατο κλπ. Η ώρα της μέρας στα όνειρα συμβολίζει συνήθως την παιδική ηλικία του ονειρευόμενου (Freud, 1913). Για παράδειγμα, σε ένα όνειρο η εμφάνιση της ώρας πέντε, συμβολίζει την ηλικία των πέντε ετών του ονειρευόμενου και κατ’ επέκταση σημαντικά γεγονότα, συναισθήματα ή αναμνήσεις της τότε εποχής.

Τα όνειρα πολλές φορές προσπαθούν να προστατεύσουν τον ύπνο και την συνέχιση του και λειτουργούν αμυντικά. Σε αρκετές περιπτώσεις προστατεύουν από τον ίδιο τον χρόνο και την επέλαση του – σταματώντας τον μέσα στο όνειρο – στην καθημερινότητα.

Τα όνειρα αποκρύπτουν την συνειδητότητα και επίγνωση του χρόνου της καθημερινότητας, έτσι ώστε να αποφευχθεί η επαγρύπνηση του Υπερεγώ* (ηθικές αξίες), το άγχος για την εκπλήρωση καθηκόντων και υποχρεώσεων. Ανησυχίες που έχουν σχέση με το χρόνο στα όνειρα πολλές φορές παρουσιάζονται ως μεταμφιεσμένες φιγούρες οι οποίες εμπλέκουν χρηματικές συναλλαγές. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να ονειρευτεί ότι χρωστάει ένα χρηματικό ποσό. Αυτό το ποσό πιθανότατα συμβολίζει μία διορία ή ένα χρονικό διάστημα.

Στις περιπτώσεις όπου στο όνειρο η αναφορά στο χρόνο είναι σαφής, ο συμβολισμός είναι κάτι διαφορετικό από το έκδηλο, προφανές περιεχόμενο. Είτε έκδηλα, είτε με υπαινιγμό, και τα δύο είδη αναφοράς στο χρόνο αντιπροσωπεύουν συγκρουσιακές, συναισθηματικά φορτισμένες αντικειμενότροπες σχέσεις. Η έμμεση, ακαθόριστη αναφορά στο χρόνο μέσα στο όνειρο, συνήθως εκφράζει μία ανησυχία του ονειρευόμενου για μια τρέχουσα κατάσταση, ενώ η παρουσία σαφούς και άμεσου χρόνου υποδηλώνει παρελθούσα συγκρουσιακή σχέση ή ένα παλιότερο τραυματικό γεγονός.

Αυτά συνήθως είναι και τα όνειρα που επαναλαμβάνονται από την παιδική μας ηλικία έως την ενήλικη ζωή, ένδειξη του γεγονότος αυτού είναι πως αναφέρονται σε ένα παρελθοντικό γεγονός ριζωμένο στο παρελθόν. Γενικά, έμμεσες αναφορές στο χρόνο σε σχέσεις με συμβάντα και καταστάσεις ματαίωσης εμπεριέχουν την άμεση εμπειρία του χρόνου ως διάρκεια. Η εμπειρία του χρόνου ως διάρκεια σχετίζεται με συγκρούσεις οι οποίες εμπλέκουν το Υπερεγώ, αντικειμενότροπες σχέσεις, αμφιθυμία* και ενοχή. Εφόσον το βίωμα του χρόνου είναι έμμεσο, τέτοιες σχέσεις αναφέρονται σε τρέχουσες καταστάσεις που αφορούν το εδώ και τώρα.

Η εμπειρία του χρόνου ως σύντομου ή γρήγορου έχει να κάνει με την αναζήτησή ενός δυσπρόσιτου ή απαγορευμένου αντικειμένου αγάπης. Ο χρόνος δηλαδή βιώνεται ως γρήγορος και σύντομος, είτε με ξεκάθαρο και σαφή τρόπο, είτε σε καταστάσεις ματαίωσης και απογοήτευσης (π.χ. χαμένο τρένο που δεν προλάβαμε). Η εμπειρία του χρόνου ως αργού και και μακρύ στο όνειρο, μπορεί να υποδηλώνει ενοχές για κάποιο αμφιθυμικό αντικείμενο αγάπης. Αποτελεί μια αντίδραση απέναντι στο επιθετικό κομμάτι της αμφιθυμίας, όπου το όνειρο έχει αμυντικό ρόλο ώστε να κρατήσει αυτό το αντικείμενο μακριά για να το διατηρήσει και να το προστατεύσει.

Χρόνος και Συναίσθημα στο Όνειρο

Ο Freud (1900) πίστευε πως τα όνειρα τα οποία περιλαμβάνουν αναχώρηση για ένα ταξίδι και κάποιος χάνει το τρένο ή το πλοίο, υποδηλώνουν την άρνηση του φόβου του θανάτου. Πιστεύοντας πως η αναχώρηση αποτελούσε ένα σύμβολο θανάτου, τόνισε πως ένας ονειρευόμενος, σε ένα ταξίδι στο οποίο τελικά δεν επιβιβάστηκε, επιθυμούσε να καθησυχάσει τον ίδιο του τον εαυτό, λέγοντας του: «ηρέμησε δεν θα πεθάνεις, δεν θα ανέβεις στο τρένο ή το πλοίο, το έχασες».

Επομένως, ένα τέτοιο όνειρο φαίνεται να μοιάζει με έναν επερχόμενο μελλοντικό φόβο. Όμως το άγχος θανάτου προέρχεται συνήθως από παρελθούσες εμπειρίες όπως το άγχος αποχωρισμού από ένα αντικείμενο αγάπης, μία τραυματική απώλεια. Έτσι μάλλον η πραγματική προοπτική του ονείρου έχει να κάνει με το παρελθόν του ονειρευόμενου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και το όνειρο των εξετάσεων, όπου μια τρέχουσα αγχογόνος κατάσταση που έχει το άτομο να διαχειριστεί, του επαναφέρει μια παρελθοντική εξίσου αγχογόνα και δύσκολη κατάσταση όπως οι εξετάσεις στο σχολείο.

Déjà vu: στη γαλλική γλώσσα σημαίνει το ήδη ειδωμένο. Ο όρος προμνησία (στα ελληνικά) περιγράφει την αίσθηση ότι κάποιος έχει δει ή βιώσει ξανά στο παρελθόν μία κατάσταση. Η εμπειρία της προμνησίας συνοδεύεται συνήθως από μία αίσθηση παράξενου και αποδίδεται από το υποκείμενο της εμπειρίας σε όνειρο του, παρόλο το ότι υπάρχει η αίσθηση ότι η εμπειρία έχει πραγματικά υπάρξει στο παρελθόν. Το φαινόμενο είναι αρκετά συχνό και επίσημες έρευνες έχουν δείξει ότι περισσότερο από το 70% των ανθρώπων το έχουν βιώσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους.

Σύμφωνα με το Freud (1900) το déjà vu σε ένα όνειρο έχει και ειδική σημασία: σχετίζεται με την μητέρα (μήτρα) και την πρώιμη εμπειρία της γέννησης του ατόμου. Δεν υπάρχει κανένα άλλο μέρος για το οποίο να μπορεί κάποιος να πει με σιγουριά ότι έχει ξαναβρεθεί. Επομένως ένα τέτοιο όνειρο υποδηλώνει την ανάγκη της μητρικής παρουσίας και προστασίας, την έλλειψη της μητέρας αλλά και την νοσταλγία της, κατά περίπτωση.

Ο χρόνος στο όνειρο σε πολλές καταστάσεις αποσκοπεί και στο να εξουδετερώσει δυσάρεστα και ενοχλητικά συναισθήματα. Συνήθως το όνειρο μεταθέτει αυτά τα συναισθήματα σε ένα αδιάφορο αντικείμενο ή γεγονός, έτσι ώστε να τα αποδεσμεύσει από την διάσταση του χρόνου και τον εαυτό του. Στην καθημερινότητα, ορισμένα οδυνηρά συναισθήματα όπως το άγχος, ο φόβος έχουν να κάνουν με την ιδέα του χρόνου ως μέλλοντος.

Δηλαδή αισθανόμαστε έτσι για ένα πιθανό επερχόμενο κίνδυνο, μία ενδεχόμενη αποτυχία κλπ. Τα συναισθήματα όπως η θλίψη, το πένθος και η κατάθλιψη, υποδηλώνουν την πεποίθηση μας πως κάτι δυσάρεστο και επιζήμιο όπως μια σημαντική απώλεια, μία αποτυχία που συντελέσθηκε, ανήκει στο παρελθόν και δεν επιδέχεται πλέον διόρθωσης και αλλαγής. Έτσι, η εξάλειψη της έννοιας του χρόνου ως παρελθόντος ή μέλλοντος θα εξαφάνιζε αυτό το οδυνηρό συναίσθημα.

Πιθανώς θα το μετέτρεπε σε ένα παροντικό συναίσθημα όπως ο θυμός και η ανία, τα οποία είναι ευκολότερο διαχειρίσιμα μέσα στο όνειρο, μέσω της δράσης. Ο χρόνος μπορεί να γίνει άμεσα αισθητός ως διάρκεια, ως αργός, γρήγορος ή στάσιμος και έμμεσα ως χρονική αναφορά ή προοπτική, στο πλαίσιο κάποιου συναισθήματος που προσδιορίζεται από το χρόνο. Για παράδειγμα, άγχος / στρες με την έννοια της προσμονής ή απειλής. Όταν το συναίσθημα γίνει πολύ έντονο στο όνειρο, η αίσθηση του χρόνου ως προοπτική εξαλείφεται και την θέση της καταλαμβάνει η αίσθηση του χρόνου ως διάρκεια.

Το συναίσθημα και ο χρόνος συγχωνεύονται σε μια δύσκολη και οδυνηρή εμπειρία και το το άτομο παύει πια να έχει συνείδηση του εαυτού του. Έτσι ξυπνάει από το όνειρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι εφιάλτες, οι οποίοι εμπεριέχουν τέτοια αρνητικά συναισθήματα και την εμπειρία του χρόνου ως πολύ αργού ή εντελώς στάσιμου, δηλαδή μία αίσθηση του χρόνου εντελώς αντίθετη από την εμπειρία της αχρονικότητας. Γι’αυτό και το άτομο παύει να ονειρεύεται και ξυπνάει.

Άλλο παράδειγμα αποτελούν τα ερωτικά όνειρα. Ο ονειρευόμενος βιώνει μία βαθιά και έντονη ευχαρίστηση στην οποία ο χρόνος φαίνεται να τελειώνει, σα να απομακρύνεται για να εξαφανιστεί στο πουθενά. Και σε αυτές τις περιπτώσεις το άτομο ξυπνάει και αισθάνεται σαν το όνειρο να έχει διαρκέσει μία αιωνιότητα.Όνειρα στα οποία παρουσιάζεται συναισθηματική εκφόρτιση σχετίζονται με εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας και συνήθως είναι επαναλαμβανόμενα, υποδηλώνοντας και σε αυτή την περίπτωση αντικειμενότροπες σχέσεις.

Όσον αφορά το μέγεθος στα όνειρα, η παρουσία του εαυτού μας σαν κάτι πολύ μικρό για παράδειγμα δίπλα σε γονεϊκές φιγούρες και συγκεκριμένα στην μητέρα, υποδηλώνει την απόσταση της εμπειρίας αυτής μέσα στο χρόνο, μέσω της οπτικής γωνίας και προοπτικής, που μας κάνει να φαινόμαστε μικροί σε μεγάλη απόσταση. Γενικά η ιδέα του μικρού μεγέθους εκφράζει την διαφοροποίηση εαυτού – αντικειμένου.

Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το οποίο βιώνουμε στο όνειρο έγκειται στην ικανότητα του εαυτού μας να αποκόπτεται από τα αισθητηριακά ερεθίσματα ξεχνώντας τα, καθώς και στην αποσύνδεση από τον εξωτερικό κόσμο και την πραγματικότητα. Η προσοχή μας σαν ψυχική ενέργεια αποσύρεται από τα αισθητήρια όργανα και τους εκούσιους μύες και επενδύει στο σπλαχνικό τμήμα του οργανισμού, κάτι που εξηγεί την αύξηση θερμότητας, την αίσθηση ότι λιώνουμε, τα οποία βιώνουμε καθώς μας παίρνει ο ύπνος. Όταν η προσοχή αυτή που μοιάζει με ενέργεια που ρέει, μακριά από την ψυχική αναπαράσταση των σπλάχνων και επενδύει αποκλειστικά στις αναπαραστάσεις του ψυχικού μας κόσμου, εκεί δημιουργείται το όνειρο.
-----------------------
*Εγώ, Εκείνο και Υπερεγώ: είναι οι τρεις συνιστώσες του μοντέλου για τη δομή του ανθρωπίνου ψυχικού οργάνου στα πλαίσια της δεύτερης τοπικής θεωρίας του Sigmund Freud. Σύμφωνα με αυτό το δομικό μοντέλο το Εκείνο αντιπροσωπεύει τα κίνητρα, τα ένστικτα και τις βιολογικές ανάγκες του ατόμου και κατά συνέπεια είναι έμφυτο. Το Εγώ αποτελεί το λογικό μέρος, που αν και δεν είναι έμφυτο, αναπτύσσεται και καλλιεργείται με την επίδραση της συσσωρευμένης εμπειρίας. Τέλος το Υπερεγώ αντιπροσωπεύει όλες τις θετικές ηθικές και κοινωνικές αξίες του ατόμου, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο την ηθική συνείδηση.

*Αντικειμενότροπες Σχέσεις: Η συγκεκριμένη θεωρία έρχεται να τονίσει τον σημαντικό ρόλο που παίζει η πρώτη σχέση μεταξύ μητέρας – βρέφους στην ανάπτυξη της ταυτότητας του παιδιού και της ψυχικής του δομής.

*Αντικείμενο/α: 1.Πρόσωπο, σημαντικός άλλος στην ζωή του ατόμου. 2.Εσωτερικές αναπαραστάσεις που έχει το άτομο για τους άλλους.

*Αμφιθυμία: η συνύπαρξη δύο αντίθετων συναισθημάτων στην ψυχή του ατόμου.

Εκτίμησε τα μικρά πράγματα και τα όμορφα θα ακολουθήσουν

Ρίξε μια ματιά γύρω σου. Βλέπεις την αντίφαση; Η ομορφιά διαφημίζεται και προωθείται έντονα, αλλά οι ζωές μας έχουν γεμίσει ασχήμια. Γιατί;

Μήπως η ομορφιά είναι τελικά αξία υπερτιμημένη για τους περισσότερους μας ή μήπως έχουμε φτάσει να ευτελίσουμε το νόημα της σε καταναλωτικούς όρους;

Ας το πάρουμε λοιπόν από την αρχή. Τι είναι η ομορφιά; Η ομορφιά είναι ένα χαρακτηριστικό που μας προσφέρει μία εμπειρία απόλαυσης, ευχαρίστησης, νοήματος και ικανοποίησης. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της αρμονίας και της συμμετρίας. Κρατήστε το αυτό.

Είναι σημαντική για τη ζωή μας; Ναι! Γιατί μας φέρνει πιο κοντά στο θεϊκό κομμάτι της ύπαρξης μας κι αποκαθιστά τη σχέση μας με τη μητέρα φύση.

Πού τη βρίσκουμε; Η απάντηση είναι απλή και περίπλοκη συνάμα. Παντού γύρω μας, αλλά πρέπει να έχουμε μάτια και ψυχή ανοιχτή για να την αντιληφθούμε και να την καλωσορίσουμε.

Μήπως έχουμε γεμίσει τόσο τη ζωή μας με άγχος και τρέξιμο που δεν έχουμε το χρόνο να κοιτάξουμε γύρω μας; Μήπως αναλωνόμαστε κυνηγώντας στόχους πεζούς, χάνοντας από τα μάτια μας το ουσιαστικό;

Μήπως με την απληστία μας και την αλόγιστη συμπεριφορά μας ασχημαίνουμε το περιβάλλον μας και τη ζωή μας;

Ψάχνουμε την ομορφιά σε ρούχα, παπούτσια, καλλυντικά, αυτοκίνητα και γενικά σε αντικείμενα. Συσσωρεύουμε στη ζωή μας πράγματα, η εμπειρία απόλαυσης και νοήματος που αποκομίζουμε διαρκεί μία στιγμή και μένουμε πεινασμένοι.

Μπαίνουμε σε ένα καταναλωτικό τρυπάκι για να γεμίσουμε αυτό το κενό, ενώ η λύση δεν είναι καν εκεί!

Ας κοιτάξουμε λίγο τις ζωές μας. Ας βρούμε το χαμένο νήμα της ομορφιάς και της αρμονίας κι ας ακονίσουμε τα αισθητήρια μας. Είναι τόσο απλό τελικά. Ένα ηλιοβασίλεμα που θα απολαύσεις για μερικές στιγμές που θα κλέψεις από το τρέξιμό σου, τον ουρανό που θα ατενίσεις και θ’ αφήσεις βλέμμα σου να χαθεί στην απεραντοσύνη, ένα λουλούδι που θα θαυμάσεις.

Μη γελάς! Είναι μεγάλο όπλο η ομορφιά! Σε κρατά γειωμένο και επικεντρώνεσαι σε λεπτομέρειες που αλλιώς δεν θα παρατηρούσες. Είναι τροφή της ψυχής σου. Ακόμα και στις πιο σκοτεινές σου ώρες, η ομορφιά μπορεί να γίνει σύντροφός σου, να θρέψει τις πληγές σου και να σου δώσει ελπίδα.

Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που θα χρειαστεί να αναζητήσουμε καταφύγιο στην ομορφιά για να αναθαρρήσουμε. Στην ομορφιά δύο ματιών, ενός χαμόγελου, μιας μουσικής, στους κυματισμούς της θάλασσας. Διαλέξτε τι σας ταιριάζει.

Ένα βράδυ που πονάς, μια νυχτερινή βόλτα, υπό τους ήχους τζαζ να βλέπεις το φεγγάρι να ξεπροβάλλει από τα σύννεφα και να απλώνει το φως του στη σκοτεινή θάλασσα. Πόσο μπορεί να σε ανεβάσει αυτό, όσο χάλια κι αν είσαι!

Η ομορφιά μπορεί να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, αν απλά προσπαθήσουμε να βρούμε την χαμένη αρμονία με τον εαυτό μας, με το σώμα μας, με τη φύση που μας περιβάλλει.

Ας αρχίσουμε, λοιπόν, να κάνουμε πράγματα ουσιαστικά που μας ευχαριστούν και γεμίζουν τις μπαταρίες μας, ας αγαπήσουμε ξανά το σώμα μας με τις ατέλειες του κι ας βάλουμε στη ζωή μας λίγο πιο συχνά την επαφή με τη φύση.

Από μια γλάστρα που κοσμεί το παράθυρο μας, από ένα κατοικίδιο που θα πάρουμε μέχρι έναν περίπατο που θα κάνουμε στην ύπαιθρο. Σιγά-σιγά η αίσθηση της ομορφιάς και της αρμονίας θα αποκατασταθεί μέσα μας.

Γιατί δυστυχώς η απομάκρυνση μας από τη φύση και το μεγαλείο της ομορφιάς της είναι που λείπει σ’ εμάς, τους ανθρώπους της πόλης. Αυτή η έλλειψη δημιουργεί μέσα μας κενό.

Ας ξαναμάθουμε να εκτιμάμε τα απλά και τα ουσιαστικά, τους κύκλους της ζωής μας, το χρόνο που χρειάζονται τα πράγματα να γίνουν από τη Μεγάλη Μητέρα, τη φύση.

Προσομοίωση ερωτικής σχέσης δίχως έρωτα

Αδιάκοπος χορός. Από αγκαλιά σε αγκαλιά, τα σώματα παραδίδονται απελπισμένα σε περιπτύξεις που διαρκούν ελάχιστα. Σε αγκαλιές που παρέχουν ευχαρίστηση, ανακούφιση και ζεστασιά, αλλά που δεν υπάρχουν.

Προσομοίωση ερωτικής σχέσης δίχως έρωτα. Χάπια που ανακουφίζουν προσωρινά τη στέρηση, αυτές οι απελπισμένες προσμίξεις σωμάτων. Εξαφανίζεται ο έρωτας μέσα στην εικονική πραγματικότητα των απρόσωπων ερωτικών σχέσεων. Καταβροχθίζεται ο έρωτας από την βουλιμική κατανάλωση. Μια πείνα που δεν ησυχάζει, γιατί άλλο επιζητεί.

Αδιάκοπος χορός ερωτικών επαφών, δίχως έρωτα. Ένας αδιάκοπος χορός σχέσεων, που αντιστοιχεί σε αφόρητη μοναξιά που δεν συνειδητοποιείται, γιατί η συγκάλυψή της είναι το ζητούμενο. Παράλληλες μοναξιές. Τα σώματα σπαρταρούν ηδονικά και τα βλέμματα είναι άδεια και σκοτεινά.

Ο άλλος είναι κάτι που δεν με αφορά. Όπως δεν τον αφορώ και εγώ. Η φαντασίωση είναι ότι υπήρξαμε μαζί. Όμως η συνεύρεση δεν έγινε ποτέ.

Η παραίτηση από το να είμαστε ερωτικοί οδηγεί στην παραίτηση από την ίδια τη ζωή. Τίποτα: Το κενό. Το άδειο. Η απουσία. Η εγκατάλειψη. Η ανυπαρξία. Ο θάνατος.

Η εμπειρία των αδιέξοδων σεξουαλικών επαφών δίχως έρωτα γίνεται η αφορμή για την αναζήτηση του έρωτα που θα αφορά όλη την ύπαρξη.

“Έρωτας ή τίποτα για εκείνους που δεν αποδέχονται τον συμβιβασμό της μετριότητας και ζουν στις ερωτικές σχέσεις που διαρκούν τουλάχιστον μια ζωή, το θαύμα της συντροφικής σχέσης.”

Ερωτικοί ως τον θάνατο. Και τότε καταργείται ο θάνατος. Γιατί το θαύμα της ζωής, που υπερβαίνει το τυχαίο και το δοσμένο, δεν σβήνει ποτέ. Συντελείται σε μια σκυταλοδρομία ζωής που υπερβαίνει τις φθαρτές ατομικότητες.

Και ο έρωτας είναι η πρόσκληση για να υπερβούμε την ατομική ανεπάρκεια για να συναντήσουμε τον πυρήνα της ζωής, που θα παραμένει άφατος, ακατανόητος, απερίφραστος, πάντα υπάρχων, ανέφικτος μέσα από τις γνώσεις και τις πληροφορίες, αλλά πάντα διαθέσιμος στο να αγγιχθεί από εκείνους που δεν κλείνονται στην ατομική τους αυτάρκεια και δεν παραιτούνται από το να τον αναζητούν.

Ο έρωτας ως συνειδητοποίηση των απεριόριστων δυνατοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης, όταν ξεπερνά την επιβίωση και τις καταναλωτικές επιταγές της. Ο έρωτας όχι ως καρδούλα-καρτούν που είναι ματωμένη από τα βέλη του αλλά ως ψυχικά φτερά, διαρκώς ανανεούμενα!

Αυτό που παραμένει είναι μόνο το πρωτότυπο, όχι το αντίγραφο

Ο Λύκος της στέπας του Έσσε εξηγεί με μαεστρία αυτή τη διπλή ταυτότητα του ανθρώπου, αγελαίου από τη μία μεριά και επαναστάτη και μοναδικού από την άλλη:

Ήταν μια φορά ένα άτομο ονόματι Χάρρυ, αποκαλούμενος ο λύκος της στέπας. Περπάταγε με δυο πόδια, φορούσε ρούχα και ήταν άνθρωπος, αλλά στο βάθος ήταν, πράγματι, ένας λύκος της στέπας. Είχε μάθει πολλά από αυτά που μπορούν να μάθουν τα άτομα με καλή αντίληψη και ήταν ένας άντρας αρκετά έξυπνος. Όμως ένα πράγμα δεν είχε μάθει: να είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του και με τη ζωή του. Αυτό δεν μπόρεσε να το καταφέρει.

Ίσως αυτό να προερχόταν από το ότι κάθε στιγμή στο βάθος της καρδιάς του ήξερε -ή νόμιζε πως ήξερε- ότι δεν ήταν στ’ αλήθεια άνθρωπος αλλά λύκος της στέπας. Ας ερίζουν οι ευφυείς για το αν ήταν στα αλήθεια λύκος, αν κάποια φορά, ίσως και πριν από την γέννηση του, είχε μεταμορφωθεί χάρη στην τέχνη της μαγείας από λύκο σε άνθρωπο, ή αν είχε γεννηθεί άνθρωπος βεβαίως αλλά προικισμένος με την ψυχή ενός λύκου της στέπας και κατεχόμενος ή κυριευμένος από αυτή, ή, τέλος, αν αυτή η δοξασία ότι είναι λύκος δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα προϊόν της φαντασίας του ή μιας παθολογικής κατάστασης. Επίσης, είναι πιθανόν, για παράδειγμα, αυτός ο άνθρωπος στη νηπιακή του ηλικία να ήταν ίσως άγριος και αδάμαστος και απείθαρχος, και οι εκπαιδευτές του να προσπάθησαν να το σκοτώσουν μέσα του το ζώο και ακριβώς γι’ αυτό να έκαναν να να ριζώσει μέσα του η ιδέα ότι, πράγματι, ήταν ένα ζώο καλυμμένο μόνο από ένα ασθενικό κάλυμμα εκπαίδευσης και ανθρώπινης λογικής.

Το να διατηρούμε τον εσωτερικό κόσμο του λύκου της στέπας μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε τις αντιξοότητες από μόνοι μας, να καταφεύγουμε στη δική μας δύναμη. Το να ξέρουμε ότι βρισκόμαστε μέσα στο κοπάδι -ότι είμαστε δηλαδή αντίγραφο- ή ότι περπατάμε χωριστά από την ομάδα- ότι είμαστε πρωτότυπο- μας επιτρέπει να ζούμε δυο ζωές που αλληλοσυμπληρώνονται.

Η φύση επιλέγει πάντα τον απλούστερο δρόμο

Η φύση έχει εμπνεύσει μεγαλοφυΐες σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα και τις εποχές, και ο Αϊνστάιν δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η σιωπηλή περιπέτεια των φυτών και η αρμονία των άγριων ζώων τον εντυπωσίαζαν, σε αντίθεση με τις προσπάθειες των ανθρώπων να τα περιπλέξουν όλα.

Δεκαετίες πριν, ο Χένρυ Ντέιβιντ Θορό και ο αρχιτέκτονας Αντόνι Γκαουντί έκαναν άρμα τους το μήνυμα της φύσης και την επιστροφή στην απλότητα της ζωής.

Ο Θορό έφτασε ακόμα και να αισθανθεί στην ίδια του την ύπαρξη τη ζωή της φύσης, περνώντας δυο χρόνια χωμένος σε ένα δάσος κοντά στο Γουόλντεν Ποντ. Ο Γκαουντί το έκανε δημιουργώντας όλο το έργο του υπό τις διδαχές των δέντρων, των λουλουδιών και του φυσικού περιβάλλοντος.

Όπως έλεγε ο Θορό: «Όταν ένας άνθρωπος καταφέρει τα αναγκαία για να ζει, υπάρχει γι’ αυτόν άλλη εναλλακτική από το να τρέχει πίσω από το επιπόλαιο, δηλαδή την περιπέτεια της ζωής, καθώς έχει αρχίσει η ανεξαρτητοποίησή του από την ταπεινότερη προσπάθεια».

Υπήρξε ένας άνθρωπος ο οποίος, με την ενσωμάτωσή του στη φύση, μας άφησε τόσο καθαρά μαθήματα όπως αυτό που παρατίθεται στην ακόλουθη φράση:

«Πήγα στα δάση γιατί ήθελα να ζήσω χωρίς βιασύνη. Ήθελα να ζήσω έντονα και να ρουφήξω όλο τον χυμό της ζωής. Να εγκαταλείψω όλα όσα δεν ήταν ζωή, για να μην ανακαλύψω, τη στιγμή του θανάτου μου, ότι δεν έχω ζήσει». Ή: «Οι περισσότερες από τις πολυτέλειες και πολλές από τις αποκαλούμενες ανέσεις της ζωής όχι μόνο δεν είναι απαραίτητες αλλά καταλήγουν να είναι ολοφάνερα εμπόδια για την πνευματική εξύψωση της ανθρωπότητας».

Όμως η φύση δε μας εκπαιδεύει μόνο στην τέχνη της απλότητας. Μας διδάσκει επίσης τη μαγεία του προσωρινού, τη διαρκή αλλαγή στην οποία υποβάλλονται oι κύκλοι της ζωής, την κάθε στιγμή. Η φύση είναι ένα ανοιχτό βιβλίο στο οποίο, αν αφήσουμε στην άκρη τις βιασύνες, θα βρούμε τις αναγκαίες πηγές έμπνευσης για να ανακαλύψουμε τις απαντήσεις που ψάχνουμε.

Η μεγαλύτερη ατυχία στη ζωή είναι να μη ρισκάρεις τίποτε

Για την Αγάπη ένα κορίτσι είπε ένα βράδυ: «Ξέρω γιατί απελπίζομαι τόσο συχνά. Είναι γιατί θέλω να με αγαπούν όλοι κι αυτό δεν είναι ανθρωπίνως δυνατόν. Θα μπορούσα να είμαι το πιο ζουμερό, το πιο γευστικό, το πιο συναρπαστικό ροδάκινο του κόσμου και να προσφέρομαι σε όλους. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που είναι αλλεργικοί στα ροδάκινα. Αυτοί θα θελήσουν ίσως να γίνω μπανάνα». Πόσο συχνά δε γινόμαστε μπανάνες για άλλους, που θέλουν ροδάκινα! Τι θλιβερή φρουτοσαλάτα. Είναι προτιμότερο να πεις στον άλλο: «Λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να είμαι μπανάνα. Θα το ’θελα πολύ να ήμουνα μπανάνα για σένα. Βλέπεις όμως, είμαι ροδάκινο». Και ξέρετε τι θα συμβεί; Αν περιμένετε αρκετά, θα βρείτε κάποιον που του αρέσουν τα ροδάκινα. Και μετά θα μπορείτε να ζήσετε σαν ροδάκινο κι όχι σαν μπανάνα. Σκεφτείτε χάσιμο ενέργειας που έχει κανείς προσπαθώντας να γίνει μπανάνα όταν είναι ροδάκινο!

«Όταν αγαπάς, κινδυνεύεις να μην έχει ανταπόκριση η αγάπη σου». Δεν είναι κακό αυτό. Αγαπάς για ν’ αγαπάς, κι όχι για να πάρεις ανταπόδοση — αυτό δεν είναι αγάπη.

«Όταν ελπίζεις, κινδυνεύεις να πονέσεις». Και «Όταν δοκιμάζεις, κινδυνεύεις να αποτύχεις». Κι όμως πρέπει να ρισκάρεις, γιατί η μεγαλύτερη ατυχία στη ζωή είναι να μη ρισκάρεις τίποτε. Όποιος δε ρισκάρει τίποτε δεν κάνει τίποτε, δεν έχει τίποτε και δεν είναι τίποτε. Μπορεί ν’ αποφεύγει τον πόνο και τη λύπη, αλλά δε μαθαίνει, δε νιώθει, δεν αλλάζει, δεν αναπτύσσεται, δεν ζει και δεν αγαπά. Είναι δούλος αλυσοδεμένος με τις βεβαιότητες και τους εθισμούς του. Έχει ξεπουλήσει το μεγαλύτερο αγαθό του, την ατομική του ελευθερία. Μόνο ο άνθρωπος που ρισκάρει είναι ελεύθερος.

Το να κρατάς κρυμμένο τον εαυτό σου, να τον χάνεις με τις αυτομειωτικές σου ιδέες, είναι θάνατος. Μην αφήσεις να σου συμβεί αυτό. Η μεγαλύτερη υποχρέωσή σου είναι να γίνεις όλα όσα είσαι όχι μόνο για δικό σου όφελος, αλλά και για δικό μου.

Να πούμε μια για πάντα τα πράγματα με το όνομά τους

Η κοινή διαπίστωση ότι η ζωή μοιάζει με θεατρική παράσταση επιβεβαιώνεται κυρίως από το ότι οι άνθρωποι αλλιώς μιλούν και διαφορετικά ενεργούν: πρόκειται για μια κωμωδία στην οποία όλοι σήμερα είναι ηθοποιοί, γιατί όλοι μιλούν την ίδια γλώσσα, ενώ κανείς σχεδόν δεν είναι θεατής, αφού όλη αυτή η φλυαρία ξεγελά πια μόνο τα παιδιά και τους ανόητους. 

Είναι μια παράσταση εντελώς ερασιτεχνική, αφόρητα παράλογη και βαρετή. Κι ωστόσο, θα άξιζε να προσπαθήσουμε σε τούτο τον αιώνα να κάνουμε τη ζωή μας μια αληθινή και όχι προσποιητή πράξη και να λύσουμε για πρώτη φορά στην ιστορία την περίφημη αντίθεση ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις.

Αλλά, όπως μας διδάσκει η πείρα, αυτά δε διορθώνονται και, καθώς δεν μπορούμε να αξιώσουμε από τους ανθρώπους να εξαντληθούν επιχειρώντας το αδύνατο, μας απομένει ένα μέσο μοναδικό και συγχρόνως πολύ απλό, αν και αναξιοποίητο μέχρι σήμερα: να χρησιμοποιήσουμε αλλιώς τις λέξεις και να πούμε μια για πάντα τα πράγματα με το όνομά τους.

Σωκράτης: Η φοράδα, η χύτρα και η κοπέλα

Περί δυσκολίας να οριστεί το ωραίο και το άσχημο

Σωκράτης: Κάποιος με έφερε σε δύσκολη θέση, όταν με ρώτησε κάπως έτσι και με πολύ αλαζονικό τρόπο: «Από πού ξέρεις εσύ, Σωκράτη», είπε, «ποια είναι τα ωραία και ποια τα άσχημα;»

Ιππίας: Μάθε λοιπόν καλά, Σωκράτη, πως, αν πρέπει να πω την αλήθεια, μια ωραία κοπέλα είναι κάτι ωραίο.

Σωκράτης: «Πόσο γλυκός είσαι, Σωκράτη», θα πει. «Η ωραία φοράδα την οποία επαίνεσε και ο θεός στον χρησμό δεν είναι κάτι το ωραίο;» Τι θα απαντήσουμε, Ιππία; Θα πούμε ότι και η φοράδα είναι κάτι το ωραίο, εκείνη βέβαια που είναι ωραία; Πώς θα τολμούσαμε να αρνηθούμε ότι το ωραίο είναι ωραίο;

Ιππίας: Σωστά μιλάς, Σωκράτη. Και ο θεός σωστά το είπε. Γιατί στον τόπο μας υπάρχουν πάρα πολύ ωραία άλογα.

Σωκράτης: «Ωραία», θα πει. «Και η χύτρα η ωραία; Τι θα πεις, καλέ μου, για τη χύτρα την ωραία, δεν είναι άρα κάτι ωραίο;» Αν η χύτρα είναι από επιδέξιο αγγειοπλάστη φτιαγμένη, λεία, στρογγυλή και καλοψημένη, όπως είναι κάποιες ωραίες χύτρες που έχουν δύο χειρολαβές και χωράνε έξι χόες, πάρα πολύ ωραίες, αν ρωτούσε για μια τέτοια χύτρα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι είναι ωραία.

Ιππίας: Τούτο το σκεύος είναι βέβαια ωραίο αν το έχουν επεξεργαστεί ωραία, αλλά γενικά δεν αξίζει να κρίνουμε ότι είναι ωραίο αν το συγκρίνουμε με τη φοράδα και την κοπέλα και όλα τα άλλα ωραία.

Σωκράτης: Πολύ καλά. Καταλαβαίνω, Ιππία, ότι σ’ αυτόν εδώ που μας κάνει τέτοιες ερωτήσεις, πρέπει να του αντιπαραθέσουμε τα εξής. «Αγνοείς, άνθρωπέ μου, ότι αυτό που έχει πει ο Ηράκλειτος είναι σωστό, ότι δηλαδή ο πιο ωραίος από τους πιθήκους είναι άσχημος αν τον συγκρίνουμε με το γένος των ανθρώπων, και ότι η πιο ωραία από τις χύτρες αν τη συγκρίνουμε με τις κοπέλες είναι άσχημη. Αν κανείς συγκρίνει τις κοπέλες με τους θεούς, δεν θα συμβεί το ίδιο που έγινε όταν συγκρίθηκαν οι χύτρες με τις κοπέλες; Η πιο όμορφη κοπέλα δεν θα φανεί άσχημη;»

Πλάτων, Ιππίας Μείζων (9-11)

Ο Ηρώδης και η σφαγή των 14.000 νηπίων τής Βηθλεέμ

Η «ιστορία» -που διδάσκεται και στα σχολεία- γνωστή: Όταν γεννήθηκε ο Ιησούς, ο βασιλιάς τής Ιουδαίας, Ηρώδης ο Μέγας, μόλις έμαθε δήθεν από τους τρεις μάγους, ότι γεννήθηκε ο νέος «βασιλιάς τής Ιουδαίας» (δηλαδή ο Ιησούς), πανικοβλήθηκε, και δρώντας προληπτικά, διέταξε την σφαγή όλων των άρρενων νηπίων κάτω των δύο ετών, στην Βηθλεέμ και τα περίχωρα αυτής. Αν ανατρέξει σήμερα κανείς σε κάποιο χριστιανικό ημερολόγιο, θα διαπιστώσει ότι αυτή την ημέρα (29 Δεκεμβρίου) τιμάται η «Μνήμη των υπό τού Ηρώδου αναιρεθέντων δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων εν Βηθλεέμ».

Μάλιστα... Καλό το παραμύθι βέβαια, αλλά δεν έχει δράκο...

Αν παραβλέψουμε το γεγονός, ότι είναι αμφίβολο αν ο Ηρώδης και ο Ιησούς συνυπήρξαν (η ζωή τού Ηρώδη είναι τεκμηριωμένη ιστορικά, ενώ τού Ιησού όχι), θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μερικά αδιέξοδα:

1. Η μόνη πηγή που αναφέρει την σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη, είναι το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον». Καμμία άλλη πηγή, είτε βιβλική είτε εξωβιβλική δεν μνημονεύει αυτό το «γεγονός». Το ερώτημα που γεννάται βέβαια, είναι πως αυτό το φοβερό «γεγονός», «διέφυγε» όχι μόνο από τούς Ιουδαίους ιστορικούς (π.χ. Ιώσηπος), αλλά κυρίως από τους άλλους «σύγχρονους» ευαγγελιστές (Ιωάννης, Λουκάς και Μάρκος). Και όπως προαναφέρθηκε, καμμία εξωβιβλική ιστορική πηγή δεν αναφέρει τέτοιος γεγονός, παρ' όλο που ο Ηρώδης, ιστορικά πάντα, ήταν αδιαμφισβήτητα ένας σκληρός και αδίστακτος βασιλιάς (όπως κι ένας άλλος «Μέγας», ο Κωνσταντίνος, έτσι κι αυτός, είχε «ξεπαστρέψει» ακόμη και μέλη τής οικογένειάς του, δηλαδή συζύγους, τέκνα και λοιπούς συγγενείς).

2. Το βασικό ερώτημα, στο οποίο οι αφελείς Ιουδαιοχριστιανοί δεν τολμούν να δώσουν απάντηση, είναι, πως είναι δυνατόν να σφαγιάσθηκαν 14.000 νήπια στο χωριό τής Βηθλεέμ και τα περίχωρά της, όταν ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τις μερικές εκατοντάδες ψυχές και, αναλογικά, τα νήπια πάνω από μερικές δεκάδες, μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού. «Λεπτομέρεια» θα πείτε...

Σωστά. Αν και βάσει αυτής της «λεπτομέρειας», στο «απόκρυφο» κείμενο «Πράξεις του Ματθαίου στην πόλη Καχενάτ», ο αριθμός των υποτιθέμενων φονευθέντων νηπίων, εκτινάχθηκε ακόμα και στις...440.000! Φαίνεται όμως ότι οι «πατέρες» της Εκκλησίας κατόρθωσαν να διακρίνουν το γελοίο τού πράγματος, κι έτσι περιορίστηκαν στις 14.000 (που μνημονεύεται στο ευαγγέλιο τού Ματθαίου), καθώς αυτός ο αριθμός φάνηκε πιο...«λογικός».

3. Ένα δεύτερο βασικό ερώτημα, που προκύπτει, είναι, πως ο «πανάγαθος» Θεός και «προστάτης» των Ιουδαίων, επέτρεψε να συμβεί μια τέτοια σφαγή, διασώζοντας μόνο την «αγία οικογένεια», δείχνοντάς τους, μέσω αγγέλου, τον δρόμο διαφυγής προς την Αίγυπτο; Βέβαια, αν λάβουμε υπόψιν τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, η αναισθησία τού «Πανάγαθου», δεν θα πρέπει να μας ξενίζει.

Αν εξαιρέσουμε την πιο λογική εκδοχή, που λέει πως, η Μαρία όντας μοιχαλίδα που έφερε στον κόσμο ένα νόθο παιδί, κατέφυγε στην Αίγυπτο, για να αποφύγει τις συνέπειες τού εβραϊκού νόμου, ο οποίος ήταν πολύ σκληρός γι' αυτή την περίπτωση (προέβλεπε θανατική ποινή), οδηγούμαστε και σε μια άλλη, πολύ προφανή, εκδοχή: Το ανύπαρκτο, ιστορικά, «γεγονός», εκπληρώνει «πανηγυρικά» την «προφητεία» τού Ιερεμία, σύμφωνα με την οποία ο Κύριος είπε: «Aπό την Aίγυπτο κάλεσα το Υιό μου».

Την εκπλήρωση τής «προφητείας», σπεύδει, με περισσή χαρά θα μπορούσε να πει κανείς, να τονίσει ο Ματθαίος σε δύο σημεία και μάλιστα μέσα σε λίγες γραμμές: α) «Ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού νυκτὸς και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον, και ην εκεί έως τής τελευτής Ηρῴδου, ίνα πληρωθή το ρηθὲν υπό τού Κυρίου διὰ τού προφήτου λέγοντος· εξ Αιγύπτου εκάλεσα τὸν υιόν μου» (Κατά Ματθαίον 2: 14-15) και β) «τότε επληρώθη το ρηθέν τού υπό Ιερεμίου τού προφήτου» (Κατά Ματθαίον 2: 17).

Είναι προφανές λοιπόν, ότι αυτό μυθιστόρημα, δημιουργήθηκε μόνο και μόνο για να εκπληρώσει την «προφητεία» τής Παλαιάς Διαθήκης και να ενισχύσει έτσι, την υποτιθέμενη και επιδιωκούμενη σύνδεσή της με την Καινή Διαθήκη μαζί με μία δόση συναισθηματισμού και οίκτου.

Nietzsche‒Heidegger: Για την ανάγκη του φιλοσοφικού μηδενισμού

Εκ-Μηδενισμός του δικτατορικού «δημοκρατισμού»

§1

Μας προειδοποιεί έγκαιρα και πολύ ευφυώς ο Νίτσε:

«Ο μηδενισμός στέκεται προ των θυρών: από πού μας έρχεται αυτός ο πιο φρικτός από όλους τους φιλοξενούμενους

Η έλευση του μηδενισμού είναι ένα μη-αμφισβητήσιμο πλέον γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης και της διαμονής της μέσα σε μια α-νοηματική ζωή. Ο Νίτσε διακρίνει, εν-τοπίζει κυριολεκτικά αυτή την έλευση υπό ένα προοπτικιστικό βλέμμα: ο μηδενισμός, ως η ριζική απόρριψη της αξίας, του νοήματος, του επιθυμητού-Είναι του ανθρώπου, δεν είναι τωρινό γεγονός ή φαινόμενο, αλλά έρχεται από τα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας, βιώνεται στο παρόν ως αναπόφευκτη επικράτηση του Μηδενός πάνω στη ζωή και προχωρεί ακάθεκτος προς το μέλλον. Επειδή για τον Νίτσε δεν υπάρχουν απλώς γεγονότα, αλλά ερμηνείες γεγονότων, ο υπό συζήτηση μηδενισμός, υποστηρίζει ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος, δεν γεννιέται και δεν ξαναγεννιέται από τη διαφθορά της κοινωνίας ή από την ένδεια που τη χαρακτηρίζει, ή ακόμη από μια ψυχική, σωματική και διανοητική κούραση, αλλά πρωτογενώς έχει να κάνει με μια εντελώς συγκεκριμένη ερμηνεία: την «χριστιανική-ηθική ερμηνεία». Εάν παρακολουθήσει κανείς, δίκην παραδείγματος, αυτά που διαμείβονται σήμερα μεταξύ του θεσμισμένου χριστιανισμού της Ελλάδας και των αγράμματων αφισοκολλητών της πολιτικής, δίνει απόλυτο δίκαιο στο Νίτσε. Από την πλευρά της θρησκείας προτάσσεται το υλικό και όχι το ηθικό ζήτημα, δηλ. τα οικονομικά και εξουσιαστικά-ιδεολογικά-ιδεοληπτικά τους προνόμια και όχι η έννοια και η πράξη του θείου που ενυπάρχει μέσα στον άνθρωπο, επειδή είναι σκεπτόμενο ον, και όχι μέσα στο ζώο, όπως με περισσή αλήθεια αποφαίνεται ο Χέγκελ. Από την πλευρά των αφισοκολλητών προτάσσεται η διαιώνισή τους στην εξουσία και ο αχαλίνωτος καιροσκοπισμός τους.

§2

Ι. Πού βρίσκεται λοιπόν η αλήθεια; Βρίσκεται στη συζήτηση γύρω από τον μηδενισμό. Μια τέτοια συζήτηση είναι τόσο παλαιά όσο και η φιλοσοφία. Τούτο σημαίνει ότι ο φιλοσοφικός μηδενισμός, αυτός καθεαυτόν, δεν είναι μια φευγαλέα στιγμή της ιστορίας ούτε μια περιορισμένη αντίληψη περί απώλειας της αισιόδοξης νότας των ιδεών ή των αξιών. Απεναντίας συνυφαίνεται ιστορικά με τη στοχαστική προσέγγιση των πραγμάτων, και δη τη φιλοσοφικώς στοχαστική· συνάμα αποκορυφώνεται εκάστοτε ανάλογα με την πολυπλοκότητα της ιστορικής πραγματικότητας και την οξυδερκή ανταπόκριση της σκέψης σε τούτη την πολυπλοκότητα. Όπως διευκρινίζει ο Χάιντεγκερ, ο Νίτσε δεν μιλάει γενικά για μηδενισμό αλλά για τον ευρωπαϊκό μηδενισμό. Και επεξηγεί περαιτέρω πως με τούτη την ονομασία ο Νίτσε δεν εννοεί φιλοσοφικώς τον θετικισμό του 19ου αι. και τη γεωγραφική του διάδοση σε όλη την Ευρώπη, αλλά στη λέξη «ευρωπαϊκός» προσδίδει ιστορική σημασία και έτσι κάνει λόγο για ένα ιστορικό κίνημα στο πλαίσιο της δυτικής ιστορίας, του οποίου η πεμπτουσία συνοψίζεται στη φράση: «ο θεός είναι νεκρός», υπό την έννοια ότι ο «χριστιανικός θεός» έχει χάσει την ισχύ του, την εξουσία του πάνω στα όντα και στον προορισμό του ανθρώπου.

ΙΙ. Ιδωμένος έτσι, αυτός ο μηδενισμός, στη μοντέρνα ηθικο-πολιτική του ευρύτητα απηχεί εκείνη την ιστορική κατάσταση, όπου η σκεπτόμενη δράση του φιλοσοφείν, των φιλοσοφημένων ανθρώπων, επι-τίθεται με δριμύτητα ενάντια στον κοινό-αρνητικό μηδενισμό: δηλ. σε φαντασιακές οντογενέσεις, σε ανυπόστατες και αφηρημένες γενικότητες, που καθιδρύονται φαινομενικά στο όνομα της ελευθερίας του ανθρώπου, υπό μορφή «αξιακών» συστημάτων, αλλά στο βάθος ξεθεμελιώνουν ασύστολα την ανθρώπινη ατομικότητα εν γένει. Τέτοιες οντογενέσεις έχουν να κάνουν, μεταξύ των άλλων, με τη λειτουργία και τη θρησκευτικο-πολιτική ευλογία της μαζικής «δημοκρατίας», με τον ιδεολογικό βαρβαρισμό υπό ηθικοπλαστικό μανδύα, με την εξ-ουσία της «δημοκρατικής» γνώμης, δομημένη σε πολιτική-κρατική εξουσία του σύγχρονου απόλυτου μονάρχη, με την ολική χειραγώγηση που υπηρετεί τη συνολική αναπαραγωγή του κοινωνικού μας Είναι με όρους έξω από την ουσία μας, δηλαδή με όρους εξ-ουσίας. Όλες αυτές οι φαντασιακές οντογενέσεις-κενές περιεχομένου γενικότητες εισάγονται στη ζωή μας από τα επιτήδεια Υπερεγώ των διαφόρων μεταφυσικών και πολιτικών μοναρχιών, τα Υπερεγώ που μόνο αυτά «ξέρουν» να καθορίζουν τη μοίρα της κοινωνίας, ενώ όλοι οι άλλοι οφείλουν να υπακούν και όχι να ακούν. Διότι όποιος βλέπει και ακούει, αρχίζει να σκέπτεται και δεν χρειάζεται να υπακούει ως υπήκοος.

§3

Ι. Τέτοιο/τέτοια Υπερεγώ πάσης εξ-ουσίας, ενταγμένα μέσα σε μια απατηλή κοινότητα –πολιτική, θρησκευτική, επιστημονική, ιδεολογική, γενικώς μαζική– κηρύσσουν δήθεν τον πόλεμο στον μηδενισμό, ενώ στην πράξη αποδεικνύονται οι πιο αδίστακτοι θεμελιωτές του. Έτσι συμβαίνει, για παράδειγμα, στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο της Ελλάδας ακραιφνείς «δημοκράτες», και μάλιστα τοιούτοι της ολοκληρωτικής-φεουδαρχικής «αριστεράς», στη μια αίθουσα του βουλευτηρίου υποκριτικά να ρητορεύουν υπέρ ενός εξαθλιωμένου λαού και υπέρ της ηθικής ανάπλασης και ανάταξης ολόκληρης της ουσίας του, δηλαδή να καταπολεμούν τον μηδενισμό και την απελπισία του, και στην άλλη αίθουσα, «ξεχνώντας» αυτό τον λαό, να παραδίδονται στη χλιδή και στη φαυλοκρατία, να δημιουργούν «άλλοθι» με την επινόηση ηθικοπλαστικών φαντασιακών οντογενέσεων περί «δημοκρατίας» κ.λπ. και εν τέλει να γίνονται οι πιο αποτελεσματικοί υπέρμαχοι του σκοταδιστικού μηδενισμού, που υποτίθεται ότι καταπολεμούν.

ΙΙ. Οι ορδές αυτών των Υπερεγώ –συλλογικών ή ατομικών αδιάφορο– ποτέ δεν γίνονται αυθεντικά δημο-κρατικές, ποτέ δεν εκμηδενίζουν τον μηδενισμό: της εξαθλίωσης των μαζών, της ανθρώπινης πραγματικότητας, αλλά πάντοτε τον αναπαράγουν κυνικά με τον τρόπο του κράτους χωρίς δήμο, της συνολικής κοινωνικής αναπαραγωγής, που προαναφέραμε, και όχι σπάνια με την αψυχολόγητη συγκατάθεση της άβουλης μάζας. Ενάντια σ’ αυτόν τον αρνητικό μηδενισμό των εξ-ουσιαστικών ορδών παντός είδους στρέφεται ο σύγχρονος φιλοσοφικός μηδενισμός, έτσι όπως τον έχει εκφράσει κατά κύριο λόγο ο Νίτσε και στη συνέχεια, μεθερμηνευτικά, ο Χάιντεγκερ, αλλά και σε ένα ευρύτερο επίπεδο ο Μαξ Βέμπερ, ο Μαρξ, ο Καντ και άλλοι. Στην περίπτωση του Νίτσε, του Χάιντεγκερ, του Βέμπερ, του Μαρξ, του Καντ και παρόμοιων ολύμπιων θεών της σύγχρονης σκέψης ο μηδενισμός δεν είναι το κύριο στοιχείο της σκέψης τους, παρά ο πόθος, η δυναμική στιγμή αυτής της σκέψης που πρωταγωνιστεί και δεν αφήνει σκιές.

§4

Αυτός ο σύγχρονος φιλοσοφικός μηδενισμός δεν εκδηλώνεται με τη μορφή ενός φιλοσοφικού προγράμματος ή συνόλου θέσεων, αλλά ως μια πνευματική βασικά αντί-σταση στην παραίτηση που προκαλεί ο ως άνω αρνητικός μηδενισμός. Εάν αυτός εδώ ο μηδενισμός είναι η προδοσία του Λόγου, ο εν λόγω φιλοσοφικός μηδενισμός είναι η πανουργία του Λόγου (Χέγκελ). Ετούτη η πανουργία δεν κινείται στα περίχωρα της ζωής, αλλά σχετίζεται με την μετριοπαθή κατηγορία των ανθρώπων που ακολουθεί το μέτρο και είναι η πιο δυνατή στη νέα τάξη πραγμάτων. Αυτή την κατηγορία ανθρώπων προσδιορίζει ως εξής ο Νίτσε:

«Εκείνη που δεν έχει ανάγκη από ακραία δόγματα· εκείνη που όχι μόνο αναγνωρίζει, αλλά αγαπά κιόλας ένα μεγάλο μερίδιο του τυχαίου και του παράλογου· εκείνη που δύναται να ξεδιπλώνει τη σκέψη της για τον άνθρωπο με σημαντικό μετριασμό της αξίας του, χωρίς ωστόσο να γίνεται μικρή και αδύναμη».

Ένα τέτοιο είδος μηδενισμού στηρίζεται σε εκείνη τη δύναμη, που δεν έχει καμιά σχέση με την εξωτερική, τεχνική δύναμη της πολιτικής ή άλλης εξ-ουσίας, αλλά ταυτίζεται με την ακατάπαυστη ενεργητικότητα του ανθρώπινου Είναι· μια ενεργητικότητα που προσιδιάζει στον άνθρωπο ως η δυναμική άρνηση όλου εκείνου του δομικού συστήματος «αξιών», το οποίο τον καθηλώνει σε παθητικό θεατή και δουλοπρεπή ανθρωπάκο κάθε είδους εξ-ουσιαστικής σχέσης. Ο φιλοσοφικός μηδενισμός, ως εκ τούτου, είναι η αντίθετη δύναμη, η αντι-δρώσα στον ισοπεδωτικό εξισωτισμό δύναμη του ανθρώπου: είναι η εξ-έγερση του ίδιου του ανθρώπου ενάντια στη μεταχείρισή του από τον εκάστοτε «θεό» [=πολιτικό-θρησκευτικό-κοινοτικό-ιδεολογικό-«δημοκρατικό»-«σοσιαλιστικό» κ.λπ.] ως αδύναμο, ασθμαίνον ον, που χρήζει ευσπλαχνίας και γι’ αυτό πρέπει να καθοδηγείται από μια δόλια εξισωτική λογική των αφεντικών του. Αυτός ο εξ-εγερμένος άνθρωπος του φιλοσοφικού μηδενισμού είναι ο υπερ-άνθρωπος, δηλαδή ο άνθρωπος πέραν του καχεκτικού ανθρώπου των φιλεύσπλαχνων πολιτικών συστημάτων, ο πέρα-άνθρωπος (Übermensch), όχι ο πάνω από τον άνθρωπο εξ-ουσιαστής που εμφανίζεται ως ο έξωθεν «λυτρωτής» του.

§5

Υπό μια εξίσου συγχρονική προοπτική, ο Χάιντεγκερ επιχειρεί να δηλώσει τον αρνητικό μηδενισμό με τον όρο Ge-stell [=πλαισιο-θέτηση]: τούτο παραπέμπει σε απρόσωπη εισβολή και επιβολή μιας άκαρδης λογικής, που αφαιρεί από τον άνθρωπο κάθε ικμάδα ζωντανού-αυθύπαρκτου βίου και έτσι τον μετατρέπει σε πειθήνιο όργανο του «λυτρωτή» του· ειδικά δε σε απελπιστικά πειθήνιο, εάν αυτός ο «λυτρωτής» μας πλησιάζει με τη μάσκα του «δημο-κράτη». Εάν ο Νίτσε εφαρμόζει τον φιλοσοφικό μηδενισμό ως κριτική στον αρνητικό μηδενισμό, ο Χάιντεγκερ τον εφαρμόζει ως αέναο αγώνα (Kampf) ενάντια στην απολυταρχία μιας στενόκαρδης νεωτερικότητας, ήτοι μετα-νεωτερικότητας, ανέκκλητα μυστικοποιημένης. Πιο συγκεκριμένα, αυτός ο αγώνας είναι κεραυνοβόλος πόλεμος, με το νόημα της φιλοσοφικής ανάλυσης του μηδενισμού με ανάλογη αντιπαράθεση, ενάντια σε μια άκρως πραγμοποιημένη αστική αλλά και σοσιαλιστική δημοκρατία, όπου όλα έχουν μετατραπεί σε θέαμα και πληροφορία: Ένας γιγαντιαίος πληροφοριακός μηχανισμός χειραγωγεί την ανθρώπινη επικοινωνία, κατευθύνει μονοσήμαντα την κοινή γνώμη και την οντο-ποιεί ως δικτατορία των πολλών, η οποία παραπέμπει σχετικά στη δικτατορία των πολλών από τους λίγους και ολίγους. Ετούτη η δικτατορία φροντίζει για την ομαλή λειτουργία του σύγχρονου –μετα-νεωτερικής κοπής– καπιταλισμού και σοσιαλκομμουνσμού: με «δημοκρατικό-αριστερό» μανδύα συνήθως καλλιεργεί εποικοδομητικές-μεταρρυθμιστικές αυταπάτες, που ρίχνουν τις ατομικές υποστάσεις των ανθρώπων μέσα σε ένα μηδενιστικό σκοτάδι. Απέναντι σε τούτο το σκοτάδι, ο φιλοσοφικός μηδενισμός, ενσκήπτει ως ανα-τρεπτική πράξη της σκέψης: εκ-μηδενίζει

«τα τρέχοντα και τα τακτοποιημένα της καθημερινής ρουτίνας»,

δια-κηρύσσει το μηδέν των όντων, ήτοι αποδομεί την ως άνω δικτατορία ενάντια στο ρεύμα των πιθήκων, και χαράσσει μια αντιμεταφυσική κατεύθυνση που δεν διαχωρίζει εχθρικά το υλιστικό από το ιδεαλιστικό στοιχείο, το υλικό από το πνευματικό.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία: (601d-602e)

[601d] Περὶ ἕκαστον ταύτας τινὰς τρεῖς τέχνας εἶναι, χρησομένην, ποιήσουσαν, μιμησομένην;
Ναί.
Οὐκοῦν ἀρετὴ καὶ κάλλος καὶ ὀρθότης ἑκάστου σκεύους καὶ ζῴου καὶ πράξεως οὐ πρὸς ἄλλο τι ἢ τὴν χρείαν ἐστίν, πρὸς ἣν ἂν ἕκαστον ᾖ πεποιημένον ἢ πεφυκός;
Οὕτως.
Πολλὴ ἄρα ἀνάγκη τὸν χρώμενον ἑκάστῳ ἐμπειρότατόν τε εἶναι καὶ ἄγγελον γίγνεσθαι τῷ ποιητῇ οἷα ἀγαθὰ ἢ κακὰ ποιεῖ ἐν τῇ χρείᾳ ᾧ χρῆται· οἷον αὐλητής που αὐλοποιῷ [601e] ἐξαγγέλλει περὶ τῶν αὐλῶν, οἳ ἂν ὑπηρετῶσιν ἐν τῷ αὐλεῖν, καὶ ἐπιτάξει οἵους δεῖ ποιεῖν, ὁ δ᾽ ὑπηρετήσει.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Οὐκοῦν ὁ μὲν εἰδὼς ἐξαγγέλλει περὶ χρηστῶν καὶ πονηρῶν αὐλῶν, ὁ δὲ πιστεύων ποιήσει;
Ναί.
Τοῦ αὐτοῦ ἄρα σκεύους ὁ μὲν ποιητὴς πίστιν ὀρθὴν ἕξει περὶ κάλλους τε καὶ πονηρίας, συνὼν τῷ εἰδότι καὶ ἀναγκαζόμενος [602a] ἀκούειν παρὰ τοῦ εἰδότος, ὁ δὲ χρώμενος ἐπιστήμην.
Πάνυ γε.
Ὁ δὲ μιμητὴς πότερον ἐκ τοῦ χρῆσθαι ἐπιστήμην ἕξει περὶ ὧν ἂν γράφῃ, εἴτε καλὰ καὶ ὀρθὰ εἴτε μή, ἢ δόξαν ὀρθὴν διὰ τὸ ἐξ ἀνάγκης συνεῖναι τῷ εἰδότι καὶ ἐπιτάττεσθαι οἷα χρὴ γράφειν;
Οὐδέτερα.
Οὔτε ἄρα εἴσεται οὔτε ὀρθὰ δοξάσει ὁ μιμητὴς περὶ ὧν ἂν μιμῆται πρὸς κάλλος ἢ πονηρίαν.
Οὐκ ἔοικεν.
Χαρίεις ἂν εἴη ὁ ἐν τῇ ποιήσει μιμητικὸς πρὸς σοφίαν περὶ ὧν ἂν ποιῇ.
Οὐ πάνυ.
[602b] Ἀλλ᾽ οὖν δὴ ὅμως γε μιμήσεται, οὐκ εἰδὼς περὶ ἑκάστου ὅπῃ πονηρὸν ἢ χρηστόν· ἀλλ᾽, ὡς ἔοικεν, οἷον φαίνεται καλὸν εἶναι τοῖς πολλοῖς τε καὶ μηδὲν εἰδόσιν, τοῦτο μιμήσεται.
Τί γὰρ ἄλλο;
Ταῦτα μὲν δή, ὥς γε φαίνεται, ἐπιεικῶς ἡμῖν διωμολόγηται, τόν τε μιμητικὸν μηδὲν εἰδέναι ἄξιον λόγου περὶ ὧν μιμεῖται, ἀλλ᾽ εἶναι παιδιάν τινα καὶ οὐ σπουδὴν τὴν μίμησιν, τούς τε τῆς τραγικῆς ποιήσεως ἁπτομένους ἐν ἰαμβείοις καὶ ἐν ἔπεσι πάντας εἶναι μιμητικοὺς ὡς οἷόν τε μάλιστα.
Πάνυ μὲν οὖν.
[602c] Πρὸς Διός, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ δὲ δὴ μιμεῖσθαι τοῦτο οὐ περὶ τρίτον μέν τί ἐστιν ἀπὸ τῆς ἀληθείας; ἦ γάρ;
Ναί.
Πρὸς δὲ δὴ ποῖόν τί ἐστιν τῶν τοῦ ἀνθρώπου ἔχον τὴν δύναμιν ἣν ἔχει;
Τοῦ ποίου τινὸς πέρι λέγεις;
Τοῦ τοιοῦδε· ταὐτόν που ἡμῖν μέγεθος ἐγγύθεν τε καὶ πόρρωθεν διὰ τῆς ὄψεως οὐκ ἴσον φαίνεται.
Οὐ γάρ.
Καὶ ταὐτὰ καμπύλα τε καὶ εὐθέα ἐν ὕδατί τε θεωμένοις καὶ ἔξω, καὶ κοῖλά τε δὴ καὶ ἐξέχοντα διὰ τὴν περὶ τὰ χρώματα αὖ πλάνην τῆς ὄψεως, καὶ πᾶσά τις ταραχὴ δήλη [602d] ἡμῖν ἐνοῦσα αὕτη ἐν τῇ ψυχῇ· ᾧ δὴ ἡμῶν τῷ παθήματι τῆς φύσεως ἡ σκιαγραφία ἐπιθεμένη γοητείας οὐδὲν ἀπολείπει, καὶ ἡ θαυματοποιία καὶ αἱ ἄλλαι πολλαὶ τοιαῦται μηχαναί.
Ἀληθῆ.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ τὸ μετρεῖν καὶ ἀριθμεῖν καὶ ἱστάναι βοήθειαι χαριέσταται πρὸς αὐτὰ ἐφάνησαν, ὥστε μὴ ἄρχειν ἐν ἡμῖν τὸ φαινόμενον μεῖζον ἢ ἔλαττον ἢ πλέον ἢ βαρύτερον, ἀλλὰ τὸ λογισάμενον καὶ μετρῆσαν ἢ καὶ στῆσαν;
Πῶς γὰρ οὔ;
[602e] Ἀλλὰ μὴν τοῦτό γε τοῦ λογιστικοῦ ἂν εἴη τοῦ ἐν ψυχῇ ἔργον.
Τούτου γὰρ οὖν.
Τούτῳ δὲ πολλάκις μετρήσαντι καὶ σημαίνοντι μείζω ἄττα εἶναι ἢ ἐλάττω ἕτερα ἑτέρων ἢ ἴσα τἀναντία φαίνεται ἅμα περὶ ταὐτά.
Ναί.
Οὐκοῦν ἔφαμεν τῷ αὐτῷ ἅμα περὶ ταὐτὰ ἐναντία δοξάζειν ἀδύνατον εἶναι;
Καὶ ὀρθῶς γ᾽ ἔφαμεν.

***
[601d] Για κάθε πράγμα υπάρχουν αυτές οι τρεις τέχνες, η μια που θα το μεταχειριστεί, η δεύτερη που θα το κατασκευάσει και η τρίτη που θα τ᾽ απομιμηθεί;
Ναι.
Αλλά η τελειότητα, η ομορφιά και η ορθότητα ενός σκεύους ή ενός ζώου ή μιας πράξης με τί άλλο προσδιορίζονται παρά με τη χρησιμοποίηση, για την οποία το καθένα έχει κατασκευαστεί από τον άνθρωπο ή έχει πλαστεί από τη φύση;
Έτσι είναι.
Κατ᾽ ανάγκη λοιπόν μόνο ο μεταχειριζόμενος ένα πράγμα γνωρίζει από πείρα τις ιδιότητές του καλύτερ᾽ από κάθε άλλον και αυτός οδηγεί τον κατασκευαστή και του λέγει ποιά προτερήματα ή ελαττώματα παρουσιάζει το έργο του στη χρησιμοποίηση· ο αυλητής παραδείγματος χάρη λέγει στον κατασκευαστή των αυλών [601e] για τους αυλούς που θα τον υπηρετήσουν στην αύληση, και θα του παραγγείλει πώς πρέπει να τους κάνει, και εκείνος θ᾽ ακολουθήσει τις συστάσεις του.
Πώς όχι;
Εκείνος λοιπόν, σα γνώστης που είναι, του λέγει για τους καλούς και τους κακούς αυλούς, και ο άλλος με πεποίθηση στην εμπειρία εκείνου θα τους κατασκευάσει;
Ναι.
Ώστε ο κατασκευαστής θα έχει ορθή πίστη για τα προτερήματα και τα ελαττώματα του σκεύους και αυτή την αποκτά συνομιλώντας μ᾽ εκείνον που ξέρει να το μεταχειρίζεται και αναγκαζόμενος [602a] ν᾽ ακούει τις οδηγίες του, ενώ αυτός που μεταχειρίζεται το σκεύος κατέχει την επιστήμη του.
Βεβαιότατα.
Και ο μιμητής τί από τα δύο θα ᾽χει; από τη χρησιμοποίηση τάχα των πραγμάτων που ζωγραφίζει θ᾽ αποκτήσει την επιστήμη τους, ώστε να ξέρει αν είναι ωραία και ορθά ή όχι, ή θα ᾽χει ορθή γνώμη γι᾽ αυτά, αφού βρίσκεται στην ανάγκη να συνομιλεί μ᾽ εκείνον που τα γνωρίζει και να προστάζεται απ᾽ αυτόν πώς να τα ζωγραφίζει;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Ούτε λοιπόν γνώση ακριβή ούτε ορθή γνώμη θα ᾽χει ο μιμητής για τα προτερήματα ή τα ελαττώματα των πραγμάτων που απομιμείται.
Έτσι φαίνεται.
Ώστε ο μιμητής, στην ποίηση, θα είναι βέβαια χαριτωμένος για τη σοφία που έχει στα όσα πραγματεύεται.
Δεν το φαντάζομαι.
[602b] Και όμως θα μιμηθεί το καθετί, χωρίς να γνωρίζει γι᾽ αυτό τί είναι το καλό και τί το κακό· αλλά, καθώς φαίνεται, εκείνο που θεωρούν και παραδέχονται ως καλό οι πολλοί και οι αμαθείς, τούτο θα μιμηθεί.
Και βέβαια τί άλλο;
Ώστε κατ᾽ αυτό τον τρόπο νομίζω ότι επαρκώς αποδείξαμε τα εξής: πρώτον ότι ο μιμητής τίποτα δεν γνωρίζει άξιο λόγου απ᾽ όσα μιμείται και ότι η μίμηση είναι απλώς παιχνίδι χωρίς σοβαρότητα καμιά· και δεύτερον ότι όσοι κάνουν τραγική ποίηση, είτε σε ιαμβικούς στίχους είτε σε ηρωικούς, είναι όλοι τους με το παραπάνω μιμητές.
Χωρίς καμιάν αμφιβολία.
[602c] Αλλά, προς Θεού, αυτή η μίμηση δεν απέχει τρεις βαθμούς από την αλήθεια; ή όχι;
Ναι.
Και απάνω σε ποιό μέρος του ανθρώπου ασκεί τη δύναμη που έχει;
Για τί πράγμα μιλείς;
Αυτό που θα σου ειπώ· καθώς βέβαια γνωρίζεις, το ίδιο μέγεθος δεν φαίνεται ίσο, όταν το βλέπει κανείς από μακριά και όταν το βλέπει από κοντά.
Όχι βέβαια.
Επίσης τα ίδια αντικείμενα φαίνονται καμπύλα ή ευθύγραμμα αναλόγως πού τα βλέπομε μέσα ή έξω από το νερό, και με βαθουλώματα ή με προεξοχές εξαιτίας της απάτης που προξενούν στην όραση τα χρώματα· γενικά είναι φανερό ότι οι οπτικές αυτές απάτες [602d] βάζουν σε μεγάλη ταραχή την ψυχή. Αυτό λοιπόν ακριβώς το φυσικό μας μειονέκτημα είναι που εκμεταλλεύεται η τέχνη της σκιαγραφίας και η τέχνη των θαυματοποιών και άλλες παρόμοιες και δεν παραλείπουν καμιά γοητεία που να μην την εξασκούν εις βάρος μας.
Έχεις δίκιο.
Δεν βρέθηκαν όμως το μέτρημα, η αρίθμηση και το ζύγισμα έξοχα προστατευτικά απέναντι σ᾽ αυτή την απάτη, ώστε να μην υπερισχύει μέσα μας εκείνο που μας φαίνεται μεγαλύτερο ή μικρότερο ή περισσότερο ή βαρύτερο αλλά εκείνο που θα βεβαιωθούμε με τον υπολογισμό, την καταμέτρηση και το ζύγισμα ότι είναι τέτοιο;
Βεβαιότατα.
[602e] Όλα όμως αυτά δεν είναι έργο του λογιστικού μέρους της ψυχής μας;
Αυτού βέβαια.
Όταν τούτο μετρήσει πολλές φορές και βρει ότι υπάρχουν πράγματα μεγαλύτερα ή μικρότερα το ένα από το άλλο ή ίσα μεταξύ τους, τότε θα παραδεχτεί ότι τα ίδια πράγματα μπορούν συγχρόνως να έχουν αντίθετες ιδιότητες.
Μάλιστα.
Εμείς όμως δεν είπαμε ότι είναι αδύνατο το ίδιο μέρος της ψυχής να σχηματίσει συγχρόνως αντίθετες δοξασίες για το ίδιο πράγμα;
Και πολύ ορθά το είπαμε.