Στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη δύο σημαντικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αφηγηματικής τέχνης του ιστορικού προδίδουν τη διπλή οφειλή του στο ομηρικό έπος και τις Ιστορίες του Ηροδότου. Το πρώτο από αυτά τα γνωρίσματα είναι η χρησιμοποίηση του τρίτου είδους αφήγησης που ορίζει ο Πλάτωνας σε ένα περίφημο χωρίο της Πολιτείας (392
c- 394
b), δηλαδή της μεικτής αφηγηματικής μορφής, η οποία συνδυάζει την αφήγηση καθεαυτή (
ἁπλῆ διήγησις) και τη
μίμησιν, την παράθεση ομιλιών σε ευθύ λόγο. Το δεύτερο είναι η λεγόμενη ‘εσωτερική εστίαση’ (κατά την ορολογία του
Genette), δηλαδή η γνώση των σκέψεων και των συναισθημάτων διαφόρων ατόμων που μεταφέρει ο Θουκυδίδης στους αναγνώστες του μέσω της σταθερής χρήσης ρημάτων που περιγράφουν τις γνώσεις, σκέψεις και προθέσεις των ατόμων. Όπως είναι ευρέως γνωστό, ο ευθύς λόγος και η περιγραφή εσωτερικών διεργασιών αποτελούν βασικά συστατικά στοιχεία τόσο του ομηρικού έπους όσο και του έργου του Ηροδότου.
Για τον Θουκυδίδη η οφειλή που μόλις περιγράψαμε και η υιοθέτηση αυτών των βασικών γνωρισμάτων στην ιστοριογραφική αφήγησή του δεν είναι ούτε αυτονόητες ούτε ασύνειδες. Όπως είναι γνωστό, ο Θουκυδίδης θεματοποιεί μόνο ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά, τη χρήση του ευθέος λόγου, στο περίφημο μεθοδολογικό κεφάλαιο (1.22), σε μια ατελέσφορη προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ υποκειμενικότητας (ὡς δ’ ἄν ἐδόκουν ἐμοί ἕκαστοι περί τῶν αἰεί παρόντων τά δέοντα μάλιστ’ εἰπεῖν) και αντικειμενικότητας (ἐχομένῳ ὅτι ἐγγύτατα τῆς ξυμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων). Αυτές οι φράσεις δεν επιτυγχάνουν την άρση της αντίφασης που υπάρχει ανάμεσα στην αξίωση για αντικειμενικότητα την οποία ο ιστορικός εγείρει στο δεύτερο τμήμα της πρότασης και στις ίδιες τις δημηγορίες όπως αυτές απαντούν μέσα στο έργο. Για πολλαπλούς λόγους οι δημηγορίες δεν είναι δυνατό να είναι αυθεντικές, τουλάχιστον όχι στη μορφή με την οποία καταγράφονται στο έργο.
Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι η υιοθέτηση ομηρικών και ηροδότειων αφηγηματικών τεχνικών αποτελούσε συνειδητή επιλογή από την πλευρά του ιστορικού. Πρώτα απ’ όλα, ο Όμηρος είναι πανταχού παρών στο κρίσιμο προγραμματικό πρώτο τμήμα του έργου (στη λεγάμενη Αρχαιολογία και στα κεφάλαια περί μεθόδου): αρκεί να αναφέρουμε την επιφυλακτική αναγνώριση του επικού ποιητή ως ‘ιστορικού’ του Τρωικού Πολέμου ή τον υπερήφανο ισχυρισμό ότι ο ίδιος, ο Θουκυδίδης, έχει επιλέξει ένα πιο σημαντικό θέμα από αυτό του Ομήρου (ή του Ηροδότου) (1.1.1· 1.10.3 και 1.23.1 κ.ε.)· είναι επίσης εμφανής η ισχυρή επίδραση του επικού προτύπου σε διάφορα τμήματα του έργου του Θουκυδίδη (π.χ. στην ηθογράφηση του Βρασίδα ή σε ολόκληρη την αφήγηση της Σικελικής εκστρατείας). Εξίσου βέβαιη και ανέκαθεν αναγνωρισμένη είναι και η παρουσία του Ηροδότου στο έργο του Θουκυδίδη, τόσο ως στόχου κριτικής όσο και ως προτύπου προς μίμηση.
Δεν ήταν όμως μόνο ο ‘πατέρας της ιστοριογραφίας’ που υιοθέτησε τον επικό-ομηρικό αφηγηματικό τρόπο, αλλά επίσης και ο διάδοχός του, ο Θουκυδίδης, και όλοι οι μεταγενέστεροι αρχαίοι ιστορικοί. Ο Christian Meier συνοψίζει τη σημασία αυτής της εξέλιξης ως εξής: το κύριο επίτευγμα του Ηροδότου (και ασφαλώς και του Θουκυδίδη) είναι ότι ‘[ήθελε να] συνενώσει σχέδια, ενέργειες και γεγονότα που εκτείνονταν σε μεγάλες χρονικές περιόδους της αφήγησης σε ένα συνεκτικό σύνολο’ (336)· με άλλα λόγια, επιδίωκε να κατανοήσει ‘γεγονότα και ό,τι προηγήθηκε αυτών ανασυνθέτοντάς τα με τον νου’ (384) (η έμφαση δική μου). Και οι δύο φράσεις περιγράφουν εύστοχα τον ομηρικό αφηγηματικό τρόπο τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας. Κατά τον ίδιο τρόπο, το διακριτικό στοιχείο της αρχαίας ελληνικής ιστοριογραφίας από τον Ηρόδοτο και εφεξής είναι το γεγονός ότι αυτή ‘συνέλαβε, προσπάθησε να κατανοήσει, αφηγήθηκε και δημοσιοποίησε την αφήγηση μακροπρόθεσμων εξελίξεων ως ιστορία γεγονότων με πολλαπλά υποκείμενα’ (327).
Η διαφορά που υφίσταται ανάμεσα στον αφηγηματικό τρόπο του Ηροδότου και του Θουκυδίδη και σε εκείνον προγενέστερών του ‘ιστορικών’ αφηγήσεων υποδηλώνει επίσης ότι ο Θουκυδίδης υιοθέτησε συνειδητά τον ομηρικό (και ηροδότειο) αφηγηματικό τρόπο. Το έργο των προδρόμων και των συγχρόνων του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, π.χ. του Εκαταίου ή του Ελλάνικου, για να μνημονεύσουμε μόνο τους πιο σημαντικούς από αυτούς, είτε στερείται ή παρουσιάζει μόνο μερικώς και υποτυπωδώς τα θεμελιώδη συστατικά στοιχεία μιας ιστορικής αφήγησης, και ιδιαίτερα εκείνα που αποτελούν τα συστατικά και του ομηρικού τρόπου αφήγησης, δηλαδή την παρουσίαση γεγονότων και ενεργειών ως ενός συνόλου με συνοχή, την ανασύνθεση των ποικίλων σταδίων της εξέλιξής τους και την ύπαρξη πολλαπλών υποκειμένων της δράσης. Αυτοί οι ‘λογογράφοι’ είναι κληρονόμοι της παράδοσης του ‘επιστημονικού’ έπους με τον τρόπο του Ησιόδου, προτιμούν τη συνοπτική παράθεση πληροφοριών και έτσι δεν προσφέρουν μια πιο ευρύχωρη ιστορική αφήγηση με συνοχή.
Ο Θουκυδίδης απορρίπτει κατηγορηματικά τον αφηγηματικό τρόπο των ‘λογογράφων’ στο μοναδικό απόσπασμα στο οποίο κατονομάζει τον Ελλάνικο από τη Λέσβο. Στο 1.97.2 η πραγμάτευση της ‘Πεντηκονταετίας’ από τον Ελλάνικο επικρίνεται με την αιτιολογία ότι έχει γίνει βραχέως, ‘με πολύ σύντομο τρόπο’· αναμφίβολα το επίρρημα αντανακλά το χρονογραφικό ύφος αυτής της ‘ιστοριογραφικής’ παράδοσης, που ευνοεί την περιληπτική απόδοση της μεγαλύτερης δυνατής ποσότητας πληροφοριών.
Το ζήτημα της αφήγησης του Θουκυδίδη είναι πολύ ευρύ και δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ. Στη συνέχεια θα επικεντρωθώ σε μερικές όψεις της αφηγηματικής τεχνικής του Θουκυδίδη, και ιδιαίτερα από την οπτική γωνία της σχέσης τους με το ομηρικό και ηροδότειο πρότυπό τους. Θα εξετάσω πρώτα τα γνωρίσματα που αναφέρθηκαν στην αρχή, τους ευθείς λόγους και την εσωτερική εστίαση (I), και κατόπιν θα επιχειρήσω να ρίξω περισσότερο φως στην αφηγηματική τέχνη του Θουκυδίδη μέσω μιας πιο λεπτομερούς πραγμάτευσης της δομής του έργου στο σύνολό του (II), της παρουσίασης του χρόνου (III), της ‘επικής αγωνίας’ (IV) και της χρήσης αφηγηματικών σχημάτων (V).
I
Η σύγχρονη ιστοριογραφική θεωρία και πράξη θεωρούν ότι τόσο μια διήγησις, που αποτελείται από ευθύ λόγο και απλή αφήγηση, όσο και η ‘εσωτερική εστίαση’ είναι ιδιαίτερα προβληματικές. Στη σύγχρονη αφηγηματική θεωρία και τα δύο αυτά γνωρίσματα λειτουργούν ως χαρακτηριστικοί ‘δείκτες μυθοπλασίας’ που υποδηλώνουν ξεκάθαρα την ύπαρξη ενός πλασματικού αφηγητή· αμφότερα έχουν απασχολήσει εξαρχής τη σύγχρονη επιστημονική έρευνα για τον Θουκυδίδη - σε μεγάλο βαθμό αδικαιολόγητα, αν ληφθεί υπόψη η παράδοση στην οποία ανήκει ο Θουκυδίδης ως αφηγητής και που σκιαγραφήθηκε παραπάνω, ή πιο γενικά η λειτουργία των μέσων μυθοπλασίας στην ανασύνθεση των ιστορικών γεγονότων.
Θα ξεκινήσω με την εσωτερική εστίαση και θα συζητήσω σύντομα τη θέση της στα αφηγηματικά έργα πριν από τον Θουκυδίδη. Τα ομηρικά έπη χρησιμοποιούν την ‘εσωτερική προοπτική’ ελεύθερα, αν και εξαιτίας του υψηλού ποσοστού ευθέος λόγου η συνεχής παρουσία της τεχνικής δεν είναι τόσο εμφανής. Το ποσοστό των λέξεων που περιγράφουν εσωτερικές διεργασίες στα ομηρικά έπη είναι όμως ασφαλώς υψηλό. Ο Ηρόδοτος εισάγει από την πλευρά του την περιγραφή αυτών των διεργασιών στην ιστοριογραφία και τις μετατρέπει σε προεξέχουσα αφηγηματική τεχνική - αρκεί να συμβουλευθεί κανείς την πλούσια συλλογή υλικού στον Montgomery. Ο Ηρόδοτος επίσης συχνά σημειώνει ότι συνάγει αυτές τις διεργασίες (3.146.1: μίσος [δοκέω]· 7.173.4: φόβος [δοκέειν μοι]· 238.2: η οργή του Ξέρξη [τεκμήρια]· 8.30.2: μίσος [συμβαλλόμενος εὑρίσκω]), αλλά η μεγαλύτερη πλειονότητα αυτών αναφέρεται χωρίς τέτοιου είδους προσδιορισμό.
Σε ένα σημαντικό έργο για τον Θουκυδίδη ο Schneider απέδειξε ότι τα περιγραφόμενα αισθήματα, σκέψεις και προθέσεις των ατόμων δεν μπορούν να θεωρηθούν αυθεντικά, αλλά ότι ο ιστορικός τα συνάγει εμμέσως από τα γεγονότα. Στον Schneider πιστώνεται επίσης η απόδειξη ότι αυτή η ανασύνθεση σκέψεων κλπ. από γεγονότα αποτελεί μια σημαντική ιστοριογραφική τεχνική που καθιστά ‘τα γεγονότα ή τις ενέργειες κατανοητές, αληθοφανείς, προσιτές στην εμπειρία’ για τους αναγνώστες του έργου. Η μέθοδος ανασύνθεσης των εσωτερικών διεργασιών που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης μοιάζει πολύ με τις αρχές της ενσωμάτωσης στο έργο του των δημηγοριών, αρχές οι οποίες εκτίθενται στο μεθοδολογικό κεφάλαιο: και στις δύο περιπτώσεις οι σκέψεις των χαρακτήρων της Ιστορίας δομούνται σύμφωνα με πρότυπα, είτε βάσει αποσπασματικών και ανακριβών περιγραφών των ίδιων των δημηγοριών ή βάσει των γεγονότων και των συμφερόντων που είχαν εκείνη την εποχή οι πρωταγωνιστές της ιστορίας (όταν ο ιστορικός συνάγει έμμεσα τις σκέψεις των ιστορικών προσώπων).
Η θεωρία του Schneider για τον πλασματικό χαρακτήρα των ποικίλων μορφών συναγωγής σκέψεων κλπ. στον Θουκυδίδη αποτελεί πια την κρατούσα άποψη, αν και ο αγγλοσαξονικός θετικισμός αναζητεί ακόμα τρόπους, προ- κειμένου να απαλλάξει τον ιστορικό από την κατηγορία της ‘ποιητικής κατασκευής’ αυτών των σκέψεων. Ωστόσο, είναι ανώφελο να διατυπώνουμε εικασίες για το αν ο Θουκυδίδης συζητούσε τους στόχους, τα συναισθήματα ή τις προσδοκίες με τους χαρακτήρες της Ιστορίας του αυτοπροσώπως ή όχι (ή μέσω ενός μεσάζοντα· έχει υποστηριχθεί ότι κάτι τέτοιο κάνει με τον Αλκίδα αλλά όχι με τον Φορμίωνα, με τον Δημοσθένη κατά τη διάρκεια του Αρχιδάμειου Πολέμου αλλά όχι κατά τη διάρκεια της Σικελικής εκστρατείας, ότι δεν συμβαίνει αυτό με τον Κλέωνα κτλ.). Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι μερικές πληροφορίες θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι ‘αυθεντικές’, ότι δηλαδή θα μπορούσαν να έχουν αντληθεί ύστερα από προσωπική έρευνα, μολονότι δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε ποιες. Αρκεί να κατανοήσουμε ότι ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί αυτή τη μέθοδο ως βασικό συστατικό της αφήγησής του.
Η αυθεντικότητα των δημηγοριών έχει συζητηθεί εξαντλητικά και δεν θα με απασχολήσει εδώ. Κατά πρώτον, είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι επιδίωκε να πετύχει ο Θουκυδίδης με τους λόγους εξαιτίας τής, σε τελική ανάλυση, ασαφούς σχέσης ανάμεσα στην αξίωση για αντικειμενικότητα και στις παραχωρήσεις στην υποκειμενικότητα που θεματοποιεί στο μεθοδολογικό κεφάλαιο. Κατά δεύτερον, υπάρχουν σοβαροί λόγοι, για να υποθέσουμε ότι οι δημηγορίες που παρατίθενται αυτολεξεί και συμπεριλαμβάνονται στο έργο αποκλείεται να είναι αυθεντικές. Ο βαθμός της πλασματικότητάς τους είναι ασφαλώς πιθανόν ότι ποικίλλει. Σε κάθε περίπτωση, ο Θουκυδίδης είναι εκείνος που πρέπει να έχει διαμορφώσει το περιεχόμενό τους, να έχει επιλέξει την περίσταση της απαγγελίας τους αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τις συσχετίζει μεταξύ τους με συνειρμούς, οι οποίοι συνδέουν κοντινά ή μακρινά τμήματα του έργου.
Έτσι, δύο από τα κύρια γνωρίσματα της αφήγησης του Θουκυδίδη είναι, για να το θέσω προσεκτικά, στοιχεία που προσιδιάζουν στη μυθοπλασία σε σημαντικό βαθμό και υπό την έννοια αυτή αποτελούν άμεσα δάνεια από τον Όμηρο (και τον Ηρόδοτο). Αυτό το συμπέρασμα ξαφνιάζει λιγότερο από ό,τι θα μπορούσε να νομισθεί αρχικά, αν ληφθεί υπόψη αυτό που η σύγχρονη ιστοριογραφική θεωρία τονίζει, ότι δηλαδή ο μυθοπλαστικός και ο αληθινός χαρακτήρας συμπλέκονται στον ιστορικό λόγο, ότι ‘η πλασματικότητα είναι πάντοτε παρούσα στην ιστορική εμπειρία, επειδή το αντικειμενικό Γιατί ενός ιστορικού γεγονότος καθορίζεται πάντα από το υποκειμενικό Πότε της σύλληψης ή της ανασύνθεσής του και ακόμα από το Πώς της αναπαράστασης και της ερμηνείας του’ και ότι ‘η μυθοπλασία καθιστά τους τρόπους κατανόησης της ιστορίας προσιτούς στην εμπειρία’.
II. Η δομή του έργου
Η δομή των βιβλίων 2-8 του έργου του Θουκυδίδη, δηλαδή η αφήγηση του πολέμου, είναι αυστηρά χρονογραφική στη μορφή: το ιστορικό υλικό χωρίζεται σε εποχές, σε θέρη και χειμώνες, που με τη σειρά τους συχνά υποδιαιρούνται σε μικρότερα τμήματα με τη βοήθεια αναφορών για την αρχή, το μέσον και το τέλος μιας εποχής. Σε όλο το έργο χρησιμοποιείται ένας σταθερός λογότυπος που δηλώνει την ολοκλήρωση κάθε έτους του πολέμου: ‘αυτά ήταν τα γεγονότα του χειμώνα και έτσι τελείωσε το δεύτερο, τρίτο κτλ. έτος του πολέμου’. Αυτή η μέθοδος είναι αναμφίβολα μια επινόηση του Θουκυδίδη, εμπνευσμένη από τις συνθήκες του αρχαιοελληνικού τρόπου διεξαγωγής πολέμου (και φυσικά από την προσωπική πολεμική εμπειρία του Θουκυδίδη) αλλά και από την επιθυμία του ιστορικού να προσφέρει μια ακριβέστερη χρονολόγηση των γεγονότων (5.20.2 κ.ε.· 26.1 κ.ε.). Η χρονολογική λειτουργία του μοντέλου του Θουκυδίδη είναι πιθανό ότι αντλεί από παρόμοιες χρονολογικές ενδείξεις που χρησιμοποιεί ο Ηρόδοτος στις Ιστορίες, Ο δομικός ρόλος των διαιρέσεων σε καλοκαίρι, χειμώνα και σε έτη του πολέμου μπορεί επίσης να συγκριθεί με τα ηροδότεια χωρία που περιγράφουν τις διαδοχικές καταλήψεις και απελευθερώσεις της Ιωνίας (1.92.1· 1.169.2· 5·28· 6.32· 9.104) ή με τις ενδείξεις της αυγής και του σούρουπου που πλαισιώνουν την αφήγηση μαχών στο ομηρικό έπος.
Εντός αυτού του χρονογραφικού πλαισίου η αφήγηση ξετυλίγεται κατά κανόνα με γραμμικό τρόπο. Ωστόσο, αυτή η γραμμικότητα διακόπτεται με τη βοήθεια διάφορων τεχνικών. Όπως έχει αποδειχθεί από τους σύγχρονους μελετητές του Θουκυδίδη, οι τεχνικές αυτές ενισχύουν την ενότητα, συμβάλλουν στη νοηματοδότηση του έργου (δεν θεωρούνται δηλαδή πια αφορμές για την εφαρμογή της στρωματογραφικής ανάλυσης των Ιστοριών) και περιλαμβάνουν αναχρονίες όλων των ειδών (βλέπε III παρακάτω), καθώς επίσης και διάφορα αφηγηματικά σχήματα (βλέπε V παρακάτω).
Μόνο το 1ο βιβλίο δεν είναι δομημένο με αυτόν τον αυστηρά χρονογραφικό-γραμμικό τρόπο, αλλά εμφανίζει μια σύνθετη δομή που στερείται χρονολογικών διαιρέσεων. Προκειμένου να ενισχύσει τον ισχυρισμό που προβάλλει στην Αρχαιολογία, ότι δηλαδή ο Πελοποννησιακός Πόλεμος υπερβαίνει σε σημασία όλες τις προηγούμενες συγκρούσεις, ο Θουκυδίδης επιχειρεί πρώτα μια ανασκόπηση των πρώιμων περιόδων της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, από τα χρόνια πριν από τον Τρωικό Πόλεμο έως τους Περσικούς Πολέμους. Η αφήγηση της προϊστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου αρχίζει με τις αιτίας, τις αμοιβαίες ‘κατηγορίες’ των αντιπάλων, δηλαδή τα γεγονότα στην Κέρκυρα και στην Ποτείδαια, και προχωρά στη σύνοδο των Πελοποννήσιων συμμάχων στη Σπάρτη (435-432 π.Χ.). Στο σημείο εκείνο ακολουθεί η εκτεταμένη αναδρομή στην Πεντηκονταετία (89-118), όπου ο Θουκυδίδης υποβάλλει την ιδέα ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ξέσπασε, επειδή η Σπάρτη φοβήθηκε την περαιτέρω αύξηση της αθηναϊκής δύναμης. Στη συνέχεια επιστρέφει στην άμεση προϊστορία του πολέμου και από το χωρίο 2.1 και εξής αφηγείται τα γεγονότα σε χρονολογική (σχεδόν) σειρά, όπως δηλώνει ο ίδιος: γέγραπται δε ἑξῆς ὡς ἕκαστα ἐγίγνετο κατά θέρος καί χειμώνα (2.1.1). Η βασική διάρθρωση του 1ου βιβλίου, με τις επανειλημμένες χρονικές-αιτιολογικές παλινδρομήσεις της, είναι παρόμοια με το προοίμιο της Ιλιάδας, όπως αναλύθηκε από τον Genette, και, σε πιο περιορισμένο βαθμό, με την εισαγωγή των Ιστοριών του Ηροδότου (1.1.1-1.5).
III. Η διαμόρφωση του αφηγηματικού χρόνου
α. Αναχρονίες στο έργο του Θουκυδίδη
Η γραμμικότητα της αφήγησης στα βιβλία 2-8 είναι ιδιαίτερα εμφανής σε μακροδομικό επίπεδο, ειδικά όταν συγκριθεί με την περίπλοκη, σχεδόν χαοτική δομή του χρόνου στο έργο του Ηροδότου, που χαρακτηρίστηκε εύστοχα από τον Roland Barthes ως ‘ιστορία σε τεθλασμένη γραμμή’. Ως ιστορικό έργο η Ιστορία του Θουκυδίδη μοιράζεται με τις Ιστορίες του Ηροδότου την έναρξη ab ονο, που διαφέρει σημαντικά από την ομηρική τεχνική inmediasres.
Ανάμεσα στις πιο σημαντικές διακοπές στην πρόοδο του αφηγηματικού χρόνου συγκαταλέγονται έντεκα αναχρονίες. Υπάρχουν επτά αναδρομές μεγαλύτερης έκτασης: η Αρχαιολογία (1.2-19)· η Πεντηκονταετία (1.89-118)· οι τρεις παρεκβάσεις για τον Κύλωνα (1.126), τον Παυσανία (1.128-135) και τον Θεμιστοκλή (1.136-138)· η Σικελική αρχαιολογία (6.2-5)· και η παρέκβαση με θέμα τους Πεισιστρατίδες (6.54-59). Υπάρχουν επίσης τέσσερις προλήψεις: η περίφημη ‘νεκρολογία’ του Περικλή (2.65)· ο χαρακτηρισμός του Βρασίδα (4.81)· το λεγόμενο δεύτερο προοίμιο (5-26) και ο χαρακτηρισμός του Αλκιβιάδη (6.15.3 κ.ε.).
Ανεξάρτητα από την εκάστοτε ρητορική λειτουργία στα άμεσα συμφραζόμενά τους, οι αναδρομές στο παρελθόν, ιδιαίτερα οι πιο εκτενείς δηλαδή η Αρχαιολογία και η Πεντηκονταετία, διευρύνουν το χρονικό πλαίσιο του έργου, που με τον τρόπο αυτό δίνει την εντύπωση ότι περικλείει την αρχαία ελληνική ιστορία στην ολότητά της. Αυτή η αφηγηματική τεχνική δεν αποτελεί καινοτομία: το χρονικό πεδίο της συνολικής αφήγησης του Ηροδότου επίσης δεν περιορίζεται στο αυστηρά καθορισμένο περιεχόμενο του έργου του, τη διένεξη ανάμεσα στους Έλληνες και τους βαρβάρους (που αρχίζει με την επίθεση του Κροίσου εναντίον των Ελλήνων της Μικράς Ασίας [1.5.3]), αλλά περικλείει τόσο το πρόσφατο όσο και το πιο μακρινό παρελθόν όλων των σημαντικών εθνών του τότε γνωστού κόσμου. Το χρονικό πλαίσιο των δύο ομηρικών επών είναι και αυτό εξίσου ευρύ: χρησιμοποιώντας μια ποικιλία τεχνικών η Ιλιάδα δίνει την εντύπωση ότι αφηγείται ολόκληρο τον Τρωικό Πόλεμο, ενώ στην Οδύσσεια περιλαμβάνονται οι νόστοι όλων των Αχαιών ηγετών, συμπεριλαμβανομένου του νόστου του Οδυσσέα, με σημείο εκκίνησης την αναχώρηση του στόλου από την Τροία.
Όλες οι αφηγηματικές προλήψεις στην Ιστορία αφορούν την τελική ήττα της Αθήνας το 404 και βρίσκονται τοποθετημένες σε στρατηγικής σημασίας σημεία στην αφήγηση. Στο χωρίο 2.65 (πρόκειται για τη ‘νεκρολογία’ του Περικλή) οι Αθηναίοι εγκρίνουν απρόθυμα την πολιτική του Περικλή (η οποία εγγυόταν την επιτυχία) για τελευταία φορά. Στο χωρίο 4.81 ο Βρασίδας παρουσιάζεται ως η πρώτη, βραχύβια ενσάρκωση της δραστήριας σπαρτιατικής πολιτικής που, όταν γίνει μονιμότερη, θα οδηγήσει στην πτώση της Αθήνας ύστερα από χρόνια κατά τον Δεκελεικό πόλεμο. Το λεγόμενο δεύτερο προοίμιο τοποθετείται στην αρχή της διακοπής του 27ετούς πολέμου. Αυτή η διακοπή προ- κλήθηκε από τη λεγόμενη ειρήνη του Νικία και επρόκειτο να διαρκέσει λίγα μόλις χρόνια. Τέλος, ο συνολικός χαρακτηρισμός του Αλκιβιάδη (6.15.3 κ.ε.) τοποθετείται πριν από την πιο σημαντική αποτυχία της Αθήνας στον πόλεμο, τη Σικελική εκστρατεία.
Η απουσία εκτενέστερων ‘εξωτερικών’ αφηγηματικών προλήψεων για την εποχή μετά τη λήξη του πολέμου οφείλεται ασφαλώς σε θεματικούς και βιογραφικούς παράγοντες: ο Θουκυδίδης γράφει την ιστορία της δικής του εποχής και πιθανότατα πεθαίνει λίγο μετά το τέλος του πολέμου. Αντίθετα, τόσο τα ομηρικά έπη όσο και ο Ηρόδοτος κάνουν άφθονη χρήση των εξωτερικών αφηγηματικών προλήψεων. Ο Ηρόδοτος συγκεκριμένα κάνει πολυάριθμους έμμεσους υπαινιγμούς σε εξελίξεις που σημειώνονται μετά τους Περσικούς Πολέμους. Αυτοί οι υπαινιγμοί αποτελούν ένα πρόσθετο σημασιολογικό επίπεδο στο οποίο η Περσία λειτουργεί ως παράδειγμα προς αποφυγή για την Αθήνα.
Σε επίπεδο μικροδομής υπάρχουν πολύ περισσότερες αναχρονίες, τις οποίες μελέτησαν ο Simon Hornblower και ο Tim Rood ονομάζοντάς τις ‘αφηγηματικές μετατοπίσεις’ (‘η εκ των υστέρων ή εκ των προτέρων μνεία γεγονότων, ειδικά στο σημείο όπου γίνεται αισθητό το αποτέλεσμά τους’). Για τον Hornblower η ‘μετατόπιση’ αποτελεί μια αφηγηματική τεχνική μέσω της οποίας ένα ιστορικό (σε αντίθεση προς ένα μυθοπλαστικό) έργο ‘μειώνει τον αντίκτυπο ενός γεγονότος ή μιας πραγματικότητας’, ενώ ένας μυθιστοριογράφος ‘γενικά χρησιμοποιεί τη μετατόπιση, για να εξάρει ή να τονίσει ένα θέμα’. Ο Rood επισημαίνει ορθά ότι, αντίθετα, ‘η καθυστερημένη μνεία αυξάνει τον αντίκτυπο των γεγονότων τοποθετώντας τον αναγνώστη στη θέση των ανθρώπων εκείνης της εποχής...ή αποσιωπώντας τα, μέχρι να γίνουν επίκαιρα’. Κλασικό παράδειγμα είναι το στρατήγημα των Εγεσταίων, που υποσχέθηκαν στους Αθηναίους απεσταλμένους θησαυρούς και έτσι έπεισαν την Αθήνα να προχωρήσει στη Σικελική εκστρατεία. Η υπόθεση και η κατάληξή της περιγράφονται σ’ ένα πολύ μεταγενέστερο σημείο, όταν η αθηναϊκή εκστρατευτική δύναμη αποφασίζει να αναζητήσει τους υπεσχημένους πόρους (6.46.3 κ.ε.): ‘τώρα ο αναγνώστης που επιτέλους μαθαίνει την πραγματικότητα μπορεί να υπολογίσει την αγωνία που αισθάνθηκε ο στρατός με την αποκάλυψη της αλήθειας...ο Θουκυδίδης φροντίζει να μην αποκαλύψει το τέχνασμα για όσον χρόνο οι Αθηναίοι ενεργούν υπό την επιρροή του’.
Το ίδιο ισχύει επίσης σχετικά με την αφήγηση της επιστολής που ο Νικίας στέλνει στην αθηναϊκή συνέλευση από τις Συρακούσες: το περιεχόμενο της επιστολής παρατίθεται σε ευθύ λόγο, όταν διαβάζεται ενώπιον της συνέλευσης (7.10-15) και όχι τη στιγμή της σύνταξής της (7.8.2): ‘ο αναγνώστης παρακολουθεί έτσι τον ηγέτη να δρα σε μια σημαντική στιγμή και μπορεί, συγκρίνοντας τις αντιδράσεις του με το περιεχόμενο της επιστολής, να εξαγάγει ένα σαφές συμπέρασμα για τη σημασία των αποφάσεων που λαμβάνονται αυτή τη στιγμή στην Αθήνα’.
β. Η περιγραφή ταυτόχρονων γεγονότων
Η χρονογραφική δομή του έργου και ο σύνθετος χαρακτήρας των πολεμικών επιχειρήσεων, που ως κίνησις μεγίστη συχνά διαδραματίζονται σε περισσότερα μέτωπα, φέρουν τον Θουκυδίδη αντιμέτωπο με το κύριο πρόβλημα κάθε σύνθετης αφήγησης: αυτό της παρουσίασης των ταυτόχρονων γεγονότων. Η τεχνική ήταν ήδη γνωστή από τα ομηρικά έπη και τις Ιστορίες του Ηροδότου, αλλά ο Θουκυδίδης την εφαρμόζει με απόλυτη συνέπεια, κάτι για το οποίο τόσο η αρχαία όσο και η σύγχρονη κριτική τον έχουν επικρίνει. Οι ιστοριογραφικοί στόχοι που επιδιώκει με τη συνεπή εφαρμογή αυτής της τεχνικής - η οποία θα σκιαγραφηθεί στη συνέχεια - έχουν μόλις πρόσφατα αναγνωριστεί.
Η τεχνική του Θουκυδίδη βασίζεται στη μέθοδο που είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τον Όμηρο. Ο ποιητής περιγράφει την ενέργεια Α, έως ότου αυτή περιέλθει σε μια σταθερή κατάσταση· τότε την εγκαταλείπει και αρχίζει να περιγράφει την ενέργεια Β. Όταν και αυτή φτάσει σε μια σταθερή κατάσταση, επιστρέφει στην ενέργεια Α και ούτω καθεξής. Όπως είναι γνωστό, η συγχρονία χαρακτηρίζει τη μακροδομή των ομηρικών επών, ειδικά της Οδύσσειας. Τα δύο νήματα του έπους, η ‘Τηλεμάχεια’ και οι περιπέτειες του ίδιου του Οδυσσέα, επανειλημμένα διακόπτονται και διαπλέκονται. Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί συστηματικά αυτή τη μέθοδο στον λόγον του Ξέρξη. Στα τελευταία τρία βιβλία των Ιστοριών του έχει ως στόχο να περιγράφει με ενάργεια τις επιχειρήσεις του περσικού στρατού και την ταυτόχρονη αντίδραση των Ελλήνων σε αυτές. Όπως ο Όμηρος, έτσι και ο Ηρόδοτος μεταφέρει εναλλακτικά την εστίαση της αφήγησής του από τον έναν στον άλλον αντίπαλο. Στο τμήμα 7.1-137 παρακολουθούμε την προέλαση των δυνάμεων του Ξέρξη, ώσπου να φτάσουν στη Θέρμη της Μακεδονίας. Τα κεφάλαια 138-78 παρέχουν πληροφορίες για τις προετοιμασίες που κάνουν οι Έλληνες στο μεσοδιάστημα. Οι επόμενες ενότητες περιγράφουν τις μάχες στις Θερμοπύλες (κεφ. 179-239) και στο Αρτεμίσιο (8.1-25). Όπως ο Όμηρος στην Οδύσσεια, έτσι και ο Ηρόδοτος μειώνει βαθμηδόν την έκταση των τμημάτων που αφηγείται κάθε σκέλος της ιστορίας, προκειμένου να τονίσει ότι οι δυο πλευρές προσεγγίζουν όλο και πιο περισσότερο η μία την άλλη, ώσπου τελικά συναντιούνται στην αποφασιστική ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Η συχνή εναλλαγή της αφηγηματικής εστίασης από την περσική στην ελληνική πλευρά και αντιστρόφως προβάλλει τη στενή αλληλεξάρτηση ανάμεσα στις ενέργειες των δύο πλευρών και επιτρέπει στον αναγνώστη να βιώσει άμεσα τις αντιδράσεις των αντιπάλων.
Οι Gomme και de Romilly ήταν οι πρώτοι που μελέτησαν αυτή την τεχνική στο έργο του Θουκυδίδη και απέδειξαν τη βαθύτερη σημασία αυτού του τρόπου παρουσίασης των ταυτόχρονων γεγονότων. Ο Gomme ανέλυσε τη συνεχή εναλλαγή της αφήγησης στο 4ο βιβλίο μεταξύ της εκστρατείας των Αθηναίων εναντίον της Βοιωτίας και της εκστρατείας του Βρασίδα στη Βόρεια Ελλάδα - η τεχνική θα μπορούσε να ονομαστεί ‘τεχνική της συνύφανσης’, μια έννοια που χρησιμοποιείται στην ομηρολογία. Στα κεφάλαια 66-74, που εξιστορούν την αποτυχημένη εκστρατεία των Αθηναίων στα Μέγαρα, ακούμε παρεμπιπτόντως ότι ο Βρασίδας προετοιμάζεται στη Σικυώνα και την Κόρινθο για μια εκστρατεία στη Θράκη (70.1). Ο Βρασίδας στέλνει μήνυμα στους Βοιωτούς και σπεύδει να βοηθήσει τα Μέγαρα. Αφού η πόλη περάσει στον έλεγχο της ολιγαρχικής φατρίας και έτσι αποφύγει την κατάληψή της από τους Αθηναίους, ο Βρασίδας επιστρέφει στις προετοιμασίες του για την εκστρατεία εναντίον της Θράκης (74.1). Στο κεφ. 75 πληροφορούμαστε την άλωση της Άντανδρου από τους Αθηναίους και τις επιχειρήσεις του Λάμαχου στον Πόντο - πρόκειται για μια έμμεση υπενθύμιση των πολλών θεάτρων επιχειρήσεων στα οποία η Αθήνα έκανε αισθητή την παρουσία της. Η περιγραφή της εκστρατείας των Αθηναίων στη Βοιωτία αρχίζει με τα κεφάλαια 76-77' πρώτα προσφέρεται μια επισκόπηση των δυνάμεων που συμμετέχουν και των αναμενόμενων αποτελεσμάτων, όπως επίσης και των συγκεκριμένων προετοιμασιών που πραγματοποιούνται από τον Ίππαρχο και τον Δημοσθένη. Στα κεφ. 78 έως 88 συνοδεύουμε τον Βρασίδα στην πορεία του προς τη Βόρεια Ελλάδα διαμέσου της Θεσσαλίας και παρακολουθούμε τις πρώτες στρατιωτικές επιχειρήσεις του κατά του Αρραβαίου και αργότερα στην Άκανθο. Στο κεφ, 89 επιστρέφουμε στην αθηναϊκή εκστρατεία στη Βοιωτία (δηλαδή ο Θουκυδίδης ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησης που διακόπηκε στο κεφ. 77), εκστρατεία που ολοκληρώνεται με τη βαριά ήττα των Αθηναίων στο Δήλιο. Λίγο πριν από το τέλος αυτής της ενότητας μαθαίνουμε για την ήττα του Δημοσθένη στη Σικυώνα (101.3-4) και για τον θάνατο του Σιτάλκη, του φιλοαθηναίου βασιλιά των Οδρυσών - πληροφορίες που εκ πρώτης όψεως φαίνονται άσχετες, αλλά που βοηθούν στην ολοκλήρωση της γενικής εικόνας των ατυχιών που συνέβησαν στους Αθηναίους μετά τη Σφακτηρία (πρβλ. κεφ. 108). Μετά το κεφ. 102 η αφήγηση επικεντρώνεται πάλι στις επιχειρήσεις του Βρασίδα στη Βόρεια Ελλάδα.
Ο πρωταρχικός σκοπός αυτής της τεχνικής της ‘συνύφανσης’ είναι να επιτρέψει στον αναγνώστη να ερμηνεύσει τα γεγονότα - ο ρόλος της στην ακριβέστερη χρονολόγησή τους είναι δευτερεύων. Το γεγονός ότι ακούμε για τις διάφορες επιχειρήσεις του Βρασίδα, όταν και οι Αθηναίοι μαθαίνουν γι’ αυτές, μας διευκολύνει να αξιολογήσουμε τη σημασία των εσφαλμένων υπολογισμών των Αθηναίων: θα έπρεπε να είχαν αφιερώσει την ενεργητικότητα τους στα βόρεια και όχι στη Βοιωτία και θα μπορούσαν να είχαν σταματήσει την πορεία του Βρασίδα διαμέσου της Θεσσαλίας με ένα μικρό τμήμα των δυνάμεων από αυτές που πολέμησαν στο Δήλιο.
Η τεχνική της συνύφανσης χρησιμοποιείται ακόμα και στη σύντομη αφήγηση της Πεντηκονταετίας στο 1ο Βιβλίο. Η εκστρατεία των Αθηναίων στην Αίγυπτο (1.104 και 1.109-110) εξιστορείται παράλληλα με την πολιορκία της Αίγινας (1.105.1-2), τη νίκη του Μυρωνίδη κατά των Κορινθίων (105-3-106-2), την ανέγερση των Μακρών Τειχών στην Αθήνα (107.1), την εκστρατεία στην Τανάγρα (107.2-108.1), τη μάχη στα Οινόφυτα (108.2-3) και τον περίπλουν του Τολμίδη (108.5). Είναι και πάλι σαφές ότι αυτή η τεχνική δεν επιλέγεται απλώς για να προσφέρει ένα ακριβέστερο χρονολογικό πλαίσιο, όπως συχνά υποστηρίζεται - η χρονολογία παραμένει εξίσου σκοτεινή όσο και σε άλλα τμήματα της Πεντηκονταετίας. Είναι προτιμότερο να θεωρηθεί ότι η τεχνική χρησιμοποιείται συνειδητά, προκειμένου να προβάλει στον αναγνώστη την ‘εκρηκτική’ ενεργητικότητα των Αθηναίων κατά τη διάρκεια των πενήντα χρόνων πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Η επιτάχυνση του ρυθμού της αφήγησης στο δεύτερο μέρος της Πεντηκονταετίας (98-118) χρησιμεύει επίσης για να υποβάλει την ιδέα ότι η πολυπραγμοσύνη της Αθήνας, η αιτία του φόβου της Σπάρτης (η ἀληθεστάτη πρόφασις του Πελοποννησιακού Πολέμου), μετατρέπεται σε συνεχώς διογκούμενη απειλή.
γ. Το 8ο βιβλίο
Ήδη από την αρχαιότητα το βιβλίο αυτό έχει θεωρηθεί ημιτελές τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, ένα απλό γενικό διάγραμμα που έχει υποστεί ελάχιστη επεξεργασία. Είναι αλήθεια ότι διαφέρει από τα άλλα βιβλία ως προς το ότι η αφήγηση είναι εξατομικευμένη, διασπασμένη σε ένα πλήθος τόπων, φορέων δράσης και σε ασήμαντες ενέργειες και είναι επίσης ασφαλώς αλήθεια ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Θουκυδίδης έπρεπε να χειρισθεί την πολλαπλή κατάτμηση των πολεμικών επιχειρήσεων. Όχι μόνο αυξάνει σημαντικά ο αριθμός των θεάτρων των επιχειρήσεων (πράγμα που είναι αρκετά συνηθισμένο σε ολόκληρο το έργο), αλλά επίσης διπλασιάζεται, ή μάλλον τριπλασιάζεται, ο αριθμός των βασικών πρωταγωνιστών: τώρα υπάρχουν τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αθήνα, Σπάρτη, Περσία), και καμία από αυτές δεν παρουσιάζεται ως ενιαίος φορέας δράσης, γιατί ο ιστορικός είναι αναγκασμένος να περιγράφει τις ενέργειες διαφόρων ατόμων και ομάδων που ανήκαν σε αυτές τις δυνάμεις. Στην αθηναϊκή πλευρά υπάρχουν σκληροπυρηνικοί και μετριοπαθείς ολιγαρχικοί και δημοκράτες και ο Αλκιβιάδης ως ξεχωριστός πρωταγωνιστής. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν οι Σπαρτιάτες στρατηγοί που δρουν στην Ιωνία και οι αρχές στην ίδια τη Σπάρτη. Ακόμα και η Περσία εκπροσωπείται τόσο από τον Τισσαφέρνη όσο και από τον Φαρνάβαζο. Επιπλέον, η αναμενόμενη ενέργεια ή το αναμενόμενο αποτέλεσμα συχνά δεν ολοκληρώνονται: ‘η πλοκή δεν είναι πια γραμμική και προσανατολισμένη προς έναν συγκεκριμένο στόχο ούτε οι αναμενόμενες ενέργειες υλοποιούνται: οι Σικελιώτες Έλληνες δεν ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Σπαρτιάτες ούτε οι Σπαρτιάτες εκμεταλλεύτηκαν πλήρως το πλεονέκτημά τους...’. Πρόκειται για ‘την αφήγηση της αναβολής της αναμενόμενης έκβασης’.
Αρκετά γνωρίσματα του 8ου βιβλίου είναι ενδεικτικά της παράξενης φύσης του: η απουσία δημηγοριών, αντιφατικές κρίσεις σχετικά με το ολιγαρχικό πολίτευμα του 411, πολύ μεγάλος αριθμός προβληματικών χωρίων κτλ. Σε αυτά μπορούν να προστεθούν δύο αφηγηματικές αναλήψεις στα χωρία 8.45.1 και 63.3, που εισάγονται με έναν παρόμοιο, κατά τα άλλα ασυνήθιστο λογότυπο (ἐν δέ τούτῳ καί ἔτι πρότερον καί ὑπό γάρ τοῦτον τόν χρόνον καί ἔτι πρότερον), η χρονική εμβέλεια του οποίου παραμένει απροσδιόριστη. Και οι δύο αναλήψεις δεν έχουν αναλογίες στο έργο του Θουκυδίδη. Πουθενά αλλού ο ιστορικός δεν αναδιηγείται λεπτομερώς τα γεγονότα μιας περιόδου που την έχει ήδη πραγματευτεί και πουθενά αλλού στα προηγούμενα βιβλία δεν υπάρχει μια ‘παράλληλη’ περιγραφή των ίδιων γεγονότων. Εκτενείς εσωτερικές αφηγηματικές αναλήψεις δεν απαντούν ούτε στον Όμηρο, αλλά ο Ηρόδοτος στο 8ο βιβλίο ανατρέχει αρκετά πίσω στον αφηγηματικό χρόνο. Στα κεφ. 145.2 κ.ε. αρχίζει την αφήγηση για τα πρώτα αμυντικά μέτρα που έλαβαν οι Έλληνες κατά του Ξέρξη, μολονότι το συνέδριο των Ελλήνων συμμάχων που μνημονεύεται σε αυτό το σημείο στην πραγματικότητα έλαβε χώρα σχεδόν έναν χρόνο (συγκεκριμένα το φθινόπωρο του 481 π.Χ.) πριν από το χρονικό σημείο στο οποίο έχει φτάσει η αφήγηση της προέλασης του Ξέρξη (7.130: ο Ξέρξης στη Θέρμη, αρχές Αυγούστου του 480 π.Χ.).
IV. Αγωνία
Η τεχνική της ‘συνύφανσης’, που χρησιμοποιείται για την περιγραφή των ταυτόχρονων γεγονότων, επιτρέπει στον αναγνώστη να σχηματίσει έμμεσα μια άποψη σχετικά με τα γεγονότα που εξιστορούνται. Αποκαλυπτική για τη χρήση αυτής της τεχνικής από τον Θουκυδίδη είναι και η ανάλυση εκ μέρους της de Romilly της ενότητας στο 6ο βιβλίο που περιγράφει τον απόπλου του Γυλίππου για τη Σικελία το καλοκαίρι του 414 και τις ταυτόχρονες απόπειρες των Αθηναίων να αποκλείσουν τις Συρακούσες (6.93-7.2). Η έμφαση που δίνει ο Θουκυδίδης στην παρ’ ολίγον επιτυχία του αθηναϊκού αποκλεισμού ενισχύει την περίφημη γενική εκτίμησή του για τη Σικελική εκστρατεία που καταγράφεται στο 2.65· 11 (ἡμαρτήθη καί ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς, ὅς οὐ τοσοῦτον γνώμης ἁμάρτημα ἦν πρός οὕς ἐπῇσαν...). Αυτή η ενότητα αποτελεί επίσης ένα λαμπρό παράδειγμα της αριστοτεχνικής χρήσης από τον Θουκυδίδη της αφηγηματικής επιβράδυνσης, που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πώς προκαλείται αφηγηματική αγωνία μέσα στο έργο.
Αλλά τι σημαίνει ‘αγωνία’ σε ένα έργο της αρχαίας αφηγηματικής λογοτεχνίας, και ειδικά σε ένα ιστορικό έργο; Προκειμένου να διεγείρουν και να διατηρήσουν το ενδιαφέρον του ακροατηρίου τους, ο Όμηρος και οι αρχαίοι ιστορικοί κάνουν χρήση αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί ‘επική αγωνία’. Ο επικός ποιητής προσπαθεί διαρκώς να προκαλέσει και να διατηρήσει την αγωνία που αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα εκτυλιχθεί η δράση - πρόκειται για την ονομαζόμενη ‘αγωνία για το πώς’ (“Spannung auf das Wie”). Η ‘αγωνία για την έκβαση’ (“Spannung auf das Was”), δηλαδή η αγωνία όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα τελειώσει η αφήγηση, που συνήθως χρησιμοποιείται στο σύγχρονο μυθιστόρημα, είναι άγνωστη στο έπος, δεδομένου ότι η κατάληξη της ιστορίας είναι γνωστή από την παράδοση. Το ίδιο ισχύει τηρουμένων των αναλογιών και στην περίπτωση των ιστορικών έργων, διότι και αυτά ασχολούνται με γεγονότα η σειρά και το αποτέλεσμα των οποίων είναι ήδη γνωστά. Τα δύο ομηρικά έπη επιτυγχάνουν την αφηγηματική αγωνία μεταξύ άλλων μέσω της επιβράδυνσης, μιας τεχνικής που ο Ηρόδοτος εφαρμόζει εκτεταμένα στα τελευταία τρία βιβλία των Ιστοριών, στον λόγον του Ξέρξη.
Ας εξετάσουμε τώρα το τέλος του 6ου βιβλίου και το πρώτο τμήμα της αρχής του 7ου βιβλίου της Ιστορίας του Θουκυδίδη από την άποψη της αφηγηματικής επιβράδυνσης. Το σπαρτιατικό νήμα της αφήγησης ξεκινά με τις προετοιμασίες του Γυλίππου για το ταξίδι του στη Σικελία (6.93.1-4). Ύστερα από αυτό το τμήμα ακολουθεί αμέσως η περιγραφή ενός αιτήματος για πρόσθετα οικονομικά μέτρα και ιππικό που οι Αθηναίοι στρατηγοί στέλνουν στην εκκλησία του δήμου και από τον συνήθη λογότυπο για το τέλος του 17ου έτους του πολέμου (94.5). Αμέσως μετά και με την έναρξη της επόμενης περιόδου του πολέμου αρχίζει το αθηναϊκό νήμα της αφήγησης. Πρώτα καταγράφονται κάποιες ασήμαντες επιχειρήσεις που ανέλαβαν οι Αθηναίοι κατά των Συρακουσών (94), καθώς και ορισμένα γεγονότα στη Λακεδαίμονα και τη Βοιωτία (95). Στη συνέχεια (96 κ.ε.), ο Θουκυδίδης συνεχίζει την αφήγηση των αψιμαχιών μπροστά από τις Συρακούσες και της οικοδόμησης του αθηναϊκού τείχους με το οποίο επιχειρείται ο αποκλεισμός των Συρακουσών έως το σημείο όπου η αθηναϊκή επιτυχία φαίνεται βέβαιη (103.2) και οι απελπισμένοι Συρακούσιοι αρχίζουν τις επαφές με τον Νικία (103.3). Τότε η αφήγηση ξαναπιάνει το σπαρτιατικό νήμα (104.1): ο Γύλιππος είναι κοντά στο νησί της Λευκάδας και, επειδή οι πληροφορίες από τη Σικελία φαίνεται να δείχνουν ότι οι Συρακούσες έχουν αποκλειστεί εντελώς, χάνει τις ελπίδες του ότι θα σώσει τη Σικελία και αποφασίζει να σιγουρέψει τη νότια Ιταλία. Πλέει στον Τάραντα και από εκεί στέλνει απεσταλμένους, για να ζητήσουν βοήθεια από τους Θουρίους (104.2). Όταν η βοήθεια απορρίπτεται, επιχειρεί να αποπλεύσει από τον Τάραντα, αλλά ένας βόρειος άνεμος τον αναγκάζει να επιστρέφει - ο ρυθμός της αφήγησης εδώ είναι ανυπόφορα αργός, επειδή ο αναγνώστης γνωρίζει ότι η κατάσταση στις Συρακούσες βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού· κάθε μέρα μετράει. Ο Γύλιππος σύρει τα πλοία που έχουν υποστεί ζημιές από την τρικυμία στη στεριά για επισκευή, ενώ ο Νικίας, που έχει ενημερωθεί για την προσέγγιση του Σπαρτιάτη στρατηγού, δεν εντυπωσιάζεται από τον αριθμό των πλοίων του Σπαρτιάτη (θεωρεί ότι η ναυτική δύναμη ‘αρκεί μόνο για πειρατικά ταξίδια’) και δίνει ελάχιστη σημασία σε αυτά (104.3). Ύστερα από ένα παρενθετικό κεφάλαιο με θέμα τις αθηναϊκές εισβολές στη Λακωνία που οδηγούν στην ‘καταφανή’ παραβίαση της ανακωχής ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη (105), συνοδεύουμε τον Γύλιππο στο ταξίδι του στους Λοκρούς (7.1.1). Εκεί οι Σπαρτιάτες ανακαλύπτουν ότι ο αποκλεισμός των Συρακουσών δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί και μελετούν προσεκτικά ‘αν πρέπει να αποτολμήσουν να πλεύσουν στο λιμάνι ή ... να πλεύσουν πρώτα στην Ιμέρα, να συγκεντρώσουν τους ίδιους τους Ιμεραίους και όσες άλλες δυνάμεις μπορούν να στρατολογήσουν και να προχωρήσουν από την ξηρά’. Τέσσερα πλοία που έχουν σταλεί από τον Νικία δεν έχουν φτάσει ακόμα στο Ρήγιο και οι Σπαρτιάτες φτάνουν στην Ιμέρα, αφού περάσουν από τα λιμάνια του Ρηγίου και της Μεσσήνης. Εδώ ο Γύλιππος συγκεντρώνει τον στρατό του και ξεκινά για τις Συρακούσες· στο μεταξύ ‘ο Γογγύλος, ένας από τους Κορίνθιους αρχηγούς, φτάνει στις Συρακούσες, λίγο πριν από τον Γύλιππο, και τους βρίσκει έτοιμους να συγκαλέσουν συμβούλιο, προκειμένου να θέσουν τέρμα στον πόλεμο’ (2.1). Αυτό είναι η πρώτη κορύφωση της αγωνίας. Οι συγκεντρωμένοι Συρακουσιοι παίρνουν θάρρος και εξέρχονται από την πόλη τους πανστρατιά, για να συναντήσουν τον Γύλιππο· τα δύο στρατεύματα ενώνονται και επιτίθενται στο αθηναϊκό τείχος (7.2.3)· Ο αφηγηματικός ρυθμός συνεχίζει να επιταχύνεται αισθητά, καθώς πλησιάζουμε στη λύση της αγωνίας: ‘Από σύμπτωση ήρθε τη στιγμή που οι Αθηναίοι είχαν τελειώσει επτά ή οκτώ στάδια από το διπλό τείχος το οποίο έφτιαχναν προς το μεγάλο λιμάνι και δεν τους έμενε παρά ένα μικρό κομμάτι ως τη θάλασσα· σε αυτό δούλευαν ακόμη. Για το άλλο τμήμα του τείχους, που θα άρχιζε από το κυκλικό οχύρωμα και θα προχωρούσε προς τον Τρωγίλο και την άλλη θάλασσα, είχαν κιόλας σωριαστεί οι πέτρες στο μεγαλύτερο μήκος του- εδώ κι εκεί είχαν αφήσει μερικά τμήματα μισοχτισμένα κι άλλα τελειωμένα’. Το συμπέρασμα του Θουκυδίδη: ‘από τόσο μόνο γλύτωσαν οι Συρακούσες’ (7.2.4). Όπως έχει ορθώς παρατηρηθεί, η αφήγηση του ιστορικού θυμίζει το επικό παρολίγον.
Μια άλλη τεχνική που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης για να διατηρήσει το ενδιαφέρον του ακροατηρίου είναι η βαθμιαία διευκρίνιση της πορείας των γεγονότων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές στο επεισόδιο της Πύλου, που έχει αναλύσει ο Connor: ‘στα πρώτα κεφάλαια του 4ου βιβλίου ... ο αναγνώστης οδηγείται βαθμηδόν από μια πολύ ανέμελη, σχεδόν περιφρονητική, στάση απέναντι στην επιχείρηση σε μια αυξανόμενη επίγνωση των λεπτομερειών του σχεδίου του Δημοσθένη και σε μια εντεινόμενη επικέντρωση στις προοπτικές και τη σημασία του. Η Σικελία, η Κέρκυρα και οι υπόλοιπες επιχειρήσεις τίθενται στο παρασκήνιο· η αφήγηση γίνεται πιο ζωντανή και δραματική· αναγνωρίζουμε μια από τις πιο σημαντικές εκστρατείες του πολέμου’. Η ίδια τεχνική χρησιμοποιείται εν μέρει στην περιγραφή της εκστρατείας του Βρασίδα στη Θράκη: μόνο στο χωρίο 4.81 οι προηγούμενες συνοπτικές αναφορές στην εκστρατεία του Σπαρτιάτη στρατηγού (4.70.1· 4.71.2· 4.78 κτλ.) γίνονται ακριβέστερες, καθώς ο αναγνώστης μαθαίνει για τους συγκεκριμένους στόχους που η Σπάρτη ελπίζει ότι θα επιτύχει με την αποστολή του Βρασίδα στη Βόρεια Ελλάδα. Η ομοιότητα με την ομηρική τεχνική της βαθμιαίας διευκρίνισης των μελλοντικών γεγονότων (τη λεγόμενη ‘σταδιακή αποκάλυψη του μέλλοντος’), που μελετήθηκε από τον Wolfgang Schadewaldt, είναι εμφανής.
V. Αφηγηματικά σχήματα
Η χρήση αφηγηματικών σχημάτων, που απορρέουν από τη ‘σχεδόν αρχιτεκτονική ποιότητα του μυαλού του Θουκυδίδη’, είναι μια αφηγηματική μέθοδος που εφαρμόζεται με σκοπό την έμμεση νοηματοδότηση του κειμένου. Μαζί με την τεχνική της διάρθρωσης του αφηγηματικού χρόνου που συζητήθηκε παραπάνω ανήκει στη χαρακτηριστική μέθοδο της έμμεσης ερμηνείας των γεγονότων εκ μέρους του Θουκυδίδη ή σε αυτό που ο Karl Reinhardt έχει αποκαλέσει ‘το μη ειπωμένο’ (das “Nicht-Gesagte”), που ‘υπάρχει τόσο απτά μέσα στο έργο που κανείς βρίσκεται ξανά και ξανά αναγκασμένος να συμπληρώσει αυτό που λέγεται με αυτό που δεν λέγεται’ (‘so zum Greifen dicht, so spiirbar in das Werk hineinreichte, so dab man sich immer wieder gezwungen sieht, das, was gesagt wird, aus dem Nicht-Gesagten zu erganzen’). Η χρήση αφηγηματικών σχημάτων μπορεί να χωριστεί σε διάφορες κατηγορίες: αλληλεπίδραση λόγων και αφήγησης, αντίστιξη, εσωτερικές παραπομπές και προοικονομία.
α. Αλληλεπίδραση μεταξύ λόγων και αφήγησης
Η πιο συνήθης μορφή αφηγηματικού σχήματος είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ λόγων και έργων που απαντά σε ολόκληρο το έργο. Είναι στενά συνδεδεμένη με την εσωτερική εστίαση από την άποψη ότι και οι δύο τεχνικές βασίζονται στην συναγωγή των κινήτρων από τα ίδια τα γεγονότα (στην περίπτωση των δημηγοριών από κίνητρα που θεωρείται ότι δηλώνονται ρητά και στην περίπτωση της εσωτερικής εστίασης από υπονοούμενα κίνητρα). Οι λόγοι και τα έργα ‘σχηματίζουν μια αρραγή ενότητα’, είναι αλληλένδετα, καθώς ‘αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοενισχύονται’: ξεχωριστοί λόγοι ή ομάδες λόγων προοικονομούν μεταγενέστερες επιμέρους εξελίξεις ή ολόκληρες χρονικές περιόδους (παράδειγμα αποτελούν οι λόγοι του Αρχίδαμου ή του Φορμίωνα στα χωρία 2.11 και 2.89 ή η τριάδα λόγων πριν από τη Σικελική εκστρατεία) και, αντιστρόφως, οι λόγοι επιβεβαιώνονται στη συνέχεια της αφήγησης, εν μέρει ή πλήρως, από τα ίδια τα έργα.
β. Αντίστιξη
Στο επίπεδο της σύνθεσης του έργου η χρήση αφηγηματικών σχημάτων εμφανίζεται ως αντίστιξη που ‘αναγκάζει τον αναγνώστη να ερμηνεύσει μεμονωμένα συμβάντα υπό το φως άλλων με τα οποία αυτά είναι στενά συνδεδεμένα’. Η αντίστιξη αυτού του είδους χρησιμεύει πρωτίστως στη δημιουργία δραματικής ειρωνείας, που τονίζει κυρίως την αντίθεση ανάμεσα στην πρόθεση και την υλοποίησή της, ανάμεσα στο σχέδιο και την πραγματικότητα - ένα βασικό συστατικό στοιχείο της τραγικής θεώρησης της ιστορίας από τον Θουκυδίδη, όπως έχει δείξει ο Stahl (2003).
Το πιο διάσημο παράδειγμα είναι ασφαλώς η αντίστιξη του Διαλόγου των Μηλίων και της Σικελικής εκστρατείας. Η ‘παρατακτική’ σύνδεση των δύο αθηναϊκών επιχειρήσεων είναι χαρακτηριστική: “Η πολιορκία έγινε στενότερη. Έγινε και κάποια προδοσία και οι Μήλιοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν στην διάκριση των Αθηναίων, οι οποίοι σκότωσαν όλους τους ενηλίκους Μηλίους που έπιασαν και υποδούλωσαν τα γυναικόπαιδα. Αργότερα, έστειλαν πεντακόσιους αποίκους και τους εγκατέστησαν στο νησί. Τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι σχεδίαζαν να στείλουν στόλο στην Σικελία μεγαλύτερο από εκείνον που είχε πάει με τον Λάχητα και τον Ευρυμέδοντα και, αν μπορούσαν, να την υποτάξουν. Οι περισσότεροι από τους Αθηναίους δεν ήξεραν ούτε την έκταση της Σικελίας, ούτε τον αριθμό των κατοίκων της, Ελλήνων και βαρβάρων, ούτε υποπτεύονταν ότι θα άρχιζαν έναν πόλεμο ο οποίος ελάχιστα θα διέφερε σε σπουδαιότητα, από τον πόλεμο εναντίον των Πελοποννησίων’. (5.116.4-6.1.1). Η απότομη μετάβαση χρησιμεύει για να παρουσιάσει τη Μήλο ως προεισαγωγή της Σικελικής καταστροφής (και κατ' επέκταση της τελικής καταστροφής του 404). Με την τραγική ειρωνεία να ενισχύεται από λεκτικές επαναλήψεις, τα γεγονότα στη Σικελία υπονομεύουν ριζικά τις κύριες αρχές της αθηναϊκής ιδεολογίας που διακηρύχθηκαν με υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση στον Διάλογο των Μηλίων.
Άλλα παραδείγματα αυτού του είδους αντίστιξης: μια σχέση θέσης και αντίθεσης υφίσταται ανάμεσα στον Επιτάφιο και στη λεπτομερή περιγραφή του λοιμού που ακολουθεί αμέσως μετά, ανάμεσα στην εικόνα της άθικτης πολιτείας και στην αποσύνθεσή της. Μια παρόμοια ειρωνεία παρατηρείται στις περιγραφές του επεισοδίου της Μυτιλήνης και των Πλαταιών στο 3ο βιβλίο. Η Αθήνα, η πόλις τύραννος, βρίσκει τον δρόμο της μετριοπάθειας και της πολιτικής σύνεσης στη δεύτερη εκκλησία του δήμου που αποφασίζει για τη μοίρα των Μυτιληναίων, ενώ οι Σπαρτιάτες, οι απελευθερωτές της Ελλάδας, στήνουν μια παρωδία δικαστηρίου και καταδικάζουν σε θάνατο τους Πλαταιείς που έχουν παραδοθεί. Τέλος, το 4ο βιβλίο διαρθρώνεται σε μεγάλο βαθμό γύρω από την αντίστιξη της αθηναϊκής νίκης και της σπαρτιατικής ήττας στη Σφακτηρία και την αντιστροφή αυτής της κατάστασης στη Βοιωτία και τη Βόρεια Ελλάδα.
γ. Εσωτερικές παραπομπές και προοικονομία
Η χρήση αφηγηματικών σχημάτων έχει επίσης ως στόχο να συνδέσει απομακρυσμένα τμήματα του έργου: ‘αυτό που είναι αξιοθαύμαστο στο έργο του Θουκυδίδη είναι ο τρόπος με τον οποίο συγκροτείται η συνοχή διακριτών επεισοδίων με άλλα τμήματα της ιστορίας μέσω δομικών και θεματικών συνδέσμων: αυτός είναι ένας από τους κυριότερους τρόπους με τους οποίους ο Θουκυδίδης κατορθώνει να υπερβεί τα ατομικά γεγονότα, προκειμένου να φανερώσει τα βαθύτερα ιστορικά αίτια’.
Αυτές οι εσωτερικές παραπομπές είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακές στις περιπτώσεις στις οποίες δύο λόγοι που εκφωνήθηκαν σε διαφορετικά μέρη αντιπαρατίθενται, εν μέρει ή πλήρως, ως λόγος και αντίλογος. Πασίγνωστα παραδείγματα είναι ο πρώτος λόγος του Περικλή ενώπιον της αθηναϊκής εκκλησίας του δήμου, το μεγαλύτερο τμήμα του οποίου (1.141.2-144.1) αντιστοιχεί σε ένα τμήμα του λόγου που εκφωνήθηκε από τους Κορινθίους κατά τη διάρκεια μιας συνέλευσης της Πελοποννησιακής συμμαχίας στη Σπάρτη (1.121-122.1), και ορισμένοι λόγοι στρατηγών που εκφωνήθηκαν την ίδια σχεδόν στιγμή ενώπιον διαφορετικών ακροατηρίων. Για παράδειγμα, ο λόγος του Φορμίωνα πριν από τη ναυμαχία στη Ναύπακτο (2.89) αποτελεί απάντηση στον λόγο των Πελοποννησίων στρατηγών, που προηγείται στο κείμενο του Θουκυδίδη και (υποτίθεται ότι) εκφωνήθηκε την ίδια χρονική στιγμή στην απέναντι πλευρά του Κορινθιακού Κόλπου (2.87). Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει επίσης έναν λόγο του Βρασίδα (4.11.4), ο οποίος αποτελεί απάντηση σε μια σύντομη ομιλία του Δημοσθένη (4.10), τον λόγο του Αθηναίου στρατηγού, του Ιπποκράτη, πριν από τη μάχη του Δηλίου (4.95), ο οποίος παρουσιάζει εντυπωσιακές αναλογίες με τον λόγο του Βοιωτού Παγώνδα που προηγείται (4.92), τον λόγο του Βρασίδα στο χωρίο 5.9, που αντιστοιχεί στην περιγραφή των προθέσεων του Κλέωνα στο χωρίο 5.7, ή τον λόγο του Γυλίππου και των Συρακουσίων στρατηγών (7.66-68) πριν από την αποφασιστική μάχη στο λιμάνι των Συρακουσών, ο οποίος αποτελεί απάντηση στον προηγούμενο λόγο του Νικία (7.61-64).
Στο αφηγηματικό τμήμα του έργου παρόμοιες παραπομπές εξυπηρετούν πρωτίστως τον σκοπό της προοικονομίας. Ακόμα και εκτενείς ενότητες φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους με τον τρόπο αυτόν. Στο πρώτο τμήμα του 6ου βιβλίου, στην αρχή της Σικελικής εκστρατείας, η δομή, τα κυριότερα κίνητρα και οι ρόλοι κάποιων βασικών πρωταγωνιστών είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοιε με εκείνα στο 1ο βιβλίο, πριν από την έκρηξη του Αρχιδάμειου Πολέμου. Και στις δύο περιπτώσεις προτάσσεται μια ‘αρχαιολογία’ που πραγματεύεται την έννοια της δύναμης· και στις δύο η απόφαση για την κήρυξη του πολέμου λαμβάνεται σε διεξοδικές δημόσιες συζητήσεις· και στις δύο υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν την απόφαση και αυτοί που προειδοποιούν· και στις δύο, τέλος, ο ιστορικός υπογραμμίζει την ἀληθεστάτην πρόφασιν που λανθάνει πίσω από τις απλές αφορμές. Σε μικρότερη κλίμακα οι παρεκβάσεις σχετικά με τον Θεμιστοκλή και τον Παυσανία προοικονομούν τον ρόλο του Περικλή και του Αλκιβιάδη αλλά αναμφίβολα επίσης και του Λύσανδρου· ο πανούργος αλλά άτυχος Κορίνθιος Αρισταίος, ο κύριος αντίπαλος των Αθηναίων σε ένα από τα προκαταρκτικά επεισόδια του πολέμου, στην υπόθεση της Ποτείδαιας, προεικονίζει τον Βρασίδα· ο νωθρός Σπαρτιάτης Αλκίδας και η εξέγερση των Μυτιληναίων στο 3ο βιβλίο αντιπαρατίθενται στον δυναμικό Αλκιβιάδη και στην εξέγερση της Χίου στο 8ο βιβλίο· η καταστροφή της Αθήνας στη Σικελία μοιάζει πολύ με την ήττα της Σπάρτης στην Πύλο, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο Θουκυδίδης (7.71.7)· ο υπερήφανος απόπλους του αθηναϊκού στόλου στην αρχή του 6ου βιβλίου τοποθετείται σε αντίστιξη προς τον τραγικό αφανισμό του αθηναϊκού στρατού στο τέλος του 7ου βιβλίου κτλ.
Αυτή η τεχνική θεματικών αντιστοιχιών του Θουκυδίδη πρέπει να αναχθεί στον Όμηρο και στον Ησίοδο και, με τις ποικίλες εκφάνσεις της, συνιστά ένα σημαντικό ενοποιητικό μέσο, απαραίτητο σε εκτενείς αφηγήσεις. Τόσο στα ομηρικά έπη όσο και στις Ιστορίες του Ηροδότου θέματα, μοτίβα, σκηνές και άτομα αντιστιχίζονται ή έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, συχνά για μεγάλα ανύσματα της αφήγησης, όπως έχει αποδειχθεί κυρίως από την ‘ενωτική’ τάση της έρευνας του Ομήρου και του Ηροδότου. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα από τον Ηρόδοτο· το μοτίβο της επανάληψης δύο πολέμων, γνωστό από τον Θουκυδίδη (Ιο βιβλίο-6ο βιβλίο), απαντά, τηρουμένων των αναλογιών, και στο δικό του έργο. Ο σκυθικός λόγος στο 4ο βιβλίο λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως μια λεπτομερής προοικονομία της περσικής επίθεσης εναντίον της Ελλάδας: και τα δύο τμήματα μοιράζονται ένα πλήθος πολύ χαρακτηριστικών μοτίβων (τη μορφή του συμβούλου που προειδοποιεί, παρόμοια απεικόνιση των Σκυθών και των Ελλήνων, ακόμα και μια υπονοούμενη διάκριση ανάμεσα στην αληθινή αιτία και την απλή αφορμή, τα θέματα της εκδίκησης και της επέκτασης μιας αυτοκρατορίας).
Συνοψίζουμε: ο Θουκυδίδης έμαθε την τέχνη της αφήγησης στο σχολείο των ομηρικών επών, ιδιαίτερα όσον αφορά ορισμένα κύρια συστατικά της τέχνης αυτής. Σε αυτό ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό το παράδειγμα του Ηροδότου. Σε ορισμένες όψεις της αφήγησης του Θουκυδίδη μπορεί να ανιχνευθεί μια έντονη αποστασιοποίηση από τον Αλικαρνασσέα ιστορικό και μια επιστροφή στην πιο παραδοσιακή ομηρική πρακτική: η αφηγηματική φωνή γίνεται πιο απρόσωπη (όπως ο Όμηρος και αντίθετα από τον Ηρόδοτο ο αφηγητής Θουκυδίδης εμφανίζεται στο προσκήνιο μόνο περιστασιακά), τα καθαρώς περιγραφικά χωρία (ένα ουσιώδες γνώρισμα των Ιστοριών του Ηροδότου) γίνονται σπανιότερα, ο μιμητικός χαρακτήρας της αφήγησης γίνεται πιο εμφανής με τη συνεπή χρήση της εσωτερικής εστίασης και την τακτική χρήση δημηγοριών (που απαντούν μάλλον σποραδικά στον Ηρόδοτο και είναι πολύ συντομότερες), η ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη στην εξέλιξη της αφήγησης ενθαρρύνεται και, τέλος, η ‘πλοκή’ είναι σαφέστερα προσανατολισμένη προς τον στόχο και το τέλος της αφήγησης.
-------------------------