ΣΤ. πέμπτη, τετράς, τρίτη, μετὰ ταύτην δευτέρα,
εἶθ᾽, ἣν ἐγὼ μάλιστα πασῶν ἡμερῶν
δέδοικα καὶ πέφρικα καὶ βδελύττομαι,
εὐθὺς μετὰ ταύτην ἔσθ᾽ ἕνη τε καὶ νέα.
1135 πᾶς γάρ τις ὀμνύς, οἷς ὀφείλων τυγχάνω,
θείς μοι πρυτανεῖ᾽ ἀπολεῖν μέ φησι κἀξολεῖν·
ἐμοῦ τε μέτρια καὶ δίκαι᾽ αἰτουμένου·
ὦ δαιμόνιε, τὸ μέν τι νυνὶ μὴ λάβῃς,
τὸ δ᾽ ἀναβαλοῦ μοι, τὸ δ᾽ ἄφες, οὔ φασίν ποτε
1140 οὕτως ἀπολήψεσθ᾽, ἀλλὰ λοιδοροῦσί με
ὡς ἄδικός εἰμι, καὶ δικάσεσθαί φασί μοι.
νῦν οὖν δικαζέσθων· ὀλίγον γάρ μοι μέλει,
εἴπερ μεμάθηκεν εὖ λέγειν Φειδιππίδης.
τάχα δ᾽ εἴσομαι κόψας τὸ φροντιστήριον.
1145 παῖ, ἠμί, παῖ παῖ. ΣΩ. Στρεψιάδην ἀσπάζομαι.
ΣΤ. κἄγωγέ σ᾽· ἀλλὰ τουτονὶ πρῶτον λαβέ·
χρὴ γὰρ ἐπιθαυμάζειν τι τὸν διδάσκαλον.
καί μοι τὸν υἱόν, εἰ μεμάθηκε τὸν λόγον
ἐκεῖνον, εἴφ᾽, ὃν ἀρτίως εἰσήγαγες.
1150 ΣΩ. μεμάθηκεν. ΣΤ. εὖ γ᾽, ὦ παμβασίλει᾽ Ἀπαιόλη.
ΣΩ. ὥστ᾽ ἀποφύγοις ἂν ἥντιν᾽ ἂν βούλῃ δίκην.
ΣΤ. κεἰ μάρτυρες παρῆσαν, ὅτ᾽ ἐδανειζόμην;
ΣΩ. πολλῷ γε μᾶλλον, κἂν παρῶσι χίλιοι.
ΣΤ. βοάσομαι τἄρα τὰν ὑπέρτονον
1155 βοάν. ἰὼ κλάετ᾽, ὦβολοστάται,
αὐτοί τε καὶ τἀρχαῖα καὶ τόκοι τόκων·
οὐδὲν γὰρ ἄν με φλαῦρον ἐργάσαισθ᾽ ἔτι,
οἷος ἐμοὶ τρέφεται
τοῖσδ᾽ ἐνὶ δώμασι παῖς,
1160 ἀμφήκει γλώττῃ λάμπων,
πρόβολος ἐμός, σωτὴρ δόμοις, ἐχθροῖς βλάβη,
λυσανίας πατρῴων μεγάλων κακῶν·
ὃν κάλεσον τρέχων ἔνδοθεν ὡς ἐμέ.
1165 ὦ τέκνον, ὦ παῖ, ἔξελθ᾽ οἴκων,
ἄιε σοῦ πατρός.
ΣΩ. ὅδ᾽ ἐκεῖνος ἀνήρ.
ΣΤ. ὦ φίλος, ὦ φίλος.
ΣΩ. ἄπιθι συλλαβών.
1170 ΣΤ. ἰὼ ἰώ, τέκνον· ἰώ, ἰοῦ ἰοῦ.
***
Βγαίνει από το σπίτι του ο Στρεψιάδης κρατώντας ένα σακί αλεύρι. ΣΤΡ. Η πέμπτη μέρα πριν τελειώσει ο μήνας,
τέταρτη, τρίτη, δεύτερη κατόπι,
κι έπειτ᾽ αυτή που πιότερο, αχ, απ᾽ όλες
φοβούμαι και σιχαίνομαι και τρέμω,
του φεγγαριού η στερνή και πρώτη μέρα.
Γιατί όλοι οι δανειστές μου ορκίζονται ότι,
παράβολο αφού παν και καταθέσουν,
θα με τσακίσουν, θα με κάμουν λιώμα.
Ζητώ εγώ κάτι λογικό και δίκιο:
«Καλέ μου, αυτό μη μου το πάρεις τώρα,
για αυτό μια αναβολή, τ᾽ άλλο άσε μού το.»
«Ποτέ» απαντούν «δε θα τα πάρουμε έτσι»
1140 και με βρίζουν κι είμαι άτιμος μου λένε
και πως στο δικαστήριο θα με πάνε.
Μικρή διακοπή.
Και δε με πάνε! Αν έμαθε ευγλωττία
ο Φειδιππίδης, δυάρα εγώ δε δίνω.
Και θα το μάθω ευθύς· χτυπάω την πόρτα.
Μικρέ! Μ᾽ ακούς; Μικρέ!
Ανοίγει η πόρτα του σπουδαστηρίου και παρουσιάζεται ο ίδιος ο Σωκράτης.
ΣΩΚ. Στρεψιάδη, γεια σου.
ΣΤΡ. Γεια και χαρά σου. Πάρε πρώτα τούτο·
Του δίνει το σακί το αλεύρι.
στο δάσκαλο χρωστούμε κάποιο δώρο.
Κι ο γιος μου, που τον πήρες μαθητή σου,
τον άδικο έχει μάθει λόγο; Πες μου.
ΣΩΚ. Τον έμαθε. ΣΤΡ. Ω Κατεργαριά, ω αφέντρα
1150 του κόσμου! Ζήτω! ΣΩΚ. Κι έτσι απ᾽ όποια θέλεις
δίκη μπορείς να ξεγλιστράς. ΣΤΡ. Κι ας ήταν
μάρτυρες τη στιγμή που δανειζόμουν;
ΣΩΚ. Ακόμα πιο καλά· κι ας ήταν χίλιοι.
ΣΤΡ. Ζήτω, ζήτω! Δυνατή φωνή θα βγάλω.
Κλάψτε, τοκογλύφοι εσείς.
Κλάψτε κι εσείς, κεφάλαια, τόκων τόκοι,
τώρ᾽ από σας κακό πια δε φοβούμαι.
Μες στο σπίτι μου έχω γιο,
ένα γιο έχω γω τρανό,
1160 που αστραψιές πετάει η δίκοπή του γλώσσα·
ο φρουρός μου, του σπιτιού ο σωτήρας είναι,
είναι σκιάχτρο των εχθρών μου,
του γονιού του λυτρωτής απ᾽ τα δεινά.
Φώναξέ τον, νά ᾽ρθει εδώ κοντά μου αμέσως.
Έβγα, γιε μου, έβγα παιδί μου, από κει μέσα·
ο πατέρας σου σε κράζει κι άκουσέ τον.
ΣΩΚ. Νά τον, έρχεται ο λεβέντης.
ΣΤΡ. Ω καλέ κι αγαπητέ μου.
ΣΩΚ. Άιντε, πάρ᾽ τονε μαζί σου.
1170 ΣΤΡ. Γιόκα, γιόκα μου, ω χαρές!
εἶθ᾽, ἣν ἐγὼ μάλιστα πασῶν ἡμερῶν
δέδοικα καὶ πέφρικα καὶ βδελύττομαι,
εὐθὺς μετὰ ταύτην ἔσθ᾽ ἕνη τε καὶ νέα.
1135 πᾶς γάρ τις ὀμνύς, οἷς ὀφείλων τυγχάνω,
θείς μοι πρυτανεῖ᾽ ἀπολεῖν μέ φησι κἀξολεῖν·
ἐμοῦ τε μέτρια καὶ δίκαι᾽ αἰτουμένου·
ὦ δαιμόνιε, τὸ μέν τι νυνὶ μὴ λάβῃς,
τὸ δ᾽ ἀναβαλοῦ μοι, τὸ δ᾽ ἄφες, οὔ φασίν ποτε
1140 οὕτως ἀπολήψεσθ᾽, ἀλλὰ λοιδοροῦσί με
ὡς ἄδικός εἰμι, καὶ δικάσεσθαί φασί μοι.
νῦν οὖν δικαζέσθων· ὀλίγον γάρ μοι μέλει,
εἴπερ μεμάθηκεν εὖ λέγειν Φειδιππίδης.
τάχα δ᾽ εἴσομαι κόψας τὸ φροντιστήριον.
1145 παῖ, ἠμί, παῖ παῖ. ΣΩ. Στρεψιάδην ἀσπάζομαι.
ΣΤ. κἄγωγέ σ᾽· ἀλλὰ τουτονὶ πρῶτον λαβέ·
χρὴ γὰρ ἐπιθαυμάζειν τι τὸν διδάσκαλον.
καί μοι τὸν υἱόν, εἰ μεμάθηκε τὸν λόγον
ἐκεῖνον, εἴφ᾽, ὃν ἀρτίως εἰσήγαγες.
1150 ΣΩ. μεμάθηκεν. ΣΤ. εὖ γ᾽, ὦ παμβασίλει᾽ Ἀπαιόλη.
ΣΩ. ὥστ᾽ ἀποφύγοις ἂν ἥντιν᾽ ἂν βούλῃ δίκην.
ΣΤ. κεἰ μάρτυρες παρῆσαν, ὅτ᾽ ἐδανειζόμην;
ΣΩ. πολλῷ γε μᾶλλον, κἂν παρῶσι χίλιοι.
ΣΤ. βοάσομαι τἄρα τὰν ὑπέρτονον
1155 βοάν. ἰὼ κλάετ᾽, ὦβολοστάται,
αὐτοί τε καὶ τἀρχαῖα καὶ τόκοι τόκων·
οὐδὲν γὰρ ἄν με φλαῦρον ἐργάσαισθ᾽ ἔτι,
οἷος ἐμοὶ τρέφεται
τοῖσδ᾽ ἐνὶ δώμασι παῖς,
1160 ἀμφήκει γλώττῃ λάμπων,
πρόβολος ἐμός, σωτὴρ δόμοις, ἐχθροῖς βλάβη,
λυσανίας πατρῴων μεγάλων κακῶν·
ὃν κάλεσον τρέχων ἔνδοθεν ὡς ἐμέ.
1165 ὦ τέκνον, ὦ παῖ, ἔξελθ᾽ οἴκων,
ἄιε σοῦ πατρός.
ΣΩ. ὅδ᾽ ἐκεῖνος ἀνήρ.
ΣΤ. ὦ φίλος, ὦ φίλος.
ΣΩ. ἄπιθι συλλαβών.
1170 ΣΤ. ἰὼ ἰώ, τέκνον· ἰώ, ἰοῦ ἰοῦ.
***
Βγαίνει από το σπίτι του ο Στρεψιάδης κρατώντας ένα σακί αλεύρι. ΣΤΡ. Η πέμπτη μέρα πριν τελειώσει ο μήνας,
τέταρτη, τρίτη, δεύτερη κατόπι,
κι έπειτ᾽ αυτή που πιότερο, αχ, απ᾽ όλες
φοβούμαι και σιχαίνομαι και τρέμω,
του φεγγαριού η στερνή και πρώτη μέρα.
Γιατί όλοι οι δανειστές μου ορκίζονται ότι,
παράβολο αφού παν και καταθέσουν,
θα με τσακίσουν, θα με κάμουν λιώμα.
Ζητώ εγώ κάτι λογικό και δίκιο:
«Καλέ μου, αυτό μη μου το πάρεις τώρα,
για αυτό μια αναβολή, τ᾽ άλλο άσε μού το.»
«Ποτέ» απαντούν «δε θα τα πάρουμε έτσι»
1140 και με βρίζουν κι είμαι άτιμος μου λένε
και πως στο δικαστήριο θα με πάνε.
Μικρή διακοπή.
Και δε με πάνε! Αν έμαθε ευγλωττία
ο Φειδιππίδης, δυάρα εγώ δε δίνω.
Και θα το μάθω ευθύς· χτυπάω την πόρτα.
Μικρέ! Μ᾽ ακούς; Μικρέ!
Ανοίγει η πόρτα του σπουδαστηρίου και παρουσιάζεται ο ίδιος ο Σωκράτης.
ΣΩΚ. Στρεψιάδη, γεια σου.
ΣΤΡ. Γεια και χαρά σου. Πάρε πρώτα τούτο·
Του δίνει το σακί το αλεύρι.
στο δάσκαλο χρωστούμε κάποιο δώρο.
Κι ο γιος μου, που τον πήρες μαθητή σου,
τον άδικο έχει μάθει λόγο; Πες μου.
ΣΩΚ. Τον έμαθε. ΣΤΡ. Ω Κατεργαριά, ω αφέντρα
1150 του κόσμου! Ζήτω! ΣΩΚ. Κι έτσι απ᾽ όποια θέλεις
δίκη μπορείς να ξεγλιστράς. ΣΤΡ. Κι ας ήταν
μάρτυρες τη στιγμή που δανειζόμουν;
ΣΩΚ. Ακόμα πιο καλά· κι ας ήταν χίλιοι.
ΣΤΡ. Ζήτω, ζήτω! Δυνατή φωνή θα βγάλω.
Κλάψτε, τοκογλύφοι εσείς.
Κλάψτε κι εσείς, κεφάλαια, τόκων τόκοι,
τώρ᾽ από σας κακό πια δε φοβούμαι.
Μες στο σπίτι μου έχω γιο,
ένα γιο έχω γω τρανό,
1160 που αστραψιές πετάει η δίκοπή του γλώσσα·
ο φρουρός μου, του σπιτιού ο σωτήρας είναι,
είναι σκιάχτρο των εχθρών μου,
του γονιού του λυτρωτής απ᾽ τα δεινά.
Φώναξέ τον, νά ᾽ρθει εδώ κοντά μου αμέσως.
Έβγα, γιε μου, έβγα παιδί μου, από κει μέσα·
ο πατέρας σου σε κράζει κι άκουσέ τον.
ΣΩΚ. Νά τον, έρχεται ο λεβέντης.
ΣΤΡ. Ω καλέ κι αγαπητέ μου.
ΣΩΚ. Άιντε, πάρ᾽ τονε μαζί σου.
1170 ΣΤΡ. Γιόκα, γιόκα μου, ω χαρές!