Από το βιβλίο του Τέκτονα Albert Pike “Αρχές και Φιλοσοφία των Ελευθεροτεκτόνων του Αρχαίου και Αποδεδειγμένου Σκωτικού τύπου” και πιο συγκεκριμένα, απόσπασμα από τις σελίδες 89 έως 100 :
Εισήλθατε εδώ εν μέσω ζόφου (
ερέβους), βαδίσατε στην σκιά και είστε ενδεδυμένοι πένθιμα. Θρηνήστε μαζί μας την θλιβερή κατάσταση του ανθρωπίνου γένους σε αυτή την κοιλάδα των δακρύων. Τις δυστυχίες των ανθρώπων και τις αγωνίες των Εθνών. Το σκότος της συγχυσμένης ψυχής που συνθλίβεται από την αμφιβολία και το φόβο του μελλούμενου!
Δεν υπάρχει ανθρώπινη ψυχή που ορισμένες φορές να μην θλίβεται. Δεν υπάρχει ευγενική ψυχή που κάποιες φορές να μην απελπίζεται. Ίσως δεν υπάρχει κανείς – από όλους εκείνους που δεν σκέπτονται κάτι περισσότερο από τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του σώματος τους - που κάποιες φορές να μην αιφνιδιάζεται και να μην τρομοκρατείται από τα φοβερά ερωτήματα – αισθανόμενος σαν να είναι ένοχος επειδή δεν απάντησε σε αυτά – τα οποία ψιθυρίζονται στα εσώτατα βάθη του. Κάποιος Δαίμονας φαίνεται να τον βασανίζει με αμφιβολίες και να επιζητεί να τον συνθλίψει με την απελπισία, ρωτώντας τον εάν είναι βέβαιος ότι οι πεποιθήσεις του είναι αληθείς και η πίστη του καλά εδραιωμένη. Εάν είναι πραγματικά βέβαιος ότι ένας θεός Άπειρης Αγάπης και Ευεργεσίας κυβερνά το σύμπαν, ή ότι υπάρχει μόνον κάποια πανίσχυρη ανελέητη Μοίρα και σιδηρά Ανάγκη, που είναι κρυμμένη στο αδιαπέραστο σκότος και στην οποία οι άνθρωποι – με τα βάσανα και τις θλίψεις τους, τις ελπίδες και τις χαρές τους, τις φιλοδοξίες και τις πράξεις τους - είναι αδιάφοροι ή δεν είναι για αυτήν σημαντικότεροι από τα μόρια της σκόνης που χορεύουν στο φως του ηλίου.
Ή ότι υπάρχει ένα Ον που διασκεδάζει με την απίστευτη ματαιοδοξία και ανοησία, τις αγωνίες και τις συσπάσεις των ασήμαντων εντόμων που αποτελούν την ανθρωπότητα και που αυτή η ανθρωπότητα επιπόλαια φαντάζεται ότι ομοιάζει με τον Παντοδύναμο. "Τι είμαστε εμείς;" ερωτά ο Πειράζων, "Δεν είμαστε παρά μαριονέτες σε ένα θέατρο. Ω! Παντοδύναμο πεπρωμένο, τράβα τα νήματα μας απαλά. Χόρεψε μας με επιείκεια στην δυστυχισμένη μικρή μας σκηνή". "Δεν είναι," ψιθυρίζει ο Δαίμονας, "παρά μόνον η υπέρμετρη ματαιοδοξία του ανθρώπου που τώρα τον κάνει να θεωρεί τον εαυτό του ότι είναι όμοιος προς τον θεό σε νόηση, συναισθήματα και πάθη, όπως ήταν εκείνη η ιδέα που στην αρχή τον έκανε να πιστέψει – έχοντας την σωματική μορφή και τα όργανα του- ότι είναι η πραγματική εικόνα της Θεότητας; Δεν είναι ο θεός του, αλλά απλά η δική του σκιά που προβάλλεται σε ένα γιγαντιαίο σχήμα επάνω στα σύννεφα; Δεν δημιουργεί για τον εαυτό του έναν θεό κατ' εικόνα και ομοίωση του, απλά και μόνο προσθέτοντας απεριόριστη έκταση στις δικές του ικανότητες, δυνάμεις και πάθη;".
Η φωνή, που δεν παραμένει πάντοτε σιωπηρή, ψιθυρίζει, «Ποιος ικανοποίησε ποτέ πλήρως τον εαυτό του θέτοντας ερωτήματα σχετικά με την φύση του; Ποιος απέδειξε ποτέ στον εαυτό του – με μία τέτοια πειστικότητα, η οποία ανήγαγε την πίστη σε βεβαιότητα - ότι ήταν ένα αθάνατο πνεύμα που κατοικούσε πρόσκαιρα μόνο στον οίκο ή στο περίβλημα του σώματος του και ότι θα ζει για πάντα, αφού το σώμα του θα έχει αποσυντεθεί; Ποιος απέδειξε ποτέ ή μπορεί ποτέ να αποδείξει, ότι η διάνοια του Ανθρώπου διαφέρει από εκείνη των ευφυέστερων ζώων, σε κάτι άλλο παρά μόνο σε βαθμό; Ποιος έχει κάνει κάτι περισσότερο από το να πει ανοησίες και ασυναρτησίες για να εξηγήσει την διαφορά μεταξύ των ενστίκτων του σκύλου και την λογική του ανθρώπου; Το άλογο, ο σκύλος, ο ελέφαντας συνειδητοποιούν εξίσου την ταυτότητα τους, όπως και εμείς. Σκέπτονται, ονειρεύονται, θυμούνται, διαφωνούν με τον εαυτό τους, συλλαμβάνουν, σχεδιάζουν και εξάγουν συμπεράσματα (λογίζονται). Μήπως δεν είναι η διάνοια και η νοημοσύνη του ανθρώπου, παρά μόνον η διάνοια ενός ζώου σε υψηλότερο βαθμό ή μεγαλύτερη ποσότητα; (Larger Quantity);». Στην πραγματική εξήγηση μιας απλής σκέψης ενός σκύλου μπορεί να συμπυκνωθεί ολόκληρη η μεταφυσική.
Και με ακόμη τρομερότερη χροιά, η Φωνή συνεχίζει να ρωτά : "Με ποιο τρόπο, οι μάζες των ανθρώπων, το τεράστιο πλήθος του ανθρωπίνου γένους, έχουν αποδείξει πως είναι είτε σοφότεροι είτε καλύτεροι από τα ζώα, όταν στα μάτια των ζώων λάμπει μια ανώτερη διάνοια από ότι στα δικά τους βλακώδη και χωρίς νοημοσύνη μάτια; Με ποιόν τρόπο έχουν αποδείξει οι άνθρωποι πως είναι άξιοι ή πως τους αρμόζει μια αθάνατη ζωή; Θα αποτελούσε αυτό την επιβράβευση κάποιας αξίας για την μεγάλη πλειοψηφία; Παρουσιάζουν επάνω στην γη κάποια ικανότητα προς βελτίωση, ότι έχουν την δυνατότητα για μία κατάσταση ύπαρξης κατά την οποία, δεν θα γονυπετούσαν στην ισχύ – όπως τα σκυλιά που φοβούνται το μαστίγιο - ή πως δεν θα καταπιέζονταν από αδυναμίες που θα τους καθιστούσαν ανίσχυρους; Θα ήταν δυνατόν να ζήσουν σε μια κατάσταση όπου δεν θα μπορούσαν να μισούν, να κατηγορούν, να βασανίζουν, να εξολοθρεύουν, ούτε και να εμπορεύονται, να κερδοσκοπούν, να παγιδεύουν τους εύπιστους και να κλέβουν αυτούς που τους εμπιστεύονται, να χρησιμοποιούν τα χρήματα των άλλων για να πλουτίζουν και με το να θεωρούν τον εαυτό τους ενάρετο ξεφυσούν για τα ελαττώματα των άλλων, ευχαριστώντας τον Θεό που δεν είναι σαν τους άλλους (αμαρτωλούς) ανθρώπους; Πόση αξία θα είχε για την πλειοψηφία των ανθρώπων ένας Παράδεισος, όταν σε Αυτόν δεν θα μπορούσαν να ψεύδονται και να δυσφημούν, ούτε και θα μπορούσαν να ασκούν ποταπές δραστηριότητες ώστε να κερδίζουν χρήματα;".
Με λύπη κοιτάζουμε γύρω μας και διαβάζουμε τα σκοτεινά και θλιβερά αρχεία των παλαιών, νεκρών και σαθρών εποχών. Περισσότεροι από 18 αιώνες πέρασαν μέσα στο φασματικό πεδίο του Παρελθόντος, από τότε που ο Χριστός διδάσκοντας την θρησκεία της Αγάπης εσταυρώθη, ώστε αυτή να καταστεί θρησκεία του Μίσους.
Και οι Διδασκαλίες Του, ακόμη και τώρα δεν γίνονται ούτε καν συμβολικά δεκτές ως αληθείς από το ένα τέταρτο της ανθρωπότητας. Πόσα αμέτρητα πλήθη ανθρωπίνων όντων δεν έχουν ζήσει και πεθάνει από τον θανατό Του, μέσα σε μια πλήρη έλλειψη πίστεως όλων εκείνων που εμείς θεωρούμε ουσιώδη για την Λύτρωση; Πόσες χιλιάδες μυριάδες ψυχές από την εποχή του σκότους της ειδωλολατρικής προκαταλήψεως δεν έχουν κατέλθει υλοβαρείς και αδιαπέραστες επάνω στην γη και στην συνέχεια ανήλθαν (χωρίς καμία αλλαγή) προς τον αιώνιο Θρόνο του Θεού για να κριθούν από Αυτόν;
Η θρησκεία της Αγάπης, για δεκαεφτά μακρούς αιώνες απεδείχθη ότι ήταν όμοια με την θρησκεία του Μίσους, της απιστίας, των Διώξεων, χειρότερη από τον Μωαμεθανισμό, τον άκαμπτο ανταγωνιστή του. Αιρέσεις αναπτύχθηκαν προτού ακόμη πεθάνουν οι Απόστολοι. Ο Θεός μισούσε τους Νικολαϊτες*, ενώ ο Άγιος Ιωάννης στην Πάτμο διακήρυττε την επερχόμενη οργή Του. Οι θρησκευτικές ομάδες φιλονικούσαν και η κάθε μία όταν αποκτούσε δύναμη, καταδίωξε τις άλλες, μέχρι που το έδαφος ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου είχε εμποτιστεί με το αίμα, είχε λιπανθεί από τις σάρκες και είχε γίνει λευκό από τα οστά μαρτύρων. Και ο ανθρώπινος νους πιέστηκε στα όρια του για να ανακαλύψει νέους τρόπους δια των οποίων τα βασανιστήρια και ο πόνος θα διαρκούσαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και θα ήταν περισσότερο έντονα.
"Με ποιο δικαίωμα", ψιθυρίζει η φωνή , "ο άνθρωπος φροντίζει μόνο τα δικά του συμφέροντα, αυτό το άγριο, ανελέητο, και επιθετικό ζώο, που οι δυστυχίες και οι σπασμοί των άλλων – του άθλιου είδους του - του δημιουργούν τα πιο χαροποιά αισθήματα, ενώ την πλειοψηφία των ανθρώπων την ενδιαφέρει μόνο να τρώει, να κοιμάται, να ντύνεται και να βυθίζεται σε αισθησιακές απολαύσεις και που οι καλύτεροι από αυτούς φιλονικούν, μισούν, φθονούν εκτός ελαχίστων περιπτώσεων; Με ποιο δικαίωμα προσπαθεί να αυταπατάται πιστεύοντας ότι δεν είναι ζώο, όπως είναι ο λύκος, η ύαινα και η τίγρης, αλλά θεωρεί τον εαυτό του ευγενέστερο, ένα πνεύμα που έχει προορισμό του να γίνει αθάνατο, ένα σπινθήρα του πρωταρχικού Φωτός, Πυρός και Λόγου, τα οποία είναι ο Θεός; Ποια άλλη αθανασία παρά μόνο του εγωισμού, θα μπορούσε να έχει αυτό το πλάσμα; Είναι ικανό για τίποτε άλλο; Δεν θα πρέπει η αθανασία να αρχίζει εδώ στην γη και να αποτελεί η ζωή ένα μέρος της; Πως μπορεί ο θάνατος να αλλάξει την βασική φύση αυτής της χυδαίας ψυχής; Γιατί να μην έχουν και τα άλλα ζώα, που ελάχιστα μοιάζουν με τους ανθρώπους στην ακολασία, στην αγριότητα, στην ωμότητα και στην δίψα για αίμα, το ίδιο δικαίωμα, όπως έχει ο άνθρωπος – να αναμένει μία ανάσταση και μια αιωνιότητα υπάρξεως ή έναν Παράδεισο της Αγάπης;".
Ο κόσμος βελτιώνεται. Ο άνθρωπος σταματά να διώκει όταν οι διωκόμενοι γίνουν πολυπληθείς και δυνατοί και δεν υποτάσσονται πλέον στους διώκτες. Αφού τελείωσε αυτή η πηγή ευχαρίστησης και διασκέδασης, οι άνθρωποι ασκούν την εφευρετικότητα της ωμότητας τους στα ζώα και στα άλλα όντα που θεωρούν υποδεέστερα τους. Να τους αφαιρεί την ζωή που τους έδωσε ο θεός και αυτό, όχι μόνο επειδή θα πρέπει να φάει την σάρκα τους για να τραφεί, αλλά μόνο για την ικανοποίηση μιας αχαλίνωτης ωμότητας, είναι μια αποδεκτή εργασία και διασκέδαση του ανθρώπου, αυτού του ίδιου που υπερηφανεύεται ότι είναι ο Επικεφαλής της Δημιουργίας και μόνο λίγο χαμηλότερα από τους Αγγέλους. Εάν δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει τον τροχό των βασανιστηρίων, την αγχόνη, τις πυρακτωμένες λαβίδες και τους πασσάλους της πυράς, μπορεί να μισεί, να διαστρεβλώνει με ψεύδη, και να χαίρεται με την σκέψη ότι μετά θάνατον, όταν θα απολαμβάνει την πολυτέλεια και τις αισθησιακές ομορφιές του Παραδείσου, θα βλέπει με ευχαρίστηση την αγωνία και τους σπασμούς εκείνων που «δικαίως» καταδικάστηκαν, επειδή τόλμησαν να έχουν γνώμη διαφορετική από την δική του, σε θέματα που ήταν πέρα από την κατανόηση και αυτών αλλά κι εκείνου.
Όταν οι στρατιές των δεσποτικών αρχόντων σταματούν να σφαγιάζουν και να καταστρέφουν, την θέση τους την παίρνουν οι στρατιές της «Ελευθερίας» και το μαύρο και το άσπρο αναμεμειγμένα σφάζουν, καίνε και αρπάζουν. Κάθε εποχή επαναλαμβάνει τα εγκλήματα και τις αδικίες των προηγουμένων και ακόμη οι πόλεμοι μαίνονται ανεξέλεγκτοι μετατρέποντας τις εύφορες περιοχές σε ερήμους, ενώ ο θεός δοξάζεται στις Εκκλησίες για τις αιμοσταγείς σφαγές και οι ανελέητοι καταστροφείς έχοντας στα χέρια τους την λεία των αρπαγών τους, στέφονται με δάφνες και εξυμνούνται.
Από το σύνολο του ανθρωπίνου γένους, ούτε ένας στους δέκα χιλιάδες, δεν έχει κάποιες βλέψεις, πέρα από τις καθημερινές ανάγκες που μοιάζουν με εκείνες της ποταπής ζωής ενός ζώου. Σε αυτή την εποχή, όπως και σε όλες τις προηγούμενες, όλοι οι άνθρωποι πλην ελαχίστων, στις περισσότερες χώρες γεννιούνται για να γίνουν σχεδόν υποζύγια, εργαζόμενοι πλάι-πλάι με το άλογο και το βόδι. Τελείως αδαείς, ακόμη και στις «πολιτισμένες χώρες» σκέπτονται και συμπεραίνουν όπως τα ζώα στο πλευρό των οποίων μοχθούν. Για αυτούς, ο Θεός, η Ψυχή, το Πνεύμα, η Αθανασία, δεν είναι τίποτε περισσότερο από λέξεις, χωρίς κάποιο πραγματικό νόημα. Ο θεός στα δεκαεννέα εικοστά του χριστιανικού κόσμου είναι ο Μπελ (Βηλ), ο Μολώχ, ο Ζεύς ή στην καλύτερη περίπτωση ο Όσιρις, ο Μίθρας ή ο Αντονάϊ (Αδωνάϊ), ή οποιοδήποτε άλλο όνομα που λατρευόταν στις Παλαιές Παγανιστικές Εορτές και τα τελετουργικά τους. Είναι το άγαλμα του Ολυμπίου Διός, που λατρεύεται ως ο Πατήρ, μέσα στον Χριστιανικό Ναό που ήταν κάποτε ειδωλολατρικός. Είναι του άγαλμα της Ουρανίου Αφροδίτης, που έγινε η παρθένος Μαρία. Βασικά οι άνθρωποι δεν πιστεύουν βαθιά στην καρδιά τους ότι ο θεός είναι δίκαιος ή ελεήμων. Φοβούνται και κρύβονται από τους κεραυνούς Του και τρέμουν την οργή Του. Οι περισσότεροι, νομίζουν πως πιστεύουν ότι υπάρχει μια άλλη ζωή, μια κρίση και τιμωρία για το αμάρτημα. Παρόλα αυτά διώκουν ως Απίστους και Αθέους εκείνους που δεν πιστεύουν στην δική τους φανταστική πίστη και που παρόλα αυτά δεν την πιστεύουν ως πραγματική επειδή κάτι τέτοιο (το να πιστεύει δηλαδή κάποιος σε διαφορετική θρησκεία από αυτούς) τους είναι ακατανόητο, διότι ζουν μέσα στην άγνοια και στην διανοητική πενία. Για την μεγάλη πλειοψηφία του ανθρωπίνου Γένους, ο Θεός δεν είναι παρά η αντανακλώμενη μέσα στο απεριόριστο διάστημα μορφή, του Ένθρονου γήινου Τυράννου, μόνο που είναι ισχυρότερος, περισσότερο μυστηριώδης, και πλέον αμείλικτος. Για να βασανίσει την ανθρωπότητα, ο Δεσπότης χρειάζεται μόνον να υπάρχει, αυτό είναι που ο κοινός νους κάθε εποχής, φαντάστηκε ως τον θεό.
Επίσης στις μεγάλες πόλεις, οι κατώτερες τάξεις του πληθυσμού, δεν έχουν πίστη και ελπίδα. Οι άλλες κοινωνικές τάξεις, στην πλειοψηφία τους δεν έχουν παρά μία απλή τυφλή πίστη, που επεβλήθη σε αυτές, από την μόρφωση και τις συνθήκες και όχι ως αποτέλεσμα μιας ηθικής αρετής ή ακόμη, ως παράγωγο απλής τιμιότητας, όπως συμβαίνει στον Μωαμεθανισμό. «Τα υπάρχοντα σου θα είναι ασφαλή εδώ», είπε ο Μουσουλμάνος, «γιατί εδώ δεν υπάρχουν χριστιανοί». Ο Φιλοσοφικός και επιστημονικός κόσμος γίνεται καθημερινά όλο και περισσότερο άπιστος. Η πίστη και η λογική δεν θεωρούνται δύο αντίθετα σε ισορροπία, αλλά έννοιες ανταγωνιστικές και εχθρικές η μία προς την άλλη και ως αποτέλεσμα έρχεται το σκότος και η αμφιβολία του σκεπτικισμού, το οποίο δικαιολογείται ή υποκρύπτεται με την μορφή του ορθολογισμού.
Σε περισσότερα από τα τρία τέταρτα της κατοικημένης γης, η ανθρωπότητα ακόμη γονατίζει όπως οι καμήλες, για να μεταφέρει στις πλάτες της ως υποζύγιο τα βάρη των τυράννων της. Εάν μία δημοκρατία εμφανιστεί κάποια στιγμή σαν ένα Αστέρι, τότε οδεύει ταχύτατα για να δύσει μέσα στην αιματοχυσία. Το μόνο που χρειάζεται είναι να την αφήσεις μόνη της και πολύ σύντομα η ίδια καταστρέφεται με τα δικά της χέρια. Και όταν ένας λαός που επι μακρόν ζούσε στην σκλαβιά, πετάξει τα δεσμά του μπορεί να αναρωτηθεί με καχυποψία,
Θα κραυγάσει (από χαρά) αυτός που καυχιέται
Για μια στιγμή ελευθερίας
Όταν αυτή είναι συνδεδεμένη
Με εκείνη την τρέλα που μισούν οι Σοφοί,
Τον νόμο,
Το Σύστημα και την Αυτοκρατορία;
Παντού στον κόσμο, η εργασία είναι κατά κάποιο τρόπο ο σκλάβος του κεφαλαίου. Ενός σκλάβου που συνήθως τον τρέφει μόνον όσο μπορεί να εργαστεί, ή μάλλον, για τόσο διάστημα όσο η εργασία είναι επικερδής στον αφέντη του ανθρώπου ο οποίος αποτελεί κτήμα του. Υπάρχουν λιμοί στην Ιρλανδία, απεργίες και πείνα στην Αγγλία, φτώχεια και εργατικές κατοικίες στην Νέα Υόρκη, δυστυχία, αθλιότητα, άγνοια, ένδεια, η ωμότητα της φαυλότητας και η πώρωση προς την όνειδος, ο απελπισμένος ζητιάνος, βρίσκονται παντού σε όλους τους κοινωνικούς βόθρους και οχετούς. Εδώ μια μοδίστρα λιμοκτονεί και παγώνει. Εκεί μητέρες αναγκάζονται να αφήσουν να πεθάνει το παιδί τους από την ασιτία, έτσι ώστε τα παιδιά που θα απομείνουν να μπορούν να επιβιώσουν με το ψωμί που αγοράστηκε από τα χρήματα που πήραν ως βοήθημα για την κηδεία του νεκρού παιδιού που πέθανε από την πείνα. Και στην διπλανή πόρτα, νεαρά κορίτσια εκδίδονται, ώστε να αγοράσουν τροφή.
Και επίσης, λέγει η φωνή, αυτό το αποκτηνωμένο γένος δεν χορταίνει βλέποντας τους χιλιάδες που πεθαίνουν από μεγάλες επιδημίες, οι οποίες έχουν ανεξιχνίαστα αίτια, που προέρχονται από την δικαιοσύνη, ή την σοφία τις οποίες ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να αντιληφθεί. Επιπλέον θα πρέπει να πολεμούν παντοτινά μεταξύ τους. Το σύνολο του κόσμου δεν έζησε ειρηνικά ούτε και για μια στιγμή, από τότε που οι άνθρωποι διαχωρίστηκαν σε φυλές. Πάντοτε, κάπου, οι άνθρωποι εξόντωναν ο ένας τον άλλον. Πάντοτε τα στρατεύματα ζούσαν από τον μόχθο του γεωργού και ο πόλεμος αφάνιζε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και σπαταλούσε την ενέργεια δίνοντας τέλος στην ευημερία των Εθνών. Και τώρα προσθέτει στο μέλλον συνέχεια συντριπτικά χρέη, υποθηκεύει όλα τα κτήματα κι επιφέρει επί των Πολιτειών την ντροπή και τον ευτελισμό της ανέντιμης άρνησης της παραδοχής των οφειλών τους.
Μερικές φορές, οι ολέθριες φωτιές του πολέμου καίνε ταυτόχρονα μισή ήπειρο, όπως όταν όλοι οι Θρόνοι ενώνονται για να αναγκάσουν έναν λαό να δεχθεί και πάλι μία μισητή και αποκρουστική δυναστεία, οι Πολιτείες αρνούνται σε άλλες Πολιτείες το δικαίωμα να διαλύσουν έναν δυσάρεστο συνασπισμό και να δημιουργήσουν για τους εαυτούς τους μια ξεχωριστή κυβέρνηση. Και πάλι μετά η φωτιά χαμηλώνει και σβήνει. Όμως η φλόγα σιγοκαίει στις στάχτες της για να δυναμώσει ξανά μετά από λίγο, με ανανεωμένη και πιο έντονη την λύσσα. Μερικές φορές, η καταιγίδα στροβιλιζόμενη ουρλιάζει μόνο πάνω από μικρές περιοχές και κάποιες φορές φαίνονται οι φλόγες της, όπως οι παλαιές φωτιές που άναβαν, κατακρεουργεί ο γύπας χορταίνει, και ο λύκος ουρλιάζει στα αυτιά του στρατιώτη που πεθαίνει. Όλες οι πόλεις μαρτυρούν από τους πυροβολισμούς και τις οβίδες. Και όλοι οι άνθρωποι δεν ξεχνούν να τελέσουν την τρομερή βλασφημία, δηλαδή την απόδοση ευγνωμοσύνης στον θεό της αγάπης για τις νίκες τους και την καταστροφή των άλλων. Ακόμα ψέλνονται τα Te Deum για την νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου και τον Σικελικό Εσπερινό. Η νοημοσύνη του ανθρώπου πιέζεται και όλες οι εφευρετικές δυνάμεις της χρησιμοποιούνται για να κατασκευάσουν τα καταχθόνια μηχανήματα της καταστροφής με τα οποία τα ανθρώπινα σώματα θα συνθλιβούν, θα ακρωτηριαστούν και θα παραμορφωθούν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα. Και παρόλα αυτά η ανθρωπότητα που υποκρίνεται, βυθισμένη στην σφαγή και μεθυσμένη από το αίμα, ουρλιάζει προς τον ουρανό για κάποιο φόνο, ο οποίος έγινε για να ικανοποιήσει μια εκδίκηση που είναι εξίσου αντιχριστιανική ή για να ικανοποιήσει έναν έρωτα που δεν είναι λιγότερο χυδαίος από εκείνα που αποτελούν παροτρύνσεις του Διαβόλου στις ψυχές των Εθνών.
Και όταν έχουμε αρχίσει να ονειρευόμαστε την Ουτοπία και την (νέα) χιλιετία και όταν έχουμε αρχίσει σχεδόν να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος παρόλα αυτά δεν είναι παρά μια ημι-εξημερωμένη τίγρης και ότι η οσμή του αίματος δεν θα ξυπνήσει το θηρίο μέσα του, ξαφνικά ξυπνάμε από αυτό το απατηλό όνειρο και ανακαλύπτουμε ότι η εύθραυστη μάσκα του πολιτισμού σκίστηκε στα δύο και πετάχτηκε με περιφρόνηση μακριά. Ξαπλώνουμε για να κοιμηθούμε, όπως έκανε ο χωρικός στις πλαγιές του Βεζούβιου. Το ηφαίστειο ήταν ανενεργό για μεγάλο χρονικό διάστημα και πιστεύουμε ότι οι φωτιές του αδρανοποιήθηκαν. Γύρω μας κρέμονται τα τσαμπιά από τα σταφύλια και τα πράσινα φύλλα της ελιάς κινούνται στον απαλό νυχτερινό αέρα. Από πάνω μας λάμπουν τα ειρηνικά και υπομονετικά άστρα. Όμως, ξαφνικά, μας ξυπνά ο θόρυβος μιας νέας έκρηξης, ο βρυχηθμός της υπόγειας βροντής, ο ηφαιστειακός κεραυνός που υψώνεται στην σκοτεινή αγκαλιά του ουρανού και βλέπουμε άφωνοι τον φυλακισμένο Τιτάνα να πετά τις φωτιές του προς τα αχνά άστρα. Βλέπουμε μια μεγάλη στήλη από καπνό και σύννεφα και τα πύρινα ποτάμια της λάβας να ξεχύνονται στις πλευρές του. Ο βρυχηθμός και τα ουρλιαχτά του Εμφυλίου Πολέμου ακούγονται παντού γύρω μας. Η γη βρίσκεται σε πανδαιμόνιο και ο άνθρωπος είναι και πάλι ένας Άγριος. Οι μεγάλες στρατιές προχωρούν σαν τρομερά κύματα και αφήνουν πίσω τους, έρημη και καμένη γη χωρίς ανθρώπους. Ο άρπαγας βρίσκεται σε κάθε σπίτι παίρνοντας ακόμη και το ψίχουλο του ψωμιού από τα χείλη του πεινασμένου παιδιού. Άσπρα μαλλιά βάφονται με αίμα και αθώα κορίτσια ουρλιάζουν μάταια για έλεος στην σαρκική Λαγνεία. Οι νόμοι, τα δικαστήρια, τα συντάγματα, ο Χριστιανισμός, το έλεος, η ευσπλαχνία, όλα αφανίζονται. Φαίνεται σαν να μας έχει απαρνηθεί ο θεός και ο Μολώχ να βασιλεύει στην θέση Του. Κι ενώ ο τύπος και ο κλήρος θριαμβολογούν ταυτόχρονα με την παγκόσμια δολοφονία και προτρέπουν την εξαφάνιση του Ηττημένου δια του ξίφους και της φωτιάς, η αρπαγή και ο φόνος επιτρέπουν στα ανθρώπινα σαρκοφάγα να γίνουν οι αποδέκτες των ευχαριστιών των Χριστιανικών Γερουσιών.
Η εμπορική απληστία νεκρώνει τα αισθητήρια της συμπόνιας των Εθνών και τα κάνει κωφά στις απαιτήσεις της τιμιότητας, στα ερεθίσματα της γενναιοδωρίας και στις εκκλήσεις εκείνων που υποφέρουν από την αδικία. Αλλού η παγκόσμια αναζήτηση για πλούτο εκθρονίζει τον Θεό και τιμά με θεικές τιμές τον Μαμμωνά και τον Μπααλζεμούμπ (Βεελζεβούβ). Ο εγωισμός κυβερνά. Η απόκτηση του πλούτου γίνεται αυτοσκοπός. Η αισχρότητα του νομίμου χαρτοπαιγνίου και η κερδοσκοπία γίνονται επιδημία. Η δολιότητα θεωρείται απόδειξη εφυϊας. Η κατοχή αξιωμάτων γίνεται η αμοιβή για μία επιτυχημένη κομματική διαμάχη. Όπως ο Ακταίων κατασπαράχθηκε από τα δικά του σκυλιά, έτσι και η Χώρα όταν θα βρίσκεται στην έσχατη ανάγκη της, θα λεηλατηθεί από τους αχρείους που προσεκτικά επιμόρφωσε στο επάγγελμα της ασυδοσίας.
Με ποιο δικαίωμα, ερωτά επιτακτικά η Φωνή, ένα πλάσμα που πάντοτε ασχολείται με την ληστεία και την σφαγή των άλλων του είδους του και που κάνει τα δικά του συμφέροντα Θεό του, υποστηρίζει ότι είναι από μία ανώτερη φύση από εκείνη των αγρίων ζώων, των οποίων αποτελεί το πρωτότυπο;
Κατόπιν το σκότος μιας τρομερής αμφιβολίας πέφτει επάνω στην ψυχή στην οποία έχουν εξασθενίσει η αγάπη, η εμπιστοσύνη και η πίστη. Είναι το σκότος, το οποίο συναντήσατε και σας περιέβαλε όταν εισήλθατε στην πρώτη αίθουσα. Αμφισβητεί την αλήθεια της Αποκαλύψεως, την ίδια την πνευματικότητα της καθώς και αυτή την ύπαρξη ενός ελεήμονος Θεού. Αναρωτιέμαι μήπως είναι άσκοπο να ελπίζεις σε κάποια μεγάλη πρόοδο της ανθρωπότητας προς την τελειότητα και αν, όταν εξελίσσεται προς μία κατεύθυνση, δεν οπισθογυρίζει – ως αντιστάθμισμα- σε κάποια άλλη κατεύθυνση. Αμφισβητεί εάν η εξέλιξη του πολιτισμού δεν είναι παρά η αύξηση της ιδιοτέλειας, αμφισβητεί πως η ελευθερία δεν οδηγεί κατ' ανάγκη στην αχαλίνωτη συμπεριφορά και στην αναρχία και πως η έσχατη πενία και η ηθική κατάπτωση των μαζών δεν ακολουθεί αναπόφευκτα την μείωση του πληθυσμού και της εμπορικής και κατασκευαστικής ευημερίας. Αναρωτιέται εάν ο άνθρωπος δεν είναι ένα παιχνίδι μιας τυφλής ανελέητης Μοίρας και αν όλες οι φιλοσοφίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά παραισθήσεις και οι θρησκείες, οι φανταστικές δημιουργίες της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και έπαρσης. Και πάνω από όλα αναρωτιέται, μήπως – όταν η λογική εγκαταλειφθεί από οδηγός μας – η πίστη του Βουδιστή και του Βραχμάνου δεν θα πρέπει να έχει τα ίδια δικαιώματα σε μία διακυβέρνηση, όπως θα έχουν οι οπαδοί της κυρίαρχης πίστης.
Αναρωτιέται μήπως τελικά οι έκδηλες και χειροπιαστές αδικίες αυτής της ζωής, η επιτυχία και η ευημερία του Καλού, οι δυστυχίες, οι καταπιέσεις και τα βάσανα του Αγαθού αποτελούν την βάση όλων των θρησκειών που υπόσχονται μία καλύτερη μελλοντική κατάσταση ύπαρξης; Αμφιβάλλοντας εδώ στην ικανότητα του ανθρώπου για συνεχή πρόοδο, τότε αμφιβάλλει και για την ύπαρξη της οπουδήποτε. Και όταν ο άνθρωπος δεν αμφιβάλλει για την ύπαρξη του Θεού και ο ίδιος είναι δίκαιος και ελεήμων, τότε, τουλάχιστον γιατί δεν μπορεί να κάνει να σιωπήσει ο συνεχώς επαναλαμβανόμενος ψίθυρος, ότι δηλαδή, οι δυστυχίες και τα βάσανα των ανθρώπων, η ζωή και ο θάνατος τους, οι πόνοι και οι θλίψεις τους, η εξόντωση τους με πολέμους και επιδημίες δεν είναι κάτι που έχει περισσότερη αξία, ενδιαφέρον και σπουδαιότητα στα μάτια του Θεού, από ότι πράγματα που συμβαίνουν σε άλλους οργανισμούς όπως τα ψάρια των αρχαίων θαλασσών που καταστράφηκαν κατά εκατομμύρια για να δημιουργήσουν χώρο για άλλα είδη, ενώ τα διαστρεβλωμένα σχήματα που βρίσκονται απολιθωμένα αποτελούν μάρτυρες της αγωνίας τους; Συνεπώς, τα έντονα, τα ζώα, τα πουλιά και τα ζωύφια που σκοτώνονται από τον άνθρωπο, έχουν το ίδιο δικαίωμα – όπως και αυτός - να διαμαρτύρονται για όλες τις αδικίες και την απονομή δικαιοσύνης του Θεού, και να απαιτούν μια αθανασία της ζωής σε ένα νέο σύμπαν, ως ανταπόδοση για τους πόνους, τα βάσανα και τον πρόωρο θάνατο τους σε αυτό τον κόσμο.
Τα παραπάνω δεν αποτελούν μια φανταστική εικόνα. Πολλά σκεπτόμενα πνεύματα έχουν βυθιστεί στην αμφιβολία και την απελπισία με αυτόν τον τρόπο. Πόσοι από εμάς μπορούν με βεβαιότητα να πουν ότι η δική μας πίστη είναι τόσο καλά θεμελιωμένη και πλήρης, ώστε, ποτέ δεν θα ακούσουν αυτούς τους οδυνηρούς ψιθύρους μέσα στην ψυχή; Τρείς φορές ευλογημένοι είναι αυτοι που ποτέ δεν αμφιβάλλουν, που στοχάζνται με υπομονετική ευδαιμονία, όπως οι (Ιερές) αγελάδες, ή κοιμούνται υπό το όπιο μιας τυφλής πίστης και που στις ψυχές τους ποτέ δεν πέφτει αυτή η Τρομερή Σκιά, η οποία δεν είναι παρά η απουσία του Θεικού Φωτός.
Για να εξηγήσουν σε αυτούς τους ίδιους την ύπαρξη του κακού και της Δυστυχίας, οι αρχαίοι Πέρσες φαντάστηκαν ότι υπήρχαν δύο Αρχές ή Θεότητες στο Σύμπαν. Η μία Αγαθή και η άλλη Κακή οι οποίες συνεχώς εμάχοντο μεταξύ τους σε έναν σκληρό αγώνα για την κυριαρχία και εναλλάξ νικούν και ηττούνται. Υπεράνω και των 2 για τους Σοφούς (SAGES), υπήρχε το Υπέρτατο Ον και σύμφωνα με αυτούς το φώς στο τέλος θα επικρατούσε του σκότους, το Αγαθό θα νικούσε το Κακό, ακόμη και ο ίδιος ο Α(χ)ριμάν και οι Δαίμονές του θα εγκατέλειπαν την πονηρή και φαύλη φύση τους και θα συμμετείχαν στην συμπαντική Σωτηρία. Δεν σκέφτηκαν όμως ότι η ύπαρξη της Κακής Αρχής με την συγκατάθεση της Υπέρτατης Παντοδυναμίας (του Υπέρτατου Όντος) παρουσίαζε την ίδια δυσκολία και άφηνε την ύπαρξη του Κακού εξίσου ανερμήνευτη όπως και πριν. Ο ανθρώπινος νους πάντοτε ικανοποιείται, εάν μπορεί να παραμερίσει μια δυσκολία και να προχωρήσει. Δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο κόσμος στηρίζεται στο Κενό, αλλά είναι βαθιά ικανοποιημένος όταν διδαχθεί πως ο κόσμος στηρίζεται στην πλάτη ενός τεράστιου ελέφαντα που και αυτός στηρίζεται στην πλάτη μιας χελώνας. Με δεδομένη την χελώνα, η Πίστη ικανοποιείται πάντοτε και αποτελούσε μεγάλη πηγή ευτυχίας, στις μάζες ότι μπορούσαν να πιστέψουν σε έναν Διάβολο, ο οποίος θα απελευθέρωνε τον Θεό από την κατακραυγή για το ότι Αυτός είναι ο Δημιουργός της Αμαρτίας.
• «Αλλά τούτο έχεις, ότι μισείς τα έργα των Νικολαιτών, α καγώ μισώ» – Αποκάλυψις , Β’, 6.
*Νικολαίτες (1ος αιών): Γνωστικοί που έδρασαν στην Πέργαμο , την Έφεσο και τα Θυάτειρα της Μ.Ασίας. Επικεφαλής τους ήταν ο Εθνικός Μάντης Βαλαάμ. Ο βίος τους ήταν ακόλαστος και έκλυτος γιατί πίστευαν πως φθείροντας με αυτό τον τρόπο την σάρκα προσέγγιζαν το Θείον.