Θουκυδίδου Ολόρου Αλιμουσίου (470-357)
Χωρίς να είναι θεωρητικός της οικονομίας, ο Θουκυδίδης παρέχει αξιόλογες πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση της εποχής του και μάλιστα είναι ο κατ’ εξοχήν ιστορικός που παρέμεινε αντικειμενικός και απαλλαγμένος από ηθικές κρίσεις. Είναι γνωστό ότι ο F. Μ. Comford, στο έργο του “Thucydides Mythistoricus” (1907), στρέφεται κατά του Θουκυδίδη γιατί δεν τόνισε το ρόλο της οικονομίας στην ιστορία και δεν εξήρε τα οικονομικά αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου, παρά το γεγονός ότι δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο ύφος, στο οποίο αναγνωρίζει μια μορφή αττικού δράματος, όπου συμπράττουν η αισχύλεια τραγωδία, η τύχη, η «ύβρις», η πειθώ, ο έρως, υπό την επήρεια της ρητορικής του Γοργία, χωρίς βέβαια να παίρνουν τη μορφή «τραγικής κάθαρσης» τα ιστορικά γεγονότα. Τη μομφή της αγνόησης των οικονομικών αιτίων του Πελοποννησιακού Πολέμου επιρρίπτουν στον Αθηναίο ιστορικό και πολλοί άλλοι συγγραφείς από τους παλαιούς, όπως π.χ. ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς και από τους νεώτερους (ποιος άλλος;) ο Μ. I. FinJey.
Είναι ωστόσο πλάνη ο ισχυρισμός αυτός, όπως αποδεικνύει η ανάγνωση της ιστορίας του Θουκυδίδη, των περιεχομένων δημηγοριών και προ παντός του Επιταφίου του Περικλή, πολύ περισσότερο αν γίνει δεκτή η απορριπτόμενη άποψη ότι το μεγαλειώδες αυτό κείμενο είναι έργο του ίδιου του Θουκυδίδη και όχι του Αθηναίου ρήτορα. Πλήθος συγγραφέων απορρίπτουν τον πιο πάνω ισχυρισμό, αλλά και υποστηρίζουν ότι ο Θουκυδίδης είχε πλήρη συνείδηση των οικονομικών παραγόντων της ιστορίας. Ο W. Lamb παραθέτει αποσπάσματα από τον Θουκυδίδη, στα οποία καταφαίνεται η σαφής απόδειξη της γνώσης των οικονομικών συνθηκών στην πορεία της ιστορίας. Υπερβολικός εν μέρει είναι βεβαίως και ο μεγάλος φιλόλογος W. Roscher που υποστήριζε ότι ο Θουκυδίδης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους της αρχαιότητας και ότι ουδέποτε διδάχθηκε στο πεδίο των οικονομικών επιστημών τόσα όσα από το Θουκυδίδη. Γράφει ο ίδιος: «Αναφέρω εδώ πριν από όλα το όνομα του Θουκυδίδη και ομολογώ γεμάτος σεβασμό και ευγνωμοσύνη ότι και εγώ, από την άποψη της κοινωνικής οικονομικής, από κανέναν από τους νεώτερους δεν διδάχθηκα τόσα όσα απ’ αυτόν. Ο Θουκυδίδης εμφανίζεται ως εξ ίσου άριστος γνώστης των οικονομικών συνθηκών της εποχής του όσο και των πολιτικών και των στρατιωτικών…».
Το βέβαιον είναι ότι σε πολλά σημεία του έργου του ο Θουκυδίδης αναφέρεται στις οικονομικές συνθήκες των διαφόρων χωρών, στους παράγοντες της οικονομίας, που προωθούν την εξέλιξη και στα οικονομικά συμφέροντα:
«Τῆς γάρ ἐμπορίας οὐκ οὔσης, οὐδ ’ ἐπιμειγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις οὔτε κατά γῆν οὔτε διά θαλάσσης, νεμόμενοί τε τά ἑαυτῶν ἕκαστοι ὅσον ἀποζῆν καί περιουσίαν χρημάτων οὐκ ἔχοντες οὐδέ γῆν φυτεύοντες, ἄδηλον ὄν ὁπότε τις ἐπελθών, καί ἀτειχίστων ἅμα ὄντων, ἄλλος ἀφαιρέσηται, τῆς τε κάθ’ ἡμέραν ἀναγκαίου τροφῆς πανταχοῦ ἄν ἡγούμενοι ἐπικρατεῖν οὐ χαλεπῶς ἀπανίσταντο, καί δι’ αὐτό, οὔτε μεγέθει πόλεων ἴσχυον οὔτε τῇ ἄλλῃ παρασκευῇ». Η ορθή άποψη στο θέμα αυτό συνίσταται στο ότι ο ιστορικός του Πελοποννησιακού Πολέμου ανεγνώριζε το ρόλο των οικονομικών παραγόντων στην ιστορία, αλλά γι ’ αυτόν όλοι οι επηρεάζοντες την ιστορική πορεία παράγοντες ανήγοντο τελικά σε ένα μόνο, δηλαδή στον πολιτικό. Χαρακτηριστική παρατήρησή του είναι η περιεχόμενη στη δημηγορία του Περικλή: «Μέγιστον δέ, τῇ ταῶν χρημάτων σπάνει κωλύσονται, ὅταν σχολή αὐτά ποριζόμενοι διαμέλλωσιν».
Σε άλλο τμήμα του παρόντος παρατίθενται οι απόψεις του Πλάτωνα, που θυμίζουν τη σύγχρονη μαρξική θεωρία του ιστορικού υλισμού.
Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να υπογραμμισθεί ιδιαίτερα ότι τον ιστορικό Θουκυδίδη απασχολούσαν και τα ηθικά και τα οικονομικά κριτήρια. Αλλά η προέχουσα και περιεκτική μέθοδος ανάλυσης των ιστορικών γεγονότων γι’ αυτόν ήταν η πολιτική πλευρά, δηλαδή η κυριαρχία της λογικής της πολιτείας. Όπως ορθά παρατηρήθηκε, κανείς δεν θα επέκρινε για παραλείψεις της μορφής αυτής τους λόγους του Cavour, του Bismarck ή του Disraeli.
Η ιστορία του Θουκυδίδη έχει περαιτέρω ιδιαίτερη αξία από άποψη οικονομική, καθ’ ο μέτρο επιζητεί να διερευνήσει τα αίτια του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού. Κατά τον καθηγητή Steven Forde, η παρουσίαση από το Θουκυδίδη του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού παριστά στην πραγματικότητα μια πρωτότυπη μελέτη πολιτικής ψυχολογίας στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική και διακλάδωσης της ψυχολογίας αυτής για το πρόβλημα της δικαιοσύνης ειδικά στη διεθνή πολιτική. Το ζήτημα του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού συνδέεται με τον αθηναϊκό χαρακτήρα. Το δεσπόζον χαρακτηριστικό του αθηναϊκού χαρακτήρα είναι η τόλμη, που στα χέρια του Θουκυδίδη γίνεται τεχνικός όρος. Οι Κορίνθιοι, στην περίφημη περιγραφή του αθηναϊκού χαρακτήρα, δίνουν έμφαση στη φρενήρη τόλμη, που δεν ταυτίζεται ακριβώς με το θάρρος. «Οἵ μέν γάρ νεωτεροποιοί καί ἐπινοῆσαι ὀξεῖς καί ἐπιτελέσαι ἔργω ὅ ἄν γνῶσιν,… Αὖθις δέ οἱ μέν καί παρά δύναμιν τολμηταί καί παρά γνώμην κινδυνευταί καί ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες… Ἐν δέ τοῖς σώμασιν ἀλλοτριωτάτοις ὑπέρ ταῆς πόλεως, χρῶνται, τῆ δέ γνώμη οἰκειοτάτη ἐς τό πράσσειν τι ὑπέρ αὐτῆς», «ἀνάγκη δέ ὥσπερ τέχνης ἀεί τά ἐπιγιγνόμενα κρατεῖν».
Κατά τον Περικλή, το μεγαλείο της ηγεμονίας, που κάνει την πόλη των Αθηνών άξια να πεθαίνει κανείς γι ’ αυτήν είναι το τολμάν και το «γιγνώσκειν τά δέοντα». Οι Αθηναίοι ίδρυσαν, μετά τους Περσικούς Πολέμους κυρίως, την αυτοκρατορία τους με την τόλμη, όχι με την τύχη ή τη δύναμη. Ουσιώδες δείγμα της τόλμης αυτής υπήρξε η απόφαση να εγκαταλείψουν την πόλη τους, να μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους και να γίνουν ναυτικοί. Αυτή η εγκατάλειψη υπήρξε η πιο ακραία επίδειξη τόλμης, αν ληφθεί υπόψη ότι για τους αρχαίους Έλληνες η εγκατάλειψη των εστιών τους εθεωρείτο αδιανόητη. Και η Κόρινθος και η Κέρκυρα υπήρξαν ναυτικές δυνάμεις, αλλά δεν θα διεννοούντο να μείνουν χωρίς εστίες, χωρίς θέση στην ξηρά, χωρίς τους τάφους των προγόνων, χωρίς τα ιερά τους. Από αυτή την παράτολμη ενέργεια οι Αθηναίοι στα πλοία ανακάλυψαν το δυναμικό της καθαρής ανθρώπινης δύναμης, της δύναμης χωρίς οποιαδήποτε εδαφική στήριξη. Γι’ αυτούς το κριτήριο των πράξεων στις μεταξύ των χωρών σχέσεις δεν είναι η δικαιοσύνη, αλλά η ικανότητα να κυβερνήσουν. Και του Περικλή ο Επιτάφιος είναι άσχετος με αναφορές στο θείο. Η δύναμη της Αθήνας είναι αποτέλεσμα των ανθρωπίνων δυνάμεων, αυτές είναι εκείνες που κάνουν την πόλη ό, τι είναι. Εξ άλλου, όταν ο Περικλής εγκωμιάζει την αθηναϊκή ελευθερία στον Επιτάφιο, λιγότερο εννοεί την παραδοσιακή ελευθερία της πόλης από την ατομική ελευθερία του Αθηναίου από τους μυριάδες συμβατικούς περιορισμούς, που ρυθμίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων στις παραδοσιακές πόλεις. Πρόκειται περί αυτού που ονομάζομε ατομικισμό. Ελευθέρωση των προσόντων του ατόμου και της πρωτοβουλίας του. Ό, τι ισχύει για την πόλη στις σχέσεις της προς τα έξω, ισχύει για τον πολίτη στις σχέσεις του προς τα μέσα. Αυτό προσέδωσε ενεργητικό χαρακτήρα στον πολίτη.
Αυτή όμως η ατομική ελευθερία μπορούσε να οδηγήσει στην αποσύνθεση της πολιτείας. Τη λύση έδωσε ο Περικλής καταφεύγοντας στο ερωτικό πάθος προς την πόλη. Οι Αθηναίοι έπρεπε να αφοσιωθούν στην πόλη τους, να γίνουν εκούσιοι υπηρέτες της, συντηρώντας τη δύναμή της, που πρέπει να εκδηλώνεται με πράξεις και να γίνονται έτσι εραστές της: «Λέγων ὅσα ἐν τῷ τούς πολεμίους ἀμύνεσθαι ἀγαθά ἔνεστιν, ἀλλά μᾶλλον τήν τῆς πόλεως δύναμιν καθ’ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καί ἐραστάς γιγνομένους αὐτῆς καί ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξη εἶναι, ἐνθυμουμένους ὅτι τολμῶντες καί γιγνώσκοντες τά δέοντα καί ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι ἄνδρες αὐτά ἐκτήσαντο». Μόνο το ερωτικό πάθος είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να κάνει τους ατομικιστές να προσκολλώνται σε κάτι έξω από αυτούς, αυτό οδηγεί στην πιο έντονη αφοσίωση και εκούσια θυσία.
Για το Θουκυδίδη ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός ήταν συνδυασμός τόλμης και ερωτικού πάθους. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά του εθνικού χαρακτήρα των Αθηναίων συνδέονται, κατά το Θουκυδίδη, και με τη μοναδική αθηναϊκή δημοκρατία της πόλης και με τη μοναδική τους εμπειρία από τους Περσικούς Πολέμους. Ο μοναδικός αθηναϊκός χαρακτήρας κατάγεται από μια χωρίς προηγούμενο απελευθέρωση ορισμένων κινήτρων της ανθρώπινης φύσης. Αυτό προκαλεί τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό και δυναμισμό, αλλά καταστρέφει με τον καιρό την πόλη.
Ουσιώδης είναι η συμβολή του Θουκυδίδη στην παρακολούθηση και το χαρακτηρισμό των φάσεων εξέλιξης της οικονομίας προς την ανάπτυξή της. Ως βάση του χωρισμού των σταδίων ανάπτυξης παίρνει τους ποριστικούς κλάδους: πειρατικό, νομαδικό, γεωργικό και εμπορικό. Στους ποριστικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας μνημονεύει την πειρατεία: «ἥρπαζον καί τό πλεῖστον τοῦ βίου ἐντεῦθεν ἐποιοῦντο οὐκ ἔχοντες πῶς αἰσχύνην τούτω τώ ἔργω». Και προσθέτει: «Οἱ γάρ Ἕλληνες τό πάλαι καί ταῶν βαρβάρων οἱ τε ἐν τῇ ἡπείρῳ παραθαλάσσιοι καί ὅσοι νήσων εἶχον…, ἐτράποντο πρός ληστείαν».
Πραγματευόμενος την εξέλιξη της οικονομίας από τη φυσική οικονομία στη χρηματική, εξαίρει τη θέση του εμπορίου στην κοινωνική οικονομία και τις οικονομικές σχέσεις λαών και ατόμων.
Βασική σκέψη του Θουκυδίδη είναι ο καταμερισμός της εργασίας, η ανάπτυξη της παραγωγής και η πορεία των λαών προς την ευημερία. Από την άποψη αυτή εξαίρει τη σημαία της εργασίας και του υλικού πλούτου. Στο μέτρο που οι αναπτυξιακές απόψεις ανήκουν στον Θουκυδίδη και όχι στον Περικλή, πρέπει να λεχθεί ότι υπήρξε ο κυριότερος θεωρητικός της πολιτικής της οικονομικής ανάπτυξης. «Πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῶ ἤ λόγου κόμπω χρώμεθα, καί τό πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινί αἰσχρόν, ἀλλά τό μή διαφεύγειν ἔργω αἴσχιον».
Ιδιαίτερη σημασία έχει η κινητοποίηση της αθηναϊκής οικονομίας και η ενεργοποίηση των πολιτών προς την κατεύθυνση της εργασίας, της σώρευσης υλικού πλούτου, ως βάσης της ανάπτυξης σε υψηλότερο επίπεδο και η εκτίμηση της αληθινής φύσης του κεφαλαίου. Στην εποχή του Θουκυδίδη η ελληνική οικονομία ζει έναν πρωτοφανή «ακτιβισμό», ο δε ατομικισμός βρίσκεται στην καλύτερή του απόδοση. Έτσι, ο Περικλής τονίζει: «οὐ γάρ οἱ κακοπραγοῦντες δικαιότερον ἀφειδοῖεν ν τόν βίον, οἷς ἐλπίς οὐκ ἔστιν ἀγαθοῦ, ἀλλ’ οἷς ἡ ἐναντία μεταβολή ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται καί ἐν οἷς μάλιστα μεγάλα τά ἐνδιαφέροντα, ἤν τι πταίσωσι». Αυτή την οικονομική επαγρύπνηση του πολίτη διαπιστώνουν στους Αθηναίους οι Κορίνθιοι:
«Ἀνάγκη δέ ὥσπερ τέχνης ἀεί τά ἐπιγιγνόμενα κρατεῖν καί ἡσυχαζούςῃ μέν πόλει (τά) ἀκίνητα (τά) νόμιμα ἄριστα, πρός πολλά δέ ἀναγκαζομένοις ἰέναι πολλῆς καί τῆς ἐπιτεχνήσεως δεῖ».
Για τον ίδιο λόγο εξαίρεται η δραστηριότητα έναντι της απραγμοσύνης: «Παράπαν τε γιγνώσκω πόλιν μή ἀπράγμονα τάχιστ ’ ἄν μοι δοκεῖν ἀπραγμοσύνης μεταβολή διαφθαρῆναι, καί ταῶν ἀνθρώπων ἀσφαλέστατα τούτους οἰκεῖν, οἱ ἄν τοῖς παροῦσιν ἤθεσι καί νόμοις, ἤν καί χείρω ᾖ, ἤκιστα διαφόρως πολιτεύωσιν».
Θα μπορούσε κανείς ακόμη να υποστηρίξει ότι ο Θουκυδίδης υπήρξε ο πρόδρομος της θεσμολογικής σχολής της οικονομίας, της οποίας ιδρυτής θεωρείται ο Τ. Veblen. Κατά τον Veblen η οικονομική επιστήμη έπρεπε να γίνει εξελικτική ώστε να γίνει «σημαντική» και από αυτό να τονίζεται ο ρόλος των θεσμών. Ο άνθρωπος δεν είναι homo economicus, που κινείται μόνο υπό το κράτος οικονομικών κινήτρων. Το έργο του “Theory κ.λπ.” είναι άρνηση του οικονομικού ανθρώπου των παραδοσιακών οικονομικών. Είναι σύνολο μη ορθολογικών κινήτρων και «υπολογιστής ευχαριστήσεων και δυσαρεσκειών». Ως θεσμούς νοεί κοινωνικές συνήθειες ή ευρύτατα ισχύοντα έθιμα και συνήθειες της σκέψης. Αυτά αποτελούν το ανθρώπινο περιβάλλον. Υπάρχουν συνήθειες που είναι ξεπερασμένες και όσον αφορά τη δημόσια και την ιδιωτική ιδιοκτησία. Οι υφιστάμενοι θεσμοί και το αξιολογικό σύστημα, το μέγεθος της ιδιοκτησίας, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις κ.λπ. μπορούν να αποτελέσουν ανασχετικούς παράγοντες στην ανάπτυξη και κατά κανόνα προσδιορίζουν αντιοικονομική αλλά και αντικοινωνική συμπεριφορά. Και μια τάξη συνήθως ζει σε βάρος αυτών που εργάζονται παραγωγικά με επιδειξιακή κατανάλωση. Καταλήγει στην ανάγκη της αλλαγής, τονίζοντας «ότι η αλλαγή είναι η μόνη που μένει χωρίς αλλαγή». Φροντίδα για κέρδη, αντί για παραγωγή, μονοπωλιακές καταστάσεις. Οι δραστηριότητες προς την κατεύθυνση της παραγωγής κέρδους πολλές φορές είναι κατά το Veblen αντικοινωνικές. Στον Περικλή («Επιτάφιος») ο Θουκυδίδης προσπαθεί να εμφανίσει συνδυαζόμενα το ιδιωτικό και το δημόσιο συμφέρον, ως επίσης και την υποστήριξη της τάξης που η δραστηριότητα των κρατούντων ιδιοκτητών αδικεί: «ἀνεπαχθῶς δέ τά ἴδια προσομιλοῦντες, τά δημόσια μάλιστα διά δέος οὐ παρανομοῦμεν, ταῶν ἀεί ὄντων ἀκροάσει καί νόμων, καί μάλιστα ὅσοι τε ἐπ’ ώφελία τῶν ἀδικουμένων κεῖνται...». Επίσης: «Χρώμεθα γάρ πολιτεία, οὐ ζηλούση τούς τῶν πέλας νόμους». Κατά τον ίδιο τρόπο βρίσκει συσχέτιση ανάμεσα στην εκάστοτε οικονομική κατάσταση και στην αλλαγή των πολιτευμάτων.
Τη σημασία των θεσμών για την οικονομία εξαίρει εξ άλλου ο Πλάτων: «Πόλιν τε καί ἤθη ἀνθρώπων πρῶτον μέν καθαράν ποιήσειαν ἄν, ὅ οὐ πάνυ ράδιον». Στο ίδιο έργο του επιμένει: «Ἤ οὖν οἴει ἐκ δρυός πόθεν ἤ ἐκ πέτρας τάς πολιτείας γίγνεσθαι, ἀλλ ’ οὐχί ἐκ τῶν ἠθῶν τῶν ἐν ταῖς πόλεσι, ἅ ἄν ὥσπερ ρέψαντα, τἆλλα ἐφελκύσηται;». Κατά τον ίδιο τρόπο εκφράζεται ο Πολύβιος (κεφ. 47), ο οποίος υποστηρίζει ότι κατά την άποψή του υπάρχουν δύο βασικές αρχές οι οποίες προσδιορίζουν τη μορφή ζωής, την ουσία του κράτους, ως πρότυπου ή ως εκφοβιστικού.
Αξιόλογες είναι τέλος οι μαρτυρίες του Θουκυδίδη για την κατάσταση του πληθυσμού κατά την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Πρέπει να αναφερθεί ακόμη η εκτίμηση την οποία ο Θουκυδίδης έτρεφε στην τεχνική καινοτομία. Ο ίδιος αναφέρει ότι οι Κορίνθιοι εξήραν το νεωτεριστικό πνεύμα των Αθηναίων. Όπως παρατηρεί και ο Ehrenber, οι καινοτομίες είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό της τεχνικής: «Οἱ μέν γάρ νεωτεροποιοί καί ἐπινοῆσαι ὀξεῖς καί ἐπιτελέσαι ἔργω, ὅ ἄν γνῶσιν».
Τέλος ο Θουκυδίδης απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στην προγνωστική, υπό την επίδραση της ιπποκρατικής μεθόδου για την οποία έκανε αργότερα λόγο και ο Γαληνός: «λέγειν τά προγενόμενα, γιγνώσκειν τά παρεόντα, προλέγειν τά ἐσόμενα». Η προγνωστική θεωρείται τώρα και ειδικός κλάδος της οικονομικής. Γράφει ο ίδιος: «ὅσοι δέ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τό σαφές σκοπεῖν καί τῶν μελλόντων ποτέ αὖθις κατά τό ἀνθρώπινον τοιούτων καί παραπλησίον ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτά ἀρκούντως ἕξει». Και περαιτέρω: «ἐγώ δέ οἷόν τε ἐγίγνετο λέξως καί ἀφ’ ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἰ ποτέ καί αὖθις ἐπιπέσοι, μάλιστα ἄν ἔχοι τι προειδώς μή ἀγνοεῖν…».